Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου25 Ιουνίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΚΕ’, μνήμη της Αγίας Μάρτυρος Φευρωνίας.
Προιξ τη γυναικών καλλονή Φευρωνία,
Τομή κεφαλής. Ως καλή σοι προιξ γύναι!
Δώκε δε Φευρωνίη ξίφει αυχένα εικάδι πέμπτη.
Αύτη η αοίδιμος εκ νεαράς της ηλικίας εσήκωσε τον χρηστόν ζυγόν του Κυρίου, και πηγαίνουσα εις ένα Μοναστήριον, το οποίον ευρίσκετο εις τα σύνορα Ρωμαίων και Περσών, εν πόλει καλουμένη Νησίβει, ήτις ονομάζεται Αντιόχεια της Μυγδονίας, εις εκείνο έγινε Μοναχή, και υπερέβη όλας τας εν τω Μοναστηρίω καλογραίας κατά την άσκησιν και σύνεσιν, και κατά την μελέτην των θείων Γραφών. Ήτον δε ηγουμένη όλων των εκεί μοναζουσών η Οσία Βρυαίνη. Κατά τους χρόνους δε του Διοκλητιανού εν έτει σπη’ [288], επειδή ο ηγεμών Σελήνος εδίωκε τους Χριστιανούς, δια τούτο αι μεν λοιπαί καλογραίαι, έφυγον από το Μοναστήριον, ζητούσαι να γλυτώσουν από τον θάνατον. Η δε μακαρία Φευρωνία, επειδή και ήτον ασθενής, δεν εδυνήθη να φύγη, αλλά εκατάκειτο επάνω εις ένα κρεββάτι, κοντά δε εις αυτήν εκάθοντο η ηγουμένη Βρυαίνη, και η καλουμένη Ιερία. Εκεί λοιπόν επήγαν οι στρατιώται του Σελήνου, και τζακίσαντες τας πόρτας με τζεκούρια, εμβήκαν μέσα εις το Μοναστήριον, και ευθύς ετράβιξαν τα σπαθία των, και ήθελον να κατακόψουν την Βρυαίνην. Παρεκάλεσεν όμως αυτούς Πρίμος ο του Λυσιμάχου ανεψιός, να μη κτυπήσουν αυτήν. Εφέρετο γαρ αυτός πάντοτε εις τους Χριστιανούς, με συμπάθειαν και ευσπλαγχνίαν. Αρπάσαντες δε την Φευρωνίαν, επήγαν αυτήν εις τον Σελήνον, ηκολούθουν δε εις την Φευρωνίαν, η Βρυαίνη, η Ιερία, και η Θωμαΐς, στηρίζουσαι αυτήν εις την πίστιν και νουθετούσαι, να μη φοβηθή τα βάσανα, μηδέ να προδώση, την εις Χριστόν ευσέβειαν. Παρεκίνουν δε αυτήν να ενθυμηθή την Λιβύαν και Λεωνίδα τας αδελφάς, και την νέαν Ευτροπίαν. Από τας οποίας, η μεν Λιβύα, απεκεφαλίσθη δια τον Χριστόν. Η δε Λεωνίς, παρεδόθη εις την φωτίαν. Η δε νέα Ευτροπία, ακούσασα να της λέγη η μήτηρ της· «Μη φύγης τέκνον μου» ευθύς έδεσε τας χείρας της οπίσω, και κλίνασα τον λαιμόν της εις τον σπεκουλάτορα, εθανατώθη προθύμως.
Και η μεν Βρυαίνη, αφ’ ου εδίδαξε την Φευρωνίαν, εγύρισεν εις το Μοναστήριον, κλαίουσα και θρηνούσα, εφοβείτο γαρ δια το άδηλον αυτής τέλος. Όθεν επαρακάλει τον Θεόν να χαρίση εις αυτήν νίκην κατά του Διαβόλου. Η δε Θωμαίς και Ιερία, ενδύθηκαν ανδρίκεια φορέματα, και σμίγουσαι μαζί με τους υπηρέτας, ηκολούθουν εις την Φευρωνίαν. Εφέρθη λοιπόν η Αγία εις τον Λυσίμαχον τον ανεψιόν του Σελήνου, και ερωτήθη από αυτόν να ειπή, ποίον είναι το όνομά της, το γένος της, και η θρησκεία της. Η δε Μάρτυς αντί δια όλα έλεγε, πως είναι Χριστιανή. Ύστερον δε ο τούτου θείος Σελήνος, επεχείρησε να μεταθέση την Αγίαν από την πίστιν του Χριστού με κολακείας, και επειδή δεν εδυνήθη, επρόσταξε να εξαπλώσουν αυτήν από τα τέσσαρα μέρη, και από κάτω μεν, να καίουν αυτήν με φωτίαν, από πάνω δε, να δέρνουν αυτήν με ραβδία. Επειδή λοιπόν, κοντά οπού επλήγωσαν την του Χριστού αμνάδα από τους δαρμούς, έρριπτον ακόμη και λάδι εις την φωτίαν, δια τούτο ανέλυσαν αι σάρκες της μακαρίας Φευρωνίας, και έτρεχον κατά γης. Έπειτα εκρέμασαν αυτήν και εξέσχιζον με σιδηρένια ονύχια, και έκαιον με την φωτίαν. Μετά ταύτα, έκοψαν την γλώσσαν της, την οποίαν η Αγία με ανδρίαν πολλήν, μόνη της εύγαλεν έξω από το στόμα της. Είτα εξερρίζωσαν τα οδόντιά της, και έκοψαν με σπαθί τα δύω βυζία της. Επάνω δε εις το κόψιμον των βυζίων, έβαλον κάρβουνα αναμμένα. Ύστερον έκοψαν τας χείρας και τους πόδας της Αγίας, και τελευταίον την απεκεφάλισαν, και ούτως έλαβεν η τρισολβία τον του μαρτυρίου αμάραντον στέφανον. Κατά δε προσταγήν του Λυσιμάχου, εσυμμαζώχθη από τους Χριστιανούς το σώμα της Αγίας, και εφέρθη εις το Μοναστήριόν της, δια μέσου Φίρμου του κόμητος. Εβάσταζον δε αυτό και στρατιώται μαζί με τον Φίρμον. Και τα μεν άλλα μέλη της Αγίας, εσυναρμόσθησαν το καθ’ ένα εις την τάξιν και φυσικήν αρμονίαν του. Τα δε οδόντια αυτής, εβάλθησαν επάνω εις το στήθος της. Και έτζι εσυνάχθησαν Επίσκοποι, και Κληρικοί μαζί με Μοναχούς, και πλήθος πολύ των Χριστιανών, και ούτω ψάλλοντες ψαλμούς και ύμνους, και ποιήσαντες αγρυπνίαν, ενταφίασαν το μαρτυρικόν εκείνο και άγιον λείψανον.
Λέγουσι δε, ότι όταν κάθε χρόνον ετελείτο η μνήμη της Αγίας εις το Μοναστήριον, εβλέπετο η Μάρτυς κατά το μεσονύκτιον, παρούσα μαζί με τας άλλας αδελφάς και συμψάλλουσα, και αναπληρούσα τον τόπον, εις τον οποίον και ζωντανή ούσα εστέκετο, έως οπού εγίνετο η ευχή. Μίαν φοράν δε, ηθέλησεν η Βρυαίνη δια να την πιάση, και ευθύς έγινεν άφαντος. Ο δε Λυσίμαχος, βαρείαν συμφοράν ενόμισε το μαρτύριον της Αγίας: ένα μεν, διατί εκατάγετο από μητέρα Χριστιανήν, και άλλο δε, διατί ο θείος του Σελήνος, έδειξε μεγάλην απανθρωπίαν και ωμότητα εις την Μάρτυρα. Διέφθειρε γαρ το της νέας παρθένου κάλλος, το οποίον ήτον σχεδόν υπέρ άνθρωπον. Όθεν από την λύπην και πικρίαν της ψυχής του, τότε μεν, δεν έφαγε ψωμί, αλλά εθρήνησε και έκλαυσε πικρώς τον θάνατον της Αγίας. Ύστερον δε, επίστευσεν εις τον Χριστόν μαζί με τον Πρίμον, και έλαβεν ομού με εκείνον το Άγιον Βάπτισμα. Ο δε Σελήνος έξω φρενών γενόμενος, εθεώρησεν εις τον ουρανόν, και εμούγγρισεν ωσάν βόδι. Έπειτα κτυπήσας την κεφαλήν του εις μίαν κολόναν, κακώς ο κακός την ψυχήν του απέρριψε. Τελείται δε η της Αγίας Σύναξις, και εορτή, εις τον Ναόν του Αγίου Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου, τον ευρισκόμενον εις την Οξείαν. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτής, όρα εις την Καλοκαιρινήν (1).)
(1) Ο δε ελληνικός Βίος αυτής σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις, ου η αρχή· «Εγένετο εν ταις ημέραις Διοκλητιανού».
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Ορεντίου και των εξ γνησίων αυτού αδελφών, Φαρνακίου, Έρωτος, Φίρμου, Φιρμίνου, Κυριακού, και Λογγίνου.
Εις τον Ορέντιον.
Εκδύς θαλάσσης ζων Ορέντιος βάθους,
Εν γη τελευτά και προς Ουρανόν τρέχει.
Εις τον Φαρνάκιον.
Άρας ο Φαρνάκιος εκ γης πηλίνης,
Ανήλθεν εις έδαφος οίκου Κυρίου.
Εις τον Έρωτα.
Ερών υπήρχεν Ουρανών κάλλους Έρως,
Προς ους μεταστάς ώσπερ ήρα χαιρέτω.
Εις τον Φίρμον και Φιρμίνον.
Θρόνοι νοητοί Φιρμίνος τε και Φίρμος,
Οις εγκάθηται Βασιλεύς των Αγγέλων.
Εις τον Κυριακόν και Λογγίνον.
Κυριακόν Λογγίνον ως ισαγγέλους,
Θεός τίθησιν ισοτίμους Αγγέλοις.
Ούτοι οι Άγιοι επτά αδελφοί, ήτον κατά τους χρόνους του Διοκλητιανού και Μαξιμιανού εν έτει τα’ [301], καταγόμενοι μεν, από την Ανατολήν, συναριθμημένοι δε, με διακοσίους Τήρωνας, ήγουν νεοσυλλέκτους στρατιώτας, υποκάτω εις τον κουβικουλάριον Ρόδωνα, εν τη πόλει της Αντιοχείας· οι οποίοι αυτοί επήγαν εις τα μέρη της Θράκης, και ετάχθησαν εις ένα τάγμα, το οποίον ωνομάζετο Λεγέανδρον. Επειδή δε κατά τους χρόνους εκείνους έκαμαν επανάστασιν οι Σκύθαι, και διαπεράσαντες τον Δούναβιν ποταμόν, εκούρσευον την Θράκην, δια τούτο αφ’ ου ετελεύτησεν ο Διοκλητιανός, και εκράτησε την βασιλείαν ο Μαξιμιανός εν τη Ανατολή, ευρίσκετο εις φροντίδα και απορίαν ο αυτός Μαξιμιανός, και μάλιστα, διατί ο πρώτος των Σκυθών Μαραθώμ ονομαζόμενος, ο οποίος υπερείχε τους άλλους κατά το μεγαλείον του σώματος, και κατά το κάλλος, και την ανδρίαν, και εζήτει τον Μαξιμιανόν, ή κανένα άλλον άνθρωπον δια να μονομαχήση με αυτόν, και όποιος από τους δύω ήθελε νικήση, εις εκείνον να δίδουν οι άλλοι τα νικητήρια, και να υποτάσσωνται εις αυτόν. Δια ταύτα, λέγω, ευρίσκετο ο Μαξιμιανός εις πολλήν απορίαν, επειδή και κανένας από τους Ρωμαίους, δεν εθαρρούσε να αντισταθή και να μονομαχήση με τον βάρβαρον και ανδρειωμένον Μαραθώμ. Όθεν ο Άγιος Ορέντιος με την κοινήν γνώμην πάντων, εδιαλέχθη να μονομαχήση με εκείνον, διατί ήτον και φύσει ανδρείος, και εις τους πολέμους έμπειρος, και εις το να νικά επιτήδειος, δια την ευστροφίαν και ογλιγωράδα του σώματός του. Ευγήκε λοιπόν ο Άγιος εις το στάδιον, και αντιπαρετάχθη με τον Μαραθώμ, και κτυπήσας αυτόν με το κοντάρι του, απέκοψε την κεφαλήν του, και έφερεν αυτήν εις τον βασιλέα, και ούτως εποίησε νίκην και τρόπαιον.
Ο δε βασιλεύς θαυμάσας τον Άγιον, και επαινέσας την ανδραγαθίαν του, επρόσφερε εις τα είδωλα θυσίας δια την νίκην ταύτην. Ο δε Άγιος παρασταθείς έμπροσθεν του βασιλέως, ωμολόγει, ότι με την βοήθειαν του Χριστού ενίκησε τον υπερήφανον Σκύθην, και όχι με την βοήθειαν των ψευδωνύμων θεών. Πλην τότε μεν, συνεχώρησεν ο βασιλεύς τον Άγιον να απολαμβάνη τας βασιλικάς τιμάς, εντραπείς το μεγαλείον της ανδραγαθίας του, εχάρισε δε εις αυτόν, και την πολυτελή και πολυτάλαντον ζώνην του φονευθέντος βαρβάρου. Ύστερον δε, επειδή εσυμβούλευε τον Άγιον και δεν εδυνήθη να τον καταπείση, ίνα αρνηθή την πίστιν του Χριστού, δια τούτο έστειλεν αυτόν μαζί με τους έξι αδελφούς του εις την πόλιν των Σατάλων την εν τη Αρμενία ευρισκομένην, γράψας και εις τον εκεί δούκα, ότι ει μεν οι Άγιοι τιμωρούμενοι πεισθώσι να θυσιάσουν εις τους θεούς, να στείλη αυτούς οπίσω. Ει δε και δεν πεισθούν, να στείλη αυτούς εξορίστους εις τας χώρας της Αβασγίας, και της Ζηκχίας, ήτοι της νυν λεγομένης Τζερκεζίας. Επειδή λοιπόν εξετασθέντες από τον δούκα, δεν επείσθησαν να θυσιάσουν εις τα είδωλα, αλλά εστάθησαν στερεοί εις την πίστιν του Χριστού, δια τούτο κατά την προσταγήν του βασιλέως, εξωρίσθησαν οι Άγιοι εις τας ανωτέρω χώρας. Και ο μεν πρώτος των αδελφών Έρως, απήλθε προς Θεόν, όταν έφθασαν εις ένα τόπον καλούμενον καινήν Παρεμβολήν, κατά την εικοστήν δευτέραν του παρόντος μηνός. Ο δε Άγιος Ορέντιος έλαβε το μακάριον τέλος, όταν έφθασεν εις τόπον καλούμενον Ρίζιον, πέτραν γαρ δέσαντες οι Έλληνες από τον λαιμόν του, έρριψαν αυτόν εις την θάλασσαν. Επιφανείς δε ο Άγγελος Ραφαήλ, εκούφισεν αυτόν και τον εύγαλεν από την θάλασσαν εις την στερεάν αβλαβή, και έστησεν αυτόν επάνω εις μίαν πέτραν, εις την οποίαν προσευχηθείς, αφήκε το πνεύμα του εις τον Θεόν, και εκεί ετάφη, κατά την εικοστήν τετάρτην του παρόντος μηνός. Ο δε Άγιος Φαρνάκιος, πηγαίνωντας εις τόπον ονομαζόμενον Κορδόλη, απήλθε προς Κύριον, κατά την τρίτην του Ιουλίου. Ο δε Φίρμος και Φιρμίνος φθάσαντες την Άψαρον, εκεί ετελείωσαν την πρόσκαιρον ταύτην ζωήν, κατά την εβδόμην του Ιουλίου. Ο δε Άγιος Κυριακός πηγαίνωντας εις την χώραν των Λαζών, εις τόπον λεγόμενον Ζυγάνεως, ανεπαύθη εν Κυρίω, κατά την δεκάτην τετάρτην του Ιουλίου. Ο δε μακάριος Λογγίνος, εις καιρόν οπού επήγαινε δια θαλάσσης από της Ζυγάνεως εις την Λιβυκήν, ηκολούθησε μεγάλη φουρτούνα εις τον δρόμον, όθεν προσευχηθείς, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, και ενταφιάσθη εις την Πιτυούντα, αφ’ ου μετά τέσσαρας ημέρας επήγε το καράβι εκεί και άραξεν.
*
Η ανάμνησις της υπέρ λόγον και πάσαν ελπίδα δοθείσης ημίν βοηθείας, παρά του Μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, δια των πρεσβειών της ασπόρως αυτόν τεκούσης Παναχράντου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, κατά των δια γης τε και θαλάσσης κυκλωσάντων την καθ’ ημάς βασιλίδα των πόλεων αθέων Σαρακηνών, και πανωλεθρία παραδοθέντων, και τελείω αφανισμώ. (Όρα περί τούτου εις την δεκάτην πέμπτην του Αυγούστου, και εις την ενδεκάτην Μαΐου, εν τη υποσημειώσει των γενεθλίων της Κωνσταντινουπόλεως.)
*
Μνήμη των Αγίων Οσιομαρτύρων Λεωνίδος, Λιβύης, και Ευτροπίας, της μεν, δια πυρός, των δε, δια ξίφους τελειωθεισών.
Εις την Λεωνίδα.
Πηδά Λεωνίς εις το πυρ της καμίνου,
Ως εις τροφήν λέαινα πεινώσα σφόδρα.
Εις την Λιβύην.
Κομμωτικόν τι βάμμα νύμφη Κυρίου,
Βάπτη Λιβύη δούσα την δέριν ξίφει.
Εις την Ευτροπίαν.
Ο κόσμον αυχών νοσσιάς συσχείν δίκην,
Υπ’ Ευτροπίας παίζεται τετμημένης.
*
Ο Όσιος Σίμων, εν ειρήνη τελειούται (2).
Σορός Σίμωνι σαρκός εστιν εστία,
Πόλος δε τούτω πνεύματος κατοικία.
(2) Ο Όσιος ούτος Σίμων, δεν ηγάπα να αποκτήση φιλίας των μεγάλων ανθρώπων, αλλά εποίει κάθε τρόπον δια να εξουθενωθή από αυτούς. Όθεν γράφει περί αυτού ο Ευεργετινός εν σελ. 703, ότι μίαν φοράν επήγεν εις αυτόν ο του τόπου άρχων, θέλωντας δια να τον ιδή. Ο δε Σίμων, μαθών πως ο άρχων έρχεται, επήρε την ζώνην του, και επήγε δια να καθαρίση ένα φοίνικα. Οι δε άνθρωποι του άρχοντος, βλέποντες αυτόν καθαρίζοντα τον φοίνικα, είπον αυτώ. Γέρων, πού είναι ο αναχωρητής; Ο Όσιος απεκρίθη. Δεν είναι εδώ αναχωρητής. Οι δε ακούσαντες, ανεχώρησαν.
Άλλοτε πάλιν ήλθεν άλλος άρχων δια να ιδή αυτόν. Επρόφθασαν δε οι Κληρικοί και είπον αυτώ. Αββά ετοίμασον, ότι ο άρχων ακούωντας περί σου, έρχεται δια να ευλογηθή από λόγου σου. Ο δε Όσιος απεκρίθη. Ναι, εγώ ετοιμάζω τον εαυτόν μου. Φορέσας λοιπόν το κεντώνιόν του, ήτοι το παλαιόν φόρεμά του, το με πολλά κεντήματα και μπαλώματα ερραμμένον, και πέρνωντας εις το χέρι του ψωμί και τυρί, επήγε και εκάθισεν εις την πόρταν του κελλίου του και έτρωγεν. Ο δε άρχων με τους ανθρώπους του, βλέποντες αυτόν τρώγοντα, τον εξευτέλισαν, λέγοντες. Ετούτος είναι ο περίφημος αναχωρητής οπού ηκούομεν; Και ευθύς ανεχώρησαν.
*
Ο Όσιος Διονύσιος, ο κτίτωρ της εν τω όρει του Άθω Ιεράς και Κοινοβιακής Μονής του τιμίου Προδρόμου, εν ειρήνη τελειούται (3).
Κτίτωρ Μονής συ του μεγίστου Προδρόμου,
Δειχθείς ενοικείς νυν Μοναίς ταις του πόλου.
(3) Τον Βίον αυτού όρα εις τον Νέον Παράδεισον· η δε ασματική τούτου Ακολουθία ευρίσκεται εν τη υπ’ αυτού κτισθείση Ιερά Μονή του Προδρόμου.
*
Ο Όσιος και πνευματοφόρος Δομέτιος, ο φίλος και συνασκητής του ρηθέντος Αγίου Διονυσίου, ο και ποιμήν και ηγούμενος χρηματίσας της αυτής κοινοβιακής Μονής του Διονυσίου, εν ειρήνη τελειούται.
Δόμους παρελθών τους κάτω Δομέτιος,
Ανακτόροις νυν εγχορεύει τοις άνω.
*
Του Αγίου νέου Οσιομάρτυρος Προκοπίου αθλήσαντος εν έτει ͵αωι’ [1810] (4).
(4) Το Μαρτύριον αυτού όρα εις το Νέον Λειμωνάριον.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΚΕ΄, μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Φευρωνίας.
Προῖξ τῇ γυναικῶν καλλονῇ Φευρωνίᾳ,
Τομὴ κεφαλῆς. Ὡς καλή σοι προῖξ γύναι!
Δῶκε δὲ Φευρωνίῃ ξίφει αὐχένα εἰκάδι πέμπτῃ.
Αὕτη ἡ ἀοίδιμος ἐκ νεαρᾶς της ἡλικίας ἐσήκωσε τὸν χρηστὸν ζυγὸν τοῦ Κυρίου, καὶ πηγαίνουσα εἰς ἕνα Μοναστήριον, τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο εἰς τὰ σύνορα Ῥωμαίων καὶ Περσῶν, ἐν πόλει καλουμένη Νησίβει, ἥτις ὀνομάζεται Ἀντιόχεια τῆς Μυγδονίας, εἰς ἐκεῖνο ἔγινε Μοναχή, καὶ ὑπερέβη ὅλας τὰς ἐν τῷ Μοναστηρίῳ καλογραίας κατὰ τὴν ἄσκησιν καὶ σύνεσιν, καὶ κατὰ τὴν μελέτην τῶν θείων Γραφῶν. Ἦτον δὲ ἡγουμένη ὅλων τῶν ἐκεῖ μοναζουσῶν ἡ Ὁσία Βρυαίνη. Κατὰ τοὺς χρόνους δὲ τοῦ Διοκλητιανοῦ ἐν ἔτει σπη΄ [288], ἐπειδὴ ὁ ἡγεμὼν Σελῆνος ἐδίωκε τοὺς Χριστιανούς, διὰ τοῦτο αἱ μὲν λοιπαὶ καλογραῖαι, ἔφυγον ἀπὸ τὸ Μοναστήριον, ζητοῦσαι νὰ γλυτώσουν ἀπὸ τὸν θάνατον. Ἡ δὲ μακαρία Φευρωνία, ἐπειδὴ καὶ ἦτον ἀσθενής, δὲν ἐδυνήθη νὰ φύγῃ, ἀλλὰ ἐκατάκειτο ἐπάνω εἰς ἕνα κρεββάτι, κοντὰ δὲ εἰς αὐτὴν ἐκάθοντο ἡ ἡγουμένη Βρυαίνη, καὶ ἡ καλουμένη Ἱερία. Ἐκεῖ λοιπὸν ἐπῆγαν οἱ στρατιῶται τοῦ Σελήνου, καὶ τζακίσαντες τὰς πόρτας μὲ τζεκούρια, ἐμβῆκαν μέσα εἰς τὸ Μοναστήριον, καὶ εὐθὺς ἐτράβιξαν τὰ σπαθία των, καὶ ἤθελον νὰ κατακόψουν τὴν Βρυαίνην. Παρεκάλεσεν ὅμως αὐτοὺς Πρίμος ὁ τοῦ Λυσιμάχου ἀνεψιός, νὰ μὴ κτυπήσουν αὐτήν. Ἐφέρετο γὰρ αὐτὸς πάντοτε εἰς τοὺς Χριστιανούς, μὲ συμπάθειαν καὶ εὐσπλαγχνίαν. Ἁρπάσαντες δὲ τὴν Φευρωνίαν, ἐπῆγαν αὐτὴν εἰς τὸν Σελῆνον, ἠκολούθουν δὲ εἰς τὴν Φευρωνίαν, ἡ Βρυαίνη, ἡ Ἱερία, καὶ ἡ Θωμαΐς, στηρίζουσαι αὐτὴν εἰς τὴν πίστιν καὶ νουθετοῦσαι, νὰ μὴ φοβηθῇ τὰ βάσανα, μηδὲ νὰ προδώσῃ, τὴν εἰς Χριστὸν εὐσέβειαν. Παρεκίνουν δὲ αὐτὴν νὰ ἐνθυμηθῇ τὴν Λιβύαν καὶ Λεωνίδα τὰς ἀδελφάς, καὶ τὴν νέαν Εὐτροπίαν. Ἀπὸ τὰς ὁποίας, ἡ μὲν Λιβύα, ἀπεκεφαλίσθη διὰ τὸν Χριστόν. Ἡ δὲ Λεωνίς, παρεδόθη εἰς τὴν φωτίαν. Ἡ δὲ νέα Εὐτροπία, ἀκούσασα νὰ τῆς λέγῃ ἡ μήτηρ της· «Μὴ φύγῃς τέκνον μου» εὐθὺς ἔδεσε τὰς χεῖράς της ὀπίσω, καὶ κλίνασα τὸν λαιμόν της εἰς τὸν σπεκουλάτορα, ἐθανατώθη προθύμως.
Καὶ ἡ μὲν Βρυαίνη, ἀφ’ οὗ ἐδίδαξε τὴν Φευρωνίαν, ἐγύρισεν εἰς τὸ Μοναστήριον, κλαίουσα καὶ θρηνοῦσα, ἐφοβεῖτο γὰρ διὰ τὸ ἄδηλον αὐτῆς τέλος. Ὅθεν ἐπαρακάλει τὸν Θεὸν νὰ χαρίσῃ εἰς αὐτὴν νίκην κατὰ τοῦ Διαβόλου. Ἡ δὲ Θωμαῒς καὶ Ἱερία, ἐνδύθηκαν ἀνδρίκεια φορέματα, καὶ σμίγουσαι μαζὶ μὲ τοὺς ὑπηρέτας, ἠκολούθουν εἰς τὴν Φευρωνίαν. Ἐφέρθη λοιπὸν ἡ Ἁγία εἰς τὸν Λυσίμαχον τὸν ἀνεψιὸν τοῦ Σελήνου, καὶ ἐρωτήθη ἀπὸ αὐτὸν νὰ εἰπῇ, ποῖον εἶναι τὸ ὄνομά της, τὸ γένος της, καὶ ἡ θρῃσκεία της. Ἡ δὲ Μάρτυς ἀντὶ διὰ ὅλα ἔλεγε, πῶς εἶναι Χριστιανή. Ὕστερον δὲ ὁ τούτου θεῖος Σελῆνος, ἐπεχείρησε νὰ μεταθέσῃ τὴν Ἁγίαν ἀπὸ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ μὲ κολακείας, καὶ ἐπειδὴ δὲν ἐδυνήθη, ἐπρόσταξε νὰ ἐξαπλώσουν αὐτὴν ἀπὸ τὰ τέσσαρα μέρη, καὶ ἀπὸ κάτω μέν, νὰ καίουν αὐτὴν μὲ φωτίαν, ἀπὸ πάνω δέ, νὰ δέρνουν αὐτὴν μὲ ῥαβδία. Ἐπειδὴ λοιπόν, κοντὰ ὁποῦ ἐπλήγωσαν τὴν τοῦ Χριστοῦ ἀμνάδα ἀπὸ τοὺς δαρμούς, ἔρριπτον ἀκόμη καὶ λάδι εἰς τὴν φωτίαν, διὰ τοῦτο ἀνέλυσαν αἱ σάρκες τῆς μακαρίας Φευρωνίας, καὶ ἔτρεχον κατὰ γῆς. Ἔπειτα ἐκρέμασαν αὐτὴν καὶ ἐξέσχιζον μὲ σιδηρένια ὀνύχια, καὶ ἔκαιον μὲ τὴν φωτίαν. Μετὰ ταῦτα, ἔκοψαν τὴν γλῶσσάν της, τὴν ὁποίαν ἡ Ἁγία μὲ ἀνδρίαν πολλήν, μόνη της εὔγαλεν ἔξω ἀπὸ τὸ στόμα της. Εἶτα ἐξερρίζωσαν τὰ ὀδόντιά της, καὶ ἔκοψαν μὲ σπαθὶ τὰ δύω βυζία της. Ἐπάνω δὲ εἰς τὸ κόψιμον τῶν βυζίων, ἔβαλον κάρβουνα ἀναμμένα. Ὕστερον ἔκοψαν τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας τῆς Ἁγίας, καὶ τελευταῖον τὴν ἀπεκεφάλισαν, καὶ οὕτως ἔλαβεν ἡ τρισολβία τὸν τοῦ μαρτυρίου ἀμάραντον στέφανον. Κατὰ δὲ προσταγὴν τοῦ Λυσιμάχου, ἐσυμμαζώχθη ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς τὸ σῶμα τῆς Ἁγίας, καὶ ἐφέρθη εἰς τὸ Μοναστήριόν της, διὰ μέσου Φίρμου τοῦ κόμητος. Ἐβάσταζον δὲ αὐτὸ καὶ στρατιῶται μαζὶ μὲ τὸν Φίρμον. Καὶ τὰ μὲν ἄλλα μέλη τῆς Ἁγίας, ἐσυναρμόσθησαν τὸ καθ’ ἕνα εἰς τὴν τάξιν καὶ φυσικὴν ἁρμονίαν του. Τὰ δὲ ὀδόντια αὐτῆς, ἐβάλθησαν ἐπάνω εἰς τὸ στῆθός της. Καὶ ἔτζι ἐσυνάχθησαν Ἐπίσκοποι, καὶ Κληρικοὶ μαζὶ μὲ Μοναχούς, καὶ πλῆθος πολὺ τῶν Χριστιανῶν, καὶ οὕτω ψάλλοντες ψαλμοὺς καὶ ὕμνους, καὶ ποιήσαντες ἀγρυπνίαν, ἐνταφίασαν τὸ μαρτυρικὸν ἐκεῖνο καὶ ἅγιον λείψανον.
Λέγουσι δέ, ὅτι ὅταν κάθε χρόνον ἐτελεῖτο ἡ μνήμη τῆς Ἁγίας εἰς τὸ Μοναστήριον, ἐβλέπετο ἡ Μάρτυς κατὰ τὸ μεσονύκτιον, παροῦσα μαζὶ μὲ τὰς ἄλλας ἀδελφὰς καὶ συμψάλλουσα, καὶ ἀναπληροῦσα τὸν τόπον, εἰς τὸν ὁποῖον καὶ ζωντανὴ οὖσα ἐστέκετο, ἕως ὁποῦ ἐγίνετο ἡ εὐχή. Μίαν φορὰν δέ, ἠθέλησεν ἡ Βρυαίνη διὰ νὰ τὴν πιάσῃ, καὶ εὐθὺς ἔγινεν ἄφαντος. Ὁ δὲ Λυσίμαχος, βαρεῖαν συμφορὰν ἐνόμισε τὸ μαρτύριον τῆς Ἁγίας: ἕνα μέν, διατὶ ἐκατάγετο ἀπὸ μητέρα Χριστιανήν, καὶ ἄλλο δέ, διατὶ ὁ θεῖός του Σελῆνος, ἔδειξε μεγάλην ἀπανθρωπίαν καὶ ὠμότητα εἰς τὴν Μάρτυρα. Διέφθειρε γὰρ τὸ τῆς νέας παρθένου κάλλος, τὸ ὁποῖον ἦτον σχεδὸν ὑπὲρ ἄνθρωπον. Ὅθεν ἀπὸ τὴν λύπην καὶ πικρίαν τῆς ψυχῆς του, τότε μέν, δὲν ἔφαγε ψωμί, ἀλλὰ ἐθρήνησε καὶ ἔκλαυσε πικρῶς τὸν θάνατον τῆς Ἁγίας. Ὕστερον δέ, ἐπίστευσεν εἰς τὸν Χριστὸν μαζὶ μὲ τὸν Πρίμον, καὶ ἔλαβεν ὁμοῦ μὲ ἐκεῖνον τὸ Ἅγιον Βάπτισμα. Ὁ δὲ Σελῆνος ἔξω φρενῶν γενόμενος, ἐθεώρησεν εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ ἐμούγγρισεν ὡσὰν βόδι. Ἔπειτα κτυπήσας τὴν κεφαλήν του εἰς μίαν κολόναν, κακῶς ὁ κακὸς τὴν ψυχήν του ἀπέρριψε. Τελεῖται δὲ ἡ τῆς Ἁγίας Σύναξις, καὶ ἑορτή, εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Προφήτου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου, τὸν εὑρισκόμενον εἰς τὴν Ὀξεῖαν. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτῆς, ὅρα εἰς τὴν Καλοκαιρινήν (1).)
(1) Ὁ δὲ ἑλληνικὸς Βίος αὐτῆς σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἐγένετο ἐν ταῖς ἡμέραις Διοκλητιανοῦ».
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ὀρεντίου καὶ τῶν ἓξ γνησίων αὐτοῦ ἀδελφῶν, Φαρνακίου, Ἔρωτος, Φίρμου, Φιρμίνου, Κυριακοῦ, καὶ Λογγίνου.
Εἰς τὸν Ὀρέντιον.
Ἐκδὺς θαλάσσης ζῶν Ὀρέντιος βάθους,
Ἐν γῇ τελευτᾷ καὶ πρὸς Οὐρανὸν τρέχει.
Εἰς τὸν Φαρνάκιον.
Ἄρας ὁ Φαρνάκιος ἐκ γῆς πηλίνης,
Ἀνῆλθεν εἰς ἔδαφος οἴκου Κυρίου.
Εἰς τὸν Ἔρωτα.
Ἐρῶν ὑπῆρχεν Οὐρανῶν κάλλους Ἔρως,
Πρὸς οὓς μεταστὰς ὥσπερ ἤρα χαιρέτω.
Εἰς τὸν Φίρμον καὶ Φιρμῖνον.
Θρόνοι νοητοὶ Φιρμῖνός τε καὶ Φίρμος,
Οἷς ἐγκάθηται Βασιλεὺς τῶν Ἀγγέλων.
Εἰς τὸν Κυριακὸν καὶ Λογγῖνον.
Κυριακὸν Λογγῖνον ὡς ἰσαγγέλους,
Θεὸς τίθησιν ἰσοτίμους Ἀγγέλοις.
Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἑπτὰ ἀδελφοί, ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ ἐν ἔτει τα΄ [301], καταγόμενοι μέν, ἀπὸ τὴν Ἀνατολήν, συναριθμημένοι δέ, μὲ διακοσίους Τήρωνας, ἤγουν νεοσυλλέκτους στρατιώτας, ὑποκάτω εἰς τὸν κουβικουλάριον Ῥόδωνα, ἐν τῇ πόλει τῆς Ἀντιοχείας· οἱ ὁποῖοι αὐτοὶ ἐπῆγαν εἰς τὰ μέρη τῆς Θρᾴκης, καὶ ἐτάχθησαν εἰς ἕνα τάγμα, τὸ ὁποῖον ὠνομάζετο Λεγέανδρον. Ἐπειδὴ δὲ κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους ἔκαμαν ἐπανάστασιν οἱ Σκύθαι, καὶ διαπεράσαντες τὸν Δούναβιν ποταμόν, ἐκούρσευον τὴν Θρᾴκην, διὰ τοῦτο ἀφ’ οὗ ἐτελεύτησεν ὁ Διοκλητιανός, καὶ ἐκράτησε τὴν βασιλείαν ὁ Μαξιμιανὸς ἐν τῇ Ἀνατολῇ, εὑρίσκετο εἰς φροντίδα καὶ ἀπορίαν ὁ αὐτὸς Μαξιμιανός, καὶ μάλιστα, διατὶ ὁ πρῶτος τῶν Σκυθῶν Μαραθὼμ ὀνομαζόμενος, ὁ ὁποῖος ὑπερεῖχε τοὺς ἄλλους κατὰ τὸ μεγαλεῖον τοῦ σώματος, καὶ κατὰ τὸ κάλλος, καὶ τὴν ἀνδρίαν, καὶ ἐζήτει τὸν Μαξιμιανόν, ἢ κᾀνένα ἄλλον ἄνθρωπον διὰ νὰ μονομαχήσῃ μὲ αὐτόν, καὶ ὅποιος ἀπὸ τοὺς δύω ἤθελε νικήσῃ, εἰς ἐκεῖνον νὰ δίδουν οἱ ἄλλοι τὰ νικητήρια, καὶ νὰ ὑποτάσσωνται εἰς αὐτόν. Διὰ ταῦτα, λέγω, εὑρίσκετο ὁ Μαξιμιανὸς εἰς πολλὴν ἀπορίαν, ἐπειδὴ καὶ κᾀνένας ἀπὸ τοὺς Ῥωμαίους, δὲν ἐθαρροῦσε νὰ ἀντισταθῇ καὶ νὰ μονομαχήσῃ μὲ τὸν βάρβαρον καὶ ἀνδρειωμένον Μαραθώμ. Ὅθεν ὁ Ἅγιος Ὀρέντιος μὲ τὴν κοινὴν γνώμην πάντων, ἐδιαλέχθη νὰ μονομαχήσῃ μὲ ἐκεῖνον, διατὶ ἦτον καὶ φύσει ἀνδρεῖος, καὶ εἰς τοὺς πολέμους ἔμπειρος, καὶ εἰς τὸ νὰ νικᾷ ἐπιτήδειος, διὰ τὴν εὐστροφίαν καὶ ὀγλιγωράδα τοῦ σώματός του. Εὐγῆκε λοιπὸν ὁ Ἅγιος εἰς τὸ στάδιον, καὶ ἀντιπαρετάχθη μὲ τὸν Μαραθώμ, καὶ κτυπήσας αὐτὸν μὲ τὸ κοντάρι του, ἀπέκοψε τὴν κεφαλήν του, καὶ ἔφερεν αὐτὴν εἰς τὸν βασιλέα, καὶ οὕτως ἐποίησε νίκην καὶ τρόπαιον.
Ὁ δὲ βασιλεὺς θαυμάσας τὸν Ἅγιον, καὶ ἐπαινέσας τὴν ἀνδραγαθίαν του, ἐπρόσφερε εἰς τὰ εἴδωλα θυσίας διὰ τὴν νίκην ταύτην. Ὁ δὲ Ἅγιος παρασταθεὶς ἔμπροσθεν τοῦ βασιλέως, ὡμολόγει, ὅτι μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Χριστοῦ ἐνίκησε τὸν ὑπερήφανον Σκύθην, καὶ ὄχι μὲ τὴν βοήθειαν τῶν ψευδωνύμων θεῶν. Πλὴν τότε μέν, συνεχώρησεν ὁ βασιλεὺς τὸν Ἅγιον νὰ ἀπολαμβάνῃ τὰς βασιλικὰς τιμάς, ἐντραπεὶς τὸ μεγαλεῖον τῆς ἀνδραγαθίας του, ἐχάρισε δὲ εἰς αὐτόν, καὶ τὴν πολυτελῆ καὶ πολυτάλαντον ζώνην τοῦ φονευθέντος βαρβάρου. Ὕστερον δέ, ἐπειδὴ ἐσυμβούλευε τὸν Ἅγιον καὶ δὲν ἐδυνήθη νὰ τὸν καταπείσῃ, ἵνα ἀρνηθῇ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, διὰ τοῦτο ἔστειλεν αὐτὸν μαζὶ μὲ τοὺς ἕξι ἀδελφούς του εἰς τὴν πόλιν τῶν Σατάλων τὴν ἐν τῇ Ἁρμενίᾳ εὑρισκομένην, γράψας καὶ εἰς τὸν ἐκεῖ δοῦκα, ὅτι εἰ μὲν οἱ Ἅγιοι τιμωρούμενοι πεισθῶσι νὰ θυσιάσουν εἰς τοὺς θεούς, νὰ στείλῃ αὐτοὺς ὀπίσω. Εἰ δὲ καὶ δὲν πεισθοῦν, νὰ στείλῃ αὐτοὺς ἐξορίστους εἰς τὰς χώρας τῆς Ἀβασγίας, καὶ τῆς Ζηκχίας, ἤτοι τῆς νῦν λεγομένης Τζερκεζίας. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἐξετασθέντες ἀπὸ τὸν δοῦκα, δὲν ἐπείσθησαν νὰ θυσιάσουν εἰς τὰ εἴδωλα, ἀλλὰ ἐστάθησαν στερεοὶ εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, διὰ τοῦτο κατὰ τὴν προσταγὴν τοῦ βασιλέως, ἐξωρίσθησαν οἱ Ἅγιοι εἰς τὰς ἀνωτέρω χώρας. Καὶ ὁ μὲν πρῶτος τῶν ἀδελφῶν Ἔρως, ἀπῆλθε πρὸς Θεόν, ὅταν ἔφθασαν εἰς ἕνα τόπον καλούμενον καινὴν Παρεμβολήν, κατὰ τὴν εἰκοστὴν δευτέραν τοῦ παρόντος μηνός. Ὁ δὲ Ἅγιος Ὀρέντιος ἔλαβε τὸ μακάριον τέλος, ὅταν ἔφθασεν εἰς τόπον καλούμενον Ῥίζιον, πέτραν γὰρ δέσαντες οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τὸν λαιμόν του, ἔρριψαν αὐτὸν εἰς τὴν θάλασσαν. Ἐπιφανεὶς δὲ ὁ Ἄγγελος Ῥαφαήλ, ἐκούφισεν αὐτὸν καὶ τὸν εὔγαλεν ἀπὸ τὴν θάλασσαν εἰς τὴν στερεὰν ἀβλαβῆ, καὶ ἔστησεν αὐτὸν ἐπάνω εἰς μίαν πέτραν, εἰς τὴν ὁποίαν προσευχηθείς, ἀφῆκε τὸ πνεῦμά του εἰς τὸν Θεόν, καὶ ἐκεῖ ἐτάφη, κατὰ τὴν εἰκοστὴν τετάρτην τοῦ παρόντος μηνός. Ὁ δὲ Ἅγιος Φαρνάκιος, πηγαίνωντας εἰς τόπον ὀνομαζόμενον Κορδόλη, ἀπῆλθε πρὸς Κύριον, κατὰ τὴν τρίτην τοῦ Ἰουλίου. Ὁ δὲ Φίρμος καὶ Φιρμῖνος φθάσαντες τὴν Ἄψαρον, ἐκεῖ ἐτελείωσαν τὴν πρόσκαιρον ταύτην ζωήν, κατὰ τὴν ἑβδόμην τοῦ Ἰουλίου. Ὁ δὲ Ἅγιος Κυριακὸς πηγαίνωντας εἰς τὴν χώραν τῶν Λαζῶν, εἰς τόπον λεγόμενον Ζυγάνεως, ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ, κατὰ τὴν δεκάτην τετάρτην τοῦ Ἰουλίου. Ὁ δὲ μακάριος Λογγῖνος, εἰς καιρὸν ὁποῦ ἐπήγαινε διὰ θαλάσσης ἀπὸ τῆς Ζυγάνεως εἰς τὴν Λιβυκήν, ἠκολούθησε μεγάλη φουρτοῦνα εἰς τὸν δρόμον, ὅθεν προσευχηθείς, παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ, καὶ ἐνταφιάσθη εἰς τὴν Πιτυοῦντα, ἀφ’ οὗ μετὰ τέσσαρας ἡμέρας ἐπῆγε τὸ καράβι ἐκεῖ καὶ ἄραξεν.
*
Ἡ ἀνάμνησις τῆς ὑπὲρ λόγον καὶ πᾶσαν ἐλπίδα δοθείσης ἡμῖν βοηθείας, παρὰ τοῦ Μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, διὰ τῶν πρεσβειῶν τῆς ἀσπόρως αὐτὸν τεκούσης Παναχράντου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας, κατὰ τῶν διὰ γῆς τε καὶ θαλάσσης κυκλωσάντων τὴν καθ’ ἡμᾶς βασιλίδα τῶν πόλεων ἀθέων Σαρακηνῶν, καὶ πανωλεθρίᾳ παραδοθέντων, καὶ τελείῳ ἀφανισμῷ. (Ὅρα περὶ τούτου εἰς τὴν δεκάτην πέμπτην τοῦ Αὐγούστου, καὶ εἰς τὴν ἑνδεκάτην Μαΐου, ἐν τῇ ὑποσημειώσει τῶν γενεθλίων τῆς Κωνσταντινουπόλεως.)
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων Ὁσιομαρτύρων Λεωνίδος, Λιβύης, καὶ Εὐτροπίας, τῆς μέν, διὰ πυρός, τῶν δέ, διὰ ξίφους τελειωθεισῶν.
Εἰς τὴν Λεωνίδα.
Πηδᾷ Λεωνὶς εἰς τὸ πῦρ τῆς καμίνου,
Ὡς εἰς τροφὴν λέαινα πεινῶσα σφόδρα.
Εἰς τὴν Λιβύην.
Κομμωτικόν τι βάμμα νύμφη Κυρίου,
Βάπτῃ Λιβύη δοῦσα τὴν δέριν ξίφει.
Εἰς τὴν Εὐτροπίαν.
Ὁ κόσμον αὐχῶν νοσσιᾶς συσχεῖν δίκην,
Ὑπ’ Εὐτροπίας παίζεται τετμημένης.
*
Ὁ Ὅσιος Σίμων, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (2).
Σορὸς Σίμωνι σαρκός ἐστιν ἑστία,
Πόλος δὲ τούτῳ πνεύματος κατοικία.
(2) Ὁ Ὅσιος οὗτος Σίμων, δὲν ἠγάπα νὰ ἀποκτήσῃ φιλίας τῶν μεγάλων ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἐποίει κάθε τρόπον διὰ νὰ ἐξουθενωθῇ ἀπὸ αὐτούς. Ὅθεν γράφει περὶ αὐτοῦ ὁ Εὐεργετινὸς ἐν σελ. 703, ὅτι μίαν φορὰν ἐπῆγεν εἰς αὐτὸν ὁ τοῦ τόπου ἄρχων, θέλωντας διὰ νὰ τὸν ἰδῇ. Ὁ δὲ Σίμων, μαθὼν πῶς ὁ ἄρχων ἔρχεται, ἐπῆρε τὴν ζώνην του, καὶ ἐπῆγε διὰ νὰ καθαρίσῃ ἕνα φοίνικα. Οἱ δὲ ἄνθρωποι τοῦ ἄρχοντος, βλέποντες αὐτὸν καθαρίζοντα τὸν φοίνικα, εἶπον αὐτῷ. Γέρων, ποῦ εἶναι ὁ ἀναχωρητής; Ὁ Ὅσιος ἀπεκρίθη. Δὲν εἶναι ἐδῶ ἀναχωρητής. Οἱ δὲ ἀκούσαντες, ἀνεχώρησαν.
Ἄλλοτε πάλιν ἦλθεν ἄλλος ἄρχων διὰ νὰ ἰδῇ αὐτόν. Ἐπρόφθασαν δὲ οἱ Κληρικοὶ καὶ εἶπον αὐτῷ. Ἀββᾶ ἑτοίμασον, ὅτι ὁ ἄρχων ἀκούωντας περὶ σοῦ, ἔρχεται διὰ νὰ εὐλογηθῇ ἀπὸ λόγου σου. Ὁ δὲ Ὅσιος ἀπεκρίθη. Ναί, ἐγὼ ἑτοιμάζω τὸν ἑαυτόν μου. Φορέσας λοιπὸν τὸ κεντώνιόν του, ἤτοι τὸ παλαιὸν φόρεμά του, τὸ μὲ πολλὰ κεντήματα καὶ μπαλώματα ἐρραμμένον, καὶ πέρνωντας εἰς τὸ χέρι του ψωμὶ καὶ τυρί, ἐπῆγε καὶ ἐκάθισεν εἰς τὴν πόρταν τοῦ κελλίου του καὶ ἔτρωγεν. Ὁ δὲ ἄρχων μὲ τοὺς ἀνθρώπους του, βλέποντες αὐτὸν τρώγοντα, τὸν ἐξευτέλισαν, λέγοντες. Ἐτοῦτος εἶναι ὁ περίφημος ἀναχωρητὴς ὁποῦ ἠκούομεν; Καὶ εὐθὺς ἀνεχώρησαν.
*
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος, ὁ κτίτωρ τῆς ἐν τῷ ὄρει τοῦ Ἄθω Ἱερᾶς καὶ Κοινοβιακῆς Μονῆς τοῦ τιμίου Προδρόμου, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (3).
Κτίτωρ Μονῆς σὺ τοῦ μεγίστου Προδρόμου,
Δειχθεὶς ἐνοικεῖς νῦν Μοναῖς ταῖς τοῦ πόλου.
(3) Τὸν Βίον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸν Νέον Παράδεισον· ἡ δὲ ᾀσματικὴ τούτου Ἀκολουθία εὑρίσκεται ἐν τῇ ὑπ’ αὐτοῦ κτισθείσῃ Ἱερᾷ Μονῇ τοῦ Προδρόμου.
*
Ὁ Ὅσιος καὶ πνευματοφόρος Δομέτιος, ὁ φίλος καὶ συνασκητὴς τοῦ ῥηθέντος Ἁγίου Διονυσίου, ὁ καὶ ποιμὴν καὶ ἡγούμενος χρηματίσας τῆς αὐτῆς κοινοβιακῆς Μονῆς τοῦ Διονυσίου, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Δόμους παρελθὼν τοὺς κάτω Δομέτιος,
Ἀνακτόροις νῦν ἐγχορεύει τοῖς ἄνω.
*
Τοῦ Ἁγίου νέου Ὁσιομάρτυρος Προκοπίου ἀθλήσαντος ἐν ἔτει ͵αωι΄ [1810] (4).
(4) Τὸ Μαρτύριον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Νέον Λειμωνάριον.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Των Αγίων Φευρωνίας, Ορεντίου, Λεωνίδος, Λιβύης, Ευτροπίας, Σίμωνος, Διονυσίου, Δομετίου κ.ά.