Το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής περικοπής του Ματθαίου (4.18-23) εξιστορεί την κλήση των πρώτων μαθητών στο αποστολικό αξίωμα.
Ας σταθούμε στον τελευταίο σημερινό στίχο: «Και περιήγεν όλην την Γαλιλαίαν ο Ιησούς διδάσκων… και κηρύσσων το ευαγγέλιον της βασιλείας και θεραπεύων”.
Οι διδαχές που αναφέρονται είναι θεωρητική, νοητική –και καρδιακή στην τέλεια μορφή– υπόθεση, ενώ οι θεραπείες είναι πράξεις, δηλαδή αισθητή υπόθεση. Αυτός λοιπόν ο στίχος πόσο πυκνός και περιεκτικός είναι! Πόσες άραγε διδαχές και πόσα θαύματα χώρεσε περιληπτικά στις δυο-τρεις σειρές του! Θα μπορούσε να ήταν τίτλος ογκωδέστατου βιβλίου.
“Περιήγεν όλην την Γαλιλαίαν ο Ιησούς διδάσκων… και κηρύσσων το ευαγγέλιον της βασιλείας”. Λοιπόν ας ενδιατρίψουμε στη διδακτική του Σωτήρα. Θα δούμε τον μέγα Διδάσκαλο στο προφητικό αξίωμά Του.
Ο Κύριος είναι ο κατ’ εξοχήν Προφήτης, “δυνατός εν έργω και λόγω εναντίον του Θεού και παντός του λαού” (Λουκ. 24.19). Προφήτης στη Δογματική σημαίνει Διδάσκαλος. Ο Λόγος του Πατρός και Θεός (Ιω. 1.1) απευθύνει τον λόγο Του στον λόγο, δηλαδή στο λογικό, του ανθρώπου.
Ο λόγος, ο νους πρέπει κατά τους νηπτικούς Πατέρες να κατεβεί και να εγκαθιδρυθεί στην καρδιά. Τότε ο άνθρωπος μαζεύει τις δυνάμεις του και απλοποιείται, ενώ πριν ήταν διασπασμένος και διασπαρμένος. Τώρα αποβαίνει ενιαίος, ολοκληρωμένος.
Συνεπώς, όταν ο Λόγος απευθύνει τον λόγο Του, δηλαδή το Ευαγγέλιο, στον λόγο του ανθρώπου, τον απευθύνει στην πληρότητα της οντότητός του, θεολογεί έλλογα η Εκκλησία.
Ο Ιησούς είναι ο Διδάσκαλος που προφητεύθηκε και στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά και έξω από αυτή!
Οι Εβραίοι περίμεναν μέγιστο προφήτη, νομοθέτη και αρχηγό της περιωπής του Μωυσή, μεγίστης γι’ αυτούς προσωπικότητος. Ο ίδιος ο Μωυσής τους είχε αποκαλύψει πως ο Κύριος του είχε προαναγγείλει “Προφήτη θα τους αναδείξω από τους αδελφούς των, όπως ακριβώς εσένα, και θα δώσω τα λόγια στο στόμα του, και θα τους λαλήσει σύμφωνα με ό,τι θα τον διατάξω” (Δευτ. 18.18· Πραξ. 3.23). Για τούτο “Θα τον ακούσετε κατά πάντα”, συμβούλευε τους συμπατριώτες του ο Θεόπτης (Δευτ. 18.15-16).
Ο Ησαΐας επίσης προφήτευε για ένα υπερφυσικό, πρωτοφανές παιδί. Ήταν τόσο βέβαιος για την έλευσή του, που μιλούσε σε αόριστο χρόνο “προφητικό”, σαν να είχε έρθει ήδη. Θα επονομαζόταν “μεγάλης βουλής αγγελιοφόρος, θαυμαστός σύμβουλος, Θεός ισχυρός, εξουσιαστής, άρχοντας ειρήνης, πατέρας του μέλλοντα αιώνα” (9.6).
Αναμφισβήτητα όλες αυτές οι ιδιότητες “ενσαρκώθηκαν” στο πρόσωπο του Θεανθρώπου. Θεός, άρχοντας, κομιστής της Τριαδικής βουλής και θελήσεως καθώς και σύμβουλος, διδάσκαλος.
Μας έρχεται εδώ στον νου φυσικά και αβίαστα “Ιησούς ο παις” σε ηλικία “ετών δώδεκα” στον Ναό των Ιεροσαλύμων. Τον είχαν βρει εκεί η μητέρα Του και ο Ιωσήφ “καθεζόμενον εν μέσω των διδασκάλων και ακούοντα αυτών και επερωτώντα αυτούς· εξίσταντο δε πάντες οι ακούοντες αυτού επί τη συνέσει και ταις αποκρίσεσιν αυτού” (Λουκ 2.42-47).
Χάρη σε τούτο το παιδί, κατά τον Ησαΐα πάλι, θα έλαμπε φως μέγα στους “κατοικούντες σε χώρα και σκιά θανάτου” (9.2) πνευματικού, δηλαδή σε σκοτάδι αγνοίας και αμαρτίας και δυστυχίας.
Από τον ειδωλολατρικό χώρο τώρα δυο επίσης προφητείες για τον άκρο Διδάσκαλο, επίσης επιλεκτικά και δειγματοληπτικά.
Ο Σωκράτης στην απολογία του αγορεύοντας εμπνέεται από τον “σπερματικό λόγο”. Η θεωρία του “σπερματικού λόγου” οφείλεται στον απολογητή άγιο Ιουστίνο, τον φιλόσοφο και μάρτυρα. Υποδηλώνει τις αναλαμπές στο ανθρώπινο γένος μετά την έκπτωσή του από τη θεογνωσία. Είναι οι σπινθήρες που απέμειναν μέσα στις στάχτες μετά το σβήσιμο του φωτός· σπέρματα αληθείας –δώρα και τούτα της θείας αγάπης– διάσπαρτα στις ψυχές των θνητών, οι οποίοι αγνοούν τον αληθινό Θεό.
Φωτίζεται λοιπόν ο Σωκράτης και προλέγει: “θα είσαστε κοιμώμενοι [στη μακαριότητα της αγνοίας και της πλάνης σας] εκτός εάν ο Θεός φροντίζοντας για σας, σας στείλει κάποιον άλλο” (Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους 18, 31Α).
Ακόμη πιο συγκλονιστικά προφητεύει στον περί προσευχής (Πλάτωνος δεύτερο) διάλογο με τον Αλκιβιάδη (Β’ 14). Διδάσκει εκεί τον Αλκιβιάδη ο “πάντων ανθρώπων σοφώτατος» Σωκράτης έτσι περίπου:
“Πρέπει να περιμένουμε ώσπου κάποιος να μας μάθει πώς πρέπει να διακείμεθα προς τους θεούς και προς τους ανθρώπους”.
Ρωτάει ο Αλκιβιάδης: “Ποιος θα μας το διδάξει;”
Αποκρίνεται ο σοφός: “Θα το διδάξει εκείνος που μεριμνά [και για όλους και] για σένα”.
Άρα υπήρχε αυτός ο “εκείνος”, καίτοι δεν είχε έρθει ακόμη στον κόσμο, και επιπλέον αγαπούσε και προνοούσε και πριν έρθει στον κόσμο. Ο εγκυρότατος και αυθεντικός Διδάσκαλος που προϋπήρχε θα αποκάλυπτε τη σχέση με τη Θεότητα (το δόγμα) και θα νομοθετούσε τη σχέση με τους ανθρώπους (το ήθος).
Λες και πρόκειται για προφητείες αποσπασμένες από τη Γραφή.
Καλά, ο Χριστός είναι μεν προφήτης, διδάσκαλος, έστω ο υπέροχος, ο υπεροχότερος, αλλά τέλος πάντων σε τελική ανάλυση μήπως είναι ένας από τους προφήτες, και όχι τελείως διάφορός τους; Μήπως είναι «ο πρώτος μεταξύ ίσων», κατά την ουσία και την αποστολή; Έτσι Τον θέλουν μερικοί κρυφοί πολέμιοί Του. Τον θέλουν πνεύμα, μύστη, αλλά άνθρωπο, όχι θεό.
Κάθε άλλο! Ο Ιησούς αντιδιαστέλλεται οξέως από κάθε προφήτη και κάθε άνθρωπο. Δεν είναι άνθρωπος, “χαριτωμένος” έστω από τον Θεό για ένα ορισμένο έργο. Είναι ο Θεάνθρωπος! Ο ένας της Τριάδος! Ο άναρχος και αΐδιος που διακήρυξε “πριν Αβραάμ [τον πατέρα των προφητών] γενέσθαι εγώ ειμι” και όχι “ήμουν” (Ιω. 8.58).
Δεν διαθέτει απλώς διδακτικό τάλαντο· είναι η Αλήθεια. “Εγώ ειμι η οδός και η αλήθεια και η ζωή” διατράνωσε (Ιω. 14.6). Ο Παύλος κήρυττε τον “Χριστόν Θεού δύναμιν και Θεού σοφίαν” (Α’ Κορ. 1.24). Ιδίως προ των Οικουμενικών Συνόδων η σοφία ήταν προσωνύμιο συνηθισμένο του δευτέρου προσώπου της Τριάδος: Ο Υιός, η Σοφία του Θεού. Η αγια-Σοφιά της Πόλης είναι ακριβώς αφιερωμένη στον Χριστό.
Δεν συγκρίνεται ο Κύριος με τους προφήτες. Δεν υπάρχει κοινό μέτρο. Οι δεύτεροι δεν ήσαν αυτοδύναμοι. Τα χαρίσματά τους τα είχαν δοτά από Αυτόν, τον ταμιούχο της σοφίας, “εν ω εισί πάντες οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως απόκρυφοι” (Κολ. 2.3).
Διδάσκει άρα όχι προηγηθείσες ξένες γνώσεις και πείρα, αλλά τα θέσφατά Του, το δικό Του θείο θέλημα.
Κάτι δεύτερο: Οι προφήτες προανάγγειλαν τον Χριστό, και όχι αντίστροφα ο Χριστός τούς προφήτες. Το μείζον – το μέγιστο και άφθαστο και μοναδικό – είναι ο Χριστός.
Όποιος άρα ήρθε, έρχεται ή θα έρθει “εν τω ονόματι τω ιδίω”, ήταν, είναι ή θα είναι ψευδοδιδάσκαλος και ψευδομεσσίας (Ιω. 5.43).
Αυτός ο Χριστός εκφράσθηκε απόλυτα και κατηγορηματικά για την αυθεντία της διδαχής και της εξουσίας Του. “Φωνείτε με, ο Διδάσκαλος και ο Κύριος, και καλώς λέγετε· ειμί γάρ” (Ιω. 13.13). Είναι ο Διδάσκαλος και όχι (ένας κάποιος) διδάσκαλος· ο Κύριος και όχι κύριος.
Αντιπαραθέτει το κύρος της διδαχής Του σε εκείνο των προφητών. Άρχιζαν το κήρυγμά τους με την κλασική εισαγωγή “Τα τάδε λέει ο Κύριος” (π.χ. Αμώς 1.6). Αυτός αντιτάσσει επανειλημμένα το “Εγώ δε λέγω υμίν”. Π.χ. “Ηκούσατε ότι ερρέθη τοις αρχαίοις, ου φονεύσεις… (Έξ. 20.15). Εγώ δε λέγω υμίν ότι πας ο οργιζόμενος τω αδελφώ αυτού εική ένοχος έσται… Ηκούσατε ότι ερρέθη τοις αρχαίοις, ου μοιχεύσεις (Έξ. 20.13). Εγώ δεν λέγω υμίν ότι πας ο βλέπων γυναίκα προς το επιθυμήσαι αυτήν ήδη εμοίχευσεν αυτήν εν τη καρδία αυτού…” (Ματθ. 5.21-45). Ανατρέπει έτσι την παλιά τάξη και εγκαθιστά τη νέα. Η αυθεντία είναι Αυτός.
Μια απορία: Πώς τότε λέει αλλού “η εμή διδαχή ουκ έστιν εμή, αλλά του πέμψαντός με”; (Ιω. 7.16). Απάντηση: Εδώ θέλει να τονίσει την ομοφωνία των προσώπων της Αγίας Τριάδος. Ό,τι γίνεται, γίνεται εν συμφώνω.
Φανέρωσε σχετικά και ο Πατήρ κατά τη Μεταμόρφωση και πρόσταξε: “Ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός· αυτού ακούετε” (Μάρκ. 9.7) όλα όσα λέει, διδάσκει και εντέλλεται.
Το συμπέρασμα: Ο Χριστός είναι “το φως του κόσμου” (Ιω. 8.12). Τον μαρτύρησαν οι προφήτες, οι απόστολοι, ο Πατήρ! Μαρτύρησε και ο Ίδιος τον Εαυτό Του. Δεν μένει παρά να τον αναγνωρίσουμε και μεις, εφόσον μάλιστα οι πάντες μάς παρακινούν προς τούτο. Ένας είναι ο Διδάσκαλός μας, ο Χριστός! Ένας ο καθηγητής μας, ο Χριστός! (Ματθ. 23.8,11).
Ιερομόναχος Ιουστίνος