Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου30 Ιανουαρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Λ’, μνήμη των εν Αγίοις Πατέρων ημών και οικουμενικών Διδασκάλων, Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου, και Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
Ομού δίκαιον τρεις σέβειν εωσφόρους,
Φως τρισσολαμπές πηγάσαντας εν βίω.
Κοινόν τον ύμνον προσφέρειν πάντας θέμις,
Τοις εκχέασι πάσι κοινήν την χάριν.
Έαρ χελιδών ου καθίστησι μία,
Αι τρεις αηδόνες δε, των ψυχών έαρ.
Την μεν νοητήν η Τριας λάμπει κτίσιν,
Τριας γε μην αύτη δε, την ορωμένην.
Απώλεσαν μεν οι πάλαι Θεού σέβας,
Εξ ηλίου τε και σελήνης αφρόνως.
Κάλλος γαρ αυτών θαυμάσαντες και τάχος,
Ώσπερ θεοίς προσήγον ουκ ορθώς σέβας.
Εκ των τριών τούτων δε φωστήρων πάλιν,
Ημείς ανηνέχθημεν εις Θεού σέβας.
Κάλλει βίου γαρ τη τε πειθοί των λόγων,
Πείθουσι πάντας τον μόνον Κτίστην σέβειν.
Κτίσιν συνιστά την δε την ορωμένην,
Το πυρ, αήρ, ύδωρ τε και γης η φύσις.
Οι δ’ αυ συνιστώντες τε κόσμον τον μέγαν,
Την προς Θεόν τε πίστιν, ως άλλην κτίσιν,
Στοιχειακής φέρουσι Τριάδος τύπον.
Μέλει γαρ αυτοίς ουδενός των γηΐνων,
Και γήϊνον νουν έσχον ουδέν εν λόγοις.
Ο γρήγορος γαρ πυρ πνέει νους τον λόγον,
Προς ύψος αυ πείθοντα πάντας εκτρέχειν.
Τοις λειποθυμήσασι δ’ εκ παθών πάλιν,
Αναπνοή τις οι Βασιλείου λόγοι.
Μιμούμενος δε την ροήν των υδάτων,
Ο καρδίαν τε και στόμα χρυσούς μόνος,
Τους εκτακέντας εκ παθών αναψύχει.
Ούτω προς ύψος την βροτών πάσαν φύσιν,
Εκ της χθονός φέρουσι τοις τούτων λόγοις.
Λάμψεν ενί τριακοστή χρυσοτρισήλιος αίγλη.
Η αιτία δια την οποίαν έγινεν η εορτή αύτη των Τριών Ιεραρχών, εστάθη έτζι. Εις τον καιρόν της βασιλείας Αλεξίου του Κομνηνού, όστις έγινε βασιλεύς μετά τον Βοτανειάτην περί τους ͵αρ’ [1100] χρόνους από Χριστού, εις τον καιρόν, λέγω, τούτου, έγινεν εν Κωνσταντινουπόλει διαφορά και φιλονεικία αναμεταξύ εις τους ελλογίμους και εναρέτους άνδρας. Άλλοι μεν γαρ από αυτούς, έλεγον ανώτερον τον Μέγαν Βασίλειον, επειδή με τους λόγους του μεν, ερεύνησε την φύσιν των όντων, με τας αρετάς του δε, ωμοίαζε και εσυνερίζετο με τους Αγγέλους. Καθότι δεν εσυγχωρούσε προχείρως τους αμαρτάνοντας, αλλά ήτον σοβαρός κατά το ήθος, και δεν είχεν εις τον εαυτόν του κανένα γήϊνον. Κατώτερον δε του Βασιλείου, έλεγον τον θείον Χρυσόστομον. Επειδή εκείνος τρόπον τινά είχε τρόπον εναντίον εις τον του Βασιλείου, και ευκόλως εσυγχώρει τους αμαρτάνοντας, και το ήθος του ήτον ελκυστικόν εις μετάνοιαν.
Άλλοι δε πάλιν εκ του εναντίου, ύψοναν τον θείον Χρυσόστομον και έλεγον αυτόν του Βασιλείου και Γρηγορίου ανώτερον, καθότι μεταχειρίζεται διδασκαλίας συγκαταβατικωτέρας, και οδηγεί όλους με το σαφές και εύκολον της φράσεώς του, και τραβίζει τους αμαρτωλούς εις μετάνοιαν. Και καθότι υπερβαίνει τους ανωτέρω δύω Πατέρας με το πολύ πλήθος των μελιρρύτων του συγγραμμάτων, και με το ύψος και πλάτος των νοημάτων. Άλλοι δε προσπάθειαν έχοντες εις τα του Θεολόγου Γρηγορίου συγγράμματα, έλεγον αυτόν ανώτερον Βασιλείου και Χρυσοστόμου, καθότι αυτός με το κομψόν και πεποικιλμένον της φράσεώς του, και με το υψηλόν και δυσνόητον των λόγων του, και με το ανθηρόν των λέξεων, υπερέβηκεν όλους τους σοφούς, τόσον τους παλαιούς και περιβοήτους εις την εξωτερικήν και ελληνικήν σοφίαν, όσον και τους νεωτέρους και καθ’ ημάς εκκλησιαστικούς. Όθεν εκ της τοιαύτης διαφοράς και φιλονεικίας, εσχίσθησαν εις τρία μέρη τα πλήθη των Χριστιανών, και άλλοι μεν, ελέγοντο Ιωαννίται, άλλοι δε Βασιλείται, και άλλοι Γρηγορίται.
Επειδή λοιπόν έτζι ήτον σχισμένοι οι Χριστιανοί, και έτζι εδιαφέροντο οι ελλόγιμοι άνδρες, δια τούτο εφάνηκαν κατά το όνειρον οι τρεις ούτοι Ιεράρχαι και Διδάσκαλοι, πρώτον μεν, ο καθ’ ένας χωριστά χωριστά, έπειτα δε, και οι τρεις ενωμένοι ομού, εις τον τότε Ιωάννην τον Επίσκοπον της πόλεως Ευχαΐτων, (ήτις και Ευτικατία λέγεται και κοινώς Εφλεέμ, εν τη Γαλατία ευρισκομένη, και υποκειμένη υπό τον Μητροπολίτην Γαγγρών). Ήτον δε ο Ιωάννης ούτος άνδρας ελλόγιμος, και έμπειρος της ελληνικής παιδείας, καθώς μαρτυρούσι τα παρ’ αυτού πονηθέντα συγγράμματα, και προς τούτοις ήτον και άνδρας, οπού είχε φθάση εις το άκρον της αρετής. Εις τούτον, λέγω, φανέντες, με ένα στόμα του λέγουσι και οι τρεις. Ημείς ένα είμεθα κοντά εις τον Θεόν, καθώς βλέπεις, και καμμίαν εναντιότητα ουδέ μάχην έχομεν, αλλά κατά τους διαφόρους καιρούς οπού ετύχομεν, έτζι ο καθ’ ένας από ημάς υπό του θείου κινούμενος Πνεύματος, διαφόρους και τας διδασκαλίας συνέγραψε. Και εκείνα οπού εδιδάχθημεν υπό του Αγίου Πνεύματος, ταύτα και εξεδώκαμεν δια την σωτηρίαν των ανθρώπων. Και πρώτος ανάμεσα εις ημάς δεν είναι, ούτε δεύτερος, αλλά εάν τον ένα ειπής, ευθύς και οι άλλοι δύω ακολουθούν.
Δια τούτο πρόσταξον τους φιλονεικούντας, να μη χωρίζωνται εξ αιτίας εδικής μας. Εις ημάς γαρ ήτον και είναι σπουδή και προθυμία, τόσον όταν είμεθα ζωντανοί, όσον και τώρα οπού μετέστημεν, το να ειρηνεύωμεν και να φέρωμεν τον κόσμον εις γνώσιν και ομόνοιαν, και όχι να τον χωρίζωμεν. Αλλά και εις ημέραν μίαν ένωσον και τους τρεις ημάς, και σύνθεσον τα της εορτής μας τροπάρια και άσματα, καθώς είναι πρέπον εις την εδικήν σου σύνεσιν, και ακολούθως παράδοσαι εις τους Χριστιανούς, ότι ένα είμεθα κοντά εις τον Θεόν. Βέβαια δε και ημείς θέλομεν συμβοηθήσομεν εις την σωτηρίαν εκείνων, οπού εκτελούσι την κοινήν μνήμην μας. Επειδή και ημείς φαινόμεθα, ότι έχομεν κάποιαν παρρησίαν και δύναμιν κοντά εις τον Θεόν. Ταύτα ειπόντες οι Άγιοι, εφάνηκαν ότι ανέβηκαν πάλιν εις τους ουρανούς, καταλαμπόμενοι από φως άπειρον, και ένας τον άλλον καλούντες κατ’ όνομα.
Αφ’ ου λοιπόν εσηκώθη από τον ύπνον ο ιερός Ιωάννης, έκαμε καθώς τον εδιώρισαν οι θείοι Ιεράρχαι. Και το μεν πλήθος του λαού κατεσίγασε, τους δε φιλονεικούντας ειρήνευσεν (ήτον γαρ περιβόητος κατά την αρετήν ο ανήρ, όθεν και ο λόγος του είχε δύναμιν και πειθώ). Και την εορτήν ταύτην παρέδωκε να εορτάζεται από την Εκκλησίαν του Θεού. Και βλέπε, ω αναγνώστα, την σύνεσιν και διάκρισιν του θείου τούτου ανδρός. Επειδή γαρ ευρήκε τον Ιαννουάριον τούτον μήνα, οπού είχε και τους τρεις τούτους Ιεράρχας εορταζομένους, τον μεν Μέγαν Βασίλειον, κατά την πρώτην, τον δε Θεολόγον Γρηγόριον, κατά την εικοστήν πέμπτην, και τον θείον Χρυσόστομον, κατά την εικοστήν εβδόμην: τούτου χάριν πάλιν ήνωσεν αυτούς, κατά την τριακοστήν ταύτην του αυτού μηνός. Και τόσον εστόλισε την Ακολουθίαν τούτων, με κανόνας, και τροπάρια, και με λόγον εγκωμιαστικόν, καθώς έπρεπεν εις τοιούτους μεγάλους Πατέρας της Εκκλησίας, ο χαριτώνυμος ούτος Ιωάννης, ώστε οπού φαίνονται ότι κατά νεύσιν και φωτισμόν, ως νομίζω, των τριών Αγίων Ιεραρχών συνετέθησαν τα άσματα της Ακολουθίας ταύτης. Τελείως γαρ δεν έχουσι καμμίαν έλλειψιν από τα επιχειρήματα εκείνα οπού αποβλέπουν εις έπαινον των Αγίων. Όθεν τα τροπάρια αυτά είναι ανώτερα από όσα άλλα τροπάρια έγιναν έως του νυν, και από όσα εις το μέλλον έχουν να γένωσιν.
Ήτον δε κατά την θέσιν του σώματος και τον χαρακτήρα του προσώπου τοιούτοι, οι τρεις Ιεράρχαι, αγκαλά και είπομεν περί τούτου, και εις την ξεχωριστήν εορτήν του κάθε ενός. Ο μεν θείος Χρυσόστομος, ήτον μικρός κατά το ανάστημα του σώματος, είχε μεγάλην κεφαλήν, ήτον ξηρός και πολλά λεπτόσαρκος, ήτον μακρομύτης, και πλατέα έχων τα ρωθώνια, ήτον κίτρινος ομού και άσπρος, είχε βαθουλωτούς τους οφθαλμούς, και μεγάλους τους βολβούς. Όθεν εκ τούτων ηκολούθει να λάμπη με χαριέστερα όμματα, αγκαλά και κατά τα άλλα μέλη του σώματος, έδειχνε πως ήτον λυπηρός. Είχε μεγάλον το μέτωπον και χωρίς τρίχας, χαραγμένον με πολλάς χαραγάς. Είχεν αυτία μεγάλα, και το γένειον μικρόν και ωραιότατον, ανθισμένον με ολίγας άσπρας τρίχας. Από δε την νηστείαν είχε τα σιαγόνια εις το άκρον βαθουλωμένα.
Τόσον δε είναι αναγκαίον να ειπούμεν δια τούτον τον Άγιον, ότι με τους λόγους, και την ρητορικήν του ευφράδειαν, υπερέβαλεν όλους τους σοφούς και ρήτορας των Ελλήνων. Μάλιστα δε και εξαιρέτως, με το πλάτος των νοημάτων, και με το σαφές και ανθηρόν της φράσεως. Τόσον δε πολλά εσαφήνισε και εξήγησε την θείαν Γραφήν, ως ουδείς άλλος, και με τας τοιαύτας διδασκαλίας του, τόσον πολλά εβοήθησε και αύξησε το κήρυγμα του Ευαγγελίου, ώστε οπού, αν ο Άγιος ούτος δεν εχρημάτιζεν, (αγκαλά και είναι τολμηρόν να το ειπή τινας) έπρεπε πάλιν να γένη μία δευτέρα παρουσία του Χριστού εις την γην. Τόσον δε μέγας έγινεν ο χρυσορρήμων ούτος κατά την πρακτικήν και θεωρητικήν φιλοσοφίαν, εις τρόπον ότι, όλους ομού υπερέβαλε τους εναρέτους, πηγή χρηματίσας της αγάπης και ελεημοσύνης. Και όλος ων αυτόχρημα φιλαδελφία τε και διδασκαλία. Ούτος λοιπόν ζήσας χρόνους εξηντατρείς, και ποιμάνας την Εκκλησίαν του Χριστού, προς αυτόν εξεδήμησεν.
Ο δε Μέγας Βασίλειος ήτον κατά την θέσιν και το ανάστημα του σώματος, πολλά μακρύς. Ήτον ξηρός και ολιγόσαρκος, μαύρος ομού και κίτρινος κατά το χρώμα, ήτον μακρομύτης, είχε τα οφρύδια στρογγυλά. Το δε δέρμα το επάνω των οφρυδίων, το είχε συμμαζωμένον, εφαίνετο όμοιος με ένα οπού συλλογίζεται και προσέχει εις τον εαυτόν του. Είχε το πρόσωπον ζαρωμένον με ολίγας χαραγάς, είχε τα μάγουλα μακρά και τους μήνιγγας δασείς από τρίχας συνεστραμμένας και κυκλοειδείς. Εφαίνετο εις την επιφάνειαν, πως είχεν ολίγον κουρευμένας τας τρίχας. Το γένειον είχε μακρόν αρκετά, και τας τρίχας είχε μεμιγμένας, ήτοι μαύρας ομού με άσπρας. Ούτος ο Άγιος υπερέβαλε κατά την παιδείαν των λόγων, όχι μόνον τους σοφούς και ελλογίμους οπού ήτον εις τον καιρόν του, αλλά και αυτούς ακόμη τους παλαιούς. Φθάσας γαρ εις κάθε είδος παιδείας, εις κάθε μίαν από αυτάς το κράτος και την νίκην απόκτησεν. Ου μόνον δε ταύτα, αλλά και την δια πράξεως ήσκησε φιλοσοφίαν, και δια της πράξεως, ανέβη εις την θεωρίαν των όντων. Εκ τούτων δε, ανέβη και εις τον θρόνον της αρχιερωσύνης, γενόμενος δε χρόνων τεσσαράκοντα, και εις πέντε χρόνους ποιμάνας την Εκκλησίαν (1), προς Κύριον εξεδήμησεν.
Ο δε Θεολόγος Γρηγόριος ήτον, μέτριος μεν κατά την θέσιν, και το ανάστημα του σώματος, ολίγον δε κίτρινος, ομού και χαρίεις. Είχε κολοβήν και πλατείαν την μύτην, είχε τα οφρύδια ίσα, έβλεπεν ήμερα και καταδεκτικά, είχε το δεξιόν ομμάτι ξηρότερον από το αριστερόν, και εφαίνετο ένα σημάδι πληγής εις το ένα άκρον του οφθαλμού του (2). Είχε το γένειον, δασύ μεν αρκετά, όχι δε και μακρόν. Ήτον φαλακρός και άσπρος εις την κεφαλήν, έδειχνεν ότι τα άκρα του γενείου του ήτον ωσάν καπνισμένα. Είναι δε άξιον να ειπούμεν περί του Θεολόγου τούτου, ότι ανίσως έπρεπε να γένη ένας στύλος έμψυχος και ζωντανός, συνθεμένος από όλας τας αρετάς, τούτο ήτον ο Μέγας ούτος Γρηγόριος. Υπερνικήσας γαρ με την λαμπρότητα της ζωής του τους ευδοκιμούντας κατά την πράξιν, εις τόσην ακρότητα της θεωρίας ανέβη, ώστε οπού όλοι ενικώντο από την σοφίαν οπού είχε, τόσον εις τους λόγους, όσον και εις τα δόγματα. Όθεν απόκτησε κατ’ εξαίρετον τρόπον, και το να επονομάζεται Θεολόγος. Εποίμανε δε και την εν Κωνσταντινουπόλει Εκκλησίαν δώδεκα χρόνους, ζήσας επί γης χρόνους όλους ογδοήκοντα. (Όρα περί τούτων και εις τον Νέον Παράδεισον, και εις την Σάλπιγγα, και εις τον Χρύσανθον (3).)
(1) Κατά δε τον Θεολόγον Γρηγόριον, οκτώ χρόνους, και ουχί πέντε, εποίμανε την Εκκλησίαν. «Οκταετή λαοίο θεόφρονος ηνία τείνας». Ώστε άπαντα τα έτη της ζωής του θείου Βασιλείου είναι 49 και ουχί 40 ή 45. Και αφίνω να λέγω, ότι κατά μεν τον νεώτερον Γαρνέρον, έζησεν έτη 60, κατά δε τον Οουδίνον, έτη 50.
(2) Δια το σημάδι τούτο οπού είχεν ο Θεολόγος εις το ένα άκρον του οφθαλμού του, είπομεν εις το ξεχωριστόν Συναξάριον αυτού κατά την εικοστήν πέμπτην του παρόντος Ιαννουαρίου, και όρα εκεί, ίνα μη τα αυτά αναφέροντες και εδώ, περιττολογώμεν.
(3) Σημείωσαι, ότι εις τους τρεις τούτους Ιεράρχας εγκώμια δύω γλαφυρά συνέταξεν ο θείος Ιωάννης ο Ευχαΐτων, ο και την Ακολουθίαν αυτών άριστα συγγράψας, ων του μεν ενός η αρχή έστιν αύτη· «Τρεις με προς τριώνυμον παροτρύνουσι κίνησιν», του δε ετέρου, αύτη· «Πάλιν Ιωάννης ο την γλώτταν χρυσούς». Ομοίως και Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ου η αρχή· «Έδει μεν έδει ω Ιωάννη». (Σώζονται και τα τρία εν τη Μεγίστη Λαύρα, και εν τω Κοινοβίω του Διονυσίου. Εν τη Ιερά Μονή δε του Βατοπαιδίου, τα δύω του Ευχαΐτων, ομοίως και εν τη των Ιβήρων.)
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Ιππολύτου Πάπα Ρώμης, και των συν αυτώ.
Τόλμη θάλασσαν Ιππόλυτος εισδύνει,
Οία κροαίνων ίππος εν λείω πέδω.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Κενσουρίνος ξίφει τελειούται.
Τείνων τράχηλον τω ξίφει Κενσουρίνος,
Ην οίον ξυρώ τοις συνάθλοις ακόνη.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Σαβαΐνος λαμπάσι πυρός τελειούται.
Σπλάγχνα φλέγουσι Σαβαΐνου λαμπάσι,
Τα παμπόνηρα τέκνα της ασπλαγχνίας.
*
Η Αγία Μάρτυς Χρυσή, εις βυθόν βληθείσα, τελειούται.
Χρυσή βυθώ βληθείσα παστώ του πόλου,
Νύμφη πρόσεισι προσφάτως λελουμένη.
Ούτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Κλαυδίου, ηγεμόνος δε Βικαρίου του και Ουλπίου Ρωμύλου καλουμένου, εν έτει σξθ’ [269]. Από τούτους δε, ο Άγιος Κενσουρίνος ήτον πρώτος της Συγκλήτου βουλής, μάγιστρος κατά το αξίωμα. Ούτος λοιπόν διαβαλθείς ως Χριστιανός και ερωτηθείς, ωμολόγησε παρρησία τον Χριστόν. Όθεν βάλλεται εις την φυλακήν. Επειδή δε έγιναν πολλά θαύματα από αυτόν, και νεκρός ανέστη, δια τούτο όλοι οι παρευρεθέντες στρατιώται επίστευσαν εις τον Χριστόν. Όθεν και όλοι απεκεφαλίσθησαν, τον αριθμόν όντες είκοσιν. Η δε μακαρία Χρυσή, διέλαμπε και κατά το γένος, και κατά την ευσέβειαν. Χριστιανή γαρ ήτον. Όθεν κρεμάται από τόπον υψηλόν, και με τα βούνευρα ξεσχίζεται εις τας πλευράς. Έπειτα εξαπλωθείσα κατά γης ανάσκελα, δέρνεται με χονδρά ραβδία, και κατακαίεται εις τα πλευρά με λαμπάδας αναμμένας, και έτζι ρίπτεται εις την φυλακήν. Ύστερον ευγάνουσιν αυτήν από την φυλακήν, και τζακίζουν με πέτρας τα σιαγόνιά της, και με μπάλλας μολυβένας συντρίβουν την ράχιν της. Μετά ταύτα κρεμώσιν από τον τράχηλόν της μίαν πέτραν, και ρίπτουσιν αυτήν εις τον βυθόν της θαλάσσης, και ούτως απέλαβεν η μακαρία του μαρτυρίου τον στέφανον.
Ο δε Άγιος Σαβαΐνος, και αυτός ομολογήσας τον Χριστόν, δέρνεται εις τον λαιμόν με μπάλλας βαρείας, έπειτα κρεμάται από ξύλον και δέρνεται με βούνευρα, και με αναμμένας λαμπάδας καίεται εις τα σπλάγχνα. Μέσα δε εις αυτά τα βάσανα ευρισκόμενος, και ευχαριστών τω Κυρίω, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας αυτού. Ταύτα δε τα μαρτύρια μαθών ο Άγιος Ιππόλυτος ο Πάπας Ρώμης, εκινήθη από ζήλον θείον, και επήγε και ήλεγξε τον ηγεμόνα. Ο δε ηγεμών θυμωθείς, επρόσταξε και έδωκαν ραπίσματα εις το πρόσωπον του Αγίου. Και άλλα δε πολλά βάσανα εδοκίμασεν ο μακάριος, ομού με τους ακολουθούντας αυτώ Πρεσβυτέρους και Διακόνους. Τελευταίον, έδεσαν αυτών τας χείρας και τους πόδας, και έρριψαν αυτούς εις τον βυθόν της θαλάσσης, και ούτως έλαβον οι αοίδιμοι τους αμαραντίνους στεφάνους του μαρτυρίου.
*
Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Θεοφίλου του Νέου.
Ο Θεόφιλος την φίλην τμάται κάραν,
Θεούς φιλήσαι μη θελήσας βαρβάρων.
Ούτος γέγονεν επί Κωνσταντίνου και Ειρήνης των Ορθοδόξων βασιλέων εν έτει ψπε’ [785], γεννηθείς και ανατραφείς μέσα εις την Κωνσταντινούπολιν. Προχειρισθείς δε στρατηγός εις τον τόπον των καλουμένων Κιβυρραιωτών, επήγε μαζί με την αρμάδαν των Ρωμαίων, ήτις ευγήκεν εναντίον της αρμάδας των τότε Σαρακηνών, ταυτόν ειπείν των Αγαρηνών. Είχε δε μαζί του και δύω άλλους στρατηγούς εις βοήθειάν του, οι οποίοι τον εφθόνουν. Όταν λοιπόν ήλθον οι Σαρακηνοί κοντά, τότε αυτός ευγήκε με την αρμάδαν εις το να τους πολεμήση, ομού και οι δύω στρατηγοί. Και πρώτος ορμήσας εμβήκεν εις το μέσον της αρμάδας των Σαρακηνών, και με μηχανάς και τέχνας κατέβαλεν αυτούς, και έκαμεν ανδραγαθίαν. Οι δε φθονούντες αυτόν δύω στρατηγοί, τον αφήκαν και έφυγον.
Όθεν επειδή τα καΐκια των Σαρακηνών ήτον περισσότερα από τα εδικά του, δια τούτο επερικύκλωσαν αυτόν, και τον επίασαν ζωντανόν. Έπειτα φέροντες αυτόν εις τον τόπον τους, τον έβαλαν εις φυλακήν, και εκεί έμεινε τέσσαρας χρόνους. Ύστερον δε εύγαλαν αυτόν από την φυλακήν. Εις καιρόν δε οπού οι Σαρακηνοί έκαμναν θυσίας, επαρακίνουν και τον Άγιον να θυσιάση και να αρνηθή τον Χριστόν, πότε με κολακείας, και πότε με φοβερισμούς. Επειδή δε ο του Χριστού Μάρτυς δεν επείσθη, ούτε εις τας κολακείας, ούτε εις τους φοβερισμούς των, δια τούτο απεκεφαλίσθη, και έλαβεν ο μακάριος τον του μαρτυρίου αμάραντον στέφανον.
*
Ο Άγιος Νεομάρτυς Θεόδωρος ο Μιτυληναίος, και εν Μιτυλήνη μαρτυρήσας εν έτει ͵αψπδ’ [1784], αγχόνη τελειούται.
Ο Θεόδωρος μαρτυρήσας προφρόνως,
Και προφρόνως δέδεκται άφθαρτον στέφος (4).
(4) Όρα το Μαρτύριον αυτού εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Λ΄, μνήμη τῶν ἐν Ἁγίοις Πατέρων ἡμῶν καὶ οἰκουμενικῶν Διδασκάλων, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, καὶ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.
Ὁμοῦ δίκαιον τρεῖς σέβειν ἑωσφόρους,
Φῶς τρισσολαμπὲς πηγάσαντας ἐν βίῳ.
Κοινὸν τὸν ὕμνον προσφέρειν πᾶντας θέμις,
Τοῖς ἐκχέασι πᾶσι κοινὴν τὴν χάριν.
Ἔαρ χελιδὼν οὐ καθίστησι μία,
Αἱ τρεῖς ἀηδόνες δέ, τῶν ψυχῶν ἔαρ.
Τὴν μὲν νοητὴν ἡ Τριὰς λάμπει κτίσιν,
Τριάς γε μὴν αὕτη δέ, τὴν ὁρωμένην.
Ἀπώλεσαν μὲν οἱ πάλαι Θεοῦ σέβας,
Ἐξ ἡλίου τε καὶ σελήνης ἀφρόνως.
Κάλλος γὰρ αὐτῶν θαυμάσαντες καὶ τάχος,
Ὥσπερ θεοῖς προσῆγον οὐκ ὀρθῶς σέβας.
Ἐκ τῶν τριῶν τούτων δὲ φωστήρων πάλιν,
Ἡμεῖς ἀνηνέχθημεν εἰς Θεοῦ σέβας.
Κάλλει βίου γὰρ τῇ τε πειθοῖ τῶν λόγων,
Πείθουσι πᾶντας τὸν μόνον Κτίστην σέβειν.
Κτίσιν συνιστᾷ τήν δε τὴν ὁρωμένην,
Τὸ πῦρ, ἀήρ, ὕδωρ τε καὶ γῆς ἡ φύσις.
Οἱ δ’ αὖ συνιστῶντές τε κόσμον τὸν μέγαν,
Τὴν πρὸς Θεόν τε πίστιν, ὡς ἄλλην κτίσιν,
Στοιχειακῆς φέρουσι Τριάδος τύπον.
Μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδενὸς τῶν γηΐνων,
Καὶ γήϊνον νοῦν ἔσχον οὐδὲν ἐν λόγοις.
Ὁ γρήγορος γὰρ πῦρ πνέει νοῦς τὸν λόγον,
Πρὸς ὕψος αὖ πείθοντα πᾶντας ἐκτρέχειν.
Τοῖς λειποθυμήσασι δ’ ἐκ παθῶν πάλιν,
Ἀναπνοή τις οἱ Βασιλείου λόγοι.
Μιμούμενος δὲ τὴν ῥοὴν τῶν ὑδάτων,
Ὁ καρδίαν τε καὶ στόμα χρυσοῦς μόνος,
Τοὺς ἐκτακέντας ἐκ παθῶν ἀναψύχει.
Οὕτω πρὸς ὕψος τὴν βροτῶν πᾶσαν φύσιν,
Ἐκ τῆς χθονὸς φέρουσι τοῖς τούτων λόγοις.
Λάμψεν ἐνὶ τριακοστῇ χρυσοτρισήλιος αἴγλη.
Ἡ αἰτία διὰ τὴν ὁποίαν ἔγινεν ἡ ἑορτὴ αὕτη τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ἐστάθη ἔτζι. Εἰς τὸν καιρὸν τῆς βασιλείας Ἀλεξίου τοῦ Κομνηνοῦ, ὅστις ἔγινε βασιλεὺς μετὰ τὸν Βοτανειάτην περὶ τοὺς ͵αρ΄ [1100] χρόνους ἀπὸ Χριστοῦ, εἰς τὸν καιρόν, λέγω, τούτου, ἔγινεν ἐν Κωνσταντινουπόλει διαφορὰ καὶ φιλονεικία ἀναμεταξὺ εἰς τοὺς ἐλλογίμους καὶ ἐναρέτους ἄνδρας. Ἄλλοι μὲν γὰρ ἀπὸ αὐτούς, ἔλεγον ἀνώτερον τὸν Μέγαν Βασίλειον, ἐπειδὴ μὲ τοὺς λόγους του μέν, ἐρεύνησε τὴν φύσιν τῶν ὄντων, μὲ τὰς ἀρετάς του δέ, ὡμοίαζε καὶ ἐσυνερίζετο μὲ τοὺς Ἀγγέλους. Καθότι δὲν ἐσυγχωροῦσε προχείρως τοὺς ἁμαρτάνοντας, ἀλλὰ ἦτον σοβαρὸς κατὰ τὸ ἦθος, καὶ δὲν εἶχεν εἰς τὸν ἑαυτόν του κᾀνένα γήϊνον. Κατώτερον δὲ τοῦ Βασιλείου, ἔλεγον τὸν θεῖον Χρυσόστομον. Ἐπειδὴ ἐκεῖνος τρόπον τινα εἶχε τρόπον ἐναντίον εἰς τὸν τοῦ Βασιλείου, καὶ εὐκόλως ἐσυγχώρει τοὺς ἁμαρτάνοντας, καὶ τὸ ἦθος του ἦτον ἑλκυστικὸν εἰς μετάνοιαν.
Ἄλλοι δὲ πάλιν ἐκ τοῦ ἐναντίου, ὕψοναν τὸν θεῖον Χρυσόστομον καὶ ἔλεγον αὐτὸν τοῦ Βασιλείου καὶ Γρηγορίου ἀνώτερον, καθότι μεταχειρίζεται διδασκαλίας συγκαταβατικωτέρας, καὶ ὁδηγεῖ ὅλους μὲ τὸ σαφὲς καὶ εὔκολον τῆς φράσεώς του, καὶ τραβίζει τοὺς ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν. Καὶ καθότι ὑπερβαίνει τοὺς ἀνωτέρω δύω Πατέρας μὲ τὸ πολὺ πλῆθος τῶν μελιρρύτων του συγγραμμάτων, καὶ μὲ τὸ ὕψος καὶ πλάτος τῶν νοημάτων. Ἄλλοι δὲ προσπάθειαν ἔχοντες εἰς τὰ τοῦ Θεολόγου Γρηγορίου συγγράμματα, ἔλεγον αὐτὸν ἀνώτερον Βασιλείου καὶ Χρυσοστόμου, καθότι αὐτὸς μὲ τὸ κομψὸν καὶ πεποικιλμένον τῆς φράσεώς του, καὶ μὲ τὸ ὑψηλὸν καὶ δυσνόητον τῶν λόγων του, καὶ μὲ τὸ ἀνθηρὸν τῶν λέξεων, ὑπερέβηκεν ὅλους τοὺς σοφούς, τόσον τοὺς παλαιοὺς καὶ περιβοήτους εἰς τὴν ἐξωτερικὴν καὶ ἑλληνικὴν σοφίαν, ὅσον καὶ τοὺς νεωτέρους καὶ καθ’ ἡμᾶς ἐκκλησιαστικούς. Ὅθεν ἐκ τῆς τοιαύτης διαφορᾶς καὶ φιλονεικίας, ἐσχίσθησαν εἰς τρία μέρη τὰ πλήθη τῶν Χριστιανῶν, καὶ ἄλλοι μέν, ἐλέγοντο Ἰωαννῖται, ἄλλοι δὲ Βασιλεῖται, καὶ ἄλλοι Γρηγορῖται.
Ἐπειδὴ λοιπὸν ἔτζι ἦτον σχισμένοι οἱ Χριστιανοί, καὶ ἔτζι ἐδιαφέροντο οἱ ἐλλόγιμοι ἄνδρες, διὰ τοῦτο ἐφάνηκαν κατὰ τὸ ὄνειρον οἱ τρεῖς οὗτοι Ἱεράρχαι καὶ Διδάσκαλοι, πρῶτον μέν, ὁ καθ’ ἕνας χωριστὰ χωριστά, ἔπειτα δέ, καὶ οἱ τρεῖς ἑνωμένοι ὁμοῦ, εἰς τὸν τότε Ἰωάννην τὸν Ἐπίσκοπον τῆς πόλεως Εὐχαΐτων, (ἥτις καὶ Εὐτικατία λέγεται καὶ κοινῶς Ἐφλεέμ, ἐν τῇ Γαλατίᾳ εὑρισκομένη, καὶ ὑποκειμένη ὑπὸ τὸν Μητροπολίτην Γαγγρῶν). Ἦτον δὲ ὁ Ἰωάννης οὗτος ἄνδρας ἐλλόγιμος, καὶ ἔμπειρος τῆς ἑλληνικῆς παιδείας, καθὼς μαρτυροῦσι τὰ παρ’ αὐτοῦ πονηθέντα συγγράμματα, καὶ πρὸς τούτοις ἦτον καὶ ἄνδρας, ὁποῦ εἶχε φθάσῃ εἰς τὸ ἄκρον τῆς ἀρετῆς. Εἰς τοῦτον, λέγω, φανέντες, μὲ ἕνα στόμα τοῦ λέγουσι καὶ οἱ τρεῖς. Ἡμεῖς ἕνα εἴμεθα κοντὰ εἰς τὸν Θεόν, καθὼς βλέπεις, καὶ κᾀμμίαν ἐναντιότητα οὐδὲ μάχην ἔχομεν, ἀλλὰ κατὰ τοὺς διαφόρους καιροὺς ὁποῦ ἐτύχομεν, ἔτζι ὁ καθ’ ἕνας ἀπὸ ἡμᾶς ὑπὸ τοῦ θείου κινούμενος Πνεύματος, διαφόρους καὶ τὰς διδασκαλίας συνέγραψε. Καὶ ἐκεῖνα ὁποῦ ἐδιδάχθημεν ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ταῦτα καὶ ἐξεδώκαμεν διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων. Καὶ πρῶτος ἀνάμεσα εἰς ἡμᾶς δὲν εἶναι, οὔτε δεύτερος, ἀλλὰ ἐὰν τὸν ἕνα εἰπῇς, εὐθὺς καὶ οἱ ἄλλοι δύω ἀκολουθοῦν.
Διὰ τοῦτο πρόσταξον τοὺς φιλονεικοῦντας, νὰ μὴ χωρίζωνται ἐξ αἰτίας ἐδικῆς μας. Εἰς ἡμᾶς γὰρ ἦτον καὶ εἶναι σπουδὴ καὶ προθυμία, τόσον ὅταν εἴμεθα ζωντανοί, ὅσον καὶ τώρα ὁποῦ μετέστημεν, τὸ νὰ εἰρηνεύωμεν καὶ νὰ φέρωμεν τὸν κόσμον εἰς γνῶσιν καὶ ὁμόνοιαν, καὶ ὄχι νὰ τὸν χωρίζωμεν. Ἀλλὰ καὶ εἰς ἡμέραν μίαν ἕνωσον καὶ τοὺς τρεῖς ἡμᾶς, καὶ σύνθεσον τὰ τῆς ἑορτῆς μας τροπάρια καὶ ᾄσματα, καθὼς εἶναι πρέπον εἰς τὴν ἐδικήν σου σύνεσιν, καὶ ἀκολούθως παράδοσαι εἰς τοὺς Χριστιανούς, ὅτι ἕνα εἴμεθα κοντὰ εἰς τὸν Θεόν. Βέβαια δὲ καὶ ἡμεῖς θέλομεν συμβοηθήσομεν εἰς τὴν σωτηρίαν ἐκείνων, ὁποῦ ἐκτελοῦσι τὴν κοινὴν μνήμην μας. Ἐπειδὴ καὶ ἡμεῖς φαινόμεθα, ὅτι ἔχομεν κᾄποιαν παρρησίαν καὶ δύναμιν κοντὰ εἰς τὸν Θεόν. Ταῦτα εἰπόντες οἱ Ἅγιοι, ἐφάνηκαν ὅτι ἀνέβηκαν πάλιν εἰς τοὺς οὐρανούς, καταλαμπόμενοι ἀπὸ φῶς ἄπειρον, καὶ ἕνας τὸν ἄλλον καλοῦντες κατ’ ὄνομα.
Ἀφ’ οὗ λοιπὸν ἐσηκώθη ἀπὸ τὸν ὕπνον ὁ ἱερὸς Ἰωάννης, ἔκαμε καθὼς τὸν ἐδιώρισαν οἱ θεῖοι Ἱεράρχαι. Καὶ τὸ μὲν πλῆθος τοῦ λαοῦ κατεσίγασε, τοὺς δὲ φιλονεικοῦντας εἰρήνευσεν (ἦτον γὰρ περιβόητος κατὰ τὴν ἀρετὴν ὁ ἀνήρ, ὅθεν καὶ ὁ λόγος του εἶχε δύναμιν καὶ πειθώ). Καὶ τὴν ἑορτὴν ταύτην παρέδωκε νὰ ἑορτάζεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ. Καὶ βλέπε, ὦ ἀναγνῶστα, τὴν σύνεσιν καὶ διάκρισιν τοῦ θείου τούτου ἀνδρός. Ἐπειδὴ γὰρ εὑρῆκε τὸν Ἰαννουάριον τοῦτον μῆνα, ὁποῦ εἶχε καὶ τοὺς τρεῖς τούτους Ἱεράρχας ἑορταζομένους, τὸν μὲν Μέγαν Βασίλειον, κατὰ τὴν πρώτην, τὸν δὲ Θεολόγον Γρηγόριον, κατὰ τὴν εἰκοστὴν πέμπτην, καὶ τὸν θεῖον Χρυσόστομον, κατὰ τὴν εἰκοστὴν ἑβδόμην: τούτου χάριν πάλιν ἥνωσεν αὐτούς, κατὰ τὴν τριακοστὴν ταύτην τοῦ αὐτοῦ μηνός. Καὶ τόσον ἐστόλισε τὴν Ἀκολουθίαν τούτων, μὲ κανόνας, καὶ τροπάρια, καὶ μὲ λόγον ἐγκωμιαστικόν, καθὼς ἔπρεπεν εἰς τοιούτους μεγάλους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ὁ χαριτώνυμος οὗτος Ἰωάννης, ὥστε ὁποῦ φαίνονται ὅτι κατὰ νεῦσιν καὶ φωτισμόν, ὡς νομίζω, τῶν τριῶν Ἁγίων Ἱεραρχῶν συνετέθησαν τὰ ᾄσματα τῆς Ἀκολουθίας ταύτης. Τελείως γὰρ δὲν ἔχουσι κᾀμμίαν ἔλλειψιν ἀπὸ τὰ ἐπιχειρήματα ἐκεῖνα ὁποῦ ἀποβλέπουν εἰς ἔπαινον τῶν Ἁγίων. Ὅθεν τὰ τροπάρια αὐτὰ εἶναι ἀνώτερα ἀπὸ ὅσα ἄλλα τροπάρια ἔγιναν ἕως τοῦ νῦν, καὶ ἀπὸ ὅσα εἰς τὸ μέλλον ἔχουν νὰ γένωσιν.
Ἦτον δὲ κατὰ τὴν θέσιν τοῦ σώματος καὶ τὸν χαρακτῆρα τοῦ προσώπου τοιοῦτοι, οἱ τρεῖς Ἱεράρχαι, ἀγκαλὰ καὶ εἴπομεν περὶ τούτου, καὶ εἰς τὴν ξεχωριστὴν ἑορτὴν τοῦ κάθε ἑνός. Ὁ μὲν θεῖος Χρυσόστομος, ἦτον μικρὸς κατὰ τὸ ἀνάστημα τοῦ σώματος, εἶχε μεγάλην κεφαλήν, ἦτον ξηρὸς καὶ πολλὰ λεπτόσαρκος, ἦτον μακρομύτης, καὶ πλατέα ἔχων τὰ ῥωθώνια, ἦτον κίτρινος ὁμοῦ καὶ ἄσπρος, εἶχε βαθουλωτοὺς τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ μεγάλους τοὺς βολβούς. Ὅθεν ἐκ τούτων ἠκολούθει νὰ λάμπῃ μὲ χαριέστερα ὄμματα, ἀγκαλὰ καὶ κατὰ τὰ ἄλλα μέλη τοῦ σώματος, ἔδειχνε πῶς ἦτον λυπηρός. Εἶχε μεγάλον τὸ μέτωπον καὶ χωρὶς τρίχας, χαραγμένον μὲ πολλὰς χαραγάς. Εἶχεν αὐτία μεγάλα, καὶ τὸ γένειον μικρὸν καὶ ὡραιότατον, ἀνθισμένον μὲ ὀλίγας ἄσπρας τρίχας. Ἀπὸ δὲ τὴν νηστείαν εἶχε τὰ σιαγόνια εἰς τὸ ἄκρον βαθουλωμένα.
Τόσον δὲ εἶναι ἀναγκαῖον νὰ εἰποῦμεν διὰ τοῦτον τὸν Ἅγιον, ὅτι μὲ τοὺς λόγους, καὶ τὴν ῥητορικήν του εὐφράδειαν, ὑπερέβαλεν ὅλους τοὺς σοφοὺς καὶ ῥήτορας τῶν Ἑλλήνων. Μάλιστα δὲ καὶ ἐξαιρέτως, μὲ τὸ πλάτος τῶν νοημάτων, καὶ μὲ τὸ σαφὲς καὶ ἀνθηρὸν τῆς φράσεως. Τόσον δὲ πολλὰ ἐσαφήνισε καὶ ἐξήγησε τὴν θείαν Γραφήν, ὡς οὐδεὶς ἄλλος, καὶ μὲ τὰς τοιαύτας διδασκαλίας του, τόσον πολλὰ ἐβοήθησε καὶ αὔξησε τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ὥστε ὁποῦ, ἂν ὁ Ἅγιος οὗτος δὲν ἐχρημάτιζεν, (ἀγκαλὰ καὶ εἶναι τολμηρὸν νὰ τὸ εἰπῇ τινας) ἔπρεπε πάλιν νὰ γένῃ μία δευτέρα παρουσία τοῦ Χριστοῦ εἰς τὴν γῆν. Τόσον δὲ μέγας ἔγινεν ὁ χρυσορρήμων οὗτος κατὰ τὴν πρακτικὴν καὶ θεωρητικὴν φιλοσοφίαν, εἰς τρόπον ὅτι, ὅλους ὁμοῦ ὑπερέβαλε τοὺς ἐναρέτους, πηγὴ χρηματίσας τῆς ἀγάπης καὶ ἐλεημοσύνης. Καὶ ὅλος ὢν αὐτόχρημα φιλαδελφία τε καὶ διδασκαλία. Οὗτος λοιπὸν ζήσας χρόνους ἑξηντατρεῖς, καὶ ποιμάνας τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, πρὸς αὐτὸν ἐξεδήμησεν.
Ὁ δὲ Μέγας Βασίλειος ἦτον κατὰ τὴν θέσιν καὶ τὸ ἀνάστημα τοῦ σώματος, πολλὰ μακρύς. Ἦτον ξηρὸς καὶ ὀλιγόσαρκος, μαῦρος ὁμοῦ καὶ κίτρινος κατὰ τὸ χρῶμα, ἦτον μακρομύτης, εἶχε τὰ ὀφρύδια στρογγυλά. Τὸ δὲ δέρμα τὸ ἐπάνω τῶν ὀφρυδίων, τὸ εἶχε συμμαζωμένον, ἐφαίνετο ὅμοιος μὲ ἕνα ὁποῦ συλλογίζεται καὶ προσέχει εἰς τὸν ἑαυτόν του. Εἶχε τὸ πρόσωπον ζαρωμένον μὲ ὀλίγας χαραγάς, εἶχε τὰ μάγουλα μακρὰ καὶ τοὺς μήνιγγας δασεῖς ἀπὸ τρίχας συνεστραμμένας καὶ κυκλοειδεῖς. Ἐφαίνετο εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, πῶς εἶχεν ὀλίγον κουρευμένας τὰς τρίχας. Τὸ γένειον εἶχε μακρὸν ἀρκετά, καὶ τὰς τρίχας εἶχε μεμιγμένας, ἤτοι μαύρας ὁμοῦ μὲ ἄσπρας. Οὗτος ὁ Ἅγιος ὑπερέβαλε κατὰ τὴν παιδείαν τῶν λόγων, ὄχι μόνον τοὺς σοφοὺς καὶ ἐλλογίμους ὁποῦ ἦτον εἰς τὸν καιρόν του, ἀλλὰ καὶ αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς παλαιούς. Φθάσας γὰρ εἰς κάθε εἶδος παιδείας, εἰς κάθε μίαν ἀπὸ αὐτὰς τὸ κράτος καὶ τὴν νίκην ἀπόκτησεν. Οὐ μόνον δὲ ταῦτα, ἀλλὰ καὶ τὴν διὰ πράξεως ἤσκησε φιλοσοφίαν, καὶ διὰ τῆς πράξεως, ἀνέβη εἰς τὴν θεωρίαν τῶν ὄντων. Ἐκ τούτων δέ, ἀνέβη καὶ εἰς τὸν θρόνον τῆς ἀρχιερωσύνης, γενόμενος δὲ χρόνων τεσσαράκοντα, καὶ εἰς πέντε χρόνους ποιμάνας τὴν Ἐκκλησίαν (1), πρὸς Κύριον ἐξεδήμησεν.
Ὁ δὲ Θεολόγος Γρηγόριος ἦτον, μέτριος μὲν κατὰ τὴν θέσιν, καὶ τὸ ἀνάστημα τοῦ σώματος, ὀλίγον δὲ κίτρινος, ὁμοῦ καὶ χαρίεις. Εἶχε κολοβὴν καὶ πλατεῖαν τὴν μύτην, εἶχε τὰ ὀφρύδια ἶσα, ἔβλεπεν ἥμερα καὶ καταδεκτικά, εἶχε τὸ δεξιὸν ὀμμάτι ξηρότερον ἀπὸ τὸ ἀριστερόν, καὶ ἐφαίνετο ἕνα σημάδι πληγῆς εἰς τὸ ἕνα ἄκρον τοῦ ὀφθαλμοῦ του (2). Εἶχε τὸ γένειον, δασὺ μὲν ἀρκετά, ὄχι δὲ καὶ μακρόν. Ἦτον φαλακρὸς καὶ ἄσπρος εἰς τὴν κεφαλήν, ἔδειχνεν ὅτι τὰ ἄκρα τοῦ γενείου του ἦτον ὡσὰν καπνισμένα. Εἶναι δὲ ἄξιον νὰ εἰποῦμεν περὶ τοῦ Θεολόγου τοῦτου, ὅτι ἀνίσως ἔπρεπε νὰ γένῃ ἕνας στύλος ἔμψυχος καὶ ζωντανός, συνθεμένος ἀπὸ ὅλας τὰς ἀρετάς, τοῦτο ἦτον ὁ Μέγας οὗτος Γρηγόριος. Ὑπερνικήσας γὰρ μὲ τὴν λαμπρότητα τῆς ζωῆς του τοὺς εὐδοκιμοῦντας κατὰ τὴν πρᾶξιν, εἰς τόσην ἀκρότητα τῆς θεωρίας ἀνέβη, ὥστε ὁποῦ ὅλοι ἐνικῶντο ἀπὸ τὴν σοφίαν ὁποῦ εἶχε, τόσον εἰς τοὺς λόγους, ὅσον καὶ εἰς τὰ δόγματα. Ὅθεν ἀπόκτησε κατ’ ἐξαίρετον τρόπον, καὶ τὸ νὰ ἐπονομάζεται Θεολόγος. Ἐποίμανε δὲ καὶ τὴν ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἐκκλησίαν δώδεκα χρόνους, ζήσας ἐπὶ γῆς χρόνους ὅλους ὀγδοήκοντα. (Ὅρα περὶ τούτων καὶ εἰς τὸν Νέον Παράδεισον, καὶ εἰς τὴν Σάλπιγγα, καὶ εἰς τὸν Χρύσανθον (3).)
(1) Κατὰ δὲ τὸν Θεολόγον Γρηγόριον, ὀκτὼ χρόνους, καὶ οὐχὶ πέντε, ἐποίμανε τὴν Ἐκκλησίαν. «Ὀκταετῆ λαοῖο θεόφρονος ἡνία τείνας». Ὥστε ἅπαντα τὰ ἔτη τῆς ζωῆς τοῦ θείου Βασιλείου εἶναι 49 καὶ οὐχὶ 40 ἢ 45. Καὶ ἀφίνω νὰ λέγω, ὅτι κατὰ μὲν τὸν νεώτερον Γαρνέρον, ἔζησεν ἔτη 60, κατὰ δὲ τὸν Ὀουδῖνον, ἔτη 50.
(2) Διὰ τὸ σημάδι τοῦτο ὁποῦ εἶχεν ὁ Θεολόγος εἰς τὸ ἕνα ἄκρον τοῦ ὀφθαλμοῦ του, εἴπομεν εἰς τὸ ξεχωριστὸν Συναξάριον αὐτοῦ κατὰ τὴν εἰκοστὴν πέμπτην τοῦ παρόντος Ἰαννουαρίου, καὶ ὅρα ἐκεῖ, ἵνα μὴ τὰ αὐτὰ ἀναφέροντες καὶ ἐδῶ, περιττολογῶμεν.
(3) Σημείωσαι, ὅτι εἰς τοὺς τρεῖς τούτους Ἱεράρχας ἐγκώμια δύω γλαφυρὰ συνέταξεν ὁ θεῖος Ἰωάννης ὁ Εὐχαΐτων, ὁ καὶ τὴν Ἀκολουθίαν αὐτῶν ἄριστα συγγράψας, ὧν τοῦ μὲν ἑνὸς ἡ ἀρχὴ ἔστιν αὕτη· «Τρεῖς με πρὸς τριώνυμον παροτρύνουσι κίνησιν», τοῦ δὲ ἑτέρου, αὕτη· «Πάλιν Ἰωάννης ὁ τὴν γλῶτταν χρυσοῦς». Ὁμοίως καὶ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἔδει μὲν ἔδει ὦ Ἰωάννη». (Σῴζονται καὶ τὰ τρία ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, καὶ ἐν τῷ Κοινοβίῳ τοῦ Διονυσίου. Ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ δὲ τοῦ Βατοπαιδίου, τὰ δύω τοῦ Εὐχαΐτων, ὁμοίως καὶ ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων.)
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Ἱππολύτου Πάπα Ῥώμης, καὶ τῶν σὺν αὐτῷ.
Τόλμῃ θάλασσαν Ἱππόλυτος εἰσδύνει,
Οἷα κροαίνων ἵππος ἐν λείῳ πέδῳ.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Κενσουρῖνος ξίφει τελειοῦται.
Τείνων τράχηλον τῷ ξίφει Κενσουρῖνος,
Ἦν οἷον ξυρῷ τοῖς συνάθλοις ἀκόνη.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σαβαΐνος λαμπᾶσι πυρὸς τελειοῦται.
Σπλάγχνα φλέγουσι Σαβαΐνου λαμπᾶσι,
Τὰ παμπόνηρα τέκνα τῆς ἀσπλαγχνίας.
*
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Χρυσῆ, εἰς βυθὸν βληθεῖσα, τελειοῦται.
Χρυσῆ βυθῷ βληθεῖσα παστῷ τοῦ πόλου,
Νύμφη πρόσεισι προσφάτως λελουμένη.
Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Κλαυδίου, ἡγεμόνος δὲ Βικαρίου τοῦ καὶ Οὐλπίου Ῥωμύλου καλουμένου, ἐν ἔτει σξθ΄ [269]. Ἀπὸ τούτους δέ, ὁ Ἅγιος Κενσουρῖνος ἦτον πρῶτος τῆς Συγκλήτου βουλῆς, μάγιστρος κατὰ τὸ ἀξίωμα. Οὗτος λοιπὸν διαβαλθεὶς ὡς Χριστιανὸς καὶ ἐρωτηθείς, ὡμολόγησε παρρησίᾳ τὸν Χριστόν. Ὅθεν βάλλεται εἰς τὴν φυλακήν. Ἐπειδὴ δὲ ἔγιναν πολλὰ θαύματα ἀπὸ αὐτόν, καὶ νεκρὸς ἀνέστη, διὰ τοῦτο ὅλοι οἱ παρευρεθέντες στρατιῶται ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστόν. Ὅθεν καὶ ὅλοι ἀπεκεφαλίσθησαν, τὸν ἀριθμὸν ὄντες εἴκοσιν. Ἡ δὲ μακαρία Χρυσῆ, διέλαμπε καὶ κατὰ τὸ γένος, καὶ κατὰ τὴν εὐσέβειαν. Χριστιανὴ γὰρ ἦτον. Ὅθεν κρεμᾶται ἀπὸ τόπον ὑψηλόν, καὶ μὲ τὰ βούνευρα ξεσχίζεται εἰς τὰς πλευράς. Ἔπειτα ἐξαπλωθεῖσα κατὰ γῆς ἀνάσκελα, δέρνεται μὲ χονδρὰ ῥαβδία, καὶ κατακαίεται εἰς τὰ πλευρὰ μὲ λαμπάδας ἀναμμένας, καὶ ἔτζι ῥίπτεται εἰς τὴν φυλακήν. Ὕστερον εὐγάνουσιν αὐτὴν ἀπὸ τὴν φυλακήν, καὶ τζακίζουν μὲ πέτρας τὰ σιαγόνιά της, καὶ μὲ μπάλλας μολυβένας συντρίβουν τὴν ῥάχιν της. Μετὰ ταῦτα κρεμῶσιν ἀπὸ τὸν τράχηλόν της μίαν πέτραν, καὶ ῥίπτουσιν αὐτὴν εἰς τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης, καὶ οὕτως ἀπέλαβεν ἡ μακαρία τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον.
Ὁ δὲ Ἅγιος Σαβαΐνος, καὶ αὐτὸς ὁμολογήσας τὸν Χριστόν, δέρνεται εἰς τὸν λαιμὸν μὲ μπάλλας βαρείας, ἔπειτα κρεμᾶται ἀπὸ ξύλον καὶ δέρνεται μὲ βούνευρα, καὶ μὲ ἀναμμένας λαμπάδας καίεται εἰς τὰ σπλάγχνα. Μέσα δὲ εἰς αὐτὰ τὰ βάσανα εὑρισκόμενος, καὶ εὐχαριστῶν τῷ Κυρίῳ, παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας αὐτοῦ. Ταῦτα δὲ τὰ μαρτύρια μαθὼν ὁ Ἅγιος Ἱππόλυτος ὁ Πάπας Ῥώμης, ἐκινήθη ἀπὸ ζῆλον θεῖον, καὶ ἐπῆγε καὶ ἤλεγξε τὸν ἡγεμόνα. Ὁ δὲ ἡγεμὼν θυμωθείς, ἐπρόσταξε καὶ ἔδωκαν ῥαπίσματα εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Ἁγίου. Καὶ ἄλλα δὲ πολλὰ βάσανα ἐδοκίμασεν ὁ μακάριος, ὁμοῦ μὲ τοὺς ἀκολουθοῦντας αὐτῷ Πρεσβυτέρους καὶ Διακόνους. Τελευταῖον, ἔδεσαν αὐτῶν τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας, καὶ ἔρριψαν αὐτοὺς εἰς τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης, καὶ οὕτως ἔλαβον οἱ ἀοίδιμοι τοὺς ἀμαραντίνους στεφάνους τοῦ μαρτυρίου.
*
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Θεοφίλου τοῦ Νέου.
Ὁ Θεόφιλος τὴν φίλην τμᾶται κάραν,
Θεοὺς φιλῆσαι μὴ θελήσας βαρβάρων.
Οὗτος γέγονεν ἐπὶ Κωνσταντίνου καὶ Εἰρήνης τῶν Ὀρθοδόξων βασιλέων ἐν ἔτει ψπε΄ [785], γεννηθεὶς καὶ ἀνατραφεὶς μέσα εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Προχειρισθεὶς δὲ στρατηγὸς εἰς τὸν τόπον τῶν καλουμένων Κιβυρραιωτῶν, ἐπῆγε μαζὶ μὲ τὴν ἁρμάδαν τῶν Ῥωμαίων, ἥτις εὐγῆκεν ἐναντίον τῆς ἁρμάδας τῶν τότε Σαρακηνῶν, ταὐτὸν εἰπεῖν τῶν Ἀγαρηνῶν. Εἶχε δὲ μαζί του καὶ δύω ἄλλους στρατηγοὺς εἰς βοήθειάν του, οἱ ὁποῖοι τὸν ἐφθόνουν. Ὅταν λοιπὸν ἦλθον οἱ Σαρακηνοὶ κοντά, τότε αὐτὸς εὐγῆκε μὲ τὴν ἁρμάδαν εἰς τὸ νὰ τοὺς πολεμήσῃ, ὁμοῦ καὶ οἱ δύω στρατηγοί. Καὶ πρῶτος ὁρμήσας ἐμβῆκεν εἰς τὸ μέσον τῆς ἁρμάδας τῶν Σαρακηνῶν, καὶ μὲ μηχανὰς καὶ τέχνας κατέβαλεν αὐτούς, καὶ ἔκαμεν ἀνδραγαθίαν. Οἱ δὲ φθονοῦντες αὐτὸν δύω στρατηγοί, τὸν ἀφῆκαν καὶ ἔφυγον.
Ὅθεν ἐπειδὴ τὰ καΐκια τῶν Σαρακηνῶν ἦτον περισσότερα ἀπὸ τὰ ἐδικά του, διὰ τοῦτο ἐπερικύκλωσαν αὐτόν, καὶ τὸν ἐπίασαν ζωντανόν. Ἔπειτα φέροντες αὐτὸν εἰς τὸν τόπον τους, τὸν ἔβαλαν εἰς φυλακήν, καὶ ἐκεῖ ἔμεινε τέσσαρας χρόνους. Ὕστερον δὲ εὔγαλαν αὐτὸν ἀπὸ τὴν φυλακήν. Εἰς καιρὸν δὲ ὁποῦ οἱ Σαρακηνοὶ ἔκαμναν θυσίας, ἐπαρακίνουν καὶ τὸν Ἅγιον νὰ θυσιάσῃ καὶ νὰ ἀρνηθῇ τὸν Χριστόν, πότε μὲ κολακείας, καὶ πότε μὲ φοβερισμούς. Ἐπειδὴ δὲ ὁ τοῦ Χριστοῦ Μάρτυς δὲν ἐπείσθη, οὔτε εἰς τὰς κολακείας, οὔτε εἰς τοὺς φοβερισμούς των, διὰ τοῦτο ἀπεκεφαλίσθη, καὶ ἔλαβεν ὁ μακάριος τὸν τοῦ μαρτυρίου ἀμάραντον στέφανον.
*
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Θεόδωρος ὁ Μιτυληναῖος, καὶ ἐν Μιτυλήνῃ μαρτυρήσας ἐν ἔτει ͵αψπδ΄ [1784], ἀγχόνῃ τελειοῦται.
Ὁ Θεόδωρος μαρτυρήσας προφρόνως,
Καὶ προφρόνως δέδεκται ἄφθαρτον στέφος (4).
(4) Ὅρα τὸ Μαρτύριον αὐτοῦ εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *