Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου19 Mαρτίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΙΘ’, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων και συζύγων Χρυσάνθου και Δαρείας.
Καν εκπνέωσι ζώντες εισδύντες βόθρω,
Ζώσι Χρύσανθος εν πόλω και Δαρεία.
Χώσαν συζυγίην δεκάτη ενάτη ομόλεκτρον.
Ούτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Νουμεριανού εν έτει σπδ’ [284]. Και ο μεν Χρύσανθος ήτον υιός ενός συγκλητικού άρχοντος της Αλεξανδρείας, ονόματι Πολέμωνος, η δε Δαρεία εκατάγετο από τας Αθήνας. Επειδή ο Χρύσανθος εκατηχήθη την εις Χριστόν πίστιν από ένα Επίσκοπον, όστις ήτον κεκρυμμένος μέσα εις ένα σπήλαιον, και εβαπτίσθη από αυτόν, δια τούτο εκήρυττε τον Χριστόν. Τούτο δε μαθών ο πατήρ του Αγίου, έκλεισεν αυτόν μέσα εις φυλακήν, και τον ετιμώρει με πολυήμερον πείναν. Επειδή δε ο Άγιος έμεινεν ασάλευτος εις την του Χριστού πίστιν, τούτου χάριν ο πατήρ του έστειλε και επήρεν από τας Αθήνας μίαν κόρην ωραίαν, Δαρείαν ονόματι, ήτις ήτον φιλόσοφος, και αναγκάζει τον υιόν του Χρύσανθον να λάβη αυτήν γυναίκα, με σκοπόν, ίνα δια τον προς αυτήν έρωτα, μεταβληθή από την πίστιν των Χριστιανών. Ο δε Άγιος βλέπων αυτήν, την εμεταχειρίσθη ως αδελφήν και όχι ως γυναίκα. Εσυμφώνησαν γαρ και οι δύω να μένουν παρθένοι έως θανάτου. Όθεν αντί να πείση η Δαρεία τον Χρύσανθον, έπεισεν ο Χρύσανθος την Δαρείαν με τας διδασκαλίας του. Όθεν και αρνηθείσα αυτή την πατρικήν ασέβειαν, επίστευσεν εις τον Χριστόν και εδέχθη το Άγιον Βάπτισμα.
Και λοιπόν εδίδασκον και οι δύω τον λαόν, δια να έχουν σωφροσύνην και καθαρότητα. Οι δε Έλληνες μανθάνοντες, ότι οι Άγιοι πείθουσι τας γυναίκας να αφίνουσι τους άνδρας των, και να νυμφεύωνται με τον Χριστόν, εθυμώθησαν και εδιάβαλαν τους Αγίους εις τον έπαρχον Κελλερίνον. Ο δε έπαρχος παρέδωκεν αυτούς εις τον τριβούνον Κλαύδιον. Ο δε Κλαύδιος εκβαλών τους Αγίους έξω της πόλεως, ετιμώρησεν αυτούς με διάφορα βάσανα. Βλέπωντας δε, πως οι Άγιοι έμειναν αβλαβείς από τα βάσανα, επίστευσεν εις τον Χριστόν αυτός και η γυνή και τα τέκνα του. Όθεν τούτους βασανίσας ο Κελλερίνος ως πιστεύσαντας, εθανάτωσεν αυτούς, καθώς ρηθήσεται κατωτέρω. Τον δε Άγιον Χρύσανθον και Δαρείαν, επρόσταξε και τους έρριψαν μέσα εις ένα λάκκον βορβορώδη, μέσα εις τον οποίον χωσθέντες και καταπατηθέντες, έλαβον οι μακάριοι τους στεφάνους του μαρτυρίου.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Κλαυδίου του Τριβούνου, του τιμωρήσαντος τον Άγιον Χρύσανθον και Δαρείαν.
Φυγών θάλασσαν Κλαύδιος την της πλάνης,
Ένδον θαλάσσης βάλλεται παρά πλάνων.
*
Η Αγία Μάρτυς Ιλαρία, η σύζυγος Κλαυδίου του Τριβούνου, ξίφει τελειούται.
Ιλαρία τμηθείσα την κάραν ξίφει,
Θεού πρόσωπον ιλαρώτατον βλέπει.
*
Οι Άγιοι Μάρτυρες Μαύρος και Ιάσων, οι υιοί Κλαυδίου και Ιλαρίας, ξίφει τελειούνται.
Συν αυταδέλφω τέμνεται Μαύρω κάραν,
Αδελφά τούτω συμφρονήσας Ιάσων.
Ο Άγιος ούτος Κλαύδιος ήτον τριβούνος κατά το αξίωμα ως είπομεν ανωτέρω, και παρέλαβεν από τον έπαρχον Κελλερίνον τον Άγιον Χρύσανθον και Δαρείαν, δια να τιμωρήση αυτούς. Βλέπων δε τους Αγίους, ένα μεν, ότι έμενον αβλαβείς από τα βάσανα και ουδέ σημάδι πληγών εφαίνετο εις τα σώματά των. Και άλλο δε, ότι ο Άγιος Χρύσανθος και μόλον οπού εδέρνετο με ραβδία ακανθώδη, και οι δήμιοι αδυνάτησαν δέρνοντες, αυτός όμως με τόσην χαράν έχαιρεν, ωσάν να έπασχεν άλλος: τούτο, λέγω, το θαυμάσιον βλέπωντας, εγνώρισεν ως φρόνιμος, ότι από την του Θεού δύναμιν τούτο έγινεν. Όθεν επρόσπεσεν εις τα ποδάρια του Αγίου και παρευθύς εβαπτίσθη αυτός και η γυνή του Ιλαρία, και οι δύω υιοί του Μαύρος και Ιάσων, και όλοι οι δούλοι και φίλοι του και οι υποτασσόμενοι αυτώ στρατιώται με όλους τους φίλους των. Τούτο δε μαθών ο βασιλεύς Νουμεριανός, επρόσταξε να δεθή μία πέτρα εις τον λαιμόν του Αγίου Κλαυδίου και να ριφθή εις την θάλασσαν. Όλοι δε οι στρατιώται να βασανισθούν, και όσοι δεν πεισθούν να αρνηθούν τον Χριστόν, εκείνοι να αποκεφαλίζωνται μέσα εις το θέατρον. Και ούτως έλαβε και ο Άγιος Κλαύδιος και οι μετ’ αυτού στρατιώται τους στεφάνους της αθλήσεως. Οι δε υιοί του χωρίς να καλεσθούν, επήγαν μόνοι εις το μαρτύριον, και ομολογήσαντες τον Χριστόν ενώπιον του τυράννου, απεκεφαλίσθησαν, και έλαβον και αυτοί τους στεφάνους του μαρτυρίου. Κοντά δε εις τον τόπον, οπού εθανατώθησαν οι Άγιοι, ήτον ένα σπήλαιον, το οποίον καθαρίσαντες οι εκεί ευρεθέντες Χριστιανοί, ενταφίασαν εις αυτό των Αγίων τα λείψανα. Η δε Αγία Ιλαρία πέρνουσα τα λείψανα των υιών της, ενταφίασεν αυτά εις τόπον ξεχωριστόν, και συχνάκις επήγαινεν εις τους τάφους αυτών. Όθεν πιασθείσα και αυτή από τους απίστους, και τραβιζομένη βιαίως ως Χριστιανή, παρεκάλεσε τους στρατιώτας, οπού την ετράβιζον, δια να την αφήσουν ολίγον. Αφεθείσα λοιπόν, εσήκωσε τας χείρας της εις τον Ουρανόν και επροσευχήθη, προσευχομένη δε, παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού. Τούτο το θαύμα βλέποντες οι δήμιοι, εξεπλάγησαν, και έφυγον από εκεί. Δύω δε δουλεύτριαι της Αγίας, μαθούσαι τον θάνατον της κυρίας των, επήγαν και επήραν το λείψανόν της, και ενταφίασαν αυτό κοντά εις τους τάφους των δύω της υιών.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Παγχάριος ξίφει τελειούται.
Ο Παγχάριος πάσαν ην πλουτών χάριν,
Ον προς τομήν ήλειψεν η Θεού χάρις.
Όταν ο βασιλεύς Διοκλητιανός και Μαξιμιανός εβασίλευον, από τους διακοσίους ογδοήκοντα έξι χρόνους έως εις τους τριακοσίους πέντε, ήτοι εις διάστημα χρόνων ολοκλήρων δεκαεννέα, τότε όλη η οικουμένη ήτον γεμάτη από την πλάνην των ειδώλων, και κάθε Χριστιανός, οπού ωμολόγει τον Χριστόν, όχι μόνον υστερείτο την περιουσίαν και τα υπάρχοντά του, αλλά έχανε προς τούτοις και την ιδίαν ζωήν του, αφ’ ου πρότερον εδοκίμαζε πολλά και διάφορα βάσανα. Κατ’ εκείνον λοιπόν τον καιρόν εζούσε και ο του Χριστού ούτος Μάρτυς Παγχάριος, ο οποίος, εκατάγετο μεν από την χώραν των Ουσάνων, εκ της πόλεως της καλουμένης Βιλλαπάτης (1), ήτον δε υιός γονέων Χριστιανών, άνθρωπος υψηλός εις το μέγεθος και ωραίος. Πηγαίνωντας δε εις την Ρώμην, εφιλιώθη με τον Διοκλητιανόν, όθεν έγινε και πρώτος των αρχόντων της Συγκλήτου, και υπερβολικώς ηγαπάτο από τον βασιλέα. Όθεν δια την υπερβολικήν αυτήν αγάπην, οπού είχον ένας εις τον άλλον, αρνήθη φευ! ο Παγχάριος την εις Χριστόν πίστιν, και έγινεν ομόφρων με τον βασιλέα. Όθεν και ο βασιλεύς εδιώρισε να λαμβάνη ο Παγχάριος κάθε χρόνον διάφορα σιτηρέσια από την βασιλείαν, άλλα μεν, με έγγραφον διατύπωσιν, άλλα δε, και με βασιλικήν προσταγήν, ίνα δια τούτων έχη κάθε απόλαυσιν και ανάπαυσιν. Ταύτην την πικράν είδησιν μαθούσα η μακαρία μήτηρ και η αδελφή του Παγχαρίου, έγραψαν εις αυτόν επιστολήν, και εν πρώτοις μεν συνεβούλευον αυτόν να ενθυμηθή τον φόβον του Θεού· έπειτα να ενθυμηθή την φοβεράν κρίσιν του Θεού, εις την οποίαν, όποιος εγνώρισε τον Χριστόν, και παρρησία τον ωμολόγησεν έμπροσθεν εις βασιλείς και άρχοντας, αυτός έχει αντιστρόφως να ομολογηθή παρά του Δεσπότου Χριστού, και να λάβη την επαγγελίαν και απόλαυσιν των αιωνίων αγαθών, καθώς αυτός ηξεύρει ταύτα πολλά καλά. Και εκ του εναντίου, όσοι αθέτησαν και αρνήθησαν την Θεότητα του Χριστού, αυτοί πολλήν καταδίκην έχουν να λάβουν εν τη φοβερά εκείνη ημέρα της κρίσεως, καθώς και τούτο πολλά καλά το ηξεύρει. «Όστις γαρ, φησίν, ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν Ουρανοίς. Όστις δ’ αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι καγώ αυτόν έμπροσθεν του Πατρός μου του εν Ουρανοίς» (Ματ. ι’, 33). Προς τούτοις έγραφον εις αυτόν και το άλλο ρητόν του Κυρίου το λέγον· «Τι ωφελήσει άνθρωπος, εάν τον κόσμον όλον κερδήση, και ζημιωθή την ψυχήν αυτού; ή τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού;» (Μαρ. η’, 36).
Ταύτην την επιστολήν λαβών ο Παγχάριος και διαβάσας, ήλθεν εις αίσθησιν του κακού οπού έπαθε, και άρχισε να θρηνή και να οδύρεται. Όθεν ρίπτωντας τον εαυτόν του εις την γην, ελέησόν με Κύριε Παντοκράτωρ, έλεγεν, ελέησόν με. Και μη με εντροπιάσης τον δούλον σου ενώπιον των Αγγέλων και των ανθρώπων, αλλά σπλαγχνίσου με δια το έλεός σου. Βλέποντες δε αυτόν μερικοί άνθρωποι του παλατίου, έτζι πικρώς κλαίοντα, και τοιαύτα λόγια λέγοντα, το εφανέρωσαν εις τον βασιλέα. Όθεν παραστάντος εις αυτόν του Παγχαρίου, λέγε μοι προσφιλέστατε Παγχάριε, του είπεν ο βασιλεύς, λέγε μοι, μήπως είσαι Ναζωραίος; Ο Άγιος απεκρίθη, ναι Ναζωραίος είμαι, βασιλεύ, και Χριστιανός. Ο βασιλεύς του λέγει, αρνήσου Παγχάριε, το όνομα αυτό δια την εδικήν μου αγάπην. Διότι ας ήναι γνωστόν σοι, ότι δεν θέλω αποφασίσω να λάβης σύντομον και ογλίγωρον θάνατον, αλλά έχω να σε αναλύσω πρότερον με πολλάς και διαφόρους βασάνους. Ο Άγιος απεκρίθη, εγώ μεν ω βασιλεύ, και δια τούτο μόνον οπού έγινα έως τώρα ομόφρων με εσένα, φοβούμαι και φρίττω, ίνα μη πέση φωτία από τον Ουρανόν και με κατακαύση. Από τώρα δε και ύστερα, μη γένοιτο ποτέ να αρνηθώ τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν, καν σήμερον, καν εις πολλούς χρόνους με πολλάς τιμωρίας αναλώσης, ως λέγεις, το σώμα μου.
Τότε προστάζει ο τύραννος να εκδύσουν τον Άγιον και να τον δέρνουν με βούνευρα, καλέσας δε την Σύγκλητον όλην των αρχόντων, λέγει προς αυτούς. Εμάθετε ότι ο Παγχάριος ο Σακελλάριος και Σκρινιάριος της βασιλείας έπεσεν εις την θρησκείαν των Γαλιλαίων; είπατέ μοι λοιπόν, τι να κάμω εις αυτόν; Οι άρχοντες απεκρίθησαν. Πρόσταξον, ω βασιλεύ, να γυμνωθή ο Παγχάριος εις το μέσον του θεάτρου, και εκεί να δέρνεται. Έπειτα απόστειλον αυτόν εις την Νικομήδειαν, προς τον εκεί άρχοντα, δια να τιμωρήση εκείνος αυτόν, ίνα μη και ημείς γένωμεν κοινωνοί του αίματός του, ότι ήτον τόσον πολλά αγαπητός σου. Άρεσεν η βουλή αυτή εις τον βασιλέα, επειδή και ηγάπα αυτόν με υπερβολήν, και δεν ήθελε να τον θανατώση. Όθεν παραστήσαντες τον Άγιον εις το θέατρον, έδειραν αυτόν δυνατά. Τότε ο βασιλεύς παραδώσας τον Μάρτυρα εις τους στρατιώτας, έστειλεν έγγραφον επιστολήν εις τον άρχοντα της Νικομηδείας, με την οποίαν τον επρόσταζε να δώση πολυειδή θάνατον εις τον Άγιον.
Αφ’ ου δε έφθασεν ο Άγιος εις την Νικομήδειαν, και επαραστάθη εις τον άρχοντα, αναγκάζετο παρ’ εκείνου να αποκριθή, όθεν απεκρίθη ταύτα. Ιδού από την βασιλικήν προσταγήν εγνώρισες, πως εγώ είμαι Χριστιανός, και λοιπόν κάμε επιμελώς και χωρίς εντροπήν εκείνο, οπού σοι φαίνεται. Ο άρχων είπε, πώς λέγεται το όνομά σου. Και ο Μάρτυς, Παγχάριος μεν είναι το όνομά μου, Χριστιανός δε είμαι από τους προγόνους μου, και επειδή ενικήθηκα από την απάτην του βασιλέως, και έγινα ομόφρων αυτού, κακώς και ανοήτως τούτο ποιήσας, δια τούτο τώρα συν Θεώ, εδιορθώθηκα από την μητέρα και αδελφήν μου, και επρόστρεξα εις τον Χριστόν και Θεόν μου. Όθεν σπουδάζω να αποθάνω δια το όνομά του, ίνα με την καλήν ομολογίαν ταύτην και θάνατόν μου, εξαλείψω την άρνησιν, την οποίαν κακώς εποίησα.
Ο άρχων είπεν, άφες αυτά και κάμε την προσταγήν του βασιλέως, και μη θελήσης να απολέσης το μνημόσυνόν σου από την γην, εσύ οπού είσαι τοιούτος εύμορφος και ωραιότατος άνθρωπος. Ο Άγιος απεκρίθη, η απώλεια αύτη, οπού λέγεις, είναι μεν προσωρινή, προξενεί όμως ζωήν αιώνιον εις εκείνους, οπού δια την αγάπην του Χριστού την υπομείνουν. Τέλος πάντων, βλέπων ο άρχων το αμετάθετον της γνώμης του Μάρτυρος, έδωκε κατ’ αυτού την του θανάτου απόφασιν. Όθεν προσευχηθείς ο του Χριστού αθλητής απεκεφαλίσθη εν Νικομηδεία, και ούτως έλαβεν ο αοίδιμος του μαρτυρίου τον στέφανον.
(1) Η Βιλλαπάτη, ίσως είναι η Βίλλα, η εν Γερμανία ευρισκομένη, εν δε τω χειρογράφω Συναξαριστή γράφεται, Βιθλαπάτη.
*
Οι Άγιοι Μάρτυρες Διόδωρος ο Πρεσβύτερος, και Μαριανός ο Διάκονος, σπηλαίω εγκλεισθέντες, τελειούνται.
Ως βήμα το σπήλαιον. Ένδον γαρ φέρει,
Θύτην τε Χριστού, και συν αυτώ λευΐτην.
*
Ο Άγιος Νεομάρτυς Δημήτριος ο Τορναράς, ο μαρτυρήσας εν έτει ͵αφξδ’ [1564], ξίφει τελειούται.
Δημήτριος δους την κεφαλήν λαμβάνει,
Στέφη άπειρα χειρός εκ του Κυρίου (2).
(2) Το Μαρτύριον αυτού όρα εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΘ΄, μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων καὶ συζύγων Χρυσάνθου καὶ Δαρείας.
Κᾂν ἐκπνέωσι ζῶντες εἰσδύντες βόθρῳ,
Ζῶσι Χρύσανθος ἐν πόλῳ καὶ Δαρεία.
Χῶσαν συζυγίην δεκάτῃ ἐνάτῃ ὁμόλεκτρον.
Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Νουμεριανοῦ ἐν ἔτει σπδ΄ [284]. Καὶ ὁ μὲν Χρύσανθος ἦτον υἱὸς ἑνὸς συγκλητικοῦ ἄρχοντος τῆς Ἀλεξανδρείας, ὀνόματι Πολέμωνος, ἡ δὲ Δαρεία ἐκατάγετο ἀπὸ τὰς Ἀθήνας. Ἐπειδὴ ὁ Χρύσανθος ἐκατηχήθη τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν ἀπὸ ἕνα Ἐπίσκοπον, ὅστις ἦτον κεκρυμμένος μέσα εἰς ἕνα σπήλαιον, καὶ ἐβαπτίσθη ἀπὸ αὐτόν, διὰ τοῦτο ἐκήρυττε τὸν Χριστόν. Τοῦτο δὲ μαθὼν ὁ πατὴρ τοῦ Ἁγίου, ἔκλεισεν αὐτὸν μέσα εἰς φυλακήν, καὶ τὸν ἐτιμώρει μὲ πολυήμερον πεῖναν. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἅγιος ἔμεινεν ἀσάλευτος εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν, τούτου χάριν ὁ πατήρ του ἔστειλε καὶ ἐπῆρεν ἀπὸ τὰς Ἀθήνας μίαν κόρην ὡραίαν, Δαρείαν ὀνόματι, ἥτις ἦτον φιλόσοφος, καὶ ἀναγκάζει τὸν υἱόν του Χρύσανθον νὰ λάβῃ αὐτὴν γυναῖκα, μὲ σκοπόν, ἵνα διὰ τὸν πρὸς αὐτὴν ἔρωτα, μεταβληθῇ ἀπὸ τὴν πίστιν τῶν Χριστιανῶν. Ὁ δὲ Ἅγιος βλέπων αὐτήν, τὴν ἐμεταχειρίσθη ὡς ἀδελφὴν καὶ ὄχι ὡς γυναῖκα. Ἐσυμφώνησαν γὰρ καὶ οἱ δύω νὰ μένουν παρθένοι ἕως θανάτου. Ὅθεν ἀντὶ νὰ πείσῃ ἡ Δαρεία τὸν Χρύσανθον, ἔπεισεν ὁ Χρύσανθος τὴν Δαρείαν μὲ τὰς διδασκαλίας του. Ὅθεν καὶ ἀρνηθεῖσα αὐτὴ τὴν πατρικὴν ἀσέβειαν, ἐπίστευσεν εἰς τὸν Χριστὸν καὶ ἐδέχθη τὸ Ἅγιον Βάπτισμα.
Καὶ λοιπὸν ἐδίδασκον καὶ οἱ δύω τὸν λαόν, διὰ νὰ ἔχουν σωφροσύνην καὶ καθαρότητα. Οἱ δὲ Ἕλληνες μανθάνοντες, ὅτι οἱ Ἅγιοι πείθουσι τὰς γυναῖκας νὰ ἀφίνουσι τοὺς ἄνδρας των, καὶ νὰ νυμφεύωνται μὲ τὸν Χριστόν, ἐθυμώθησαν καὶ ἐδιάβαλαν τοὺς Ἁγίους εἰς τὸν ἔπαρχον Κελλερῖνον. Ὁ δὲ ἔπαρχος παρέδωκεν αὐτοὺς εἰς τὸν τριβοῦνον Κλαύδιον. Ὁ δὲ Κλαύδιος ἐκβαλὼν τοὺς Ἁγίους ἔξω τῆς πόλεως, ἐτιμώρησεν αὐτοὺς μὲ διάφορα βάσανα. Βλέπωντας δέ, πῶς οἱ Ἅγιοι ἔμειναν ἀβλαβεῖς ἀπὸ τὰ βάσανα, ἐπίστευσεν εἰς τὸν Χριστὸν αὐτὸς καὶ ἡ γυνὴ καὶ τὰ τέκνα του. Ὅθεν τούτους βασανίσας ὁ Κελλερῖνος ὡς πιστεύσαντας, ἐθανάτωσεν αὐτούς, καθὼς ῥηθήσεται κατωτέρω. Τὸν δὲ Ἅγιον Χρύσανθον καὶ Δαρείαν, ἐπρόσταξε καὶ τοὺς ἔρριψαν μέσα εἰς ἕνα λάκκον βορβορώδη, μέσα εἰς τὸν ὁποῖον χωσθέντες καὶ καταπατηθέντες, ἔλαβον οἱ μακάριοι τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Κλαυδίου τοῦ Τριβούνου, τοῦ τιμωρήσαντος τὸν Ἅγιον Χρύσανθον καὶ Δαρείαν.
Φυγὼν θάλασσαν Κλαύδιος τὴν τῆς πλάνης,
Ἔνδον θαλάσσης βάλλεται παρὰ πλάνων.
*
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ἱλαρία, ἡ σύζυγος Κλαυδίου τοῦ Τριβούνου, ξίφει τελειοῦται.
Ἱλαρία τμηθεῖσα τὴν κάραν ξίφει,
Θεοῦ πρόσωπον ἱλαρώτατον βλέπει.
*
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Μαῦρος καὶ Ἰάσων, οἱ υἱοὶ Κλαυδίου καὶ Ἱλαρίας, ξίφει τελειοῦνται.
Σὺν αὐταδέλφῳ τέμνεται Μαύρῳ κάραν,
Ἀδελφὰ τούτῳ συμφρονήσας Ἰάσων.
Ὁ Ἅγιος οὗτος Κλαύδιος ἦτον τριβοῦνος κατὰ τὸ ἀξίωμα ὡς εἴπομεν ἀνωτέρω, καὶ παρέλαβεν ἀπὸ τὸν ἔπαρχον Κελλερῖνον τὸν Ἅγιον Χρύσανθον καὶ Δαρείαν, διὰ νὰ τιμωρήσῃ αὐτούς. Βλέπων δὲ τοὺς Ἁγίους, ἕνα μέν, ὅτι ἔμενον ἀβλαβεῖς ἀπὸ τὰ βάσανα καὶ οὐδὲ σημάδι πληγῶν ἐφαίνετο εἰς τὰ σώματά των. Καὶ ἄλλο δέ, ὅτι ὁ Ἅγιος Χρύσανθος καὶ μὅλον ὁποῦ ἐδέρνετο μὲ ῥαβδία ἀκανθώδη, καὶ οἱ δήμιοι ἀδυνάτησαν δέρνοντες, αὐτὸς ὅμως μὲ τόσην χαρὰν ἔχαιρεν, ὡσὰν νὰ ἔπασχεν ἄλλος: τοῦτο, λέγω, τὸ θαυμάσιον βλέπωντας, ἐγνώρισεν ὡς φρόνιμος, ὅτι ἀπὸ τὴν τοῦ Θεοῦ δύναμιν τοῦτο ἔγινεν. Ὅθεν ἐπρόσπεσεν εἰς τὰ ποδάρια τοῦ Ἁγίου καὶ παρευθὺς ἐβαπτίσθη αὐτὸς καὶ ἡ γυνή του Ἱλαρία, καὶ οἱ δύω υἱοί του Μαῦρος καὶ Ἰάσων, καὶ ὅλοι οἱ δοῦλοι καὶ φίλοι του καὶ οἱ ὑποτασσόμενοι αὐτῷ στρατιῶται μὲ ὅλους τοὺς φίλους των. Τοῦτο δὲ μαθὼν ὁ βασιλεὺς Νουμεριανός, ἐπρόσταξε νὰ δεθῇ μία πέτρα εἰς τὸν λαιμὸν τοῦ Ἁγίου Κλαυδίου καὶ νὰ ῥιφθῇ εἰς τὴν θάλασσαν. Ὅλοι δὲ οἱ στρατιῶται νὰ βασανισθοῦν, καὶ ὅσοι δὲν πεισθοῦν νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστόν, ἐκεῖνοι νὰ ἀποκεφαλίζωνται μέσα εἰς τὸ θέατρον. Καὶ οὕτως ἔλαβε καὶ ὁ Ἅγιος Κλαύδιος καὶ οἱ μετ’ αὐτοῦ στρατιῶται τοὺς στεφάνους τῆς ἀθλήσεως. Οἱ δὲ υἱοί του χωρὶς νὰ καλεσθοῦν, ἐπῆγαν μόνοι εἰς τὸ μαρτύριον, καὶ ὁμολογήσαντες τὸν Χριστὸν ἐνώπιον τοῦ τυράννου, ἀπεκεφαλίσθησαν, καὶ ἔλαβον καὶ αὐτοὶ τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου. Κοντὰ δὲ εἰς τὸν τόπον, ὁποῦ ἐθανατώθησαν οἱ Ἅγιοι, ἦτον ἕνα σπήλαιον, τὸ ὁποῖον καθαρίσαντες οἱ ἐκεῖ εὑρεθέντες Χριστιανοί, ἐνταφίασαν εἰς αὐτὸ τῶν Ἁγίων τὰ λείψανα. Ἡ δὲ Ἁγία Ἱλαρία πέρνουσα τὰ λείψανα τῶν υἱῶν της, ἐνταφίασεν αὐτὰ εἰς τόπον ξεχωριστόν, καὶ συχνάκις ἐπήγαινεν εἰς τοὺς τάφους αὐτῶν. Ὅθεν πιασθεῖσα καὶ αὐτὴ ἀπὸ τοὺς ἀπίστους, καὶ τραβιζομένη βιαίως ὡς Χριστιανή, παρεκάλεσε τοὺς στρατιώτας, ὁποῦ τὴν ἐτράβιζον, διὰ νὰ τὴν ἀφήσουν ὀλίγον. Ἀφεθεῖσα λοιπόν, ἐσήκωσε τὰς χεῖράς της εἰς τὸν Οὐρανὸν καὶ ἐπροσευχήθη, προσευχομένη δέ, παρέδωκε τὴν ψυχήν της εἰς χεῖρας Θεοῦ. Τοῦτο τὸ θαῦμα βλέποντες οἱ δήμιοι, ἐξεπλάγησαν, καὶ ἔφυγον ἀπὸ ἐκεῖ. Δύω δὲ δουλεύτριαι τῆς Ἁγίας, μαθοῦσαι τὸν θάνατον τῆς κυρίας των, ἐπῆγαν καὶ ἐπῆραν τὸ λείψανόν της, καὶ ἐνταφίασαν αὐτὸ κοντὰ εἰς τοὺς τάφους τῶν δύω της υἱῶν.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Παγχάριος ξίφει τελειοῦται.
Ὁ Παγχάριος πᾶσαν ἦν πλουτῶν χάριν,
Ὃν πρὸς τομὴν ἤλειψεν ἡ Θεοῦ χάρις.
Ὅταν ὁ βασιλεὺς Διοκλητιανὸς καὶ Μαξιμιανὸς ἐβασίλευον, ἀπὸ τοὺς διακοσίους ὀγδοήκοντα ἕξι χρόνους ἕως εἰς τοὺς τριακοσίους πέντε, ἤτοι εἰς διάστημα χρόνων ὁλοκλήρων δεκαεννέα, τότε ὅλη ἡ οἰκουμένη ἦτον γεμάτη ἀπὸ τὴν πλάνην τῶν εἰδώλων, καὶ κάθε Χριστιανός, ὁποῦ ὡμολόγει τὸν Χριστόν, ὄχι μόνον ὑστερεῖτο τὴν περιουσίαν καὶ τὰ ὑπάρχοντά του, ἀλλὰ ἔχανε πρὸς τούτοις καὶ τὴν ἰδίαν ζωήν του, ἀφ’ οὗ πρότερον ἐδοκίμαζε πολλὰ καὶ διάφορα βάσανα. Κατ’ ἐκεῖνον λοιπὸν τὸν καιρὸν ἐζοῦσε καὶ ὁ τοῦ Χριστοῦ οὗτος Μάρτυς Παγχάριος, ὁ ὁποῖος, ἐκατάγετο μὲν ἀπὸ τὴν χώραν τῶν Οὐσάνων, ἐκ τῆς πόλεως τῆς καλουμένης Βιλλαπάτης (1), ἦτον δὲ υἱὸς γονέων Χριστιανῶν, ἄνθρωπος ὑψηλὸς εἰς τὸ μέγεθος καὶ ὡραῖος. Πηγαίνωντας δὲ εἰς τὴν Ῥώμην, ἐφιλιώθη μὲ τὸν Διοκλητιανόν, ὅθεν ἔγινε καὶ πρῶτος τῶν ἀρχόντων τῆς Συγκλήτου, καὶ ὑπερβολικῶς ἠγαπᾶτο ἀπὸ τὸν βασιλέα. Ὅθεν διὰ τὴν ὑπερβολικὴν αὐτὴν ἀγάπην, ὁποῦ εἶχον ἕνας εἰς τὸν ἄλλον, ἀρνήθη φεῦ! ὁ Παγχάριος τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν, καὶ ἔγινεν ὁμόφρων μὲ τὸν βασιλέα. Ὅθεν καὶ ὁ βασιλεὺς ἐδιώρισε νὰ λαμβάνῃ ὁ Παγχάριος κάθε χρόνον διάφορα σιτηρέσια ἀπὸ τὴν βασιλείαν, ἄλλα μέν, μὲ ἔγγραφον διατύπωσιν, ἄλλα δέ, καὶ μὲ βασιλικὴν προσταγήν, ἵνα διὰ τούτων ἔχῃ κάθε ἀπόλαυσιν καὶ ἀνάπαυσιν. Ταύτην τὴν πικρὰν εἴδησιν μαθοῦσα ἡ μακαρία μήτηρ καὶ ἡ ἀδελφὴ τοῦ Παγχαρίου, ἔγραψαν εἰς αὐτὸν ἐπιστολήν, καὶ ἐν πρώτοις μὲν συνεβούλευον αὐτὸν νὰ ἐνθυμηθῇ τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ· ἔπειτα νὰ ἐνθυμηθῇ τὴν φοβερὰν κρίσιν τοῦ Θεοῦ, εἰς τὴν ὁποίαν, ὅποιος ἐγνώρισε τὸν Χριστόν, καὶ παρρησίᾳ τὸν ὡμολόγησεν ἔμπροσθεν εἰς βασιλεῖς καὶ ἄρχοντας, αὐτὸς ἔχει ἀντιστρόφως νὰ ὁμολογηθῇ παρὰ τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, καὶ νὰ λάβῃ τὴν ἐπαγγελίαν καὶ ἀπόλαυσιν τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, καθὼς αὐτὸς ἠξεύρει ταῦτα πολλὰ καλά. Καὶ ἐκ τοῦ ἐναντίου, ὅσοι ἀθέτησαν καὶ ἀρνήθησαν τὴν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ, αὐτοὶ πολλὴν καταδίκην ἔχουν νὰ λάβουν ἐν τῇ φοβερᾷ ἐκείνῃ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως, καθὼς καὶ τοῦτο πολλὰ καλὰ τὸ ἠξεύρει. «Ὅστις γάρ, φησιν, ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κᾀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν Οὐρανοῖς. Ὅστις δ’ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι κᾀγὼ αὐτὸν ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν Οὐρανοῖς» (Ματ. ι΄, 33). Πρὸς τούτοις ἔγραφον εἰς αὐτὸν καὶ τὸ ἄλλο ῥητὸν τοῦ Κυρίου τὸ λέγον· «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπος, ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὑτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὑτοῦ;» (Μάρ. η΄, 36).
Ταύτην τὴν ἐπιστολὴν λαβὼν ὁ Παγχάριος καὶ διαβάσας, ἦλθεν εἰς αἴσθησιν τοῦ κακοῦ ὁποῦ ἔπαθε, καὶ ἄρχισε νὰ θρηνῇ καὶ νὰ ὀδύρεται. Ὅθεν ῥίπτωντας τὸν ἑαυτόν του εἰς τὴν γῆν, ἐλέησόν με Κύριε Παντοκράτωρ, ἔλεγεν, ἐλέησόν με. Καὶ μή με ἐντροπιάσῃς τὸν δοῦλόν σου ἐνώπιον τῶν Ἀγγέλων καὶ τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ σπλαγχνίσου με διὰ τὸ ἔλεός σου. Βλέποντες δὲ αὐτὸν μερικοὶ ἄνθρωποι τοῦ παλατίου, ἔτζι πικρῶς κλαίοντα, καὶ τοιαῦτα λόγια λέγοντα, τὸ ἐφανέρωσαν εἰς τὸν βασιλέα. Ὅθεν παραστάντος εἰς αὐτὸν τοῦ Παγχαρίου, λέγε μοι προσφιλέστατε Παγχάριε, τοῦ εἶπεν ὁ βασιλεύς, λέγε μοι, μήπως εἶσαι Ναζωραῖος; Ὁ Ἅγιος ἀπεκρίθη, ναὶ Ναζωραῖος εἶμαι, βασιλεῦ, καὶ Χριστιανός. Ὁ βασιλεὺς τοῦ λέγει, ἀρνήσου Παγχάριε, τὸ ὄνομα αὐτὸ διὰ τὴν ἐδικήν μου ἀγάπην. Διότι ἂς ᾖναι γνωστόν σοι, ὅτι δὲν θέλω ἀποφασίσω νὰ λάβῃς σύντομον καὶ ὀγλίγωρον θάνατον, ἀλλὰ ἔχω νὰ σὲ ἀναλύσω πρότερον μὲ πολλὰς καὶ διαφόρους βασάνους. Ὁ Ἅγιος ἀπεκρίθη, ἐγὼ μὲν ὦ βασιλεῦ, καὶ διὰ τοῦτο μόνον ὁποῦ ἔγινα ἕως τώρα ὁμόφρων μὲ ἐσένα, φοβοῦμαι καὶ φρίττω, ἵνα μὴ πέσῃ φωτία ἀπὸ τὸν Οὐρανὸν καὶ μὲ κατακαύσῃ. Ἀπὸ τώρα δὲ καὶ ὕστερα, μὴ γένοιτο ποτὲ νὰ ἀρνηθῶ τὸν Κύριόν μου Ἰησοῦν Χριστόν, κᾂν σήμερον, κᾂν εἰς πολλοὺς χρόνους μὲ πολλὰς τιμωρίας ἀναλώσῃς, ὡς λέγεις, τὸ σῶμά μου.
Τότε προστάζει ὁ τύραννος νὰ ἐκδύσουν τὸν Ἅγιον καὶ νὰ τὸν δέρνουν μὲ βούνευρα, καλέσας δὲ τὴν Σύγκλητον ὅλην τῶν ἀρχόντων, λέγει πρὸς αὐτούς. Ἐμάθετε ὅτι ὁ Παγχάριος ὁ Σακελλάριος καὶ Σκρινιάριος τῆς βασιλείας ἔπεσεν εἰς τὴν θρῃσκείαν τῶν Γαλιλαίων; εἴπατέ μοι λοιπόν, τί νὰ κάμω εἰς αὐτόν; Οἱ ἄρχοντες ἀπεκρίθησαν. Πρόσταξον, ὦ βασιλεῦ, νὰ γυμνωθῇ ὁ Παγχάριος εἰς τὸ μέσον τοῦ θεάτρου, καὶ ἐκεῖ νὰ δέρνεται. Ἔπειτα ἀπόστειλον αὐτὸν εἰς τὴν Νικομήδειαν, πρὸς τὸν ἐκεῖ ἄρχοντα, διὰ νὰ τιμωρήσῃ ἐκεῖνος αὐτόν, ἵνα μὴ καὶ ἡμεῖς γένωμεν κοινωνοὶ τοῦ αἵματός του, ὅτι ἦτον τόσον πολλὰ ἀγαπητός σου. Ἄρεσεν ἡ βουλὴ αὐτὴ εἰς τὸν βασιλέα, ἐπειδὴ καὶ ἠγάπα αὐτὸν μὲ ὑπερβολήν, καὶ δὲν ἤθελε νὰ τὸν θανατώσῃ. Ὅθεν παραστήσαντες τὸν Ἅγιον εἰς τὸ θέατρον, ἔδειραν αὐτὸν δυνατά. Τότε ὁ βασιλεὺς παραδώσας τὸν Μάρτυρα εἰς τοὺς στρατιώτας, ἔστειλεν ἔγγραφον ἐπιστολὴν εἰς τὸν ἄρχοντα τῆς Νικομηδείας, μὲ τὴν ὁποίαν τὸν ἐπρόσταζε νὰ δώσῃ πολυειδῆ θάνατον εἰς τὸν Ἅγιον.
Ἀφ’ οὗ δὲ ἔφθασεν ὁ Ἅγιος εἰς τὴν Νικομήδειαν, καὶ ἐπαραστάθη εἰς τὸν ἄρχοντα, ἀναγκάζετο παρ’ ἐκείνου νὰ ἀποκριθῇ, ὅθεν ἀπεκρίθη ταῦτα. Ἰδοὺ ἀπὸ τὴν βασιλικὴν προσταγὴν ἐγνώρισες, πῶς ἐγὼ εἶμαι Χριστιανός, καὶ λοιπὸν κάμε ἐπιμελῶς καὶ χωρὶς ἐντροπὴν ἐκεῖνο, ὁποῦ σοι φαίνεται. Ὁ ἄρχων εἶπε, πῶς λέγεται τὸ ὄνομά σου. Καὶ ὁ Μάρτυς, Παγχάριος μὲν εἶναι τὸ ὄνομά μου, Χριστιανὸς δὲ εἶμαι ἀπὸ τοὺς προγόνους μου, καὶ ἐπειδὴ ἐνικήθηκα ἀπὸ τὴν ἀπάτην τοῦ βασιλέως, καὶ ἔγινα ὁμόφρων αὐτοῦ, κακῶς καὶ ἀνοήτως τοῦτο ποιήσας, διὰ τοῦτο τώρα σὺν Θεῷ, ἐδιορθώθηκα ἀπὸ τὴν μητέρα καὶ ἀδελφήν μου, καὶ ἐπρόστρεξα εἰς τὸν Χριστὸν καὶ Θεόν μου. Ὅθεν σπουδάζω νὰ ἀποθάνω διὰ τὸ ὄνομά του, ἵνα μὲ τὴν καλὴν ὁμολογίαν ταύτην καὶ θάνατόν μου, ἐξαλείψω τὴν ἄρνησιν, τὴν ὁποίαν κακῶς ἐποίησα.
Ὁ ἄρχων εἶπεν, ἄφες αὐτὰ καὶ κάμε τὴν προσταγὴν τοῦ βασιλέως, καὶ μὴ θελήσῃς νὰ ἀπολέσῃς τὸ μνημόσυνόν σου ἀπὸ τὴν γῆν, ἐσὺ ὁποῦ εἶσαι τοιοῦτος εὔμορφος καὶ ὡραιότατος ἄνθρωπος. Ὁ Ἅγιος ἀπεκρίθη, ἡ ἀπώλεια αὕτη, ὁποῦ λέγεις, εἶναι μὲν προσωρινή, προξενεῖ ὅμως ζωὴν αἰώνιον εἰς ἐκείνους, ὁποῦ διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ τὴν ὑπομείνουν. Τέλος πάντων, βλέπων ὁ ἄρχων τὸ ἀμετάθετον τῆς γνώμης τοῦ Μάρτυρος, ἔδωκε κατ’ αὐτοῦ τὴν τοῦ θανάτου ἀπόφασιν. Ὅθεν προσευχηθεὶς ὁ τοῦ Χριστοῦ ἀθλητὴς ἀπεκεφαλίσθη ἐν Νικομηδείᾳ, καὶ οὕτως ἔλαβεν ὁ ἀοίδιμος τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον.
(1) Ἡ Βιλλαπάτη, ἴσως εἶναι ἡ Βίλλα, ἡ ἐν Γερμανίᾳ εὑρισκομένη, ἐν δὲ τῷ χειρογράφῳ Συναξαριστῇ γράφεται, Βιθλαπάτη.
*
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Διόδωρος ὁ Πρεσβύτερος, καὶ Μαριανὸς ὁ Διάκονος, σπηλαίῳ ἐγκλεισθέντες, τελειοῦνται.
Ὡς βῆμα τὸ σπήλαιον. Ἔνδον γὰρ φέρει,
Θύτην τε Χριστοῦ, καὶ σὺν αὐτῷ λευΐτην.
*
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Δημήτριος ὁ Τορναρᾶς, ὁ μαρτυρήσας ἐν ἔτει ͵αφξδ΄ [1564], ξίφει τελειοῦται.
Δημήτριος δοὺς τὴν κεφαλὴν λαμβάνει,
Στέφη ἄπειρα χειρὸς ἐκ τοῦ Κυρίου (2).
(2) Τὸ Μαρτύριον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Των Αγίων Χρυσάνθου, Δαρείας, Κλαυδίου του Τριβούνου, Ιλαρίας, Μαύρου, Ιάσονος κ.ά.