Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου7 Μαρτίου

Των Αγίων Εφραίμ, Βασιλέως, Ευγενίου, Αγαθοδώρου, Ελπιδίου, Καπίτωνος και Αιθερίου των εν Χερσώνι επισκοπησάντων κ.ά.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Άγιοι επτά ιερομάρτυρες εν ΧερσώνιΤω αυτώ μηνί Ζ’, μνήμη των Αγίων επτά Ιερομαρτύρων των εν Χερσώνι επισκοπησάντων, Εφραίμ, Βασιλέως, Ευγενίου, Αγαθοδώρου, Ελπιδίου, Καπίτωνος, και Αιθερίου.

Εις τον Εφραίμ.

Μη την κεφαλήν τοις αγάλμασι κλίνων,
Εφραίμ αγάλλη τη τομή ταύτην κλίνων.

Εις τον Βασιλέα.

Συρείς Βασιλεύς χερσί δεισιδαιμόνων,
Χείρας διασπά δεισιδαίμονος πλάνης.

Εις τον Ευγένιον, Αγαθόδωρον, και Ελπίδιον.

Τριας σύναθλος του Προφήτου τον λόγον,
Εις μάστιγας δέδωκα τον νώτον λέγει.

Εις τον Καπίτωνα.

Επήρε χείρας εις προσευχήν Καπίτων,
Και προς Θεόν μετήρεν εξάρας πόδας.

Εις τον Αιθέριον.

Εκ του ποταμού προς Θεόν χωρείς πάτερ,
Τον εν ποταμώ σαρκικώς λελουμένον.

Εβδομάτη Πατέρας μόρος ήρπασεν επτά αριθμώ.

Κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού, εν τω δεκάτω έκτω έτει της βασιλείας αυτού, ήτοι από Χριστού εν έτει σϞς’ [296], Έρμων ο μακαριώτατος Πατριάρχης των Ιεροσολύμων, έστειλεν εις διάφορα έθνη Επισκόπους, δια να κηρύττουν αποστολικώς τον λόγον του Θεού, και να καταγγέλλουσι την πίστιν του Χριστού. Τότε λοιπόν απεστάλθησαν και ούτοι οι ανωτέρω επτά Πατέρες ημών εις την επαρχίαν των Ταυροσκυθών. Και ο μεν Άγιος Εφραίμ, εστάλθη εις την Σκυθίαν, ο δε Άγιος Βασιλεύς, εστάλθη εις την Χερσώνα, την πλησιάζουσαν εις το Κρίμι, και φθάσας εκεί, εκήρυττεν εις τους Έλληνας να μεταβληθούν από την ασέβειαν και κακίαν, εις την ευσέβειαν και αρετήν. Οι δε Έλληνες ακούσαντες ταύτα, και νομίσαντες τον Άγιον, ότι είναι καινούργιας πολιτείας κήρυξ, και φθορεύς της θρησκείας των πατρίων συνηθειών τους, έδειραν αυτόν και εδίωξαν από την πόλιν τους. Όθεν ο Άγιος φεύγωντας, εκατοίκησε μέσα εις ένα σπήλαιον ονομαζόμενον Παρθενώνα, και έχαιρε μεν από το ένα μέρος και ευφραίνετο, επειδή ατιμάσθη δια τον Χριστόν, ελυπείτο δε από το άλλο, δια την τύφλωσιν και πλάνην των απίστων.

Εις τοιαύτην λοιπόν διάθεσιν ο Άγιος ευρισκόμενος, εδέετο του Θεού δια την εκείνων διόρθωσιν και σωτηρίαν. Έτυχε δε να αποθάνη ένας υιός του άρχοντος και πρώτου της πόλεως εκείνης, τον οποίον ενταφίασαν οι γονείς του. Ούτος λοιπόν εφάνη εις τον ύπνον των συγγενών του και λέγει εις αυτούς. Ανίσως και θέλετε να ζήσω πάλιν, καλέσατε τον ξένον, οπού εδείρετε και εδιώξατε, και αφ’ ου πιστεύσετε εις την διδαχήν του, παρακαλέσατε αυτόν να προσευχηθή δια λόγου μου. Όθεν τούτο εκείνοι ποιήσαντες, είδον να αναστηθή ο υιός των με τας ευχάς του Οσίου, και με την επίχυσιν του νερού, το οποίον ηγιάσθη τω τύπω του Αγίου Βαπτίσματος. Όθεν επίστευσαν εις τον Χριστόν με όλους τους γνωστούς και οικείους των, και εβαπτίσθησαν άπαντες. Όσοι δε έμειναν εις την απιστίαν, ούτοι δια παρακινήσεως των εκεί ευρισκομένων Ιουδαίων, εθυμώθησαν κατά του Αγίου, και δέσαντες αυτόν με σχοινία, έσυρον εις τας πλατείας και παζάρια. Ο δε Άγιος συρόμενος εις πολύ διάστημα τόπου, και αποκαμών, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, και έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον.

Ο δε μακάριος Εφραίμ, εκήρυττε και αυτός τον Χριστόν εις τον τόπον, όπου ευρίσκετο. Πιασθείς από τους ειδωλολάτρας, και μη πεισθείς να προσκυνήση τα είδωλα, απετμήθη την κεφαλήν, και ανέβη στεφανηφόρος εις τα Ουράνια. Ο δε Ευγένιος και Αγαθόδωρος και Ελπίδιος, επήγαν εις την Χερσώνα, αφ’ ου εμαρτύρησεν ο Άγιος Βασιλεύς, και εκήρυττον τον Χριστόν. Οι δε εκεί Έλληνες σηκωθέντες κατ’ επάνω των, έδεσαν αυτούς, και σύροντες εις τον δρόμον, τους εθανάτωσαν κατά την έκτην του παρόντος Μαρτίου, όταν έκλεισε χρόνος ολόκληρος, αφ’ ου εθανάτωσαν τον Άγιον Βασιλέα. Ύστερον δε μετά χρόνους, εστάλθη Επίσκοπος εις την Χερσώνα από τον Ιεροσολύμων Πατριάρχην ο Άγιος Αιθέριος, ο οποίος βλέπωντας την αγριότητα και απείθειαν των εκείσε λαών, εγύρισεν εις το Βυζάντιον, να παρακαλέση τον βασιλέα να παιδεύση τους ατάκτους εκείνους. Ήτον δε τότε βασιλεύς Κωνσταντίνος ο Μέγας εν έτει τλ’ [330]. Επειδή δε επέτυχε της αιτήσεως, και με το χέρι του βασιλέως, εδιώχθησαν μεν από την πόλιν της Χερσώνος οι ασεβείς και άπιστοι, εκατοίκησαν δε εις αυτήν άνδρες ευσεβείς: τούτου χάριν εγύρισε πάλιν ο Άγιος Αιθέριος εις το Βυζάντιον, δια να ευχαριστήση τον Μέγαν Κωνσταντίνον υπέρ της ευεργεσίας ταύτης. Γυρίζωντας δε από το Βυζάντιον, ερρίφθη από τους απίστους εις τον ποταμόν Δούναβιν κατά την έκτην του παρόντος Μαρτίου.

Όθεν οι εν τη Χερσώνι Χριστιανοί στερηθέντες του ποιμένος των, έστειλαν πρέσβεις εις τον Μέγαν Κωνσταντίνον, παρακαλούντες να σταλθή εις αυτούς άλλος Αρχιερεύς, δια τούτο εστάλθη Επίσκοπος εις αυτούς ο μακάριος Καπίτων. Οι μεν ουν ευσεβείς έχαιρον δια τούτο και ευφραίνοντο, οι δε ασεβείς και άπιστοι ελυπούντο. Όθεν εζήτησαν να ιδούν σημείον και θαύμα, δια να γνωρίσουν με αυτό, ποία είναι η αληθής πίστις, και απεφάσισαν, ότι όποιος ήθελεν έμβη μέσα εις μίαν κάμινον αναμμένην, και διαφυλαχθή αβλαβής, τούτου η πίστις είναι αληθινή. Δια τούτο ο ιερός Καπίτων ενδεδυμένος ων την αρχιερατικήν στολήν, και το ωμοφόριον περιθείς, και σημειώσας τον εαυτόν του με τον τύπον του τιμίου Σταυρού, εμβήκεν εις την κάμινον, και σταθείς μέσα εις αυτήν ώραν αρκετήν, ευγήκεν αβλαβής και άφλεκτος, έχωντας γεμάτον το φαιλόνιόν του από κάρβουνα αναμμένα. Με τούτο λοιπόν το θαύμα, εξέπληξε τους απίστους ο Άγιος και εβάπτισεν αυτούς. Αφ ου δε οι εν τη Χερσώνι επίστευσαν, τότε και ο θείος Καπίτων απήλθε προς Κύριον, κατά την εικοστήν δευτέραν του Δεκεμβρίου μηνός. Όθεν και οι επτά ούτοι Ιερομάρτυρες, έλαβον παρά Κυρίου της αθλήσεως τους στεφάνους.

 *

Τη αυτή ημέρα οι Άγιοι Επίσκοποι Τριμυθούντος της Κύπρου, Αρκάδιος (1) και Νέστωρ, εν ειρήνη τελειούνται.

Της Τριμυθούντος ποιμένες καλοί δύω,
Εν τη καλή σκιρτώσι της Εδέμ πόα.

(1) Ίσως ούτος είναι οπού έχει εγκώμιον εις την ανακομιδήν του λειψάνου του Αγίου Γεωργίου κατά την τρίτην του Νοεμβρίου.

 *

Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Παύλου του απλού.

Γήθεν μεταστάς προς Θεόν Παύλος Λόγον,
Της απλότητος ποσαπλά στέφη λάβη.

Ούτος ο εν Αγίοις Πατήρ Παύλος ο ονομασθείς απλούς, ήτον μεν γεωργός και άγροικος με υπερβολήν, άκακος δε και άπλαστος κατά την γνώμην, ως άλλος ουδείς. Είχε δε και γυναίκα κακότροπον και μοιχαλίδα, η οποία μοιχευομένη εις πολύν καιρόν, εκρύπτετο από τον Όσιον. Εις μίαν δε των ημερών έτυχε να έλθη ο Όσιος από το χωράφι, έξω από τον διατεταγμένον καιρόν, και ευρίσκει την γυναίκα του μοιχευομένην εις το οσπήτιόν του, και γελάσας σεμνώς, είπε προς την μοιχαλίδα. Καλόν καλόν, δεν με μέλει τίποτε μα τον Ιησούν. Εγώ από τώρα και εις το εξής, ουδέ θέλω να σε ιδώ με τους οφθαλμούς μου. Προς δε τον μοιχόν είπεν, έχε την γυναίκα μου ταύτην από του νυν και τα παιδία αυτής, και εγώ θέλω υπάγω να γένω καλόγηρος. Όθεν ευθύς επήγεν εις τον Μέγαν Αντώνιον, και κτυπήσαντος αυτού την πόρταν, ευγήκεν ο Αντώνιος και λέγει αυτώ, ποίος είσαι εσύ αδελφέ, και τι ζητείς εδώ; Ο Παύλος απεκρίθη. Ξένος είμαι, και ήλθον εις εσένα να γένω Μοναχός. Ο Αντώνιος είπεν, εξήκοντα χρόνων γέρωντας δεν ημπορεί να γένη Μοναχός, ουδέ δύναται να υπομένη τας θλίψεις και την στενότητα της ερήμου. Εάν δε θέλης, πήγαινε εις Κοινόβιον, ίνα και τα σωματικά αγαθά πλούσια εκεί εύρης, και διαπεράσης ακόπως με τους κοινοβιάτας Μοναχούς την ζωήν σου. Διατί οι αδελφοί θέλουν βοηθήσουν την αδυναμίαν σου. Επειδή εγώ κάθομαι μόνος, και εις κάθε πέντε ημέρας τρώγω ψωμί, και αυτό λιμασμένον. Ο δε Παύλος δεν ήθελε να ακούση του γέροντος, αλλ’ εσπούδαζε να καθίση με αυτόν. Μη δυνηθείς λοιπόν ο Αντώνιος να διώξη αυτόν, έκλεισε την πόρταν του σπηλαίου, και άφησεν αυτόν έξω τρεις ημέρας, χωρίς να εύγη να τον ιδή. Ο δε Παύλος έμεινε νηστικός, και δεν έφυγε. Την δε τετάρτην ημέραν, έχωντας χρείαν ο Αντώνιος, άνοιξε την πόρταν του σπηλαίου, και ευρίσκωντας έξω τον Παύλον, λέγει εις αυτόν. Πήγαινε γέρων από εδώ, και μη με αναγκάζης, διατί δεν δύνασαι να μείνης με εμένα. Ο Παύλος απεκρίθη, αδύνατον είναι να υπάγω εις άλλο μέρος. Τότε βλέπωντας αυτόν ο Αντώνιος, πως δεν είχε, μήτε τορβάν, μήτε ψωμί, μήτε άλλο τι, λέγει προς αυτόν. Εάν έχης υπακοήν, και κάμνης αόκνως και αγογγύστως εκείνο, οπού ήθελες ακούσης από λόγου μου, ήξευρε ότι και εδώ ημπορείς να σωθής. Ειδέ και δεν κάμνεις εκείνο, οπού σοι λέγω, τι ματαίως κοπιάζεις, και δεν γυρίζεις από εκεί οπού ήλθες; Αποκριθείς δε ο Παύλος, λέγει. Όσα μοι ειπής, όλα θέλω τα κάμω προθύμως. Τότε ο Αντώνιος του λέγει. Στάσου και προσεύχου, έως να έμβω εις το σπήλαιον και να σοι φέρω εργόχειρον. Εμβαίνωντας δε ο Αντώνιος εις το σπήλαιον, έβλεπεν έξω από μίαν μικράν θυρίδα, ο δε Παύλος έστεκεν ακίνητος και προσηύχετο.

Ύστερον δε από μίαν εβδομάδα, αφ’ ου κατεξηράνθη ο Παύλος από το καύμα του ηλίου, ευγήκεν ο Αντώνιος έξω από το σπήλαιον, και βρέξας θαλλία των φοινίκων, λέγει εις τον Παύλον. Λάβε ταύτα και πλέξαι σειράν, καθώς βλέπεις και εμένα πως πλέκω. Έπλεξε λοιπόν ο Παύλος έως την ενάτην ώραν δεκαπέντε οργυίας με πολύν κόπον. Τότε του λέγει ο Αντώνιος, κακά έπλεξες την σειράν, λοιπόν χάλασον αυτήν, και πλέξαι την πάλιν εξ αρχής. Ήτον δε ο Παύλος νηστικός ημέρας επτά. Ταύτα δε έκαμνεν ο Αντώνιος, ίνα στενοχωρηθή ο Παύλος και αναχωρήση. Ο δε Παύλος με μακροθυμίαν ομού και σπουδήν εχάλασε την σειράν, και έπλεξε πάλιν αυτήν από την αρχήν αγογγύστως μετά μεγάλης προθυμίας. Τούτο δε βλέπων ο Αντώνιος, εξεπλάγη. Όθεν συμπονέσας αυτόν, όταν εβασίλευεν ο ήλιος, λέγει εις τον Παύλον. Θέλεις να φάγωμεν ολίγον ψωμί; Ο Παύλος απεκρίθη. Καθώς σοι φαίνεται, ποίησον. Ούτος δε ο λόγος, περισσότερον ετζάκισε την καρδίαν του Αντωνίου.

Ετοιμάσας λοιπόν τράπεζαν, έβαλεν επάνω εις αυτήν τέσσαρα κομμάτια ψωμία, από εξ ουγγίας το κάθε κομμάτι, ήτοι δράμια σαρανταοκτώ. Και το μεν ένα κομμάτι, έβρεξε δια λόγου του, τα δε τρία, δια τον Παύλον. Και ούτως άρχισεν ο Αντώνιος να ειπή ένα ψαλμόν. Δια να δοκιμάση δε και εις αυτό τον Παύλον, έψαλε δύω φοραίς τον αυτόν ψαλμόν, ο δε Παύλος προσηύχετο προθυμότερον από τον Αντώνιον. Τότε ο Αντώνιος λέγει προς τον Παύλον, κάθισον εις την τράπεζαν και μη τρώγης, αλλά βλέπε μόνον και πρόσεχε εις τα παρατεθειμένα. Επειδή δε ο Παύλος με προθυμίαν εποίησε το προσταχθέν, λέγει προς αυτόν ο Αντώνιος. Σήκω από την τράπεζαν και προσεύχου, και έπειτα κοιμήθητι. Ο δε Παύλος χωρίς να φάγη ολότελα ψωμί, έκαμε καθώς επροστάχθη, και ύπνωσε. Κατά δε το μεσονύκτιον εσηκώθη ο Αντώνιος εις προσευχήν, εσήκωσε δε και τον Παύλον, και παρέτεινε την προσευχήν έως εις την ενάτην ώραν της ημέρας.

Όταν δε έγινεν εσπέρα βαθεία και ενύκτωσεν, έβαλεν ο Αντώνιος τράπεζαν, και άρχισε να ψάλη. Αφ’ ου δε επροσευχήθησαν, εκάθησαν να φάγουν, και ο μεν Αντώνιος, έφαγε το ένα κομμάτι το ψωμί, και άλλο πλέον δεν επίασεν. Ο δε Παύλος με το να έτρωγεν αργότερα, είχεν ακόμη από το εδικόν του κομμάτιον, και αφ’ ου το έφαγεν όλον, λέγει αυτώ ο Αντώνιος. Φάγε παππία και άλλο κομμάτι. Ο Παύλος απεκρίθη. Εάν φάγης και συ, τρώγω και εγώ. Ο δε Αντώνιος είπεν. Εις εμένα είναι αρκετόν το ένα κομμάτι, διατί είμαι Μοναχός. Ο Παύλος απεκρίθη, το λοιπόν επειδή και εγώ μέλλω να γένω Μοναχός, αρκετόν είναι και εις εμένα το ένα κομμάτι. Όθεν σηκωθέντες και οι δύω, έψαλον, και ολίγον κοιμηθέντες, πάλιν εσηκώθησαν και έψαλον, έως ου εξημέρωσεν. Έπειτα έπεμψε τον Παύλον ο Άγιος να περιπατή εις την έρημον, και μετά τρεις ημέρας πάλιν να γυρίση. Αφ’ ου δε εγύρισεν, ήλθον μερικοί αδελφοί εις τον Αντώνιον, όθεν επρόσεχεν ο Παύλος, τι έμελλε να προσταχθή παρά του Αντωνίου, ο δε Αντώνιος λέγει αυτώ, υπηρέτησον εις τους αδελφούς με σιωπήν, και μη γευθής τίποτε, έως ου να αναχωρήσωσιν. Αφ’ ου δε επέρασαν τρεις ημέραι ολόκληραι, και ο Παύλος δεν εγεύθη το ουδέν, ερώτων αυτόν οι αδελφοί λέγοντες, διατί σιωπάς. Επειδή δε ο Παύλος δεν απεκρίνετο, λέγει ο Αντώνιος προς αυτόν. Λάλησον εις τους αδελφούς, και άρχισε να λαλή εις αυτούς.

Εν μια δε των ημερών έφερεν ένας αδελφός εις τον Αντώνιον ένα σταμνίον μέλι, ο δε Αντώνιος έχυσεν αυτό εις την γην, και έπειτα λέγει εις τον Παύλον, μάζωξε με οστρύδιον το μέλι τόσον καλά, ώστε οπού να μη χαθή κανένα μέρος αυτού. Τούτου δε ρηθέντος, δεν εταράχθη τελείως ο Παύλος, ουδέ αλλοιώθη. Άλλην φοράν επρόσταξεν αυτόν ο Αντώνιος να αντλή νερόν από το πηγάδιον, και να το χύνη ανωφελώς εις την γην όλην την ημέραν, (το οποίον εφαίνετο ωσάν παράλογον). Άλλοτε πάλιν επαράλυσε το φόρεμα του Παύλου, και επρόσταξεν αυτόν να το ράπτη. Όταν δε είδεν ο Αντώνιος, ότι αγογγύστως και αδιστάκτως κάμνει ο Παύλος κάθε πράγμα, οπού τον επρόσταζε, λέγει εις αυτόν. Ιδές αδελφέ, και εάν ημπορής να κάμνης καθ’ ημέραν έτζι, μένε μαζί με εμένα, ειδέ μη και δεν ημπορείς, πήγαινε από εκεί οπού ήλθες. Ο δε Παύλος απεκρίθη προς τον Αντώνιον. Ανίσως έχης να με προστάξης τίποτε περισσότερα από αυτά, οπού με επρόσταξες έως τώρα, δεν ηξεύρω. Είτε μη αυτά, οπού με επρόσταξες έως τώρα, όλα ευκόλως τα κάμνω. Τόσην δε υπακοήν και ταπείνωσιν απόκτησεν ο μακάριος ούτος Παύλος, ώστε οπού δια τας αρετάς του ταύτας, ηξιώθη να λάβη παρά Θεού δύναμιν του να διώκη δαιμόνια. Όθεν πληροφορηθείς παρά Θεού ο Μέγας Αντώνιος, είχεν αυτόν μαζί του έως εις ένα καιρόν. Έπειτα κατεσκεύασε κελλίον χωριστόν, και εκεί επρόσταξε τον Παύλον δια να καθίση, ίνα με την κατ’ ιδίαν αναχώρησιν μάθη και τας πανουργίας και τέχνας των δαιμόνων, και αντιπολεμή αυτούς. Αφ’ ου δε εκάθισε χωριστά ένα χρόνον, έγινε και θαυματουργός, όθεν αξίως τον Θεόν θεραπεύσας απήλθεν εις τας αιωνίους μονάς. (Όρα περί του απλού τούτου Παύλου και εις το Λαυσαϊκόν.)

 *

Ο Άγιος Εφραίμ ο Πατριάρχης Αντιοχείας, εν ειρήνη τελειούται.

Εφραίμ ο ποιμήν νυν σύνεστι ποιμένι,
Μικρός μεγάλω· ω μεγάλης αξίας!

Ούτος ο Άγιος Εφραίμ ήτον Αμιδηνός, έχων το αξίωμα του κόμητος, επί του βασιλέως Ιουστίνου του Θρακός εν έτει φιη’ [518]. Πηγαίνωντας δε δια να ανακαινίση την Αντιόχειαν, η οποία είχε κρημνίση δεύτερον από τους σεισμούς, επροχειρίσθη κατά νεύσιν βασιλικήν από τον λαόν της Αντιοχείας Επίσκοπος εν έτει φκζ’ [527], ως γράφει ο Μελέτιος (τομ. β’, σελ. 115), καθώς ποτε ούτως επροχειρίσθη και ο Μεδιολάνων Αμβρόσιος, και Νεκτάριος ο Κωνσταντινουπόλεως. Ήτον δε ο Εφραίμ ούτος μέγας εχθρός των Μονοφυσιτών. Όθεν και έγραψε κατ’ αυτών ισχυρώς, ως λέγει ο Φώτιος. Ούτος ήκουσεν, ότι εις την Ιεράπολιν ήτον ένας Μοναχός στυλίτης, ακόλουθος του μονοφυσίτου Σεβήρου. Και λοιπόν θείω ζήλω κινούμενος, επήγεν εις εκείνον, και άρχισε να τον διδάσκη την ορθοδοξίαν της πίστεως, αλλ’ εκείνος ουδ’ όλως επείθετο εις τα λόγιά του, μόνον είπεν. Ας έμβωμεν εις την φωτίαν και οι δύω, και όποιος δεν βλαφθή από την φλόγα, εκείνος είναι Ορθόδοξος, και έχει τα νικητήρια. Ταύτα δε έλεγε με σκοπόν, δια να φοβηθή ο Πατριάρχης. Αλλ’ ο Εφραίμ, φέρετε, είπεν, εδώ ξύλα και πυρ, και εγώ εμβαίνω εις αυτό, βάλλων όλον το θάρρος μου εις τον παντοδύναμον Θεόν. Όθεν ελθέ και εσύ κάτω από τον στύλον. Αλλ’ εκείνος να καταβή δεν ήθελε. Τότε ο Πατριάρχης εκδυθείς το επανωφόρι του και προσευχηθείς, έρριψε και τον εαυτόν του και το επανωφόρι του μέσα εις την πυρκαϊάν. Και, ω του θαύματος! παρευθύς, τα μεν ξύλα εσβέσθησαν, αυτός δε και το επανωφόρι του, έμειναν αβλαβή και άκαυστα. Τούτο το θαύμα βλέπων ο στυλίτης, εκατέβη από τον στύλον, και ανεθεμάτισε την αίρεσιν του Σεβήρου, και ούτως ηνώθη με την καθολικήν Εκκλησίαν. Ταύτα διηγείται ο Ιεροσολύμων Σωφρόνιος. Επειδή δε εκρήμνισε δεύτερον η Αντιόχεια από σεισμούς, ως είπομεν ανωτέρω, δια τούτο η ανάγκη του σεισμού έκαμε κάθε Χριστιανόν να γράφη επάνω εις την πόρταν του οσπητίου του ταύτα τα λόγια· «Χριστός μεθ’ ημών στήτω». Όθεν εκ της αιτίας ταύτης Θεούπολις ωνομάσθη η Αντιόχεια, ως ιστορεί ο Νικηφόρος, βιβλ. ιζ’, της Ιστορίας του. Πολλούς δε θρήνους εποίησε δια τον κρημνισμόν ταύτης ο ρηθείς βασιλεύς Ιουστίνος. Ο δε Άγιος Εφραίμ καλώς και θεαρέστως ποιμάνας το ποίμνιόν του εις χρόνους δεκαοκτώ κατά τον Μελέτιον (τομ. β’, σελ. 115), απήλθε προς Κύριον. (Όρα σελ. 442 της Δωδεκαβίβλου.)

 Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

 Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

 * * *

 

 

Άγιοι επτά ιερομάρτυρες εν ΧερσώνιΤῷ αὐτῷ μηνὶ Ζ΄, μνήμη τῶν Ἁγίων ἑπτὰ Ἱερομαρτύρων τῶν ἐν Χερσῶνι ἐπισκοπησάντων, Ἐφραίμ, Βασιλέως, Εὐγενίου, Ἀγαθοδώρου, Ἐλπιδίου, Καπίτωνος, καὶ Αἰθερίου.

Εἰς τὸν Ἐφραίμ.

Μὴ τὴν κεφαλὴν τοῖς ἀγάλμασι κλίνων,
Ἐφραὶμ ἀγάλλῃ τῇ τομῇ ταύτην κλίνων.

Εἰς τὸν Βασιλέα.

Συρεὶς Βασιλεὺς χερσὶ δεισιδαιμόνων,
Χεῖρας διασπᾷ δεισιδαίμονος πλάνης.

Εἰς τὸν Εὐγένιον, Ἀγαθόδωρον, καὶ Ἐλπίδιον.

Τριὰς σύναθλος τοῦ Προφήτου τὸν λόγον,
Εἰς μάστιγας δέδωκα τὸν νῶτον λέγει.

Εἰς τὸν Καπίτωνα.

Ἐπῆρε χεῖρας εἰς προσευχὴν Καπίτων,
Καὶ πρὸς Θεὸν μετῆρεν ἐξάρας πόδας.

Εἰς τὸν Αἰθέριον.

Ἐκ τοῦ ποταμοῦ πρὸς Θεὸν χωρεῖς πάτερ,
Τὸν ἐν ποταμῷ σαρκικῶς λελουμένον.

Ἑβδομάτῃ Πατέρας μόρος ἥρπασεν ἑπτὰ ἀριθμῷ.

Κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Διοκλητιανοῦ, ἐν τῷ δεκάτῳ ἕκτῳ ἔτει τῆς βασιλείας αὐτοῦ, ἤτοι ἀπὸ Χριστοῦ ἐν ἔτει σϞς΄ [296], Ἕρμων ὁ μακαριώτατος Πατριάρχης τῶν Ἱεροσολύμων, ἔστειλεν εἰς διάφορα ἔθνη Ἐπισκόπους, διὰ νὰ κηρύττουν ἀποστολικῶς τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ καταγγέλλουσι τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ. Τότε λοιπὸν ἀπεστάλθησαν καὶ οὗτοι οἱ ἀνωτέρω ἑπτὰ Πατέρες ἡμῶν εἰς τὴν ἐπαρχίαν τῶν Ταυροσκυθῶν. Καὶ ὁ μὲν Ἅγιος Ἐφραίμ, ἐστάλθη εἰς τὴν Σκυθίαν, ὁ δὲ Ἅγιος Βασιλεύς, ἐστάλθη εἰς τὴν Χερσῶνα, τὴν πλησιάζουσαν εἰς τὸ Κρίμι, καὶ φθάσας ἐκεῖ, ἐκήρυττεν εἰς τοὺς Ἕλληνας νὰ μεταβληθοῦν ἀπὸ τὴν ἀσέβειαν καὶ κακίαν, εἰς τὴν εὐσέβειαν καὶ ἀρετήν. Οἱ δὲ Ἕλληνες ἀκούσαντες ταῦτα, καὶ νομίσαντες τὸν Ἅγιον, ὅτι εἶναι καινούργιας πολιτείας κήρυξ, καὶ φθορεὺς τῆς θρῃσκείας τῶν πατρίων συνηθειῶν τους, ἔδειραν αὐτὸν καὶ ἐδίωξαν ἀπὸ τὴν πόλιν τους. Ὅθεν ὁ Ἅγιος φεύγωντας, ἐκατοίκησε μέσα εἰς ἕνα σπήλαιον ὀνομαζόμενον Παρθενῶνα, καὶ ἔχαιρε μὲν ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ εὐφραίνετο, ἐπειδὴ ἀτιμάσθη διὰ τὸν Χριστόν, ἐλυπεῖτο δὲ ἀπὸ τὸ ἄλλο, διὰ τὴν τύφλωσιν καὶ πλάνην τῶν ἀπίστων.

Εἰς τοιαύτην λοιπὸν διάθεσιν ὁ Ἅγιος εὑρισκόμενος, ἐδέετο τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν ἐκείνων διόρθωσιν καὶ σωτηρίαν. Ἔτυχε δὲ νὰ ἀποθάνῃ ἕνας υἱὸς τοῦ ἄρχοντος καὶ πρώτου τῆς πόλεως ἐκείνης, τὸν ὁποῖον ἐνταφίασαν οἱ γονεῖς του. Οὗτος λοιπὸν ἐφάνη εἰς τὸν ὕπνον τῶν συγγενῶν του καὶ λέγει εἰς αὐτούς. Ἀνίσως καὶ θέλετε νὰ ζήσω πάλιν, καλέσατε τὸν ξένον, ὁποῦ ἐδείρετε καὶ ἐδιώξατε, καὶ ἀφ’ οὗ πιστεύσετε εἰς τὴν διδαχήν του, παρακαλέσατε αὐτὸν νὰ προσευχηθῇ διὰ λόγου μου. Ὅθεν τοῦτο ἐκεῖνοι ποιήσαντες, εἶδον νὰ ἀναστηθῇ ὁ υἱός των μὲ τὰς εὐχὰς τοῦ Ὁσίου, καὶ μὲ τὴν ἐπίχυσιν τοῦ νεροῦ, τὸ ὁποῖον ἡγιάσθη τῷ τύπῳ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος. Ὅθεν ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστὸν μὲ ὅλους τοὺς γνωστοὺς καὶ οἰκείους των, καὶ ἐβαπτίσθησαν ἅπαντες. Ὅσοι δὲ ἔμειναν εἰς τὴν ἀπιστίαν, οὗτοι διὰ παρακινήσεως τῶν ἐκεῖ εὑρισκομένων Ἰουδαίων, ἐθυμώθησαν κατὰ τοῦ Ἁγίου, καὶ δέσαντες αὐτὸν μὲ σχοινία, ἔσυρον εἰς τὰς πλατείας καὶ παζάρια. Ὁ δὲ Ἅγιος συρόμενος εἰς πολὺ διάστημα τόπου, καὶ ἀποκαμών, παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ, καὶ ἔλαβε τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον.

Ὁ δὲ μακάριος Ἐφραίμ, ἐκήρυττε καὶ αὐτὸς τὸν Χριστὸν εἰς τὸν τόπον, ὅπου εὑρίσκετο. Πιασθεὶς ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρας, καὶ μὴ πεισθεὶς νὰ προσκυνήσῃ τὰ εἴδωλα, ἀπετμήθη τὴν κεφαλήν, καὶ ἀνέβη στεφανηφόρος εἰς τὰ Οὐράνια. Ὁ δὲ Εὐγένιος καὶ Ἀγαθόδωρος καὶ Ἐλπίδιος, ἐπῆγαν εἰς τὴν Χερσῶνα, ἀφ’ οὗ ἐμαρτύρησεν ὁ Ἅγιος Βασιλεύς, καὶ ἐκήρυττον τὸν Χριστόν. Οἱ δὲ ἐκεῖ Ἕλληνες σηκωθέντες κατ’ ἐπάνω των, ἔδεσαν αὐτούς, καὶ σύροντες εἰς τὸν δρόμον, τοὺς ἐθανάτωσαν κατὰ τὴν ἕκτην τοῦ παρόντος Μαρτίου, ὅταν ἔκλεισε χρόνος ὁλόκληρος, ἀφ’ οὗ ἐθανάτωσαν τὸν Ἅγιον Βασιλέα. Ὕστερον δὲ μετὰ χρόνους, ἐστάλθη Ἐπίσκοπος εἰς τὴν Χερσῶνα ἀπὸ τὸν Ἱεροσολύμων Πατριάρχην ὁ Ἅγιος Αἰθέριος, ὁ ὁποῖος βλέπωντας τὴν ἀγριότητα καὶ ἀπείθειαν τῶν ἐκεῖσε λαῶν, ἐγύρισεν εἰς τὸ Βυζάντιον, νὰ παρακαλέσῃ τὸν βασιλέα νὰ παιδεύσῃ τοὺς ἀτάκτους ἐκείνους. Ἦτον δὲ τότε βασιλεὺς Κωνσταντῖνος ὁ Μέγας ἐν ἔτει τλ΄ [330]. Ἐπειδὴ δὲ ἐπέτυχε τῆς αἰτήσεως, καὶ μὲ τὸ χέρι τοῦ βασιλέως, ἐδιώχθησαν μὲν ἀπὸ τὴν πόλιν τῆς Χερσῶνος οἱ ἀσεβεῖς καὶ ἄπιστοι, ἐκατοίκησαν δὲ εἰς αὐτὴν ἄνδρες εὐσεβεῖς: τούτου χάριν ἐγύρισε πάλιν ὁ Ἅγιος Αἰθέριος εἰς τὸ Βυζάντιον, διὰ νὰ εὐχαριστήσῃ τὸν Μέγαν Κωνσταντῖνον ὑπὲρ τῆς εὐεργεσίας ταύτης. Γυρίζωντας δὲ ἀπὸ τὸ Βυζάντιον, ἐρρίφθη ἀπὸ τοὺς ἀπίστους εἰς τὸν ποταμὸν Δούναβιν κατὰ τὴν ἕκτην τοῦ παρόντος Μαρτίου.

Ὅθεν οἱ ἐν τῇ Χερσῶνι Χριστιανοὶ στερηθέντες τοῦ ποιμένος των, ἔστειλαν πρέσβεις εἰς τὸν Μέγαν Κωνσταντῖνον, παρακαλοῦντες νὰ σταλθῇ εἰς αὐτοὺς ἄλλος Ἀρχιερεύς, διὰ τοῦτο ἐστάλθη Ἐπίσκοπος εἰς αὐτοὺς ὁ μακάριος Καπίτων. Οἱ μὲν οὖν εὐσεβεῖς ἔχαιρον διὰ τοῦτο καὶ εὐφραίνοντο, οἱ δὲ ἀσεβεῖς καὶ ἄπιστοι ἐλυποῦντο. Ὅθεν ἐζήτησαν νὰ ἰδοῦν σημεῖον καὶ θαῦμα, διὰ νὰ γνωρίσουν μὲ αὐτό, ποία εἶναι ἡ ἀληθὴς πίστις, καὶ ἀπεφάσισαν, ὅτι ὅποιος ἤθελεν ἔμβῃ μέσα εἰς μίαν κάμινον ἀναμμένην, καὶ διαφυλαχθῇ ἀβλαβής, τούτου ἡ πίστις εἶναι ἀληθινή. Διὰ τοῦτο ὁ ἱερὸς Καπίτων ἐνδεδυμένος ὢν τὴν ἀρχιερατικὴν στολήν, καὶ τὸ ὠμοφόριον περιθείς, καὶ σημειώσας τὸν ἑαυτόν του μὲ τὸν τύπον τοῦ τιμίου Σταυροῦ, ἐμβῆκεν εἰς τὴν κάμινον, καὶ σταθεὶς μέσα εἰς αὐτὴν ὥραν ἀρκετήν, εὐγῆκεν ἀβλαβὴς καὶ ἄφλεκτος, ἔχωντας γεμάτον τὸ φαιλόνιόν του ἀπὸ κάρβουνα ἀναμμένα. Μὲ τοῦτο λοιπὸν τὸ θαῦμα, ἐξέπληξε τοὺς ἀπίστους ὁ Ἅγιος καὶ ἐβάπτισεν αὐτούς. Ἀφ οὗ δὲ οἱ ἐν τῇ Χερσῶνι ἐπίστευσαν, τότε καὶ ὁ θεῖος Καπίτων ἀπῆλθε πρὸς Κύριον, κατὰ τὴν εἰκοστὴν δευτέραν τοῦ Δεκεμβρίου μηνός. Ὅθεν καὶ οἱ ἑπτὰ οὗτοι Ἱερομάρτυρες, ἔλαβον παρὰ Κυρίου τῆς ἀθλήσεως τοὺς στεφάνους.

 *

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ οἱ Ἅγιοι Ἐπίσκοποι Τριμυθοῦντος τῆς Κύπρου, Ἀρκάδιος (1) καὶ Νέστωρ, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦνται.

Τῆς Τριμυθοῦντος ποιμένες καλοὶ δύω,
Ἐν τῇ καλῇ σκιρτῶσι τῆς Ἐδὲμ πόᾳ.

(1) Ἴσως οὗτος εἶναι ὁποῦ ἔχει ἐγκώμιον εἰς τὴν ἀνακομιδὴν τοῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Γεωργίου κατὰ τὴν τρίτην τοῦ Νοεμβρίου.

 *

Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Παύλου τοῦ ἁπλοῦ.

Γῆθεν μεταστὰς πρὸς Θεὸν Παῦλος Λόγον,
Τῆς ἁπλότητος ποσαπλᾶ στέφη λάβη.

Οὗτος ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ Παῦλος ὁ ὀνομασθεὶς ἁπλοῦς, ἦτον μὲν γεωργὸς καὶ ἄγροικος μὲ ὑπερβολήν, ἄκακος δὲ καὶ ἄπλαστος κατὰ τὴν γνώμην, ὡς ἄλλος οὐδείς. Εἶχε δὲ καὶ γυναῖκα κακότροπον καὶ μοιχαλίδα, ἡ ὁποία μοιχευομένη εἰς πολὺν καιρόν, ἐκρύπτετο ἀπὸ τὸν Ὅσιον. Εἰς μίαν δὲ τῶν ἡμερῶν ἔτυχε νὰ ἔλθῃ ὁ Ὅσιος ἀπὸ τὸ χωράφι, ἔξω ἀπὸ τὸν διατεταγμένον καιρόν, καὶ εὑρίσκει τὴν γυναῖκά του μοιχευομένην εἰς τὸ ὁσπήτιόν του, καὶ γελάσας σεμνῶς, εἶπε πρὸς τὴν μοιχαλίδα. Καλὸν καλόν, δέν με μέλει τίποτε μά τὸν Ἰησοῦν. Ἐγὼ ἀπὸ τώρα καὶ εἰς τὸ ἑξῆς, οὐδὲ θέλω νὰ σὲ ἰδῶ μὲ τοὺς ὀφθαλμούς μου. Πρὸς δὲ τὸν μοιχὸν εἶπεν, ἔχε τὴν γυναῖκά μου ταύτην ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ τὰ παιδία αὐτῆς, καὶ ἐγὼ θέλω ὑπάγω νὰ γένω καλόγηρος. Ὅθεν εὐθὺς ἐπῆγεν εἰς τὸν Μέγαν Ἀντώνιον, καὶ κτυπήσαντος αὐτοῦ τὴν πόρταν, εὐγῆκεν ὁ Ἀντώνιος καὶ λέγει αὐτῷ, ποῖος εἶσαι ἐσὺ ἀδελφέ, καὶ τί ζητεῖς ἐδῶ; Ὁ Παῦλος ἀπεκρίθη. Ξένος εἶμαι, καὶ ἦλθον εἰς ἐσένα νὰ γένω Μοναχός. Ὁ Ἀντώνιος εἶπεν, ἑξήκοντα χρόνων γέρωντας δὲν ἠμπορεῖ νὰ γένῃ Μοναχός, οὐδὲ δύναται νὰ ὑπομένῃ τὰς θλίψεις καὶ τὴν στενότητα τῆς ἐρήμου. Ἐὰν δὲ θέλῃς, πήγαινε εἰς Κοινόβιον, ἵνα καὶ τὰ σωματικὰ ἀγαθὰ πλούσια ἐκεῖ εὕρῃς, καὶ διαπεράσῃς ἀκόπως μὲ τοὺς κοινοβιάτας Μοναχοὺς τὴν ζωήν σου. Διατὶ οἱ ἀδελφοὶ θέλουν βοηθήσουν τὴν ἀδυναμίαν σου. Ἐπειδὴ ἐγὼ κάθομαι μόνος, καὶ εἰς κάθε πέντε ἡμέρας τρώγω ψωμί, καὶ αὐτὸ λιμασμένον. Ὁ δὲ Παῦλος δὲν ἤθελε νὰ ἀκούσῃ τοῦ γέροντος, ἀλλ’ ἐσπούδαζε νὰ καθίσῃ μὲ αὐτόν. Μὴ δυνηθεὶς λοιπὸν ὁ Ἀντώνιος νὰ διώξῃ αὐτόν, ἔκλεισε τὴν πόρταν τοῦ σπηλαίου, καὶ ἄφησεν αὐτὸν ἔξω τρεῖς ἡμέρας, χωρὶς νὰ εὔγῃ νὰ τὸν ἰδῇ. Ὁ δὲ Παῦλος ἔμεινε νηστικός, καὶ δὲν ἔφυγε. Τὴν δὲ τετάρτην ἡμέραν, ἔχωντας χρείαν ὁ Ἀντώνιος, ἄνοιξε τὴν πόρταν τοῦ σπηλαίου, καὶ εὑρίσκωντας ἔξω τὸν Παῦλον, λέγει εἰς αὐτόν. Πήγαινε γέρων ἀπὸ ἐδῶ, καὶ μή με ἀναγκάζῃς, διατὶ δὲν δύνασαι νὰ μείνῃς μὲ ἐμένα. Ὁ Παῦλος ἀπεκρίθη, ἀδύνατον εἶναι νὰ ὑπάγω εἰς ἄλλο μέρος. Τότε βλέπωντας αὐτὸν ὁ Ἀντώνιος, πῶς δὲν εἶχε, μήτε τορβᾶν, μήτε ψωμί, μήτε ἄλλο τι, λέγει πρὸς αὐτόν. Ἐὰν ἔχῃς ὑπακοήν, καὶ κάμνῃς ἀόκνως καὶ ἀγογγύστως ἐκεῖνο, ὁποῦ ἤθελες ἀκούσῃς ἀπὸ λόγου μου, ἤξευρε ὅτι καὶ ἐδῶ ἠμπορεῖς νὰ σωθῇς. Εἰδὲ καὶ δὲν κάμνεις ἐκεῖνο, ὁποῦ σοι λέγω, τί ματαίως κοπιάζεις, καὶ δὲν γυρίζεις ἀπὸ ἐκεῖ ὁποῦ ἦλθες; Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Παῦλος, λέγει. Ὅσα μοι εἰπῇς, ὅλα θέλω τὰ κάμω προθύμως. Τότε ὁ Ἀντώνιος τοῦ λέγει. Στάσου καὶ προσεύχου, ἕως νὰ ἔμβω εἰς τὸ σπήλαιον καὶ νά σοι φέρω ἐργόχειρον. Ἐμβαίνωντας δὲ ὁ Ἀντώνιος εἰς τὸ σπήλαιον, ἔβλεπεν ἔξω ἀπὸ μίαν μικρὰν θυρίδα, ὁ δὲ Παῦλος ἔστεκεν ἀκίνητος καὶ προσηύχετο.

Ὕστερον δὲ ἀπὸ μίαν ἑβδομάδα, ἀφ’ οὗ κατεξηράνθη ὁ Παῦλος ἀπὸ τὸ καῦμα τοῦ ἡλίου, εὐγῆκεν ὁ Ἀντώνιος ἔξω ἀπὸ τὸ σπήλαιον, καὶ βρέξας θαλλία τῶν φοινίκων, λέγει εἰς τὸν Παῦλον. Λάβε ταῦτα καὶ πλέξαι σειράν, καθὼς βλέπεις καὶ ἐμένα πῶς πλέκω. Ἔπλεξε λοιπὸν ὁ Παῦλος ἕως τὴν ἐνάτην ὥραν δεκαπέντε ὀργυίας μὲ πολὺν κόπον. Τότε τοῦ λέγει ὁ Ἀντώνιος, κακὰ ἔπλεξες τὴν σειράν, λοιπὸν χάλασον αὐτήν, καὶ πλέξαι την πάλιν ἐξ ἀρχῆς. Ἦτον δὲ ὁ Παῦλος νηστικὸς ἡμέρας ἑπτά. Ταῦτα δὲ ἔκαμνεν ὁ Ἀντώνιος, ἵνα στενοχωρηθῇ ὁ Παῦλος καὶ ἀναχωρήσῃ. Ὁ δὲ Παῦλος μὲ μακροθυμίαν ὁμοῦ καὶ σπουδὴν ἐχάλασε τὴν σειράν, καὶ ἔπλεξε πάλιν αὐτὴν ἀπὸ τὴν ἀρχὴν ἀγογγύστως μετὰ μεγάλης προθυμίας. Τοῦτο δὲ βλέπων ὁ Ἀντώνιος, ἐξεπλάγη. Ὅθεν συμπονέσας αὐτόν, ὅταν ἐβασίλευεν ὁ ἥλιος, λέγει εἰς τὸν Παῦλον. Θέλεις νὰ φάγωμεν ὀλίγον ψωμί; Ὁ Παῦλος ἀπεκρίθη. Καθώς σοι φαίνεται, ποίησον. Οὗτος δὲ ὁ λόγος, περισσότερον ἐτζάκισε τὴν καρδίαν τοῦ Ἀντωνίου.

Ἑτοιμάσας λοιπὸν τράπεζαν, ἔβαλεν ἐπάνω εἰς αὐτὴν τέσσαρα κομμάτια ψωμία, ἀπὸ ἓξ οὐγγίας τὸ κάθε κομμάτι, ἤτοι δράμια σαρανταοκτώ. Καὶ τὸ μὲν ἕνα κομμάτι, ἔβρεξε διὰ λόγου του, τὰ δὲ τρία, διὰ τὸν Παῦλον. Καὶ οὕτως ἄρχισεν ὁ Ἀντώνιος νὰ εἰπῇ ἕνα ψαλμόν. Διὰ νὰ δοκιμάσῃ δὲ καὶ εἰς αὐτὸ τὸν Παῦλον, ἔψαλε δύω φοραῖς τὸν αὐτὸν ψαλμόν, ὁ δὲ Παῦλος προσηύχετο προθυμότερον ἀπὸ τὸν Ἀντώνιον. Τότε ὁ Ἀντώνιος λέγει πρὸς τὸν Παῦλον, κάθισον εἰς τὴν τράπεζαν καὶ μὴ τρώγῃς, ἀλλὰ βλέπε μόνον καὶ πρόσεχε εἰς τὰ παρατεθειμένα. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Παῦλος μὲ προθυμίαν ἐποίησε τὸ προσταχθέν, λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Ἀντώνιος. Σήκω ἀπὸ τὴν τράπεζαν καὶ προσεύχου, καὶ ἔπειτα κοιμήθητι. Ὁ δὲ Παῦλος χωρὶς νὰ φάγῃ ὁλότελα ψωμί, ἔκαμε καθὼς ἐπροστάχθη, καὶ ὕπνωσε. Κατὰ δὲ τὸ μεσονύκτιον ἐσηκώθη ὁ Ἀντώνιος εἰς προσευχήν, ἐσήκωσε δὲ καὶ τὸν Παῦλον, καὶ παρέτεινε τὴν προσευχὴν ἕως εἰς τὴν ἐνάτην ὥραν τῆς ἡμέρας.

Ὅταν δὲ ἔγινεν ἑσπέρα βαθεῖα καὶ ἐνύκτωσεν, ἔβαλεν ὁ Ἀντώνιος τράπεζαν, καὶ ἄρχισε νὰ ψάλῃ. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπροσευχήθησαν, ἐκάθησαν νὰ φάγουν, καὶ ὁ μὲν Ἀντώνιος, ἔφαγε τὸ ἕνα κομμάτι τὸ ψωμί, καὶ ἄλλο πλέον δὲν ἐπίασεν. Ὁ δὲ Παῦλος μὲ τὸ νὰ ἔτρωγεν ἀργότερα, εἶχεν ἀκόμη ἀπὸ τὸ ἐδικόν του κομμάτιον, καὶ ἀφ’ οὗ τὸ ἔφαγεν ὅλον, λέγει αὐτῷ ὁ Ἀντώνιος. Φάγε παππία καὶ ἄλλο κομμάτι. Ὁ Παῦλος ἀπεκρίθη. Ἐὰν φάγῃς καὶ σύ, τρώγω καὶ ἐγώ. Ὁ δὲ Ἀντώνιος εἶπεν. Εἰς ἐμένα εἶναι ἀρκετὸν τὸ ἕνα κομμάτι, διατὶ εἶμαι Μοναχός. Ὁ Παῦλος ἀπεκρίθη, τὸ λοιπὸν ἐπειδὴ καὶ ἐγὼ μέλλω νὰ γένω Μοναχός, ἀρκετὸν εἶναι καὶ εἰς ἐμένα τὸ ἕνα κομμάτι. Ὅθεν σηκωθέντες καὶ οἱ δύω, ἔψαλον, καὶ ὀλίγον κοιμηθέντες, πάλιν ἐσηκώθησαν καὶ ἔψαλον, ἕως οὗ ἐξημέρωσεν. Ἔπειτα ἔπεμψε τὸν Παῦλον ὁ Ἅγιος νὰ περιπατῇ εἰς τὴν ἔρημον, καὶ μετὰ τρεῖς ἡμέρας πάλιν νὰ γυρίσῃ. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐγύρισεν, ἦλθον μερικοὶ ἀδελφοὶ εἰς τὸν Ἀντώνιον, ὅθεν ἐπρόσεχεν ὁ Παῦλος, τί ἔμελλε νὰ προσταχθῇ παρὰ τοῦ Ἀντωνίου, ὁ δὲ Ἀντώνιος λέγει αὐτῷ, ὑπηρέτησον εἰς τοὺς ἀδελφοὺς μὲ σιωπήν, καὶ μὴ γευθῇς τίποτε, ἕως οὗ νὰ ἀναχωρήσωσιν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασαν τρεῖς ἡμέραι ὁλόκληραι, καὶ ὁ Παῦλος δὲν ἐγεύθη τὸ οὐδέν, ἐρώτων αὐτὸν οἱ ἀδελφοὶ λέγοντες, διατί σιωπᾷς. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Παῦλος δὲν ἀπεκρίνετο, λέγει ὁ Ἀντώνιος πρὸς αὐτόν. Λάλησον εἰς τοὺς ἀδελφούς, καὶ ἄρχισε νὰ λαλῇ εἰς αὐτούς.

Ἐν μιᾷ δὲ τῶν ἡμερῶν ἔφερεν ἕνας ἀδελφὸς εἰς τὸν Ἀντώνιον ἕνα σταμνίον μέλι, ὁ δὲ Ἀντώνιος ἔχυσεν αὐτὸ εἰς τὴν γῆν, καὶ ἔπειτα λέγει εἰς τὸν Παῦλον, μάζωξε μὲ ὀστρύδιον τὸ μέλι τόσον καλά, ὥστε ὁποῦ νὰ μὴ χαθῇ κᾀνένα μέρος αὐτοῦ. Τούτου δὲ ῥηθέντος, δὲν ἐταράχθη τελείως ὁ Παῦλος, οὐδὲ ἀλλοιώθη. Ἄλλην φορὰν ἐπρόσταξεν αὐτὸν ὁ Ἀντώνιος νὰ ἀντλῇ νερὸν ἀπὸ τὸ πηγάδιον, καὶ νὰ τὸ χύνῃ ἀνωφελῶς εἰς τὴν γῆν ὅλην τὴν ἡμέραν, (τὸ ὁποῖον ἐφαίνετο ὡσὰν παράλογον). Ἄλλοτε πάλιν ἐπαράλυσε τὸ φόρεμα τοῦ Παύλου, καὶ ἐπρόσταξεν αὐτὸν νὰ τὸ ῥάπτῃ. Ὅταν δὲ εἶδεν ὁ Ἀντώνιος, ὅτι ἀγογγύστως καὶ ἀδιστάκτως κάμνει ὁ Παῦλος κάθε πρᾶγμα, ὁποῦ τὸν ἐπρόσταζε, λέγει εἰς αὐτόν. Ἰδὲς ἀδελφέ, καὶ ἐὰν ἠμπορῇς νὰ κάμνῃς καθ’ ἡμέραν ἔτζι, μένε μαζὶ μὲ ἐμένα, εἰδὲ μὴ καὶ δὲν ἠμπορεῖς, πήγαινε ἀπὸ ἐκεῖ ὁποῦ ἦλθες. Ὁ δὲ Παῦλος ἀπεκρίθη πρὸς τὸν Ἀντώνιον. Ἀνίσως ἔχῃς νὰ μὲ προστάξῃς τίποτε περισσότερα ἀπὸ αὐτά, ὁποῦ μὲ ἐπρόσταξες ἕως τώρα, δὲν ἠξεύρω. Εἴτε μὴ αὐτά, ὁποῦ μὲ ἐπρόσταξες ἕως τώρα, ὅλα εὐκόλως τὰ κάμνω. Τόσην δὲ ὑπακοὴν καὶ ταπείνωσιν ἀπόκτησεν ὁ μακάριος οὗτος Παῦλος, ὥστε ὁποῦ διὰ τὰς ἀρετάς του ταύτας, ἠξιώθη νὰ λάβῃ παρὰ Θεοῦ δύναμιν τοῦ νὰ διώκῃ δαιμόνια. Ὅθεν πληροφορηθεὶς παρὰ Θεοῦ ὁ Μέγας Ἀντώνιος, εἶχεν αὐτὸν μαζί του ἕως εἰς ἕνα καιρόν. Ἔπειτα κατεσκεύασε κελλίον χωριστόν, καὶ ἐκεῖ ἐπρόσταξε τὸν Παῦλον διὰ νὰ καθίσῃ, ἵνα μὲ τὴν κατ’ ἰδίαν ἀναχώρησιν μάθῃ καὶ τὰς πανουργίας καὶ τέχνας τῶν δαιμόνων, καὶ ἀντιπολεμῇ αὐτούς. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐκάθισε χωριστὰ ἕνα χρόνον, ἔγινε καὶ θαυματουργός, ὅθεν ἀξίως τὸν Θεὸν θεραπεύσας ἀπῆλθεν εἰς τὰς αἰωνίους μονάς. (Ὅρα περὶ τοῦ ἁπλοῦ τούτου Παύλου καὶ εἰς τὸ Λαυσαϊκόν.)

 *

Ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Ἐφραὶμ ὁ ποιμὴν νῦν σύνεστι ποιμένι,
Μικρὸς μεγάλῳ· ὢ μεγάλης ἀξίας!

Οὗτος ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ ἦτον Ἀμιδηνός, ἔχων τὸ ἀξίωμα τοῦ κόμητος, ἐπὶ τοῦ βασιλέως Ἰουστίνου τοῦ Θρᾳκὸς ἐν ἔτει φιη΄ [518]. Πηγαίνωντας δὲ διὰ νὰ ἀνακαινίσῃ τὴν Ἀντιόχειαν, ἡ ὁποία εἶχε κρημνίσῃ δεύτερον ἀπὸ τοὺς σεισμούς, ἐπροχειρίσθη κατὰ νεῦσιν βασιλικὴν ἀπὸ τὸν λαὸν τῆς Ἀντιοχείας Ἐπίσκοπος ἐν ἔτει φκζ΄ [527], ὡς γράφει ὁ Μελέτιος (τόμ. β΄, σελ. 115), καθώς ποτε οὕτως ἐπροχειρίσθη καὶ ὁ Μεδιολάνων Ἀμβρόσιος, καὶ Νεκτάριος ὁ Κωνσταντινουπόλεως. Ἦτον δὲ ὁ Ἐφραὶμ οὗτος μέγας ἐχθρὸς τῶν Μονοφυσιτῶν. Ὅθεν καὶ ἔγραψε κατ’ αὐτῶν ἰσχυρῶς, ὡς λέγει ὁ Φώτιος. Οὗτος ἤκουσεν, ὅτι εἰς τὴν Ἱεράπολιν ἦτον ἕνας Μοναχὸς στυλίτης, ἀκόλουθος τοῦ μονοφυσίτου Σεβήρου. Καὶ λοιπὸν θείῳ ζήλῳ κινούμενος, ἐπῆγεν εἰς ἐκεῖνον, καὶ ἄρχισε νὰ τὸν διδάσκῃ τὴν ὀρθοδοξίαν τῆς πίστεως, ἀλλ’ ἐκεῖνος οὐδ’ ὅλως ἐπείθετο εἰς τὰ λόγιά του, μόνον εἶπεν. Ἂς ἔμβωμεν εἰς τὴν φωτίαν καὶ οἱ δύω, καὶ ὅποιος δὲν βλαφθῇ ἀπὸ τὴν φλόγα, ἐκεῖνος εἶναι Ὀρθόδοξος, καὶ ἔχει τὰ νικητήρια. Ταῦτα δὲ ἔλεγε μὲ σκοπόν, διὰ νὰ φοβηθῇ ὁ Πατριάρχης. Ἀλλ’ ὁ Ἐφραίμ, φέρετε, εἶπεν, ἐδῶ ξύλα καὶ πῦρ, καὶ ἐγὼ ἐμβαίνω εἰς αὐτό, βάλλων ὅλον τὸ θάρρος μου εἰς τὸν παντοδύναμον Θεόν. Ὅθεν ἐλθὲ καὶ ἐσὺ κάτω ἀπὸ τὸν στύλον. Ἀλλ’ ἐκεῖνος νὰ καταβῇ δὲν ἤθελε. Τότε ὁ Πατριάρχης ἐκδυθεὶς τὸ ἐπανωφόρι του καὶ προσευχηθείς, ἔρριψε καὶ τὸν ἑαυτόν του καὶ τὸ ἐπανωφόρι του μέσα εἰς τὴν πυρκαϊάν. Καί, ὢ τοῦ θαύματος! παρευθύς, τὰ μὲν ξύλα ἐσβέσθησαν, αὐτὸς δὲ καὶ τὸ ἐπανωφόρι του, ἔμειναν ἀβλαβῆ καὶ ἄκαυστα. Τοῦτο τὸ θαῦμα βλέπων ὁ στυλίτης, ἐκατέβη ἀπὸ τὸν στύλον, καὶ ἀνεθεμάτισε τὴν αἵρεσιν τοῦ Σεβήρου, καὶ οὕτως ἡνώθη μὲ τὴν καθολικὴν Ἐκκλησίαν. Ταῦτα διηγεῖται ὁ Ἱεροσολύμων Σωφρόνιος. Ἐπειδὴ δὲ ἐκρήμνισε δεύτερον ἡ Ἀντιόχεια ἀπὸ σεισμούς, ὡς εἴπομεν ἀνωτέρω, διὰ τοῦτο ἡ ἀνάγκη τοῦ σεισμοῦ ἔκαμε κάθε Χριστιανὸν νὰ γράφῃ ἐπάνω εἰς τὴν πόρταν τοῦ ὁσπητίου του ταῦτα τὰ λόγια· «Χριστὸς μεθ’ ἡμῶν στήτω». Ὅθεν ἐκ τῆς αἰτίας ταύτης Θεούπολις ὠνομάσθη ἡ Ἀντιόχεια, ὡς ἱστορεῖ ὁ Νικηφόρος, βιβλ. ιζ΄, τῆς Ἱστορίας του. Πολλοὺς δὲ θρήνους ἐποίησε διὰ τὸν κρημνισμὸν ταύτης ὁ ῥηθεὶς βασιλεὺς Ἰουστῖνος. Ὁ δὲ Ἅγιος Ἐφραὶμ καλῶς καὶ θεαρέστως ποιμάνας τὸ ποίμνιόν του εἰς χρόνους δεκαοκτὼ κατὰ τὸν Μελέτιον (τόμ. β΄, σελ. 115), ἀπῆλθε πρὸς Κύριον. (Ὅρα σελ. 442 τῆς Δωδεκαβίβλου.)

 Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

 Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

 * * *

 

 

Των Αγίων Εφραίμ, Βασιλέως, Ευγενίου, Αγαθοδώρου, Ελπιδίου, Καπίτωνος και Αιθερίου των εν Χερσώνι επισκοπησάντων κ.ά.

 

 

 

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.