
Πολύ θα βοηθηθούμε, πολύ θα ωφεληθούμε, όταν πλησιάζουμε έτσι κατ’ αυτόν τον τρόπο στην προσευχή. Είπαμε, να υπάρχει μια προετοιμασία και ένας πρόλογος στην προσευχή. Πολλοί έχουν την καλή συνήθεια, πριν ξημερώσει Κυριακή ή και αποβραδίς να κάθονται και να διαβάζουν πνευματικά βιβλία. Πολύ καλά κάνουν. Όποιος κάθεται το Σάββατο και μέχρι τις δώδεκα τα μεσάνυχτα παρακολουθεί τηλεόραση και πάει την άλλη μέρα στην Εκκλησία, δεν ξέρω πόσο θα μπορέσει να προσευχηθεί, ακόμη και αν παρακολουθεί και θρησκευτικά έργα στην τηλεόραση ή και άλλα κοινωνικά λεγόμενα έργα. Όποιος θα καθίσει να διαβάσει ένα πνευματικό βιβλίο και το πρωΐ θα ετοιμαστεί καταλλήλως, αυτός θα μπορέσει να προσευχηθεί, όταν θα πάει στην Εκκλησία.
Έπειτα έχουμε τις κατ’ ιδίαν προσευχές, το Απόδειπνο ή το πρωΐ που θέλεις να κάνεις μια μικρή προσευχή, και εκεί χρειάζεται αυτοσυγκέντρωση. Απαραίτητη προϋπόθεση πρώτα είναι η πίστη. Να πιστεύουμε ζωντανά ότι ο Θεός είναι δίπλα μας. Δεν προσπαθούμε να διασχίσουμε τα ουράνια και να βρούμε ψηλά στα ουράνια τον Θεό και να επικοινωνήσουμε εκεί. Ο Θεός είναι δίπλα σου! Ή στην Εκκλησία ή στο σπίτι σου ή στον δρόμο, οπουδήποτε θέλεις να προσευχηθείς, ο Θεός είναι δίπλα σου. Αυτή η πίστη, αυτή η συναίσθηση είναι το πρώτο, το απαραίτητο που πρέπει να σκεφτόμαστε. Έπειτα μια προετοιμασία είναι η μελέτη, είναι η ανάγνωση και η στροφή στον εαυτό μας. Να στρεφόμαστε στον εαυτό μας. Να φύγουμε από όλα τα άλλα.
Και μολονότι γινόμαστε ελεεινοί ζητιάνοι, ελεεινοί ζητιάνοι πραγματικά, πάλι μας ακούει ο Θεός. Αλλά όμως πόσο θα μας άκουγε και θα τακτοποιούσε όλες τις υποθέσεις μας, εάν τα ξεχνούσαμε όλα αυτά, τα αφήναμε όλα και μέναμε μόνο, όπως είπα, μόνο εμείς και ο Θεός και Τον πλησιάζαμε, για να επικοινωνήσουμε μαζί Του! «Θεέ μου, Σ’ ευχαριστώ που με αξιώνεις εμένα το τίποτε, την σκόνη, το μηδέν να έρχομαι μπροστά Σου!». Τον ευχαριστούμε. «Είμαι ένας αδύνατος», εξομολογούμεθα την αδυναμία μας, «και δεν το αξίζω. Ελεεινός είμαι. Αλλά επειδή είσαι Συ αγάπη, είσαι Πατέρας, ελέησέ με». Μόνο αυτά. Τίποτε άλλο. Όχι ειδικά αυτό και εκείνο και εκείνο. Μόνο αυτό, «ελέησέ με». Ε, τότε θα πραγματοποιηθεί αυτό που λέγει ο ίδιος ο Κύριος «πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. 6:34). Ξέρει ο Θεός. Όλα τα άλλα θα τα τακτοποιήσει ο Θεός, εάν εμείς κινηθούμε έτσι με την καρδιά μας. Να, αυτή είναι σωστή προσευχή. Δεν χρειάζονται πολλά λόγια.
Ο ληστής στον σταυρό επάνω τι είπε; «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου». Είμαι ληστής. Είμαι αμαρτωλός. Είσαι ένας Πατέρας Εσύ. Μπορείς να με θυμηθείς, εμένα τον ληστή. Θυμήσου με! Να, η προσευχή του ληστού.
Ο Τελώνης; «Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ», είπε. Δεν έκανε άλλη προσευχή ο Τελώνης. Προσηύχετο. Δεν είπε μια φορά την φράση «ο Θεός, ιλάσθητί μοι». Λέγει η Γραφή προσηύχετο. Συνεχώς, ώρα πολλή προσηύχετο. Και τι έλεγε; «Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Σ’ ευχαριστώ που με αξίωσες και μπήκα στον ναό σου, αυτά τα βρώμικα πόδια μπήκαν στον ναό σου. Δεν τολμώ να προχωρήσω μπροστά. Βλέπετε πόσο ταπεινά σκέφτεται; Εδώ σε μια ακρούλα θα καθίσω, δίπλα στην πόρτα. Ούτε το βλέμμα μου να σηκώσω τολμώ. Δεν είμαι άξιος να σηκώσω το βλέμμα μου ψηλά στους ουρανούς. Έτσι σκέφτεται ο Τελώνης. Έτσι ξεκινάει την προσευχή του. Βλέπετε πόσο ταπεινά προσεύχεται; Μόνο το χώμα αξίζει να βλέπω και να σκέφτομαι την αναξιότητά μου, την μηδαμινότητά μου, την αχρειότητά μου. Εσύ είσαι αγαθός, είσαι Πατέρας. Είσαι γεμάτος αγαθότητα και σπλάγχνα οικτιρμών. Λοιπόν εγώ ο ελεεινός σου λέγω να με ελεήσεις. «Ο Θεός, ιλάσθητί μοι». Τον ελέησε ο καλός Θεός! Και μάλιστα συγκίνησε τον Θεό η προσευχή αυτή του Τελώνου. Ήταν γεμάτη δύναμη αυτή η προσευχή.
Ή βλέπουμε στην Γραφή την μητέρα του προφήτη Σαμουήλ, την Άννα, την ηρωΐδα εκείνη που κάθεται βουβή μέσα στον ναό, κάθεται σιωπηλή. Προσευχόταν ενδομύχως, εκινούντο τα χείλη της, χωρίς να ακούγεται φωνή ώρα πολλή εκεί. Με την καρδιά της ψέλλιζε μερικές λέξεις. Και αυτές οι λέξεις ήταν σαν μια βοή που έφθασε στα αυτιά του Κυρίου. Και εγένετο το αίτημά της. Της χάρισε παιδί. Και μάλιστα τον γίγαντα εκείνον, τον Σαμουήλ. Έλεγε απλά, «Θεέ μου, δώσε μου ένα παιδί. Αν θέλεις, δώσε μου». Δεν έλεγε τίποτε περισσότερο. «Δεν είμαι άξια, αλλά Εσύ τους ανάξιους τους επισκέπτεσαι. Και μπορείς να μου δώσεις. Δώσ’ μου». Έτσι με την καρδιά της μιλούσε· και αυτό ήταν μια βοή που ανέβηκε στον Θεό. Και απάντησε ο Θεός αμέσως.
Δεν χρειάζεται πολυλογία στην προσευχή. Γι’ αυτό και οι άγιοι Πατέρες λένε ότι η καλύτερη προσευχή είναι να λες μερικές λέξεις, «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με». Να τις λες και στον δρόμο και στην δουλειά σου. Αν εσύ, γυναίκα, είσαι στο σπίτι μέσα και σκουπίζεις, πλένεις πιάτα, τα μεν χέρια δουλεύουν, αλλά η σκέψη να είναι σε αυτές τις λέξεις, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Όταν η σκέψη μας είναι στο νόημα αυτών των λέξεων και συμμετέχει και η καρδιά μας, το λέμε, όπως είπαμε, με πόνο, κάνουμε την καλύτερη προσευχή. Μπορεί να βαδίζεις στον δρόμο και να κάνεις την ζωντανότερη προσευχή. Μπορεί να δουλεύεις και να κάνεις την καλύτερη προσευχή.
Βλέπετε προσευχή δεν είναι μόνο να σταθείς στην Εκκλησία μέσα. Είναι όμως απαραίτητη η κοινή προσευχή. Εάν δεν πας να προσευχηθείς την Κυριακή με όλους τους αδελφούς ή δεν καθίσεις το βράδυ να κάνεις ένα Απόδειπνο, μη ζητάς να κάνεις την ευχή. Δεν μπορείς. Είναι αδύνατο. Για να φτάσεις στην ευχή πρέπει να περάσεις από αυτά τα στάδια, της κοινής λατρείας, και έπειτα να φτάσεις εκεί στην ευχή. Αν πεις ότι εγώ δεν θα πάω, θα καθίσω στο σπίτι μου και θα λέω την ευχή ή θα κάνω την δουλειά μου και θα λέω την ευχή, δεν κάνεις τίποτε. Ματαιοπονείς.
Από το βιβλίο: ΟΜΙΛΙΕΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Α’, Ιερόν Ησυχαστήριον “Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος”, Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής 2020, σελ. 85.