Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου30 Ιουνίου

Η Σύναξις των Αγίων δώδεκα Αποστόλων· Μελίτωνος, Πέτρου του εκ Σινώπης, Μιχαήλ Νεομάρτυρος

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Άγιοι Δώδεκα ΑπόστολοιΤω αυτώ μηνί Λ’, η Σύναξις των Αγίων ενδόξων και πανευφήμων Αποστόλων των δώδεκα και δήλωσις, όπως, και πού έκαστος αυτών εκήρυξε και ετελειώθη.

Τιμώ θεόπτας δώδεκα Χριστού φίλους,
Ήρωας άνδρας και Θεούς τολμώ λέγειν.

Δώδεκα ευκλεέας τριακοστή αγείρει μύστας.

Ο μακαριώτατος Δαβίδ από το Άγιον Πνεύμα ενηχούμενος, τρανώς εδογμάτισεν, ότι η Αγία Τριας είναι των όλων Δημιουργός, ούτω λέγων· «Τω λόγω Κυρίου οι Ουρανοί εστερεώθησαν, και τω Πνεύματι του στόματος αυτού, πάσα η δύναμις αυτών» (Ψαλ. λβ’, 6). Αύτη είναι η προάναρχος αρχή, η εν τρισί προσώποις μία Θεότης, η πάντων βασιλεύουσα. Η οποία εφιλοξενήθη επί της γης εις την δρυν του Μαμβρή, από τον προπάτορα Αβραάμ, χωρίς να αφήση τα Ουράνια. Επρομήνυε δε με την φιλοξενίαν ταύτην, την δια σαρκός του Θεού Λόγου επιφάνειαν, και τους σήμερον εορταζομένους Αγίους Αποστόλους. Επειδή και είπεν εις τον Αβραάμ· «Και ευλογηθήσονται εν τω σπέρματί σου πάντα τα έθνη της γης» (Γεν. κβ’, 18) και πάλιν· «Και βασιλείς εκ σου εξελεύσονται» (Γεν. ιζ’, 6). Ο γαρ Αβραάμ εγέννησε τον Ισαάκ, ο δε Ισαάκ εγέννησε τον Ιακώβ, ο δε Ιακώβ εγέννησε τους δώδεκα Πατριάρχας. Και βλέπε ω ακροατά, πώς είναι σύμφωνα με την Νέαν Διαθήκην τα της Παλαιάς παραδείγματα. Οι γαρ ανωτέρω δώδεκα Πατριάρχαι, προεικόνιζον τους σημερινούς δώδεκα Αποστόλους. Αλλά και τα δώδεκα κωδώνια οπού ηχολογούσαν, όταν ιεράτευεν εν τη Σκηνή ο Αρχιερεύς Ααρών, και αυτά λέγω τους δώδεκα τούτους Αποστόλους εδήλουν. Αυτοί γαρ ήχησαν και εκήρυξαν εις όλην την οικουμένην, του σαρκωθέντος Χριστού την επιδημίαν και το Ευαγγέλιον. Δια τούτο και ο Ωσηέ επροφήτευσεν, ότι δώδεκα δρύες θέλουν ακολουθήσουν εις τον επί γης φανέντα Θεόν (1), το οποίον έγινε και εμπράκτως. Και πολλά δε άλλα της Παλαιάς Γραφής, επροεικόνισαν τους ιερούς τούτους Αποστόλους (2).

Επειδή δε δι’ άπειρον αγαθότητα και έλεος, εκένωσε την εαυτού δόξαν ο Υιός και Λόγος του Θεού, και προσέλαβε την ανθρωπίνην φύσιν και εθέωσεν αυτήν, δια τούτο θέλων να δείξη τρανοτέραν την εις ημάς αυτού αγαθότητα, εδιάλεξε τους κατά το φαινόμενον ευτελείς δώδεκα μαθητάς του, και εποίησεν αυτούς Αποστόλους και αυτόπτας της εδικής του οικονομίας. Και αφ’ ου εμοίρασεν εις αυτούς το Άγιον Πνεύμα εν είδει πυρίνων γλωσσών, τους απέστειλεν εις όλην την υφήλιον δια να θεολογούν το της Τριάδος μυστήριον, και την θείαν οικονομίαν, και δια να ευαγγελίζουν πάντα τα έθνη, και να βαπτίζουν αυτά εις το όνομα της Αγίας Τριάδος. Όθεν δια μέσου αυτών εφωτίσθη όλη η κτίσις, και την Ορθόδοξον επλούτησε πίστιν, ευσεβώς την Αγίαν Τριάδα λατρεύουσα, και τον ένα της Αγίας Τριάδος ομολογούσα Θεόν ομού και άνθρωπον, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Τούτους λοιπόν τους δώδεκα ιερούς Αποστόλους, χρεωστούμεν όλοι οι Χριστιανοί να τιμώμεν και να γεραίρωμεν, ως φωστήρας του κόσμου και κήρυκας της ευσεβείας, και ως καθαιρέτας της πλάνης. Χρεωστούμεν δε να φανερώσωμεν και πώς ο κάθε Απόστολος εκήρυξε, και εις ποίον τόπον ετελειώθη. Διότι, αγκαλά και όλοι ομού οι Απόστολοι δεν ετελειώθησαν εις ένα καιρόν, ούτε εις ένα τόπον, αλλά κάθε ένας ετελειώθη εις διάφορον καιρόν και τόπον, επειδή όμως σήμερον η Εκκλησία του Θεού, εορτάζει την μνήμην όλων ομού των Αποστόλων, δια τούτο χρεωστεί να αναφέρη και όλων ομού το κήρυγμα και το τέλος.

Πρώτος λοιπόν των Αποστόλων είναι ο κορυφαίος Πέτρος, ο οποίος εκήρυξε το Ευαγγέλιον, πρότερον μεν εις την Ιουδαίαν και Αντιόχειαν, έπειτα δε εις τα μέρη της Μαύρης Θαλάσσης, και εις την Γαλατίαν και Καππαδοκίαν, και Ασίαν, και Βιθυνίαν, ως προείπομεν εις την εικοστήν ενάτην του παρόντος. Τελευταίον δε επήγε και έως εις την Ρώμην, και εκεί ευρών τον Σίμωνα μάγον, εδιαλέχθη με αυτόν, ο δε Σίμων εκαυχάτο, πως έχει να νικήση τον Πέτρον με τα θαύματα, εις μίαν διωρισμένην ημέραν. Όταν λοιπόν ήλθεν η διωρισμένη ημέρα, ευγήκε και ο βασιλεύς Νέρων εις την θεωρίαν ταύτην, με όλους τους πολίτας της Ρώμης. Τότε εφόρεσεν ο Σίμων εις την κεφαλήν του ένα στέφανον από δάφνην, και στερεωθείς με τας επωδάς των δαιμόνων, υψώθη από την γην και εφαίνετο μετέωρος επάνω εις τον αέρα. Ο δε Πέτρος βλέπων τον Σίμωνα, είπε προς αυτόν. Επειδή εγώ είμαι μαθητής του Χριστού του ειπόντος· «Εθεώρουν τον Σατανάν, ως αστραπήν εκ του Ουρανού πεσόντα», δια τούτο, και εγώ με την εξουσίαν εκείνου σε προστάζω, να κρημνισθής κάτω εις την γην έμπροσθεν πάντων. Όθεν φοβηθέντες ωσάν φωτίαν τον λόγον του Αποστόλου οι δαίμονες, οπού εβάσταζον τον Σίμωνα, έφυγον, και ευθύς έπεσεν ο άθλιος κατά γης, και καταπληγωθείς όλος από το πέσιμον, κακώς ο κακός ετελεύτησεν (3).

Τότε λοιπόν όλον το πλήθος επίστευσεν εις τον του Πέτρου Θεόν. Όθεν ο Νέρων ηβουλήθη να θανατώση τον Πέτρον. Ο δε Πέτρος τούτο γνωρίσας, εχειροτόνησεν Επίσκοπον της Ρώμης Κλήμεντα τον μαθητήν του, επειδή και ο προκάτοχός του Λίνος προς Κύριον εξεδήμησε. Παρευθύς λοιπόν ο Αγρίππας παρών ων εις την Ρώμην, επίασε τον Πέτρον, και επρόσταξε να σταυρωθή κατακέφαλα, καθώς μόνος του το εζήτησεν ο Απόστολος. Εν τω σταυρώ λοιπόν ευρισκόμενος ο μακάριος, επροσευχήθη δια την σωτηρίαν του λαού, και έτζι παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού (4). Λέγουσι δε, ότι εις ένα θεοφιλή Χριστιανόν, εφάνησαν δύω άνδρες αγνώριστοι παντελώς, οίτινες έλεγον, ότι ήλθον από τα Ιεροσόλυμα. Ούτοι λοιπόν μαζί με τον Ιλλούστριον Μάρκελον τον πιστεύσαντα τω Χριστώ εξεκάρφωσαν από τον σταυρόν το σώμα του Αποστόλου, και κατεβάσαντες αυτό, το έπλιναν με κρασί και γάλα, και το εμύρισαν με διάφορα μύρα και αρώματα, και έτζι το έκρυψαν εις ένα ιδιόκτητον τόπον, ως θησαυρόν πολύτιμον. Ο δε Νέρων ακούσας ότι απέθανεν ο Απόστολος, εκατηγόρησε τον Αγρίππαν, διατί πρότερον δεν ετιμώρησεν αυτόν με διάφορα βάσανα. Ζητώντας δε και τους μαθητάς του Πέτρου, δια να αναπληρώση εις εκείνους τον θυμόν οπού είχε κατά του διδασκάλου των, είδεν εις το όνειρόν του ένα φοβερόν άνθρωπον, ο οποίος τον έδερνεν. Όθεν φοβηθείς, δεν επείραξε τους μαθητάς του Αποστόλου. Εκ τούτου δε εκείνοι ευρόντες ελευθερίαν, εκήρυττον αφόβως τον σταυρωθέντα Θεόν αληθινόν.

Δεύτερος είναι ο Απόστολος Παύλος (5), ο πάντας τους Αποστόλους υπερνικήσας κατά τον ζήλον της εις Χριστόν πίστεως και τους κόπους. Ούτος λοιπόν εκήρυξε τον Χριστόν από Ιερουσαλήμ μέχρι του Ιλλυρικού, καθώς το λέγει μόνος, και φθάσας εις την Ρώμην απεκεφαλίσθη. Πώς δε, και από ποίαν αφορμήν επαρακινήθη να υπάγη εις Ρώμην, αναγκαίον είναι να διηγηθώ με συντομίαν εις τας φιληκόους σας ακοάς, εκ των Αποστολικών Πράξεων ταύτα ερανισάμενος. Αφ’ ου ο μακάριος Παύλος επήγεν εις την Καισάρειαν, και εξενίσθη, ήγουν εκόνεψεν εις τον οίκον Φιλίππου ενός των επτά διακόνων, επέρασαν ολίγαι ημέραι, και επήγεν εκεί από την Ιουδαίαν ένας Προφήτης, ονόματι Άγαβος, όστις είπε τω Παύλω. Τάδε λέγει σοι Κύριος δι’ εμού, οι αιμοχαρείς Ιουδαίοι έχουν να δέσουν τας χείρας σου και τους πόδας σου, και να σε παραδώσουν εις τα έθνη. Ο δε Απόστολος απεκρίθη. Εγώ είμαι έτοιμος, όχι μόνον να δεθώ και να προδοθώ δια τον Χριστόν εις την Ιερουσαλήμ, αλλά και να αποθάνω. Πηγαίνωντας λοιπόν εις την Ιερουσαλήμ, αντάμωσε τον αδελφόθεον Ιάκωβον και τους μετ’ αυτού, και αφ’ ου τους εχαιρέτησεν, εδιηγήθη εις αυτούς τα μεγαλεία, τα οποία δι’ αυτού εποίησεν εις τα έθνη ο Θεός.

Ύστερα δε από ολίγας ημέρας κρατήσαντες οι Ιουδαίοι τον Παύλον εις το ιερόν, τον έδειραν άσπλαγχνα, και δέσαντες αυτόν, τον έβαλαν εις την φυλακήν. Την δε ερχομένην ημέραν εξέτασεν αυτόν ο χιλίαρχος, τι φρονεί. Ο δε Παύλος άρχισεν εις το μέσον του συνεδρίου, και εδιηγήθη την γέννησιν, την ανατροφήν, την μεθηλικίωσιν, και την μάθησιν και ζήλον του. Την δε ακόλουθον ημέραν εδιηγήθη, πως εφάνη ο Χριστός εις αυτόν. Πως ετυφλώθησαν οι οφθαλμοί του, και πως πάλιν ανέβλεψε, και ότι εδίωκε τον Χριστόν εν αγνοία, ύστερον δε τούτον γνωρίσας αληθή Θεόν, ανακηρύττει αυτόν εις όλους. Ταύτα ακούσαντες οι εις το Συνέδριον καθεζόμενοι Ιουδαίοι, εφώναξαν μεγάλως προς τον χιλίαρχον λέγοντες, σήκωσον από την γην τον τοιούτον. Όθεν εις καιρόν οπού ετοιμάζοντο οι στρατιώται να τον δείρουν, αντιστάθη ο Απόστολος εις αυτούς και είπεν ότι δεν είναι συγχωρημένον εις εσάς να δείρετε ακατάκριτον άνθρωπον Ρωμαίον (Ρωμαίος γαρ ήτον ο Παύλος, καθότι οι πρόγονοί του ήτον υποκείμενοι εις τους Ρωμαίους δια βασιλικού γράμματος, ως ερμηνεύει ο κριτικός Φώτιος). Τούτον δε τον λόγον ακούσας ο χιλίαρχος, εφοβήθη, και δεν έδειρεν αυτόν, αλλά τον επαράστησεν εις το Συνέδριον, θέλωντας να μάθη τα περί αυτού. Και δια να συντέμνω τον λόγον, ο Παύλος επειδή επικαλέσθη τον εν τη Ρώμη Καίσαρα, δια να υπάγη να κριθή εκεί, τούτου χάριν επήγεν εις την Ρώμην.

Ευρόντες δε τον Παύλον εκεί μερικοί αδελφοί, εχάρησαν πολλά. Όταν δε ο Παύλος παρεστάθη εις τον καίσαρα Νέρωνα, επειδή δεν ευρέθη κανένα πράγμα άξιον θανάτου εις αυτόν, δια τούτο απεφασίσθη υπό του Νέρωνος, ότι να μένη ελεύθερος ως αθώος. Από τότε λοιπόν επήγεν ο Παύλος εις ξεχωριστόν τόπον, και εκήρυττεν, ότι ο Χριστός είναι Υιός Θεού προς εκείνους, οπού επρόστρεχον αυτώ. Αφ’ ου δε επέρασε μερικός καιρός έγινεν εις τον Παύλον θεία αποκάλυψις, ότι να αφήση την Ρώμην, και να υπάγη εις την Ισπανίαν. Όθεν πηγαίνωντας εκεί ο Απόστολος, πολλούς εβάπτισε, και ασθενείς ιάτρευσε, και Ιερείς εχειροτόνησε, και όλους εστήριξεν εις την πίστιν του Χριστού. Και πάλιν από την Ισπανίαν εγύρισεν εις την Ρώμην. Έξω δε εις την Ρώμην ευρισκόμενος, εδίδασκε και έκαμε να τρέχη εις αυτόν το πλήθος του λαού. Ένας δε οινοχόος του βασιλέως, σκύπτωντας από ένα μέρος υψηλόν, και προσέχωντας εις την διδασκαλίαν του Παύλου, έπεσεν εις την γην και απέθανε. Καθώς δε ήκουσε τούτο ο Παύλος, επρόσταξε να φέρουν εις αυτόν τον νεκρόν. Όθεν βαλών τας χείρας του επάνω εις αυτόν, και επικαλεσάμενος το όνομα του Χριστού, ω του θαύματος! ανέστησεν αυτόν, και υγιαίνοντα απέδωκεν εις τους δι’ αυτόν κλαίοντας. Δια τούτο και αυτός ο αναστηθείς επίστευσεν εις τον Χριστόν, και λαβών το Άγιον Βάπτισμα, ανεχώρησεν από την δούλευσιν του βασιλέως. Μαθών δε τούτο ο βασιλεύς, επρόσταξε να παρασταθή ο οινοχόος εις το βασιλικόν του βήμα. Τούτον δε παρασταθέντα ηρώτα ο βασιλεύς, εάν αρνήται την του Χριστού πίστιν. Ο δε οινοχόος απεκρίνατο, ότι δεν δύνανται να με χωρίσουν από την αγάπην του Χριστού ούτε τα ενεστώτα, ούτε τα μέλλοντα, ούτε ζωή, ούτε θάνατος. Ταύτα δε ακούσας ο βασιλεύς και απορήσας, επρόσταξεν, ότι να κατακαούν από φωτίαν, όσοι Χριστιανοί ευρίσκονται εις την φυλακήν, ο δε Παύλος να αποκεφαλισθή.

Όθεν οι δήμιοι (ήτοι οι υπηρέται των βασάνων) επήραν τον του Χριστού θείον Απόστολον, και εύγαλαν αυτόν έξω από την Ρώμην, σπουδάζοντες να τελειώσουν την βασιλικήν προσταγήν. Μία δε γυναίκα Περπετούα ονόματι, κατά συνέργειαν του Διαβόλου, έχασε το φως του δεξιού ομματίου της. Βλέπουσα δε πως επήγαιναν δια να αποκεφαλίσουν τον Παύλον, εσυμπόνεσεν η καρδία της, και εδάκρυσεν. Ο δε Παύλος είπε προς αυτήν, ω γύναι, δος μοι το μανδύλιόν σου, και όταν γυρίσω, πάλιν σοι το δίδω. Η δε γυνή έδωκεν εις αυτόν προθύμως το μανδύλιόν της. Τούτο δε βλέποντες οι στρατιώται, περιγελώντες έλεγον εις την γυναίκα, πρόσμενε ω γραία τούτον, όστις δεν γυρίζει πλέον. Όταν δε έφθασαν εις τον τόπον της καταδίκης, εσχημάτισαν τον Απόστολον δια να τον αποκεφαλίσουν. Όθεν έδεσαν τα ομμάτιά του με το μανδύλιον της μονοφθάλμου γυναικός. Εις καιρόν δε οπού απέκοψαν την αγίαν του κεφαλήν, έτρεξεν αίμα μαζί με γάλα, και έβρεξε τα ιμάτια του Αποστόλου. Το δε μανδύλιον αοράτως εδόθη εις την μονόφθαλμον γυναίκα, και παρευθύς εχαρίσθη εις αυτήν και η του οφθαλμού της ανάβλεψις. Αφ’ ου δε οι δήμιοι απεκεφάλισαν τον Απόστολον, γυρίζοντες ευρήκαν την γυναίκα, οπού εβάσταζεν εις χείρας της το μανδύλιον αιματωμένον, το οποίον θερμώς κατεφίλει, και έδειχνεν εις αυτούς τον οφθαλμόν της υγιεινόν και βλέποντα, ήτις και έλεγε. Ζη Κύριος, δεν είναι άλλος Θεός, πάρεξ εκείνος, τον οποίον ο Παύλος εκήρυττεν. Όθεν και αυτοί θαυμάσαντες το γενόμενον, επίστευσαν εις τον Χριστόν, και μαζί με αυτήν επήγαν εις τον Νέρωνα, κηρύττοντες μεγαλοφώνως τα μεγαλεία του Θεού. Ο δε Νέρων νικηθείς από τον θυμόν, επρόσταξε να λάβη ο καθ’ ένας από αυτούς ξεχωριστήν τιμωρίαν. Και ο μεν πρώτος δήμιος, απεκεφαλίσθη. Ο δε δεύτερος, εσχίσθη εις το μέσον με το σπαθί. Και ο τρίτος, ελιθοβολήθη. Η δε Περπετούα εβάλθη εις την φυλακήν. Πηγαίνουσα δε εις αυτήν η βασίλισσα και σύζυγος του Νέρωνος, ομού με τας τιμιωτέρας γυναίκας της Ρώμης, εδιδάχθησαν από εκείνην την αληθή και βεβαίαν πίστιν του Χριστού, και με το Άγιον Βάπτισμα ετελειώθησαν. Ταύτα δε μαθών ο Νέρων, την μεν Περπετούαν έδειρεν αρκετά, είτα δέσας από τον λαιμόν της μίαν πέτραν του μύλου, την έρριψεν εις τον βυθόν. Τας δε λοιπάς γυναίκας απεκεφάλισεν, επειδή δεν ηθέλησαν να αρνηθούν τον Χριστόν. Εύρεν όμως η θεία εκδίκησις τον ασεβή Νέρωνα. Διότι αυτός μισηθείς από τον λαόν της Ρώμης, έφυγεν από το βασίλειον, και επεριπάτει μέσα εις τα δάση και τα λαγκάδια, προτιμών κάλλιον να αποθάνη, παρά να ζη. Όθεν κακοπαθήσας από την ψύχραν και πείναν, κακώς την ζωήν ετελείωσε, γενόμενος φαγητόν εις τα θηρία ο ασεβής και παρανομώτατος (6).

Τρίτος Απόστολος του Κυρίου είναι ο πρωτόκλητος Ανδρέας, ο και αδελφός του Πέτρου. Ούτος λοιπόν εκήρυξε το Ευαγγέλιον εις όλα τα παραθαλάσσια μέρη της Μαύρης Θαλάσσης, και Βιθυνίας και Αρμενίας, και γυρίσας δια της Βυζαντίδος, εκατέβη έως εις την Ελλάδα, πηγαίνωντας δε εις τας Πάτρας της Αχαΐας, εσταυρώθη από τον Αιγεάτην. (Όρα περί αυτού πλατύτερον εις την τριακοστήν του Νοεμβρίου.)

Τέταρτος είναι ο Ιάκωβος ο του Ζεβεδαίου, ο οποίος εκήρυξε το Ευαγγέλιον εις όλην την Ιουδαίαν, και ύστερον εθανατώθη με μάχαιραν από τον Ηρώδην Αγρίππαν δια την πολλήν παρρησίαν οπού είχεν. (Όρα περί αυτού πλατύτερον εις την τριακοστήν του Απριλλίου.)

Πέμπτος είναι Ιωάννης ο Ευαγγελιστής και Θεολόγος, ο και αδελφός Ιακώβου, ο επιπεσών εις το στήθος του Χριστού. Ούτος εκήρυξε το Ευαγγέλιον εις την Ασίαν, και εξορισθείς εις την Πάτμον από τον Δομετιανόν, πολλά πλήθη απίστων επρόσφερεν εις τον Χριστόν, και γυρίσας εις την Έφεσον, ανεπαύθη εν ειρήνη πλήρης ημερών γενόμενος. (Όρα περί αυτού πλατύτερον εις την εικοστήν έκτην του Σεπτεμβρίου.)

Έκτος είναι Φίλιππος ο από Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας, συμπατριώτης Ανδρέου και Πέτρου. Ούτος εκήρυξε το Ευαγγέλιον εις την Ασίαν και Ιεράπολιν, μαζί με την αδελφήν του Μαριάμνην, και με τον Βαρθολομαίον. Ύστερον υπό των Ελλήνων σταυρωθείς, εθανατώθη εν αυτή τη Ιεραπόλει. (Όρα περί αυτού εις την δεκάτην τετάρτην του Νοεμβρίου.)

Έβδομος είναι ο Θωμάς ο και Δίδυμος, ο οποίος κηρύξας τον Χριστόν εις Πάρθους, και Μήδους, και Πέρσας, και Ινδούς, εκτυπήθη από αυτούς με κοντάρια και ετελειώθη. (Όρα περί αυτού πλατύτερον εις την έκτην του Οκτωβρίου.)

Όγδοος είναι ο Βαρθολομαίος, ο οποίος εκήρυξε το Ευαγγέλιον του Χριστού εις τους Ινδούς τους καλουμένους Ευδαίμονας, και σταυρωθείς εις την Ουρβανόπολιν, ετελειώθη. (Όρα πλατύτερον εις την ενδεκάτην του Ιουνίου. Περί δε του λειψάνου αυτού όρα εις την εικοστήν πέμπτην του Αυγούστου.)

Ένατος είναι Ματθαίος ο και Λευΐ, αδελφός Ιακώβου του Αλφαίου, ο τελώνης και Ευαγγελιστής, όστις έκαμε ξενοδοχίαν μεγάλην εις τον Ιησούν. Ούτος κηρύξας το Ευαγγέλιον εις την Ιεράπολιν της Συρίας, λιθοβοληθείς ετελειώθη. (Όρα περί αυτού πλατύτερον εις την δεκάτην έκτην του Νοεμβρίου.)

Δέκατος είναι Ιάκωβος ο Αλφαίου, ο και αδελφός Ματθαίου (και οι δύω γαρ είχον πατέρα τον Αλφαίον). Ούτος λοιπόν εκήρυξε τον Χριστόν εις τα έθνη, όθεν και επωνομάσθη σπέρμα θείον. Ταχέως δε και προθύμως προχωρήσας εις το κήρυγμα, και ελέγχων τους απαιδεύτους λαούς, εκρεμάσθη εις σταυρόν, και παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού. (Όρα περί αυτού εις την εικοστήν έκτην του Μαΐου.)

Ενδέκατος είναι Σίμων ο Ζηλωτής, ο καταγόμενος από Κανά της Γαλιλαίας, όστις ονομάζεται Ναθαναήλ εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον. Ούτος λοιπόν εκήρυξεν εις όλην την Μαυριτανίαν και την χώραν της Αφρικής το Ευαγγέλιον του Χριστού, και σταυρωθείς τελειούται. (Όρα περί αυτού πλατύτερον εις την δεκάτην του Μαΐου.)

Δωδέκατος είναι ο Ιούδας Ιακώβου, ο παρά μεν του Λουκά ονομαζόμενος Ιούδας Ιακώβου, τόσον εις το Ευαγγέλιόν του, όσον και εις τας Πράξεις. Παρά δε του Ματθαίου ονομάζεται Θαδδαίος και Λευαίος, αδελφός κατά σάρκα χρηματίσας του Κυρίου. Ούτος εκήρυξε το Ευαγγέλιον εις την Μεσοποταμίαν, ύστερον δε ετελειώθη εις την πόλιν Αραράτ, κρεμασθείς από τους απίστους και σαϊτευθείς. (Όρα περί αυτού πλατύτερον εις την δεκάτην ενάτην του Ιουνίου (7).)

Ματθίας ο αντί του προδότου Ιούδα συναριθμηθείς μετά την Ανάληψιν, μαζί με τους ένδεκα Αποστόλους, εκήρυξε το Ευαγγέλιον εις την Αιθιοπίαν, και πολλάς τιμωρίας παθών από τους απίστους, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού. (Όρα περί αυτού εις την ενάτην του Αυγούστου.)

Ιάκωβος ο αδελφός του Κυρίου, ο και υιός Ιωσήφ του μνήστορος, έγινε πρώτος Επίσκοπος των Ιεροσολύμων. Κρεμασθείς δε υπό των Ιουδαίων άνωθεν από το πτερύγιον, ήτοι το τοξάτον και εξωπέτακτον του ιερού, και κτυπηθείς εις την κεφαλήν με το ξύλον των κναφέων, ήτοι των πλυνόντων τα ρούχα, ετελειώθη. (Όρα περί αυτού πλατύτερον εις την εικοστήν τρίτην του Οκτωβρίου.)

Σίμων ο και Σιμεών ονομαζόμενος και Κλεόπας, ήτον μεν υιός του Ιωσήφ του μνήστορος, αδελφός δε Ιακώβου του αδελφοθέου. Έγινε δε δεύτερος Επίσκοπος των Ιεροσολύμων, και έζησεν εκατόν είκοσι χρόνους. Επειδή δε ήτον συγγενής του Κυρίου, και εκατάγετο από την φυλήν του Ιούδα, δια τούτο εκαταδικάσθη από τον βασιλέα Δομετιανόν εν έτει πβ’ [82] να πίη φαρμάκι, το οποίον εύγαλαν από σκορπίους και οφίδια και φαλάγγια, και άλλα φαρμακερά θηρία· δεν έπαθεν όμως κανένα κακόν. Όθεν ύστερα από τον βασιλέα Τραϊανόν εν έτει Ϟη’ [98] σταυρωθείς, ετελειώθη. (Όρα περί αυτού πλατύτερον εις την εικοστήν εβδόμην του Απριλλίου.)

Βαρνάβας ο και Ιωσής ονομαζόμενος εν ταις Πράξεσι των Αποστόλων (Κεφ. δ’, 36) εστάθη ένας από τους εβδομήκοντα. Ούτος αντέγραψε το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, και ετελειώθη εις την νήσον Κύπρον. (Όρα περί αυτού πλατύτερον εις την ενδεκάτην του παρόντος Ιουνίου.)

Μάρκος ο Ευαγγελιστής, ο χρηματίσας υιός κατά πνεύμα του κορυφαίου Πέτρου, εκήρυξε το Ευαγγέλιον εις την Αλεξάνδρειαν και εις όλην την περίχωρον, έως εις την Πεντάπολιν. Εις δε την Αλεξάνδρειαν συρθείς επάνω εις πέτρας, ετελειώθη, και ετάφη εκεί. (Όρα περί τούτου πλατύτερον εις την εικοστήν πέμπτην του Απριλλίου.)

Λουκάς ο Ευαγγελιστής και ιατρός, ο συνέκδημος Παύλου, συνέγραψε το εδικόν του Ευαγγέλιον, υπαγορεύσαντος αυτώ του μακαρίου Παύλου. Προς τούτοις δε και τας Πράξεις των Αποστόλων. Αφ’ ου δε αυτός ανεχώρησεν από την Ρώμην, (ο γαρ Παύλος έμεινεν εκεί) επεριπάτησεν εις όλην την Ελλάδα και εκήρυξε το Ευαγγέλιον. Πηγαίνωντας δε εις τας Θήβας της Βοιωτίας, εκεί εν ειρήνη ετελειώθη, ογδοήκοντα χρόνων γέρωντας. Λέγουσι δε ότι αυτός πρώτος εζωγράφησε την εικόνα του Δεσπότου Χριστού, και της αυτού Μητρός, και των κορυφαίων Αποστόλων, και από τότε διεδόθη εις όλον τον κόσμον το τοιούτον ευσεβές και πάντιμον έργον της εικονογραφίας. (Όρα περί αυτού πλατύτερον εις την δεκάτην ογδόην του Οκτωβρίου (8).)

Φίλιππος ο αναφερόμενος εις τας Πράξεις των Αποστόλων, και καταγόμενος εκ Καισαρείας της Παλαιστίνης, επήρε νόμιμον γυναίκα, και είχε τέσσαρας θυγατέρας προφήτιδας. Αυτός κατέστη διάκονος υπό των Αποστόλων, και εβάπτισε τον Σίμωνα Μάγον καθ’ υπόκρισιν πιστεύσαντα. Αυτός και τον Αιθίοπα ευνούχον εβάπτισε. Κηρύξας δε το Ευαγγέλιον εις την Τράλλιν της Μικράς Ασίας μαζί με τας θυγατέρας του, εκεί απήλθε προς Κύριον. (Όρα περί αυτού πλατύτερον εις την ενδεκάτην του Οκτωβρίου.)

Ανανίας ο Απόστολος έγινεν Επίσκοπος Δαμασκού, όστις και τον Παύλον εβάπτισε δι’ αποκαλύψεως. Ούτος επειδή και εποίει πολλά θαύματα και ιατρείας, τόσον εις την Δαμασκόν, όσον και εις την Ελευθερούπολιν, δια τούτο εδάρθη με βούνευρα από τον ηγεμόνα Λουκιανόν, και εξέσθη εις τας πλευράς, και εκάη με λαμπάδας αναμμένας. Βληθείς δε έξω της πόλεως, ελιθοβολήθη. (Όρα περί αυτού πλατύτερον εις την πρώτην του Οκτωβρίου.)

Ιωσήφ ο και Ιούστος και Βαρσαβάς καλούμενος εν ταις Πράξεσιν, ο σύμψηφος γενόμενος με τον Ματθίαν, ούτος εις των εβδομήκοντα μαθητών υπάρχων, εν ειρήνη ετελειώθη. (Όρα περί τούτου εις την τριακοστήν του Οκτωβρίου.)

Στέφανος ο Πρωτομάρτυς, ο πρώτος των επτά Διακόνων, και εις των εβδομήκοντα Μαθητών, ο εν ταις Πράξεσι των Αποστόλων αναφερόμενος, ελιθοβολήθη από τους Ιουδαίους δια την θερμήν πίστιν οπού είχε, συνευδοκούντος εις τον αυτού φόνον και του Αποστόλου Παύλου, έτι απίστου όντος, και ενταφιάσθη εις την Ιερουσαλήμ. Ύστερον δε κατά τους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ανεκομίσθη το άγιον αυτού λείψανον εις την Κωνσταντινούπολιν, και απετέθη εις τόπον λεγόμενον Κωνσταντιαναί. (Όρα περί αυτού πλατύτερον εις την εικοστήν εβδόμην του Δεκεμβρίου. Περί της ευρέσεως δε του λειψάνου του, όρα εις την δεκάτην πέμπτην του Σεπτεμβρίου, και περί της ανακομιδής του αυτού λειψάνου του, όρα εις την δευτέραν του Αυγούστου.)

Πρόχορος εις των επτά Διακόνων και των εβδομήκοντα ων, όστις έγινεν Επίσκοπος της εν Βιθυνία Νικομηδείας, ήτις λέγεται τουρκιστί Σμίτη, εν ειρήνη ετελειώθη. (Όρα περί τούτου και εις την εικοστήν ογδόην του Αυγούστου.)

Νικάνωρ εις και αυτός ων εκ των επτά Διακόνων, και των εβδομήκοντα, εν ειρήνη ετελειώθη. (Όρα περί αυτού εις την εικοστήν ογδόην του Αυγούστου.)

Τίμων και αυτός ήτον εις των επτά Διακόνων, και γενόμενος Επίσκοπος Βόστρων της Αραβίας, κατεκάη με φωτίαν από τους Έλληνας. (Όρα περί αυτού πλατύτερον εις την εικοστήν ογδόην του Ιουλίου.)

Παρμενάς και αυτός ήτον ένας από τους επτά Διακόνους, όστις έμπροσθεν των Αγίων Αποστόλων ετελειώθη εν τη διακονία αυτού. (Όρα περί τούτου πλατύτερον εις την δευτέραν του Μαρτίου.)

Πρέπει δε να ηξεύρωμεν, ότι οι ανωτέρω πανεύφημοι Απόστολοι, τόσον οι δώδεκα, όσον και οι κατώτεροι από αυτούς εβδομήκοντα, τους οποίους ο Κύριος Αποστόλους ανέδειξε, μαζί με τας σεπτάς Μυροφόρους και πιστάς γυναίκας, αυτοί, λέγω, όλοι εκατόν είκοσιν όντες τον αριθμόν, ως αναφέρουσιν αι Πράξεις των Αποστόλων, δεν εβαπτίσθησαν με το δι’ ύδατος βάπτισμα· καθότι αυτός ο Κύριος υπεσχέθη εις αυτούς, ότι έχουν να βαπτισθούν εν Πνεύματι Αγίω. «Ιωάννης γάρ φησιν, εβάπτισεν ύδατι, υμείς δε βαπτισθήσεσθε εν Πνεύματι Αγίω». Και καθότι, όταν εκατέβη το Πνεύμα το Άγιον εις όλους τους ανωτέρω κατά την ημέραν της Πεντηκοστής, εγέμωσεν αυτούς από τας χάριτάς του, καθώς και ο Προφήτης Ιωήλ επροφήτευσεν. Όθεν δεν εχρειάσθησαν ύστερον άλλο βάπτισμα (9).

(1) Όρα εις το Συναξάριον αυτού κατά την δεκάτην εβδόμην του Οκτωβρίου.

(2) Όθεν και αι δώδεκα εκείναι πηγαί, τας οποίας ευρήκαν οι υιοί Ισραήλ εν Αιλείμ, ως γράφεται εν κεφαλαίω ιε’, στιχ. 27 της Εξόδου, και αυταί λέγω τους δώδεκα Αποστόλους επροεικόνιζον, κατά τον Αλεξανδρείας Κύριλλον λέγοντα· «Ερμηνεύεται δε το Αιλείμ εις ανάβασιν, ή αύξησιν. Αναβαίνοντες ουν εις τελειοτέραν σύνεσιν, και εις αύξησιν ανατρέχοντες πνευματικήν, τας δώδεκα πηγάς ευρήσομεν, τουτέστι τους Αγίους Αποστόλους. Και εύγε δη σφόδρα, πηγαίς οι μαθηταί παρεικάζονται… αρυόμεθα γαρ ως εκ πηγών Αγίων, εκ των του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού Μαθητών, παντός είδησιν αγαθού». Και πάλιν· «Ότι δε πηγαί κατά το αληθές οι θεσπέσιοι μαθηταί, τον θείον ημίν και σωτήριον και αναγκαίον εις ζωήν αναβρύοντες λόγον, παραδείξειεν ευ μάλα τοις εν νόμω δεδικαιωμένοις ο των όλων Θεός, ούτω λέγων· “Αντλήσατε ύδωρ εκ των πηγών του σωτηρίου”» (Ησαΐ. ιβ’, 3).

(3) Περί του Σίμωνος τούτου γράφει ο θείος Ιουστίνος ο Φιλόσοφος και Μάρτυς, εν τη προς Αντωνίνον υπέρ των Χριστιανών απολογία. «Ότι μετά την Ανάληψιν του Κυρίου εις Ουρανόν, προεβάλλοντο οι δαίμονες ανθρώπους τινάς λέγοντας εαυτούς είναι Θεούς. Οι ου μόνον ουκ εδιώχθησαν αφ’ υμών (των Ρωμαίων δηλαδή) αλλά και τιμών ηξιώθησαν. Ων εις και Σίμων ο Σαμαρεύς, ος επί Κλαυδίου Καίσαρος δια της των δαιμόνων ενεργείας μαγικάς δυνάμεις ποιήσας εν τη πόλει υμών, τη βασιλίδι Ρώμη, Θεός ωνομάσθη». Και πάλιν λέγει· «Εν τη πόλει υμών βασιλίδι Ρώμη, Θεός ωνομάσθη (ο Σίμων) και ανδριάς τις παρ’ υμών ανεγήγερται εν τω Τίβερι ποταμώ μεταξύ των δύω γεφυρών, έχων επιγραφήν Ρωμαϊκήν τοιαύτην “Σίμωνι δέω σάγκτω”, ήτοι τον ανδριάντα τούτον αφιερόνομεν εις τον Σίμωνα Θεόν Άγιον». (Καν άλλως άλλοι περί τούτου λέγουσι.) Γράφει δε και ο Μελέτιος εν τω πρώτω τόμω της Εκκλησιαστικής Ιστορίας τα αυτά οπού γράφει και εδώ ο Συναξαριστής, ήγουν πως ο Πέτρος ευξάμενος, έρριψε τον Σίμωνα από τα ύψη κάτω, και την δύναμίν του κατήργησε και έσβεσε, δείξας την διαφοράν της θείας χάριτος από την γοητείαν. Ουχί όμως επί Κλαυδίου το θαύμα τούτο εποίησεν, ως λέγει αυτός, αλλ’ επί Νέρωνος, ως άλλοι κριτικοί λέγουσι. (Και όρα εις την Εκατονταετηρίδα.)

(4) Το μαρτύριον του Πέτρου και Παύλου, οι μεν χρονολογούσιν, ότι έγινε κατά το ξζ’ [67] έτος. Ο δε Ευσέβιος λέγει ότι έγινε κατά το ξθ’ [69] έτος από Χριστού. Του δε Νέρωνος κατά το ιδ’ [14] έτος και τελευταίον. (Όρα την Εκατονταετηρίδα.)

(5) Περί του ονόματος του Παύλου κοντά εις εκείνα οπού είπομεν εν τω Προοιμίω της μεταφράσεως της ελληνικής ερμηνείας των δεκατεσσάρων του Παύλου Επιστολών, προσθέττομεν και ταύτα εδώ. Ο θείος Ιερώνυμος εν τω περί των Εκκλησιαστικών Συγγραφέων εις το όνομα Παύλος, λέγει ότι, ο Παύλος Σέργιος ο ανθύπατος της εν Κύπρω Πάφου εχάρισεν εις τον Απόστολον το εδικόν του όνομα, το Παύλος δηλαδή, εις σημείον ευχαριστίας. Καθότι ο Παύλος αυτός βλέπωντας, πως ο Απόστολος ετύφλωσε τον Ελύμαν (το οποίον αραβιστί θέλει να ειπή μάγος) άνοιξε τους νοερούς οφθαλμούς του, και επίστευσεν εις τον Χριστόν. Όθεν και ο ιερός Λουκάς εν ταις Πράξεσιν, από τότε και ύστερα πάντοτε ονομάζει τον Απόστολον, Παύλον, και ουχί Σαύλον, ως πρότερον αυτόν ούτως ονομάζει. Ο δε Ωριγένης εις την Έξοδον, και ο Χρυσόστομος εις τας Πράξεις, Ομιλία κη’ και άλλοι ακόμη παρέδωκαν, ότι και ο ανωτέρω Ελύμας, ο και Βαριησούς καλούμενος, επέστρεψεν εις την πίστιν του Χριστού, και μαζί με το φως των αισθητών οφθαλμών, έλαβε και το φως των ψυχικών. (Όρα εις την νεοτύπωτον Εκατονταετηρίδα σελ. 144.)

(6) Παρά δε τω Μελετίω γράφεται, ότι ο Νέρων εθανατώθη μόνος του με το μαχαίρι, αφ’ ου εβασίλευσε χρόνους δεκατρείς, μήνας οκτώ, και ημέρας δύω.

(7) Επειδή ενταύθα ο λόγος περί των Δώδεκα Αποστόλων εστί σημειούμεν, ότι ανέγνωμεν το βιβλιάριον της νεοτυπώτου Εκατονταετηρίδος, και ελυπήθημεν άκρως. Επειδή και ο συγγραφεύς αυτής, δεν ηξεύρω πώς, ελανθάσθη και γράφει, ότι οι Κανόνες των θείων και ιερών τούτων Αποστόλων, είναι υποβολιμαίοι. Καθότι αυτοί, λέγει, δεν εξετέθησαν υπό των ιερών Αποστόλων, αλλά υπό αποστολικών ανδρών, κατά την αποστολικήν διδασκαλίαν, και ότι αυτοί εσυναθροίσθησαν ίσως από τον Αλεξανδρέα Κλήμεντα, ήτοι τον Στρωματέα. Όντως εδώ πρέπει να θρηνήση κάθε θεοφοβούμενος, και να ειπή εκείνο το του Ιερεμίου· «Τις δώσει τη κεφαλή μου ύδωρ; και τοις οφθαλμοίς μου πηγήν δακρύων;» Ο γαρ λόγος ούτος του πέρα του δέοντος κριτικού τούτου, εις τα καίρια έβλαψε, και βλάπτει, αλλά και θέλει βλάψει την Εκκλησίαν του Χριστού.

Ώσπερ γαρ ο τα θεμέλια του οίκου κρημνίζων, και όλην την οικοδομήν αυτού συγκατακρημνίζει, ούτω και ο άκριτος ούτος λόγος, κρημνίζων τους των Αποστόλων ιερούς Κανόνας, συγκατακρημνίζει και την οικοδομήν όλων των λοιπών ιερών Κανόνων των Οικουμενικών Συνόδων, των τοπικών, και των κατά μέρος θείων Πατέρων. Καθότι όλοι οι ανωτέρω ιεροί Κανόνες εποικοδομούνται τοις των Αποστόλων Κανόσιν, ως επί θεμελίοις αρραγεστάτοις. Και απλώς ειπείν, κάθε ιερά θεσμοθεσία και ευταξία της του Χριστού αγίας Εκκλησίας, δια του λόγου τούτου καταργείται και διαλύεται. Και αν ο σοφός ούτος δεν ευλαβήθη τόσον νέφος Μαρτύρων, οπού βεβαιόνουσι τους ρηθέντας Κανόνας των ιερών Αποστόλων, έπρεπε το ελάχιστον ελάχιστον να ευλαβηθή δύω Οικουμενικάς Συνόδους, την ς’ και την Ζ’, αίτινες επικυρόνουσιν αυτούς και φανερώς διορίζουσιν. Η μεν ς’ εν τω β’ Κανόνι αυτής, και η Ζ’ εν τω α’ Κανόνι, ότι οι ανωτέρω πε’ Κανόνες εξετέθησαν υπό των πανευφήμων Αποστόλων, και όχι να τίθεται εν Καρός μοίρα τας ψήφους αυτών. Αις ο αντιπίπτων, αυτώ αντιπίπτει τω Αγίω Πνεύματι, τω λαλούντι δια των Οικουμενικών Συνόδων. Και ο μη αυταίς πειθόμενος, ανάθεμα γίνεται κατά τον Διάλογον Γρηγόριον (βιβλ. α’, επιστολ. κδ’). Και αιρετικός, μάλλον δε και ως εθνικός λογίζεται ο παρακούων της Εκκλησίας, ης πρόσωπον επέχει η Οικουμενική Σύνοδος. Καθώς αυτός ο ίδιος ούτος συγγραφεύς της Εκατονταετηρίδος, ταύτα γράφει περί της ψήφου των Οικουμενικών Συνόδων εν τω εαυτού θεολογικώ.

Έπειτα, έπρεπεν ο σοφός να μας φανερώση, ποίοι είναι οι αποστολικοί αυτοί άνδρες οπού εξέθεσαν τους Κανόνας αυτούς, και εις ποία μέρη ευρίσκεται η τοιαύτη αποστολική διδασκαλία. Και όχι να μας λέγη αμάρτυρα και αδέσποτα πράγματα. Έπρεπε δε και να ηξεύρη βεβαίως και αναμφιβόλως, ότι ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, ήτοι ο Στρωματεύς, εσυνάθροισε την αποστολικήν αυτήν διδασκαλίαν των αποστολικών ανδρών, και ουχί να επιστηρίζη μίαν τοιαύτην μεγάλην υπόθεσιν, επάνω εις ένα ίσως αβέβαιον και αμφίβολον. Ψευδέστατον δε είναι, ότι ο Αλεξανδρεύς Κλήμης εσυνάθροισε τους των Αποστόλων Κανόνας. Καθότι εν τοις σωζομένοις του Κλήμεντος συγγράμμασιν, ούτοι ουκ εμφέρονται. Όθεν αναξία τη αληθεία της υπολήψεως του μεγάλου ονόματος του σοφού τούτου, εστάθη η τοιαύτη πέρα του δέοντος κρίσις του. Επειδή αυτή ακολουθεί, ουχί εις Οικουμενικάς και τοπικάς Συνόδους, και εις παλαιούς μάρτυρας τόσους και τόσους, ουδέ εις τον νεώτερον Μελέτιον τον λέγοντα, ότι υπαγορεύθησαν οι ρηθέντες Κανόνες από αυτούς τους Αποστόλους. Αλλά ακολουθεί εις τους Λουθηρανιστάς, και εις τους ψευδορεφορμάτους, τους κρίνοντας υποβολιμαίους τους ανωτέρω Κανόνας.

Αλλά γαρ μηδείς των θεοφοβουμένων, και ταις αγίαις και Οικουμενικαίς Συνόδοις πειθομένων, σκανδαλισθήτω εκ του ακρίτου τούτου λόγου, καλώς ειδώς, ότι αι μεν Οικουμενικαί Σύνοδοι και αι τούτων ψήφοι και αποφάσεις, εισίν αληθείς, και σφαλήναι ου δύνανται, διδάσκαλον έχουσαι το Πνεύμα το Άγιον. Πας δε άνθρωπος είναι ψεύστης, ως σφαλήναι δυνάμενος, καν μυριάκις είη σοφός κατά την έξω σοφίαν και μάθησιν. Έπειτα, αυτός εν τη μεταγλωττίσει της ιεράς Τελετουργίας τη υπ’ αυτού γενομένη, φέρει μαρτυρίας εκ των Αποστολικών Διαταγών, και Αποστολικών Κανόνων μνημονεύει. Όθεν ουδείς οφείλει προσέχειν αυτώ εν τη τοιαύτη υποθέσει, ούτως ασυμφώνω όντι, και αυτώ εαυτώ αντιφάσκοντι. Όποιος θέλει να πληροφορηθή περί των Κανόνων των ιερών Αποστόλων τούτων, ας αναγνώση εις τα Προλεγόμενα των Αποστολικών Κανόνων εν τω ημετέρω Πηδαλίω.

Σημείωσαι, ότι εις τους Δώδεκα Αποστόλους, εγκώμιον ελληνικόν έχει Νικήτας ο Ρήτωρ, ου η αρχή· «Τι καλή της Εκκλησίας η τάξις». Και ο Χρυσόστομος, ου η αρχή· «Εικότως και σήμερον τη επιφοιτήσει του Αγίου Πνεύματος». (Σώζονται εν τη Λαύρα, και εν τω Κοινοβίω του Διονυσίου, και εν τω τετάρτω Πανηγυρικώ της Ιεράς Μονής του Βατοπαιδίου, και εν τη των Ιβήρων.) Έχει δε εγκώμιον απλούν εις αυτούς, Μακάριος ο Κωφός.

(8) Σημείωσαι, ότι ο Άγιος Εφραίμ εγκώμιον έχει εις Πέτρον και Παύλον και Ανδρέαν, Θωμάν τε και Λουκάν και Ιωάννην, ου η αρχή· «Χαίρετε Χριστού βασιλείς, Άγιοι Απόστολοι. Υμίν γαρ την άνω και κάτω Βασιλείαν επίστευσεν» (ο Χριστός). (Σώζεται εις τον γ’ τόμον της εν Ρώμη εκδόσεως.)

(9) Όρα περί τούτου και εις την ογδόην του Μαΐου εν τη υποσημειώσει του Συναξαρίου του Θεολόγου Ιωάννου.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Μελίτων ξίφει τελειούται.

Ει που Μελίτων και θεόρρυτον μέλι,
Εχρήν εκεί βάψαντα σην τομήν γράφειν.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Πέτρος ο εκ Σινώπης κατά πετρών συρόμενος τελειούται.

Έχουσιν αιδείσθαί σε και θείοι νόες,
Αιδοίε Πέτρε, δόντα τας σάρκας πέτραις.

*

Ο Άγιος Νεομάρτυς Μιχαήλ ο κηπουρός, ο εν Αθήναις μαρτυρήσας κατά το έτος ͵αψο’ [1770], ξίφει τελειούται.

Τι κατ’ ολίγον λαιμόν ω σπαθηφόρε,
Τέμνεις Μιχαήλ; Ου πτοείται την σπάθην (10).

(10) Το Μαρτύριον αυτού όρα εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς. Αμήν.

*

Ιούνιος μην λήξιν ώδε λαμβάνει,
Θεώ δε δόξαν τω αλήκτω προσφέρει.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Άγιοι Δώδεκα ΑπόστολοιΤῷ αὐτῷ μηνὶ Λ΄, ἡ Σύναξις τῶν Ἁγίων ἐνδόξων καὶ πανευφήμων Ἀποστόλων τῶν δώδεκα καὶ δήλωσις, ὅπως, καὶ ποῦ ἕκαστος αὐτῶν ἐκήρυξε καὶ ἐτελειώθη.

Τιμῶ θεόπτας δώδεκα Χριστοῦ φίλους,
Ἥρωας ἄνδρας καὶ Θεοὺς τολμῶ λέγειν.

Δώδεκα εὐκλεέας τριακοστὴ ἀγείρει μύστας.

Ὁ μακαριώτατος Δαβὶδ ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐνηχούμενος, τρανῶς ἐδογμάτισεν, ὅτι ἡ Ἁγία Τριὰς εἶναι τῶν ὅλων Δημιουργός, οὕτω λέγων· «Τῷ λόγῳ Κυρίου οἱ Οὐρανοὶ ἐστερεώθησαν, καὶ τῷ Πνεύματι τοῦ στόματος αὑτοῦ, πᾶσα ἡ δύναμις αὐτῶν» (Ψαλ. λβ΄, 6). Αὕτη εἶναι ἡ προάναρχος ἀρχή, ἡ ἐν τρισὶ προσώποις μία Θεότης, ἡ πάντων βασιλεύουσα. Ἡ ὁποία ἐφιλοξενήθη ἐπὶ τῆς γῆς εἰς τὴν δρῦν τοῦ Μαμβρῆ, ἀπὸ τὸν προπάτορα Ἀβραάμ, χωρὶς νὰ ἀφήσῃ τὰ Οὐράνια. Ἐπρομήνυε δὲ μὲ τὴν φιλοξενίαν ταύτην, τὴν διὰ σαρκὸς τοῦ Θεοῦ Λόγου ἐπιφάνειαν, καὶ τοὺς σήμερον ἑορταζομένους Ἁγίους Ἀποστόλους. Ἐπειδὴ καὶ εἶπεν εἰς τὸν Ἁβραάμ· «Καὶ εὐλογηθήσονται ἐν τῷ σπέρματί σου πᾶντα τὰ ἔθνη τῆς γῆς» (Γέν. κβ΄, 18) καὶ πάλιν· «Καὶ βασιλεῖς ἐκ σοῦ ἐξελεύσονται» (Γέν. ιζ΄, 6). Ὁ γὰρ Ἁβραὰμ ἐγέννησε τὸν Ἰσαάκ, ὁ δὲ Ἰσαὰκ ἐγέννησε τὸν Ἰακώβ, ὁ δὲ Ἰακὼβ ἐγέννησε τοὺς δώδεκα Πατριάρχας. Καὶ βλέπε ὦ ἀκροατά, πῶς εἶναι σύμφωνα μὲ τὴν Νέαν Διαθήκην τὰ τῆς Παλαιᾶς παραδείγματα. Οἱ γὰρ ἀνωτέρω δώδεκα Πατριάρχαι, προεικόνιζον τοὺς σημερινοὺς δώδεκα Ἀποστόλους. Ἀλλὰ καὶ τὰ δώδεκα κωδώνια ὁποῦ ἠχολογοῦσαν, ὅταν ἱεράτευεν ἐν τῇ Σκηνῇ ὁ Ἀρχιερεὺς Ἀαρών, καὶ αὐτὰ λέγω τοὺς δώδεκα τούτους Ἀποστόλους ἐδήλουν. Αὐτοὶ γὰρ ἤχησαν καὶ ἐκήρυξαν εἰς ὅλην τὴν οἰκουμένην, τοῦ σαρκωθέντος Χριστοῦ τὴν ἐπιδημίαν καὶ τὸ Εὐαγγέλιον. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Ὠσηὲ ἐπροφήτευσεν, ὅτι δώδεκα δρύες θέλουν ἀκολουθήσουν εἰς τὸν ἐπὶ γῆς φανέντα Θεόν (1), τὸ ὁποῖον ἔγινε καὶ ἐμπράκτως. Καὶ πολλὰ δὲ ἄλλα τῆς Παλαιᾶς Γραφῆς, ἐπροεικόνισαν τοὺς ἱεροὺς τούτους Ἀποστόλους (2).

Ἐπειδὴ δὲ δι’ ἄπειρον ἀγαθότητα καὶ ἔλεος, ἐκένωσε τὴν ἑαυτοῦ δόξαν ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, καὶ προσέλαβε τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν καὶ ἐθέωσεν αὐτήν, διὰ τοῦτο θέλων νὰ δείξῃ τρανοτέραν τὴν εἰς ἡμᾶς αὐτοῦ ἀγαθότητα, ἐδιάλεξε τοὺς κατὰ τὸ φαινόμενον εὐτελεῖς δώδεκα μαθητάς του, καὶ ἐποίησεν αὐτοὺς Ἀποστόλους καὶ αὐτόπτας τῆς ἐδικῆς του οἰκονομίας. Καὶ ἀφ’ οὗ ἐμοίρασεν εἰς αὐτοὺς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν, τοὺς ἀπέστειλεν εἰς ὅλην τὴν ὑφήλιον διὰ νὰ θεολογοῦν τὸ τῆς Τριάδος μυστήριον, καὶ τὴν θείαν οἰκονομίαν, καὶ διὰ νὰ εὐαγγελίζουν πᾶντα τὰ ἔθνη, καὶ νὰ βαπτίζουν αὐτὰ εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὅθεν διὰ μέσου αὐτῶν ἐφωτίσθη ὅλη ἡ κτίσις, καὶ τὴν Ὀρθόδοξον ἐπλούτησε πίστιν, εὐσεβῶς τὴν Ἁγίαν Τριάδα λατρεύουσα, καὶ τὸν ἕνα τῆς Ἁγίας Τριάδος ὁμολογοῦσα Θεὸν ὁμοῦ καὶ ἄνθρωπον, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Τούτους λοιπὸν τοὺς δώδεκα ἱεροὺς Ἀποστόλους, χρεωστοῦμεν ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ νὰ τιμῶμεν καὶ νὰ γεραίρωμεν, ὡς φωστῆρας τοῦ κόσμου καὶ κήρυκας τῆς εὐσεβείας, καὶ ὡς καθαιρέτας τῆς πλάνης. Χρεωστοῦμεν δὲ νὰ φανερώσωμεν καὶ πῶς ὁ κάθε Ἀπόστολος ἐκήρυξε, καὶ εἰς ποῖον τόπον ἐτελειώθη. Διότι, ἀγκαλὰ καὶ ὅλοι ὁμοῦ οἱ Ἀπόστολοι δὲν ἐτελειώθησαν εἰς ἕνα καιρόν, οὔτε εἰς ἕνα τόπον, ἀλλὰ κάθε ἕνας ἐτελειώθη εἰς διάφορον καιρὸν καὶ τόπον, ἐπειδὴ ὅμως σήμερον ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, ἑορτάζει τὴν μνήμην ὅλων ὁμοῦ τῶν Ἀποστόλων, διὰ τοῦτο χρεωστεῖ νὰ ἀναφέρῃ καὶ ὅλων ὁμοῦ τὸ κήρυγμα καὶ τὸ τέλος.

Πρῶτος λοιπὸν τῶν Ἀποστόλων εἶναι ὁ κορυφαῖος Πέτρος, ὁ ὁποῖος ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιον, πρότερον μὲν εἰς τὴν Ἰουδαίαν καὶ Ἀντιόχειαν, ἔπειτα δὲ εἰς τὰ μέρη τῆς Μαύρης Θαλάσσης, καὶ εἰς τὴν Γαλατίαν καὶ Καππαδοκίαν, καὶ Ἀσίαν, καὶ Βιθυνίαν, ὡς προείπομεν εἰς τὴν εἰκοστὴν ἐνάτην τοῦ παρόντος. Τελευταῖον δὲ ἐπῆγε καὶ ἕως εἰς τὴν Ῥώμην, καὶ ἐκεῖ εὑρὼν τὸν Σίμωνα μάγον, ἐδιαλέχθη μὲ αὐτόν, ὁ δὲ Σίμων ἐκαυχᾶτο, πῶς ἔχει νὰ νικήσῃ τὸν Πέτρον μὲ τὰ θαύματα, εἰς μίαν διωρισμένην ἡμέραν. Ὅταν λοιπὸν ἦλθεν ἡ διωρισμένη ἡμέρα, εὐγῆκε καὶ ὁ βασιλεὺς Νέρων εἰς τὴν θεωρίαν ταύτην, μὲ ὅλους τοὺς πολίτας τῆς Ῥώμης. Τότε ἐφόρεσεν ὁ Σίμων εἰς τὴν κεφαλήν του ἕνα στέφανον ἀπὸ δάφνην, καὶ στερεωθεὶς μὲ τὰς ἐπῳδὰς τῶν δαιμόνων, ὑψώθη ἀπὸ τὴν γῆν καὶ ἐφαίνετο μετέωρος ἐπάνω εἰς τὸν ἀέρα. Ὁ δὲ Πέτρος βλέπων τὸν Σίμωνα, εἶπε πρὸς αὐτόν. Ἐπειδὴ ἐγὼ εἶμαι μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ τοῦ εἰπόντος· «Ἐθεώρουν τὸν Σατανᾶν, ὡς ἀστραπὴν ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ πεσόντα», διὰ τοῦτο, καὶ ἐγὼ μὲ τὴν ἐξουσίαν ἐκείνου σὲ προστάζω, νὰ κρημνισθῇς κάτω εἰς τὴν γῆν ἔμπροσθεν πάντων. Ὅθεν φοβηθέντες ὡσὰν φωτίαν τὸν λόγον τοῦ Ἀποστόλου οἱ δαίμονες, ὁποῦ ἐβάσταζον τὸν Σίμωνα, ἔφυγον, καὶ εὐθὺς ἔπεσεν ὁ ἄθλιος κατὰ γῆς, καὶ καταπληγωθεὶς ὅλος ἀπὸ τὸ πέσιμον, κακῶς ὁ κακὸς ἐτελεύτησεν (3).

Τότε λοιπὸν ὅλον τὸ πλῆθος ἐπίστευσεν εἰς τὸν τοῦ Πέτρου Θεόν. Ὅθεν ὁ Νέρων ἠβουλήθη νὰ θανατώσῃ τὸν Πέτρον. Ὁ δὲ Πέτρος τοῦτο γνωρίσας, ἐχειροτόνησεν Ἐπίσκοπον τῆς Ῥώμης Κλήμεντα τὸν μαθητήν του, ἐπειδὴ καὶ ὁ προκάτοχός του Λῖνος πρὸς Κύριον ἐξεδήμησε. Παρευθὺς λοιπὸν ὁ Ἀγρίππας παρὼν ὢν εἰς τὴν Ῥώμην, ἐπίασε τὸν Πέτρον, καὶ ἐπρόσταξε νὰ σταυρωθῇ κατακέφαλα, καθὼς μόνος του τὸ ἐζήτησεν ὁ Ἀπόστολος. Ἐν τῷ σταυρῷ λοιπὸν εὑρισκόμενος ὁ μακάριος, ἐπροσευχήθη διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ λαοῦ, καὶ ἔτζι παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ (4). Λέγουσι δέ, ὅτι εἰς ἕνα θεοφιλῆ Χριστιανόν, ἐφάνησαν δύω ἄνδρες ἀγνώριστοι παντελῶς, οἵτινες ἔλεγον, ὅτι ἦλθον ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα. Οὗτοι λοιπὸν μαζὶ μὲ τὸν Ἰλλούστριον Μάρκελον τὸν πιστεύσαντα τῷ Χριστῷ ἐξεκάρφωσαν ἀπὸ τὸν σταυρὸν τὸ σῶμα τοῦ Ἀποστόλου, καὶ κατεβάσαντες αὐτό, τὸ ἔπλιναν μὲ κρασὶ καὶ γάλα, καὶ τὸ ἐμύρισαν μὲ διάφορα μῦρα καὶ ἀρώματα, καὶ ἔτζι τὸ ἔκρυψαν εἰς ἕνα ἰδιόκτητον τόπον, ὡς θησαυρὸν πολύτιμον. Ὁ δὲ Νέρων ἀκούσας ὅτι ἀπέθανεν ὁ Ἀπόστολος, ἐκατηγόρησε τὸν Ἀγρίππαν, διατὶ πρότερον δὲν ἐτιμώρησεν αὐτὸν μὲ διάφορα βάσανα. Ζητῶντας δὲ καὶ τοὺς μαθητὰς τοῦ Πέτρου, διὰ νὰ ἀναπληρώσῃ εἰς ἐκείνους τὸν θυμὸν ὁποῦ εἶχε κατὰ τοῦ διδασκάλου των, εἶδεν εἰς τὸ ὄνειρόν του ἕνα φοβερὸν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος τὸν ἔδερνεν. Ὅθεν φοβηθείς, δὲν ἐπείραξε τοὺς μαθητὰς τοῦ Ἀποστόλου. Ἐκ τούτου δὲ ἐκεῖνοι εὑρόντες ἐλευθερίαν, ἐκήρυττον ἀφόβως τὸν σταυρωθέντα Θεὸν ἀληθινόν.

Δεύτερος εἶναι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (5), ὁ πᾶντας τοὺς Ἀποστόλους ὑπερνικήσας κατὰ τὸν ζῆλον τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως καὶ τοὺς κόπους. Οὗτος λοιπὸν ἐκήρυξε τὸν Χριστὸν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ μέχρι τοῦ Ἰλλυρικοῦ, καθὼς τὸ λέγει μόνος, καὶ φθάσας εἰς τὴν Ῥώμην ἀπεκεφαλίσθη. Πῶς δέ, καὶ ἀπὸ ποίαν ἀφορμὴν ἐπαρακινήθη νὰ ὑπάγῃ εἰς Ῥώμην, ἀναγκαῖον εἶναι νὰ διηγηθῶ μὲ συντομίαν εἰς τὰς φιληκόους σας ἀκοάς, ἐκ τῶν Ἀποστολικῶν Πράξεων ταῦτα ἐρανισάμενος. Ἀφ’ οὗ ὁ μακάριος Παῦλος ἐπῆγεν εἰς τὴν Καισάρειαν, καὶ ἐξενίσθη, ἤγουν ἐκόνεψεν εἰς τὸν οἶκον Φιλίππου ἑνὸς τῶν ἑπτὰ διακόνων, ἐπέρασαν ὀλίγαι ἡμέραι, καὶ ἐπῆγεν ἐκεῖ ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν ἕνας Προφήτης, ὀνόματι Ἄγαβος, ὅστις εἶπε τῷ Παύλῳ. Τάδε λέγει σοι Κύριος δι’ ἐμοῦ, οἱ αἱμοχαρεῖς Ἰουδαῖοι ἔχουν νὰ δέσουν τὰς χεῖράς σου καὶ τοὺς πόδας σου, καὶ νὰ σὲ παραδώσουν εἰς τὰ ἔθνη. Ὁ δὲ Ἀπόστολος ἀπεκρίθη. Ἐγὼ εἶμαι ἕτοιμος, ὄχι μόνον νὰ δεθῶ καὶ νὰ προδοθῶ διὰ τὸν Χριστὸν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀποθάνω. Πηγαίνωντας λοιπὸν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἀντάμωσε τὸν ἀδελφόθεον Ἰάκωβον καὶ τοὺς μετ’ αὐτοῦ, καὶ ἀφ’ οὗ τοὺς ἐχαιρέτησεν, ἐδιηγήθη εἰς αὐτοὺς τὰ μεγαλεῖα, τὰ ὁποῖα δι’ αὐτοῦ ἐποίησεν εἰς τὰ ἔθνη ὁ Θεός.

Ὕστερα δὲ ἀπὸ ὀλίγας ἡμέρας κρατήσαντες οἱ Ἰουδαῖοι τὸν Παῦλον εἰς τὸ ἱερόν, τὸν ἔδειραν ἄσπλαγχνα, καὶ δέσαντες αὐτόν, τὸν ἔβαλαν εἰς τὴν φυλακήν. Τὴν δὲ ἐρχομένην ἡμέραν ἐξέτασεν αὐτὸν ὁ χιλίαρχος, τί φρονεῖ. Ὁ δὲ Παῦλος ἄρχισεν εἰς τὸ μέσον τοῦ συνεδρίου, καὶ ἐδιηγήθη τὴν γέννησιν, τὴν ἀνατροφήν, τὴν μεθηλικίωσιν, καὶ τὴν μάθησιν καὶ ζῆλόν του. Τὴν δὲ ἀκόλουθον ἡμέραν ἐδιηγήθη, πῶς ἐφάνη ὁ Χριστὸς εἰς αὐτόν. Πῶς ἐτυφλώθησαν οἱ ὀφθαλμοί του, καὶ πῶς πάλιν ἀνέβλεψε, καὶ ὅτι ἐδίωκε τὸν Χριστὸν ἐν ἀγνοίᾳ, ὕστερον δὲ τοῦτον γνωρίσας ἀληθῆ Θεόν, ἀνακηρύττει αὐτὸν εἰς ὅλους. Ταῦτα ἀκούσαντες οἱ εἰς τὸ Συνέδριον καθεζόμενοι Ἰουδαῖοι, ἐφώναξαν μεγάλως πρὸς τὸν χιλίαρχον λέγοντες, σήκωσον ἀπὸ τὴν γῆν τὸν τοιοῦτον. Ὅθεν εἰς καιρὸν ὁποῦ ἑτοιμάζοντο οἱ στρατιῶται νὰ τὸν δείρουν, ἀντιστάθη ὁ Ἀπόστολος εἰς αὐτοὺς καὶ εἶπεν ὅτι δὲν εἶναι συγχωρημένον εἰς ἐσᾶς νὰ δείρετε ἀκατάκριτον ἄνθρωπον Ῥωμαῖον (Ῥωμαῖος γὰρ ἦτον ὁ Παῦλος, καθότι οἱ πρόγονοί του ἦτον ὑποκείμενοι εἰς τοὺς Ῥωμαίους διὰ βασιλικοῦ γράμματος, ὡς ἑρμηνεύει ὁ κριτικὸς Φώτιος). Τοῦτον δὲ τὸν λόγον ἀκούσας ὁ χιλίαρχος, ἐφοβήθη, καὶ δὲν ἔδειρεν αὐτόν, ἀλλὰ τὸν ἐπαράστησεν εἰς τὸ Συνέδριον, θέλωντας νὰ μάθῃ τὰ περὶ αὐτοῦ. Καὶ διὰ νὰ συντέμνω τὸν λόγον, ὁ Παῦλος ἐπειδὴ ἐπικαλέσθη τὸν ἐν τῇ Ῥώμῃ Καίσαρα, διὰ νὰ ὑπάγῃ νὰ κριθῇ ἐκεῖ, τούτου χάριν ἐπῆγεν εἰς τὴν Ῥώμην.

Εὑρόντες δὲ τὸν Παῦλον ἐκεῖ μερικοὶ ἀδελφοί, ἐχάρησαν πολλά. Ὅταν δὲ ὁ Παῦλος παρεστάθη εἰς τὸν καίσαρα Νέρωνα, ἐπειδὴ δὲν εὑρέθη κᾀνένα πρᾶγμα ἄξιον θανάτου εἰς αὐτόν, διὰ τοῦτο ἀπεφασίσθη ὑπὸ τοῦ Νέρωνος, ὅτι νὰ μένῃ ἐλεύθερος ὡς ἀθῶος. Ἀπὸ τότε λοιπὸν ἐπῆγεν ὁ Παῦλος εἰς ξεχωριστὸν τόπον, καὶ ἐκήρυττεν, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Υἱὸς Θεοῦ πρὸς ἐκείνους, ὁποῦ ἐπρόστρεχον αὐτῷ. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασε μερικὸς καιρὸς ἔγινεν εἰς τὸν Παῦλον θεία ἀποκάλυψις, ὅτι νὰ ἀφήσῃ τὴν Ῥώμην, καὶ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Ἱσπανίαν. Ὅθεν πηγαίνωντας ἐκεῖ ὁ Ἀπόστολος, πολλοὺς ἐβάπτισε, καὶ ἀσθενεῖς ἰάτρευσε, καὶ Ἱερεῖς ἐχειροτόνησε, καὶ ὅλους ἐστήριξεν εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ. Καὶ πάλιν ἀπὸ τὴν Ἱσπανίαν ἐγύρισεν εἰς τὴν Ῥώμην. Ἔξω δὲ εἰς τὴν Ῥώμην εὑρισκόμενος, ἐδίδασκε καὶ ἔκαμε νὰ τρέχῃ εἰς αὐτὸν τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ. Ἕνας δὲ οἰνοχόος τοῦ βασιλέως, σκύπτωντας ἀπὸ ἕνα μέρος ὑψηλόν, καὶ προσέχωντας εἰς τὴν διδασκαλίαν τοῦ Παύλου, ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν καὶ ἀπέθανε. Καθὼς δὲ ἤκουσε τοῦτο ὁ Παῦλος, ἐπρόσταξε νὰ φέρουν εἰς αὐτὸν τὸν νεκρόν. Ὅθεν βαλὼν τὰς χεῖράς του ἐπάνω εἰς αὐτόν, καὶ ἐπικαλεσάμενος τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ὢ τοῦ θαύματος! ἀνέστησεν αὐτόν, καὶ ὑγιαίνοντα ἀπέδωκεν εἰς τοὺς δι’ αὐτὸν κλαίοντας. Διὰ τοῦτο καὶ αὐτὸς ὁ ἀναστηθεὶς ἐπίστευσεν εἰς τὸν Χριστόν, καὶ λαβὼν τὸ Ἅγιον Βάπτισμα, ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὴν δούλευσιν τοῦ βασιλέως. Μαθὼν δὲ τοῦτο ὁ βασιλεύς, ἐπρόσταξε νὰ παρασταθῇ ὁ οἰνοχόος εἰς τὸ βασιλικόν του βῆμα. Τοῦτον δὲ παρασταθέντα ἠρώτα ὁ βασιλεύς, ἐὰν ἀρνῆται τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν. Ὁ δὲ οἰνοχόος ἀπεκρίνατο, ὅτι δὲν δύνανται νὰ μὲ χωρίσουν ἀπὸ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ οὔτε τὰ ἐνεστῶτα, οὔτε τὰ μέλλοντα, οὔτε ζωή, οὔτε θάνατος. Ταῦτα δὲ ἀκούσας ὁ βασιλεὺς καὶ ἀπορήσας, ἐπρόσταξεν, ὅτι νὰ κατακαοῦν ἀπὸ φωτίαν, ὅσοι Χριστιανοὶ εὑρίσκονται εἰς τὴν φυλακήν, ὁ δὲ Παῦλος νὰ ἀποκεφαλισθῇ.

Ὅθεν οἱ δήμιοι (ἤτοι οἱ ὑπηρέται τῶν βασάνων) ἐπῆραν τὸν τοῦ Χριστοῦ θεῖον Ἀπόστολον, καὶ εὔγαλαν αὐτὸν ἔξω ἀπὸ τὴν Ῥώμην, σπουδάζοντες νὰ τελειώσουν τὴν βασιλικὴν προσταγήν. Μία δὲ γυναῖκα Περπετούα ὀνόματι, κατὰ συνέργειαν τοῦ Διαβόλου, ἔχασε τὸ φῶς τοῦ δεξιοῦ ὀμματίου της. Βλέπουσα δὲ πῶς ἐπήγαιναν διὰ νὰ ἀποκεφαλίσουν τὸν Παῦλον, ἐσυμπόνεσεν ἡ καρδία της, καὶ ἐδάκρυσεν. Ὁ δὲ Παῦλος εἶπε πρὸς αὐτήν, ὦ γύναι, δός μοι τὸ μανδύλιόν σου, καὶ ὅταν γυρίσω, πάλιν σοὶ τὸ δίδω. Ἡ δὲ γυνὴ ἔδωκεν εἰς αὐτὸν προθύμως τὸ μανδύλιόν της. Τοῦτο δὲ βλέποντες οἱ στρατιῶται, περιγελῶντες ἔλεγον εἰς τὴν γυναῖκα, πρόσμενε ὦ γραῖα τοῦτον, ὅστις δὲν γυρίζει πλέον. Ὅταν δὲ ἔφθασαν εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης, ἐσχημάτισαν τὸν Ἀπόστολον διὰ νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν. Ὅθεν ἔδεσαν τὰ ὀμμάτιά του μὲ τὸ μανδύλιον τῆς μονοφθάλμου γυναικός. Εἰς καιρὸν δὲ ὁποῦ ἀπέκοψαν τὴν ἁγίαν του κεφαλήν, ἔτρεξεν αἷμα μαζὶ μὲ γάλα, καὶ ἔβρεξε τὰ ἱμάτια τοῦ Ἀποστόλου. Τὸ δὲ μανδύλιον ἀοράτως ἐδόθη εἰς τὴν μονόφθαλμον γυναῖκα, καὶ παρευθὺς ἐχαρίσθη εἰς αὐτὴν καὶ ἡ τοῦ ὀφθαλμοῦ της ἀνάβλεψις. Ἀφ’ οὗ δὲ οἱ δήμιοι ἀπεκεφάλισαν τὸν Ἀπόστολον, γυρίζοντες εὑρῆκαν τὴν γυναῖκα, ὁποῦ ἐβάσταζεν εἰς χεῖράς της τὸ μανδύλιον αἱματωμένον, τὸ ὁποῖον θερμῶς κατεφίλει, καὶ ἔδειχνεν εἰς αὐτοὺς τὸν ὀφθαλμόν της ὑγιεινὸν καὶ βλέποντα, ἥτις καὶ ἔλεγε. Ζῇ Κύριος, δὲν εἶναι ἄλλος Θεός, πάρεξ ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον ὁ Παῦλος ἐκήρυττεν. Ὅθεν καὶ αὐτοὶ θαυμάσαντες τὸ γενόμενον, ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστόν, καὶ μαζὶ μὲ αὐτὴν ἐπῆγαν εἰς τὸν Νέρωνα, κηρύττοντες μεγαλοφώνως τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ. Ὁ δὲ Νέρων νικηθεὶς ἀπὸ τὸν θυμόν, ἐπρόσταξε νὰ λάβῃ ὁ καθ’ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ξεχωριστὴν τιμωρίαν. Καὶ ὁ μὲν πρῶτος δήμιος, ἀπεκεφαλίσθη. Ὁ δὲ δεύτερος, ἐσχίσθη εἰς τὸ μέσον μὲ τὸ σπαθί. Καὶ ὁ τρίτος, ἐλιθοβολήθη. Ἡ δὲ Περπετούα ἐβάλθη εἰς τὴν φυλακήν. Πηγαίνουσα δὲ εἰς αὐτὴν ἡ βασίλισσα καὶ σύζυγος τοῦ Νέρωνος, ὁμοῦ μὲ τὰς τιμιωτέρας γυναῖκας τῆς Ῥώμης, ἐδιδάχθησαν ἀπὸ ἐκείνην τὴν ἀληθῆ καὶ βεβαίαν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, καὶ μὲ τὸ Ἅγιον Βάπτισμα ἐτελειώθησαν. Ταῦτα δὲ μαθὼν ὁ Νέρων, τὴν μὲν Περπετούαν ἔδειρεν ἀρκετά, εἶτα δέσας ἀπὸ τὸν λαιμόν της μίαν πέτραν τοῦ μύλου, τὴν ἔρριψεν εἰς τὸν βυθόν. Τὰς δὲ λοιπὰς γυναῖκας ἀπεκεφάλισεν, ἐπειδὴ δὲν ἠθέλησαν νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστόν. Εὗρεν ὅμως ἡ θεία ἐκδίκησις τὸν ἀσεβῆ Νέρωνα. Διότι αὐτὸς μισηθεὶς ἀπὸ τὸν λαὸν τῆς Ῥώμης, ἔφυγεν ἀπὸ τὸ βασίλειον, καὶ ἐπεριπάτει μέσα εἰς τὰ δάση καὶ τὰ λαγκάδια, προτιμῶν κάλλιον νὰ ἀποθάνῃ, παρὰ νὰ ζῇ. Ὅθεν κακοπαθήσας ἀπὸ τὴν ψύχραν καὶ πεῖναν, κακῶς τὴν ζωὴν ἐτελείωσε, γενόμενος φαγητὸν εἰς τὰ θηρία ὁ ἀσεβὴς καὶ παρανομώτατος (6).

Τρίτος Ἀπόστολος τοῦ Κυρίου εἶναι ὁ πρωτόκλητος Ἀνδρέας, ὁ καὶ ἀδελφὸς τοῦ Πέτρου. Οὗτος λοιπὸν ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιον εἰς ὅλα τὰ παραθαλάσσια μέρη τῆς Μαύρης Θαλάσσης, καὶ Βιθυνίας καὶ Ἁρμενίας, καὶ γυρίσας διὰ τῆς Βυζαντίδος, ἐκατέβη ἕως εἰς τὴν Ἑλλάδα, πηγαίνωντας δὲ εἰς τὰς Πάτρας τῆς Ἀχαΐας, ἐσταυρώθη ἀπὸ τὸν Αἰγεάτην. (Ὅρα περὶ αὐτοῦ πλατύτερον εἰς τὴν τριακοστὴν τοῦ Νοεμβρίου.)

Τέταρτος εἶναι ὁ Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ζεβεδαίου, ὁ ὁποῖος ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιον εἰς ὅλην τὴν Ἰουδαίαν, καὶ ὕστερον ἐθανατώθη μὲ μάχαιραν ἀπὸ τὸν Ἡρώδην Ἀγρίππαν διὰ τὴν πολλὴν παρρησίαν ὁποῦ εἶχεν. (Ὅρα περὶ αὐτοῦ πλατύτερον εἰς τὴν τριακοστὴν τοῦ Ἀπριλλίου.)

Πέμπτος εἶναι Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστὴς καὶ Θεολόγος, ὁ καὶ ἀδελφὸς Ἰακώβου, ὁ ἐπιπεσὼν εἰς τὸ στῆθος τοῦ Χριστοῦ. Οὗτος ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιον εἰς τὴν Ἀσίαν, καὶ ἐξορισθεὶς εἰς τὴν Πάτμον ἀπὸ τὸν Δομετιανόν, πολλὰ πλήθη ἀπίστων ἐπρόσφερεν εἰς τὸν Χριστόν, καὶ γυρίσας εἰς τὴν Ἔφεσον, ἀνεπαύθη ἐν εἰρήνῃ πλήρης ἡμερῶν γενόμενος. (Ὅρα περὶ αὐτοῦ πλατύτερον εἰς τὴν εἰκοστὴν ἕκτην τοῦ Σεπτεμβρίου.)

Ἕκτος εἶναι Φίλιππος ὁ ἀπὸ Βηθσαϊδᾶ τῆς Γαλιλαίας, συμπατριώτης Ἀνδρέου καὶ Πέτρου. Οὗτος ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιον εἰς τὴν Ἀσίαν καὶ Ἱεράπολιν, μαζὶ μὲ τὴν ἀδελφήν του Μαριάμνην, καὶ μὲ τὸν Βαρθολομαῖον. Ὕστερον ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων σταυρωθείς, ἐθανατώθη ἐν αὐτῇ τῇ Ἱεραπόλει. (Ὅρα περὶ αὐτοῦ εἰς τὴν δεκάτην τετάρτην τοῦ Νοεμβρίου.)

Ἕβδομος εἶναι ὁ Θωμᾶς ὁ καὶ Δίδυμος, ὁ ὁποῖος κηρύξας τὸν Χριστὸν εἰς Πάρθους, καὶ Μήδους, καὶ Πέρσας, καὶ Ἰνδούς, ἐκτυπήθη ἀπὸ αὐτοὺς μὲ κοντάρια καὶ ἐτελειώθη. (Ὅρα περὶ αὐτοῦ πλατύτερον εἰς τὴν ἕκτην τοῦ Ὀκτωβρίου.)

Ὄγδοος εἶναι ὁ Βαρθολομαῖος, ὁ ὁποῖος ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ εἰς τοὺς Ἰνδοὺς τοὺς καλουμένους Εὐδαίμονας, καὶ σταυρωθεὶς εἰς τὴν Οὐρβανόπολιν, ἐτελειώθη. (Ὅρα πλατύτερον εἰς τὴν ἑνδεκάτην τοῦ Ἰουνίου. Περὶ δὲ τοῦ λειψάνου αὐτοῦ ὅρα εἰς τὴν εἰκοστὴν πέμπτην τοῦ Αὐγούστου.)

Ἔνατος εἶναι Ματθαῖος ὁ καὶ Λευΐ, ἀδελφὸς Ἰακώβου τοῦ Ἀλφαίου, ὁ τελώνης καὶ Εὐαγγελιστής, ὅστις ἔκαμε ξενοδοχίαν μεγάλην εἰς τὸν Ἰησοῦν. Οὗτος κηρύξας τὸ Εὐαγγέλιον εἰς τὴν Ἱεράπολιν τῆς Συρίας, λιθοβοληθεὶς ἐτελειώθη. (Ὅρα περὶ αὐτοῦ πλατύτερον εἰς τὴν δεκάτην ἕκτην τοῦ Νοεμβρίου.)

Δέκατος εἶναι Ἰάκωβος ὁ Ἀλφαίου, ὁ καὶ ἀδελφὸς Ματθαίου (καὶ οἱ δύω γὰρ εἶχον πατέρα τὸν Ἀλφαῖον). Οὗτος λοιπὸν ἐκήρυξε τὸν Χριστὸν εἰς τὰ ἔθνη, ὅθεν καὶ ἐπωνομάσθη σπέρμα θεῖον. Ταχέως δὲ καὶ προθύμως προχωρήσας εἰς τὸ κήρυγμα, καὶ ἐλέγχων τοὺς ἀπαιδεύτους λαούς, ἐκρεμάσθη εἰς σταυρόν, καὶ παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ. (Ὅρα περὶ αὐτοῦ εἰς τὴν εἰκοστὴν ἕκτην τοῦ Μαΐου.)

Ἑνδέκατος εἶναι Σίμων ὁ Ζηλωτής, ὁ καταγόμενος ἀπὸ Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, ὅστις ὀνομάζεται Ναθαναὴλ εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον. Οὗτος λοιπὸν ἐκήρυξεν εἰς ὅλην τὴν Μαυριτανίαν καὶ τὴν χώραν τῆς Ἀφρικῆς τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, καὶ σταυρωθεὶς τελειοῦται. (Ὅρα περὶ αὐτοῦ πλατύτερον εἰς τὴν δεκάτην τοῦ Μαΐου.)

Δωδέκατος εἶναι ὁ Ἰούδας Ἰακώβου, ὁ παρὰ μὲν τοῦ Λουκᾶ ὀνομαζόμενος Ἰούδας Ἰακώβου, τόσον εἰς τὸ Εὐαγγέλιόν του, ὅσον καὶ εἰς τὰς Πράξεις. Παρὰ δὲ τοῦ Ματθαίου ὀνομάζεται Θαδδαῖος καὶ Λευαῖος, ἀδελφὸς κατὰ σάρκα χρηματίσας τοῦ Κυρίου. Οὗτος ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιον εἰς τὴν Μεσοποταμίαν, ὕστερον δὲ ἐτελειώθη εἰς τὴν πόλιν Ἀραράτ, κρεμασθεὶς ἀπὸ τοὺς ἀπίστους καὶ σαϊτευθείς. (Ὅρα περὶ αὐτοῦ πλατύτερον εἰς τὴν δεκάτην ἐνάτην τοῦ Ἰουνίου (7).)

Ματθίας ὁ ἀντὶ τοῦ προδότου Ἰούδα συναριθμηθεὶς μετὰ τὴν Ἀνάληψιν, μαζὶ μὲ τοὺς ἕνδεκα Ἀποστόλους, ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιον εἰς τὴν Αἰθιοπίαν, καὶ πολλὰς τιμωρίας παθὼν ἀπὸ τοὺς ἀπίστους, παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ. (Ὅρα περὶ αὐτοῦ εἰς τὴν ἐνάτην τοῦ Αὐγούστου.)

Ἰάκωβος ὁ ἀδελφὸς τοῦ Κυρίου, ὁ καὶ υἱὸς Ἰωσὴφ τοῦ μνήστορος, ἔγινε πρῶτος Ἐπίσκοπος τῶν Ἱεροσολύμων. Κρεμασθεὶς δὲ ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων ἄνωθεν ἀπὸ τὸ πτερύγιον, ἤτοι τὸ τοξάτον καὶ ἐξωπέτακτον τοῦ ἱεροῦ, καὶ κτυπηθεὶς εἰς τὴν κεφαλὴν μὲ τὸ ξύλον τῶν κναφέων, ἤτοι τῶν πλυνόντων τὰ ῥοῦχα, ἐτελειώθη. (Ὅρα περὶ αὐτοῦ πλατύτερον εἰς τὴν εἰκοστὴν τρίτην τοῦ Ὀκτωβρίου.)

Σίμων ὁ καὶ Σιμεὼν ὀνομαζόμενος καὶ Κλεόπας, ἦτον μὲν υἱὸς τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ μνήστορος, ἀδελφὸς δὲ Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου. Ἔγινε δὲ δεύτερος Ἐπίσκοπος τῶν Ἱεροσολύμων, καὶ ἔζησεν ἑκατὸν εἴκοσι χρόνους. Ἐπειδὴ δὲ ἦτον συγγενὴς τοῦ Κυρίου, καὶ ἐκατάγετο ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Ἰούδα, διὰ τοῦτο ἐκαταδικάσθη ἀπὸ τὸν βασιλέα Δομετιανὸν ἐν ἔτει πβ΄ [82] νὰ πίῃ φαρμάκι, τὸ ὁποῖον εὔγαλαν ἀπὸ σκορπίους καὶ ὀφίδια καὶ φαλάγγια, καὶ ἄλλα φαρμακερὰ θηρία· δὲν ἔπαθεν ὅμως κᾀνένα κακόν. Ὅθεν ὕστερα ἀπὸ τὸν βασιλέα Τραϊανὸν ἐν ἔτει Ϟη΄ [98] σταυρωθείς, ἐτελειώθη. (Ὅρα περὶ αὐτοῦ πλατύτερον εἰς τὴν εἰκοστὴν ἑβδόμην τοῦ Ἀπριλλίου.)

Βαρνάβας ὁ καὶ Ἰωσῆς ὀνομαζόμενος ἐν ταῖς Πράξεσι τῶν Ἀποστόλων (Κεφ. δ΄, 36) ἐστάθη ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑβδομήκοντα. Οὗτος ἀντέγραψε τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, καὶ ἐτελειώθη εἰς τὴν νῆσον Κύπρον. (Ὅρα περὶ αὐτοῦ πλατύτερον εἰς τὴν ἑνδεκάτην τοῦ παρόντος Ἰουνίου.)

Μάρκος ὁ Εὐαγγελιστής, ὁ χρηματίσας υἱὸς κατὰ πνεῦμα τοῦ κορυφαίου Πέτρου, ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιον εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν καὶ εἰς ὅλην τὴν περίχωρον, ἕως εἰς τὴν Πεντάπολιν. Εἰς δὲ τὴν Ἀλεξάνδρειαν συρθεὶς ἐπάνω εἰς πέτρας, ἐτελειώθη, καὶ ἐτάφη ἐκεῖ. (Ὅρα περὶ τούτου πλατύτερον εἰς τὴν εἰκοστὴν πέμπτην τοῦ Ἀπριλλίου.)

Λουκᾶς ὁ Εὐαγγελιστὴς καὶ ἰατρός, ὁ συνέκδημος Παύλου, συνέγραψε τὸ ἐδικόν του Εὐαγγέλιον, ὑπαγορεύσαντος αὐτῷ τοῦ μακαρίου Παύλου. Πρὸς τούτοις δὲ καὶ τὰς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Ἀφ’ οὗ δὲ αὐτὸς ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὴν Ῥώμην, (ὁ γὰρ Παῦλος ἔμεινεν ἐκεῖ) ἐπεριπάτησεν εἰς ὅλην τὴν Ἑλλάδα καὶ ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιον. Πηγαίνωντας δὲ εἰς τὰς Θήβας τῆς Βοιωτίας, ἐκεῖ ἐν εἰρήνῃ ἐτελειώθη, ὀγδοήκοντα χρόνων γέρωντας. Λέγουσι δὲ ὅτι αὐτὸς πρῶτος ἐζωγράφησε τὴν εἰκόνα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, καὶ τῆς αὐτοῦ Μητρός, καὶ τῶν κορυφαίων Ἀποστόλων, καὶ ἀπὸ τότε διεδόθη εἰς ὅλον τὸν κόσμον τὸ τοιοῦτον εὐσεβὲς καὶ πάντιμον ἔργον τῆς εἰκονογραφίας. (Ὅρα περὶ αὐτοῦ πλατύτερον εἰς τὴν δεκάτην ὀγδόην τοῦ Ὀκτωβρίου (8).)

Φίλιππος ὁ ἀναφερόμενος εἰς τὰς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, καὶ καταγόμενος ἐκ Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης, ἐπῆρε νόμιμον γυναῖκα, καὶ εἶχε τέσσαρας θυγατέρας προφήτιδας. Αὐτὸς κατέστη διάκονος ὑπὸ τῶν Ἀποστόλων, καὶ ἐβάπτισε τὸν Σίμωνα Μάγον καθ’ ὑπόκρισιν πιστεύσαντα. Αὐτὸς καὶ τὸν Αἰθίοπα εὐνοῦχον ἐβάπτισε. Κηρύξας δὲ τὸ Εὐαγγέλιον εἰς τὴν Τράλλιν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας μαζὶ μὲ τὰς θυγατέρας του, ἐκεῖ ἀπῆλθε πρὸς Κύριον. (Ὅρα περὶ αὐτοῦ πλατύτερον εἰς τὴν ἑνδεκάτην τοῦ Ὀκτωβρίου.)

Ἀνανίας ὁ Ἀπόστολος ἔγινεν Ἐπίσκοπος Δαμασκοῦ, ὅστις καὶ τὸν Παῦλον ἐβάπτισε δι’ ἀποκαλύψεως. Οὗτος ἐπειδὴ καὶ ἐποίει πολλὰ θαύματα καὶ ἰατρείας, τόσον εἰς τὴν Δαμασκόν, ὅσον καὶ εἰς τὴν Ἐλευθερούπολιν, διὰ τοῦτο ἐδάρθη μὲ βούνευρα ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα Λουκιανόν, καὶ ἐξέσθη εἰς τὰς πλευράς, καὶ ἐκάη μὲ λαμπάδας ἀναμμένας. Βληθεὶς δὲ ἔξω τῆς πόλεως, ἐλιθοβολήθη. (Ὅρα περὶ αὐτοῦ πλατύτερον εἰς τὴν πρώτην τοῦ Ὀκτωβρίου.)

Ἰωσὴφ ὁ καὶ Ἰοῦστος καὶ Βαρσαβᾶς καλούμενος ἐν ταῖς Πράξεσιν, ὁ σύμψηφος γενόμενος μὲ τὸν Ματθίαν, οὗτος εἷς τῶν ἑβδομήκοντα μαθητῶν ὑπάρχων, ἐν εἰρήνῃ ἐτελειώθη. (Ὅρα περὶ τούτου εἰς τὴν τριακοστὴν τοῦ Ὀκτωβρίου.)

Στέφανος ὁ Πρωτομάρτυς, ὁ πρῶτος τῶν ἑπτὰ Διακόνων, καὶ εἷς τῶν ἑβδομήκοντα Μαθητῶν, ὁ ἐν ταῖς Πράξεσι τῶν Ἀποστόλων ἀναφερόμενος, ἐλιθοβολήθη ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους διὰ τὴν θερμὴν πίστιν ὁποῦ εἶχε, συνευδοκοῦντος εἰς τὸν αὐτοῦ φόνον καὶ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἔτι ἀπίστου ὄντος, καὶ ἐνταφιάσθη εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Ὕστερον δὲ κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἀνεκομίσθη τὸ ἅγιον αὐτοῦ λείψανον εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, καὶ ἀπετέθη εἰς τόπον λεγόμενον Κωνσταντιαναί. (Ὅρα περὶ αὐτοῦ πλατύτερον εἰς τὴν εἰκοστὴν ἑβδόμην τοῦ Δεκεμβρίου. Περὶ τῆς εὑρέσεως δὲ τοῦ λειψάνου του, ὅρα εἰς τὴν δεκάτην πέμπτην τοῦ Σεπτεμβρίου, καὶ περὶ τῆς ἀνακομιδῆς τοῦ αὐτοῦ λειψάνου του, ὅρα εἰς τὴν δευτέραν τοῦ Αὐγούστου.)

Πρόχορος εἷς τῶν ἑπτὰ Διακόνων καὶ τῶν ἑβδομήκοντα ὤν, ὅστις ἔγινεν Ἐπίσκοπος τῆς ἐν Βιθυνίᾳ Νικομηδείας, ἥτις λέγεται τουρκιστὶ Σμίτη, ἐν εἰρήνῃ ἐτελειώθη. (Ὅρα περὶ τούτου καὶ εἰς τὴν εἰκοστὴν ὀγδόην τοῦ Αὐγούστου.)

Νικάνωρ εἷς καὶ αὐτὸς ὢν ἐκ τῶν ἑπτὰ Διακόνων, καὶ τῶν ἑβδομήκοντα, ἐν εἰρήνῃ ἐτελειώθη. (Ὅρα περὶ αὐτοῦ εἰς τὴν εἰκοστὴν ὀγδόην τοῦ Αὐγούστου.)

Τίμων καὶ αὐτὸς ἦτον εἷς τῶν ἑπτὰ Διακόνων, καὶ γενόμενος Ἐπίσκοπος Βόστρων τῆς Ἀραβίας, κατεκάη μὲ φωτίαν ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας. (Ὅρα περὶ αὐτοῦ πλατύτερον εἰς τὴν εἰκοστὴν ὀγδόην τοῦ Ἰουλίου.)

Παρμενᾶς καὶ αὐτὸς ἦτον ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ Διακόνους, ὅστις ἔμπροσθεν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἐτελειώθη ἐν τῇ διακονίᾳ αὐτοῦ. (Ὅρα περὶ τούτου πλατύτερον εἰς τὴν δευτέραν τοῦ Μαρτίου.)

Πρέπει δὲ νὰ ἠξεύρωμεν, ὅτι οἱ ἀνωτέρω πανεύφημοι Ἀπόστολοι, τόσον οἱ δώδεκα, ὅσον καὶ οἱ κατώτεροι ἀπὸ αὐτοὺς ἑβδομήκοντα, τοὺς ὁποίους ὁ Κύριος Ἀποστόλους ἀνέδειξε, μαζὶ μὲ τὰς σεπτὰς Μυροφόρους καὶ πιστὰς γυναῖκας, αὐτοί, λέγω, ὅλοι ἑκατὸν εἴκοσιν ὄντες τὸν ἀριθμόν, ὡς ἀναφέρουσιν αἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, δὲν ἐβαπτίσθησαν μὲ τὸ δι’ ὕδατος βάπτισμα· καθότι αὐτὸς ὁ Κύριος ὑπεσχέθη εἰς αὐτούς, ὅτι ἔχουν νὰ βαπτισθοῦν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ. «Ἰωάννης γάρ φησιν, ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δὲ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ». Καὶ καθότι, ὅταν ἐκατέβη τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἰς ὅλους τοὺς ἀνωτέρω κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς, ἐγέμωσεν αὐτοὺς ἀπὸ τὰς χάριτάς του, καθὼς καὶ ὁ Προφήτης Ἰωὴλ ἐπροφήτευσεν. Ὅθεν δὲν ἐχρειάσθησαν ὕστερον ἄλλο βάπτισμα (9).

(1) Ὅρα εἰς τὸ Συναξάριον αὐτοῦ κατὰ τὴν δεκάτην ἑβδόμην τοῦ Ὀκτωβρίου.

(2) Ὅθεν καὶ αἱ δώδεκα ἐκεῖναι πηγαί, τὰς ὁποίας εὑρῆκαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ἐν Αἰλείμ, ὡς γράφεται ἐν κεφαλαίῳ ιε΄, στίχ. 27 τῆς Ἐξόδου, καὶ αὐταὶ λέγω τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους ἐπροεικόνιζον, κατὰ τὸν Ἀλεξανδρείας Κύριλλον λέγοντα· «Ἑρμηνεύεται δὲ τὸ Αἰλεὶμ εἰς ἀνάβασιν, ἢ αὔξησιν. Ἀναβαίνοντες οὖν εἰς τελειοτέραν σύνεσιν, καὶ εἰς αὔξησιν ἀνατρέχοντες πνευματικήν, τὰς δώδεκα πηγὰς εὑρήσομεν, τουτέστι τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους. Καὶ εὖγε δὴ σφόδρα, πηγαῖς οἱ μαθηταὶ παρεικάζονται… ἀρυόμεθα γὰρ ὡς ἐκ πηγῶν Ἁγίων, ἐκ τῶν τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ Μαθητῶν, παντὸς εἴδησιν ἀγαθοῦ». Καὶ πάλιν· «Ὅτι δὲ πηγαὶ κατὰ τὸ ἀληθὲς οἱ θεσπέσιοι μαθηταί, τὸν θεῖον ἡμῖν καὶ σωτήριον καὶ ἀναγκαῖον εἰς ζωὴν ἀναβρύοντες λόγον, παραδείξειεν εὖ μάλα τοῖς ἐν νόμῳ δεδικαιωμένοις ὁ τῶν ὅλων Θεός, οὕτω λέγων· “Ἀντλήσατε ὕδωρ ἐκ τῶν πηγῶν τοῦ σωτηρίου”» (Ἡσαΐ. ιβ΄, 3).

(3) Περὶ τοῦ Σίμωνος τούτου γράφει ὁ θεῖος Ἰουστῖνος ὁ Φιλόσοφος καὶ Μάρτυς, ἐν τῇ πρὸς Ἀντωνῖνον ὑπὲρ τῶν Χριστιανῶν ἀπολογίᾳ. «Ὅτι μετὰ τὴν Ἀνάληψιν τοῦ Κυρίου εἰς Οὐρανόν, προεβάλλοντο οἱ δαίμονες ἀνθρώπους τινὰς λέγοντας ἑαυτοὺς εἶναι Θεούς. Οἳ οὐ μόνον οὐκ ἐδιώχθησαν ἀφ’ ὑμῶν (τῶν Ῥωμαίων δηλαδή) ἀλλὰ καὶ τιμῶν ἠξιώθησαν. Ὧν εἷς καὶ Σίμων ὁ Σαμαρεύς, ὃς ἐπὶ Κλαυδίου Καίσαρος διὰ τῆς τῶν δαιμόνων ἐνεργείας μαγικὰς δυνάμεις ποιήσας ἐν τῇ πόλει ὑμῶν, τῇ βασιλίδι Ῥώμῃ, Θεὸς ὠνομάσθη». Καὶ πάλιν λέγει· «Ἐν τῇ πόλει ὑμῶν βασιλίδι Ῥώμῃ, Θεὸς ὠνομάσθη (ὁ Σίμων) καὶ ἀνδριάς τις παρ’ ὑμῶν ἀνεγήγερται ἐν τῷ Τίβερι ποταμῷ μεταξὺ τῶν δύω γεφυρῶν, ἔχων ἐπιγραφὴν Ῥωμαϊκὴν τοιαύτην “Σίμωνι δέῳ σάγκτῳ”, ἤτοι τὸν ἀνδριάντα τοῦτον ἀφιερόνομεν εἰς τὸν Σίμωνα Θεὸν Ἅγιον». (Κᾂν ἄλλως ἄλλοι περὶ τούτου λέγουσι.) Γράφει δὲ καὶ ὁ Μελέτιος ἐν τῷ πρώτῳ τόμῳ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας τὰ αὐτὰ ὁποῦ γράφει καὶ ἐδῶ ὁ Συναξαριστής, ἤγουν πῶς ὁ Πέτρος εὐξάμενος, ἔρριψε τὸν Σίμωνα ἀπὸ τὰ ὕψη κάτω, καὶ τὴν δύναμίν του κατήργησε καὶ ἔσβεσε, δείξας τὴν διαφορὰν τῆς θείας χάριτος ἀπὸ τὴν γοητείαν. Οὐχὶ ὅμως ἐπὶ Κλαυδίου τὸ θαῦμα τοῦτο ἐποίησεν, ὡς λέγει αὐτός, ἀλλ’ ἐπὶ Νέρωνος, ὡς ἄλλοι κριτικοὶ λέγουσι. (Καὶ ὅρα εἰς τὴν Ἑκατονταετηρίδα.)

(4) Τὸ μαρτύριον τοῦ Πέτρου καὶ Παύλου, οἱ μὲν χρονολογοῦσιν, ὅτι ἔγινε κατὰ τὸ ξζ΄ [67] ἔτος. Ὁ δὲ Εὐσέβιος λέγει ὅτι ἔγινε κατὰ τὸ ξθ΄ [69] ἔτος ἀπὸ Χριστοῦ. Τοῦ δὲ Νέρωνος κατὰ τὸ ιδ΄ [14] ἔτος καὶ τελευταῖον. (Ὅρα τὴν Ἑκατονταετηρίδα.)

(5) Περὶ τοῦ ὀνόματος τοῦ Παύλου κοντὰ εἰς ἐκεῖνα ὁποῦ εἴπομεν ἐν τῷ Προοιμίῳ τῆς μεταφράσεως τῆς ἑλληνικῆς ἑρμηνείας τῶν δεκατεσσάρων τοῦ Παύλου Ἐπιστολῶν, προσθέττομεν καὶ ταῦτα ἐδῶ. Ὁ θεῖος Ἱερώνυμος ἐν τῷ περὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Συγγραφέων εἰς τὸ ὄνομα Παῦλος, λέγει ὅτι, ὁ Παῦλος Σέργιος ὁ ἀνθύπατος τῆς ἐν Κύπρῳ Πάφου ἐχάρισεν εἰς τὸν Ἀπόστολον τὸ ἐδικόν του ὄνομα, τὸ Παῦλος δηλαδή, εἰς σημεῖον εὐχαριστίας. Καθότι ὁ Παῦλος αὐτὸς βλέπωντας, πῶς ὁ Ἀπόστολος ἐτύφλωσε τὸν Ἐλύμαν (τὸ ὁποῖον ἀραβιστὶ θέλει νὰ εἰπῇ μάγος) ἄνοιξε τοὺς νοεροὺς ὀφθαλμούς του, καὶ ἐπίστευσεν εἰς τὸν Χριστόν. Ὅθεν καὶ ὁ ἱερὸς Λουκᾶς ἐν ταῖς Πράξεσιν, ἀπὸ τότε καὶ ὕστερα πάντοτε ὀνομάζει τὸν Ἀπόστολον, Παῦλον, καὶ οὐχὶ Σαῦλον, ὡς πρότερον αὐτὸν οὕτως ὀνομάζει. Ὁ δὲ Ὠριγένης εἰς τὴν Ἔξοδον, καὶ ὁ Χρυσόστομος εἰς τὰς Πράξεις, Ὁμιλίᾳ κη΄ καὶ ἄλλοι ἀκόμη παρέδωκαν, ὅτι καὶ ὁ ἀνωτέρω Ἐλύμας, ὁ καὶ Βαριησοῦς καλούμενος, ἐπέστρεψεν εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, καὶ μαζὶ μὲ τὸ φῶς τῶν αἰσθητῶν ὀφθαλμῶν, ἔλαβε καὶ τὸ φῶς τῶν ψυχικῶν. (Ὅρα εἰς τὴν νεοτύπωτον Ἑκατονταετηρίδα σελ. 144.)

(6) Παρὰ δὲ τῷ Μελετίῳ γράφεται, ὅτι ὁ Νέρων ἐθανατώθη μόνος του μὲ τὸ μαχαῖρι, ἀφ’ οὗ ἐβασίλευσε χρόνους δεκατρεῖς, μῆνας ὀκτώ, καὶ ἡμέρας δύω.

(7) Ἐπειδὴ ἐνταῦθα ὁ λόγος περὶ τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων ἐστὶ σημειοῦμεν, ὅτι ἀνέγνωμεν τὸ βιβλιάριον τῆς νεοτυπώτου Ἑκατονταετηρίδος, καὶ ἐλυπήθημεν ἄκρως. Ἐπειδὴ καὶ ὁ συγγραφεὺς αὐτῆς, δὲν ἠξεύρω πῶς, ἐλανθάσθη καὶ γράφει, ὅτι οἱ Κανόνες τῶν θείων καὶ ἱερῶν τούτων Ἀποστόλων, εἶναι ὑποβολιμαῖοι. Καθότι αὐτοί, λέγει, δὲν ἐξετέθησαν ὑπὸ τῶν ἱερῶν Ἀποστόλων, ἀλλὰ ὑπὸ ἀποστολικῶν ἀνδρῶν, κατὰ τὴν ἀποστολικὴν διδασκαλίαν, καὶ ὅτι αὐτοὶ ἐσυναθροίσθησαν ἴσως ἀπὸ τὸν Ἀλεξανδρέα Κλήμεντα, ἤτοι τὸν Στρωματέα. Ὄντως ἐδῶ πρέπει νὰ θρηνήσῃ κάθε θεοφοβούμενος, καὶ νὰ εἰπῇ ἐκεῖνο τὸ τοῦ Ἱερεμίου· «Τίς δώσει τῇ κεφαλῇ μου ὕδωρ; καὶ τοῖς ὀφθαλμοῖς μου πηγὴν δακρύων;» Ὁ γὰρ λόγος οὗτος τοῦ πέρα τοῦ δέοντος κριτικοῦ τούτου, εἰς τὰ καίρια ἔβλαψε, καὶ βλάπτει, ἀλλὰ καὶ θέλει βλάψει τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ.

Ὥσπερ γὰρ ὁ τὰ θεμέλια τοῦ οἴκου κρημνίζων, καὶ ὅλην τὴν οἰκοδομὴν αὐτοῦ συγκατακρημνίζει, οὕτω καὶ ὁ ἄκριτος οὗτος λόγος, κρημνίζων τοὺς τῶν Ἀποστόλων ἱεροὺς Κανόνας, συγκατακρημνίζει καὶ τὴν οἰκοδομὴν ὅλων τῶν λοιπῶν ἱερῶν Κανόνων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῶν τοπικῶν, καὶ τῶν κατὰ μέρος θείων Πατέρων. Καθότι ὅλοι οἱ ἀνωτέρω ἱεροὶ Κανόνες ἐποικοδομοῦνται τοῖς τῶν Ἀποστόλων Κανόσιν, ὡς ἐπὶ θεμελίοις ἀρραγεστάτοις. Καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν, κάθε ἱερὰ θεσμοθεσία καὶ εὐταξία τῆς τοῦ Χριστοῦ ἁγίας Ἐκκλησίας, διὰ τοῦ λόγου τούτου καταργεῖται καὶ διαλύεται. Καὶ ἂν ὁ σοφὸς οὗτος δὲν εὐλαβήθη τόσον νέφος Μαρτύρων, ὁποῦ βεβαιόνουσι τοὺς ῥηθέντας Κανόνας τῶν ἱερῶν Ἀποστόλων, ἔπρεπε τὸ ἐλάχιστον ἐλάχιστον νὰ εὐλαβηθῇ δύω Οἰκουμενικὰς Συνόδους, τὴν ς΄ καὶ τὴν Ζ΄, αἵτινες ἐπικυρόνουσιν αὐτοὺς καὶ φανερῶς διορίζουσιν. Ἡ μὲν ς΄ ἐν τῷ β΄ Κανόνι αὐτῆς, καὶ ἡ Ζ΄ ἐν τῷ α΄ Κανόνι, ὅτι οἱ ἀνωτέρω πε΄ Κανόνες ἐξετέθησαν ὑπὸ τῶν πανευφήμων Ἀποστόλων, καὶ ὄχι νὰ τίθεται ἐν Καρὸς μοίρᾳ τὰς ψήφους αὐτῶν. Αἷς ὁ ἀντιπίπτων, αὐτῷ ἀντιπίπτει τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, τῷ λαλοῦντι διὰ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Καὶ ὁ μὴ αὐταῖς πειθόμενος, ἀνάθεμα γίνεται κατὰ τὸν Διάλογον Γρηγόριον (βιβλ. α΄, ἐπιστολ. κδ΄). Καὶ αἱρετικός, μᾶλλον δὲ καὶ ὡς ἐθνικὸς λογίζεται ὁ παρακούων τῆς Ἐκκλησίας, ἧς πρόσωπον ἐπέχει ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Καθὼς αὐτὸς ὁ ἴδιος οὗτος συγγραφεὺς τῆς Ἑκατονταετηρίδος, ταῦτα γράφει περὶ τῆς ψήφου τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἐν τῷ ἑαυτοῦ θεολογικῷ.

Ἔπειτα, ἔπρεπεν ὁ σοφὸς νὰ μᾶς φανερώσῃ, ποῖοι εἶναι οἱ ἀποστολικοὶ αὐτοὶ ἄνδρες ὁποῦ ἐξέθεσαν τοὺς Κανόνας αὐτούς, καὶ εἰς ποῖα μέρη εὑρίσκεται ἡ τοιαύτη ἀποστολικὴ διδασκαλία. Καὶ ὄχι νὰ μᾶς λέγῃ ἀμάρτυρα καὶ ἀδέσποτα πράγματα. Ἔπρεπε δὲ καὶ νὰ ἠξεύρῃ βεβαίως καὶ ἀναμφιβόλως, ὅτι ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς, ἤτοι ὁ Στρωματεύς, ἐσυνάθροισε τὴν ἀποστολικὴν αὐτὴν διδασκαλίαν τῶν ἀποστολικῶν ἀνδρῶν, καὶ οὐχὶ νὰ ἐπιστηρίζῃ μίαν τοιαύτην μεγάλην ὑπόθεσιν, ἐπάνω εἰς ἕνα ἴσως ἀβέβαιον καὶ ἀμφίβολον. Ψευδέστατον δὲ εἶναι, ὅτι ὁ Ἀλεξανδρεὺς Κλήμης ἐσυνάθροισε τοὺς τῶν Ἀποστόλων Κανόνας. Καθότι ἐν τοῖς σῳζομένοις τοῦ Κλήμεντος συγγράμμασιν, οὗτοι οὐκ ἐμφέρονται. Ὅθεν ἀναξία τῇ ἀληθείᾳ τῆς ὑπολήψεως τοῦ μεγάλου ὀνόματος τοῦ σοφοῦ τούτου, ἐστάθη ἡ τοιαύτη πέρα τοῦ δέοντος κρίσις του. Ἐπειδὴ αὐτὴ ἀκολουθεῖ, οὐχὶ εἰς Οἰκουμενικὰς καὶ τοπικὰς Συνόδους, καὶ εἰς παλαιοὺς μάρτυρας τόσους καὶ τόσους, οὐδὲ εἰς τὸν νεώτερον Μελέτιον τὸν λέγοντα, ὅτι ὑπαγορεύθησαν οἱ ῥηθέντες Κανόνες ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς Ἀποστόλους. Ἀλλὰ ἀκολουθεῖ εἰς τοὺς Λουθηρανιστάς, καὶ εἰς τοὺς ψευδορεφορμάτους, τοὺς κρίνοντας ὑποβολιμαίους τοὺς ἀνωτέρω Κανόνας.

Ἀλλὰ γὰρ μηδεὶς τῶν θεοφοβουμένων, καὶ ταῖς ἁγίαις καὶ Οἰκουμενικαῖς Συνόδοις πειθομένων, σκανδαλισθήτω ἐκ τοῦ ἀκρίτου τούτου λόγου, καλῶς εἰδώς, ὅτι αἱ μὲν Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι καὶ αἱ τούτων ψῆφοι καὶ ἀποφάσεις, εἰσὶν ἀληθεῖς, καὶ σφαλῆναι οὐ δύνανται, διδάσκαλον ἔχουσαι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Πᾶς δὲ ἄνθρωπος εἶναι ψεύστης, ὡς σφαλῆναι δυνάμενος, κᾄν μυριάκις εἴη σοφὸς κατὰ τὴν ἔξω σοφίαν καὶ μάθησιν. Ἔπειτα, αὐτὸς ἐν τῇ μεταγλωττίσει τῆς ἱερᾶς Τελετουργίας τῇ ὑπ’ αὐτοῦ γενομένῃ, φέρει μαρτυρίας ἐκ τῶν Ἀποστολικῶν Διαταγῶν, καὶ Ἀποστολικῶν Κανόνων μνημονεύει. Ὅθεν οὐδεὶς ὀφείλει προσέχειν αὐτῷ ἐν τῇ τοιαύτῃ ὑποθέσει, οὕτως ἀσυμφώνῳ ὄντι, καὶ αὐτῷ ἑαυτῷ ἀντιφάσκοντι. Ὅποιος θέλει νὰ πληροφορηθῇ περὶ τῶν Κανόνων τῶν ἱερῶν Ἀποστόλων τούτων, ἂς ἀναγνώσῃ εἰς τὰ Προλεγόμενα τῶν Ἀποστολικῶν Κανόνων ἐν τῷ ἡμετέρῳ Πηδαλίῳ.

Σημείωσαι, ὅτι εἰς τοὺς Δώδεκα Ἀποστόλους, ἐγκώμιον ἑλληνικὸν ἔχει Νικήτας ὁ Ῥήτωρ, οὗ ἡ ἀρχή· «Τί καλὴ τῆς Ἐκκλησίας ἡ τάξις». Καὶ ὁ Χρυσόστομος, οὗ ἡ ἀρχή· «Εἰκότως καὶ σήμερον τῇ ἐπιφοιτήσει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». (Σῴζονται ἐν τῇ Λαύρᾳ, καὶ ἐν τῷ Κοινοβίῳ τοῦ Διονυσίου, καὶ ἐν τῷ τετάρτῳ Πανηγυρικῷ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Βατοπαιδίου, καὶ ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων.) Ἔχει δὲ ἐγκώμιον ἁπλοῦν εἰς αὐτούς, Μακάριος ὁ Κωφός.

(8) Σημείωσαι, ὅτι ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ ἐγκώμιον ἔχει εἰς Πέτρον καὶ Παῦλον καὶ Ἀνδρέαν, Θωμᾶν τε καὶ Λουκᾶν καὶ Ἰωάννην, οὗ ἡ ἀρχή· «Χαίρετε Χριστοῦ βασιλεῖς, Ἅγιοι Ἀπόστολοι. Ὑμῖν γὰρ τὴν ἄνω καὶ κάτω Βασιλείαν ἐπίστευσεν» (ὁ Χριστός). (Σῴζεται εἰς τὸν γ΄ τόμον τῆς ἐν Ῥώμῃ ἐκδόσεως.)

(9) Ὅρα περὶ τούτου καὶ εἰς τὴν ὀγδόην τοῦ Μαΐου ἐν τῇ ὑποσημειώσει τοῦ Συναξαρίου τοῦ Θεολόγου Ἰωάννου.

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Μελίτων ξίφει τελειοῦται.

Εἴ που Μελίτων καὶ θεόρρυτον μέλι,
Ἐχρῆν ἐκεῖ βάψαντα σὴν τομὴν γράφειν.

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Πέτρος ὁ ἐκ Σινώπης κατὰ πετρῶν συρόμενος τελειοῦται.

Ἔχουσιν αἰδεῖσθαί σε καὶ θεῖοι νόες,
Αἰδοῖε Πέτρε, δόντα τὰς σάρκας πέτραις.

*

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Μιχαὴλ ὁ κηπουρός, ὁ ἐν Ἀθήναις μαρτυρήσας κατὰ τὸ ἔτος ͵αψο΄ [1770], ξίφει τελειοῦται.

Τί κατ’ ὀλίγον λαιμὸν ὦ σπαθηφόρε,
Τέμνεις Μιχαήλ; Οὐ πτοεῖται τὴν σπάθην (10).

(10) Τὸ Μαρτύριον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.

*

Ἰούνιος μὴν λῆξιν ὧδε λαμβάνει,
Θεῷ δὲ δόξαν τῷ ἀλήκτῳ προσφέρει.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

 

Η Σύναξις των Αγίων δώδεκα Αποστόλων· Μελίτωνος, Πέτρου του εκ Σινώπης, Μιχαήλ Νεομάρτυρος

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.