Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου14 Μαΐου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΙΔ’, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Ισιδώρου του εν τη Χίω.
Έσαινεν Ισίδωρον ελπίς του στέφους,
Και προς τομήν ήπειγεν εξ ης το στέφος.
Εν δ’ Ισίδωρον άορ δεκάτη τάμεν ηδέ τετάρτη.
Ούτος ο Άγιος ήτον μεν κατά τους χρόνους Δεκίου του βασιλέως εν έτει σνα’ [251]. Εκατάγετο δε από την Αλεξάνδρειαν, στρατιώτης κατά το επιτήδευμα, και την τάξιν επέχων του καλουμένου Οπτίωνος. Όταν δε άραξεν εις την νήσον Χίον με την βασιλικήν και στρατιωτικήν αρμάδαν, της οποίας ήτον αρχηγός ο Νουμέριος, τότε εδιαβάλθη ο Άγιος από κάποιον Ιούλιον Κεντυρίωνα προς τον ρηθέντα Νουμέριον, ότι σέβεται μεν και πιστεύει εις τον Χριστόν, εις δε τα είδωλα δεν προσφέρει θυσίαν. Όθεν επειδή ο Άγιος ωμολόγησε παρρησία τον Χριστόν, τούτου χάριν ο Νουμέριος βλέπων το αμετάθετον της γνώμης του, επρόσταξε και έκοψαν την αγίαν αυτού κεφαλήν, και έτζι έλαβεν ο μακάριος παρά Κυρίου του μαρτυρίου τον στέφανον (1). (Όρα περί του Αγίου Ισιδώρου και κατά την δευτέραν του Δεκεμβρίου εις το Συναξάριον της Αγίας Μυρόπης.) Τον μεν απλούν Βίον αυτού όρα εις το Λειμωνάριον. Το δε ελληνικόν τούτου Μαρτύριον, ου η αρχή· «Κατά την τιμίαν και ένθεον διδασκαλίαν», σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα και εν τη των Ιβήρων.
(1) Σημείωσαι, ότι περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις τετυπωμένοις Μηναίοις το Συναξάριον και η μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Μαξίμου. Ταύτα γαρ προεγράφησαν κατά την εβδόμην του παρόντος Μαΐου.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Θεράποντος.
Ώφθης Θεράπων οία θύτης του Λόγου,
Ώφθης Θεράπων και δι’ αίματος πάτερ.
Ούτος ο Άγιος Θεράπων, πόθεν εκατάγετο, και από ποίους γονείς εγεννήθη, και εις ποίους χρόνους, ή εις ποίους ηγεμόνας και βασιλείς παρασταθείς, ωμολόγησε τον Χριστόν και έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον, δια όλα αυτά, λέγω, δεν ηξεύρωμεν να ειπούμεν, καθότι τα υπομνήματα της ζωής του, εχάθησαν από τον πανδαμάτορα χρόνον. Ότι δε ο Άγιος ούτος εμεταχειρίσθη την ζωήν των Μοναχών, δηλούσιν αι άγιαι εικόνες αυτού, εις τας οποίας ιστορείται ωσάν Μοναχός. Ότι δε εχρημάτισεν Επίσκοπος Κύπρου, και ότι επροσφέρθη εις τον Χριστόν δι’ αίματος και ετελείωσεν αγώνα μαρτυρικόν, ταύτα παρελάβομεν από την παλαιάν φήμην, η οποία κατά διαδοχήν έφθασεν έως εις ημάς. Όθεν και πιστεύομεν ότι είναι αληθή, επειδή και τα εδιδάχθημεν δια ζώσης φωνής των προγενεστέρων και ειδότων αυτά. Το δε τίμιον αυτού λείψανον εφέρθη εις την Κωνσταντινούπολιν, όταν οι Αγαρηνοί εμελέτων να κουρσεύσουν την Κύπρον. Τότε γαρ ο Άγιος εφάνη εις τους έχοντας το λείψανόν του, και τους επρόσταξε να το μεταθέσουν από εκεί και να το υπάγουν εις Κωνσταντινούπολιν. Όθεν τώρα εκεί οπού ευρίσκεται, αναβλύζει πάντοτε πηγάς θαυμάτων, εις τους προστρέχοντας αυτώ μετά πίστεως (2).
(2) Όρα και εις την υποσημείωσιν του άλλου Ιερομάρτυρος Θεράποντος κατά την εικοστήν εβδόμην του παρόντος Μαΐου.
*
Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Αλεξάνδρου του εν Κεντουκέλλαις.
Την της κεφαλής εκτομήν ευρών σκάφος,
Περά ταχύπλους Αλέξανδρος εκ βίου.
Ούτος ήτον κατά τους χρόνους βασιλέως Μαξιμιανού, εν έτει σπθ’ [289], στρατιώτης ευρισκόμενος εις την Ρώμην υποκάτω εις το στρατιωτικόν τάγμα του κόμητος Τιβεριανού. Όταν λοιπόν ο ρηθείς κόμης με όλον το τάγμα του εθυσίαζεν εις τα είδωλα, τότε ο Αλέξανδρος ούτος, όχι μόνον δεν εκαταδέχθη να θυσιάση, αλλά και τους θυσιάζοντας εις αυτά επεριγέλα ως τρελούς και ανοήτους, και ως έχοντας χαϊμένας τας φρένας των. Επειδή αφήκαν μεν, τον Δημιουργόν του κόσμου Θεόν, ελάτρευον δε, εις τους ακαθάρτους δαίμονας. Όθεν δια το περιγέλασμα αυτό, εφέρθη ο Άγιος εις τον βασιλέα Μαξιμιανόν. Εις καιρόν δε οπού εφέρετο προς αυτόν, εφάνη προς τον Άγιον Άγγελος Κυρίου, όστις επαρακίνησεν αυτόν εις το μαρτύριον, και έδωκεν εις την καρδίαν του θάρρος και δύναμιν. Ο βασιλεύς λοιπόν, εδοκίμαζε μεν να χωρίση τον Άγιον από την πίστιν του Χριστού, εις κενόν δε εκοπίασε, καθότι ο του Χριστού αθλητής Αλέξανδρος, έστεκεν αμετάθετος εις την πίστιν. Μάλιστα δε, διατί και αυτός, παρομοίως με τον Πρωτομάρτυρα Στέφανον, είδε τους Ουρανούς ανεωγμένους, και τον Υιόν του Θεού καθεζόμενον εις τα δεξιά του Πατρός. Όθεν και εφαιδρύνθη το πρόσωπόν του, και έλαμψε περισσότερον από το πρώτον. (Διότι ήτον ο Άγιος φύσει πολλά ωραίος, και είχεν αγγελοειδές πρόσωπον.) Απελπισθείς λοιπόν ο βασιλεύς, πλέον δεν ηθέλησε να εξετάση τον Άγιον, αλλά τον παρέδωκεν εις τον άνωθεν Τιβεριανόν, τον οποίον καταστήσας έπαρχον ενεχείρισεν εις αυτόν τον κατά των Χριστανών πόλεμον. Παραδώσας λοιπόν τον Άγιον εις τον Τιβεριανόν, επρόσταξεν αυτόν να τιμωρήση με διαφόρους τιμωρίας τον Μάρτυρα εις τον δρόμον, και εάν δεν πεισθή να θυσιάση εις τα είδωλα, εξάπαντος να τον θανατώση. Ο δε Τιβεριανός όταν εκίνησε δια τον δρόμον, έβαλε τον Άγιον εις εξέτασιν, και επειδή δεν έπεισεν αυτόν, δια τούτο έκαυσε τας πλευράς του με τας λαμπάδας. Έπειτα επρόσταξε να στρώσουν την γην με τριβόλια, και επάνω εις αυτά να ρίψουν τον Μάρτυρα και να δέρνουν αυτόν με ραβδία. Άγγελος δε Κυρίου επιφανείς, ενεδυνάμωσεν αυτόν, δι’ ο και υπέμεινεν ευκόλως την βάσανον, έγιναν όμως πληγαί εις όλον το σώμα του. Ηκολούθει δε κοντά εις τον Μάρτυρα η μήτηρ του Ποιμαινία, λυπουμένη και δεομένη του Θεού δια λόγου του, επειδή και εφοβείτο το άδηλον της εκβάσεως. Όταν δε επήγαν εις την Φιλιππούπολιν, ευγήκαν όλοι οι Χριστιανοί εις απάντησιν του Αγίου, και κατεφίλουν τας αλυσίδας οπού εφόρει. Όθεν ταύτα βλέπων ο Μάρτυς, ευχαρίστησε τον Θεόν, ότι ηξιώθη να λάβη τοιαύτην φιλοφροσύνην.
Πηγαίνωντας δε εις τόπον ονομαζόμενον Παρεμβολαί, εκεί πάλιν ο έπαρχος έβαλε τον Μάρτυρα εις εξέτασιν, και έδειρεν αυτόν δυνατά. Εις δε την Βέρροιαν παραγενόμενος ο Άγιος, με το να έλειψε το νερόν, ανέβλυσε νερόν δια προσευχής του. Εκεί δε λέγουσιν, ότι εις καιρόν οπού έμελλον οι δήμιοι να χύσουν επάνω εις ταις πλάταις του Αγίου λάδι βρασμένον, εγύρισε το αγγείον και εχύθη έξω το λάδι, το οποίον κατέκαυσε πολλούς υπηρέτας του επάρχου. Μετά ταύτα εδάρθη ο Άγιος με χονδρά ραβδία, και επιμένωντας εις την πίστιν του Χριστού, πάλιν εδάρθη. Όταν δε έφθασεν εις τόπον καλούμενον Δροιζίπαρα, έλαβε την δια ξίφους απόφασιν, κατά τον εκεί τρέχοντα ποταμόν. Ο δε δήμιος, οπού έμελλε να τον αποκεφαλίση, ανέβαλε την προσταγήν του επάρχου, και δεν ετόλμα να θανατώση τον Άγιον, επειδή έβλεπε τριγύρω Αγγέλους οπού τον εφύλαττον. Όθεν ο ίδιος Άγιος επροσευχήθη, και επαρακάλεσε τους Αγγέλους να μακρύνουν ολίγον από κοντά του, και έτζι αφ’ ου εκείνοι εμακρύνθησαν, εδυνήθη ο δήμιος και τον απεκεφάλισεν. Όθεν ανέβη ο μακάριος νικηφόρος εις τα Ουράνια. Τελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εν τόπω καλουμένω Κεντούκελλαι.
*
Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Αλεξάνδρου, Βαρβάρου, και Ακολούθου. Τελείται δε η αυτών Σύναξις και εορτή εν τω σεβασμίω οίκω της Αγίας Ειρήνης τω προς θάλασσαν.
Τριών συνάθλων ταις τετμημέναις κάραις,
Τρία Τριας τίθησιν άξια στέφη.
*
Μνήμη του εν Αγίοις πατρός ημών Λεοντίου Πατριάρχου Ιεροσολύμων, του εν έτει ͵αροε’ [1175] εν ειρήνη τελειωθέντος.
Λεόντιόν τι ω Λεόντιε πνέων,
Σατάν καθείλες οία μικράν εμπίδα (3).
(3) Τον Βίον αυτού όρα εις το Νέον Εκλόγιον.
*
Ο Άγιος Νεομάρτυς Μάρκος ο Κρης, ο εν Σμύρνη μαρτυρήσας κατά το έτος ͵αχμγ’ [1643], ξίφει τελειούται.
Ηγείτο ουδέν Μάρκος ο Κρης το ξίφος,
Βλέπων ακλινώς προς το εκ ξίφους στέφος (4).
(4) Το Μαρτύριον αυτού όρα εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.
*
Του Αγίου Νεομάρτυρος Ιωάννου του Βουλγάρεως, αθλήσαντος εν έτει ͵αωβ’ [1802] (5).
(5) Τούτου το Μαρτύριον όρα εις το Νέον Λειμωνάριον.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΔ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἰσιδώρου τοῦ ἐν τῇ Χίῳ.
Ἔσαινεν Ἰσίδωρον ἐλπὶς τοῦ στέφους,
Καὶ πρὸς τομὴν ἤπειγεν ἐξ ἧς τὸ στέφος.
Ἐν δ’ Ἰσίδωρον ἄορ δεκάτῃ τάμεν ἠδὲ τετάρτῃ.
Οὗτος ὁ Ἅγιος ἦτον μὲν κατὰ τοὺς χρόνους Δεκίου τοῦ βασιλέως ἐν ἔτει σνα΄ [251]. Ἐκατάγετο δὲ ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρειαν, στρατιώτης κατὰ τὸ ἐπιτήδευμα, καὶ τὴν τάξιν ἐπέχων τοῦ καλουμένου Ὀπτίωνος. Ὅταν δὲ ἄραξεν εἰς τὴν νῆσον Χίον μὲ τὴν βασιλικὴν καὶ στρατιωτικὴν ἁρμάδαν, τῆς ὁποίας ἦτον ἀρχηγὸς ὁ Νουμέριος, τότε ἐδιαβάλθη ὁ Ἅγιος ἀπὸ κᾄποιον Ἰούλιον Κεντυρίωνα πρὸς τὸν ῥηθέντα Νουμέριον, ὅτι σέβεται μὲν καὶ πιστεύει εἰς τὸν Χριστόν, εἰς δὲ τὰ εἴδωλα δὲν προσφέρει θυσίαν. Ὅθεν ἐπειδὴ ὁ Ἅγιος ὡμολόγησε παρρησίᾳ τὸν Χριστόν, τούτου χάριν ὁ Νουμέριος βλέπων τὸ ἀμετάθετον τῆς γνώμης του, ἐπρόσταξε καὶ ἔκοψαν τὴν ἁγίαν αὐτοῦ κεφαλήν, καὶ ἔτζι ἔλαβεν ὁ μακάριος παρὰ Κυρίου τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον (1). (Ὅρα περὶ τοῦ Ἁγίου Ἰσιδώρου καὶ κατὰ τὴν δευτέραν τοῦ Δεκεμβρίου εἰς τὸ Συναξάριον τῆς Ἁγίας Μυρόπης.) Τὸν μὲν ἁπλοῦν Βίον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Λειμωνάριον. Τὸ δὲ ἑλληνικὸν τούτου Μαρτύριον, οὗ ἡ ἀρχή· «Κατὰ τὴν τιμίαν καὶ ἔνθεον διδασκαλίαν», σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ καὶ ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων.
(1) Σημείωσαι, ὅτι περιττῶς γράφεται ἐδῶ παρὰ τοῖς τετυπωμένοις Μηναίοις τὸ Συναξάριον καὶ ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Μαξίμου. Ταῦτα γὰρ προεγράφησαν κατὰ τὴν ἑβδόμην τοῦ παρόντος Μαΐου.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Θεράποντος.
Ὤφθης Θεράπων οἷα θύτης τοῦ Λόγου,
Ὤφθης Θεράπων καὶ δι’ αἵματος πάτερ.
Οὗτος ὁ Ἅγιος Θεράπων, πόθεν ἐκατάγετο, καὶ ἀπὸ ποίους γονεῖς ἐγεννήθη, καὶ εἰς ποίους χρόνους, ἢ εἰς ποίους ἡγεμόνας καὶ βασιλεῖς παρασταθείς, ὡμολόγησε τὸν Χριστὸν καὶ ἔλαβε τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον, διὰ ὅλα αὐτά, λέγω, δὲν ἠξεύρωμεν νὰ εἰποῦμεν, καθότι τὰ ὑπομνήματα τῆς ζωῆς του, ἐχάθησαν ἀπὸ τὸν πανδαμάτορα χρόνον. Ὅτι δὲ ὁ Ἅγιος οὗτος ἐμεταχειρίσθη τὴν ζωὴν τῶν Μοναχῶν, δηλοῦσιν αἱ ἅγιαι εἰκόνες αὐτοῦ, εἰς τὰς ὁποίας ἱστορεῖται ὡσὰν Μοναχός. Ὅτι δὲ ἐχρημάτισεν Ἑπίσκοπος Κύπρου, καὶ ὅτι ἐπροσφέρθη εἰς τὸν Χριστὸν δι’ αἵματος καὶ ἐτελείωσεν ἀγῶνα μαρτυρικόν, ταῦτα παρελάβομεν ἀπὸ τὴν παλαιὰν φήμην, ἡ ὁποία κατὰ διαδοχὴν ἔφθασεν ἕως εἰς ἡμᾶς. Ὅθεν καὶ πιστεύομεν ὅτι εἶναι ἀληθῆ, ἐπειδὴ καὶ τὰ ἐδιδάχθημεν διὰ ζώσης φωνῆς τῶν προγενεστέρων καὶ εἰδότων αὐτά. Τὸ δὲ τίμιον αὐτοῦ λείψανον ἐφέρθη εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ὅταν οἱ Ἀγαρηνοὶ ἐμελέτων νὰ κουρσεύσουν τὴν Κύπρον. Τότε γὰρ ὁ Ἅγιος ἐφάνη εἰς τοὺς ἔχοντας τὸ λείψανόν του, καὶ τοὺς ἐπρόσταξε νὰ τὸ μεταθέσουν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ νὰ τὸ ὑπάγουν εἰς Κωνσταντινούπολιν. Ὅθεν τώρα ἐκεῖ ὁποῦ εὑρίσκεται, ἀναβλύζει πάντοτε πηγὰς θαυμάτων, εἰς τοὺς προστρέχοντας αὐτῷ μετὰ πίστεως (2).
(2) Ὅρα καὶ εἰς τὴν ὑποσημείωσιν τοῦ ἄλλου Ἱερομάρτυρος Θεράποντος κατὰ τὴν εἰκοστὴν ἑβδόμην τοῦ παρόντος Μαΐου.
*
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἀλεξάνδρου τοῦ ἐν Κεντουκέλλαις.
Τὴν τῆς κεφαλῆς ἐκτομὴν εὑρὼν σκάφος,
Περᾷ ταχύπλους Ἀλέξανδρος ἐκ βίου.
Οὗτος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους βασιλέως Μαξιμιανοῦ, ἐν ἔτει σπθ΄ [289], στρατιώτης εὑρισκόμενος εἰς τὴν Ῥώμην ὑποκάτω εἰς τὸ στρατιωτικὸν τάγμα τοῦ κόμητος Τιβεριανοῦ. Ὅταν λοιπὸν ὁ ῥηθεὶς κόμης μὲ ὅλον τὸ τάγμα του ἐθυσίαζεν εἰς τὰ εἴδωλα, τότε ὁ Ἀλέξανδρος οὗτος, ὄχι μόνον δὲν ἐκαταδέχθη νὰ θυσιάσῃ, ἀλλὰ καὶ τοὺς θυσιάζοντας εἰς αὐτὰ ἐπεριγέλα ὡς τρελοὺς καὶ ἀνοήτους, καὶ ὡς ἔχοντας χαϊμένας τὰς φρένας των. Ἐπειδὴ ἀφῆκαν μέν, τὸν Δημιουργὸν τοῦ κόσμου Θεόν, ἐλάτρευον δέ, εἰς τοὺς ἀκαθάρτους δαίμονας. Ὅθεν διὰ τὸ περιγέλασμα αὐτό, ἐφέρθη ὁ Ἅγιος εἰς τὸν βασιλέα Μαξιμιανόν. Εἰς καιρὸν δὲ ὁποῦ ἐφέρετο πρὸς αὐτόν, ἐφάνη πρὸς τὸν Ἅγιον Ἄγγελος Κυρίου, ὅστις ἐπαρακίνησεν αὐτὸν εἰς τὸ μαρτύριον, καὶ ἔδωκεν εἰς τὴν καρδίαν του θάρρος καὶ δύναμιν. Ὁ βασιλεὺς λοιπόν, ἐδοκίμαζε μὲν νὰ χωρίσῃ τὸν Ἅγιον ἀπὸ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, εἰς κενὸν δὲ ἐκοπίασε, καθότι ὁ τοῦ Χριστοῦ ἀθλητὴς Ἀλέξανδρος, ἔστεκεν ἀμετάθετος εἰς τὴν πίστιν. Μάλιστα δέ, διατὶ καὶ αὐτός, παρομοίως μὲ τὸν Πρωτομάρτυρα Στέφανον, εἶδε τοὺς Οὐρανοὺς ἀνεωγμένους, καὶ τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ καθεζόμενον εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός. Ὅθεν καὶ ἐφαιδρύνθη τὸ πρόσωπόν του, καὶ ἔλαμψε περισσότερον ἀπὸ τὸ πρῶτον. (Διότι ἦτον ὁ Ἅγιος φύσει πολλὰ ὡραῖος, καὶ εἶχεν ἀγγελοειδὲς πρόσωπον.) Ἀπελπισθεὶς λοιπὸν ὁ βασιλεύς, πλέον δὲν ἠθέλησε νὰ ἐξετάσῃ τὸν Ἅγιον, ἀλλὰ τὸν παρέδωκεν εἰς τὸν ἄνωθεν Τιβεριανόν, τὸν ὁποῖον καταστήσας ἔπαρχον ἐνεχείρισεν εἰς αὐτὸν τὸν κατὰ τῶν Χριστανῶν πόλεμον. Παραδώσας λοιπὸν τὸν Ἅγιον εἰς τὸν Τιβεριανόν, ἐπρόσταξεν αὐτὸν νὰ τιμωρήσῃ μὲ διαφόρους τιμωρίας τὸν Μάρτυρα εἰς τὸν δρόμον, καὶ ἐὰν δὲν πεισθῇ νὰ θυσιάσῃ εἰς τὰ εἴδωλα, ἐξάπαντος νὰ τὸν θανατώσῃ. Ὁ δὲ Τιβεριανὸς ὅταν ἐκίνησε διὰ τὸν δρόμον, ἔβαλε τὸν Ἅγιον εἰς ἐξέτασιν, καὶ ἐπειδὴ δὲν ἔπεισεν αὐτόν, διὰ τοῦτο ἔκαυσε τὰς πλευράς του μὲ τὰς λαμπάδας. Ἔπειτα ἐπρόσταξε νὰ στρώσουν τὴν γῆν μὲ τριβόλια, καὶ ἐπάνω εἰς αὐτὰ νὰ ῥίψουν τὸν Μάρτυρα καὶ νὰ δέρνουν αὐτὸν μὲ ῥαβδία. Ἄγγελος δὲ Κυρίου ἐπιφανείς, ἐνεδυνάμωσεν αὐτόν, δι’ ὃ καὶ ὑπέμεινεν εὐκόλως τὴν βάσανον, ἔγιναν ὅμως πληγαὶ εἰς ὅλον τὸ σῶμά του. Ἠκολούθει δὲ κοντὰ εἰς τὸν Μάρτυρα ἡ μήτηρ του Ποιμαινία, λυπουμένη καὶ δεομένη τοῦ Θεοῦ διὰ λόγου του, ἐπειδὴ καὶ ἐφοβεῖτο τὸ ἄδηλον τῆς ἐκβάσεως. Ὅταν δὲ ἐπῆγαν εἰς τὴν Φιλιππούπολιν, εὐγῆκαν ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ εἰς ἀπάντησιν τοῦ Ἁγίου, καὶ κατεφίλουν τὰς ἁλυσίδας ὁποῦ ἐφόρει. Ὅθεν ταῦτα βλέπων ὁ Μάρτυς, εὐχαρίστησε τὸν Θεόν, ὅτι ἠξιώθη νὰ λάβῃ τοιαύτην φιλοφροσύνην.
Πηγαίνωντας δὲ εἰς τόπον ὀνομαζόμενον Παρεμβολαί, ἐκεῖ πάλιν ὁ ἔπαρχος ἔβαλε τὸν Μάρτυρα εἰς ἐξέτασιν, καὶ ἔδειρεν αὐτὸν δυνατά. Εἰς δὲ τὴν Βέρροιαν παραγενόμενος ὁ Ἅγιος, μὲ τὸ νὰ ἔλειψε τὸ νερόν, ἀνέβλυσε νερὸν διὰ προσευχῆς του. Ἐκεῖ δὲ λέγουσιν, ὅτι εἰς καιρὸν ὁποῦ ἔμελλον οἱ δήμιοι νὰ χύσουν ἐπάνω εἰς ταῖς πλάταις τοῦ Ἁγίου λάδι βρασμένον, ἐγύρισε τὸ ἀγγεῖον καὶ ἐχύθη ἔξω τὸ λάδι, τὸ ὁποῖον κατέκαυσε πολλοὺς ὑπηρέτας τοῦ ἐπάρχου. Μετὰ ταῦτα ἐδάρθη ὁ Ἅγιος μὲ χονδρὰ ῥαβδία, καὶ ἐπιμένωντας εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, πάλιν ἐδάρθη. Ὅταν δὲ ἔφθασεν εἰς τόπον καλούμενον Δροιζίπαρα, ἔλαβε τὴν διὰ ξίφους ἀπόφασιν, κατὰ τὸν ἐκεῖ τρέχοντα ποταμόν. Ὁ δὲ δήμιος, ὁποῦ ἔμελλε νὰ τὸν ἀποκεφαλίσῃ, ἀνέβαλε τὴν προσταγὴν τοῦ ἐπάρχου, καὶ δὲν ἐτόλμα νὰ θανατώσῃ τὸν Ἅγιον, ἐπειδὴ ἔβλεπε τριγύρω Ἀγγέλους ὁποῦ τὸν ἐφύλαττον. Ὅθεν ὁ ἴδιος Ἅγιος ἐπροσευχήθη, καὶ ἐπαρακάλεσε τοὺς Ἀγγέλους νὰ μακρύνουν ὀλίγον ἀπὸ κοντά του, καὶ ἔτζι ἀφ’ οὗ ἐκεῖνοι ἐμακρύνθησαν, ἐδυνήθη ὁ δήμιος καὶ τὸν ἀπεκεφάλισεν. Ὅθεν ἀνέβη ὁ μακάριος νικηφόρος εἰς τὰ Οὐράνια. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ Σύναξις καὶ ἑορτὴ ἐν τόπῳ καλουμένῳ Κεντούκελλαι.
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἀλεξάνδρου, Βαρβάρου, καὶ Ἀκολούθου. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτῶν Σύναξις καὶ ἑορτὴ ἐν τῷ σεβασμίῳ οἴκῳ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης τῷ πρὸς θάλασσαν.
Τριῶν συνάθλων ταῖς τετμημέναις κάραις,
Τρία Τριὰς τίθησιν ἄξια στέφη.
*
Μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Λεοντίου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων, τοῦ ἐν ἔτει ͵αροε΄ [1175] ἐν εἰρήνῃ τελειωθέντος.
Λεόντιόν τι ὦ Λεόντιε πνέων,
Σατᾶν καθεῖλες οἷα μικρὰν ἐμπίδα (3).
(3) Τὸν Βίον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Νέον Ἐκλόγιον.
*
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Μάρκος ὁ Κρής, ὁ ἐν Σμύρνῃ μαρτυρήσας κατὰ τὸ ἔτος ͵αχμγ΄ [1643], ξίφει τελειοῦται.
Ἡγεῖτο οὐδὲν Μάρκος ὁ Κρὴς τὸ ξίφος,
Βλέπων ἀκλινῶς πρὸς τὸ ἐκ ξίφους στέφος (4).
(4) Τὸ Μαρτύριον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον.
*
Τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Ἰωάννου τοῦ Βουλγάρεως, ἀθλήσαντος ἐν ἔτει ͵αωβ΄ [1802] (5).
(5) Τούτου τὸ Μαρτύριον ὅρα εἰς τὸ Νέον Λειμωνάριον.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *