Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου3 Σεπτεμβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Γ’, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Ανθίμου Επισκόπου Νικομηδείας.
Τμηθείς κεφαλήν Μάρτυς Άνθιμε ξίφει,
Και νεκρός ανθείς εις δόξαν Θεού τρίχας.
Άνθιμον εν τριτάτη αποέκτεινε ξίφος οξύ.
Ούτος ο Άγιος Άνθιμος εφέρθη δεμένος δια την πίστιν του Χριστού, έμπροσθεν του βασιλέως Μαξιμιανού, εν έτει σπη’ [288]. Ευρίσκοντο δε εκεί έμπροσθεν ερριμμένα και όλα τα βασανιστήρια όργανα δια φόβον του Μάρτυρος. Επειδή λοιπόν ερωτήθη τι πιστεύει, απεκρίθη ο Μάρτυς και εκήρυξε παρρησία, ότι ο Χριστός είναι Θεός αληθινός. Όθεν ετζάκισαν τον λαιμόν του, και ετρύπησαν αυτόν με πυρωμένα σίδηρα. Απλωθείς δε γυμνός επάνω εις τούβλα, δέρνεται με ραβδία. Και υποδεθείς με υποδήματα χάλκινα πυρωμένα, βιάζεται δια να περιπατή με αυτά. Έπειτα δένεται από ένα τροχόν. Του δε τροχού συχνά περιστρεφομένου, οι δήμιοι εζήτουν να καύσουν τον Μάρτυρα με λαμπάδας αναμμένας. Δια τούτο, ο μεν τροχός εστάθη παραδόξως και δεν εγύριζεν, αι δε λαμπάδες έπεσον από τα χέρια των δημίων, με το να ήλθε θείος Άγγελος και έρριψεν αυτούς κατά γης μισαποθαμένους. Μετά ταύτα δένεται ο Άγιος με βαρείας αλύσεις, και κλείεται μέσα εις φυλακήν. Τελευταίον δε αποτέμνεται την κεφαλήν. Και μετά την αποτομήν, βλαστάνει τρίχας παραδόξως (1).
(1) Τον Βίον τούτου συνέγραψεν ελληνιστί ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Τις ουκ οίδε την Νικομήδους;» (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, και εν τη των Ιβήρων Ιερά Μονή και εν άλλαις.)
*
Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Θεοκτίστου, συνασκητού του μεγάλου Ευθυμίου.
Ειδώς σον είναι τον Θεόν κτίστην πάτερ,
Αυτόν προ πάντων εξελέξω κτισμάτων.
Ούτος ο Όσιος και μέγας Πατήρ ημών Θεόκτιστος, επειδή παιδιόθεν ηγάπησε τον Θεόν, δια τούτο άφησε την πατρίδα και τους συγγενείς του, και επήγεν εις τους ιερούς και αγίους τόπους της Ιερουσαλήμ. Φθάσας δε εις την Λαύραν την επονομαζομένην Φαράν, ήτις ήτον μακράν από τα Ιεροσόλυμα έξι μίλια, εύρεν ένα κελλίον, μέσα εις το οποίον κλείσας τον εαυτόν του, ανδρείως ηγωνίζετο εναντίον των παθών και δαιμόνων. Τότε δε και ο Μέγας Ευθύμιος αφήσας τον κόσμον, επήγε και εκατοίκησε κοντά εις τον Όσιον τούτον Θεόκτιστον, και ησύχαζεν. Ο έρως λοιπόν, οπού είχον και οι δύω δια να αποκτήσουν τας αυτάς αρετάς, και η κοινωνία των αυτών ασκητικών αγώνων, τόσον ήνωσαν με τον δεσμόν της αγάπης τους δύω τούτους Οσίους, ώστε οπού ο ένας ευρίσκετο μέσα εις την ψυχήν του άλλου. Και εις όλα τα πράγματα και οι δύω είχον τα αυτά φρονήματα, και οι δύω εποίουν τα αυτά έργα. Δια τούτο και μετά την απόδοσιν της εορτής των Θεοφανείων, είχον συνήθειαν και οι δύω και επήγαινον εις την βαθυτέραν έρημον, και εκεί έμενον ησυχάζοντες έως εις την εορτήν των Βαΐων. Και τότε εγύριζον πάλιν ο καθ’ ένας εις το κελλίον του.
Αφ’ ου δε επέρασαν πέντε χρόνοι, ευγήκαν πάλιν εις την έρημον κατά τον συνειθισμένον καιρόν, και ευρόντες ένα σπήλαιον μεγάλον, κατά τον βορεινόν κρημνόν του εκείσε ευρισκομένου ξηροποτάμου, εκεί έκαμαν την κατοικίαν τους. Και εις πολύ διάστημα καιρού έζων με μόνας αγρίας βοτάνας, έως οπού η αρετή των και άσκησις εκατάστησεν αυτούς φανερούς εις τους ανθρώπους. Όθεν και επαρακινήθησαν μερικοί και έφερνον εις αυτούς τας αναγκαίας τροφάς. Επειδή δε πολλοί αδελφοί έτρεξαν από διάφορα μέρη, και επροαιρούντο να ζήσουν μαζί με τους Οσίους τούτους, τούτου χάριν έγινεν εκεί Κοινόβιον, του οποίου ήτον προεστώς ο μέγας Θεόκτιστος έως τέλους της ζωής του.
Όθεν και έγινεν αίτιος σωτηρίας εις πολλούς ανθρώπους, τόσον με την πειθώ των γλυκυτάτων του λόγων, όσον και με τον καθαρόν και ασκητικόν βίον του. Ο δε Άγιος Ευθύμιος ησύχαζεν εις ένα κελλίον, το οποίον ήτον ολίγον μακράν από το Κοινόβιον του Θεοκτίστου. Εκεί λοιπόν εις το κελλίον έκτισε και ο θείος Ευθύμιος μεγάλην Λαύραν. Και όσοι ήρχοντο εις αυτόν δια να γένουν μοναχοί, τους έστελλεν εις το Κοινόβιον του μεγάλου Θεοκτίστου. Καθώς ύστερα από πολλούς χρόνους έστειλεν εις αυτό και τον Όσιον και ηγιασμένον Σάββαν, όστις προσελθών τω Ευθυμίω παρεκάλει να τον δεχθή. Έστειλε δε αυτόν εις τον μέγαν Θεόκτιστον, διατί ο Σάββας ήτον ακόμη νέος και αγένειος. Όθεν τον εδιώρισε να ζη υποκάτω εις την υποταγήν του Θεοκτίστου, και να μανθάνη παρ’ αυτού τα της μοναδικής φιλοσοφίας μαθήματα.
Έγινε λοιπόν και ο Άγιος Θεόκτιστος ούτος μέγας και ονομαστός εις όλους, καθώς έγινε μέγας και ο Άγιος Ευθύμιος, και εδείχθη εις τους ανθρώπους τύπος και κανών κάθε αρετής. Φθάσας δε εις βαθύ γήρας, και πλήρης ημερών των ανθρωπίνων γενόμενος, έπεσεν εις βαρείαν ασθένειαν, από την οποίαν απήλθε προς Κύριον. Εκηδεύθη δε και ετάφη οσίως το όσιον αυτού λείψανον από χέρια οσίων. Δηλαδή τόσον του μεγάλου Ευθυμίου, όστις τότε ήτον εννενήκοντα χρόνων, όσον και του εν Αγίοις Πατριάρχου Ιεροσολύμων Αναστασίου (2), κατά την τρίτην του παρόντος μηνός εν έτει υνα’ [451].
(2) Ο Αναστάσιος ούτος έζη κατά τους χρόνους του δυσσεβούς Αναστασίου βασιλέως, του καλουμένου Δικόρου. Έγινε δε Πατριάρχης Ιεροσολύμων μετά τον Ιουβενάλιον εν έτει 457. Πατριαρχεύσας δε χρόνους είκοσιν, αφήκε διάδοχον αυτού τον Μαρτύριον. (Όρα εις τον β’ τόμον του Μελετίου.)
*
Ο Άγιος Μάρτυς Ζήνων, εν λέβητι μεστώ μολύβδου καχλάζοντος βληθείς, τελειούται.
Ζήνων ο θείος τω Θεώ πόθω ζέων,
Χαίρων υπήλθε του μολύβδου το ζέον.
*
Η Αγία Βασίλισσα θηρίοις δοθείσα, και μηδέν βλαβείσα, εν ειρήνη τελειούται.
Οφθείσα Βασίλισσα φρικτή θηρίοις,
Φρικτώ παρέστη Παμβασιλέως θρόνω.
Όταν ο Αλέξανδρος ήτον ηγεμών εις την Νικομήδειαν, εκινείτο διωγμός κατά των Χριστιανών. Τότε λοιπόν εδιαβάλθη και η Αγία αύτη Βασίλισσα, ως Χριστιανή, και παρεστάθη έμπροσθεν του Αλεξάνδρου. Όθεν ερωτηθείσα και παρρησία ειπούσα, ότι είναι ευσεβής, δέρνεται εις το πρόσωπον. Και επειδή δερνομένη ευχαρίστει εις τον Θεόν, δια τούτο γυμνόνεται και δέρνεται με ραβδία. Επειδή δε περισσότερον η Αγία ευχαρίστει τον Κύριον, εθυμώθη ο ηγεμών περισσότερον, και προστάζει να απλώσουν την Μάρτυρα. Και τόσον πολλά την έδειραν, ώστε οπού έγινεν ωσάν μία πληγή όλον το σώμα της. Έπειτα έβγαλαν το υποκάτω δέρμα των ποδών της. Επειδή δε εις την βάσανον ταύτην ευρισκομένη, εφώναξεν η Αγία, «ο Θεός μου ευχαριστώ σοι», δια τούτο κατά προσταγήν του ηγεμόνος, τρυπώνται οι αστράγαλοι της μάρτυρος, και βάλλονται εις αυτούς περόνια σιδηρά. Από δε τα περόνια δένονται αλυσίδες, και από τας αλυσίδας κρεμάται κατακέφαλα η Αγία. Υποκάτω δε, καπνίζεται η μακαρία με βρωμερόν καπνόν τεαφίου, πίσσης, ασφάλτου (το οποίον είναι όμοιον του τεαφίου) και μολύβδου, με σκοπόν, ίνα τον καπνόν μη υποφέρουσα, αποθάνη ογλίγωρα η του Κυρίου αθλήτρια. Αλλ’ όμως η Αγία υπομένουσα την βάσανον ταύτην με χαράν, ωσάν να ευρίσκετο εις τρυφήν και ανάπαυσιν παραδείσου, έτζι προθύμως ευχαρίστει τον Θεόν περισσότερον.
Βλέπωντας λοιπόν ο ηγεμών, ότι νομίζει ωσάν ένα παίγνιον τας τιμωρίας, προστάζει να αναφθή μία κάμινος, και να βαλθή μέσα εις αυτήν. Η δε Μάρτυς του Χριστού σφραγίσασα τον εαυτόν της με το σημείον του σταυρού, εμβήκε μέσα εις την κάμινον, και εστάθη ώρας πολλάς, χωρίς να δοκιμάση καμμίαν βλάβην, ώστε οπού εκ του θαύματος τούτου εξέστησαν άπαντες. Μετά ταύτα επρόσταξεν ο ηγεμών να ευγάλουν την Αγίαν από την κάμινον, και να απολύσουν εναντίον της δύω μεγαλώτατα λεοντάρια. Η δε Αγία προσευχομένη, έμεινεν εκ τούτων αβλαβής. Όθεν ο ηγεμών Αλέξανδρος ταύτα πάντα βλέπωντας, και κατανυγείς την ψυχήν, έπεσεν εις τους πόδας της Αγίας λέγων. Ελέησόν με δούλη του επουρανίου Βασιλέως, και συγχώρησόν μοι δια τα βάσανα, οπού επροξένησα εις εσέ. Και κάμε και εμένα στρατιώτην του εδικού σου Βασιλέως. Επειδή, καθώς λέγεις, αυτός δέχεται τους αμαρτωλούς. Τότε η Αγία ευχαριστήσασα εις τον παντοδύναμον Θεόν, εκατήχησε τον ηγεμόνα· Και φέρουσα αυτόν εις την Εκκλησίαν προς τον Επίσκοπον της Νικομηδείας Αντώνιον, εβάπτισεν αυτόν.
Μετά δε το βάπτισμα, πάλιν επρόσπεσεν ο ηγεμών εις την Αγίαν, παρακαλών και λέγων αυτή. Δούλη του αληθινού Θεού, εύξαι δια λόγου μου, ίνα λάβω συγχώρησιν δια τα κακά, οπού έπραξα εναντίον σου. Και ίνα τελειώσω την ζωήν μου με καλήν ομολογίαν της πίστεως. Τότε λοιπόν η Αγία επροσευχήθη δι’ αυτόν, και έτζι ο ηγεμών ευθύς παρέδωκε την ψυχήν του, δοξάζων και ευλογών τον Θεόν. Η δε Αγία Βασίλισσα κηδεύσασα το λείψανον του ηγεμόνος μαζί με τον Επίσκοπον, και ενταφιάσασα, ευγήκεν έξω από την πόλιν της Νικομηδείας έως τρία σημεία τόπον, και ευρούσα μίαν πέτραν, εστάθη επάνω εις αυτήν και επροσευχήθη. Και ω του θαύματος! ευθύς η πέτρα ανέβλυσε νερόν. Πίνουσα δε η Αγία από το νερόν, και ευχαριστήσασα τον Θεόν, επήγεν ολίγον παρεμπρός και είπε. Κύριε, δέξαι το πνεύμα μου εν ειρήνη. Και ούτως απήλθε προς Κύριον χαίρουσα και ευχαριστούσα. Τούτο δε ως έμαθεν ο Επίσκοπος Αντώνιος, εκήδευσε και ενταφίασε το πάνσεπτον αυτής λείψανον, κοντά εις την πέτραν εκείνην, από την οποίαν ευγήκε το νερόν με την προσευχήν της Αγίας, το οποίον τρέχει μέχρι της σήμερον.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Χαρίτων, εν λάκκω ασβέστου βληθείς, τελειούται.
Εισδύς Χαρίτων εις τον ασβέστου βόθρον,
Άσβεστον εύρε φως ακηράτου τόπου.
*
Ο Άγιος μάρτυς Αρχοντίων λιμώ τελειούται.
Αρχοντίων λίμωττε καντεύθεν τρύχε,
Άρχοντα κόσμου λαμίαν (3) νοουμένην.
(3) Λαμία είναι ένα θηρίον αρπακτικώτατον, το οποίον έχει μεγάλον λαιμόν. Όθεν εκ του λαιμού λέγεται λαιμία και λαμία. Με το θηρίον δε αυτό, παρομοιάζεται εδώ ο του κόσμου άρχων Διάβολος.
*
Μνήμη του εν Αγίοις βασιλέως Κωνσταντίνου του νέου (4), εν τοις Αγίοις Αποστόλοις.
Χριστός Βασιλεύς ευσεβή Κωνσταντίνον,
Εν ουρανοίς έστεψε κοσμίω στέφει.
(4) Ούτος, φαίνεται, ότι είναι ο τέταρτος υιός του βασιλέως Ηρακλείου, ο βασιλεύσας εν έτει χμα’ [641]. Όστις, από άλλους μεν, Κωνσταντίνος Ηράκλειος καλείται, από άλλους δε, Κωνσταντίνος νέος. Ην δε ούτος, ορθός κατά την πίστιν. Βασιλεύσας δε μήνας εξ, εθανατώθη από φαρμάκι, κατά τον Μελέτιον.
*
Ο Άγιος Ιερομάρτυς Αριστίων, Επίσκοπος Αλεξανδρείας, πυρί τελειούται.
Ως εις άριστον την πυράν σπεύδων τρέχεις,
Άριστε Χριστού Μαρτύρων Αριστίων.
Ούτος ο Άγιος Αριστίων, ήτον Επίσκοπος της Αλεξανδρείας. Επειδή δε εδίδασκε παρρησία τον λόγον του Ευαγγελίου, επιάσθη από τον άρχοντα της Αλεξανδρείας. Και ομολογήσας έμπροσθεν αυτού, ότι ο Χριστός είναι Θεός αληθινός, εβάλθη μέσα εις πυρκαϊάν. Και έτζι εδέχθη το ποθεινόν και μακάριον τέλος του μαρτυρίου, και τώρα χαίρει αιώνια.
*
Ο Άγιος Νεομάρτυς Πολύδωρος, ο εν τη νέα Εφέσω μαρτυρήσας εν έτει ͵αψϞδ’ [1794], αγχόνη τελειούται.
Δώρον Θεός σε και πολύ τε και νέον,
Δέδωκεν ημίν Πολύδωρε τρισμάκαρ (5).
(5) Το Μαρτύριον αυτού όρα εν τω Νέω Μαρτυρολογίω.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Γ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Ἀνθίμου Ἐπισκόπου Νικομηδείας.
Τμηθεὶς κεφαλὴν Μάρτυς Ἄνθιμε ξίφει,
Καὶ νεκρὸς ἀνθεῖς εἰς δόξαν Θεοῦ τρίχας.
Ἄνθιμον ἐν τριτάτῃ ἀποέκτεινε ξίφος ὀξύ.
Οὗτος ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος ἐφέρθη δεμένος διὰ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, ἔμπροσθεν τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ, ἐν ἔτει σπη΄ [288]. Εὑρίσκοντο δὲ ἐκεῖ ἔμπροσθεν ἐρριμμένα καὶ ὅλα τὰ βασανιστήρια ὄργανα διὰ φόβον τοῦ Μάρτυρος. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἐρωτήθη τί πιστεύει, ἀπεκρίθη ὁ Μάρτυς καὶ ἐκήρυξε παρρησίᾳ, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς ἀληθινός. Ὅθεν ἐτζάκισαν τὸν λαιμόν του, καὶ ἐτρύπησαν αὐτὸν μὲ πυρωμένα σίδηρα. Ἁπλωθεὶς δὲ γυμνὸς ἐπάνω εἰς τοῦβλα, δέρνεται μὲ ῥαβδία. Καὶ ὑποδεθεὶς μὲ ὑποδήματα χάλκινα πυρωμένα, βιάζεται διὰ νὰ περιπατῇ μὲ αὐτά. Ἔπειτα δένεται ἀπὸ ἕνα τροχόν. Τοῦ δὲ τροχοῦ συχνὰ περιστρεφομένου, οἱ δήμιοι ἐζήτουν νὰ καύσουν τὸν Μάρτυρα μὲ λαμπάδας ἀναμμένας. Διὰ τοῦτο, ὁ μὲν τροχὸς ἐστάθη παραδόξως καὶ δὲν ἐγύριζεν, αἱ δὲ λαμπάδες ἔπεσον ἀπὸ τὰ χέρια τῶν δημίων, μὲ τὸ νὰ ἦλθε θεῖος Ἄγγελος καὶ ἔρριψεν αὐτοὺς κατὰ γῆς μισαποθαμένους. Μετὰ ταῦτα δένεται ὁ Ἅγιος μὲ βαρείας ἁλύσεις, καὶ κλείεται μέσα εἰς φυλακήν. Τελευταῖον δὲ ἀποτέμνεται τὴν κεφαλήν. Καὶ μετὰ τὴν ἀποτομήν, βλαστάνει τρίχας παραδόξως (1).
(1) Τὸν Βίον τούτου συνέγραψεν ἑλληνιστὶ ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Τίς οὐκ οἶδε τὴν Νικομήδους;» (Σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, καὶ ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων Ἱερᾷ Μονῇ καὶ ἐν ἄλλαις.)
*
Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Θεοκτίστου, συνασκητοῦ τοῦ μεγάλου Εὐθυμίου.
Εἰδὼς σὸν εἶναι τὸν Θεὸν κτίστην πάτερ,
Αὐτὸν πρὸ πάντων ἐξελέξω κτισμάτων.
Οὗτος ὁ Ὅσιος καὶ μέγας Πατὴρ ἡμῶν Θεόκτιστος, ἐπειδὴ παιδιόθεν ἠγάπησε τὸν Θεόν, διὰ τοῦτο ἄφησε τὴν πατρίδα καὶ τοὺς συγγενεῖς του, καὶ ἐπῆγεν εἰς τοὺς ἱεροὺς καὶ ἁγίους τόπους τῆς Ἱερουσαλήμ. Φθάσας δὲ εἰς τὴν Λαύραν τὴν ἐπονομαζομένην Φαράν, ἥτις ἦτον μακρὰν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα ἕξι μίλια, εὗρεν ἕνα κελλίον, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον κλείσας τὸν ἑαυτόν του, ἀνδρείως ἠγωνίζετο ἐναντίον τῶν παθῶν καὶ δαιμόνων. Τότε δὲ καὶ ὁ Μέγας Εὐθύμιος ἀφήσας τὸν κόσμον, ἐπῆγε καὶ ἐκατοίκησε κοντὰ εἰς τὸν Ὅσιον τοῦτον Θεόκτιστον, καὶ ἡσύχαζεν. Ὁ ἔρως λοιπόν, ὁποῦ εἶχον καὶ οἱ δύω διὰ νὰ ἀποκτήσουν τὰς αὐτὰς ἀρετάς, καὶ ἡ κοινωνία τῶν αὐτῶν ἀσκητικῶν ἀγώνων, τόσον ἥνωσαν μὲ τὸν δεσμὸν τῆς ἀγάπης τοὺς δύω τούτους Ὁσίους, ὥστε ὁποῦ ὁ ἕνας εὑρίσκετο μέσα εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἄλλου. Καὶ εἰς ὅλα τὰ πράγματα καὶ οἱ δύω εἶχον τὰ αὐτὰ φρονήματα, καὶ οἱ δύω ἐποίουν τὰ αὐτὰ ἔργα. Διὰ τοῦτο καὶ μετὰ τὴν ἀπόδοσιν τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων, εἶχον συνήθειαν καὶ οἱ δύω καὶ ἐπήγαινον εἰς τὴν βαθυτέραν ἔρημον, καὶ ἐκεῖ ἔμενον ἡσυχάζοντες ἕως εἰς τὴν ἑορτὴν τῶν Βαΐων. Καὶ τότε ἐγύριζον πάλιν ὁ καθ’ ἕνας εἰς τὸ κελλίον του.
Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασαν πέντε χρόνοι, εὐγῆκαν πάλιν εἰς τὴν ἔρημον κατὰ τὸν συνειθισμένον καιρόν, καὶ εὑρόντες ἕνα σπήλαιον μεγάλον, κατὰ τὸν βορεινὸν κρημνὸν τοῦ ἐκεῖσε εὑρισκομένου ξηροποτάμου, ἐκεῖ ἔκαμαν τὴν κατοικίαν τους. Καὶ εἰς πολὺ διάστημα καιροῦ ἔζων μὲ μόνας ἀγρίας βοτάνας, ἕως ὁποῦ ἡ ἀρετή των καὶ ἄσκησις ἐκατάστησεν αὐτοὺς φανεροὺς εἰς τοὺς ἀνθρώπους. Ὅθεν καὶ ἐπαρακινήθησαν μερικοὶ καὶ ἔφερνον εἰς αὐτοὺς τὰς ἀναγκαίας τροφάς. Ἐπειδὴ δὲ πολλοὶ ἀδελφοὶ ἔτρεξαν ἀπὸ διάφορα μέρη, καὶ ἐπροαιροῦντο νὰ ζήσουν μαζὶ μὲ τοὺς Ὁσίους τούτους, τούτου χάριν ἔγινεν ἐκεῖ Κοινόβιον, τοῦ ὁποίου ἦτον προεστὼς ὁ μέγας Θεόκτιστος ἕως τέλους τῆς ζωῆς του.
Ὅθεν καὶ ἔγινεν αἴτιος σωτηρίας εἰς πολλοὺς ἀνθρώπους, τόσον μὲ τὴν πειθὼ τῶν γλυκυτάτων του λόγων, ὅσον καὶ μὲ τὸν καθαρὸν καὶ ἀσκητικὸν βίον του. Ὁ δὲ Ἅγιος Εὐθύμιος ἡσύχαζεν εἰς ἕνα κελλίον, τὸ ὁποῖον ἦτον ὀλίγον μακρὰν ἀπὸ τὸ Κοινόβιον τοῦ Θεοκτίστου. Ἐκεῖ λοιπὸν εἰς τὸ κελλίον ἔκτισε καὶ ὁ θεῖος Εὐθύμιος μεγάλην Λαύραν. Καὶ ὅσοι ἤρχοντο εἰς αὐτὸν διὰ νὰ γένουν μοναχοί, τοὺς ἔστελλεν εἰς τὸ Κοινόβιον τοῦ μεγάλου Θεοκτίστου. Καθὼς ὕστερα ἀπὸ πολλοὺς χρόνους ἔστειλεν εἰς αὐτὸ καὶ τὸν Ὅσιον καὶ ἡγιασμένον Σάββαν, ὅστις προσελθὼν τῷ Εὐθυμίῳ παρεκάλει νὰ τὸν δεχθῇ. Ἔστειλε δὲ αὐτὸν εἰς τὸν μέγαν Θεόκτιστον, διατὶ ὁ Σάββας ἦτον ἀκόμη νέος καὶ ἀγένειος. Ὅθεν τὸν ἐδιώρισε νὰ ζῇ ὑποκάτω εἰς τὴν ὑποταγὴν τοῦ Θεοκτίστου, καὶ νὰ μανθάνῃ παρ’ αὐτοῦ τὰ τῆς μοναδικῆς φιλοσοφίας μαθήματα.
Ἔγινε λοιπὸν καὶ ὁ Ἅγιος Θεόκτιστος οὗτος μέγας καὶ ὀνομαστὸς εἰς ὅλους, καθὼς ἔγινε μέγας καὶ ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος, καὶ ἐδείχθη εἰς τοὺς ἀνθρώπους τύπος καὶ κανὼν κάθε ἀρετῆς. Φθάσας δὲ εἰς βαθὺ γῆρας, καὶ πλήρης ἡμερῶν τῶν ἀνθρωπίνων γενόμενος, ἔπεσεν εἰς βαρεῖαν ἀσθένειαν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἀπῆλθε πρὸς Κύριον. Ἐκηδεύθη δὲ καὶ ἐτάφη ὁσίως τὸ ὅσιον αὐτοῦ λείψανον ἀπὸ χέρια ὁσίων. Δηλαδὴ τόσον τοῦ μεγάλου Εὐθυμίου, ὅστις τότε ἦτον ἐννενήκοντα χρόνων, ὅσον καὶ τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Ἀναστασίου (2), κατὰ τὴν τρίτην τοῦ παρόντος μηνὸς ἐν ἔτει υνα΄ [451].
(2) Ὁ Ἀναστάσιος οὗτος ἔζη κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ δυσσεβοῦς Ἀναστασίου βασιλέως, τοῦ καλουμένου Δικόρου. Ἔγινε δὲ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων μετὰ τὸν Ἰουβενάλιον ἐν ἔτει 457. Πατριαρχεύσας δὲ χρόνους εἴκοσιν, ἀφῆκε διάδοχον αὑτοῦ τὸν Μαρτύριον. (Ὅρα εἰς τὸν β΄ τόμον τοῦ Μελετίου.)
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ζήνων, ἐν λέβητι μεστῷ μολύβδου καχλάζοντος βληθείς, τελειοῦται.
Ζήνων ὁ θεῖος τῷ Θεῷ πόθῳ ζέων,
Χαίρων ὑπῆλθε τοῦ μολύβδου τὸ ζέον.
*
Ἡ Ἁγία Βασίλισσα θηρίοις δοθεῖσα, καὶ μηδὲν βλαβεῖσα, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Ὀφθεῖσα Βασίλισσα φρικτὴ θηρίοις,
Φρικτῷ παρέστη Παμβασιλέως θρόνῳ.
Ὅταν ὁ Ἀλέξανδρος ἦτον ἡγεμὼν εἰς τὴν Νικομήδειαν, ἐκινεῖτο διωγμὸς κατὰ τῶν Χριστιανῶν. Τότε λοιπὸν ἐδιαβάλθη καὶ ἡ Ἁγία αὕτη Βασίλισσα, ὡς Χριστιανή, καὶ παρεστάθη ἔμπροσθεν τοῦ Ἀλεξάνδρου. Ὅθεν ἐρωτηθεῖσα καὶ παρρησίᾳ εἰποῦσα, ὅτι εἶναι εὐσεβής, δέρνεται εἰς τὸ πρόσωπον. Καὶ ἐπειδὴ δερνομένη εὐχαρίστει εἰς τὸν Θεόν, διὰ τοῦτο γυμνόνεται καὶ δέρνεται μὲ ῥαβδία. Ἐπειδὴ δὲ περισσότερον ἡ Ἁγία εὐχαρίστει τὸν Κύριον, ἐθυμώθη ὁ ἡγεμὼν περισσότερον, καὶ προστάζει νὰ ἁπλώσουν τὴν Μάρτυρα. Καὶ τόσον πολλὰ τὴν ἔδειραν, ὥστε ὁποῦ ἔγινεν ὡσὰν μία πληγὴ ὅλον τὸ σῶμά της. Ἔπειτα ἔβγαλαν τὸ ὑποκάτω δέρμα τῶν ποδῶν της. Ἐπειδὴ δὲ εἰς τὴν βάσανον ταύτην εὑρισκομένη, ἐφώναξεν ἡ Ἁγία, «ὁ Θεός μου εὐχαριστῶ σοι», διὰ τοῦτο κατὰ προσταγὴν τοῦ ἡγεμόνος, τρυπῶνται οἱ ἀστράγαλοι τῆς μάρτυρος, καὶ βάλλονται εἰς αὐτοὺς περόνια σιδηρᾶ. Ἀπὸ δὲ τὰ περόνια δένονται ἁλυσίδες, καὶ ἀπὸ τὰς ἁλυσίδας κρεμᾶται κατακέφαλα ἡ Ἁγία. Ὑποκάτω δέ, καπνίζεται ἡ μακαρία μὲ βρωμερὸν καπνὸν τεαφίου, πίσσης, ἀσφάλτου (τὸ ὁποῖον εἶναι ὅμοιον τοῦ τεαφίου) καὶ μολύβδου, μὲ σκοπόν, ἵνα τὸν καπνὸν μὴ ὑποφέρουσα, ἀποθάνῃ ὀγλίγωρα ἡ τοῦ Κυρίου ἀθλήτρια. Ἀλλ’ ὅμως ἡ Ἁγία ὑπομένουσα τὴν βάσανον ταύτην μὲ χαράν, ὡσὰν νὰ εὑρίσκετο εἰς τρυφὴν καὶ ἀνάπαυσιν παραδείσου, ἔτζι προθύμως εὐχαρίστει τὸν Θεὸν περισσότερον.
Βλέπωντας λοιπὸν ὁ ἡγεμών, ὅτι νομίζει ὡσὰν ἕνα παίγνιον τὰς τιμωρίας, προστάζει νὰ ἀναφθῇ μία κάμινος, καὶ νὰ βαλθῇ μέσα εἰς αὐτήν. Ἡ δὲ Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ σφραγίσασα τὸν ἑαυτόν της μὲ τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ, ἐμβῆκε μέσα εἰς τὴν κάμινον, καὶ ἐστάθη ὥρας πολλάς, χωρὶς νὰ δοκιμάσῃ κᾀμμίαν βλάβην, ὥστε ὁποῦ ἐκ τοῦ θαύματος τούτου ἐξέστησαν ἅπαντες. Μετὰ ταῦτα ἐπρόσταξεν ὁ ἡγεμὼν νὰ εὐγάλουν τὴν Ἁγίαν ἀπὸ τὴν κάμινον, καὶ νὰ ἀπολύσουν ἐναντίον της δύω μεγαλώτατα λεοντάρια. Ἡ δὲ Ἁγία προσευχομένη, ἔμεινεν ἐκ τούτων ἀβλαβής. Ὅθεν ὁ ἡγεμὼν Ἀλέξανδρος ταῦτα πᾶντα βλέπωντας, καὶ κατανυγεὶς τὴν ψυχήν, ἔπεσεν εἰς τοὺς πόδας τῆς Ἁγίας λέγων. Ἐλέησόν με δούλη τοῦ ἐπουρανίου Βασιλέως, καὶ συγχώρησόν μοι διὰ τὰ βάσανα, ὁποῦ ἐπροξένησα εἰς ἐσέ. Καὶ κάμε καὶ ἐμένα στρατιώτην τοῦ ἐδικοῦ σου Βασιλέως. Ἐπειδή, καθὼς λέγεις, αὐτὸς δέχεται τοὺς ἁμαρτωλούς. Τότε ἡ Ἁγία εὐχαριστήσασα εἰς τὸν παντοδύναμον Θεόν, ἐκατήχησε τὸν ἡγεμόνα· Καὶ φέρουσα αὐτὸν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν πρὸς τὸν Ἐπίσκοπον τῆς Νικομηδείας Ἀντώνιον, ἐβάπτισεν αὐτόν.
Μετὰ δὲ τὸ βάπτισμα, πάλιν ἐπρόσπεσεν ὁ ἡγεμὼν εἰς τὴν Ἁγίαν, παρακαλῶν καὶ λέγων αὐτῇ. Δούλη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, εὖξαι διὰ λόγου μου, ἵνα λάβω συγχώρησιν διὰ τὰ κακά, ὁποῦ ἔπραξα ἐναντίον σου. Καὶ ἵνα τελειώσω τὴν ζωήν μου μὲ καλὴν ὁμολογίαν τῆς πίστεως. Τότε λοιπὸν ἡ Ἁγία ἐπροσευχήθη δι’ αὐτόν, καὶ ἔτζι ὁ ἡγεμὼν εὐθὺς παρέδωκε τὴν ψυχήν του, δοξάζων καὶ εὐλογῶν τὸν Θεόν. Ἡ δὲ Ἁγία Βασίλισσα κηδεύσασα τὸ λείψανον τοῦ ἡγεμόνος μαζὶ μὲ τὸν Ἐπίσκοπον, καὶ ἐνταφιάσασα, εὐγῆκεν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν τῆς Νικομηδείας ἕως τρία σημεῖα τόπον, καὶ εὑροῦσα μίαν πέτραν, ἐστάθη ἐπάνω εἰς αὐτὴν καὶ ἐπροσευχήθη. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! εὐθὺς ἡ πέτρα ἀνέβλυσε νερόν. Πίνουσα δὲ ἡ Ἁγία ἀπὸ τὸ νερόν, καὶ εὐχαριστήσασα τὸν Θεόν, ἐπῆγεν ὀλίγον παρεμπρὸς καὶ εἶπε. Κύριε, δέξαι τὸ πνεῦμά μου ἐν εἰρήνῃ. Καὶ οὕτως ἀπῆλθε πρὸς Κύριον χαίρουσα καὶ εὐχαριστοῦσα. Τοῦτο δὲ ὡς ἔμαθεν ὁ Ἐπίσκοπος Ἀντώνιος, ἐκήδευσε καὶ ἐνταφίασε τὸ πάνσεπτον αὐτῆς λείψανον, κοντὰ εἰς τὴν πέτραν ἐκείνην, ἀπὸ τὴν ὁποίαν εὐγῆκε τὸ νερὸν μὲ τὴν προσευχὴν τῆς Ἁγίας, τὸ ὁποῖον τρέχει μέχρι τῆς σήμερον.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Χαρίτων, ἐν λάκκῳ ἀσβέστου βληθείς, τελειοῦται.
Εἰσδὺς Χαρίτων εἰς τὸν ἀσβέστου βόθρον,
Ἄσβεστον εὗρε φῶς ἀκηράτου τόπου.
*
Ὁ Ἅγιος μάρτυς Ἀρχοντίων λιμῷ τελειοῦται.
Ἀρχοντίων λίμωττε κᾀντεῦθεν τρύχε,
Ἄρχοντα κόσμου λαμίαν (3) νοουμένην.
(3) Λαμία εἶναι ἕνα θηρίον ἁρπακτικώτατον, τὸ ὁποῖον ἔχει μεγάλον λαιμόν. Ὅθεν ἐκ τοῦ λαιμοῦ λέγεται λαιμία καὶ λαμία. Μὲ τὸ θηρίον δὲ αὐτό, παρομοιάζεται ἐδῶ ὁ τοῦ κόσμου ἄρχων Διάβολος.
*
Μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις βασιλέως Κωνσταντίνου τοῦ νέου (4), ἐν τοῖς Ἁγίοις Ἀποστόλοις.
Χριστὸς Βασιλεὺς εὐσεβῆ Κωνσταντῖνον,
Ἐν οὐρανοῖς ἔστεψε κοσμίῳ στέφει.
(4) Οὗτος, φαίνεται, ὅτι εἶναι ὁ τέταρτος υἱὸς τοῦ βασιλέως Ἡρακλείου, ὁ βασιλεύσας ἐν ἔτει χμα΄ [641]. Ὅστις, ἀπὸ ἄλλους μέν, Κωνσταντῖνος Ἡράκλειος καλεῖται, ἀπὸ ἄλλους δέ, Κωνσταντῖνος νέος. Ἦν δὲ οὗτος, ὀρθὸς κατὰ τὴν πίστιν. Βασιλεύσας δὲ μῆνας ἕξ, ἐθανατώθη ἀπὸ φαρμάκι, κατὰ τὸν Μελέτιον.
*
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀριστίων, Ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας, πυρὶ τελειοῦται.
Ὡς εἰς ἄριστον τὴν πυρὰν σπεύδων τρέχεις,
Ἄριστε Χριστοῦ Μαρτύρων Ἀριστίων.
Οὗτος ὁ Ἅγιος Ἀριστίων, ἦτον Ἐπίσκοπος τῆς Ἀλεξανδρείας. Ἐπειδὴ δὲ ἐδίδασκε παρρησίᾳ τὸν λόγον τοῦ Εὐαγγελίου, ἐπιάσθη ἀπὸ τὸν ἄρχοντα τῆς Ἀλεξανδρείας. Καὶ ὁμολογήσας ἔμπροσθεν αὐτοῦ, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς ἀληθινός, ἐβάλθη μέσα εἰς πυρκαϊάν. Καὶ ἔτζι ἐδέχθη τὸ ποθεινὸν καὶ μακάριον τέλος τοῦ μαρτυρίου, καὶ τώρα χαίρει αἰώνια.
*
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Πολύδωρος, ὁ ἐν τῇ νέᾳ Ἐφέσῳ μαρτυρήσας ἐν ἔτει ͵αψϞδ΄ [1794], ἀγχόνῃ τελειοῦται.
Δῶρον Θεός σε καὶ πολύ τε καὶ νέον,
Δέδωκεν ἡμῖν Πολύδωρε τρισμάκαρ (5).
(5) Τὸ Μαρτύριον αὐτοῦ ὅρα ἐν τῷ Νέῳ Μαρτυρολογίῳ.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *