Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου8 Σεπτεμβρίου

Το Γενέσιον της Υπεραγίας Θεοτόκου· Ρούφου, Ρουφιανού, Σεβήρου κ.ά.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

8-9 (1)Τω αυτώ μηνί Η’, το Γενέσιον της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας.

Πάσας αληθώς Άννα νικάς μητέρας,
Μήτηρ έως αν, ση γένηται θυγάτηρ.

Εξάγαγε προς φάος Θεομήτορα ογδόη Άννα.

Ταύτης της Κυρίας ημών Θεοτόκου, ο μεν πατήρ Ιωακείμ είχε το γένος από την βασιλικήν φυλήν του Δαβίδ· και επειδή παιδίον δεν εγέννα, αλλά ωνειδίζετο δια τούτο, τούτου χάριν δεν έπαυεν από το να προσφέρη εις τον Θεόν διπλά τα δώρα του, ως πλούσιος ων και φιλόθεος. Η δε μήτηρ αυτής Άννα, και αυτή παρομοίως εκατάγετο από το βασιλικόν γένος του Δαβίδ· όθεν ήτον και κατά το σώμα και κατά την ψυχήν ευγενεστάτη από όλας.

Επειδή λοιπόν και οι δύω ελυπούντο δια το όνειδος της απαιδίας, ο μεν Ιωακείμ, επήγεν εις το όρος· η δε Άννα, εμβήκεν εις το περιβόλιον. Και οι δύω ομού επαρακάλουν με δάκρυα τον Θεόν, δια να χαρίση εις αυτούς καρπόν κοιλίας. Δια τούτο και έτυχον του ποθουμένου, και εγέννησαν την Θεοτόκον Μαρίαν, την πάντων των Αγίων αγιωτέραν. Και ούτως απόκτησαν μίαν καλλιτεκνίαν ασύγκριτον και εξοχωτάτην, ήτις υπερείχεν όλας τας καλλιτεκνίας των ανθρώπων. Και μακάριοι όντες καθ’ εαυτούς δια την ενάρετον και θεοφιλή αυτών γνώμην, πολλώ μάλλον μακαριώτεροι έγιναν, δια την ασύγκριτον χάριν και θείαν τεκνογονίαν, οπού ηξιώθησαν. Επειδή από την εδικήν τους θυγατέρα, ήτοι την αειπάρθενον Μαριάμ, κατεδέχθη να γεννηθή ο Υιός του Θεού.

Με ποίον δε τρόπον η Άννα εκατάγετο από την βασιλικήν φυλήν του Δαβίδ, τώρα θέλει το φανερώσει ο λόγος με συντομίαν. Εικοστός τρίτος από το γένος του Δαβίδ ευρίσκεται ο Ματθάν, (ή ακριβέστερον ειπείν εικοστός έβδομος, κατά την γενεαλογίαν του Ευαγγελιστού Ματθαίου). Ούτος λοιπόν λαβών γυναίκα Μαρίαν την εκ της φυλής του Ιούδα καταγομένην, εγέννησεν υιόν τον Ιακώβ, τον πατέρα Ιωσήφ του Μνήστορος, και τρεις θυγατέρας, Μαρίαν, Σοβήν, και Άνναν. Και η μεν Μαρία, γεννά Σαλώμην την μαίαν· η δε Σοβή, γεννά την Ελισάβετ· η δε Άννα, γεννά την Θεοτόκον. Ώστε οπού η Σαλώμη, η Ελισάβετ, και η Θεοτόκος είναι, έγγοναι μεν του Ματθάν, και Μαρίας της γυναικός αυτού, πρώται δε εξάδελφαι αναμεταξύ των (1). (Περί της Γεννήσεως της Θεοτόκου όρα εις την Σάλπιγγα, εις τον Μηνιάτην, και εις την Αποστολικήν Σαγήνην, και λόγους ευρήσεις απλοϊκούς.)

(1) Εντεύθεν συνάγεται, ότι ο εκ της Θεοτόκου γεννηθείς Κύριος, και ο εκ της Ελισάβετ γεννηθείς Πρόδρομος, ήτον δεύτεροι εξάδελφοι. Ορθώς δε γράφεται εν τοις Μηναίοις και τω τετυπωμένω Συναξαριστή, ότι η Ελισάβετ και η Σαλώμη ήτον ανεψιαί της Άννης, ως θυγατέρες των αδελφών αυτής, της Μαρίας λέγω και της Σοβής.

Σημείωσαι, ότι εις την Γέννησιν της Θεοτόκου λόγους πανηγυρικούς έχουσιν Ανδρέας ο Κρήτης τρεις, ων του μεν ενός η αρχή έστιν αύτη· «Πάλιν εορτή και πάλιν πανήγυρις». Του δε ετέρου· «Ει μετρείται γη σπιθαμή». Του δε άλλου· «Αρχή μεν εορτής». Θεόδωρος ο Στουδίτης, ου η αρχή· «Λαμπρώς πανηγυρίζει». Γρηγόριος ο Παλαμάς, ου η αρχή· «Πας μεν καιρός επιτήδειος». Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ου η αρχή· «Δεύτε πάντα τα έθνη». Σώζονται δε αυτοί εν τη Λαύρα, εν τω Κοινοβίω του Διονυσίου και εν τη Ιερά Μονή του Βατοπαιδίου. Εν τω έκτω δε Πανηγυρικώ της αυτής Μονής του Βατοπαιδίου σώζεται εις λόγος διαλαμβάνων περί γεννήσεως και ανατροφής της Θεοτόκου, ου η αρχή· «Εχρήν αληθώς την Παρθένον». Αλλά και ο Μεταφραστής λόγον εις το Γενέσιον της Θεοτόκου, όστις σώζεται εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων. Εν δε τη Μεγίστη Λαύρα σώζεται και τέταρτος λόγος του Ανδρέου Κρήτης, ου η αρχή· «Άλλοι μεν άλλας εορτών υποθέσεις». Έχει δε εγκώμιον εις αυτήν και Φώτιος ο Πατριάρχης, και Λέων ο Σοφός. Σημείωσαι δε ότι, εις την Γέννησιν της Θεοτόκου εμελούργησε κανόνας οκτωήχους και ιδιόμελα ωραιότατα ο σοφολογιώτατος διδάσκαλος κυρ Χριστοφόρος, ο κατά την Ιεράν Σκήτην του Τιμίου Προδρόμου τον ασκητικόν δίαυλον διατρέχων.

*

Οι Άγιοι Ρούφος και Ρουφιανός ξίφει τελειούνται.

Κλίνων εαυτόν Ρουφιανός τω ξίφει,
Μένω σε φησί Ρούφε, μη μέλλης, έπου.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Σεβήρος ξίφει τελειούται.

Έτοιμός ειμι προς το παν οίσειν πάθος,
Σεβήρος είπε· και τι προς με το ξίφος;

*

Ο Άγιος Αρτεμίδωρος πυρί τελειούται.

Αρτεμίδωρος ως καθάλλεσθαι σθένει,
Και του πυρός φλέγοντος έργω δεικνύει.

*

Διήγησις περί αγάπης πάνυ ωφέλιμος.

Λύειν το μίσος σπουδάσωμεν ενθάδε.
Εκείσε και γαρ, τούτο εργώδες λύειν.

Ένας Ιερεύς και ένας ευλαβής Διάκονος έχοντες αναμεταξύ των αγάπην, την υπό Θεού πεφιλημένην, εκ δαιμονικής συνεργίας έπεσον εις μίσος και έχθραν, και έμειναν εις πολύν καιρόν αφιλίωτοι. Επειδή δε ηκολούθησε να αποθάνη ο Ιερεύς εις το μίσος αυτό, δια τούτο ο Διάκονος ελυπείτο απαρηγόρητα, πως δεν επρόφθασε να διαλύση την έχθραν εν όσω έζη ο Ιερεύς. Όθεν εξομολογηθείς το συμβεβηκός εις μερικούς Πατέρας διακριτικούς, επαρακινήθη παρ’ αυτών να υπάγη εις ένα ερημίτην Μοναχόν, και να φανερώση την υπόθεσιν. Ο δε Διάκονος με μεγάλην προθυμίαν επεριπάτει εις τους ερημικωτέρους τόπους, ζητώντας τον ιατρόν της πληγής του.

Και λοιπόν ευρίσκει ένα Γέροντα, και φανερόνοι εις αυτόν της μνησικακίας το πάθος, και ζητεί από αυτόν πληροφορίαν της συγχωρήσεως της τοιαύτης του αμαρτίας. Ο δε Γέρωντας είπε προς αυτόν. Αδελφέ, όποιος με πίστιν ζητεί, εκείνος και ευρίσκει. Και όποιος κρούει προθύμως, εις εκείνον και η θύρα ανοίγεται, κατά την αψευδή του Κυρίου απόφασιν. Όθεν και εις εσένα, αγαπητέ, θέλει χαρίσει ο Κύριος την λύσιν του ζητήματός σου, ανίσως και με πόνον καρδίας ζητής. Πλην κατά το παρόν, πήγαινε εκείθεν, όπου ήλθες. Και όταν έλθη η νύκτα, πήγαινε εις την μεγάλην Εκκλησίαν (2), και προ του ακόμη να υπάγη τινάς εις την Εκκλησίαν, συ στάσου εις τας ωραίας πύλας του ναού. Και όποιος έλθη πρώτος να έμβη εις αυτάς, εκείνον πίασαι, και χαιρέτισον από μέρους μου, δους εις αυτόν και το βουλλωμένον τούτο γράμμα. Και εξάπαντος από εκείνον θέλει γένη εις εσένα, η βεβαία του σφάλματός σου διόρθωσις.

Τότε ο Διάκονος πηγαίνει κατά το μεσονύκτιον εις τον Ναόν της Αγίας Σοφίας, και στέκει εις τας έξω πόρτας του νάρθηκος. Και παρευθύς εφάνη ο δηλωθείς υπό του Γέροντος θείος εκείνος άνθρωπος. Τον οποίον χαιρετίσας ο Διάκονος, έδωκεν εις αυτόν το γράμμα του Γέροντος. Εξομολογείται δε και την περί του μίσους υπόθεσιν. Ο δε θείος εκείνος άνθρωπος, οξύς ων εις τον νουν, εστοχάσθη, πως αυτή είναι μία θεία οικονομία. Δια τούτο άρχισε να δακρύη και να ταπεινόνεται λέγων. Ποίος είμαι εγώ ο ελάχιστος δια να τολμήσω το τοιούτον μέγα επιχείρημα; Όμως θαρρώντας εις τας ευχάς του αγίου Γέροντος, οπού σε απέστειλε, θέλω τολμήσω εις τα υπέρ δύναμιν. Και λοιπόν, καθώς εστέκετο έμπροσθεν εις τας κλεισμένας πόρτας του Ναού, εσήκωσε τα χέρια του εις τον ουρανόν, και γονατίσας, και την κεφαλήν του εις το έδαφος του Ναού ακουμβίσας, κρυφομιλώντας επροσηύχετο εις τον Θεόν. Και μετά ολίγον εσηκώθη επάνω και είπεν. Άνοιξον εις ημάς την θύραν του ελέους σου Κύριε. Και ω του θαύματος! παρευθύς αι έξω πόρται του νάρθηκος άνοιξαν από λόγου των. Και εμβαίνωντας μέσα ομού με τον Διάκονον, εστάθησαν εις την αυλήν του νάρθηκος. Από εκεί δε πάλιν, επήγαν έως εις τας αργυράς πόρτας του Ναού. Τότε ο ιερός εκείνος άνθρωπος λέγει προς τον Διάκονον. Εδώ στάσου και παρεμπρός μην υπάγης.

Εκεί λοιπόν πάλιν εις τα κατώφλια ποιήσας την συνήθη προσκύνησιν ο θαυμάσιος εκείνος, ήνοιξε και τας πόρτας εκείνας. Όταν δε εμβήκεν εις τον Ναόν, εδέχετο εις τον εαυτόν του ένα παράδοξον θέαμα. Διατί άνωθεν από την σκέπην του Ναού καταβάσα μία φωτεινή λυχνία εις την κεφαλήν του θαυμαστού εκείνου, εν ταυτώ και τον Ναόν όλον εφώτιζε, και όπου εκείνος επήγαινεν, εκεί ηκολούθει και η λυχνία. Όταν δε έφθασεν εις το Άγιον Βήμα, έκλινε και εκεί την κεφαλήν του και επροσευχήθη. Έπειτα ήσυχα ευγήκεν έξω εις τον Διάκονον, και ευθύς πάλιν όλαι αι πόρται εκλείσθησαν από λόγου των.

Τότε ο Διάκονος έγινεν όλος έμφοβος και αγωνιών. Κατεπλάγη γαρ και δεν ετόλμα να πλησίαση τελείως εις τοιούτον θαυμαστόν άνδρα, επειδή και είχε το πρόσωπον δεδοξασμένον και λαμπρόν, ως πρόσωπον Αγγέλου. Όθεν και με τους λογισμούς παλαίωντας έλεγε. Μήπως ο φαινόμενος ούτος είναι Άγγελος, και όχι άνθρωπος; Ταύτην δε την πάλην των λογισμών, γνωρίσας με το διορατικόν πνεύμα ο διορατικώτατος εκείνος ανήρ, προς τον Διάκονον λέγει. Τι πολεμήσαι δι’ εμένα, και ταράττεσαι από τους λογισμούς σου ω άνθρωπε; Πίστευσον, ότι και εγώ άνθρωπος είμαι χοϊκός, σύνθετος από ψυχήν και σώμα, ως και οι λοιποί άνθρωποι. Ειμί δε το επάγγελμα χαρτουλάριος μιας ευαγούς οικίας, και εκ του επαγγέλματος τούτου, λαμβάνω τα προς την ζωήν αναγκαία. Αλλ’ όμως η τα πάντα καλώς κυβερνώσα του Θεού Πρόνοια, συνειθίζει πολλαίς φοραίς να ενεργή δια των ευτελών, μεγάλα θαυμάσια. Πλην αδελφέ, ας υπάγωμεν δια την προκειμένην υπόθεσίν σου.

Και λοιπόν πηγαίνοντες και οι δύω εις το παζάρι, έφθασαν τον εκεί ευρισκόμενον Ναόν της Θεοτόκου. Εκεί δε πάλιν προσευξάμενος, άνοιξε δια της προσευχής του τας πόρτας, και εμβήκεν εις τον ναόν. Και αφ’ ου έφθασεν εις το Άγιον Βήμα, την συνήθη ευχήν ποιήσας, ευγήκε πάλιν εις τον Διάκονον, φωνάζοντα με θαυμασμόν το, Κύριε ελέησον. Και πάλιν αι πόρται εκλείσθησαν από λόγου των.

Έπειτα πηγαίνουν εις τον εν Βλαχέρναις Ναόν. Τόσον δε ογλίγωρα επεριπάτουν, καθώς εδιηγήθη αυτός ο ίδιος Διάκονος, ώστε οπού, ουδέ πέτασμα πουλίου εδύνετο να συγκριθή με την εκείνων ογλιγωρότητα. Φθάσας λοιπόν εις τας πόρτας, ευθύς ήνοιξε και εκείνας δια της προσευχής του. Όταν δε έφθασεν εις τας πόρτας του Ναού, μέσα εις τον οποίον ήτον η κιβωτός η έχουσα την τιμίαν Ζώνην της Θεοτόκου, τότε ο ιερός χαρτουλάριος βρέχωντας το πρόσωπόν του από δάκρυα, έστησε τον Διάκονον εις τας ρηθείσας πόρτας, και επαρήγγειλεν εις αυτόν να βλέπη προσεκτικά εκείνους, οπού εμβαίνουν εις τον Ναόν. Προσευχηθείς δε κατά το σύνηθες εις το κατώφλιον, παρευθύς ανοίχθησαν και εκείναι. Τότε εμβαίνωντας εις τον Ναόν, και φθάσας εις το μέσον αυτού, έκλινε τα γόνατα εις το έδαφος, και θερμοτέραν εποίησε προσευχήν. Ο δε Διάκονος έξω στεκόμενος εις την σκάλαν της πόρτας του Ναού, και βλέπωντας, έγινεν έκθαμβος. Είδε γαρ καθαρώς ωσάν ένα Διάκονον, οπού ευγήκεν από το Άγιον Βήμα κρατούντα εις τας χείρας θυμιατήριον, και θυμιάζοντα όλον τον Ναόν. Μετά δε ολίγην ώραν είδεν ωσάν τινάς κληρικούς, οίτινες εφόρουν στολήν ιερατικήν πολλά λαμπράν. Ύστερα δε από τούτους, είδεν άλλο τάγμα Ιερέων φωτεινόν, οίτινες αφ’ ου εμβήκαν, εστάθησαν εις δύω χορούς, και έψαλλον ένα μέλος πολλά γλυκύ και θαυμάσιον. Από το μέλος δε εκείνο, άλλον λόγον δεν εδυνήθη να καταλάβη ο Διάκονος, πάρεξ μόνον το, Αλληλούϊα.

Ο δε θαυμαστός χαρτουλάριος, αφ’ ου ετελείωσε την προσευχήν του, ευγήκεν έξω και λέγει εις τον Διάκονον. Αδελφέ, έμβα ανεμποδίστως εις τον Ναόν, και βλέπωντας τον αριστερόν χορόν των Ιερέων, στοχάσου αν εκεί στέκηται ο Ιερεύς εκείνος, με τον οποίον έμεινας αφιλίωτος. Τότε εμβαίνωντας με φόβον και τρόμον ο Διάκονος, και στοχασθείς εις τον αριστερόν χορόν καθώς επροστάχθη, ευγήκεν έξω προς τον άνθρωπον του Θεού, και λέγει. Δεν εδυνήθηκα να γνωρίσω εκεί, τον Ιερέα εκείνον, με τον οποίον είχον την έχθραν. Τότε λέγει τω Διακόνω ο επίγειος εκείνος άγγελος. Έμβα πάλιν εις τον Ναόν, και βλέπε εις τον δεξιόν χορόν. Ο δε Διάκονος ποιήσας το προσταχθέν, εγνώρισε εκεί τον ζητούμενον Ιερέα.

Όθεν ευγήκεν έξω και ανήγγειλε τούτο προς τον θείον άνδρα, όστις είπε προς τον Διάκονον. Εάν γνωρίζης καλώς, ότι αυτός είναι ο παρά σου ζητούμενος Ιερεύς, πήγαινε και ειπέ αυτώ. Νικήτας ο Χαρτουλάριος στέκει έξω και σε προσκαλεί. Και παρευθύς ο Διάκονος πηγαίνωντας, επίασε τον ζητούμενον Ιερέα από την δεξιάν χείρα, και εκβάλλει αυτόν έξω. Τούτον δε ιδών ο θαυμάσιος εκείνος, λέγει προς αυτόν με πραείαν φωνήν. Κύριε Πρεσβύτερε, φιλιώσου με τον αδελφόν, επειδή και δεν επρόφθασες να φιλιωθής, όταν ήσουν ακόμη ζωντανός. Τότε λοιπόν ο Ιερεύς και ο Διάκονος κλίναντες και οι δύω τα γόνατα, και ποιήσαντες ένας προς τον άλλον μετάνοιαν, εφιλήθηκαν, και ούτω την έχθραν διέλυσαν. Και ο μεν Ιερεύς, εμβήκε πάλιν εις τον Ναόν, και εστάθη εις τον τόπον του εν τω χορώ. Ο δε του Θεού άνθρωπος, πέρνωντας τον Διάκονον, ευγήκεν έξω. Και ποιήσας προσευχήν εις το κατώφλιον, έκαμε να κλεισθούν πάλιν αι πόρται με θείαν δύναμιν.

Αφ’ ου δε επεριπάτησε με τον Διάκονον ολίγον διάστημα, εστάθη εις ένα τόπον, και λέγει προς αυτόν. Αδελφέ, σώζων σώσον την σεαυτού ψυχήν. Εις δε τον άγιον Γέροντα, οπού σε απέστειλε προς την εδικήν μου ευτέλειαν, ειπέ, ότι η καθαρότης των ευχών σου, και η παρρησία, οπού έχεις εις τον Θεόν, αυτή εδυνήθη να αναστήση και νεκρόν, δια να κάμη διαλλαγήν και ειρήνην με τον αδελφόν του, χωρίς εγώ να συνεργήσω εις τούτο ολότελα. Ταύτα ειπών ο τρισμακάριστος άνθρωπος εκείνος, άφαντος έγινεν από τους οφθαλμούς του Διακόνου. Ο δε Διάκονος προσκυνήσας τον τόπον, εις τον οποίον εστέκοντο οι ιεροί πόδες του θείου ανδρός, επεριπάτησεν όλος έκθαμβος το επίλοιπον διάστημα της οδού. Και ελθών προς τον αποστείλαντα ερημίτην, εφανέρωσεν εις αυτόν όλα, όσα είδε και ήκουσε. Ταύτα δε εδιηγήθη και εις εμένα (3) ο ίδιος αυτός Διάκονος, πληροφορών με όρκους τα λεγόμενα, ότι έχουσιν ούτω, καθώς και εδώ εγράφησαν, εις δόξαν του αληθινού Θεού ημών. Αμήν.

(2) Εκ τούτου συμπεραίνεται, ότι ο Ιερεύς και ο Διάκονος ούτοι, εν Κωνσταντινουπόλει ευρίσκοντο, ή και Κωνσταντινουπολίται ήτον. Καθότι η Μεγάλη Εκκλησία, ήτις ήτον ο Ναός της Αγίας Σοφίας, της μεγαλιτέρας απασών των εν Κωνσταντινουπόλει εκκλησιών, αφ’ ης μέχρι σήμερον έλαβε την επωνυμίαν το της Κωνσταντινουπόλεως Πατριαρχείον, να λέγεται Μεγάλη Εκκλησία: αυτή, λέγω, εν Κωνσταντινουπόλει ευρίσκετο. Ο Ναός γαρ της Αγίας Σοφίας, ου μόνον Μεγάλη Εκκλησία κατ’ εξοχήν ελέγετο δια το μέγεθος, και διότι θρόνος ην των Πατριαρχών, αλλά και διότι οι βασιλείς της Κωνσταντινουπόλεως μητέρα εκάλουν αυτήν. Όθεν ο Ιουστινιανός εν τη γ’ Ιουστινιανείω Νεαρά γράφει περί αυτής: «Την της ημετέρας βασιλείας Μητέρα». (Όρα σελ. 426 της Γεωγραφίας του Μελετίου.)

(3) Ούτος φαίνεται να ήτον, Μαυρίκιος ο Διάκονος της Μεγάλης Εκκλησίας, ο τα Συναξάρια συλλέξας και συγγραψάμενος. Όστις και την διήγησιν ταύτην συνέγραψε, καθώς την εδιηγήθη αυτώ ο φιλιωθείς με τον Ιερέα Διάκονος.

*

Τη αυτή ημέρα ο Άγιος Νεομάρτυς Αθανάσιος, ο εν Θεσσαλονίκη μαρτυρήσας εν έτει ͵αψοδ’ [1774], δι’ αγχόνης τελειούται.

Αθανασίω αγχόνη ώφθη κλίμαξ,
Δι’ ης ανήλθεν ουρανού εις το πλάτος (4).

(4) Τούτου το Μαρτύριον όρα εν τω Νέω Μαρτυρολογίω.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

8-9 (1)Τῷ αὐτῷ μηνὶ Η΄, τὸ Γενέσιον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ᾈειπαρθένου Μαρίας.

Πάσας ἀληθῶς Ἄννα νικᾷς μητέρας,
Μήτηρ ἕως ἄν, σὴ γένηται θυγάτηρ.

Ἐξάγαγε πρὸς φάος Θεομήτορα ὀγδόῃ Ἄννα.

Ταύτης τῆς Κυρίας ἡμῶν Θεοτόκου, ὁ μὲν πατὴρ Ἰωακεὶμ εἶχε τὸ γένος ἀπὸ τὴν βασιλικὴν φυλὴν τοῦ Δαβίδ· καὶ ἐπειδὴ παιδίον δὲν ἐγέννα, ἀλλὰ ὠνειδίζετο διὰ τοῦτο, τούτου χάριν δὲν ἔπαυεν ἀπὸ τὸ νὰ προσφέρῃ εἰς τὸν Θεὸν διπλᾶ τὰ δῶρά του, ὡς πλούσιος ὢν καὶ φιλόθεος. Ἡ δὲ μήτηρ αὐτῆς Ἄννα, καὶ αὐτὴ παρομοίως ἐκατάγετο ἀπὸ τὸ βασιλικὸν γένος τοῦ Δαβίδ· ὅθεν ἦτον καὶ κατὰ τὸ σῶμα καὶ κατὰ τὴν ψυχὴν εὐγενεστάτη ἀπὸ ὅλας.

Ἐπειδὴ λοιπὸν καὶ οἱ δύω ἐλυποῦντο διὰ τὸ ὄνειδος τῆς ἀπαιδίας, ὁ μὲν Ἰωακείμ, ἐπῆγεν εἰς τὸ ὄρος· ἡ δὲ Ἄννα, ἐμβῆκεν εἰς τὸ περιβόλιον. Καὶ οἱ δύω ὁμοῦ ἐπαρακάλουν μὲ δάκρυα τὸν Θεόν, διὰ νὰ χαρίσῃ εἰς αὐτοὺς καρπὸν κοιλίας. Διὰ τοῦτο καὶ ἔτυχον τοῦ ποθουμένου, καὶ ἐγέννησαν τὴν Θεοτόκον Μαρίαν, τὴν πάντων τῶν Ἁγίων ἁγιωτέραν. Καὶ οὕτως ἀπόκτησαν μίαν καλλιτεκνίαν ἀσύγκριτον καὶ ἐξοχωτάτην, ἥτις ὑπερεῖχεν ὅλας τὰς καλλιτεκνίας τῶν ἀνθρώπων. Καὶ μακάριοι ὄντες καθ’ ἑαυτοὺς διὰ τὴν ἐνάρετον καὶ θεοφιλῆ αὑτῶν γνώμην, πολλῷ μᾶλλον μακαριώτεροι ἔγιναν, διὰ τὴν ἀσύγκριτον χάριν καὶ θείαν τεκνογονίαν, ὁποῦ ἠξιώθησαν. Ἐπειδὴ ἀπὸ τὴν ἐδικήν τους θυγατέρα, ἤτοι τὴν ᾀειπάρθενον Μαριάμ, κατεδέχθη νὰ γεννηθῇ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ.

Μὲ ποῖον δὲ τρόπον ἡ Ἄννα ἐκατάγετο ἀπὸ τὴν βασιλικὴν φυλὴν τοῦ Δαβίδ, τώρα θέλει τὸ φανερώσει ὁ λόγος μὲ συντομίαν. Εἰκοστὸς τρίτος ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Δαβὶδ εὑρίσκεται ὁ Ματθάν, (ἢ ἀκριβέστερον εἰπεῖν εἰκοστὸς ἕβδομος, κατὰ τὴν γενεαλογίαν τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου). Οὗτος λοιπὸν λαβὼν γυναῖκα Μαρίαν τὴν ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα καταγομένην, ἐγέννησεν υἱὸν τὸν Ἰακώβ, τὸν πατέρα Ἰωσὴφ τοῦ Μνήστορος, καὶ τρεῖς θυγατέρας, Μαρίαν, Σοβήν, καὶ Ἄνναν. Καὶ ἡ μὲν Μαρία, γεννᾷ Σαλώμην τὴν μαῖαν· ἡ δὲ Σοβή, γεννᾷ τὴν Ἐλισάβετ· ἡ δὲ Ἄννα, γεννᾷ τὴν Θεοτόκον. Ὥστε ὁποῦ ἡ Σαλώμη, ἡ Ἐλισάβετ, καὶ ἡ Θεοτόκος εἶναι, ἔγγοναι μὲν τοῦ Ματθάν, καὶ Μαρίας τῆς γυναικὸς αὐτοῦ, πρῶται δὲ ἐξάδελφαι ἀναμεταξύ των (1). (Περὶ τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου ὅρα εἰς τὴν Σάλπιγγα, εἰς τὸν Μηνιάτην, καὶ εἰς τὴν Ἀποστολικὴν Σαγήνην, καὶ λόγους εὑρήσεις ἁπλοϊκούς.)

(1) Ἐντεῦθεν συνάγεται, ὅτι ὁ ἐκ τῆς Θεοτόκου γεννηθεὶς Κύριος, καὶ ὁ ἐκ τῆς Ἐλισάβετ γεννηθεὶς Πρόδρομος, ἦτον δεύτεροι ἐξάδελφοι. Ὀρθῶς δὲ γράφεται ἐν τοῖς Μηναίοις καὶ τῷ τετυπωμένῳ Συναξαριστῇ, ὅτι ἡ Ἐλισάβετ καὶ ἡ Σαλώμη ἦτον ἀνεψιαὶ τῆς Ἄννης, ὡς θυγατέρες τῶν ἀδελφῶν αὐτῆς, τῆς Μαρίας λέγω καὶ τῆς Σοβῆς.

Σημείωσαι, ὅτι εἰς τὴν Γέννησιν τῆς Θεοτόκου λόγους πανηγυρικοὺς ἔχουσιν Ἀνδρέας ὁ Κρήτης τρεῖς, ὧν τοῦ μὲν ἑνὸς ἡ ἀρχὴ ἔστιν αὕτη· «Πάλιν ἑορτὴ καὶ πάλιν πανήγυρις». Τοῦ δὲ ἑτέρου· «Εἰ μετρεῖται γῆ σπιθαμῇ». Τοῦ δὲ ἄλλου· «Ἀρχὴ μὲν ἑορτῆς». Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, οὗ ἡ ἀρχή· «Λαμπρῶς πανηγυρίζει». Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, οὗ ἡ ἀρχή· «Πᾶς μὲν καιρὸς ἐπιτήδειος». Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, οὗ ἡ ἀρχή· «Δεῦτε πᾶντα τὰ ἔθνη». Σῴζονται δὲ αὐτοὶ ἐν τῇ Λαύρᾳ, ἐν τῷ Κοινοβίῳ τοῦ Διονυσίου καὶ ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τοῦ Βατοπαιδίου. Ἐν τῷ ἕκτῳ δὲ Πανηγυρικῷ τῆς αὐτῆς Μονῆς τοῦ Βατοπαιδίου σῴζεται εἷς λόγος διαλαμβάνων περὶ γεννήσεως καὶ ἀνατροφῆς τῆς Θεοτόκου, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἐχρῆν ἀληθῶς τὴν Παρθένον». Ἀλλὰ καὶ ὁ Μεταφραστὴς λόγον εἰς τὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου, ὅστις σῴζεται ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τῶν Ἰβήρων. Ἐν δὲ τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ σῴζεται καὶ τέταρτος λόγος τοῦ Ἀνδρέου Κρήτης, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἄλλοι μὲν ἄλλας ἑορτῶν ὑποθέσεις». Ἔχει δὲ ἐγκώμιον εἰς αὐτὴν καὶ Φώτιος ὁ Πατριάρχης, καὶ Λέων ὁ Σοφός. Σημείωσαι δὲ ὅτι, εἰς τὴν Γέννησιν τῆς Θεοτόκου ἐμελούργησε κανόνας ὀκτωήχους καὶ ἰδιόμελα ὡραιότατα ὁ σοφολογιώτατος διδάσκαλος κὺρ Χριστοφόρος, ὁ κατὰ τὴν Ἱερὰν Σκήτην τοῦ Τιμίου Προδρόμου τὸν ἀσκητικὸν δίαυλον διατρέχων.

*

Οἱ Ἅγιοι Ῥοῦφος καὶ Ῥουφιανὸς ξίφει τελειοῦνται.

Κλίνων ἑαυτὸν Ῥουφιανὸς τῷ ξίφει,
Μένω σέ φησι Ῥοῦφε, μὴ μέλλῃς, ἕπου.

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σεβῆρος ξίφει τελειοῦται.

Ἕτοιμός εἰμι πρὸς τὸ πᾶν οἴσειν πάθος,
Σεβῆρος εἶπε· καὶ τί πρός με τὸ ξίφος;

*

Ὁ Ἅγιος Ἀρτεμίδωρος πυρὶ τελειοῦται.

Ἀρτεμίδωρος ὡς καθάλλεσθαι σθένει,
Καὶ τοῦ πυρὸς φλέγοντος ἔργῳ δεικνύει.

*

Διήγησις περὶ ἀγάπης πάνυ ὠφέλιμος.

Λύειν τὸ μῖσος σπουδάσωμεν ἐνθάδε.
Ἐκεῖσε καὶ γάρ, τοῦτο ἐργῶδες λύειν.

Ἕνας Ἱερεὺς καὶ ἕνας εὐλαβὴς Διάκονος ἔχοντες ἀναμεταξύ των ἀγάπην, τὴν ὑπὸ Θεοῦ πεφιλημένην, ἐκ δαιμονικῆς συνεργίας ἔπεσον εἰς μῖσος καὶ ἔχθραν, καὶ ἔμειναν εἰς πολὺν καιρὸν ἀφιλίωτοι. Ἐπειδὴ δὲ ἠκολούθησε νὰ ἀποθάνῃ ὁ Ἱερεὺς εἰς τὸ μῖσος αὐτό, διὰ τοῦτο ὁ Διάκονος ἐλυπεῖτο ἀπαρηγόρητα, πῶς δὲν ἐπρόφθασε νὰ διαλύσῃ τὴν ἔχθραν ἐν ὅσῳ ἔζη ὁ Ἱερεύς. Ὅθεν ἐξομολογηθεὶς τὸ συμβεβηκὸς εἰς μερικοὺς Πατέρας διακριτικούς, ἐπαρακινήθη παρ’ αὐτῶν νὰ ὑπάγῃ εἰς ἕνα ἐρημίτην Μοναχόν, καὶ νὰ φανερώσῃ τὴν ὑπόθεσιν. Ὁ δὲ Διάκονος μὲ μεγάλην προθυμίαν ἐπεριπάτει εἰς τοὺς ἐρημικωτέρους τόπους, ζητῶντας τὸν ἰατρὸν τῆς πληγῆς του.

Καὶ λοιπὸν εὑρίσκει ἕνα Γέροντα, καὶ φανερόνοι εἰς αὐτὸν τῆς μνησικακίας τὸ πάθος, καὶ ζητεῖ ἀπὸ αὐτὸν πληροφορίαν τῆς συγχωρήσεως τῆς τοιαύτης του ἁμαρτίας. Ὁ δὲ Γέρωντας εἶπε πρὸς αὐτόν. Ἀδελφέ, ὅποιος μὲ πίστιν ζητεῖ, ἐκεῖνος καὶ εὑρίσκει. Καὶ ὅποιος κρούει προθύμως, εἰς ἐκεῖνον καὶ ἡ θύρα ἀνοίγεται, κατὰ τὴν ἀψευδῆ τοῦ Κυρίου ἀπόφασιν. Ὅθεν καὶ εἰς ἐσένα, ἀγαπητέ, θέλει χαρίσει ὁ Κύριος τὴν λύσιν τοῦ ζητήματός σου, ἀνίσως καὶ μὲ πόνον καρδίας ζητῇς. Πλὴν κατὰ τὸ παρόν, πήγαινε ἐκεῖθεν, ὅπου ἦλθες. Καὶ ὅταν ἔλθῃ ἡ νύκτα, πήγαινε εἰς τὴν μεγάλην Ἐκκλησίαν (2), καὶ πρὸ τοῦ ἀκόμη νὰ ὑπάγῃ τινὰς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, σὺ στάσου εἰς τὰς ὡραίας πύλας τοῦ ναοῦ. Καὶ ὅποιος ἔλθῃ πρῶτος νὰ ἔμβῃ εἰς αὐτάς, ἐκεῖνον πίασαι, καὶ χαιρέτισον ἀπὸ μέρους μου, δοὺς εἰς αὐτὸν καὶ τὸ βουλλωμένον τοῦτο γράμμα. Καὶ ἐξάπαντος ἀπὸ ἐκεῖνον θέλει γένῃ εἰς ἐσένα, ἡ βεβαία τοῦ σφάλματός σου διόρθωσις.

Τότε ὁ Διάκονος πηγαίνει κατὰ τὸ μεσονύκτιον εἰς τὸν Ναὸν τῆς Ἁγίας Σοφίας, καὶ στέκει εἰς τὰς ἔξω πόρτας τοῦ νάρθηκος. Καὶ παρευθὺς ἐφάνη ὁ δηλωθεὶς ὑπὸ τοῦ Γέροντος θεῖος ἐκεῖνος ἄνθρωπος. Τὸν ὁποῖον χαιρετίσας ὁ Διάκονος, ἔδωκεν εἰς αὐτὸν τὸ γράμμα τοῦ Γέροντος. Ἐξομολογεῖται δὲ καὶ τὴν περὶ τοῦ μίσους ὑπόθεσιν. Ὁ δὲ θεῖος ἐκεῖνος ἄνθρωπος, ὀξὺς ὢν εἰς τὸν νοῦν, ἐστοχάσθη, πῶς αὐτὴ εἶναι μία θεία οἰκονομία. Διὰ τοῦτο ἄρχισε νὰ δακρύῃ καὶ νὰ ταπεινόνεται λέγων. Ποῖος εἶμαι ἐγὼ ὁ ἐλάχιστος διὰ νὰ τολμήσω τὸ τοιοῦτον μέγα ἐπιχείρημα; Ὅμως θαρρῶντας εἰς τὰς εὐχὰς τοῦ ἁγίου Γέροντος, ὁποῦ σὲ ἀπέστειλε, θέλω τολμήσω εἰς τὰ ὑπὲρ δύναμιν. Καὶ λοιπόν, καθὼς ἐστέκετο ἔμπροσθεν εἰς τὰς κλεισμένας πόρτας τοῦ Ναοῦ, ἐσήκωσε τὰ χέριά του εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ γονατίσας, καὶ τὴν κεφαλήν του εἰς τὸ ἔδαφος τοῦ Ναοῦ ἀκουμβίσας, κρυφομιλῶντας ἐπροσηύχετο εἰς τὸν Θεόν. Καὶ μετὰ ὀλίγον ἐσηκώθη ἐπάνω καὶ εἶπεν. Ἄνοιξον εἰς ἡμᾶς τὴν θύραν τοῦ ἐλέους σου Κύριε. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! παρευθὺς αἱ ἔξω πόρται τοῦ νάρθηκος ἄνοιξαν ἀπὸ λόγου των. Καὶ ἐμβαίνωντας μέσα ὁμοῦ μὲ τὸν Διάκονον, ἐστάθησαν εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ νάρθηκος. Ἀπὸ ἐκεῖ δὲ πάλιν, ἐπῆγαν ἕως εἰς τὰς ἀργυρᾶς πόρτας τοῦ Ναοῦ. Τότε ὁ ἱερὸς ἐκεῖνος ἄνθρωπος λέγει πρὸς τὸν Διάκονον. Ἐδῶ στάσου καὶ παρεμπρὸς μὴν ὑπάγῃς.

Ἐκεῖ λοιπὸν πάλιν εἰς τὰ κατώφλια ποιήσας τὴν συνήθη προσκύνησιν ὁ θαυμάσιος ἐκεῖνος, ἤνοιξε καὶ τὰς πόρτας ἐκείνας. Ὅταν δὲ ἐμβῆκεν εἰς τὸν Ναόν, ἐδέχετο εἰς τὸν ἑαυτόν του ἕνα παράδοξον θέαμα. Διατὶ ἄνωθεν ἀπὸ τὴν σκέπην τοῦ Ναοῦ καταβᾶσα μία φωτεινὴ λυχνία εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ θαυμαστοῦ ἐκείνου, ἐν ταυτῷ καὶ τὸν Ναὸν ὅλον ἐφώτιζε, καὶ ὅπου ἐκεῖνος ἐπήγαινεν, ἐκεῖ ἠκολούθει καὶ ἡ λυχνία. Ὅταν δὲ ἔφθασεν εἰς τὸ Ἅγιον Βῆμα, ἔκλινε καὶ ἐκεῖ τὴν κεφαλήν του καὶ ἐπροσευχήθη. Ἔπειτα ἥσυχα εὐγῆκεν ἔξω εἰς τὸν Διάκονον, καὶ εὐθὺς πάλιν ὅλαι αἱ πόρται ἐκλείσθησαν ἀπὸ λόγου των.

Τότε ὁ Διάκονος ἔγινεν ὅλος ἔμφοβος καὶ ἀγωνιῶν. Κατεπλάγη γὰρ καὶ δὲν ἐτόλμα νὰ πλησίασῃ τελείως εἰς τοιοῦτον θαυμαστὸν ἄνδρα, ἐπειδὴ καὶ εἶχε τὸ πρόσωπον δεδοξασμένον καὶ λαμπρόν, ὡς πρόσωπον Ἀγγέλου. Ὅθεν καὶ μὲ τοὺς λογισμοὺς παλαίωντας ἔλεγε. Μήπως ὁ φαινόμενος οὗτος εἶναι Ἄγγελος, καὶ ὄχι ἄνθρωπος; Ταύτην δὲ τὴν πάλην τῶν λογισμῶν, γνωρίσας μὲ τὸ διορατικὸν πνεῦμα ὁ διορατικώτατος ἐκεῖνος ἀνήρ, πρὸς τὸν Διάκονον λέγει. Τί πολεμῆσαι δι’ ἐμένα, καὶ ταράττεσαι ἀπὸ τοὺς λογισμούς σου ὦ ἄνθρωπε; Πίστευσον, ὅτι καὶ ἐγὼ ἄνθρωπος εἶμαι χοϊκός, σύνθετος ἀπὸ ψυχὴν καὶ σῶμα, ὡς καὶ οἱ λοιποὶ ἄνθρωποι. Εἰμὶ δὲ τὸ ἐπάγγελμα χαρτουλάριος μιᾶς εὐαγοῦς οἰκίας, καὶ ἐκ τοῦ ἐπαγγέλματος τούτου, λαμβάνω τὰ πρὸς τὴν ζωὴν ἀναγκαῖα. Ἀλλ’ ὅμως ἡ τὰ πᾶντα καλῶς κυβερνῶσα τοῦ Θεοῦ Πρόνοια, συνειθίζει πολλαῖς φοραῖς νὰ ἐνεργῇ διὰ τῶν εὐτελῶν, μεγάλα θαυμάσια. Πλὴν ἀδελφέ, ἂς ὑπάγωμεν διὰ τὴν προκειμένην ὑπόθεσίν σου.

Καὶ λοιπὸν πηγαίνοντες καὶ οἱ δύω εἰς τὸ παζάρι, ἔφθασαν τὸν ἐκεῖ εὑρισκόμενον Ναὸν τῆς Θεοτόκου. Ἐκεῖ δὲ πάλιν προσευξάμενος, ἄνοιξε διὰ τῆς προσευχῆς του τὰς πόρτας, καὶ ἐμβῆκεν εἰς τὸν ναόν. Καὶ ἀφ’ οὗ ἔφθασεν εἰς τὸ Ἅγιον Βῆμα, τὴν συνήθη εὐχὴν ποιήσας, εὐγῆκε πάλιν εἰς τὸν Διάκονον, φωνάζοντα μὲ θαυμασμὸν τὸ, Κύριε ἐλέησον. Καὶ πάλιν αἱ πόρται ἐκλείσθησαν ἀπὸ λόγου των.

Ἔπειτα πηγαίνουν εἰς τὸν ἐν Βλαχέρναις Ναόν. Τόσον δὲ ὀγλίγωρα ἐπεριπάτουν, καθὼς ἐδιηγήθη αὐτὸς ὁ ἴδιος Διάκονος, ὥστε ὁποῦ, οὐδὲ πέτασμα πουλίου ἐδύνετο νὰ συγκριθῇ μὲ τὴν ἐκείνων ὀγλιγωρότητα. Φθάσας λοιπὸν εἰς τὰς πόρτας, εὐθὺς ἤνοιξε καὶ ἐκείνας διὰ τῆς προσευχῆς του. Ὅταν δὲ ἔφθασεν εἰς τὰς πόρτας τοῦ Ναοῦ, μέσα εἰς τὸν ὁποῖον ἦτον ἡ κιβωτὸς ἡ ἔχουσα τὴν τιμίαν Ζώνην τῆς Θεοτόκου, τότε ὁ ἱερὸς χαρτουλάριος βρέχωντας τὸ πρόσωπόν του ἀπὸ δάκρυα, ἔστησε τὸν Διάκονον εἰς τὰς ῥηθείσας πόρτας, καὶ ἐπαρήγγειλεν εἰς αὐτὸν νὰ βλέπῃ προσεκτικὰ ἐκείνους, ὁποῦ ἐμβαίνουν εἰς τὸν Ναόν. Προσευχηθεὶς δὲ κατὰ τὸ σύνηθες εἰς τὸ κατώφλιον, παρευθὺς ἀνοίχθησαν καὶ ἐκεῖναι. Τότε ἐμβαίνωντας εἰς τὸν Ναόν, καὶ φθάσας εἰς τὸ μέσον αὐτοῦ, ἔκλινε τὰ γόνατα εἰς τὸ ἔδαφος, καὶ θερμοτέραν ἐποίησε προσευχήν. Ὁ δὲ Διάκονος ἔξω στεκόμενος εἰς τὴν σκάλαν τῆς πόρτας τοῦ Ναοῦ, καὶ βλέπωντας, ἔγινεν ἔκθαμβος. Εἶδε γὰρ καθαρῶς ὡσὰν ἕνα Διάκονον, ὁποῦ εὐγῆκεν ἀπὸ τὸ Ἅγιον Βῆμα κρατοῦντα εἰς τὰς χεῖρας θυμιατήριον, καὶ θυμιάζοντα ὅλον τὸν Ναόν. Μετὰ δὲ ὀλίγην ὥραν εἶδεν ὡσὰν τινὰς κληρικούς, οἵτινες ἐφόρουν στολὴν ἱερατικὴν πολλὰ λαμπράν. Ὕστερα δὲ ἀπὸ τούτους, εἶδεν ἄλλο τάγμα Ἱερέων φωτεινόν, οἵτινες ἀφ’ οὗ ἐμβῆκαν, ἐστάθησαν εἰς δύω χορούς, καὶ ἔψαλλον ἕνα μέλος πολλὰ γλυκὺ καὶ θαυμάσιον. Ἀπὸ τὸ μέλος δὲ ἐκεῖνο, ἄλλον λόγον δὲν ἐδυνήθη νὰ καταλάβῃ ὁ Διάκονος, πάρεξ μόνον τὸ, Ἀλληλούϊα.

Ὁ δὲ θαυμαστὸς χαρτουλάριος, ἀφ’ οὗ ἐτελείωσε τὴν προσευχήν του, εὐγῆκεν ἔξω καὶ λέγει εἰς τὸν Διάκονον. Ἀδελφέ, ἔμβα ἀνεμποδίστως εἰς τὸν Ναόν, καὶ βλέπωντας τὸν ἀριστερὸν χορὸν τῶν Ἱερέων, στοχάσου ἂν ἐκεῖ στέκηται ὁ Ἱερεὺς ἐκεῖνος, μὲ τὸν ὁποῖον ἔμεινας ἀφιλίωτος. Τότε ἐμβαίνωντας μὲ φόβον καὶ τρόμον ὁ Διάκονος, καὶ στοχασθεὶς εἰς τὸν ἀριστερὸν χορὸν καθὼς ἐπροστάχθη, εὐγῆκεν ἔξω πρὸς τὸν ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ, καὶ λέγει. Δὲν ἐδυνήθηκα νὰ γνωρίσω ἐκεῖ, τὸν Ἱερέα ἐκεῖνον, μὲ τὸν ὁποῖον εἶχον τὴν ἔχθραν. Τότε λέγει τῷ Διακόνῳ ὁ ἐπίγειος ἐκεῖνος ἄγγελος. Ἔμβα πάλιν εἰς τὸν Ναόν, καὶ βλέπε εἰς τὸν δεξιὸν χορόν. Ὁ δὲ Διάκονος ποιήσας τὸ προσταχθέν, ἐγνώρισε ἐκεῖ τὸν ζητούμενον Ἱερέα.

Ὅθεν εὐγῆκεν ἔξω καὶ ἀνήγγειλε τοῦτο πρὸς τὸν θεῖον ἄνδρα, ὅστις εἶπε πρὸς τὸν Διάκονον. Ἐὰν γνωρίζῃς καλῶς, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ παρὰ σοῦ ζητούμενος Ἱερεύς, πήγαινε καὶ εἰπὲ αὐτῷ. Νικήτας ὁ Χαρτουλάριος στέκει ἔξω καὶ σὲ προσκαλεῖ. Καὶ παρευθὺς ὁ Διάκονος πηγαίνωντας, ἐπίασε τὸν ζητούμενον Ἱερέα ἀπὸ τὴν δεξιὰν χεῖρα, καὶ ἐκβάλλει αὐτὸν ἔξω. Τοῦτον δὲ ἰδὼν ὁ θαυμάσιος ἐκεῖνος, λέγει πρὸς αὐτὸν μὲ πραεῖαν φωνήν. Κύριε Πρεσβύτερε, φιλιώσου μὲ τὸν ἀδελφόν, ἐπειδὴ καὶ δὲν ἐπρόφθασες νὰ φιλιωθῇς, ὅταν ἤσουν ἀκόμη ζωντανός. Τότε λοιπὸν ὁ Ἱερεὺς καὶ ὁ Διάκονος κλίναντες καὶ οἱ δύω τὰ γόνατα, καὶ ποιήσαντες ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον μετάνοιαν, ἐφιλήθηκαν, καὶ οὕτω τὴν ἔχθραν διέλυσαν. Καὶ ὁ μὲν Ἱερεύς, ἐμβῆκε πάλιν εἰς τὸν Ναόν, καὶ ἐστάθη εἰς τὸν τόπον του ἐν τῷ χορῷ. Ὁ δὲ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος, πέρνωντας τὸν Διάκονον, εὐγῆκεν ἔξω. Καὶ ποιήσας προσευχὴν εἰς τὸ κατώφλιον, ἔκαμε νὰ κλεισθοῦν πάλιν αἱ πόρται μὲ θείαν δύναμιν.

Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπεριπάτησε μὲ τὸν Διάκονον ὀλίγον διάστημα, ἐστάθη εἰς ἕνα τόπον, καὶ λέγει πρὸς αὐτόν. Ἀδελφέ, σῴζων σῶσον τὴν σεαυτοῦ ψυχήν. Εἰς δὲ τὸν ἅγιον Γέροντα, ὁποῦ σὲ ἀπέστειλε πρὸς τὴν ἐδικήν μου εὐτέλειαν, εἰπέ, ὅτι ἡ καθαρότης τῶν εὐχῶν σου, καὶ ἡ παρρησία, ὁποῦ ἔχεις εἰς τὸν Θεόν, αὐτὴ ἐδυνήθη νὰ ἀναστήσῃ καὶ νεκρόν, διὰ νὰ κάμῃ διαλλαγὴν καὶ εἰρήνην μὲ τὸν ἀδελφόν του, χωρὶς ἐγὼ νὰ συνεργήσω εἰς τοῦτο ὁλότελα. Ταῦτα εἰπὼν ὁ τρισμακάριστος ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ἄφαντος ἔγινεν ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ Διακόνου. Ὁ δὲ Διάκονος προσκυνήσας τὸν τόπον, εἰς τὸν ὁποῖον ἐστέκοντο οἱ ἱεροὶ πόδες τοῦ θείου ἀνδρός, ἐπεριπάτησεν ὅλος ἔκθαμβος τὸ ἐπίλοιπον διάστημα τῆς ὁδοῦ. Καὶ ἐλθὼν πρὸς τὸν ἀποστείλαντα ἐρημίτην, ἐφανέρωσεν εἰς αὐτὸν ὅλα, ὅσα εἶδε καὶ ἤκουσε. Ταῦτα δὲ ἐδιηγήθη καὶ εἰς ἐμένα (3) ὁ ἴδιος αὐτὸς Διάκονος, πληροφορῶν μὲ ὅρκους τὰ λεγόμενα, ὅτι ἔχουσιν οὕτω, καθὼς καὶ ἐδῶ ἐγράφησαν, εἰς δόξαν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Ἀμήν.

(2) Ἐκ τούτου συμπεραίνεται, ὅτι ὁ Ἱερεὺς καὶ ὁ Διάκονος οὗτοι, ἐν Κωνσταντινουπόλει εὑρίσκοντο, ἢ καὶ Κωνσταντινουπολῖται ἦτον. Καθότι ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία, ἥτις ἦτον ὁ Ναὸς τῆς Ἁγίας Σοφίας, τῆς μεγαλιτέρας ἁπασῶν τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐκκλησιῶν, ἀφ’ ἧς μέχρι σήμερον ἔλαβε τὴν ἐπωνυμίαν τὸ τῆς Κωνσταντινουπόλεως Πατριαρχεῖον, νὰ λέγεται Μεγάλη Ἐκκλησία: αὐτή, λέγω, ἐν Κωνσταντινουπόλει εὑρίσκετο. Ὁ Ναὸς γὰρ τῆς Ἁγίας Σοφίας, οὐ μόνον Μεγάλη Ἐκκλησία κατ’ ἐξοχὴν ἐλέγετο διὰ τὸ μέγεθος, καὶ διότι θρόνος ἦν τῶν Πατριαρχῶν, ἀλλὰ καὶ διότι οἱ βασιλεῖς τῆς Κωνσταντινουπόλεως μητέρα ἐκάλουν αὐτήν. Ὅθεν ὁ Ἰουστινιανὸς ἐν τῇ γ΄ Ἰουστινιανείῳ Νεαρᾷ γράφει περὶ αὐτῆς: «Τὴν τῆς ἡμετέρας βασιλείας Μητέρα». (Ὅρα σελ. 426 τῆς Γεωγραφίας τοῦ Μελετίου.)

(3) Οὗτος φαίνεται νὰ ἦτον, Μαυρίκιος ὁ Διάκονος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, ὁ τὰ Συναξάρια συλλέξας καὶ συγγραψάμενος. Ὅστις καὶ τὴν διήγησιν ταύτην συνέγραψε, καθὼς τὴν ἐδιηγήθη αὐτῷ ὁ φιλιωθεὶς μὲ τὸν Ἱερέα Διάκονος.

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἀθανάσιος, ὁ ἐν Θεσσαλονίκῃ μαρτυρήσας ἐν ἔτει ͵αψοδ΄ [1774], δι’ ἀγχόνης τελειοῦται.

Ἀθανασίῳ ἀγχόνη ὤφθη κλίμαξ,
Δι’ ἧς ἀνῆλθεν οὐρανοῦ εἰς τὸ πλάτος (4).

(4) Τούτου τὸ Μαρτύριον ὅρα ἐν τῷ Νέῳ Μαρτυρολογίῳ.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

Το Γενέσιον της Υπεραγίας Θεοτόκου· Ρούφου, Ρουφιανού, Σεβήρου κ.ά.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.