Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου31 Μαρτίου

Των Αγίων Υπατίου Επισκόπου Γαγγρών, Ακακίου Επισκόπου Μελιτινής, Αυδά Επισκόπου και των συν αυτώ, Μενάνδρου κ.ά.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Άγιος ΥπάτιοςΤω αυτώ μηνί ΛΑ’, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Υπατίου Επισκόπου Γαγγρών.

Κτείνει γυνή βαλούσα καιρίαν λίθω,
Τον Υπάτιον, φευ γυναικί αθλία!

Πρώτη Υπατίω βιότου πέρας εν τριακοστή.

Ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Υπάτιος ήτον κατά τους χρόνους Κωνσταντίνου του Μεγάλου εν έτει τιη’ [318], γνωριζόμενος ένας από τους τριακοσίους και θεοφόρους Πατέρας τους εν Νικαία το πρώτον συνελθόντας, εν έτει τκε’ [325]. Ούτος λοιπόν δια την ενάρετον αυτού και ένθεον πολιτείαν, μεγάλα ετέλεσε θαύματα, και πολλά πλήθη των απίστων επρόσφερεν εις τον Χριστόν, και οίκον κατασκευάσας, υπεδέχετο τους εκ του γένους αυτού προστρέχοντας εις αυτόν. Ούτος ηφάνισε με τον λόγον του εκείνους, οπού επερικύκλοναν την χώραν την καλουμένην Ασπλαγκάς. Και όταν επεριπάτει την νύκτα, εφωτίζετο από ένα θείον και λαμπρόν φως. Και νερόν δε αλμυρόν εις γλυκύ μετέβαλεν. Εις τους χρόνους δε Κωνσταντίου του υιού του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ένας μέγας δράκων ελθών από ένα μέρος, εμβήκε μέσα εις τον βασιλικόν θησαυρόν, ο οποίος ως λέγουσι, τόσον φόβον επροξένει εις τους ανθρώπους, ώστε οπού δεν ετόλμα να πλησιάση τινάς εις τον θησαυρόν. Όποιος δε ετόλμα να πλησιάση, αυτός ευθύς εθανατόνετο από τον δράκοντα. Όθεν εκ τούτου ο βασιλεύς ευρίσκετο εις απορίαν, και τι να κάμη δεν ήξευρεν.

Ακούσας δε την φήμην του Αγίου τούτου Υπατίου, έστειλεν εις αυτόν πρέσβεις και μεσίτας, παρακαλώντας τον να έλθη εις αυτόν. Ο δε Άγιος ελθών, και βλέπων, πως επροϋπάντησεν αυτόν ο βασιλεύς με κάθε τιμήν και ευλάβειαν, και πως εκυλίετο εις τους πόδας του, εσήκωσεν αυτόν επάνω και λέγει του. Έχε θάρρος και μη λυπήσαι, ω βασιλεύ, ότι τα αδύνατα παρά ανθρώποις, είναι δυνατά εις τον Θεόν. Πίστευε λοιπόν και θάρρει εις τον Θεόν, και θέλεις ιδής μετά ολίγον την του Θεού ακαταμάχητον δύναμιν. Ταύτα μεν είπεν ο Άγιος. Ο δε βασιλεύς δείξας από μακράν το θηρίον, μη απροσέκτως, είπεν, ω Πάτερ, πλησιάσης εις τον δράκοντα, δια να μη πάθης εκείνο, οπού και άλλοι έπαθον, ήγουν δια να μη θανατωθής από αυτόν εξ εμών αμαρτιών. Ο δε Άγιος απεκρίθη. Η εδική μας προσευχή, ω βασιλεύ, δεν έχει καμμίαν δύναμιν εις τα τοιαύτα μεγάλα θαυμάσια. Η δε εδική σου πίστις, και η του Κυρίου μεγάλη και ανίκητος δύναμις, αυτά δύνανται να κάμουν όλον το παν.

Τότε πεσών ο Άγιος εις την γην, επροσευχήθη ώραν ικανήν. Έπειτα σηκωθείς λέγει εις τον βασιλέα. Πρόσταξον να γένη μία μεγάλη πυρκαϊά εις το μέσον του παζαρίου εκεί, όπου στέκεται η κολόνα του πατρός σου Κωνσταντίνου, και εκείνοι οπού θέλουν ανάψουν την φωτίαν, ας προσμένουν, έως οπού να υπάγω εκεί και εγώ. Ταύτα ειπών ο Άγιος, επλησίασε μόνος εις τον θησαυρόν, και άνοιξε την πόρταν, κρατώντας και ράβδον εις τας χείρας του, έχουσαν επάνω τον τύπον του τιμίου Σταυρού. Κτυπώντας δε με την ράβδον τον δράκοντα, τίποτε δεν εκατώρθονεν. Όθεν μερικοί βλέποντες από μακρόθεν, ήτον πεφοβισμένοι και έντρομοι, ενόμιζον γαρ ότι εθανατώθη ο Άγιος υπό του δράκοντος. Αλλ’ ο Άγιος σηκώσας τα ομμάτιά του εις τον Ουρανόν, και τον Θεόν επικαλεσάμενος, έβαλε το ραβδί του εις το στόμα του θηρίου, και είπεν. Εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ακολούθει μοι, ω θηρίον. Ο δε δράκων δαγκάσας την ράβδον του Αγίου, ηκολούθει εις αυτόν, ωσάν να εδιώκετο από τινα. Ο δε Άγιος ευγαίνωντας από τον βασιλικόν θησαυρόν, διεπέρασεν όλον το παζάρι, τραβίζωντας και τον δράκοντα όπισθεν, όθεν εξέπληξεν άπαντας. Επειδή ο δράκων εκείνος, ήτον ένα φοβερόν και εξαίσιον θέαμα. Ήτον γαρ, ως έλεγον, εξήκοντα πήχεις εις το μέγεθος.

Πλησιάσας δε εις την πυρκαϊάν, είπε προς τον δράκοντα. Εν τω ονόματι Ιησού Χριστού, τον οποίον κηρύττω εγώ ο ελάχιστος, σε προστάζω να έμβης εις το μέσον της πυρκαϊάς. Ο δε φοβερός εκείνος δράκων, έκαμεν ωσάν καμάραν τον εαυτόν του, και κυρτωθείς και εξαπλωθείς, έρριψε τον εαυτόν του εις το μέσον της πυρκαϊάς έμπροσθεν εις όλους, και κατεκάη. Όθεν όλοι οι θεωρούντες εξεπλάγησαν, και εδόξαζον τον Θεόν, επειδή και έδειξεν εις τας ημέρας αυτών, τοιούτον φωστήρα και θαυματουργόν Άγιον. Ο δε βασιλεύς εκπλαγείς δια το παράδοξον, ετίμησεν υπερβολικώς τον Άγιον, και επρόσταξε να ιστορήσουν την εικόνα του εις σανίδια, την οποίαν έβαλεν επάνω εις την πόρταν του βασιλικού θησαυρού εις αποτροπήν παντός εναντίου πράγματος, τον δε Άγιον κατασπασάμενος, απέστειλεν εις την επαρχίαν του. Αναχωρώντας δε ο Άγιος από την Κωνσταντινούπολιν, επήγαινεν εις τον θρόνον του δοξάζων και ευλογών τον Θεόν. Αλλ’ επειδή εφθονείτο από τους δυσσεβείς Ναυατιανούς (1), οίτινες καθ’ εκάστην αυτόν εκατάτρεχον, και μάλιστα από τους απίστους τους κατοικούντας εις την Λαζικήν και Τραπεζούντα: δια τούτο οι μιαροί εκείνοι καρτερήσαντες εις ένα τόπον κρημνώδη, όταν ο Άγιος επέρασεν από εκεί, ώρμησαν αιφνιδίως άνδρες ομού και γυναίκες κατ’ επάνω του, ωσάν θηρία, και εκτύπουν αυτόν, άλλος, με ξύλον, άλλος, με πέτρας, και άλλος με μάχαιραν. Είτα έρριψαν αυτόν από ένα μεγάλον ύψος κάτω εις τον ποταμόν. Ο δε Άγιος ημιθανής γενόμενος, άπλωσεν ολίγον τας αγίας του χείρας, και σηκώσας τα ομμάτιά του εις τον Ουρανόν, Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην, ως ο πρωτομάρτυς, έλεγε, Στέφανος. Εις καιρόν δε οπού ακόμη ο Άγιος ανέπνεε, μία γυναίκα μιαρά και ακάθαρτος, η οποία έπιεν όλον το ποτήριον της αιρέσεως, πέρνουσα μίαν μεγάλην πέτραν, εκτύπησε τον Άγιον εις τον μήνιγγα, και έτζι η δυστυχής και αθλία, υστέρησεν από αυτόν την ολίγην εκείνην ζωήν, οπού του έμεινε. Και η μεν του Αγίου ψυχή παρεδόθη εις χείρας Θεού, η δε ταλαίπωρος εκείνη γυνή, κυριευθείσα από δαιμόνιον, εκτύπα το στήθος της με την ιδίαν εκείνην πέτραν, με την οποίαν εθανάτωσε τον Άγιον. Ομοίως δε και όλοι, όσοι εσυγκοινώνησαν εις τον φόνον του, ετιμωρήθησαν από δαιμόνια ακάθαρτα. Το δε λείψανον του Αγίου κρύψαντες μέσα εις ένα αχυρώνα, ανεχώρησαν. Αλλ’ ο γεωργός εκείνος οπού εξουσίαζε τον αχυρώνα, πηγαίνωντας δια να δώση άχυρα εις τα ζώά του, ήκουσε μίαν ουράνιον δοξολογίαν, και αγγελικήν ψαλμωδίαν εις τον αχυρώνα. Όθεν ευρήκε το άγιον λείψανον, και παρευθύς εφανέρωσε τούτο και εις τους άλλους.

Μαθόντες δε τούτο οι Χριστιανοί, οπού εκατοίκουν εις τας Γάγγρας, εσυνάχθησαν εις τον αχυρώνα, και αφ’ ου εθρήνησαν κοινώς δια την στέρησιν τοιούτου ποιμένος, επήραν το άγιον αυτού λείψανον εις τας Γάγγρας, και ενταφίασαν αυτό εις επίσημον τόπον. Η δε γυνή η φονεύτρια του Αγίου, ηκολούθει οπίσω εις το άγιον λείψανον, κλαίουσα και κτυπούσα τον εαυτόν της με την πέτραν εκείνην, οπού εφόνευσε τον Άγιον. Όθεν αφ’ ου ενταφιάσθη το άγιον λείψανον, ιατρεύθη από το δαιμόνιον. Ομοίως ιατρεύθησαν και όλοι εκείνοι οπού εφόνευσαν τον Άγιον. Και άλλα δε πολλά θαύματα έγιναν και εν τω ενταφιασμώ του λειψάνου, και μετά τον ενταφιασμόν. Τα οποία θαύματα αφήσαμεν δια το πλήθος, και δια την δυσκολίαν της αυτών διηγήσεως.

(1) Σημείωσαι, ότι Ναυατιανοί ελέγοντο οι ακόλουθοι Ναυάτου του Πρεσβυτέρου της Ρώμης, όστις δεν εδέχετο εκείνους, οπού αρνήθησαν μεν εις τον καιρόν του διωγμού, εμετανοούσαν δε, αλλ’ ούτε εσυγκοινώνει με τους διγάμους. Έλεγε δε και ότι μετά το Βάπτισμα, δεν δύναται πλέον να ελεηθή ο αμαρτήσας, κατά τον Επιφάνιον, Αιρέσ. νθ’, και τον Αυγουστίνον, Αιρέσ. λη’. (Όρα και την ερμηνείαν του ογδόου Κανόνος της Α’ Συνόδου εν τω ημετέρω Κανονικώ.)

*

Άγιος ΑκάκιοςΤη αυτή ημέρα μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Ακακίου Επισκόπου Μελιτινής του Ομολογητού.

Ακακίω θνήσκοντι τω γης Αγγέλω,
Χώραν ετοιμάζουσιν Άγγελοι πόλου.

Ούτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Δεκίου εν έτει σνα’ [251], επειδή δε εδίδασκε την του Χριστού πίστιν, δια τούτο επιάσθη από τους ειδωλολάτρας και εφέρθη εις τον ύπατον Μαρκιανόν. Ερωτηθείς δε από αυτόν δια το κήρυγμα οπού κηρύττει, εδιηγήθη μεν όλην την ένσαρκον του Θεού Λόγου οικονομίαν, και ελάλησε περί των Χερουβίμ και Σεραφίμ. Ήλεγξε δε και επεριγέλασε την φλύαρον πλάνην των Ελλήνων. Όθεν δέχεται διάφορα βάσανα, και μέσα εις φυλακήν κλείεται. Ο δε Μαρκιανός έστειλε γράμματα εις τον βασιλέα, και εφανέρωσε τα περί του Αγίου. Ο δε βασιλεύς επρόσταξε να ελευθερωθή από την φυλακήν χωρίς ύβριν και τιμωρίαν. Και λοιπόν επεριπάτει εις το εξής ελεύθερος ο τρισόλβιος ούτος Πατήρ, φέρων εις το σώμα του τα στίγματα και πληγάς του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Όθεν πολλούς διδάξας την πίστιν του Χριστού, και διαλάμψας καλώς με διδασκαλίας και θαύματα, απήλθεν εν ειρήνη προς Κύριον (2).

(2) Η δε εύρεσις του λειψάνου του Αγίου τούτου Ακακίου, εορτάζεται κατά την δεκάτην πέμπτην του Σεπτεμβρίου.

*

Μνήμη των Αγίων των εν Περσία μαρτυρησάντων Αυδά Επισκόπου, και των συν αυτώ εννέα Μαρτύρων, και άλλων πολλών Αγίων, των εις φυλακήν βληθέντων, και υπό μυών και γαλών των συγκλεισθέντων αυτοίς βιβρωσκομένων.

Εις τον Αυδάν.

Αυδάς ενισχύοντος υψίστου Λόγου,
Καθείλεν ισχύν δυσσεβών τμηθείς κάραν.

Εις τους εννέα Μάρτυρας.

Εν τοις όνυξι καλάμους δεδεγμένοι,
Σφας Μάρτυρας γράφουσιν άνδρες εννέα.

Εις τους άλλους πολλούς Αγίους.

Ζώων ταμεία Μαρτύρων τα σαρκία,
Μυς ετρέφοντο και γαλαί εν τω βόθρω.

Κατά τους χρόνους του βασιλέως των Ρωμαίων Θεοδοσίου του μικρού εν έτει υιβ’ [412], Ισδιγέρδης ο βασιλεύς των Περσών, εκίνησε διωγμόν χαλεπώτατον εναντίον των Χριστιανών, λαβών ταύτην την αφορμήν. Ένας Επίσκοπος της Περσίας Αυδάς ονομαζόμενος, ο οποίος ήτον στολισμένος με πολλά είδη αρετών, ούτος λέγω από ζήλον θείον κινηθείς, εκρήμνισε τον ναόν, εις τον οποίον ελάτρευον οι Πέρσαι την φωτίαν. Τούτο δε μαθών ο βασιλεύς από τους μάγους (οίτινες εθεοποίουν τα στοιχεία κατά τον Θεοδώρητον, τον γράφοντα και το Συναξάριον τούτο εν κεφαλαίω λη’ του πέμπτου βιβλίου της Εκκλησιαστικής αυτού Ιστορίας, αφ’ ου και ο συγγραφεύς του Συναξαριστού Μαυρίκιος ο Διάκονος, ερανίσθη τούτο)· τούτο λέγω μαθών ο βασιλεύς, έστειλε και έφερε τον Άγιον Αυδάν έμπροσθέν του, και πρώτον μεν εκατηγόρησε με ημερότητα το έργον οπού έκαμε, και επρόσταξεν αυτόν να κτίση πάλιν τον κρημνισθέντα ναόν. Επειδή δε ο Άγιος εναντιόνετο και έλεγεν, ότι τούτο δεν είναι δυνατόν να πράξη, δια τούτο ο βασιλεύς εφοβέρισε να κρημνίση όλας τας Εκκλησίας των Χριστιανών. Όθεν και ετελείωσεν αυτό οπού εφοβέριζε, προστάξας πρώτον να θανατωθή ο θείος Αυδάς. Μαθών δε την προσταγήν και απόφασιν ταύτην του βασιλέως ο Άγιος, εχάρη πολλά, και έτζι χαίρων και αγαλλόμενος, έλαβεν ο αοίδιμος το μακάριον τέλος του μαρτυρίου.

Αφ’ ου δε επέρασαν τριάντα χρόνοι, πάλιν η ζάλη του κατά των Χριστιανών διωγμού έμενεν εις την Περσίαν, κινουμένη και ριπιζομένη από τους ασεβείς μάγους, καθώς κινείται και η ζάλη της θαλάσσης από τα ανεμοστρόβιλα. Όθεν και οι μάγοι ήτον οπού επροξένουν εις τους Χριστιανούς τα βασανιστήρια. Άλλους μεν γαρ, εθανάτοναν με διαφόρους παιδείας, άλλους δε, εξώριζαν, από τους οποίους θέλω αναφέρω εδώ δύω ή τρεις, ίνα δια μέσου τούτων, δείξω και την ανδρίαν των άλλων. Ένας Χριστιανός Ορμίσδης ονομαζόμενος, ήτον άνθρωπος αχεμενίδης, ένδοξος και περιφανής κοντά εις τους Πέρσας, ο οποίος είχε πατέρα έπαρχον. Τούτον δε μαθών ο βασιλεύς, ότι ήτον Χριστιανός, έστειλε και τον έφερεν έμπροσθέν του, και επρόσταξεν αυτόν να αρνηθή τον Ποιητήν του Θεόν. Ο δε Ορμίσδης, είπε, μη μοι γένοιτο ποτέ να αρνηθώ τον Ποιητήν μου Θεόν, και να καταφρονήσω αυτόν, καν και λάβω μυρίας παιδείας! (3) Ο δε βασιλεύς θαυμάσας την του Αγίου παρρησίαν, εγύμνωσεν αυτόν από τον πλούτον και τα υπάρχοντά του. Τα δε λοιπά τούτου του Αγίου, όρα εις την τρίτην του Νοεμβρίου, όπου γράφεται το Συναξάριον αυτού. Αλλά και τον Διάκονον Βενιαμίν τον Μεγαλομάρτυρα, πιάσας ο βασιλεύς, έβαλεν αυτόν εις φυλακήν, και με διάφορα βάσανα τον εθανάτωσεν. Και όρα περί τούτου εις την δεκάτην τρίτην του Οκτωβρίου, όπου γράφεται το Συναξάριον αυτού. Και άλλα δε πολλά βάσανα επροξένησαν εις τους Χριστιανούς οι μιαροί βασιλείς των Περσών, τα οποία δεν εστάθησαν κατώτερα από τα βάσανα, οπού εποίησεν ο Διοκλητιανός και Μαξιμιανός. Και τούτο δεν πρέπει να θαυμάζη τινάς, (προσθέττει ο Θεοδώρητος εις το αυτό ανωτέρω κεφάλαιον) ανίσως ο Θεός υποφέρη τας τόσας δυσσεβείας, και παραχωρή να γίνωνται τα τοιαύτα δεινά εις τους Χριστιανούς. Επειδή και τους πολέμους τούτους προείπεν ο Δεσπότης Χριστός εις το άγιον Ευαγγέλιον, και ομού το της Εκκλησίας ανίκητον, καθώς αυτά διδάσκει τα πράγματα. Ο γαρ πόλεμος περισσοτέραν ωφέλειαν χαρίζει εις ημάς, πάρεξ η ειρήνη (4). Δια τούτο και οι ανωτέρω Άγιοι δια μέσου της υπομονής και της αθλήσεως, εδέχθησαν παρά Κυρίου τους αμαράντους στεφάνους της μακαριότητος.

(3) Παρά δε τω Θεοδωρήτω γράφεται ούτως· «Ο δε (ήτοι ο Ορμίσδης) έφη, μήτε δίκαια μήτε συμφέροντα προστεταχέναι τον βασιλέα. Ο γαρ τοι παιδευόμενος, ραδίως του Θεού των όλων καταφρονείν και τούτον αρνείσθαι, ράον αν και βασιλέως καταφρονήση. Άνθρωπος γαρ δη ούτος θνητήν φύσιν κεκληρωμένος. Ει δε τιμωρίας εσχάτης άξιος, ο τα σα, ω βασιλεύ, αρνούμενος σκήπτρα, πολλαπλασίων κολάσεων αξιώτερος, ο τον του παντός αρνούμενος Ποιητήν. Ο δε βασιλεύς, δέον, την των ειρημένων θαυμάσαι σοφίαν, εγύμνωσε μεν και του πλούτου και των αξιωμάτων τον γενναίον αθλητήν. Γυμνόν δε έλκειν της στρατιάς τας καμήλους εκέλευσε», και τα λοιπά. Άπερ όρα εις την τρίτην του Νοεμβρίου.

(4) Τα λόγια του σοφού Θεοδωρήτου εισί ταύτα· «Ου χρη δε θαυμάζειν, ότι της εκείνων θηριωδίας και δυσσεβείας ανέχεται ο των όλων Πρύτανις. Και γαρ προ της Κωνσταντίνου του Μεγάλου βασιλείας, όσοι Ρωμαίοι εγένοντο βασιλείς, κατά των θιασωτών της αληθείας ελύπησαν. Διοκλητιανός δε, εν τη του σωτηρίου πάθους ημέρα (ήτοι εν τη Μεγάλη Παρασκευή) τας εν απάση τη Ρωμαίων ηγεμονία κατέλυσεν Εκκλησίας. Αλλ’ εννέα διεληλυθότων ετών, αύται μεν ήνθησαν, και πολλαπλάσιον εδέξαντο μέγεθός τε και κάλλος. Εκείνος δε, μετά της δυσσεβείας απεσβέσθη. Και τους πολέμους δε τούτους προείρηκεν ο Δεσπότης, και το της Εκκλησίας αήττητον. Και αυτά δε ημάς διδάσκει τα πράγματα, ως πλείονα ημίν της ειρήνης ο πόλεμος πορίζει την ωφέλειαν. Η μεν γαρ, αβρούς ημάς και ανημέρους και δειλούς απεργάζεται. Ο δε πόλεμος, τα τε φρονήματα παραθήγει, και των παρόντων ως ρεόντων παρασκευάζει καταφρονείν».

*

Ο Άγιος Μάρτυς Μένανδρος, κατά πετρών γυμνός συρόμενος, τελειούται.

Γυμνόν συρέντα τον Μένανδρον εν πέτραις,
Στολήν ο Χριστός ενδύει σωτηρίας.

*

Ο Όσιος Πατήρ ημών Βλάσιος, ο εκ πόλεως Αμορίου γεννηθείς, εν ειρήνη τελειούται.

Καρπούς Βλάσιε αρετών εκβλαστάνεις,
Ους περ τρυγάς νυν εν πόλω μετ’ Αγγέλων.

*

Οι Άγιοι τριακονταοκτώ Μάρτυρες, συγγενείς όντες, ξίφει τελειούνται.

Φυλή πεσούσα συγγενής δια ξίφους,
Φύλα τροπούται των πεσόντων εκ πόλου.

*

Ο Όσιος Πατήρ ημών Στέφανος ο Θαυματουργός εν ειρήνη τελειούται.

Τον δε Στέφανον αστεφή πώς ελλίπω,
Τον θαυματουργόν, ον στέφει Θεού χάρις;

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

*

Ο Μάρτιος μην ώδε λαμβάνει τέλος,
Θεώ δε δόξαν τω τέλει πάντων φέρει.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Άγιος ΥπάτιοςΤῷ αὐτῷ μηνὶ ΛΑ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Ὑπατίου Ἐπισκόπου Γαγγρῶν.

Κτείνει γυνὴ βαλοῦσα καιρίαν λίθῳ,
Τὸν Ὑπάτιον, φεῦ γυναικὶ ἀθλίᾳ!

Πρώτῃ Ὑπατίῳ βιότου πέρας ἐν τριακοστῇ.

Ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Ὑπάτιος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου ἐν ἔτει τιη΄ [318], γνωριζόμενος ἕνας ἀπὸ τοὺς τριακοσίους καὶ θεοφόρους Πατέρας τοὺς ἐν Νικαίᾳ τὸ πρῶτον συνελθόντας, ἐν ἔτει τκε΄ [325]. Οὗτος λοιπὸν διὰ τὴν ἐνάρετον αὑτοῦ καὶ ἔνθεον πολιτείαν, μεγάλα ἐτέλεσε θαύματα, καὶ πολλὰ πλήθη τῶν ἀπίστων ἐπρόσφερεν εἰς τὸν Χριστόν, καὶ οἶκον κατασκευάσας, ὑπεδέχετο τοὺς ἐκ τοῦ γένους αὑτοῦ προστρέχοντας εἰς αὐτόν. Οὗτος ἠφάνισε μὲ τὸν λόγον του ἐκείνους, ὁποῦ ἐπερικύκλοναν τὴν χώραν τὴν καλουμένην Ἀσπλαγκάς. Καὶ ὅταν ἐπεριπάτει τὴν νύκτα, ἐφωτίζετο ἀπὸ ἕνα θεῖον καὶ λαμπρὸν φῶς. Καὶ νερὸν δὲ ἁλμυρὸν εἰς γλυκὺ μετέβαλεν. Εἰς τοὺς χρόνους δὲ Κωνσταντίου τοῦ υἱοῦ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἕνας μέγας δράκων ἐλθὼν ἀπὸ ἕνα μέρος, ἐμβῆκε μέσα εἰς τὸν βασιλικὸν θησαυρόν, ὁ ὁποῖος ὡς λέγουσι, τόσον φόβον ἐπροξένει εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ὥστε ὁποῦ δὲν ἐτόλμα νὰ πλησιάσῃ τινὰς εἰς τὸν θησαυρόν. Ὅποιος δὲ ἐτόλμα νὰ πλησιάσῃ, αὐτὸς εὐθὺς ἐθανατόνετο ἀπὸ τὸν δράκοντα. Ὅθεν ἐκ τούτου ὁ βασιλεὺς εὑρίσκετο εἰς ἀπορίαν, καὶ τί νὰ κάμῃ δὲν ἤξευρεν.

Ἀκούσας δὲ τὴν φήμην τοῦ Ἁγίου τούτου Ὑπατίου, ἔστειλεν εἰς αὐτὸν πρέσβεις καὶ μεσίτας, παρακαλῶντάς τον νὰ ἔλθῃ εἰς αὐτόν. Ὁ δὲ Ἅγιος ἐλθών, καὶ βλέπων, πῶς ἐπροϋπάντησεν αὐτὸν ὁ βασιλεὺς μὲ κάθε τιμὴν καὶ εὐλάβειαν, καὶ πῶς ἐκυλίετο εἰς τοὺς πόδας του, ἐσήκωσεν αὐτὸν ἐπάνω καὶ λέγει του. Ἔχε θάρρος καὶ μὴ λυπῆσαι, ὦ βασιλεῦ, ὅτι τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις, εἶναι δυνατὰ εἰς τὸν Θεόν. Πίστευε λοιπὸν καὶ θάρρει εἰς τὸν Θεόν, καὶ θέλεις ἰδῇς μετὰ ὀλίγον τὴν τοῦ Θεοῦ ἀκαταμάχητον δύναμιν. Ταῦτα μὲν εἶπεν ὁ Ἅγιος. Ὁ δὲ βασιλεὺς δείξας ἀπὸ μακρὰν τὸ θηρίον, μὴ ἀπροσέκτως, εἶπεν, ὦ Πάτερ, πλησιάσῃς εἰς τὸν δράκοντα, διὰ νὰ μὴ πάθῃς ἐκεῖνο, ὁποῦ καὶ ἄλλοι ἔπαθον, ἤγουν διὰ νὰ μὴ θανατωθῇς ἀπὸ αὐτὸν ἐξ ἐμῶν ἁμαρτιῶν. Ὁ δὲ Ἅγιος ἀπεκρίθη. Ἡ ἐδική μας προσευχή, ὦ βασιλεῦ, δὲν ἔχει κᾀμμίαν δύναμιν εἰς τὰ τοιαῦτα μεγάλα θαυμάσια. Ἡ δὲ ἐδική σου πίστις, καὶ ἡ τοῦ Κυρίου μεγάλη καὶ ἀνίκητος δύναμις, αὐτὰ δύνανται νὰ κάμουν ὅλον τὸ πᾶν.

Τότε πεσὼν ὁ Ἅγιος εἰς τὴν γῆν, ἐπροσευχήθη ὥραν ἱκανήν. Ἔπειτα σηκωθεὶς λέγει εἰς τὸν βασιλέα. Πρόσταξον νὰ γένῃ μία μεγάλη πυρκαϊὰ εἰς τὸ μέσον τοῦ παζαρίου ἐκεῖ, ὅπου στέκεται ἡ κολόνα τοῦ πατρός σου Κωνσταντίνου, καὶ ἐκεῖνοι ὁποῦ θέλουν ἀνάψουν τὴν φωτίαν, ἂς προσμένουν, ἕως ὁποῦ νὰ ὑπάγω ἐκεῖ καὶ ἐγώ. Ταῦτα εἰπὼν ὁ Ἅγιος, ἐπλησίασε μόνος εἰς τὸν θησαυρόν, καὶ ἄνοιξε τὴν πόρταν, κρατῶντας καὶ ῥάβδον εἰς τὰς χεῖράς του, ἔχουσαν ἐπάνω τὸν τύπον τοῦ τιμίου Σταυροῦ. Κτυπῶντας δὲ μὲ τὴν ῥάβδον τὸν δράκοντα, τίποτε δὲν ἐκατώρθονεν. Ὅθεν μερικοὶ βλέποντες ἀπὸ μακρόθεν, ἦτον πεφοβισμένοι καὶ ἔντρομοι, ἐνόμιζον γὰρ ὅτι ἐθανατώθη ὁ Ἅγιος ὑπὸ τοῦ δράκοντος. Ἀλλ’ ὁ Ἅγιος σηκώσας τὰ ὀμμάτιά του εἰς τὸν Οὐρανόν, καὶ τὸν Θεὸν ἐπικαλεσάμενος, ἔβαλε τὸ ῥαβδί του εἰς τὸ στόμα τοῦ θηρίου, καὶ εἶπεν. Ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀκολούθει μοι, ὦ θηρίον. Ὁ δὲ δράκων δαγκάσας τὴν ῥάβδον τοῦ Ἁγίου, ἠκολούθει εἰς αὐτόν, ὡσὰν νὰ ἐδιώκετο ἀπό τινα. Ὁ δὲ Ἅγιος εὐγαίνωντας ἀπὸ τὸν βασιλικὸν θησαυρόν, διεπέρασεν ὅλον τὸ παζάρι, τραβίζωντας καὶ τὸν δράκοντα ὄπισθεν, ὅθεν ἐξέπληξεν ἅπαντας. Ἐπειδὴ ὁ δράκων ἐκεῖνος, ἦτον ἕνα φοβερὸν καὶ ἐξαίσιον θέαμα. Ἦτον γάρ, ὡς ἔλεγον, ἑξήκοντα πήχεις εἰς τὸ μέγεθος.

Πλησιάσας δὲ εἰς τὴν πυρκαϊάν, εἶπε πρὸς τὸν δράκοντα. Ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁποῖον κηρύττω ἐγὼ ὁ ἐλάχιστος, σὲ προστάζω νὰ ἔμβῃς εἰς τὸ μέσον τῆς πυρκαϊᾶς. Ὁ δὲ φοβερὸς ἐκεῖνος δράκων, ἔκαμεν ὡσὰν καμάραν τὸν ἑαυτόν του, καὶ κυρτωθεὶς καὶ ἐξαπλωθείς, ἔρριψε τὸν ἑαυτόν του εἰς τὸ μέσον τῆς πυρκαϊᾶς ἔμπροσθεν εἰς ὅλους, καὶ κατεκάη. Ὅθεν ὅλοι οἱ θεωροῦντες ἐξεπλάγησαν, καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, ἐπειδὴ καὶ ἔδειξεν εἰς τὰς ἡμέρας αὐτῶν, τοιοῦτον φωστῆρα καὶ θαυματουργὸν Ἅγιον. Ὁ δὲ βασιλεὺς ἐκπλαγεὶς διὰ τὸ παράδοξον, ἐτίμησεν ὑπερβολικῶς τὸν Ἅγιον, καὶ ἐπρόσταξε νὰ ἱστορήσουν τὴν εἰκόνα του εἰς σανίδια, τὴν ὁποίαν ἔβαλεν ἐπάνω εἰς τὴν πόρταν τοῦ βασιλικοῦ θησαυροῦ εἰς ἀποτροπὴν παντὸς ἐναντίου πράγματος, τὸν δὲ Ἅγιον κατασπασάμενος, ἀπέστειλεν εἰς τὴν ἐπαρχίαν του. Ἀναχωρῶντας δὲ ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἐπήγαινεν εἰς τὸν θρόνον του δοξάζων καὶ εὐλογῶν τὸν Θεόν. Ἀλλ’ ἐπειδὴ ἐφθονεῖτο ἀπὸ τοὺς δυσσεβεῖς Ναυατιανούς (1), οἵτινες καθ’ ἑκάστην αὐτὸν ἐκατάτρεχον, καὶ μάλιστα ἀπὸ τοὺς ἀπίστους τοὺς κατοικοῦντας εἰς τὴν Λαζικὴν καὶ Τραπεζοῦντα: διὰ τοῦτο οἱ μιαροὶ ἐκεῖνοι καρτερήσαντες εἰς ἕνα τόπον κρημνώδη, ὅταν ὁ Ἅγιος ἐπέρασεν ἀπὸ ἐκεῖ, ὥρμησαν αἰφνιδίως ἄνδρες ὁμοῦ καὶ γυναῖκες κατ’ ἐπάνω του, ὡσὰν θηρία, καὶ ἐκτύπουν αὐτόν, ἄλλος, μὲ ξύλον, ἄλλος, μὲ πέτρας, καὶ ἄλλος μὲ μάχαιραν. Εἶτα ἔρριψαν αὐτὸν ἀπὸ ἕνα μεγάλον ὕψος κάτω εἰς τὸν ποταμόν. Ὁ δὲ Ἅγιος ἡμιθανὴς γενόμενος, ἅπλωσεν ὀλίγον τὰς ἁγίας του χεῖρας, καὶ σηκώσας τὰ ὀμμάτιά του εἰς τὸν Οὐρανόν, Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην, ὡς ὁ πρωτομάρτυς, ἔλεγε, Στέφανος. Εἰς καιρὸν δὲ ὁποῦ ἀκόμη ὁ Ἅγιος ἀνέπνεε, μία γυναῖκα μιαρὰ καὶ ἀκάθαρτος, ἡ ὁποία ἔπιεν ὅλον τὸ ποτήριον τῆς αἱρέσεως, πέρνουσα μίαν μεγάλην πέτραν, ἐκτύπησε τὸν Ἅγιον εἰς τὸν μήνιγγα, καὶ ἔτζι ἡ δυστυχὴς καὶ ἀθλία, ὑστέρησεν ἀπὸ αὐτὸν τὴν ὀλίγην ἐκείνην ζωήν, ὁποῦ τοῦ ἔμεινε. Καὶ ἡ μὲν τοῦ Ἁγίου ψυχὴ παρεδόθη εἰς χεῖρας Θεοῦ, ἡ δὲ ταλαίπωρος ἐκείνη γυνή, κυριευθεῖσα ἀπὸ δαιμόνιον, ἐκτύπα τὸ στῆθός της μὲ τὴν ἰδίαν ἐκείνην πέτραν, μὲ τὴν ὁποίαν ἐθανάτωσε τὸν Ἅγιον. Ὁμοίως δὲ καὶ ὅλοι, ὅσοι ἐσυγκοινώνησαν εἰς τὸν φόνον του, ἐτιμωρήθησαν ἀπὸ δαιμόνια ἀκάθαρτα. Τὸ δὲ λείψανον τοῦ Ἁγίου κρύψαντες μέσα εἰς ἕνα ἀχυρῶνα, ἀνεχώρησαν. Ἀλλ’ ὁ γεωργὸς ἐκεῖνος ὁποῦ ἐξουσίαζε τὸν ἀχυρῶνα, πηγαίνωντας διὰ νὰ δώσῃ ἄχυρα εἰς τὰ ζῶά του, ἤκουσε μίαν οὐράνιον δοξολογίαν, καὶ ἀγγελικὴν ψαλμῳδίαν εἰς τὸν ἀχυρῶνα. Ὅθεν εὑρῆκε τὸ ἅγιον λείψανον, καὶ παρευθὺς ἐφανέρωσε τοῦτο καὶ εἰς τοὺς ἄλλους.

Μαθόντες δὲ τοῦτο οἱ Χριστιανοί, ὁποῦ ἐκατοίκουν εἰς τὰς Γάγγρας, ἐσυνάχθησαν εἰς τὸν ἀχυρῶνα, καὶ ἀφ’ οὗ ἐθρήνησαν κοινῶς διὰ τὴν στέρησιν τοιούτου ποιμένος, ἐπῆραν τὸ ἅγιον αὐτοῦ λείψανον εἰς τὰς Γάγγρας, καὶ ἐνταφίασαν αὐτὸ εἰς ἐπίσημον τόπον. Ἡ δὲ γυνὴ ἡ φονεύτρια τοῦ Ἁγίου, ἠκολούθει ὀπίσω εἰς τὸ ἅγιον λείψανον, κλαίουσα καὶ κτυποῦσα τὸν ἑαυτόν της μὲ τὴν πέτραν ἐκείνην, ὁποῦ ἐφόνευσε τὸν Ἅγιον. Ὅθεν ἀφ’ οὗ ἐνταφιάσθη τὸ ἅγιον λείψανον, ἰατρεύθη ἀπὸ τὸ δαιμόνιον. Ὁμοίως ἰατρεύθησαν καὶ ὅλοι ἐκεῖνοι ὁποῦ ἐφόνευσαν τὸν Ἅγιον. Καὶ ἄλλα δὲ πολλὰ θαύματα ἔγιναν καὶ ἐν τῷ ἐνταφιασμῷ τοῦ λειψάνου, καὶ μετὰ τὸν ἐνταφιασμόν. Τὰ ὁποῖα θαύματα ἀφήσαμεν διὰ τὸ πλῆθος, καὶ διὰ τὴν δυσκολίαν τῆς αὐτῶν διηγήσεως.

(1) Σημείωσαι, ὅτι Ναυατιανοὶ ἐλέγοντο οἱ ἀκόλουθοι Ναυάτου τοῦ Πρεσβυτέρου τῆς Ῥώμης, ὅστις δὲν ἐδέχετο ἐκείνους, ὁποῦ ἀρνήθησαν μὲν εἰς τὸν καιρὸν τοῦ διωγμοῦ, ἐμετανοοῦσαν δέ, ἀλλ’ οὔτε ἐσυγκοινώνει μὲ τοὺς διγάμους. Ἔλεγε δὲ καὶ ὅτι μετὰ τὸ Βάπτισμα, δὲν δύναται πλέον νὰ ἐλεηθῇ ὁ ἁμαρτήσας, κατὰ τὸν Ἐπιφάνιον, Αἱρέσ. νθ΄, καὶ τὸν Αὐγουστῖνον, Αἱρέσ. λη΄. (Ὅρα καὶ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ ὀγδόου Κανόνος τῆς Α΄ Συνόδου ἐν τῷ ἡμετέρῳ Κανονικῷ.)

*

Άγιος ΑκάκιοςΤῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἀκακίου Ἐπισκόπου Μελιτινῆς τοῦ Ὁμολογητοῦ.

Ἀκακίῳ θνήσκοντι τῷ γῆς Ἀγγέλῳ,
Χώραν ἑτοιμάζουσιν Ἄγγελοι πόλου.

Οὗτος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Δεκίου ἐν ἔτει σνα΄ [251], ἐπειδὴ δὲ ἐδίδασκε τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν, διὰ τοῦτο ἐπιάσθη ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρας καὶ ἐφέρθη εἰς τὸν ὕπατον Μαρκιανόν. Ἐρωτηθεὶς δὲ ἀπὸ αὐτὸν διὰ τὸ κήρυγμα ὁποῦ κηρύττει, ἐδιηγήθη μὲν ὅλην τὴν ἔνσαρκον τοῦ Θεοῦ Λόγου οἰκονομίαν, καὶ ἐλάλησε περὶ τῶν Χερουβὶμ καὶ Σεραφίμ. Ἤλεγξε δὲ καὶ ἐπεριγέλασε τὴν φλύαρον πλάνην τῶν Ἑλλήνων. Ὅθεν δέχεται διάφορα βάσανα, καὶ μέσα εἰς φυλακὴν κλείεται. Ὁ δὲ Μαρκιανὸς ἔστειλε γράμματα εἰς τὸν βασιλέα, καὶ ἐφανέρωσε τὰ περὶ τοῦ Ἁγίου. Ὁ δὲ βασιλεὺς ἐπρόσταξε νὰ ἐλευθερωθῇ ἀπὸ τὴν φυλακὴν χωρὶς ὕβριν καὶ τιμωρίαν. Καὶ λοιπὸν ἐπεριπάτει εἰς τὸ ἑξῆς ἐλεύθερος ὁ τρισόλβιος οὗτος Πατήρ, φέρων εἰς τὸ σῶμά του τὰ στίγματα καὶ πληγὰς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅθεν πολλοὺς διδάξας τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, καὶ διαλάμψας καλῶς μὲ διδασκαλίας καὶ θαύματα, ἀπῆλθεν ἐν εἰρήνῃ πρὸς Κύριον (2).

(2) Ἡ δὲ εὕρεσις τοῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου τούτου Ἀκακίου, ἑορτάζεται κατὰ τὴν δεκάτην πέμπτην τοῦ Σεπτεμβρίου.

*

Μνήμη τῶν Ἁγίων τῶν ἐν Περσίᾳ μαρτυρησάντων Αὐδᾶ Ἐπισκόπου, καὶ τῶν σὺν αὐτῷ ἐννέα Μαρτύρων, καὶ ἄλλων πολλῶν Ἁγίων, τῶν εἰς φυλακὴν βληθέντων, καὶ ὑπὸ μυῶν καὶ γαλῶν τῶν συγκλεισθέντων αὐτοῖς βιβρωσκομένων.

Εἰς τὸν Αὐδᾶν.

Αὐδᾶς ἐνισχύοντος ὑψίστου Λόγου,
Καθεῖλεν ἰσχὺν δυσσεβῶν τμηθεὶς κάραν.

Εἰς τοὺς ἐννέα Μάρτυρας.

Ἐν τοῖς ὄνυξι καλάμους δεδεγμένοι,
Σφᾶς Μάρτυρας γράφουσιν ἄνδρες ἐννέα.

Εἰς τοὺς ἄλλους πολλοὺς Ἁγίους.

Ζώων ταμεῖα Μαρτύρων τὰ σαρκία,
Μῦς ἐτρέφοντο καὶ γαλαῖ ἐν τῷ βόθρῳ.

Κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως τῶν Ῥωμαίων Θεοδοσίου τοῦ μικροῦ ἐν ἔτει υιβ΄ [412], Ἰσδιγέρδης ὁ βασιλεὺς τῶν Περσῶν, ἐκίνησε διωγμὸν χαλεπώτατον ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, λαβὼν ταύτην τὴν ἀφορμήν. Ἕνας Ἐπίσκοπος τῆς Περσίας Αὐδᾶς ὀνομαζόμενος, ὁ ὁποῖος ἦτον στολισμένος μὲ πολλὰ εἴδη ἀρετῶν, οὗτος λέγω ἀπὸ ζῆλον θεῖον κινηθείς, ἐκρήμνισε τὸν ναόν, εἰς τὸν ὁποῖον ἐλάτρευον οἱ Πέρσαι τὴν φωτίαν. Τοῦτο δὲ μαθὼν ὁ βασιλεὺς ἀπὸ τοὺς μάγους (οἵτινες ἐθεοποίουν τὰ στοιχεῖα κατὰ τὸν Θεοδώρητον, τὸν γράφοντα καὶ τὸ Συναξάριον τοῦτο ἐν κεφαλαίῳ λη΄ τοῦ πέμπτου βιβλίου τῆς Ἐκκλησιαστικῆς αὑτοῦ Ἱστορίας, ἀφ’ οὗ καὶ ὁ συγγραφεὺς τοῦ Συναξαριστοῦ Μαυρίκιος ὁ Διάκονος, ἐρανίσθη τοῦτο)· τοῦτο λέγω μαθὼν ὁ βασιλεύς, ἔστειλε καὶ ἔφερε τὸν Ἅγιον Αὐδᾶν ἔμπροσθέν του, καὶ πρῶτον μὲν ἐκατηγόρησε μὲ ἡμερότητα τὸ ἔργον ὁποῦ ἔκαμε, καὶ ἐπρόσταξεν αὐτὸν νὰ κτίσῃ πάλιν τὸν κρημνισθέντα ναόν. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἅγιος ἐναντιόνετο καὶ ἔλεγεν, ὅτι τοῦτο δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ πράξῃ, διὰ τοῦτο ὁ βασιλεὺς ἐφοβέρισε νὰ κρημνίσῃ ὅλας τὰς Ἐκκλησίας τῶν Χριστιανῶν. Ὅθεν καὶ ἐτελείωσεν αὐτὸ ὁποῦ ἐφοβέριζε, προστάξας πρῶτον νὰ θανατωθῇ ὁ θεῖος Αὐδᾶς. Μαθὼν δὲ τὴν προσταγὴν καὶ ἀπόφασιν ταύτην τοῦ βασιλέως ὁ Ἅγιος, ἐχάρη πολλά, καὶ ἔτζι χαίρων καὶ ἀγαλλόμενος, ἔλαβεν ὁ ἀοίδιμος τὸ μακάριον τέλος τοῦ μαρτυρίου.

Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασαν τριάντα χρόνοι, πάλιν ἡ ζάλη τοῦ κατὰ τῶν Χριστιανῶν διωγμοῦ ἔμενεν εἰς τὴν Περσίαν, κινουμένη καὶ ῥιπιζομένη ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς μάγους, καθὼς κινεῖται καὶ ἡ ζάλη τῆς θαλάσσης ἀπὸ τὰ ἀνεμοστρόβιλα. Ὅθεν καὶ οἱ μάγοι ἦτον ὁποῦ ἐπροξένουν εἰς τοὺς Χριστιανοὺς τὰ βασανιστήρια. Ἄλλους μὲν γάρ, ἐθανάτοναν μὲ διαφόρους παιδείας, ἄλλους δέ, ἐξώριζαν, ἀπὸ τοὺς ὁποίους θέλω ἀναφέρω ἐδῶ δύω ἢ τρεῖς, ἵνα διὰ μέσου τούτων, δείξω καὶ τὴν ἀνδρίαν τῶν ἄλλων. Ἕνας Χριστιανὸς Ὁρμίσδης ὀνομαζόμενος, ἦτον ἄνθρωπος ἀχεμενίδης, ἔνδοξος καὶ περιφανὴς κοντὰ εἰς τοὺς Πέρσας, ὁ ὁποῖος εἶχε πατέρα ἔπαρχον. Τοῦτον δὲ μαθὼν ὁ βασιλεύς, ὅτι ἦτον Χριστιανός, ἔστειλε καὶ τὸν ἔφερεν ἔμπροσθέν του, καὶ ἐπρόσταξεν αὐτὸν νὰ ἀρνηθῇ τὸν Ποιητήν του Θεόν. Ὁ δὲ Ὁρμίσδης, εἶπε, μή μοι γένοιτο ποτὲ νὰ ἀρνηθῶ τὸν Ποιητήν μου Θεόν, καὶ νὰ καταφρονήσω αὐτόν, κᾂν καὶ λάβω μυρίας παιδείας (3)! Ὁ δὲ βασιλεὺς θαυμάσας τὴν τοῦ Ἁγίου παρρησίαν, ἐγύμνωσεν αὐτὸν ἀπὸ τὸν πλοῦτον καὶ τὰ ὑπάρχοντά του. Τὰ δὲ λοιπὰ τούτου τοῦ Ἁγίου, ὅρα εἰς τὴν τρίτην τοῦ Νοεμβρίου, ὅπου γράφεται τὸ Συναξάριον αὐτοῦ. Ἀλλὰ καὶ τὸν Διάκονον Βενιαμὶν τὸν Μεγαλομάρτυρα, πιάσας ὁ βασιλεύς, ἔβαλεν αὐτὸν εἰς φυλακήν, καὶ μὲ διάφορα βάσανα τὸν ἐθανάτωσεν. Καὶ ὅρα περὶ τούτου εἰς τὴν δεκάτην τρίτην τοῦ Ὀκτωβρίου, ὅπου γράφεται τὸ Συναξάριον αὐτοῦ. Καὶ ἄλλα δὲ πολλὰ βάσανα ἐπροξένησαν εἰς τοὺς Χριστιανοὺς οἱ μιαροὶ βασιλεῖς τῶν Περσῶν, τὰ ὁποῖα δὲν ἐστάθησαν κατώτερα ἀπὸ τὰ βάσανα, ὁποῦ ἐποίησεν ὁ Διοκλητιανὸς καὶ Μαξιμιανός. Καὶ τοῦτο δὲν πρέπει νὰ θαυμάζῃ τινάς, (προσθέττει ὁ Θεοδώρητος εἰς τὸ αὐτὸ ἀνωτέρω κεφάλαιον) ἀνίσως ὁ Θεὸς ὑποφέρῃ τὰς τόσας δυσσεβείας, καὶ παραχωρῇ νὰ γίνωνται τὰ τοιαῦτα δεινὰ εἰς τοὺς Χριστιανούς. Ἐπειδὴ καὶ τοὺς πολέμους τούτους προεῖπεν ὁ Δεσπότης Χριστὸς εἰς τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον, καὶ ὁμοῦ τὸ τῆς Ἐκκλησίας ἀνίκητον, καθὼς αὐτὰ διδάσκει τὰ πράγματα. Ὁ γὰρ πόλεμος περισσοτέραν ὠφέλειαν χαρίζει εἰς ἡμᾶς, πάρεξ ἡ εἰρήνη (4). Διὰ τοῦτο καὶ οἱ ἀνωτέρω Ἅγιοι διὰ μέσου τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς ἀθλήσεως, ἐδέχθησαν παρὰ Κυρίου τοὺς ἀμαράντους στεφάνους τῆς μακαριότητος.

(3) Παρὰ δὲ τῷ Θεοδωρήτῳ γράφεται οὕτως· «Ὁ δὲ (ἤτοι ὁ Ὁρμίσδης) ἔφη, μήτε δίκαια μήτε συμφέροντα προστεταχέναι τὸν βασιλέα. Ὁ γάρ τοι παιδευόμενος, ῥαδίως τοῦ Θεοῦ τῶν ὅλων καταφρονεῖν καὶ τοῦτον ἀρνεῖσθαι, ῥᾶον ἂν καὶ βασιλέως καταφρονήσῃ. Ἄνθρωπος γὰρ δὴ οὗτος θνητὴν φύσιν κεκληρωμένος. Εἰ δὲ τιμωρίας ἐσχάτης ἄξιος, ὁ τὰ σά, ὦ βασιλεῦ, ἀρνούμενος σκῆπτρα, πολλαπλασίων κολάσεων ἀξιώτερος, ὁ τὸν τοῦ παντὸς ἀρνούμενος Ποιητήν. Ὁ δὲ βασιλεύς, δέον, τὴν τῶν εἰρημένων θαυμάσαι σοφίαν, ἐγύμνωσε μὲν καὶ τοῦ πλούτου καὶ τῶν ἀξιωμάτων τὸν γενναῖον ἀθλητήν. Γυμνὸν δὲ ἕλκειν τῆς στρατιᾶς τὰς καμήλους ἐκέλευσε», καὶ τὰ λοιπά. Ἅπερ ὅρα εἰς τὴν τρίτην τοῦ Νοεμβρίου.

(4) Τὰ λόγια τοῦ σοφοῦ Θεοδωρήτου εἰσὶ ταῦτα· «Οὐ χρὴ δὲ θαυμάζειν, ὅτι τῆς ἐκείνων θηριωδίας καὶ δυσσεβείας ἀνέχεται ὁ τῶν ὅλων Πρύτανις. Καὶ γὰρ πρὸ τῆς Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου βασιλείας, ὅσοι Ῥωμαῖοι ἐγένοντο βασιλεῖς, κατὰ τῶν θιασωτῶν τῆς ἀληθείας ἐλύπησαν. Διοκλητιανὸς δέ, ἐν τῇ τοῦ σωτηρίου πάθους ἡμέρᾳ (ἤτοι ἐν τῇ Μεγάλῃ Παρασκευῇ) τὰς ἐν ἁπάσῃ τῇ Ῥωμαίων ἡγεμονίᾳ κατέλυσεν Ἐκκλησίας. Ἀλλ’ ἐννέα διεληλυθότων ἐτῶν, αὗται μὲν ἤνθησαν, καὶ πολλαπλάσιον ἐδέξαντο μέγεθός τε καὶ κάλλος. Ἐκεῖνος δέ, μετὰ τῆς δυσσεβείας ἀπεσβέσθη. Καὶ τοὺς πολέμους δὲ τούτους προείρηκεν ὁ Δεσπότης, καὶ τὸ τῆς Ἐκκλησίας ἀήττητον. Καὶ αὐτὰ δὲ ἡμᾶς διδάσκει τὰ πράγματα, ὡς πλείονα ἡμῖν τῆς εἰρήνης ὁ πόλεμος πορίζει τὴν ὠφέλειαν. Ἡ μὲν γάρ, ἁβροὺς ἡμᾶς καὶ ἀνημέρους καὶ δειλοὺς ἀπεργάζεται. Ὁ δὲ πόλεμος, τά τε φρονήματα παραθήγει, καὶ τῶν παρόντων ὡς ῥεόντων παρασκευάζει καταφρονεῖν».

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Μένανδρος, κατὰ πετρῶν γυμνὸς συρόμενος, τελειοῦται.

Γυμνὸν συρέντα τὸν Μένανδρον ἐν πέτραις,
Στολὴν ὁ Χριστὸς ἐνδύει σωτηρίας.

*

Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Βλάσιος, ὁ ἐκ πόλεως Ἀμορίου γεννηθείς, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Καρποὺς Βλάσιε ἀρετῶν ἐκβλαστάνεις,
Οὕς περ τρυγᾷς νῦν ἐν πόλῳ μετ’ Ἀγγέλων.

*

Οἱ Ἅγιοι τριακονταοκτὼ Μάρτυρες, συγγενεῖς ὄντες, ξίφει τελειοῦνται.

Φυλὴ πεσοῦσα συγγενὴς διὰ ξίφους,
Φῦλα τροποῦται τῶν πεσόντων ἐκ πόλου.

*

Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Στέφανος ὁ Θαυματουργὸς ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Τὸν δὲ Στέφανον ἀστεφῆ πῶς ἐλλίπω,
Τὸν θαυματουργόν, ὃν στέφει Θεοῦ χάρις;

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

*

Ὁ Μάρτιος μὴν ὧδε λαμβάνει τέλος,
Θεῷ δὲ δόξαν τῷ τέλει πάντων φέρει.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

 

Των Αγίων Υπατίου Επισκόπου Γαγγρών, Ακακίου Επισκόπου Μελιτινής, Αυδά Επισκόπου και των συν αυτώ, Μενάνδρου κ.ά.

 

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.