Διηγήθηκε ο όσιος Εφραίμ Κατουνακιώτης: Λέει ο Γέροντας στον υποτακτικό: «Εξεγερθέντες του ύπνου προσπίπτομέν Σοι, αγαθέ, και των αγγέλων τον ύμνον βοώμεν Σοι, δυνατέ· άγιος, άγιος» κτλ. «Κουά, κουά, κουά, κουά» τα βατράχια, κοάζουν, πώς λέγεται, ξεχάσαμε και τα ελληνικά […]
Όταν ο Γερω-Ευδόκιμος ο Αγιοπαυλίτης γήρασε και τον ανέλαβε ο γηροκόμος, πρώτα του άδειασε το κελλί από τα άχρηστα πράγματα, το τακτοποίησε και έκλεισε το παράθυρο. Όταν τον έφερε στο κελλί του, ο γερω-Ευδόκιμος ρωτούσε: «Καλά, Γέροντα, στο κελλί μου πότε θα πάω;». Πίστεψε ότι τον είχαν μεταφέρει σε άλλο κελλί. Έλεγε: «Πενήντα χρόνια έχω να ξαπλώσω». Είχε γηροκομήσει αρκετά γεροντάκια και είχε μαζέψει μία σακκούλα γυαλιά. Του έλεγε ο γηροκόμος του: – Εσύ βρήκες εμένα τον ταλαίπωρο και σου δίνω ένα ποτήρι νερό. Εμένα άραγε θα με γηροκομήσει κανείς; Απαντούσε ήρεμα: – Μην στεναχωριέσαι, Γέροντα, θα σε οικονομήσει ο Θεός, όπως... Διαβάστε τη συνέχεια

