Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου6 Μαρτίου

Των Αγίων τεσσαράκοντα δύω Μαρτύρων των εν Αμορίω, Αρκαδίου, Ησυχίου, Μαξίμου, Ευφροσύνου κ.ά.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Άγιοι Σαρανταδύο Μάρτυρες εν ΑμορίωΤω αυτώ μηνί στ’, μνήμη των Αγίων μεγάλων Μαρτύρων τεσσαράκοντα δύω, των εν τω Αμορίω μαρτυρησάντων, Θεοδώρου, Κωνσταντίνου, Καλλίστου, Θεοφίλου, Βασσώη και των συν αυτοίς.

Επταπλαρίθμως συντεθειμένον φέρει,
Τον εξ αριθμόν η τετμημένη φάλαγξ.

Τεσσαράκοντα κάρηνα δυοίν άμα έκτη εκάρθη.

Ούτοι οι Άγιοι εκατάγοντο από το Αμόριον, το οποίον είναι πόλις της άνω Φρυγίας, ήτις εσκλαβώθη από τους Αγαρηνούς κατά τους χρόνους Θεοφίλου του βασιλέως του εικονομάχου, του και αυτού καταγομένου δια του πατρός αυτού Μιχαήλ του Τραυλού, από το αυτό Αμόριον, εν έτει ͵αμθ’ [1049]. Ούτοι λοιπόν στρατηγοί και ταξιάρχαι όντες και από το πρώτον γένος των Ρωμαίων, εσκλαβώθησαν από τους Αγαρηνούς, και ούτε από δειλίαν ενικήθησαν οι μακάριοι, ούτε από φιλοψυχίαν, ούτε από ασθένειαν της φύσεως, αλλά ανδρείως ομολογήσαντες την του Χριστού πίστιν, εναντιώθησαν εις τους ασεβείς Οθωμανούς με φρόνημα γενναίον, και με ανδρίαν ψυχής. Διότι δεν εμαλακώθησαν από την πολυκαιρινήν κακοπάθειαν του σώματος, την οποίαν εδοκίμασαν μέσα εις την φυλακήν, αλλά αντισταθέντες εις την ασέβειαν με ανδρικήν γενναιότητα, και μη καταδεχθέντες να αρνηθούν την εις Χριστόν πίστιν, μετά χαράς απεκεφαλίσθησαν, και ούτως έλαβον οι μακάριοι τους στεφάνους του μαρτυρίου (1).

(1) Σημείωσαι, ότι το ελληνικόν Μαρτύριον τούτων συνεγράφη υπό Μιχαήλ του Συγγέλου, ου η αρχή· «Μαρτύρων άθλοις, Θεός μεν, ευφραίνεται και δοξάζεται». (Σώζεται εν τη των Ιβήρων.) Εν αυτή σώζεται και άλλος λόγος εις τους αυτούς, ου η αρχή· «Εμοί δοκούσιν οι Μάρτυρες». Εν δε τη Μεγίστη Λαύρα σώζεται το Μαρτύριον τούτων, ου η αρχή· «Φαιδρά μεν της πανηγύρεως». Τον δε απλούν Βίον αυτών όρα εις το Νέον Λειμωνάριον.

 *

Τη αυτή ημέρα μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Αρκαδίου.

Οσφύν νοητήν αρεταίς εζωσμένος,
Εύζωνος Αρκάδιε προς πόλον τρέχεις.

 *

Ο Όσιος Πατήρ ημών Ησύχιος ο Θαυματουργός εν ειρήνη τελειούται.

Δους Ησύχιε σαυτόν ησύχω βίω,
Τέλους φθάσαντος, ησυχάζεις εκ βίου.

Ούτος ο περιβόητος του Θεού άνθρωπος Ησύχιος ανετράφη ευλαβώς, μέσα από τα βρεφικά σχεδόν σπάργανα. Δια τούτο και τας υλικάς προσπαθείας μισήσας, εχρημάτισε κατοικητήριον του Αγίου Πνεύματος, με το να επόθει της άνω Σιών την απόλαυσιν. Τούτο εστάθη αιτία και δια να αναχωρήση από την πατρίδα του Άνδραπα ονομαζομένην, και ευρισκομένην εις την Γαλατίαν, η οποία πρότερον ωνομάζετο νέα Κλαυδιούπολις. Ταύτην δε νομίζουσί τινες, ότι είναι η κοινώς λεγομένη Καστάμπολις. Δια τούτο, λέγω, ανεχώρησεν ο Άγιος από την πατρίδα του, και επήγεν εις τας ερήμους κατά την θάλασσαν της Αρδανίας, καθώς επρόσταξε το πνεύμα του ο τούτον οδηγών Θεός. Επήγε δε και εις το βουνόν το ονομαζόμενον του Μαΐωνος. Βλέποντες δε τον Άγιον οι εις το βουνόν κατοικούντες δαίμονες, έκαμνον κάθε τρόπον και μηχανήν δια να τον διώξουν από εκεί. Δια τούτο εμεταχειρίσθησαν όργανα κάποιον Ιωάννην και Ιλαρίωνα, και δια μέσου εκείνων, ηρώτων τον Άγιον, πού έχει σκοπόν να κατοικήση. Ειπόντος δε του Αγίου, ότι μέλλει να κατοικήση εις το βουνόν εκείνο, αντέλεγον οι κακούργοι εκείνοι ούτως. Άνθρωπε, δεν ηξεύρεις την δυσκολίαν του τόπου, και δια τούτο ζητείς να κατοικήσης μέσα εις τον θάνατον. Ο τόπος γαρ αυτός είναι κατοικία των θηρίων και των κλεπτών, και όσοι κατοικήσουν εις αυτόν, μίαν ημέραν δεν ζώσι. Ταύτα ακούσας ο θείος Πατήρ, εστάθη συλλογισμένος, και εστοχάσθη τα πρόσωπα των ταύτα λεγόντων. Όθεν εγνώρισε με την διορατικήν δύναμιν του Αγίου Πνεύματος, ότι υπό δαιμόνων λαλούσι και ενεργούνται εκείνοι οι άνθρωποι. Δια τούτο με τον τύπον του Σταυρού, διώξας από τα σώματα εκείνων τους ασωμάτους δαίμονας, επήγεν εις μίαν ράχιν του βουνού εκείνου και εκατοίκησεν, ακολουθών εις τον οδηγούντα τούτον Θεόν.

Εκεί λοιπόν κατοικήσας ο Όσιος, εδούλευσε την γην όσον εδύνετο, και εξ εκείνης επαρηγόρει την ανάγκην της φύσεως. Επειδή δε ήλθον από ένα μέρος πουλία, και έτρωγαν τα γεννήματά του, όταν ήτον εις την βλάστησιν, δια τούτο εις ολίγον καιρόν έλαβον την εκδίκησιν. Ευθύς γαρ οπού έτρωγαν τα βλαστάρια, έπιπτον νεκρά εις την γην. Επειδή δε πάλιν ήλθον άλλα πουλία και έβλαπτον τους καρπούς, δια τούτο ο Όσιος σηκώσας τα ομμάτια εις τους Ουρανούς, και τρόπον τινά εμβριμησάμενος, επετίμησε τα πουλία, φύγετε, λέγων, από τους Μοναχούς, και μη βλάπτετε τους κόπους αυτών. Όθεν τα πουλία, ωσάν να ήτον λογικά, ήκουσαν την φωνήν του Οσίου και ανεχώρησαν, και πλέον δεν εφάνησαν εις τον τόπον εκείνον. Ύστερον δε ο Όσιος κατέβη εις το κατώτερον μέρος του βουνού, και εκεί ευρών νερόν, έκτισεν Εκκλησίαν εις όνομα του Αγίου Αποστόλου Ανδρέου, και εις αυτήν ησύχαζε, προσευχόμενος τω Κυρίω. Μίαν φοράν έφερόν τινες Χριστιανοί εις τον Όσιον την θυγατέρα των, ενοχλουμένην από δαιμόνιον, και παρεκάλουν αυτόν δια να την ιατρεύση. Όθεν ο Άγιος χωρίς να χάση καιρόν, ιάτρευσεν αυτήν με την συνεργίαν του πρωτοκλήτου Αποστόλου, και απέδωκε την κόρην εις τους γονείς αυτής υγιαίνουσαν. Αποδούς δε αυτήν, είπε και τα προφητικά ταύτα λόγια εις τους γονείς και την θυγατέρα των. «Τάδε μοι προλέγει το Πνεύμα το Άγιον, ότι μετά την αποβίωσίν μου θέλει κατασταθή ο τόπος ούτος σεμνών γυναικών και παρθένων ασκητήριον, και με τας απαύστους εκείνων προσευχάς, έχει να διωχθή από εδώ όλη η των δαιμόνων παράταξις». Επληρώθησαν δε τα λόγια ταύτα του Αγίου εις ολίγον καιρόν.

Άλλην φοράν ευγαίνωντας ο Όσιος έξω από το κελλίον του, ωσάν εκ θείας Προνοίας, βλέπει ένα άνθρωπον άγροικον, ο οποίος είχεν έμπροσθέν του βόδια, τα οποία έσυρον ένα αμάξι φορτωμένον. Συνέβη δε να συμποδισθή το ένα βόδι και να πέση πρήμιτα εις την γην, ο δε βοηλάτης έτρεξε δια να το σηκώση, αλλ’ εις μάτην εκοπίαζεν, επειδή και το βόδι μετεβλήθη σχεδόν εις λίθον αναίσθητον, και να κινηθή από τον τόπον του δεν εδύνετο. Ο δε βοηλάτης απορήσας, και μη ηξεύρωντας τι να κάμη, εκάθητο θρηνών και βρέχων τον εαυτόν του με δάκρυα. Βλέπωντας δε αυτόν ο συμπαθής Ησύχιος, εσυμπόνεσε την συμφοράν του, και πηγαίνει εις το πεσμένον βόδι, και τρίψας με την χείρα του τον λαιμόν του ζώου, σήκω επάνω, του είπεν, ω οκνηρόν, και τελείωσον τον επίλοιπον δρόμον, μήπως ο εχθρός σε σφάξη με την μάχαιραν. Ταύτα ειπών ο Όσιος και σημειώσας επάνω εις το βόδι τον τίμιον Σταυρόν, έκαμε να αναστηθή το ζώον, και να τραβίξη το αμάξι με ελευθερίαν. Τούτο το θαύμα βλέπων ο βοηλάτης, εξεπλάγη, και πεσών εις την γην, ευχαρίστει τον Άγιον, ότι τον εσυμπόνεσε, και το ζώον του ανέστησε και εις την οδόν τον ευώδωσεν.

Ούτος ο μακάριος Ησύχιος, επειδή εις τα έμπροσθεν της αρετής επεκτείνετο, και εσπούδαζε να υποτάξη το χείρον εις το κρείττον, ήτοι το σώμα εις την ψυχήν, δια τούτο και ηξιώθη να ομιλή με τους Αγίους Αγγέλους. Άγγελος γαρ Κυρίου ελθών εις αυτόν, του είπεν ότι μετά τριάκοντα ημέρας έχει να απέλθη προς Κύριον. Όθεν ο Όσιος ευφρανθείς δια το χαροποιόν μήνυμα, επροσκάλεσε τους μετ’ αυτού όντας αδελφούς, και τα εξόδια και ολοϋστερινά εφθέγξατο λόγια, φέρων εις το μέσον τον φόβον της μελλούσης κολάσεως, με τον οποίον έκαμεν όλους να φρίξωσι. Κατά δε το μεσονύκτιον, εις καιρόν οπού ακόμη ενουθέτει τους αδελφούς ο Άγιος, έλαμψεν εις αυτόν φως ουράνιον. Όθεν ειπών, «Κύριε, εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου», απεδήμησεν εις τας αιωνίους μονάς ο αοίδιμος. Τότε οι παρατυχόντες αδελφοί, κηδεύσαντες ευλαβώς το και Αγγέλοις σεβάσμιον σώμα του, έβαλον αυτό μέσα εις πετρίνην θήκην, κοντά εις την βασιλικήν πύλην της Εκκλησίας. Όταν δε εβασίλευσεν ο Κωνσταντίνος και η μήτηρ του Ειρήνη εν έτει ψπα’ [781], τότε ο της Αμασείας Επίσκοπος Θεοφύλακτος, ανεκόμισε το ιερόν λείψανον του Αγίου, και εμετάθεσεν αυτό εις την Αμάσειαν, αποθέσας τούτο εις το δεξιόν μέρος του Αγίου Βήματος, εις το οποίον ευρίσκεται και έως της σήμερον, παρά πάντων τιμώμενον.

 *

Ο Άγιος Οσιομάρτυς Μάξιμος λιθοβοληθείς, τελειούται.

Όλω βλέπων νω Μάξιμος προς τα στέφη,
Προς τας βολάς υπήρχε των λίθων λίθος.

 *

Ο Άγιος Μάρτυς Ευφρόσυνος, ύδωρ καχλάζον ποτισθείς, τελειούται.

Ζέον πεπωκώς φιάλη κοίλη πόμα,
Ο Μάρτυς Ευφρόσυνος ευφράνθη μάλα.

 *

Η εύρεσις του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού, ότε ευρέθη παρά της μακαρίας Ελένης.

Δίδωσιν ημίν Ελένη ταύτην χάριν,
Βλέπειν το σώσαν εκ φθοράς ημάς ξύλον.

 *

Η εύρεσις των τιμίων Ήλων, οι μετά το ευρεθήναι, οι μεν τω κράνει της κεφαλής του Κωνσταντίνου ενεμίγησαν, οι δε τω χαλινώ του ίππου αυτού, προστάξει της Αγίας Ελένης της μητρός αυτού (2).

Φανέντες ήλοι βασιλεί, του μεν κράνους,
Άγαλμα κείνται, του χαλινού δε κράτος.

(2) Περί της ευρέσεως του τιμίου Σταυρού και περί των ήλων, όρα εις την δεκάτην τετάρτην του Σεπτεμβρίου. Σημειούμεν δε εδώ, ότι Παΐσιος ο Γάζης φέρει μάρτυρα τον εκ Τουρώνης Γρηγόριον, λέγοντα, ότι η Αγία Ελένη ζητούσα το τίμιον ξύλον του Σταυρού, εύρε τους τρεις σταυρούς, τον Σταυρόν του Κυρίου, και τους δύω των ληστών, ομού με τα καρφία των. Και τα μεν καρφία των ληστών, ήτον μαύρα και σκωριασμένα, τα δε καρφία του Κυρίου, άστραπτον και έλαμπον. Όθεν ουκ ασφαλώς λέγουσί τινες, ότι οι λησταί δεν εκαρφώθησαν εις τους σταυρούς με καρφία, αλλά με σχοινία σφικτοδεθέντες κατά τας χείρας και τους πόδας, εσταυρώθησαν.

 *

Οι Άγιοι Μάρτυρες Ιουλιανός και Εύβουλος, ξίφει τελειούνται.

Δεύρο ξίφει θάνωμεν Ευβούλω λέγει,
Ιουλιανός εισφέρων ευβουλίαν.

 Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

 Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

 * * *

 

 

Άγιοι Σαρανταδύο Μάρτυρες εν ΑμορίωΤῷ αὐτῷ μηνὶ στ΄, μνήμη τῶν Ἁγίων μεγάλων Μαρτύρων τεσσαράκοντα δύω, τῶν ἐν τῷ Ἀμορίῳ μαρτυρησάντων, Θεοδώρου, Κωνσταντίνου, Καλλίστου, Θεοφίλου, Βασσώη καὶ τῶν σὺν αὐτοῖς.

Ἑπταπλαρίθμως συντεθειμένον φέρει,
Τὸν ἓξ ἀριθμὸν ἡ τετμημένη φάλαγξ.

Τεσσαράκοντα κάρηνα δυοῖν ἅμα ἕκτῃ ἐκάρθη.

Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἐκατάγοντο ἀπὸ τὸ Ἀμόριον, τὸ ὁποῖον εἶναι πόλις τῆς ἄνω Φρυγίας, ἥτις ἐσκλαβώθη ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνοὺς κατὰ τοὺς χρόνους Θεοφίλου τοῦ βασιλέως τοῦ εἰκονομάχου, τοῦ καὶ αὐτοῦ καταγομένου διὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Μιχαὴλ τοῦ Τραυλοῦ, ἀπὸ τὸ αὐτὸ Ἀμόριον, ἐν ἔτει ͵αμθ΄ [1049]. Οὗτοι λοιπὸν στρατηγοὶ καὶ ταξιάρχαι ὄντες καὶ ἀπὸ τὸ πρῶτον γένος τῶν Ῥωμαίων, ἐσκλαβώθησαν ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνούς, καὶ οὔτε ἀπὸ δειλίαν ἐνικήθησαν οἱ μακάριοι, οὔτε ἀπὸ φιλοψυχίαν, οὔτε ἀπὸ ἀσθένειαν τῆς φύσεως, ἀλλὰ ἀνδρείως ὁμολογήσαντες τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν, ἐναντιώθησαν εἰς τοὺς ἀσεβεῖς Ὀθωμανοὺς μὲ φρόνημα γενναῖον, καὶ μὲ ἀνδρίαν ψυχῆς. Διότι δὲν ἐμαλακώθησαν ἀπὸ τὴν πολυκαιρινὴν κακοπάθειαν τοῦ σώματος, τὴν ὁποίαν ἐδοκίμασαν μέσα εἰς τὴν φυλακήν, ἀλλὰ ἀντισταθέντες εἰς τὴν ἀσέβειαν μὲ ἀνδρικὴν γενναιότητα, καὶ μὴ καταδεχθέντες νὰ ἀρνηθοῦν τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν, μετὰ χαρᾶς ἀπεκεφαλίσθησαν, καὶ οὕτως ἔλαβον οἱ μακάριοι τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου (1).

(1) Σημείωσαι, ὅτι τὸ ἑλληνικὸν Μαρτύριον τούτων συνεγράφη ὑπὸ Μιχαὴλ τοῦ Συγγέλου, οὗ ἡ ἀρχή· «Μαρτύρων ἄθλοις, Θεὸς μέν, εὐφραίνεται καὶ δοξάζεται». (Σῴζεται ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων.) Ἐν αὐτῇ σῴζεται καὶ ἄλλος λόγος εἰς τοὺς αὐτούς, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἐμοὶ δοκοῦσιν οἱ Μάρτυρες». Ἐν δὲ τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ σῴζεται τὸ Μαρτύριον τούτων, οὗ ἡ ἀρχή· «Φαιδρὰ μὲν τῆς πανηγύρεως». Τὸν δὲ ἁπλοῦν Βίον αὐτῶν ὅρα εἰς τὸ Νέον Λειμωνάριον.

 *

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἀρκαδίου.

Ὀσφὺν νοητὴν ἀρεταῖς ἐζωσμένος,
Εὔζωνος Ἀρκάδιε πρὸς πόλον τρέχεις.

 *

Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Ἡσύχιος ὁ Θαυματουργὸς ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Δοὺς Ἡσύχιε σαυτὸν ἡσύχῳ βίῳ,
Τέλους φθάσαντος, ἡσυχάζεις ἐκ βίου.

Οὗτος ὁ περιβόητος τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος Ἡσύχιος ἀνετράφη εὐλαβῶς, μέσα ἀπὸ τὰ βρεφικὰ σχεδὸν σπάργανα. Διὰ τοῦτο καὶ τὰς ὑλικὰς προσπαθείας μισήσας, ἐχρημάτισε κατοικητήριον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μὲ τὸ νὰ ἐπόθει τῆς ἄνω Σιὼν τὴν ἀπόλαυσιν. Τοῦτο ἐστάθη αἰτία καὶ διὰ νὰ ἀναχωρήσῃ ἀπὸ τὴν πατρίδα του Ἄνδραπα ὀνομαζομένην, καὶ εὑρισκομένην εἰς τὴν Γαλατίαν, ἡ ὁποία πρότερον ὠνομάζετο νέα Κλαυδιούπολις. Ταύτην δὲ νομίζουσί τινες, ὅτι εἶναι ἡ κοινῶς λεγομένη Καστάμπολις. Διὰ τοῦτο, λέγω, ἀνεχώρησεν ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὴν πατρίδα του, καὶ ἐπῆγεν εἰς τὰς ἐρήμους κατὰ τὴν θάλασσαν τῆς Ἀρδανίας, καθὼς ἐπρόσταξε τὸ πνεῦμά του ὁ τοῦτον ὁδηγῶν Θεός. Ἐπῆγε δὲ καὶ εἰς τὸ βουνὸν τὸ ὀνομαζόμενον τοῦ Μαΐωνος. Βλέποντες δὲ τὸν Ἅγιον οἱ εἰς τὸ βουνὸν κατοικοῦντες δαίμονες, ἔκαμνον κάθε τρόπον καὶ μηχανὴν διὰ νὰ τὸν διώξουν ἀπὸ ἐκεῖ. Διὰ τοῦτο ἐμεταχειρίσθησαν ὄργανα κᾄποιον Ἰωάννην καὶ Ἱλαρίωνα, καὶ διὰ μέσου ἐκείνων, ἠρώτων τὸν Ἅγιον, ποῦ ἔχει σκοπὸν νὰ κατοικήσῃ. Εἰπόντος δὲ τοῦ Ἁγίου, ὅτι μέλλει νὰ κατοικήσῃ εἰς τὸ βουνὸν ἐκεῖνο, ἀντέλεγον οἱ κακοῦργοι ἐκεῖνοι οὕτως. Ἄνθρωπε, δὲν ἠξεύρεις τὴν δυσκολίαν τοῦ τόπου, καὶ διὰ τοῦτο ζητεῖς νὰ κατοικήσῃς μέσα εἰς τὸν θάνατον. Ὁ τόπος γὰρ αὐτὸς εἶναι κατοικία τῶν θηρίων καὶ τῶν κλεπτῶν, καὶ ὅσοι κατοικήσουν εἰς αὐτόν, μίαν ἡμέραν δὲν ζῶσι. Ταῦτα ἀκούσας ὁ θεῖος Πατήρ, ἐστάθη συλλογισμένος, καὶ ἐστοχάσθη τὰ πρόσωπα τῶν ταῦτα λεγόντων. Ὅθεν ἐγνώρισε μὲ τὴν διορατικὴν δύναμιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅτι ὑπὸ δαιμόνων λαλοῦσι καὶ ἐνεργοῦνται ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι. Διὰ τοῦτο μὲ τὸν τύπον τοῦ Σταυροῦ, διώξας ἀπὸ τὰ σώματα ἐκείνων τοὺς ἀσωμάτους δαίμονας, ἐπῆγεν εἰς μίαν ῥάχιν τοῦ βουνοῦ ἐκείνου καὶ ἐκατοίκησεν, ἀκολουθῶν εἰς τὸν ὁδηγοῦντα τοῦτον Θεόν.

Ἐκεῖ λοιπὸν κατοικήσας ὁ Ὅσιος, ἐδούλευσε τὴν γῆν ὅσον ἐδύνετο, καὶ ἐξ ἐκείνης ἐπαρηγόρει τὴν ἀνάγκην τῆς φύσεως. Ἐπειδὴ δὲ ἦλθον ἀπὸ ἕνα μέρος πουλία, καὶ ἔτρωγαν τὰ γεννήματά του, ὅταν ἦτον εἰς τὴν βλάστησιν, διὰ τοῦτο εἰς ὀλίγον καιρὸν ἔλαβον τὴν ἐκδίκησιν. Εὐθὺς γὰρ ὁποῦ ἔτρωγαν τὰ βλαστάρια, ἔπιπτον νεκρὰ εἰς τὴν γῆν. Ἐπειδὴ δὲ πάλιν ἦλθον ἄλλα πουλία καὶ ἔβλαπτον τοὺς καρπούς, διὰ τοῦτο ὁ Ὅσιος σηκώσας τὰ ὀμμάτια εἰς τοὺς Οὐρανούς, καὶ τρόπον τινὰ ἐμβριμησάμενος, ἐπετίμησε τὰ πουλία, φύγετε, λέγων, ἀπὸ τοὺς Μοναχούς, καὶ μὴ βλάπτετε τοὺς κόπους αὐτῶν. Ὅθεν τὰ πουλία, ὡσὰν νὰ ἦτον λογικά, ἤκουσαν τὴν φωνὴν τοῦ Ὁσίου καὶ ἀνεχώρησαν, καὶ πλέον δὲν ἐφάνησαν εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον. Ὕστερον δὲ ὁ Ὅσιος κατέβη εἰς τὸ κατώτερον μέρος τοῦ βουνοῦ, καὶ ἐκεῖ εὑρὼν νερόν, ἔκτισεν Ἐκκλησίαν εἰς ὄνομα τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου, καὶ εἰς αὐτὴν ἡσύχαζε, προσευχόμενος τῷ Κυρίῳ. Μίαν φορὰν ἔφερόν τινες Χριστιανοὶ εἰς τὸν Ὅσιον τὴν θυγατέρα των, ἐνοχλουμένην ἀπὸ δαιμόνιον, καὶ παρεκάλουν αὐτὸν διὰ νὰ τὴν ἰατρεύσῃ. Ὅθεν ὁ Ἅγιος χωρὶς νὰ χάσῃ καιρόν, ἰάτρευσεν αὐτὴν μὲ τὴν συνεργίαν τοῦ πρωτοκλήτου Ἀποστόλου, καὶ ἀπέδωκε τὴν κόρην εἰς τοὺς γονεῖς αὐτῆς ὑγιαίνουσαν. Ἀποδοὺς δὲ αὐτήν, εἶπε καὶ τὰ προφητικὰ ταῦτα λόγια εἰς τοὺς γονεῖς καὶ τὴν θυγατέρα των. «Τάδε μοι προλέγει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ὅτι μετὰ τὴν ἀποβίωσίν μου θέλει κατασταθῇ ὁ τόπος οὗτος σεμνῶν γυναικῶν καὶ παρθένων ἀσκητήριον, καὶ μὲ τὰς ἀπαύστους ἐκείνων προσευχάς, ἔχει νὰ διωχθῇ ἀπὸ ἐδῶ ὅλη ἡ τῶν δαιμόνων παράταξις». Ἐπληρώθησαν δὲ τὰ λόγια ταῦτα τοῦ Ἁγίου εἰς ὀλίγον καιρόν.

Ἄλλην φορὰν εὐγαίνωντας ὁ Ὅσιος ἔξω ἀπὸ τὸ κελλίον του, ὡσὰν ἐκ θείας Προνοίας, βλέπει ἕνα ἄνθρωπον ἄγροικον, ὁ ὁποῖος εἶχεν ἔμπροσθέν του βόδια, τὰ ὁποῖα ἔσυρον ἕνα ἁμάξι φορτωμένον. Συνέβη δὲ νὰ συμποδισθῇ τὸ ἕνα βόδι καὶ νὰ πέσῃ πρήμιτα εἰς τὴν γῆν, ὁ δὲ βοηλάτης ἔτρεξε διὰ νὰ τὸ σηκώσῃ, ἀλλ’ εἰς μάτην ἐκοπίαζεν, ἐπειδὴ καὶ τὸ βόδι μετεβλήθη σχεδὸν εἰς λίθον ἀναίσθητον, καὶ νὰ κινηθῇ ἀπὸ τὸν τόπον του δὲν ἐδύνετο. Ὁ δὲ βοηλάτης ἀπορήσας, καὶ μὴ ἠξεύρωντας τί νὰ κάμῃ, ἐκάθητο θρηνῶν καὶ βρέχων τὸν ἑαυτόν του μὲ δάκρυα. Βλέπωντας δὲ αὐτὸν ὁ συμπαθὴς Ἡσύχιος, ἐσυμπόνεσε τὴν συμφοράν του, καὶ πηγαίνει εἰς τὸ πεσμένον βόδι, καὶ τρίψας μὲ τὴν χεῖρά του τὸν λαιμὸν τοῦ ζώου, σήκω ἐπάνω, τοῦ εἶπεν, ὦ ὀκνηρόν, καὶ τελείωσον τὸν ἐπίλοιπον δρόμον, μήπως ὁ ἐχθρὸς σὲ σφάξῃ μὲ τὴν μάχαιραν. Ταῦτα εἰπὼν ὁ Ὅσιος καὶ σημειώσας ἐπάνω εἰς τὸ βόδι τὸν τίμιον Σταυρόν, ἔκαμε νὰ ἀναστηθῇ τὸ ζῶον, καὶ νὰ τραβίξῃ τὸ ἁμάξι μὲ ἐλευθερίαν. Τοῦτο τὸ θαῦμα βλέπων ὁ βοηλάτης, ἐξεπλάγη, καὶ πεσὼν εἰς τὴν γῆν, εὐχαρίστει τὸν Ἅγιον, ὅτι τὸν ἐσυμπόνεσε, καὶ τὸ ζῶον του ἀνέστησε καὶ εἰς τὴν ὁδὸν τὸν εὐώδωσεν.

Οὗτος ὁ μακάριος Ἡσύχιος, ἐπειδὴ εἰς τὰ ἔμπροσθεν τῆς ἀρετῆς ἐπεκτείνετο, καὶ ἐσπούδαζε νὰ ὑποτάξῃ τὸ χεῖρον εἰς τὸ κρεῖττον, ἤτοι τὸ σῶμα εἰς τὴν ψυχήν, διὰ τοῦτο καὶ ἠξιώθη νὰ ὁμιλῇ μὲ τοὺς Ἁγίους Ἀγγέλους. Ἄγγελος γὰρ Κυρίου ἐλθὼν εἰς αὐτόν, τοῦ εἶπεν ὅτι μετὰ τριάκοντα ἡμέρας ἔχει νὰ ἀπέλθῃ πρὸς Κύριον. Ὅθεν ὁ Ὅσιος εὐφρανθεὶς διὰ τὸ χαροποιὸν μήνυμα, ἐπροσκάλεσε τοὺς μετ’ αὐτοῦ ὄντας ἀδελφούς, καὶ τὰ ἐξόδια καὶ ὁλοϋστερινὰ ἐφθέγξατο λόγια, φέρων εἰς τὸ μέσον τὸν φόβον τῆς μελλούσης κολάσεως, μὲ τὸν ὁποῖον ἔκαμεν ὅλους νὰ φρίξωσι. Κατὰ δὲ τὸ μεσονύκτιον, εἰς καιρὸν ὁποῦ ἀκόμη ἐνουθέτει τοὺς ἀδελφοὺς ὁ Ἅγιος, ἔλαμψεν εἰς αὐτὸν φῶς οὐράνιον. Ὅθεν εἰπών, «Κύριε, εἰς χεῖράς σου παρατίθημι τὸ πνεῦμά μου», ἀπεδήμησεν εἰς τὰς αἰωνίους μονὰς ὁ ἀοίδιμος. Τότε οἱ παρατυχόντες ἀδελφοί, κηδεύσαντες εὐλαβῶς τὸ καὶ Ἀγγέλοις σεβάσμιον σῶμά του, ἔβαλον αὐτὸ μέσα εἰς πετρίνην θήκην, κοντὰ εἰς τὴν βασιλικὴν πύλην τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν δὲ ἐβασίλευσεν ὁ Κωνσταντῖνος καὶ ἡ μήτηρ του Εἰρήνη ἐν ἔτει ψπα΄ [781], τότε ὁ τῆς Ἀμασείας Ἐπίσκοπος Θεοφύλακτος, ἀνεκόμισε τὸ ἱερὸν λείψανον τοῦ Ἁγίου, καὶ ἐμετάθεσεν αὐτὸ εἰς τὴν Ἀμάσειαν, ἀποθέσας τοῦτο εἰς τὸ δεξιὸν μέρος τοῦ Ἁγίου Βήματος, εἰς τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται καὶ ἕως τῆς σήμερον, παρὰ πάντων τιμώμενον.

 *

Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Μάξιμος λιθοβοληθείς, τελειοῦται.

Ὅλῳ βλέπων νῷ Μάξιμος πρὸς τὰ στέφη,
Πρὸς τὰς βολὰς ὑπῆρχε τῶν λίθων λίθος.

 *

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Εὐφρόσυνος, ὕδωρ καχλάζον ποτισθείς, τελειοῦται.

Ζέον πεπωκὼς φιάλῃ κοίλῃ πόμα,
Ὁ Μάρτυς Εὐφρόσυνος εὐφράνθη μάλα.

 *

Ἡ εὕρεσις τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ Σταυροῦ, ὅτε εὑρέθη παρὰ τῆς μακαρίας Ἑλένης.

Δίδωσιν ἡμῖν Ἑλένη ταύτην χάριν,
Βλέπειν τὸ σῶσαν ἐκ φθορᾶς ἡμᾶς ξύλον.

 *

Ἡ εὕρεσις τῶν τιμίων Ἥλων, οἳ μετὰ τὸ εὑρεθῆναι, οἱ μὲν τῷ κράνει τῆς κεφαλῆς τοῦ Κωνσταντίνου ἐνεμίγησαν, οἱ δὲ τῷ χαλινῷ τοῦ ἵππου αὐτοῦ, προστάξει τῆς Ἁγίας Ἑλένης τῆς μητρὸς αὐτοῦ (2).

Φανέντες ἧλοι βασιλεῖ, τοῦ μὲν κράνους,
Ἄγαλμα κεῖνται, τοῦ χαλινοῦ δὲ κράτος.

(2) Περὶ τῆς εὑρέσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ καὶ περὶ τῶν ἥλων, ὅρα εἰς τὴν δεκάτην τετάρτην τοῦ Σεπτεμβρίου. Σημειοῦμεν δὲ ἐδῶ, ὅτι Παΐσιος ὁ Γάζης φέρει μάρτυρα τὸν ἐκ Τουρώνης Γρηγόριον, λέγοντα, ὅτι ἡ Ἁγία Ἑλένη ζητοῦσα τὸ τίμιον ξύλον τοῦ Σταυροῦ, εὗρε τοὺς τρεῖς σταυρούς, τὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου, καὶ τοὺς δύω τῶν λῃστῶν, ὁμοῦ μὲ τὰ καρφία των. Καὶ τὰ μὲν καρφία τῶν λῃστῶν, ἦτον μαῦρα καὶ σκωριασμένα, τὰ δὲ καρφία τοῦ Κυρίου, ἄστραπτον καὶ ἔλαμπον. Ὅθεν οὐκ ἀσφαλῶς λέγουσί τινες, ὅτι οἱ λῃσταὶ δὲν ἐκαρφώθησαν εἰς τοὺς σταυροὺς μὲ καρφία, ἀλλὰ μὲ σχοινία σφικτοδεθέντες κατὰ τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας, ἐσταυρώθησαν.

 *

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἰουλιανὸς καὶ Εὔβουλος, ξίφει τελειοῦνται.

Δεῦρο ξίφει θάνωμεν Εὐβούλῳ λέγει,
Ἰουλιανὸς εἰσφέρων εὐβουλίαν.

 Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

 Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

 * * *

 

 

 Των Αγίων τεσσαράκοντα δύω Μαρτύρων των εν Αμορίω, Αρκαδίου, Ησυχίου, Μαξίμου, Ευφροσύνου κ.ά.   

 

 

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.