Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου20 Μαρτίου

Των Αγίων Αββάδων των εν τη Μονή του Αγίου Σάββα αναιρεθέντων, επτά γυναικών Μαρτύρων των εν Αμινσώ, Νικήτα Επισκόπου Απολλωνιάδος κ.ά.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Όσιοι Αββάδες ΣαββαΐτεςΤω αυτώ μηνί Κ’, μνήμη των Οσίων Αββάδων, ήτοι Πατέρων των εν τη Μονή του Αγίου Σάββα αναιρεθέντων υπό των βαρβάρων, των λεγομένων Μαύρων.

Διπλούς στεφάνους χειρός εκ του Κυρίου,
Πόνων χάριν δέχεσθε και των αιμάτων.

Εικάδι Αββάδες εκ χθονός Ουρανόν ήλυθον ευρύν.

Ούτοι οι Όσιοι Αββάδες συναθροισθέντες από διαφόρους τόπους, ησύχαζαν μέσα εις το Μοναστήριον του Αγίου Σάββα, δουλεύοντες τον Θεόν με ενάρετον πολιτείαν, και με πολλήν κακουχίαν και άσκησιν. Αλλ’ ο φθονερός και μισόκαλος Διάβολος, ο πάντοτε φθονών τους εναρέτους, εκίνησε κατά των Οσίων τούτων τους αθέους Αιθίοπας, τους καλουμένους Μαύρους ή Μώρους, οι οποίοι ελπίζοντες, ότι θέλουν εύρουν άσπρα και πλούτον, επήγαν εις το Μοναστήριον του Αγίου Σάββα. Επειδή δε ερευνήσαντες, δεν ευρήκαν άσπρα να πάρουν, καθώς ήλπιζαν, δια τούτο έχυσαν τον θυμόν τους οι αιμοβόροι κατ’ επάνω των εκείσε Αγίων Πατέρων. Και άλλους μεν από αυτούς απεκεφάλισαν. Άλλους δε κατέκοψαν εις λεπτά. Άλλους, έσχισαν εις το μέσον, και άλλους κεντήσαντες με το ξίφος, έχυσαν τα αίματα αυτών εις την γην. Οι δε Όσιοι ευχαριστούντες, παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού, και απέλαβον την αιώνιον και μακαρίαν ζωήν της Βασιλείας των Ουρανών, δια την οποίαν υπέμειναν, και τους προτέρους αγώνας της ασκήσεως, και τα υστερινά βάσανα της αθλήσεως (1).

(1) Περί των Αββάδων τούτων των φονευθέντων γράφει ο Δοσίθεος, σελ. 535 της Δωδεκαβίβλου, ότι ήτον εις τον αριθμόν τεσσαράκοντα τέσσαρες. Αφ’ ου δε ούτοι εφονεύθησαν υπό των βαρβάρων, αφέθησαν τα σώματά των άταφα, εδώ και εκεί ερριμμένα. Τα οποία βλέπωντας ο Αββάς Νικομήδης, ενεβριμήσατο και ετάραξεν εαυτόν, και είπε το του Ησαΐου εκείνο· «Άνδρες δίκαιοι αίρονται, και ουδείς κατανοεί. Από γαρ προσώπου αδικίας ήρται ο δίκαιος· έσται εν ειρήνη η ταφή αυτού· ήρται εκ μέσου» (Ησ. ν’ [= νζ’, 1]). Και πάλιν εβόησε τα του Σολομώντος· «Οι δε εισιν εν ειρήνη· και γαρ εν όψει ανθρώπων εάν κολασθώσιν, η ελπίς αυτών αθανασίας πλήρης· και ολίγα παιδευθέντες, μεγάλα ευεργετηθήσονται· ότι ο Θεός επείρασεν αυτούς, και εύρεν αυτούς αξίους εαυτού» (Σοφ. γ’, 3). Ήλθε δε και ο τότε Ιεροσολύμων Μόδεστος και αυτός αγιώτατος ων Αββάς, και ως είδεν έρημα τα κελλία όλα, δεν εδύνετο να κρατήση τα δάκρυα. Έδραμε δε και κατησπάζετο τα ιερώτατα λείψανα των Οσίων Πατέρων.

Γράφει δε περί αυτών και ο Όσιος Αντίοχος ο Παλαιστινός, προς Ευστάθιον ηγούμενον Μονής της Ατταλικής. Η δε Βίβλος αυτού ούτως επιγράφεται, Πανδέκτη Βίβλος, έχουσα κεφάλαια διάφορα εκατόν τριάκοντα, του Μοναχού Αντιόχου της Λαύρας του Αγίου Σάββα. Ταύτης γαρ είχε τότε αυτός την επιστασίαν. (Λαύρας δε ονομάζουσιν οι ημέτεροι, τα μεγάλα και πολυάνθρωπα Μοναστήρια μεταφορικώς, από της Λαύρας, ήτοι της ενδομύχου καύσεως, ή από του λίαν αύρας έχειν, ήτοι πολλάς πνοάς, δια τους εν αυτοίς πολλούς ανθρώπους. Ο δε Βαρίνος την Λαύραν ετυμολογεί, από του λαόν ρέειν δι’ αυτής.) Ούτος λέγω γράφει περί των Πατέρων τούτων, ότι προ οκτώ ημερών της αλώσεως των Ιεροσολύμων, έπαθον τα δεινά μαρτύρια από τους βαρβάρους κατά τους χρόνους Ηρακλείου του βασιλέως εν έτει 610. Δεν ηξεύρει δε, πώς να ονομάση τους φονευθέντας ο Αντίοχος, λέγων· «Απορώ πότερον χρη αυτούς ονομάσαι, Αγγέλους ή ανθρώπους; Εξ απαλών γαρ ονύχων έλαβον τον γλυκύν ζυγόν του Κυρίου. Και οι πλείονες ήτον πλήρεις ημερών, ταπεινοί, πράοι, τίμιοι, άμεμπτοι, ευλαβείς, αλλότριοι πάσης κακουργίας και μέμψεως. Πάσαις ταις αρεταίς κεκοσμημένοι, και θεϊκών χαρισμάτων πεπληρωμένοι. Τινές δε ήτον υπέρ τα εκατόν έτη. Δεν εξήρχοντο από την Λαύραν, ούτε εις το κάστρον (των Ιεροσολύμων) απήρχοντο. Όντως ουράνιοι άνθρωποι, και επίγειοι Άγγελοι. Ισμαηλίται δε ήτον οι αυτούς φονεύσαντες. Όταν δε επλησίασαν εις την Λαύραν, τινές μεν Μοναχοί, έφυγον, τινές δε, έμειναν· όσοι δηλαδή ήτον δυνατώτεροι και νεώτεροι». Άλλοι δε φαίνονται να ήναι ούτοι από τους εορταζομένους κατά την δεκάτην έκτην του Μαΐου, και όρα εκεί.

*

Αγία ΚλαυδίαΤη αυτή ημέρα μνήμη των εν Αμινσώ Αγίων επτά γυναικών Μαρτύρων Αλεξανδρίας, Κλαυδίας, Ευφρασίας, Ματρώνης, Ιουλιανής, Ευφημίας, και Θεοδώρας (2).

Δηλοί γυναικών των πεπυρπολημένων,
Αριθμός επτά παρθένος των παρθένων (3).

Αύται αι Άγιαι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού εν έτει σϞ’ [290], από τον οποίον εκινήθη διωγμός μεγάλος κατά των Χριστιανών. Όθεν κάθε ηλικία των ομολογούντων τον Χριστόν, τόσον ανδρών, όσον και γυναικών, εθανατόνετο με διάφορα βασανιστήρια. Επειδή λοιπόν ο τοιούτος πολυώδυνος διωγμός, εγίνετο και εις την πόλιν της Καππαδοκίας Αμινσόν, η οποία Αμσός και Εμήδ υπό των Τούρκων ονομάζεται, (ο γαρ άρχων αυτής εθανάτονεν απανθρώπως τους εκεί Χριστιανούς): τούτου χάριν και αι επτά Άγιαι Παρθένοι αύται, παρεστάθησαν έμπροσθεν του άρχοντος με παρρησίαν, και τον μεν Χριστόν, ωμολόγησαν Θεόν αληθινόν, τον δε άρχοντα ωνόμασαν απάνθρωπον και θηριώδη και της αληθείας εχθρόν. Όθεν, πρώτον μεν, έγδυσαν αυτάς και έδειραν με ραβδία. Έπειτα δε, απέκοψαν τα βυζία των με μαχαίρια. Μετά ταύτα εκρέμασαν αυτάς και τας εξέσχισαν τόσον πολλά, έως οπού εφάνησαν τα εντόσθιά των. Τελευταίον δε βαλθείσαι μέσα εις κάμινον αναμμένην, παρέδωκαν αι μακάριαι τας ψυχάς των εις χείρας Θεού, παρά του οποίου έλαβον και τους αμαράντους στεφάνους της αθλήσεως.

(2) Εν δε τοις Μηναίοις γράφεται Θεοδοσίας.

(3) Ο επτά αριθμός καλείται παρθένος από τους αριθμητικούς, καθότι αυτός μόνος εντός της δεκάδος, ούτε γεννά άλλον αριθμόν, ούτε γεννάται παρ’ άλλου. Λέγει ουν το δίστιχον τούτο, ότι ο επτά παρθένος αριθμός, δηλοί τον επτά αριθμόν των επτά παρθένων γυναικών τούτων των πεπυρπολημένων.

 

 

 

 

*

Ο Όσιος Πατήρ ημών και Ομολογητής Νικήτας Επίσκοπος Απολλωνιάδος, εν ειρήνη τελειούται.

Υπέρ τύπου σου δεινά Νικήτας φέρων,
Νυν σον πρόσωπον Χριστέ εν πόλω βλέπει.

Ούτος ο εν Αγίοις θεοφόρος Πατήρ ημών και Ομολογητής Νικήτας, ήτον κατά τους καιρούς των εικονομάχων, και εχρημάτισεν Επίσκοπος Απολλωνιάδος, μιας πόλεως της Βιθυνίας, η οποία και Απολλωνία και κοινώς Απολλωνιάδα ονομάζεται, υποκειμένη ποτέ εις τον Μητροπολίτην Νικομηδείας. Ούτος λοιπόν, όχι μόνον εστάθη πιστός και ευλαβής και ορθοδοξότατος, αλλά και προς τούτοις ήτον ελεήμων και συμπαθής, και πολύς μεν, εις την γνώσιν και μάθησιν των Γραφών, περισσότερος δε εις τον λόγον και την ευγλωττίαν. Επειδή δε ηναγκάσθη από τους εικονομάχους να μη προσκυνή την πάνσεπτον εικόνα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και της παναχράντου αυτού Μητρός, και των ιερών και θείων Αγγέλων και πάντων των Αγίων, και εις τούτο δεν επείσθη, τούτου χάριν εξωρίσθη, και πειρασμούς ανυποφόρους εδοκίμασεν ο αοίδιμος, από τους οποίους χαλεπώς ασθενήσας, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, λαβών παρ’ αυτού τον της ομολογίας ακήρατον στέφανον.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Ροδιανός ξίφει τελειούται.

Ο Ροδιανός ως ερυθρόν σοι ρόδον,
Χριστέ προσήχθη τη τομή βεβαμμένος.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Ακύλας ο έπαρχος ξίφει τελειούται.

Άμωμον ιερείον ώφθης Ακύλα,
Τυθείς αμώμω Δεσπότη δια ξίφους.

*

Ο Άγιος Λολλίων, πυγμαίς βαλλόμενος τελειούται.

Ο Λολλίων έστηκε τας πυγμάς φέρων,
Και μη στεναγμόν μη δε μυγμόν εκφέρων.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Εμμανουήλ ξίφει τελειούται.

Ξίφει χεθήτω καν κοτύλη φησί μοι,
Εμμανουήλ πέφυκεν αίματος μία.

*

Άγιος Μύρων ο ΚρηςΟ Άγιος Νεομάρτυς Μύρων ο Κρης, ο μαρτυρήσας εν Κρήτη κατά το ͵αψϞγ’ [1793], αγχόνη τελειούται.

Μύρον νοητόν ωράθης εξ αγχόνης,
Μύρων αθλητά δόξα Κρήτης και κλέος (4).

(4) Το Μαρτύριον αυτού όρα εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Όσιοι Αββάδες ΣαββαΐτεςΤῷ αὐτῷ μηνὶ Κ΄, μνήμη τῶν Ὁσίων Ἀββάδων, ἤτοι Πατέρων τῶν ἐν τῇ Μονῇ τοῦ Ἁγίου Σάββα ἀναιρεθέντων ὑπὸ τῶν βαρβάρων, τῶν λεγομένων Μαύρων.

Διπλοῦς στεφάνους χειρὸς ἐκ τοῦ Κυρίου,
Πόνων χάριν δέχεσθε καὶ τῶν αἱμάτων.

Εἰκάδι Ἀββάδες ἐκ χθονὸς Οὐρανὸν ἤλυθον εὐρύν.

Οὗτοι οἱ Ὅσιοι Ἀββάδες συναθροισθέντες ἀπὸ διαφόρους τόπους, ἡσύχαζαν μέσα εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦ Ἁγίου Σάββα, δουλεύοντες τὸν Θεὸν μὲ ἐνάρετον πολιτείαν, καὶ μὲ πολλὴν κακουχίαν καὶ ἄσκησιν. Ἀλλ’ ὁ φθονερὸς καὶ μισόκαλος Διάβολος, ὁ πάντοτε φθονῶν τοὺς ἐναρέτους, ἐκίνησε κατὰ τῶν Ὁσίων τούτων τοὺς ἀθέους Αἰθίοπας, τοὺς καλουμένους Μαύρους ἢ Μώρους, οἱ ὁποῖοι ἐλπίζοντες, ὅτι θέλουν εὕρουν ἄσπρα καὶ πλοῦτον, ἐπῆγαν εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦ Ἁγίου Σάββα. Ἐπειδὴ δὲ ἐρευνήσαντες, δὲν εὑρῆκαν ἄσπρα νὰ πάρουν, καθὼς ἤλπιζαν, διὰ τοῦτο ἔχυσαν τὸν θυμόν τους οἱ αἱμοβόροι κατ’ ἐπάνω τῶν ἐκεῖσε Ἁγίων Πατέρων. Καὶ ἄλλους μὲν ἀπὸ αὐτοὺς ἀπεκεφάλισαν. Ἄλλους δὲ κατέκοψαν εἰς λεπτά. Ἄλλους, ἔσχισαν εἰς τὸ μέσον, καὶ ἄλλους κεντήσαντες μὲ τὸ ξίφος, ἔχυσαν τὰ αἵματα αὐτῶν εἰς τὴν γῆν. Οἱ δὲ Ὅσιοι εὐχαριστοῦντες, παρέδωκαν τὰς ψυχάς των εἰς χεῖρας Θεοῦ, καὶ ἀπέλαβον τὴν αἰώνιον καὶ μακαρίαν ζωὴν τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, διὰ τὴν ὁποίαν ὑπέμειναν, καὶ τοὺς προτέρους ἀγῶνας τῆς ἀσκήσεως, καὶ τὰ ὑστερινὰ βάσανα τῆς ἀθλήσεως (1).

(1) Περὶ τῶν Ἀββάδων τούτων τῶν φονευθέντων γράφει Δοσίθεος, σελ. 535 τῆς Δωδεκαβίβλου, ὅτι ἦτον εἰς τὸν ἀριθμὸν τεσσαράκοντα τέσσαρες. Ἀφοὗ δὲ οὗτοι ἐφονεύθησαν ὑπὸ τῶν βαρβάρων, ἀφέθησαν τὰ σώματά των ἄταφα, ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ἐρριμμένα. Τὰ ὁποῖα βλέπωντας Ἀββᾶς Νικομήδης, ἐνεβριμήσατο καὶ ἐτάραξεν ἑαυτόν, καὶ εἶπε τὸ τοῦ Ἡσαΐου ἐκεῖνο· «Ἄνδρες δίκαιοι αἴρονται, καὶ οὐδεὶς κατανοεῖ. Ἀπὸ γὰρ προσώπου ἀδικίας ἦρται ὁ δίκαιος· ἔσται ἐν εἰρήνῃ ἡ ταφὴ αὐτοῦ· ἦρται ἐκ μέσου» (Ἡσ. ν΄ [= νζ΄, 1]). Καὶ πάλιν ἐβόησε τὰ τοῦ Σολομῶντος· «Οἱ δέ εἰσιν ἐν εἰρήνῃ· καὶ γὰρ ἐν ὄψει ἀνθρώπων ἐὰν κολασθῶσιν, ἡ ἐλπὶς αὐτῶν ἀθανασίας πλήρης· καὶ ὀλίγα παιδευθέντες, μεγάλα εὐεργετηθήσονται· ὅτι ὁ Θεὸς ἐπείρασεν αὐτούς, καὶ εὗρεν αὐτοὺς ἀξίους ἑαυτοῦ» (Σοφ. γ΄, 3). Ἦλθε δὲ καὶ ὁ τότε Ἱεροσολύμων Μόδεστος καὶ αὐτὸς ἁγιώτατος ὢν Ἀββᾶς, καὶ ὡς εἶδεν ἔρημα τὰ κελλία ὅλα, δὲν ἐδύνετο νὰ κρατήσῃ τὰ δάκρυα. Ἔδραμε δὲ καὶ κατησπάζετο τὰ ἱερώτατα λείψανα τῶν Ὁσίων Πατέρων.

Γράφει δὲ περὶ αὐτῶν καὶ ὁ Ὅσιος Ἀντίοχος ὁ Παλαιστινός, πρὸς Εὐστάθιον ἡγούμενον Μονῆς τῆς Ἀτταλικῆς. Ἡ δὲ Βίβλος αὐτοῦ οὕτως ἐπιγράφεται, Πανδέκτη Βίβλος, ἔχουσα κεφάλαια διάφορα ἑκατὸν τριάκοντα, τοῦ Μοναχοῦ Ἀντιόχου τῆς Λαύρας τοῦ Ἁγίου Σάββα. Ταύτης γὰρ εἶχε τότε αὐτὸς τὴν ἐπιστασίαν. (Λαύρας δὲ ὀνομάζουσιν οἱ ἡμέτεροι, τὰ μεγάλα καὶ πολυάνθρωπα Μοναστήρια μεταφορικῶς, ἀπὸ τῆς Λαύρας, ἤτοι τῆς ἐνδομύχου καύσεως, ἢ ἀπὸ τοῦ λίαν αὔρας ἔχειν, ἤτοι πολλὰς πνοάς, διὰ τοὺς ἐν αὐτοῖς πολλοὺς ἀνθρώπους. Ὁ δὲ Βαρῖνος τὴν Λαύραν ἐτυμολογεῖ, ἀπὸ τοῦ λαὸν ῥέειν δι’ αὐτῆς.) Οὗτος λέγω γράφει περὶ τῶν Πατέρων τούτων, ὅτι πρὸ ὀκτὼ ἡμερῶν τῆς ἁλώσεως τῶν Ἱεροσολύμων, ἔπαθον τὰ δεινὰ μαρτύρια ἀπὸ τοὺς βαρβάρους κατὰ τοὺς χρόνους Ἡρακλείου τοῦ βασιλέως ἐν ἔτει 610. Δὲν ἠξεύρει δέ, πῶς νὰ ὀνομάσῃ τοὺς φονευθέντας ὁ Ἀντίοχος, λέγων· «Ἀπορῶ πότερον χρὴ αὐτοὺς ὀνομάσαι, Ἀγγέλους ἢ ἀνθρώπους; Ἐξ ἁπαλῶν γὰρ ὀνύχων ἔλαβον τὸν γλυκὺν ζυγὸν τοῦ Κυρίου. Καὶ οἱ πλείονες ἦτον πλήρεις ἡμερῶν, ταπεινοί, πρᾷοι, τίμιοι, ἄμεμπτοι, εὐλαβεῖς, ἀλλότριοι πάσης κακουργίας καὶ μέμψεως. Πάσαις ταῖς ἀρεταῖς κεκοσμημένοι, καὶ θεϊκῶν χαρισμάτων πεπληρωμένοι. Τινὲς δὲ ἦτον ὑπὲρ τὰ ἑκατὸν ἔτη. Δὲν ἐξήρχοντο ἀπὸ τὴν Λαύραν, οὔτε εἰς τὸ κάστρον (τῶν Ἱεροσολύμων) ἀπήρχοντο. Ὄντως οὐράνιοι ἄνθρωποι, καὶ ἐπίγειοι Ἄγγελοι. Ἰσμαηλῖται δὲ ἦτον οἱ αὐτοὺς φονεύσαντες. Ὅταν δὲ ἐπλησίασαν εἰς τὴν Λαύραν, τινὲς μὲν Μοναχοί, ἔφυγον, τινὲς δέ, ἔμειναν· ὅσοι δηλαδὴ ἦτον δυνατώτεροι καὶ νεώτεροι». Ἄλλοι δὲ φαίνονται νὰ ᾖναι οὗτοι ἀπὸ τοὺς ἑορταζομένους κατὰ τὴν δεκάτην ἕκτην τοῦ Μαΐου, καὶ ὅρα ἐκεῖ.

*

Αγία ΚλαυδίαΤῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν ἐν Ἀμινσῷ Ἁγίων ἑπτὰ γυναικῶν Μαρτύρων Ἀλεξανδρίας, Κλαυδίας, Εὐφρασίας, Ματρώνης, Ἰουλιανῆς, Εὐφημίας, καὶ Θεοδώρας (2).

Δηλοῖ γυναικῶν τῶν πεπυρπολημένων,
Ἀριθμὸς ἑπτὰ παρθένος τῶν παρθένων (3).

Αὗται αἱ Ἅγιαι ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ ἐν ἔτει σϞ΄ [290], ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἐκινήθη διωγμὸς μεγάλος κατὰ τῶν Χριστιανῶν. Ὅθεν κάθε ἡλικία τῶν ὁμολογούντων τὸν Χριστόν, τόσον ἀνδρῶν, ὅσον καὶ γυναικῶν, ἐθανατόνετο μὲ διάφορα βασανιστήρια. Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ τοιοῦτος πολυώδυνος διωγμός, ἐγίνετο καὶ εἰς τὴν πόλιν τῆς Καππαδοκίας Ἀμινσόν, ἡ ὁποία Ἀμσὸς καὶ Ἐμὴδ ὑπὸ τῶν Τούρκων ὀνομάζεται, (ὁ γὰρ ἄρχων αὐτῆς ἐθανάτονεν ἀπανθρώπως τοὺς ἐκεῖ Χριστιανούς): τούτου χάριν καὶ αἱ ἑπτὰ Ἅγιαι Παρθένοι αὗται, παρεστάθησαν ἔμπροσθεν τοῦ ἄρχοντος μὲ παρρησίαν, καὶ τὸν μὲν Χριστόν, ὡμολόγησαν Θεὸν ἀληθινόν, τὸν δὲ ἄρχοντα ὠνόμασαν ἀπάνθρωπον καὶ θηριώδη καὶ τῆς ἀληθείας ἐχθρόν. Ὅθεν, πρῶτον μέν, ἔγδυσαν αὐτὰς καὶ ἔδειραν μὲ ῥαβδία. Ἔπειτα δέ, ἀπέκοψαν τὰ βυζία των μὲ μαχαίρια. Μετὰ ταῦτα ἐκρέμασαν αὐτὰς καὶ τὰς ἐξέσχισαν τόσον πολλά, ἕως ὁποῦ ἐφάνησαν τὰ ἐντόσθιά των. Τελευταῖον δὲ βαλθεῖσαι μέσα εἰς κάμινον ἀναμμένην, παρέδωκαν αἱ μακάριαι τὰς ψυχάς των εἰς χεῖρας Θεοῦ, παρὰ τοῦ ὁποίου ἔλαβον καὶ τοὺς ἀμαράντους στεφάνους τῆς ἀθλήσεως.

(2) Ἐν δὲ τοῖς Μηναίοις γράφεται Θεοδοσίας.

(3) Ὁ ἑπτὰ ἀριθμὸς καλεῖται παρθένος ἀπὸ τοὺς ἀριθμητικούς, καθότι αὐτὸς μόνος ἐντὸς τῆς δεκάδος, οὔτε γεννᾷ ἄλλον ἀριθμόν, οὔτε γεννᾶται παρ’ ἄλλου. Λέγει οὖν τὸ δίστιχον τοῦτο, ὅτι ὁ ἑπτὰ παρθένος ἀριθμός, δηλοῖ τὸν ἑπτὰ ἀριθμὸν τῶν ἑπτὰ παρθένων γυναικῶν τούτων τῶν πεπυρπολημένων.

 

 

 

 

*

Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν καὶ Ὁμολογητὴς Νικήτας Ἐπίσκοπος Ἀπολλωνιάδος, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Ὑπὲρ τύπου σοῦ δεινὰ Νικήτας φέρων,
Νῦν σὸν πρόσωπον Χριστὲ ἐν πόλῳ βλέπει.

Οὗτος ὁ ἐν Ἁγίοις θεοφόρος Πατὴρ ἡμῶν καὶ Ὁμολογητὴς Νικήτας, ἦτον κατὰ τοὺς καιροὺς τῶν εἰκονομάχων, καὶ ἐχρημάτισεν Ἐπίσκοπος Ἀπολλωνιάδος, μιᾶς πόλεως τῆς Βιθυνίας, ἡ ὁποία καὶ Ἀπολλωνία καὶ κοινῶς Ἀπολλωνιάδα ὀνομάζεται, ὑποκειμένη ποτὲ εἰς τὸν Μητροπολίτην Νικομηδείας. Οὗτος λοιπόν, ὄχι μόνον ἐστάθη πιστὸς καὶ εὐλαβὴς καὶ ὀρθοδοξότατος, ἀλλὰ καὶ πρὸς τούτοις ἦτον ἐλεήμων καὶ συμπαθής, καὶ πολὺς μέν, εἰς τὴν γνῶσιν καὶ μάθησιν τῶν Γραφῶν, περισσότερος δὲ εἰς τὸν λόγον καὶ τὴν εὐγλωττίαν. Ἐπειδὴ δὲ ἠναγκάσθη ἀπὸ τοὺς εἰκονομάχους νὰ μὴ προσκυνῇ τὴν πάνσεπτον εἰκόνα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ τῆς παναχράντου αὐτοῦ Μητρός, καὶ τῶν ἱερῶν καὶ θείων Ἀγγέλων καὶ πάντων τῶν Ἁγίων, καὶ εἰς τοῦτο δὲν ἐπείσθη, τούτου χάριν ἐξωρίσθη, καὶ πειρασμοὺς ἀνυποφόρους ἐδοκίμασεν ὁ ἀοίδιμος, ἀπὸ τοὺς ὁποίους χαλεπῶς ἀσθενήσας, παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ, λαβὼν παρ’ αὐτοῦ τὸν τῆς ὁμολογίας ἀκήρατον στέφανον.

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ῥοδιανὸς ξίφει τελειοῦται.

Ὁ Ῥοδιανὸς ὡς ἐρυθρόν σοι ῥόδον,
Χριστὲ προσήχθη τῇ τομῇ βεβαμμένος.

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀκύλας ὁ ἔπαρχος ξίφει τελειοῦται.

Ἄμωμον ἱερεῖον ὤφθης Ἀκύλα,
Τυθεὶς ἀμώμῳ Δεσπότῃ διὰ ξίφους.

*

Ὁ Ἅγιος Λολλίων, πυγμαῖς βαλλόμενος τελειοῦται.

Ὁ Λολλίων ἕστηκε τὰς πυγμὰς φέρων,
Καὶ μὴ στεναγμὸν μὴ δὲ μυγμὸν ἐκφέρων.

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἐμμανουὴλ ξίφει τελειοῦται.

Ξίφει χεθήτω κᾂν κοτύλη φησί μοι,
Ἐμμανουὴλ πέφυκεν αἵματος μία.

*

Άγιος Μύρων ο ΚρηςὉ Ἅγιος Νεομάρτυς Μύρων ὁ Κρής, ὁ μαρτυρήσας ἐν Κρήτῃ κατὰ τὸ ͵αψϞγ΄ [1793], ἀγχόνῃ τελειοῦται.

Μῦρον νοητὸν ὡράθης ἐξ ἀγχόνης,
Μύρων ἀθλητὰ δόξα Κρήτης καὶ κλέος (4).

(4) Τὸ Μαρτύριον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Των Αγίων Αββάδων των εν τη Μονή του Αγίου Σάββα αναιρεθέντων, επτά γυναικών Μαρτύρων των εν Αμινσώ, Νικήτα Επισκόπου Απολλωνιάδος κ.ά.

 

 

 

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.