Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου30 Μαρτίου

Των Αγίων Ιωάννου του συγγραφέως της Κλίμακος, Ιωάννου του εν τω φρέατι, Ιωάννου Πατριάρχου Ιεροσολύμων κ.ά.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Άγιος Ιωάννης της ΚλίμακοςΤω αυτώ μηνί Λ’, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Ιωάννου του συγγραφέως της Κλίμακος.

Επί κλίμαξι κλίμακας πυκνώς Πάτερ,
Τας αρετάς θεις, έφθασας πόλου μέχρι.

Χαίρεν Ιωάννης τριακοστή εξαναλύων.

Ούτος ο Όσιος Πατήρ ημών Ιωάννης ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Ιουστίνου του νεωτέρου του ανεψιού του Ιουστινιανού, εν έτει φο’ [570]. Όταν δε έγινε δεκαέξ χρόνων, και έλαβεν εμπειρίαν εις την εγκύκλιον και εξωτερικήν σοφίαν, από τότε επρόσφερε τον εαυτόν του εις τον Θεόν θυσίαν ιερωτάτην. Όθεν αναβάς εις το Σίναιον όρος, επέρνα την ζωήν του υποκάτω εις υποταγήν γέροντος. Όταν δε έφθασεν εις τον εννεακαιδέκατον χρόνον της ηλικίας του, ανεχώρησεν από την υποταγήν, και επήγεν εις το στάδιον της ησυχίας, μακράν από το Κυριακόν της εν τω Σιναίω Σκήτεως, έως πέντε σημεία. Ωνομάζετο δε ο τόπος εκείνος, Θωλάς. Εκεί λοιπόν επέρασεν ο αοίδιμος χρόνους ολοκλήρους τεσσαράκοντα, καταφλεγόμενος καθ’ εκάστην ημέραν από τον διακαή έρωτα, και από το πυρ της του Θεού αγάπης. Ούτος έτρωγε μεν, από όλα τα φαγητά, τα οποία είναι συγχωρημένον να τρώγουν οι Μοναχοί, έτρωγεν όμως από ολίγον. Εποίει δε τούτο και έτρωγεν από όλα τα φαγητά, ίνα ως διακριτικός, τζακίζη πανσόφως το κέρατον της υπερηφανίας, η οποία έμελλε να τον ενοχλή εάν δεν έτρωγεν, ως διαφέροντα από τους άλλους Μοναχούς.

Τις δε δύναται να διηγηθή την πηγήν των δακρύων, οπού έτρεχεν από τους οφθαλμούς του μακαρίου τούτου; Ύπνον δε τόσον ολίγον εκοιμάτο, όσον να μη βλάψη τον νουν του από την υπερβολικήν αγρυπνίαν. Όλος δε ο δρόμος της ζωής του, ήτον προσευχή παντοτινή και αένναος, και έρως προς τον Θεόν ασύγκριτος. Ούτος λοιπόν επειδή απόκτησε κάθε αρετήν, και καλώς επολιτεύθη, δια τούτο ηξιώθη να λάβη παρά Θεού μεγάλας θεωρίας, και προορατικόν χάρισμα. Όθεν όταν ο μαθητής του εκοιμάτο υποκάτω εις μίαν πέτραν, η οποία έμελλε να πέση επάνω του και να τον συντρίψη, τούτο λέγω προγνωρίσας ο Όσιος δια του Αγίου Πνεύματος, εν τω κελλίω καθήμενος, εφάνη καθ’ ύπνους εις τον μαθητήν του, και σηκώσας αυτόν από τον ύπνον, τον ελύτρωσεν από τον θάνατον. Αφ’ ου λοιπόν έφθασεν εις το άκρον της αρετής, και κατεστάθη Ηγούμενος του εν τω Σιναίω όρει Μοναστηρίου, αφήκε την πρόσκαιρον ταύτην ζωήν, και απήλθεν εις την αιώνιον. Προ του θανάτου του δε συνέγραψε την πάνσοφον Βίβλον των τριάκοντα θείων και πνευματικών αναβάσεων, ήτοι σκαλοπατίων, η οποία δια τούτο και Κλίμαξ επονομάζεται (1).

(1) Σημείωσαι, ότι εις τον Όσιον τούτον Ιωάννην εγκώμιον έπλεξε Νικήτας ο ρήτωρ, ου η αρχή· «Ουδέν τιμιώτερον αρετής», και Αναστάσιος ο Σιναΐτης, ου η αρχή· «Αεί μεν η του Αγίου Πνεύματος χάρις». (Σώζονται και τα δύω εν τη του Διονυσίου και εν άλλαις.)

*

Μνήμη του Αγίου προφήτου Ιωάδ ή Ιωήλ.

Λέων πατάσσει σε Προφήτα Κυρίου,
Ως παραβάντα τον λόγον του Κυρίου.

Ούτος ήτον από την Σαμάρειαν (2), εκτύπησε δε αυτόν το λεοντάρι, όταν απεστάλη και ήλεγξε τον βασιλέα Ιεροβοάμ, διατί εποίησε χρυσάς δαμάλας, και επροσκύνει αυτάς. Ο μεν γαρ Θεός επρόσταξεν αυτόν να υπάγη και να ελέγξη τον βασιλέα, να μη φάγη δε ψωμί, μηδέ να πίη νερόν εις τον τόπον εκείνον, αλλά να γυρίση ογλίγωρα. Αυτός δε πηγαίνωντας, ευρήκε τον Ιεροβοάμ, οπού εθυσίαζε, και εκάλεσεν εν λόγω Κυρίου και είπε· «Θυσιαστήριον τάδε λέγει Κύριος. Ιδού γεννάται εις τον οίκον και την βασιλείαν του Ιούδα, Ιωσίας ονόματι, ο οποίος θέλει θυσιάσει επάνω εις εσένα τους ιερείς των υψηλών τόπων των ειδώλων». Ο δε Ιεροβοάμ, επειδή εξάπλωσε το χέρι του δια να πιάση τον Προφήτην τούτον, δια τούτο εξηράνθη το χέρι του. Επειδή δε πάλιν ο αυτός Ιεροβοάμ παρεκάλεσε τον Προφήτην δια να τον ιατρεύση, τούτου χάριν εδεήθη ο Προφήτης του Θεού και ιατρεύθη το χέρι του βασιλέως, ως ήτον και πρότερον.

Γυρίζωντας δε ο Προφήτης εις την Ιερουσαλήμ, εκαταπείσθη από ένα ψευδοπροφήτην Εμβέ ονομαζόμενον, και έφαγε με αυτόν ψωμί, παρακούσας την προσταγήν του Θεού. Όθεν δια την παρακοήν του, εσυγχώρησεν ο Θεός να θανατωθή μεν από λεοντάρι, να μη φαγωθή δε από αυτό. Ενταφιάσθη δε εις την Βαιθήλ, κοντά εις τον ψευδοπροφήτην εκείνον, οπού εγέλασεν αυτόν, και επαρήκουσε την εντολήν του Θεού (3).

(2) Η ιστορία του Προφήτου τούτου γράφεται εν κεφ. ιγ’ της Τρίτης των Βασιλειών, στιχ. 1, όπου και λέγεται, ότι ούτος ήτον από την γην του Ιούδα, και ουχί από την Σαμάρειαν· «Και ιδού άνθρωπος του Θεού εξ Ιούδα παρεγένετο εν λόγω Κυρίου εις Βαιθήλ».

(3) Σημείωσαι, ότι τον Προφήτην τούτον, ουχί Ιωάδ, αλλά Ιωήλ ονομάζει η θεία Γραφή. Λέγει γαρ· «Και οι κατάλοιποι λόγοι Σαλομών … Ιδού ούτοι γεγραμμένοι … εν ταις οράσεσιν Ιωήλ του ορώντος περί Ιεροβοάμ υιού Ναβάτ» (Β’ Παραλειπομένων θ’, 29). Όθεν λέγει ο Θεοδώρητος εν τω προοιμίω του Β’ των Παραλειπομένων· «Μανθάνομεν εντεύθεν, ως Νάθαν ο Προφήτης, και Αχιά ο Σηλωνίτης, και Ιωήλ ο κατά του Ιεροβοάμ την ψήφον εξενεγκών, βίβλους είχον συγγεγραμμένας». Και πάλιν λέγει· «Μεμαθήκαμεν εντεύθεν, ότι ο άνθρωπος του Θεού, ο το εν Βαιθήλ θυσιαστήριον ραγήναι κελεύσας, ον ο λέων συνέτριψεν, ο του Θεού παραβεβηκώς την εντολήν, Ιωήλ προσηγορεύετο». Επειδή ο Προφήτης Ιωήλ ο του Βαιθουήλ, ούτινος το Βιβλίον σώζεται, ουδέν αναφέρει περί του Σαλομώντος. Ότι δε ψευδοπροφήτης δεν ήτον, ως γράφεται εδώ εν τω Συναξαριστή, ο πείσας τον Προφήτην τούτον Ιωήλ να φάγη τροφήν, μαρτυρεί ο ίδιος Θεοδώρητος λέγων· «Ότι δε ου ψευδοπροφήτης ην, ο τον άνθρωπον του Θεού παραπείσας τροφής μεταλαβείν παρ’ αυτώ, και εντεύθεν καταμαθείν ευπετές. “Διεσώθη γάρ φησι, τα οστά του Πρεσβυτέρου του Προφήτου του κατοικούντος εν Βαιθήλ, μετά των οστών του ανθρώπου του Θεού, του ήκοντος εξ Ιούδα, και λελαληκότος πάντα τα έργα, α εποίησεν Ιωσίας”» (Ερωτήσει νς’, εις την Δ’ των Βασιλειών).

*

Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Ιωάννου του εν τω φρέατι.

Ο εν φρέατι ζων Ιωάννης κάτω,
Άνω πίνει νυν ζώντος ύδατος φρέαρ.

Κατά τους παλαιούς χρόνους ήτον μία γυνή πλουσία πολλά, και φοβουμένη τον Θεόν, Ιουλιανή ονομαζομένη, η οποία νέα ούσα, έμεινε χήρα με δύω ορφανά νήπια, Ιωάννην και Θεμιστίαν ονομαζόμενα. Επειδή δε οι τότε Έλληνες βασιλείς εξέδωκαν δόγμα και προσταγήν να τιμωρούνται οι τον Χριστόν σέβοντες Χριστιανοί, δια τούτο φοβηθείσα η χήρα, επήρε τα δύω της παιδία και επήγε εις ένα οσπήτιον, και κρυπτομένη μέσα εις αυτό, ανέτρεφε τα τέκνα της εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Ο δε υιός της Ιωάννης, όταν ήρχετο ο καιρός της προσευχής, άφινε την μητέρα του και επήγαινεν εις την Εκκλησίαν, και αφ’ ου εκεί προσηύχετο κρυπτώς, εγύριζε πάλιν εις την μητέρα του. Τότε γαρ όλοι οι Χριστιανοί εκρύπτοντο δια τον φόβον των ειδωλολατρών. Μίαν φοράν δε πηγαίνοντος του Ιωάννου εις την Εκκλησίαν δια να προσευχηθή κατά την συνήθειάν του, ευρήκεν αυτόν ένας φιλόθεος Χριστιανός, ο οποίος τον εσυμβούλευσε να υπάγη καλλίτερα εις το βουνόν να προσεύχεται, πάρεξ να πηγαίνη εις την Εκκλησίαν, και εκ τούτου να κινδυνεύη να πέση εις χείρας των ειδωλολατρών. Ο δε Ιωάννης ακούσας την συμβουλήν ταύτην, είπεν εις την μητέρα του, κυρία μου μήτηρ, ένας φιλόθεος Χριστιανός είπε μοι να υπάγω εις αυτόν, εγώ δε έκρινα, πως είναι πρέπον να ζητήσω την ευχήν σου, και τότε να υπάγω. Η δε μήτηρ του αφήκεν αυτόν να υπάγη, νομίζουσα ότι θέλει γυρίσει ογλίγωρα. Ο δε Ιωάννης αποχαιρετίσας την μητέρα και αδελφήν του, επήγεν εις την έρημον προς ένα Αιγύπτιον Μοναχόν, Φαρμουθέ ονομαζόμενον, και πέρνωντας τας ευχάς εκείνου, επήγεν εις την βαθυτέραν έρημον. Ευρίσκωντας δε ένα ξηροπήγαδον, γεμάτον από σκορπίους και οφίδια και άλλα διάφορα ερπετά, επροσευχήθη, και έπειτα έρριψε τον εαυτόν του μέσα εις το ξηροπήγαδον. Άγγελος δε Κυρίου εδέχθη αυτόν, όταν εκατέβαινε κάτω, και έτζι εφύλαξεν αυτόν αβλαβή. Είκοσι γαρ πήχεις ήτον βαθύ το πηγάδι.

Αφ’ ου δε εκεί εκατέβη, άπλωσε τα χέρια του σταυροειδώς ο αοίδιμος, και εστάθη προσευχόμενος εις διάστημα ημερών τεσσαράκοντα, χωρίς να φάγη, χωρίς να πίη, χωρίς να κοιμηθή, και χωρίς να κατεβάση κάτω τας χείρας του. Και τα μεν θηρία και ερπετά ευθύς έφυγον, Άγγελος δε Κυρίου, ο οποίος έφερε καθ’ ημέραν φαγητόν εις τον ανωτέρω ρηθέντα Φαρμουθέ, αυτός έφερε και εις τον Ιωάννην ψωμί. Πλην με το να ήτον ο Ιωάννης νέος κατά την ηλικίαν, δεν έφερεν ο Άγγελος το ψωμίον εις αυτόν, ίνα μη υπερηφανευθή, αλλ’ επήγαινεν αυτό εις τον Φαρμουθέ, και έλεγεν αυτώ. Ιδού Κύριος έστειλέ σοι το ψωμί αυτό, δια να το υπάγης εις τον Αββάν Ιωάννην τον εις το ξηροπήγαδον ευρισκόμενον. Ο δε Ιωάννης δεχθείς το ψωμίον από τον Φαρμουθέ, ευχαρίστησε τον Θεόν και έφαγε. Και λοιπόν εδόξαζε τον Θεόν, και καθ’ εκάστην ελάμβανε τροφήν από τον γέροντα έως εις μερικούς χρόνους. Ο δε Διάβολος μη υποφέρωντας να βλέπη τους μεγάλους αγώνας του Ιωάννου, εμετασχηματίσθη εις ένα δούλον του Οσίου. Και πηγαίνωντας ο σχηματισθείς δούλος προς τον γέροντα Φαρμουθέ, εγέλασεν αυτόν με τα λόγιά του. Όθεν πέρνωντας αυτόν, τον έφερεν επάνω εις το στόμα του ξηροπηγαδίου, και άρχισε να συμβουλεύη τον Ιωάννην εκείνα οπού δεν έπρεπεν. Ο δε Ιωάννης εκατάλαβε την μηχανήν του Διαβόλου, και εδιώρθωσε και τον γέροντα, και τον Διάβολον κατήσχυνε, και ούτως απέστειλε και τους δύω, χωρίς αυτός να λάβη εις τον εαυτόν του καμμίαν βλάβην.

Μετά ταύτα εσύναξεν ο Διάβολος πλήθη δαιμόνων, και μετεσχημάτισεν αυτούς εις τα πρόσωπα της μητρός του Ιωάννου και αδελφής, και φίλων και συγγενών και δούλων και δουλεύτρων, και άλλων γνωστών εκείνου. Οι οποίοι όλοι επήγαν επάνω εις το στόμα του πηγαδίου και εθρήνουν και έκλαιον, παρακαλούντες αυτόν, καν να εύγη να τον ιδούν, ή το ελάχιστον, καν να τους ομιλήση. Ο δε Άγιος προσηύχετο κάτωθεν, και τελείως με αυτούς δεν ωμίλησεν, όθεν οι δαίμονες έγιναν άφαντοι. Αφ’ ου δε ο Όσιος επέρασεν εις το ξηροπήγαδον δέκα χρόνους, και εκατώρθωσε κάθε άσκησιν και αρετήν, και ευηρέστησε γνησίως εις τον Θεόν, τότε ένας Μοναχός, Χρύσιος ονομαζόμενος, ο οποίος είχεν εις την έρημον τριάντα χρόνους, τότε λέγω ούτως οδηγηθείς από θεϊκόν Άγγελον, επήγε δια να ενταφιάση τον Ιωάννην. Σταθείς δε τρεις ημέρας επάνω του πηγαδίου, ώρκιζε τον Ιωάννην εις την δύναμιν του Θεού, να μη κρύψη από αυτόν καμμίαν του αρετήν, αλλά να τας φανερώση, καθώς εφάνη αρεστόν εις τον Θεόν. Όθεν έγινεν ένα θαύμα, οπού εκπλήττει κάθε ακοήν. Διότι η γη του πηγαδίου, εσηκώθη κάτω από τον πάτον των είκοσι πηχών, και ανέβη επάνω, και έτζι ανταμώθηκαν και οι δύω Όσιοι και εχαιρετίσθησαν.

Επειδή λοιπόν δεν έπρεπε να αθετηθή ο ορκισμός, οπού έκαμεν ο Χρύσιος εις τον Ιωάννην, δια τούτο εδιηγήθη ο Ιωάννης εις αυτόν όλην την ζωήν και τα κατορθώματά του. Έπειτα ασπασάμενος τον Χρύσιον εν φιλήματι αγίω, και αποχαιρετίσας αυτόν, απήλθε προς Κύριον. Τότε ο Χρύσιος ποιήσας τάφον έβαλε το επανωφόρι του εις το λείψανον του Οσίου Ιωάννου, και την πλάκα του στόματος του πηγαδίου, έβαλεν επάνω του τάφου του. Είτα αναγνώσας τους συνήθεις ψαλμούς, εφύτευσεν ένα φοίνικα εις τον τόπον εκείνον, ο οποίος, ω του θαύματος! ευθύς ερριζώθη, ευθύς αύξησεν, ευθύς απεκατεστάθη τέλειον δένδρον, ευθύς άνθησε, και ευθύς εγέμωσεν από καρπούς. Τούτο το παράδοξον βλέπωντας ο Χρύσιος, ευχαρίστησε τον Θεόν λέγων. Δόξα σοι Κύριε, ότι τους αγαπώντας και δοξάζοντάς σε, ηξεύρεις να δοξάζης, και να κάμνης κληρονόμους της Βασιλείας σου. Εις καιρόν δε οπού ο Χρύσιος ταύτα διελογίζετο, προσευχόμενος, ήρπασεν αυτόν Πνεύμα Κυρίου, και έφερεν αυτόν εις τον τόπον, όπου ησύχαζεν. Όθεν προσκαλεσάμενος ένα ευλαβή και έμπειρον άνθρωπον, παρεκάλεσεν αυτόν να γράψη ταύτα, καθώς τα είδε και τα ήκουσεν.

*

Ο Άγιος Ιωάννης Πατριάρχης Ιεροσολύμων εν ειρήνη τελειούται.

Ο της Σιών πρόεδρος αισθητού θρόνου,
Προς την Σιών απήρε την νοουμένην.

*

Αγία ΕυβούληΗ Αγία Ευβούλη, η μήτηρ του Αγίου Παντελεήμονος, εν ειρήνη τελειούται. 

Εν Ουρανοίς σύνεστιν αθλητή τέκνω,
Αθλητομήτωρ καλλίτεκνος Ευβούλη (4).

(4) Περιττώς δε γράφεται εδώ παρά τω τετυπωμένω Συναξαριστή η μνήμη του Οσίου Πατρός ημών και ομολογητού Ευσταθίου Κίου Βιθυνίας. Αύτη γαρ προεγράφη κατά την εικοστήν ενάτην του παρόντος. Ομοίως περιττώς γράφεται εδώ η μνήμη των Αγίων Αποστόλων Σωσθένους, Απολλώ, Κηφά, Καίσαρος, και Επαφροδίτου. Αύτη γαρ εγράφη κατά την ογδόην του Δεκεμβρίου.

 

 

 

 

 

*

Άγιος Ζαχαρίας εν ΚορίνθωΟ Άγιος νέος Ιερομάρτυς Ζαχαρίας, ο μαρτυρήσας εν Κορίνθω κατά το έτος ͵αχπδ’ [1684], ξίφει τελειούται.

Δέχου στεφάνους εκ Θεού Ζαχαρία,
Ως Ιεράρχης και αθλητής Κυρίου (5).

(5) Το Μαρτύριον τούτου όρα εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Άγιος Ιωάννης της ΚλίμακοςΤῷ αὐτῷ μηνὶ Λ΄, μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ συγγραφέως τῆς Κλίμακος.

Ἐπὶ κλίμαξι κλίμακας πυκνῶς Πάτερ,
Τὰς ἀρετὰς θείς, ἔφθασας πόλου μέχρι.

Χαῖρεν Ἰωάννης τριακοστῇ ἐξαναλύων.

Οὗτος ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Ἰωάννης ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Ἰουστίνου τοῦ νεωτέρου τοῦ ἀνεψιοῦ τοῦ Ἰουστινιανοῦ, ἐν ἔτει φο΄ [570]. Ὅταν δὲ ἔγινε δεκαὲξ χρόνων, καὶ ἔλαβεν ἐμπειρίαν εἰς τὴν ἐγκύκλιον καὶ ἐξωτερικὴν σοφίαν, ἀπὸ τότε ἐπρόσφερε τὸν ἑαυτόν του εἰς τὸν Θεὸν θυσίαν ἱερωτάτην. Ὅθεν ἀναβὰς εἰς τὸ Σίναιον ὄρος, ἐπέρνα τὴν ζωήν του ὑποκάτω εἰς ὑποταγὴν γέροντος. Ὅταν δὲ ἔφθασεν εἰς τὸν ἐννεακαιδέκατον χρόνον τῆς ἡλικίας του, ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὴν ὑποταγήν, καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸ στάδιον τῆς ἡσυχίας, μακρὰν ἀπὸ τὸ Κυριακὸν τῆς ἐν τῷ Σιναίῳ Σκήτεως, ἕως πέντε σημεῖα. Ὠνομάζετο δὲ ὁ τόπος ἐκεῖνος, Θωλᾶς. Ἐκεῖ λοιπὸν ἐπέρασεν ὁ ἀοίδιμος χρόνους ὁλοκλήρους τεσσαράκοντα, καταφλεγόμενος καθ’ ἑκάστην ἡμέραν ἀπὸ τὸν διακαῆ ἔρωτα, καὶ ἀπὸ τὸ πῦρ τῆς τοῦ Θεοῦ ἀγάπης. Οὗτος ἔτρωγε μέν, ἀπὸ ὅλα τὰ φαγητά, τὰ ὁποῖα εἶναι συγχωρημένον νὰ τρώγουν οἱ Μοναχοί, ἔτρωγεν ὅμως ἀπὸ ὀλίγον. Ἐποίει δὲ τοῦτο καὶ ἔτρωγεν ἀπὸ ὅλα τὰ φαγητά, ἵνα ὡς διακριτικός, τζακίζῃ πανσόφως τὸ κέρατον τῆς ὑπερηφανίας, ἡ ὁποία ἔμελλε νὰ τὸν ἐνοχλῇ ἐὰν δὲν ἔτρωγεν, ὡς διαφέροντα ἀπὸ τοὺς ἄλλους Μοναχούς.

Τίς δὲ δύναται νὰ διηγηθῇ τὴν πηγὴν τῶν δακρύων, ὁποῦ ἔτρεχεν ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ μακαρίου τούτου; Ὕπνον δὲ τόσον ὀλίγον ἐκοιμᾶτο, ὅσον νὰ μὴ βλάψῃ τὸν νοῦν του ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴν ἀγρυπνίαν. Ὅλος δὲ ὁ δρόμος τῆς ζωῆς του, ἦτον προσευχὴ παντοτινὴ καὶ ἀένναος, καὶ ἔρως πρὸς τὸν Θεὸν ἀσύγκριτος. Οὗτος λοιπὸν ἐπειδὴ ἀπόκτησε κάθε ἀρετήν, καὶ καλῶς ἐπολιτεύθη, διὰ τοῦτο ἠξιώθη νὰ λάβῃ παρὰ Θεοῦ μεγάλας θεωρίας, καὶ προορατικὸν χάρισμα. Ὅθεν ὅταν ὁ μαθητής του ἐκοιμᾶτο ὑποκάτω εἰς μίαν πέτραν, ἡ ὁποία ἔμελλε νὰ πέσῃ ἐπάνω του καὶ νὰ τὸν συντρίψῃ, τοῦτο λέγω προγνωρίσας ὁ Ὅσιος διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐν τῷ κελλίῳ καθήμενος, ἐφάνη καθ’ ὕπνους εἰς τὸν μαθητήν του, καὶ σηκώσας αὐτὸν ἀπὸ τὸν ὕπνον, τὸν ἐλύτρωσεν ἀπὸ τὸν θάνατον. Ἀφ’ οὗ λοιπὸν ἔφθασεν εἰς τὸ ἄκρον τῆς ἀρετῆς, καὶ κατεστάθη Ἡγούμενος τοῦ ἐν τῷ Σιναίῳ ὄρει Μοναστηρίου, ἀφῆκε τὴν πρόσκαιρον ταύτην ζωήν, καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν αἰώνιον. Πρὸ τοῦ θανάτου του δὲ συνέγραψε τὴν πάνσοφον Βίβλον τῶν τριάκοντα θείων καὶ πνευματικῶν ἀναβάσεων, ἤτοι σκαλοπατίων, ἡ ὁποία διὰ τοῦτο καὶ Κλίμαξ ἐπονομάζεται (1).

(1) Σημείωσαι, ὅτι εἰς τὸν Ὅσιον τοῦτον Ἰωάννην ἐγκώμιον ἔπλεξε Νικήτας ῥήτωρ, οὗ ἀρχή· «Οὐδὲν τιμιώτερον ἀρετῆς», καὶ Ἀναστάσιος Σιναΐτης, οὗ ἀρχή· «ᾈεὶ μὲν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος χάρις». (Σῴζονται καὶ τὰ δύω ἐν τῇ τοῦ Διονυσίου καὶ ἐν ἄλλαις.)

*

Μνήμη τοῦ Ἁγίου προφήτου Ἰωὰδ ἢ Ἰωήλ.

Λέων πατάσσει σε Προφήτα Κυρίου,
Ὡς παραβάντα τὸν λόγον τοῦ Κυρίου.

Οὗτος ἦτον ἀπὸ τὴν Σαμάρειαν (2), ἐκτύπησε δὲ αὐτὸν τὸ λεοντάρι, ὅταν ἀπεστάλη καὶ ἤλεγξε τὸν βασιλέα Ἱεροβοάμ, διατὶ ἐποίησε χρυσᾶς δαμάλας, καὶ ἐπροσκύνει αὐτάς. Ὁ μὲν γὰρ Θεὸς ἐπρόσταξεν αὐτὸν νὰ ὑπάγῃ καὶ νὰ ἐλέγξῃ τὸν βασιλέα, νὰ μὴ φάγῃ δὲ ψωμί, μηδὲ νὰ πίῃ νερὸν εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον, ἀλλὰ νὰ γυρίσῃ ὀγλίγωρα. Αὐτὸς δὲ πηγαίνωντας, εὑρῆκε τὸν Ἱεροβοάμ, ὁποῦ ἐθυσίαζε, καὶ ἐκάλεσεν ἐν λόγῳ Κυρίου καὶ εἶπε· «Θυσιαστήριον τάδε λέγει Κύριος. Ἰδοὺ γεννᾶται εἰς τὸν οἶκον καὶ τὴν βασιλείαν τοῦ Ἰούδα, Ἰωσίας ὀνόματι, ὁ ὁποῖος θέλει θυσιάσει ἐπάνω εἰς ἐσένα τοὺς ἱερεῖς τῶν ὑψηλῶν τόπων τῶν εἰδώλων». Ὁ δὲ Ἱεροβοάμ, ἐπειδὴ ἐξάπλωσε τὸ χέρι του διὰ νὰ πιάσῃ τὸν Προφήτην τοῦτον, διὰ τοῦτο ἐξηράνθη τὸ χέρι του. Ἐπειδὴ δὲ πάλιν ὁ αὐτὸς Ἱεροβοὰμ παρεκάλεσε τὸν Προφήτην διὰ νὰ τὸν ἰατρεύσῃ, τούτου χάριν ἐδεήθη ὁ Προφήτης τοῦ Θεοῦ καὶ ἰατρεύθη τὸ χέρι τοῦ βασιλέως, ὡς ἦτον καὶ πρότερον.

Γυρίζωντας δὲ ὁ Προφήτης εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἐκαταπείσθη ἀπὸ ἕνα ψευδοπροφήτην Ἐμβὲ ὀνομαζόμενον, καὶ ἔφαγε μὲ αὐτὸν ψωμί, παρακούσας τὴν προσταγὴν τοῦ Θεοῦ. Ὅθεν διὰ τὴν παρακοήν του, ἐσυγχώρησεν ὁ Θεὸς νὰ θανατωθῇ μὲν ἀπὸ λεοντάρι, νὰ μὴ φαγωθῇ δὲ ἀπὸ αὐτό. Ἐνταφιάσθη δὲ εἰς τὴν Βαιθήλ, κοντὰ εἰς τὸν ψευδοπροφήτην ἐκεῖνον, ὁποῦ ἐγέλασεν αὐτόν, καὶ ἐπαρήκουσε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ (3).

(2) Ἡ ἱστορία τοῦ Προφήτου τούτου γράφεται ἐν κεφ. ιγ΄ τῆς Τρίτης τῶν Βασιλειῶν, στίχ. 1, ὅπου καὶ λέγεται, ὅτι οὗτος ἦτον ἀπὸ τὴν γῆν τοῦ Ἰούδα, καὶ οὐχὶ ἀπὸ τὴν Σαμάρειαν· «Καὶ ἰδοὺ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἐξ Ἰούδα παρεγένετο ἐν λόγῳ Κυρίου εἰς Βαιθήλ».

(3) Σημείωσαι, ὅτι τὸν Προφήτην τοῦτον, οὐχὶ Ἰωάδ, ἀλλὰ Ἰωὴλ ὀνομάζει ἡ θεία Γραφή. Λέγει γάρ· «Καὶ οἱ κατάλοιποι λόγοι Σαλομών … Ἰδοὺ οὗτοι γεγραμμένοι … ἐν ταῖς ὁράσεσιν Ἰωὴλ τοῦ ὁρῶντος περὶ Ἱεροβοὰμ υἱοῦ Ναβάτ» (Β΄ Παραλειπομένων θ΄, 29). Ὅθεν λέγει ὁ Θεοδώρητος ἐν τῷ προοιμίῳ τοῦ Β΄ τῶν Παραλειπομένων· «Μανθάνομεν ἐντεῦθεν, ὡς Νάθαν ὁ Προφήτης, καὶ Ἀχιὰ ὁ Σηλωνίτης, καὶ Ἰωὴλ ὁ κατὰ τοῦ Ἱεροβοὰμ τὴν ψῆφον ἐξενεγκών, βίβλους εἶχον συγγεγραμμένας». Καὶ πάλιν λέγει· «Μεμαθήκαμεν ἐντεῦθεν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ τὸ ἐν Βαιθὴλ θυσιαστήριον ῥαγῆναι κελεύσας, ὃν ὁ λέων συνέτριψεν, ὁ τοῦ Θεοῦ παραβεβηκὼς τὴν ἐντολήν, Ἰωὴλ προσηγορεύετο». Ἐπειδὴ ὁ Προφήτης Ἰωὴλ ὁ τοῦ Βαιθουήλ, οὗτινος τὸ Βιβλίον σῴζεται, οὐδὲν ἀναφέρει περὶ τοῦ Σαλομῶντος. Ὅτι δὲ ψευδοπροφήτης δὲν ἦτον, ὡς γράφεται ἐδῶ ἐν τῷ Συναξαριστῇ, ὁ πείσας τὸν Προφήτην τοῦτον Ἰωὴλ νὰ φάγῃ τροφήν, μαρτυρεῖ ὁ ἴδιος Θεοδώρητος λέγων· «Ὅτι δὲ οὐ ψευδοπροφήτης ἦν, ὁ τὸν ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ παραπείσας τροφῆς μεταλαβεῖν παρ’ αὐτῷ, καὶ ἐντεῦθεν καταμαθεῖν εὐπετές. “Διεσώθη γάρ φησι, τὰ ὀστᾶ τοῦ Πρεσβυτέρου τοῦ Προφήτου τοῦ κατοικοῦντος ἐν Βαιθήλ, μετὰ τῶν ὀστῶν τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἥκοντος ἐξ Ἰούδα, καὶ λελαληκότος πᾶντα τὰ ἔργα, ἃ ἐποίησεν Ἰωσίας”» (Ἐρωτήσει νς΄, εἰς τὴν Δ΄ τῶν Βασιλειῶν).

*

Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ ἐν τῷ φρέατι.

Ὁ ἐν φρέατι ζῶν Ἰωάννης κάτω,
Ἄνω πίνει νῦν ζῶντος ὕδατος φρέαρ.

Κατὰ τοὺς παλαιοὺς χρόνους ἦτον μία γυνὴ πλουσία πολλά, καὶ φοβουμένη τὸν Θεόν, Ἰουλιανὴ ὀνομαζομένη, ἡ ὁποία νέα οὖσα, ἔμεινε χήρα μὲ δύω ὀρφανὰ νήπια, Ἰωάννην καὶ Θεμιστίαν ὀνομαζόμενα. Ἐπειδὴ δὲ οἱ τότε Ἕλληνες βασιλεῖς ἐξέδωκαν δόγμα καὶ προσταγὴν νὰ τιμωροῦνται οἱ τὸν Χριστὸν σέβοντες Χριστιανοί, διὰ τοῦτο φοβηθεῖσα ἡ χήρα, ἐπῆρε τὰ δύω της παιδία καὶ ἐπῆγε εἰς ἕνα ὁσπήτιον, καὶ κρυπτομένη μέσα εἰς αὐτό, ἀνέτρεφε τὰ τέκνα της ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου. Ὁ δὲ υἱός της Ἰωάννης, ὅταν ἤρχετο ὁ καιρὸς τῆς προσευχῆς, ἄφινε τὴν μητέρα του καὶ ἐπήγαινεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ ἀφ’ οὗ ἐκεῖ προσηύχετο κρυπτῶς, ἐγύριζε πάλιν εἰς τὴν μητέρα του. Τότε γὰρ ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ ἐκρύπτοντο διὰ τὸν φόβον τῶν εἰδωλολατρῶν. Μίαν φορὰν δὲ πηγαίνοντος τοῦ Ἰωάννου εἰς τὴν Ἐκκλησίαν διὰ νὰ προσευχηθῇ κατὰ τὴν συνήθειάν του, εὑρῆκεν αὐτὸν ἕνας φιλόθεος Χριστιανός, ὁ ὁποῖος τὸν ἐσυμβούλευσε νὰ ὑπάγῃ καλλίτερα εἰς τὸ βουνὸν νὰ προσεύχεται, πάρεξ νὰ πηγαίνῃ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ ἐκ τούτου νὰ κινδυνεύῃ νὰ πέσῃ εἰς χεῖρας τῶν εἰδωλολατρῶν. Ὁ δὲ Ἰωάννης ἀκούσας τὴν συμβουλὴν ταύτην, εἶπεν εἰς τὴν μητέρα του, κυρία μου μήτηρ, ἕνας φιλόθεος Χριστιανὸς εἶπέ μοι νὰ ὑπάγω εἰς αὐτόν, ἐγὼ δὲ ἔκρινα, πῶς εἶναι πρέπον νὰ ζητήσω τὴν εὐχήν σου, καὶ τότε νὰ ὑπάγω. Ἡ δὲ μήτηρ του ἀφῆκεν αὐτὸν νὰ ὑπάγῃ, νομίζουσα ὅτι θέλει γυρίσει ὀγλίγωρα. Ὁ δὲ Ἰωάννης ἀποχαιρετίσας τὴν μητέρα καὶ ἀδελφήν του, ἐπῆγεν εἰς τὴν ἔρημον πρὸς ἕνα Αἰγύπτιον Μοναχόν, Φαρμουθὲ ὀνομαζόμενον, καὶ πέρνωντας τὰς εὐχὰς ἐκείνου, ἐπῆγεν εἰς τὴν βαθυτέραν ἔρημον. Εὑρίσκωντας δὲ ἕνα ξηροπήγαδον, γεμάτον ἀπὸ σκορπίους καὶ ὀφίδια καὶ ἄλλα διάφορα ἑρπετά, ἐπροσευχήθη, καὶ ἔπειτα ἔρριψε τὸν ἑαυτόν του μέσα εἰς τὸ ξηροπήγαδον. Ἄγγελος δὲ Κυρίου ἐδέχθη αὐτόν, ὅταν ἐκατέβαινε κάτω, καὶ ἔτζι ἐφύλαξεν αὐτὸν ἀβλαβῆ. Εἴκοσι γὰρ πήχεις ἦτον βαθὺ τὸ πηγάδι.

Ἀφ’ οὗ δὲ ἐκεῖ ἐκατέβη, ἅπλωσε τὰ χέριά του σταυροειδῶς ὁ ἀοίδιμος, καὶ ἐστάθη προσευχόμενος εἰς διάστημα ἡμερῶν τεσσαράκοντα, χωρὶς νὰ φάγῃ, χωρὶς νὰ πίῃ, χωρὶς νὰ κοιμηθῇ, καὶ χωρὶς νὰ κατεβάσῃ κάτω τὰς χεῖράς του. Καὶ τὰ μὲν θηρία καὶ ἑρπετὰ εὐθὺς ἔφυγον, Ἄγγελος δὲ Κυρίου, ὁ ὁποῖος ἔφερε καθ’ ἡμέραν φαγητὸν εἰς τὸν ἀνωτέρω ῥηθέντα Φαρμουθέ, αὐτὸς ἔφερε καὶ εἰς τὸν Ἰωάννην ψωμί. Πλὴν μὲ τὸ νὰ ἦτον ὁ Ἰωάννης νέος κατὰ τὴν ἡλικίαν, δὲν ἔφερεν ὁ Ἄγγελος τὸ ψωμίον εἰς αὐτόν, ἵνα μὴ ὑπερηφανευθῇ, ἀλλ’ ἐπήγαινεν αὐτὸ εἰς τὸν Φαρμουθέ, καὶ ἔλεγεν αὐτῷ. Ἰδοὺ Κύριος ἔστειλέ σοι τὸ ψωμὶ αὐτό, διὰ νὰ τὸ ὑπάγῃς εἰς τὸν Ἀββᾶν Ἰωάννην τὸν εἰς τὸ ξηροπήγαδον εὑρισκόμενον. Ὁ δὲ Ἰωάννης δεχθεὶς τὸ ψωμίον ἀπὸ τὸν Φαρμουθέ, εὐχαρίστησε τὸν Θεὸν καὶ ἔφαγε. Καὶ λοιπὸν ἐδόξαζε τὸν Θεόν, καὶ καθ’ ἑκάστην ἐλάμβανε τροφὴν ἀπὸ τὸν γέροντα ἕως εἰς μερικοὺς χρόνους. Ὁ δὲ Διάβολος μὴ ὑποφέρωντας νὰ βλέπῃ τοὺς μεγάλους ἀγῶνας τοῦ Ἰωάννου, ἐμετασχηματίσθη εἰς ἕνα δοῦλον τοῦ Ὁσίου. Καὶ πηγαίνωντας ὁ σχηματισθεὶς δοῦλος πρὸς τὸν γέροντα Φαρμουθέ, ἐγέλασεν αὐτὸν μὲ τὰ λόγιά του. Ὅθεν πέρνωντας αὐτόν, τὸν ἔφερεν ἐπάνω εἰς τὸ στόμα τοῦ ξηροπηγαδίου, καὶ ἄρχισε νὰ συμβουλεύῃ τὸν Ἰωάννην ἐκεῖνα ὁποῦ δὲν ἔπρεπεν. Ὁ δὲ Ἰωάννης ἐκατάλαβε τὴν μηχανὴν τοῦ Διαβόλου, καὶ ἐδιώρθωσε καὶ τὸν γέροντα, καὶ τὸν Διάβολον κατῄσχυνε, καὶ οὕτως ἀπέστειλε καὶ τοὺς δύω, χωρὶς αὐτὸς νὰ λάβῃ εἰς τὸν ἑαυτόν του κᾀμμίαν βλάβην.

Μετὰ ταῦτα ἐσύναξεν ὁ Διάβολος πλήθη δαιμόνων, καὶ μετεσχημάτισεν αὐτοὺς εἰς τὰ πρόσωπα τῆς μητρὸς τοῦ Ἰωάννου καὶ ἀδελφῆς, καὶ φίλων καὶ συγγενῶν καὶ δούλων καὶ δουλεύτρων, καὶ ἄλλων γνωστῶν ἐκείνου. Οἱ ὁποῖοι ὅλοι ἐπῆγαν ἐπάνω εἰς τὸ στόμα τοῦ πηγαδίου καὶ ἐθρήνουν καὶ ἔκλαιον, παρακαλοῦντες αὐτόν, κᾂν νὰ εὔγῃ νὰ τὸν ἰδοῦν, ἢ τὸ ἐλάχιστον, κᾂν νὰ τοὺς ὁμιλήσῃ. Ὁ δὲ Ἅγιος προσηύχετο κάτωθεν, καὶ τελείως μὲ αὐτοὺς δὲν ὡμίλησεν, ὅθεν οἱ δαίμονες ἔγιναν ἄφαντοι. Ἀφ’ οὗ δὲ ὁ Ὅσιος ἐπέρασεν εἰς τὸ ξηροπήγαδον δέκα χρόνους, καὶ ἐκατώρθωσε κάθε ἄσκησιν καὶ ἀρετήν, καὶ εὐηρέστησε γνησίως εἰς τὸν Θεόν, τότε ἕνας Μοναχός, Χρύσιος ὀνομαζόμενος, ὁ ὁποῖος εἶχεν εἰς τὴν ἔρημον τριάντα χρόνους, τότε λέγω οὕτως ὁδηγηθεὶς ἀπὸ θεϊκὸν Ἄγγελον, ἐπῆγε διὰ νὰ ἐνταφιάσῃ τὸν Ἰωάννην. Σταθεὶς δὲ τρεῖς ἡμέρας ἐπάνω τοῦ πηγαδίου, ὥρκιζε τὸν Ἰωάννην εἰς τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ, νὰ μὴ κρύψῃ ἀπὸ αὐτὸν κᾀμμίαν του ἀρετήν, ἀλλὰ νὰ τὰς φανερώσῃ, καθὼς ἐφάνη ἀρεστὸν εἰς τὸν Θεόν. Ὅθεν ἔγινεν ἕνα θαῦμα, ὁποῦ ἐκπλήττει κάθε ἀκοήν. Διότι ἡ γῆ τοῦ πηγαδίου, ἐσηκώθη κάτω ἀπὸ τὸν πάτον τῶν εἴκοσι πηχῶν, καὶ ἀνέβη ἐπάνω, καὶ ἔτζι ἀνταμώθηκαν καὶ οἱ δύω Ὅσιοι καὶ ἐχαιρετίσθησαν.

Ἐπειδὴ λοιπὸν δὲν ἔπρεπε νὰ ἀθετηθῇ ὁ ὁρκισμός, ὁποῦ ἔκαμεν ὁ Χρύσιος εἰς τὸν Ἰωάννην, διὰ τοῦτο ἐδιηγήθη ὁ Ἰωάννης εἰς αὐτὸν ὅλην τὴν ζωὴν καὶ τὰ κατορθώματά του. Ἔπειτα ἀσπασάμενος τὸν Χρύσιον ἐν φιλήματι ἁγίῳ, καὶ ἀποχαιρετίσας αὐτόν, ἀπῆλθε πρὸς Κύριον. Τότε ὁ Χρύσιος ποιήσας τάφον ἔβαλε τὸ ἐπανωφόρι του εἰς τὸ λείψανον τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου, καὶ τὴν πλάκα τοῦ στόματος τοῦ πηγαδίου, ἔβαλεν ἐπάνω τοῦ τάφου του. Εἶτα ἀναγνώσας τοὺς συνήθεις ψαλμούς, ἐφύτευσεν ἕνα φοίνικα εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος, ὢ τοῦ θαύματος! εὐθὺς ἐρριζώθη, εὐθὺς αὔξησεν, εὐθὺς ἀπεκατεστάθη τέλειον δένδρον, εὐθὺς ἄνθησε, καὶ εὐθὺς ἐγέμωσεν ἀπὸ καρπούς. Τοῦτο τὸ παράδοξον βλέπωντας ὁ Χρύσιος, εὐχαρίστησε τὸν Θεὸν λέγων. Δόξα σοι Κύριε, ὅτι τοὺς ἀγαπῶντας καὶ δοξάζοντάς σε, ἠξεύρεις νὰ δοξάζῃς, καὶ νὰ κάμνῃς κληρονόμους τῆς Βασιλείας σου. Εἰς καιρὸν δὲ ὁποῦ ὁ Χρύσιος ταῦτα διελογίζετο, προσευχόμενος, ἥρπασεν αὐτὸν Πνεῦμα Κυρίου, καὶ ἔφερεν αὐτὸν εἰς τὸν τόπον, ὅπου ἡσύχαζεν. Ὅθεν προσκαλεσάμενος ἕνα εὐλαβῆ καὶ ἔμπειρον ἄνθρωπον, παρεκάλεσεν αὐτὸν νὰ γράψῃ ταῦτα, καθὼς τὰ εἶδε καὶ τὰ ἤκουσεν.

*

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Πατριάρχης Ἱεροσολύμων ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Ὁ τῆς Σιὼν πρόεδρος αἰσθητοῦ θρόνου,
Πρὸς τὴν Σιὼν ἀπῆρε τὴν νοουμένην.

*

Αγία ΕυβούληἩ Ἁγία Εὐβούλη, ἡ μήτηρ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Ἐν Οὐρανοῖς σύνεστιν ἀθλητῇ τέκνῳ,
Ἀθλητομήτωρ καλλίτεκνος Εὐβούλη (4).

(4) Περιττῶς δὲ γράφεται ἐδῶ παρὰ τῷ τετυπωμένῳ Συναξαριστῇ μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν καὶ ὁμολογητοῦ Εὐσταθίου Κίου Βιθυνίας. Αὕτη γὰρ προεγράφη κατὰ τὴν εἰκοστὴν ἐνάτην τοῦ παρόντος. Ὁμοίως περιττῶς γράφεται ἐδῶ μνήμη τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Σωσθένους, Ἀπολλώ, Κηφᾶ, Καίσαρος, καὶ Ἐπαφροδίτου. Αὕτη γὰρ ἐγράφη κατὰ τὴν ὀγδόην τοῦ Δεκεμβρίου.

 

 

 

 

 

*

Άγιος Ζαχαρίας εν ΚορίνθωὉ Ἅγιος νέος Ἱερομάρτυς Ζαχαρίας, ὁ μαρτυρήσας ἐν Κορίνθῳ κατὰ τὸ ἔτος ͵αχπδ΄ [1684], ξίφει τελειοῦται. 

Δέχου στεφάνους ἐκ Θεοῦ Ζαχαρία,
Ὡς Ἱεράρχης καὶ ἀθλητὴς Κυρίου (5).

(5) Τὸ Μαρτύριον τούτου ὅρα εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

 

Των Αγίων Ιωάννου του συγγραφέως της Κλίμακος, Ιωάννου του εν τω φρέατι, Ιωάννου Πατριάρχου Ιεροσολύμων κ.ά.

 

 

 

 

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.