Κάποια μέρα – διηγήθηκε μία κυρία από το Περιθώρι Δράμας – αγανάκτησα από τους καυγάδες με τη μητέρα μου, γιατί με πίεζε να παντρευτώ σύντομα, για να παντρευτούν με τη σειρά τους και οι άλλες μου αδελφές, και είπα: «Θα πάω στον καλόγερο να τον ρωτήσω τι να κάνω». Έραβα τότε, πήρα κάτι από τις οικονομίες μου και ήρθα στο μοναστήρι.
Σουρούπωσε, όταν έφτασα. Ήμουν τυχερή που βρήκα εδώ κοντά στον Γέροντα τη μάνα Αργυρώ. Όταν μπήκα μέσα και πλησίασα στον Γέροντα, άκουσα που είπε: «Ένας χωροφύλακας ερχόταν, πού είναι;». Και πράγματι, ώσπου να τελειώσει τα λόγια του, μπήκε και ο χωροφύλακας μέσα.
Ο Γέροντας που τον περίμενε τον αγκάλιασε, τον φίλησε κι εγώ σκεφτόμουν: ποιος ξέρει τι καλός άνθρωπος είναι για να τον καλοφερθεί έτσι με τόση αγάπη.
Εμένα μόλις με είδε με ρώτησε: «Από πού έρχεσαι εσύ;». Τον είπα. Πάντα είχε κόσμο εδώ στον καλόγερο και τότε που ήρθα ήταν αρκετοί. Εγώ με τρόπο είπα το πρόβλημά μου στη μάνα Αργυρώ για να με βοηθήσει να πλησιάσω τον Γέροντα. Αυτά έγιναν το 1957. Σιγά-σιγά έστειλε τον κόσμο στον ξενώνα και μείναμε οι τρεις μας: ο Γέροντας, η μάνα Αργυρώ κι εγώ. Είπα τον αγώνα μου και περίμενα τι θα με συμβουλέψει να κάνω. Και τότε ο Γέροντας, χωρίς καθόλου φυσικά να γνωρίζει τον άνδρα μου, όμως τα ήξερε όλα, μου περιέγραψε όλα του τα χαρίσματα: «Είναι πολύ καλός και μη στενοχωριέσαι. Θα ‘ρθει σπίτι σας, θα σε πάρει. Είναι τόσο εργατικός, που να φανταστείς, μιλάει με τους άλλους και σκέφτεται το μεροκάματο. Θα ζήσεις καλά, μη φοβάσαι». Τελευταία μου αποκάλυψε και κάτι, που εγώ δεν το ήξερα. «Ο πατέρας του, να ξέρεις, δεν είναι ορθόδοξος, αλλά αυτό δεν σε πειράζει, ούτε θα σε πιέσει, ούτε τίποτε θα σε πει».
Όταν αρραβωνιάστηκα και πήγα στα πεθερικά μου, τότε ο αρραβωνιαστικός μου μου είπε: «Μην περιμένεις δώρο – και μου έδωσε ένα Ευαγγέλιο –, ο πατέρας μου είναι ευαγγελικός». Τότε έφυγε η γη κάτω από τα πόδια μου, πάγωσα και θυμήθηκα τα λόγια του ευλογημένου Γέροντα, που τα ήξερε όλα και μου τα είχε φανερώσει.
Πράγματι ο άνδρας μου είναι εργατικός, καλός, μου φέρθηκε καλά, δουλέψαμε, κάναμε οικογένεια. Όταν έφευγα από το μοναστήρι, αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ όσο ζω, με αγκάλιασε με πατρική στοργή και περισσή αγάπη, με πήγε μέχρι την πόρτα και μου είπε: «Μόνο σε παρακαλώ, θέλω να παντρευτείς γρήγορα». Μόνο που σ’ αυτό δεν τον άκουσα.
Όταν θα έφευγα, θυμάμαι, είχα δώσει στον Γέροντα κάτι από το χαρτζιλίκι μου. Είχε τότε κάτι δεκάρικα χάρτινα. Πήγα να φιλήσω το χέρι του και να του το δώσω. Όμως εκείνος με αγάπη μου είπε: «Δεν θέλει ο καλόγερος λεφτά, παιδί μου, κράτησέ τα να κάνεις την προίκα σου». Από μακριά τα καταλάβαινε όλα, ήταν άγιος.
Η μητέρα μου μου έλεγε πολλά. Κάθε φορά που θα έρχονταν άνθρωποι και θα τον στενοχωρούσαν τον Γέροντα, υπέφερε, έπιανε το κεφάλι του με πόνο.
Μία ημέρα είπε στη μάνα Αργυρώ: «Έρχονται δύο γυναίκες, να τις πεις να φύγουν αμέσως», όπως και το έκανε εκείνη η ευλογημένη ψυχή. Μετά είπε στον Γέροντα σκεφτική: «Τώρα που νυχτώνει, πού θα πάνε οι καημένες να κοιμηθούν;» «Δεν με νοιάζει, αυτά τα διαβολικά που έχουν πάνω τους, που τα πήραν από τους χοτζάδες, αν δεν τα πετάξουν, βοήθεια Θεού δεν θα δούνε».
Τις έδιωξε και κάπου στο χωριό κοιμήθηκαν το βράδυ. Σε αυτά τα θέματα ήταν πολύ αυστηρός.
Από το βιβλίο: (†) Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Ο Όσιος Γεώργιος της Δράμας. Έκδοσις Ι. Μ. Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σίψα) Δράμα 2016, σελ. 268 (αποσπάσματα).