Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου13 Μαΐου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΙΓ’, μνήμη της Αγίας Μάρτυρος Γλυκερίας.
Θηρός το πικρόν δήγμα τη Γλυκερία,
Υπέρ γλυκάζον ως αληθώς ην μέλι.
Εν τριτάτη δεκάτη δάκε και κτάνε θηρ Γλυκερίαν.
Αύτη ήτον κατά τους χρόνους Αντωνίου του βασιλέως και Σαβίνου ηγεμόνος, εν έτει ρμα’ [141] ευρισκομένη κατά την Τραϊανούπολιν, ήτις ευρίσκεται εις την παραθαλασσίαν του Αδριατικού κόλπου, Τράνι κοινώς λεγομένη. Όταν λοιπόν εθυσίαζεν ο ηγεμών εις τα είδωλα, τότε η Αγία αύτη έγραψεν επάνω εις το μέτωπόν της τον τίμιον Σταυρόν, και επήγεν εις τον ηγεμόνα, κηρύττουσα και ονομάζουσα τον εαυτόν της Χριστιανήν, και δούλην Χριστού. Ο δε ηγεμών επαρακάλεσεν αυτήν να θυσιάση εις τα είδωλα. Όθεν η Αγία εμβήκεν εις τον ναόν των ειδώλων, και προσευχηθείσα εις τον Χριστόν, εκρήμνισε το είδωλον του Διος, και κατεσύντριψεν αυτό. Οι δε Έλληνες οπού ευρέθησαν εκεί, έρριπτον μεν πέτρας κατεπάνω της Μάρτυρος, πλην δεν εκτυπούσαν αυτήν. Δια τούτο εκρέμασαν την Αγίαν από τας τρίχας, και εξέσχισαν αυτήν. Έπειτα έβαλον αυτήν εις την φυλακήν, και δεν της έδωκαν, ούτε φαγητόν, ούτε πιοτόν εις διάστημα πολλών ημερών. Άγγελος δε Κυρίου έφερνε τροφήν εις αυτήν, και δια τούτο δεν έπαθε κανένα κακόν, από εκείνο οπού ο ηγεμών εστοχάζετο, ότι έχει να πάθη δια την πείναν. Μάλιστα δε θαυμασμόν και έκπληξιν μεγάλην έλαβεν ο ηγεμών και οι σύντροφοί του, όταν ευρήκαν εις την φυλακήν σκουτέλι και ψωμία και γάλα και νερόν, εις καιρόν οπού η φυλακή ήτον κλεισμένη ασφαλώς, και τινάς δεν εμβήκεν εις αυτήν δια να τα φέρη.
Μετά ταύτα έβαλον την Αγίαν εις κάμινον πυρός, επειδή δε έπεσε δρόσος από τον ουρανόν, έσβυσε την φωτίαν, όθεν η Αγία ευγήκεν από αυτήν αβλαβής. Ύστερον εύγαλον το δέρμα της κεφαλής της έως εις το μέτωπον, είτα δέσαντες τας χείρας και πόδας της, έρριψαν αυτήν εις την φυλακήν, υποκάτω της δε έστρωσαν πέτρας. Άγγελος δε Κυρίου καταβάς, έλυσεν αυτήν από τα δεσμά, και ιάτρευσε την κεφαλήν της. Όθεν το θαυμάσιον τούτο βλέπων ο δεσμοφύλαξ Λαοδίκιος, εξεπλάγη, και ομολογήσας τον Χριστόν, απεκεφαλίσθη, και έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον. Η δε Αγία πάλιν εφέρθη εις τον ηγεμόνα, και επαραδόθη δια να την φάγουν τα θηρία. Ένα δε από αυτά εδάγκασεν αυτήν ολίγον τι, όθεν εκ του τοιούτου ολίγου δαγκάματος, παρέδωκεν η μακαρία την ψυχήν της εις χείρας Θεού. Το δε άγιον αυτής λείψανον ενταφιάσθη εις την Ηράκλειαν (1).
(1) Περί του λειψάνου της Αγίας Γλυκερίας ταύτης γράφει ο Δοσίθεος, σελ. 519 της Δωδεκαβίβλου, ότι εις την Ηράκλειαν ευρίσκετο μία χαλκίνη λεκάνη, η οποία εδέχετο τα θεόρρυτα μύρα, άπερ ανέβρυον από του τάφου της Αγίας ταύτης Γλυκερίας, δια μέσου των οποίων εγίνοντο πολλά θαύματα, ως ιστορεί ο Θεοφύλακτος. Εχρησίμευε δε, η χαλκίνη λεκάνη εκείνη δια να γίνεται εν αυτή ο αγιασμός επάνω εις τον τάφον της Μάρτυρος. Ο δε τότε Ηρακλείας, ευρών εις Κωνσταντινούπολιν μίαν λεκάνην χρυσήν και θαυμαστήν, ηγόρασεν αυτήν, και εδιώρισε να γίνεται εν αυτή ο αγιασμός επάνω εις τον τάφον της Μάρτυρος αντί της χαλκίνης. Όθεν πλέον δεν εγίνοντο θαύματα. Δια δε τα δάκρυα και τας προσευχάς του Ηρακλείας, απεκαλύφθη αυτώ, ότι η χρυσή εκείνη λεκάνη ήτον ακάθαρτος. Δια τούτο έφερεν αυτήν εις τον τότε Πατριάρχην Άγιον Ιωάννην τον Νηστευτήν. Και εξετάσας εκείνος εύρεν, ότι ένας άρχων σοφός και μάγος Παυλίνος ονόματι, έχυσεν αίματα μέσα εις την λεκάνην εκείνην τρόπω θυσίας, και εγοήτευε με την επίκλησιν των δαιμόνων ως ειδωλολάτρης. Όθεν αναφέρεται τω βασιλεί Μαυρικίω το δράμα. Και ο μεν Νηστευτής, διϊσχυρίζετο από Γραφικά ρητά, ότι να δοθή αυτώ παιδεία νομική και κατά κανόνα. Ο δε Μαυρίκιος, επαλούκωσεν αυτόν. Τους δε υιούς του απεκεφάλισεν, ως συγκοινωνούς όντας της μαγείας του πατρός των. (Όρα ω αναγνώστα, πόσην πικράν τιμωρίαν λαμβάνουν οι μάγοι και γόητες.)
*
Τη αυτή ημέρα ο Άγιος Λαοδίκιος ο δεσμοφύλαξ ξίφει τελειούται.
Λαοδίκιος εν μέσω λαών Λόγε,
Θεόν καλών σε προς δίκην ήχθη ξίφους.
*
Μνήμη του Οσίου πατρός ημών Σεργίου του Ομολογητού.
Ο Σέργιός μοι πώς τελευτάς τον βίον;
Κοινώ τέλος τέθνηκα, και ζων ειμί σοι (2).
Ούτος ο Άγιος, καθώς ήτον από γένος ένδοξον και μεγάλον κατά το σώμα, έτζι ήτον και μέγας κατά την ψυχήν, ζων εν τοις χρόνοις Θεοφίλου του εικονομάχου, ήτοι εν έτει ωλε’ [835]. Παρασταθείς λοιπόν εις τον ρηθέντα διώκτην και εικονομάχον Θεόφιλον, επειδή επροσκύνει τας αγίας εικόνας, εδέθη από τον λαιμόν με ένα σχοινίον, και πομπευθείς εις το μέσον του παζαρίου, έλαβεν ύβρεις και καταφρονήσεις πολλάς. Αφ’ ου δε υστερήθη όλα του τα υπάρχοντα ο αοίδιμος, ερρίφθη εις την φυλακήν. Έπειτα εξωρίσθη ομού με την γυναίκα του Ειρήνην ονόματι, και ομού με τα τέκνα του, και υπέμεινεν ανδρείως τας διαφόρους θλίψεις της εξορίας. Καλεσθείς δε από τον Θεόν, επήγεν εις αυτόν δια του θανάτου, ίνα λάβη της ομολογίας τον άφθαρτον στέφανον.
(2) Τούτο το δίστιχον είναι κατ’ ερωταπόκρισιν. Φαίνεται ουν πως ερωτά ο Χριστός, αποκρίνεται δε προς αυτόν ο Όσιος.
*
Μνήμη του Οσίου πατρός ημών Παυσικάκου Επισκόπου Συννάδων.
Ο Παυσικάκου προστρέχων τω λειψάνω,
Παθών κακούντων παύσιν ευρίσκει ξένην.
Ούτος ο μακάριος ήτον κατά τους χρόνους Μαυρικίου του βασιλέως, εν έτει φπε’ [585]. Και πατρίδα μεν είχε την εν τη Μαύρη Θαλάσση ευρισκομένην Απάμειαν. Οι δε γονείς του ήτον ευγενείς και ονομαστοί και τρόφιμοι της αληθούς πίστεως των Χριστιανών. Ώντας δε ακόμη νέος, κατεδάμαζε τον εαυτόν του με υπερβολικήν νηστείαν και προσευχήν, και με κάθε άλλην σκληραγωγίαν και άσκησιν, όθεν έγινεν ύστερον Μοναχός. Από τότε δε και εις το εξής ετρέφετο με ολίγον ψωμί και νερόν, εμεταχειρίζετο δε και την τέχνην της ιατρικής, και ιάτρευεν ομού τα σώματα και τας ψυχάς. Εδίωκε γαρ τα δαιμόνια από τους δαιμονιζομένους, εθεράπευε τα παιδία εκείνα, οπού εγεννώντο κολοβά και παράσημα, ανόρθωνε τους έχοντας καμπούραν εις το σώμα, και άλλα τοιαύτα εποίει θαυμάσια.
Όθεν από την πολλήν του φήμην, εγνωρίσθη εις τον τότε Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, ούτος δε ήτον ο επί Μαυρικίου θαυμάσιος Κυριακός (3), ο οποίος εχειροτόνησεν αυτόν Επίσκοπον των Συννάδων. Αφ’ ου δε ο Άγιος επήγεν εις τα Σύνναδα την επαρχίαν του, εδίωξεν από εκεί τους νοητούς λύκους, ήτοι τους αιρετικούς, με την σφενδόνην των λόγων του, και με την κοπτεράν μάχαιραν της διδασκαλίας του, απέκοψεν αυτούς από το υγιές σώμα των Χριστιανών, ως σαπημένα μέλη, και έρριψεν αυτούς έξω της Εκκλησίας, δια να μη προξενήσουν βλάβην και εις τα λοιπά υγιαίνοντα μέλη. Με τοιούτον τρόπον λοιπόν εχάρισεν εις το ποίμνιόν του την ασφάλειαν ομού και σωτηρίαν. Έπειτα επήγεν εις την Κωνσταντινούπολιν, και ιάτρευσε τον βασιλέα Μαυρίκιον από ένα πάθος οπού είχεν. Όθεν ο βασιλεύς με χρυσόβουλλον εδιώρισε να δίδη εις τα Σύνναδα κάθε χρόνον, μίαν λίτραν χρυσίου, ήτοι δώδεκα ουγγίας, από τας οποίας η κάθε μία περιέχει δράμια οκτώ. Γυρίζωντας δε εις τα Σύνναδα και πηγαίνωντας εις τόπον καλούμενον Σόλωνα, επειδή οι συνοδοιπόροι του εκινδύνευαν από την δίψαν, τούτου ένεκεν δια προσευχής του ανέβλυσεν εκεί νερόν και επαρηγόρησε την δίψαν τους. Με τοιαύτα λοιπόν κατορθώματα διεπέρασε την ζωήν του ο Άγιος, και γενόμενος εις πολλούς αίτιος σωτηρίας, αναχωρεί από την παρούσαν ζωήν, και μεταβαίνει εις την μέλλουσαν.
(3) Ο Κυριακός ούτος έγινε Πατριάρχης μετά τον Νηστευτήν Ιωάννην, πατριαρχεύσας έτη ένδεκα.
*
Ο Άγιος Ιερομάρτυς Αλέξανδρος Επίσκοπος Τιβεριανών ξίφει τελειούται.
Ανδρός κεφαλήν ιερού τέμνει ξίφος,
Αίματα συζεύξαντος ιερωσύνη.
*
Ο Όσιος Νικηφόρος ο Πρεσβύτερος της Μονής της Εφάψεως εν ειρήνη τελειούται.
Τρέψας φάλαγγας δαιμόνων Νικηφόρος,
Απήλθεν έργω προς Θεόν νικηφόρος.
*
Τη αυτή ημέρα τελείται τα εγκαίνια του εν τη νήσω της Αγίας Γλυκερίας σεβασμίου και θείου Ναού της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου της Παντανάσσης.
*
Ο Όσιος Ευθύμιος ο νέος, ο κτίτωρ της εν τω Άθω Μονής των Ιβήρων, εν ειρήνη τελειούται.
Θύων ο Ευθύμιος αγνήν θυσίαν,
Ήλιος ώσπερ εξέλαμψε κατ’ Άθω (4).
(4) Όρα τον Βίον αυτού εις το Νέον Εκλόγιον, όστις ελληνιστί συνεγράφη υπό Μανουήλ του μεγάλου Ρήτορος, ου η αρχή· «Ούτος ο Πατήρ ημών Ευθύμιος». Ομοίως και η ασματική τούτου Ακολουθία παρά του αυτού Μανουήλ εμελουργήθη. (Σώζονται ταύτα εν τη των Ιβήρων.)
*
Ο Όσιος Ιωάννης ο Ίβηρ, ο πατήρ του ρηθέντος Ευθυμίου, εν ειρήνη τελειούται.
Λιπών τα τερπνά ω Ιωάννη βίου,
Νυν τοις αγαθοίς εντρυφάς του Κυρίου.
*
Ο Όσιος Γεώργιος ο Ίβηρ, ο συγγενής του ρηθέντος Ευθυμίου, εν ειρήνη τελειούται (5).
Εκεί κατοικείς ένθα συγγενές γένος,
Καύχημ’ Οσίων ω Γεώργι’ ευθύφρον.
(5) Όρα εις τον ρηθέντα Βίον του Ευθυμίου εν τω Νέω Εκλογίω.
*
Ο Όσιος Γαβριήλ ο Ίβηρ, ο θείας φωνής ακηκοώς, και εξαγαγών εκ της θαλάσσης την θαυματουργόν εικόνα της Πορταϊτίσσης, εν ειρήνη τελειούται.
Μορφήν αγνής συ Γαβριήλ κρατείς ξένως.
Ω της χάριτος, ης έτυχες τρισμάκαρ!
*
Μοναχοί Οσιομάρτυρες Ιβηρίται, οι τους λατινόφρονας ελέγξαντες, τον βασιλέα φημί Μιχαήλ, και τον Πατριάρχην Βέκκον, εν τη θαλάσση βληθέντες τελειούνται (6).
Υπέρ πατρώων επνίγητε δογμάτων,
Και προς γαληνούς ωρμίσασθε λιμένας.
(6) Όρα την Ακολουθίαν των Αγιορειτών Πατέρων.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΓ΄, μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Γλυκερίας.
Θηρὸς τὸ πικρὸν δῆγμα τῇ Γλυκερία,
Ὑπὲρ γλυκάζον ὡς ἀληθῶς ἦν μέλι.
Ἐν τριτάτῃ δεκάτῃ δάκε καὶ κτάνε θὴρ Γλυκερίαν.
Αὕτη ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Ἀντωνίου τοῦ βασιλέως καὶ Σαβίνου ἡγεμόνος, ἐν ἔτει ρμα΄ [141] εὑρισκομένη κατὰ τὴν Τραϊανούπολιν, ἥτις εὑρίσκεται εἰς τὴν παραθαλασσίαν τοῦ Ἀδριατικοῦ κόλπου, Τράνι κοινῶς λεγομένη. Ὅταν λοιπὸν ἐθυσίαζεν ὁ ἡγεμὼν εἰς τὰ εἴδωλα, τότε ἡ Ἁγία αὕτη ἔγραψεν ἐπάνω εἰς τὸ μέτωπόν της τὸν τίμιον Σταυρόν, καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸν ἡγεμόνα, κηρύττουσα καὶ ὀνομάζουσα τὸν ἑαυτόν της Χριστιανήν, καὶ δούλην Χριστοῦ. Ὁ δὲ ἡγεμὼν ἐπαρακάλεσεν αὐτὴν νὰ θυσιάσῃ εἰς τὰ εἴδωλα. Ὅθεν ἡ Ἁγία ἐμβῆκεν εἰς τὸν ναὸν τῶν εἰδώλων, καὶ προσευχηθεῖσα εἰς τὸν Χριστόν, ἐκρήμνισε τὸ εἴδωλον τοῦ Διός, καὶ κατεσύντριψεν αὐτό. Οἱ δὲ Ἕλληνες ὁποῦ εὑρέθησαν ἐκεῖ, ἔρριπτον μὲν πέτρας κατεπάνω τῆς Μάρτυρος, πλὴν δὲν ἐκτυποῦσαν αὐτήν. Διὰ τοῦτο ἐκρέμασαν τὴν Ἁγίαν ἀπὸ τὰς τρίχας, καὶ ἐξέσχισαν αὐτήν. Ἔπειτα ἔβαλον αὐτὴν εἰς τὴν φυλακήν, καὶ δὲν τῆς ἔδωκαν, οὔτε φαγητόν, οὔτε πιοτὸν εἰς διάστημα πολλῶν ἡμερῶν. Ἄγγελος δὲ Κυρίου ἔφερνε τροφὴν εἰς αὐτήν, καὶ διὰ τοῦτο δὲν ἔπαθε κᾀνένα κακόν, ἀπὸ ἐκεῖνο ὁποῦ ὁ ἡγεμὼν ἐστοχάζετο, ὅτι ἔχει νὰ πάθῃ διὰ τὴν πεῖναν. Μάλιστα δὲ θαυμασμὸν καὶ ἔκπληξιν μεγάλην ἔλαβεν ὁ ἡγεμὼν καὶ οἱ σύντροφοί του, ὅταν εὑρῆκαν εἰς τὴν φυλακὴν σκουτέλι καὶ ψωμία καὶ γάλα καὶ νερόν, εἰς καιρὸν ὁποῦ ἡ φυλακὴ ἦτον κλεισμένη ἀσφαλῶς, καὶ τινὰς δὲν ἐμβῆκεν εἰς αὐτὴν διὰ νὰ τὰ φέρῃ.
Μετὰ ταῦτα ἔβαλον τὴν Ἁγίαν εἰς κάμινον πυρός, ἐπειδὴ δὲ ἔπεσε δρόσος ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ἔσβυσε τὴν φωτίαν, ὅθεν ἡ Ἁγία εὐγῆκεν ἀπὸ αὐτὴν ἀβλαβής. Ὕστερον εὔγαλον τὸ δέρμα τῆς κεφαλῆς της ἕως εἰς τὸ μέτωπον, εἶτα δέσαντες τὰς χεῖρας καὶ πόδας της, ἔρριψαν αὐτὴν εἰς τὴν φυλακήν, ὑποκάτω της δὲ ἔστρωσαν πέτρας. Ἄγγελος δὲ Κυρίου καταβάς, ἔλυσεν αὐτὴν ἀπὸ τὰ δεσμά, καὶ ἰάτρευσε τὴν κεφαλήν της. Ὅθεν τὸ θαυμάσιον τοῦτο βλέπων ὁ δεσμοφύλαξ Λαοδίκιος, ἐξεπλάγη, καὶ ὁμολογήσας τὸν Χριστόν, ἀπεκεφαλίσθη, καὶ ἔλαβε τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον. Ἡ δὲ Ἁγία πάλιν ἐφέρθη εἰς τὸν ἡγεμόνα, καὶ ἐπαραδόθη διὰ νὰ τὴν φάγουν τὰ θηρία. Ἕνα δὲ ἀπὸ αὐτὰ ἐδάγκασεν αὐτὴν ὀλίγον τι, ὅθεν ἐκ τοῦ τοιούτου ὀλίγου δαγκάματος, παρέδωκεν ἡ μακαρία τὴν ψυχήν της εἰς χεῖρας Θεοῦ. Τὸ δὲ ἅγιον αὐτῆς λείψανον ἐνταφιάσθη εἰς τὴν Ἡράκλειαν (1).
(1) Περὶ τοῦ λειψάνου τῆς Ἁγίας Γλυκερίας ταύτης γράφει ὁ Δοσίθεος, σελ. 519 τῆς Δωδεκαβίβλου, ὅτι εἰς τὴν Ἡράκλειαν εὑρίσκετο μία χαλκίνη λεκάνη, ἡ ὁποία ἐδέχετο τὰ θεόρρυτα μῦρα, ἅπερ ἀνέβρυον ἀπὸ τοῦ τάφου τῆς Ἁγίας ταύτης Γλυκερίας, διὰ μέσου τῶν ὁποίων ἐγίνοντο πολλὰ θαύματα, ὡς ἱστορεῖ ὁ Θεοφύλακτος. Ἐχρησίμευε δέ, ἡ χαλκίνη λεκάνη ἐκείνη διὰ νὰ γίνεται ἐν αὐτῇ ὁ ἁγιασμὸς ἐπάνω εἰς τὸν τάφον τῆς Μάρτυρος. Ὁ δὲ τότε Ἡρακλείας, εὑρὼν εἰς Κωνσταντινούπολιν μίαν λεκάνην χρυσῆν καὶ θαυμαστήν, ἠγόρασεν αὐτήν, καὶ ἐδιώρισε νὰ γίνεται ἐν αὐτῇ ὁ ἁγιασμὸς ἐπάνω εἰς τὸν τάφον τῆς Μάρτυρος ἀντὶ τῆς χαλκίνης. Ὅθεν πλέον δὲν ἐγίνοντο θαύματα. Διὰ δὲ τὰ δάκρυα καὶ τὰς προσευχὰς τοῦ Ἡρακλείας, ἀπεκαλύφθη αὐτῷ, ὅτι ἡ χρυσῆ ἐκείνη λεκάνη ἦτον ἀκάθαρτος. Διὰ τοῦτο ἔφερεν αὐτὴν εἰς τὸν τότε Πατριάρχην Ἅγιον Ἰωάννην τὸν Νηστευτήν. Καὶ ἐξετάσας ἐκεῖνος εὗρεν, ὅτι ἕνας ἄρχων σοφὸς καὶ μάγος Παυλῖνος ὀνόματι, ἔχυσεν αἵματα μέσα εἰς τὴν λεκάνην ἐκείνην τρόπῳ θυσίας, καὶ ἐγοήτευε μὲ τὴν ἐπίκλησιν τῶν δαιμόνων ὡς εἰδωλολάτρης. Ὅθεν ἀναφέρεται τῷ βασιλεῖ Μαυρικίῳ τὸ δρᾶμα. Καὶ ὁ μὲν Νηστευτής, διϊσχυρίζετο ἀπὸ Γραφικὰ ῥητά, ὅτι νὰ δοθῇ αὐτῷ παιδεία νομικὴ καὶ κατὰ κανόνα. Ὁ δὲ Μαυρίκιος, ἐπαλούκωσεν αὐτόν. Τοὺς δὲ υἱούς του ἀπεκεφάλισεν, ὡς συγκοινωνοὺς ὄντας τῆς μαγείας τοῦ πατρός των. (Ὅρα ὦ ἀναγνῶστα, πόσην πικρὰν τιμωρίαν λαμβάνουν οἱ μάγοι καὶ γόητες.)
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ἅγιος Λαοδίκιος ὁ δεσμοφύλαξ ξίφει τελειοῦται.
Λαοδίκιος ἐν μέσῳ λαῶν Λόγε,
Θεὸν καλῶν σε πρὸς δίκην ἤχθη ξίφους.
*
Μνήμη τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Σεργίου τοῦ Ὁμολογητοῦ.
Ὁ Σέργιός μοι πῶς τελευτᾷς τὸν βίον;
Κοινῷ τέλος τέθνηκα, καὶ ζῶν εἰμί σοι (2).
Οὗτος ὁ Ἅγιος, καθὼς ἦτον ἀπὸ γένος ἔνδοξον καὶ μεγάλον κατὰ τὸ σῶμα, ἔτζι ἦτον καὶ μέγας κατὰ τὴν ψυχήν, ζῶν ἐν τοῖς χρόνοις Θεοφίλου τοῦ εἰκονομάχου, ἤτοι ἐν ἔτει ωλε΄ [835]. Παρασταθεὶς λοιπὸν εἰς τὸν ῥηθέντα διώκτην καὶ εἰκονομάχον Θεόφιλον, ἐπειδὴ ἐπροσκύνει τὰς ἁγίας εἰκόνας, ἐδέθη ἀπὸ τὸν λαιμὸν μὲ ἕνα σχοινίον, καὶ πομπευθεὶς εἰς τὸ μέσον τοῦ παζαρίου, ἔλαβεν ὕβρεις καὶ καταφρονήσεις πολλάς. Ἀφ’ οὗ δὲ ὑστερήθη ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα ὁ ἀοίδιμος, ἐρρίφθη εἰς τὴν φυλακήν. Ἔπειτα ἐξωρίσθη ὁμοῦ μὲ τὴν γυναῖκά του Εἰρήνην ὀνόματι, καὶ ὁμοῦ μὲ τὰ τέκνα του, καὶ ὑπέμεινεν ἀνδρείως τὰς διαφόρους θλίψεις τῆς ἐξορίας. Καλεσθεὶς δὲ ἀπὸ τὸν Θεόν, ἐπῆγεν εἰς αὐτὸν διὰ τοῦ θανάτου, ἵνα λάβῃ τῆς ὁμολογίας τὸν ἄφθαρτον στέφανον.
(2) Τοῦτο τὸ δίστιχον εἶναι κατ’ ἐρωταπόκρισιν. Φαίνεται οὖν πῶς ἐρωτᾷ ὁ Χριστός, ἀποκρίνεται δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ Ὅσιος.
*
Μνήμη τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Παυσικάκου Ἐπισκόπου Συννάδων.
Ὁ Παυσικάκου προστρέχων τῷ λειψάνῳ,
Παθῶν κακούντων παῦσιν εὑρίσκει ξένην.
Οὗτος ὁ μακάριος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Μαυρικίου τοῦ βασιλέως, ἐν ἔτει φπε΄ [585]. Καὶ πατρίδα μὲν εἶχε τὴν ἐν τῇ Μαύρῃ Θαλάσσῃ εὑρισκομένην Ἀπάμειαν. Οἱ δὲ γονεῖς του ἦτον εὐγενεῖς καὶ ὀνομαστοὶ καὶ τρόφιμοι τῆς ἀληθοῦς πίστεως τῶν Χριστιανῶν. Ὤντας δὲ ἀκόμη νέος, κατεδάμαζε τὸν ἑαυτόν του μὲ ὑπερβολικὴν νηστείαν καὶ προσευχήν, καὶ μὲ κάθε ἄλλην σκληραγωγίαν καὶ ἄσκησιν, ὅθεν ἔγινεν ὕστερον Μοναχός. Ἀπὸ τότε δὲ καὶ εἰς τὸ ἑξῆς ἐτρέφετο μὲ ὀλίγον ψωμὶ καὶ νερόν, ἐμεταχειρίζετο δὲ καὶ τὴν τέχνην τῆς ἰατρικῆς, καὶ ἰάτρευεν ὁμοῦ τὰ σώματα καὶ τὰς ψυχάς. Ἐδίωκε γὰρ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοὺς δαιμονιζομένους, ἐθεράπευε τὰ παιδία ἐκεῖνα, ὁποῦ ἐγεννῶντο κολοβὰ καὶ παράσημα, ἀνόρθωνε τοὺς ἔχοντας καμποῦραν εἰς τὸ σῶμα, καὶ ἄλλα τοιαῦτα ἐποίει θαυμάσια.
Ὅθεν ἀπὸ τὴν πολλήν του φήμην, ἐγνωρίσθη εἰς τὸν τότε Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, οὗτος δὲ ἦτον ὁ ἐπὶ Μαυρικίου θαυμάσιος Κυριακός (3), ὁ ὁποῖος ἐχειροτόνησεν αὐτὸν Ἐπίσκοπον τῶν Συννάδων. Ἀφ’ οὗ δὲ ὁ Ἅγιος ἐπῆγεν εἰς τὰ Σύνναδα τὴν ἐπαρχίαν του, ἐδίωξεν ἀπὸ ἐκεῖ τοὺς νοητοὺς λύκους, ἤτοι τοὺς αἱρετικούς, μὲ τὴν σφενδόνην τῶν λόγων του, καὶ μὲ τὴν κοπτερὰν μάχαιραν τῆς διδασκαλίας του, ἀπέκοψεν αὐτοὺς ἀπὸ τὸ ὑγιὲς σῶμα τῶν Χριστιανῶν, ὡς σαπημένα μέλη, καὶ ἔρριψεν αὐτοὺς ἔξω τῆς Ἐκκλησίας, διὰ νὰ μὴ προξενήσουν βλάβην καὶ εἰς τὰ λοιπὰ ὑγιαίνοντα μέλη. Μὲ τοιοῦτον τρόπον λοιπὸν ἐχάρισεν εἰς τὸ ποίμνιόν του τὴν ἀσφάλειαν ὁμοῦ καὶ σωτηρίαν. Ἔπειτα ἐπῆγεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, καὶ ἰάτρευσε τὸν βασιλέα Μαυρίκιον ἀπὸ ἕνα πάθος ὁποῦ εἶχεν. Ὅθεν ὁ βασιλεὺς μὲ χρυσόβουλλον ἐδιώρισε νὰ δίδῃ εἰς τὰ Σύνναδα κάθε χρόνον, μίαν λίτραν χρυσίου, ἤτοι δώδεκα οὐγγίας, ἀπὸ τὰς ὁποίας ἡ κάθε μία περιέχει δράμια ὀκτώ. Γυρίζωντας δὲ εἰς τὰ Σύνναδα καὶ πηγαίνωντας εἰς τόπον καλούμενον Σόλωνα, ἐπειδὴ οἱ συνοδοιπόροι του ἐκινδύνευαν ἀπὸ τὴν δίψαν, τούτου ἕνεκεν διὰ προσευχῆς του ἀνέβλυσεν ἐκεῖ νερὸν καὶ ἐπαρηγόρησε τὴν δίψαν τους. Μὲ τοιαῦτα λοιπὸν κατορθώματα διεπέρασε τὴν ζωήν του ὁ Ἅγιος, καὶ γενόμενος εἰς πολλοὺς αἴτιος σωτηρίας, ἀναχωρεῖ ἀπὸ τὴν παροῦσαν ζωήν, καὶ μεταβαίνει εἰς τὴν μέλλουσαν.
(3) Ὁ Κυριακὸς οὗτος ἔγινε Πατριάρχης μετὰ τὸν Νηστευτὴν Ἰωάννην, πατριαρχεύσας ἔτη ἕνδεκα.
*
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀλέξανδρος Ἐπίσκοπος Τιβεριανῶν ξίφει τελειοῦται.
Ἀνδρὸς κεφαλὴν ἱεροῦ τέμνει ξίφος,
Αἵματα συζεύξαντος ἱερωσύνῃ.
*
Ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ὁ Πρεσβύτερος τῆς Μονῆς τῆς Ἐφάψεως ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Τρέψας φάλαγγας δαιμόνων Νικηφόρος,
Απῆλθεν ἔργῳ πρὸς Θεὸν νικηφόρος.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ τελεῖται τὰ ἐγκαίνια τοῦ ἐν τῇ νήσῳ τῆς Ἁγίας Γλυκερίας σεβασμίου καὶ θείου Ναοῦ τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου τῆς Παντανάσσης.
*
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ὁ νέος, ὁ κτίτωρ τῆς ἐν τῷ Ἄθῳ Μονῆς τῶν Ἰβήρων, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Θύων ὁ Εὐθύμιος ἁγνὴν θυσίαν,
Ἥλιος ὥσπερ ἐξέλαμψε κατ’ Ἄθω (4).
(4) Ὅρα τὸν Βίον αὐτοῦ εἰς τὸ Νέον Ἐκλόγιον, ὅστις ἑλληνιστὶ συνεγράφη ὑπὸ Μανουὴλ τοῦ μεγάλου Ῥήτορος, οὗ ἡ ἀρχή· «Οὗτος ὁ Πατὴρ ἡμῶν Εὐθύμιος». Ὁμοίως καὶ ἡ ᾀσματικὴ τούτου Ἀκολουθία παρὰ τοῦ αὐτοῦ Μανουὴλ ἐμελουργήθη. (Σῴζονται ταῦτα ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων.)
*
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ἴβηρ, ὁ πατὴρ τοῦ ῥηθέντος Εὐθυμίου, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Λιπὼν τὰ τερπνὰ ὦ Ἰωάννη βίου,
Νῦν τοῖς ἀγαθοῖς ἐντρυφᾷς τοῦ Κυρίου.
*
Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ὁ Ἴβηρ, ὁ συγγενὴς τοῦ ῥηθέντος Εὐθυμίου, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (5).
Ἐκεῖ κατοικεῖς ἔνθα συγγενὲς γένος,
Καύχημ’ Ὁσίων ὦ Γεώργι’ εὐθύφρον.
(5) Ὅρα εἰς τὸν ῥηθέντα Βίον τοῦ Εὐθυμίου ἐν τῷ Νέῳ Ἐκλογίῳ.
*
Ὁ Ὅσιος Γαβριὴλ ὁ Ἴβηρ, ὁ θείας φωνῆς ἀκηκοώς, καὶ ἐξαγαγὼν ἐκ τῆς θαλάσσης τὴν θαυματουργὸν εἰκόνα τῆς Πορταϊτίσσης, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Μορφὴν ἁγνῆς σὺ Γαβριὴλ κρατεῖς ξένως.
Ὦ τῆς χάριτος, ἧς ἔτυχες τρισμάκαρ!
*
Μοναχοὶ Ὁσιομάρτυρες Ἰβηρῖται, οἱ τοὺς λατινόφρονας ἐλέγξαντες, τὸν βασιλέα φημὶ Μιχαήλ, καὶ τὸν Πατριάρχην Βέκκον, ἐν τῇ θαλάσσῃ βληθέντες τελειοῦνται (6).
Ὑπὲρ πατρώων ἐπνίγητε δογμάτων,
Καὶ πρὸς γαληνοὺς ὡρμίσασθε λιμένας.
(6) Ὅρα τὴν Ἀκολουθίαν τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Των Αγίων Γλυκερίας, Λαοδικίου, Σεργίου, Παυσικάκου Επισκόπου Συννάδων, Αλεξάνδρου Επισκόπου Τιβεριανών κ.ά.