Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου2 Σεπτεμβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Β’, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Μάμαντος
Ακμαίος ων Τριάδος εις πίστιν Μάμας,
Ακμαίς τριαίνης καρτερεί τετρωμένος.
Δευτερίη χολάδες Μάμαντος χύντο τριαίνη.
Ούτος ήτον από την Γάγγραν πόλιν της Παφλαγονίας, υιός γονέων Χριστιανών και της του Χριστού πίστεως ομολογητών. Όταν γαρ οι γονείς του επιάσθησαν από τους Έλληνας και εβάλθησαν εις την φυλακήν δια την πίστιν του Χριστού, τότε ο μακάριος ούτος Μάμας εγεννήθη εκεί μέσα από την φυλακωμένην μητέρα του, εν έτει σξ’ [260]. Αφ’ ου δε οι γονείς του προσευχηθέντες, ετελειώθησαν και εξεδήμησαν προς Κύριον μέσα εις την φυλακήν, έμεινεν ο αοίδιμος Μάμας ορφανός. Δια τούτο επάρθη από μίαν γυναίκα Χριστιανήν πλουσίαν Αμμίαν ονομαζομένην, και ανεθράφη από αυτήν. Επειδή δε συνεχώς ωνόμαζε την ρηθείσαν θετήν του μητέρα Μαμάν, ωνομάσθη Μάμας (1). Όταν δε έγινε δεκαπέντε χρόνων, επιάσθη από τους Έλληνας ως Χριστιανός, και δέρνεται με ραβδία. Είτα κρεμάται από τον λαιμόν του μολύβι, και με αυτό ρίπτεται μέσα εις την θάλασσαν. Λυτρωθείς δε από τον πνιγμόν της θαλάσσης με την του Θεού δύναμιν, κρύπτεται μέσα εις ένα σπήλαιον. Και εκεί ευρισκόμενος, τρέφεται με το γάλα των ελάφων. Ύστερον δε πάλιν πιασθείς από τους Έλληνας, βάλλεται μέσα εις αναμμένον καμίνι. Είτα δίδεται εις τα θηρία δια να τον φάγουν. Και αβλαβής διαφυλαχθείς, τελευταίον ετρυπήθη εις τα σπλάγχνα πέρα και πέρα, με κοντάρι σιδηρούν και τρίλογχον, και έτζι αναχωρήσας από την παρούσαν ζωήν, απήλθε προς Κύριον δια να λάβη τον στέφανον της αθλήσεως (2). (Τον κατά πλάτος απλούν Βίον αυτού όρα εις τον Εφραίμ. Ελληνιστί δε συνέγραψεν αυτόν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Μάμας ο μέγας ούτος». Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα και εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις.)
(1) Εν δε τω τετυπωμένω Ωρολογίω γράφεται, ότι ο Άγιος ούτος μετά την γέννησίν του έμεινεν άφωνος πέντε χρόνους. Έπειτα ελάλησε ρωμαϊστί: ήτοι λατινιστί την λέξιν ταύτην Μάμα. Δια τούτο και ωνομάσθη Μάμας.
(2) Σημειούμεν εδώ, ότι ο Άγιος Μάμας, αφ’ ου εδέχθη την μαρτυρικήν και ολοϋστερινήν εκείνην λόγχην εις τα σπλάγχνα, ευγήκεν από το θέατρον, κρατώντας με τας χείρας τα εντόσθιά του, οπού έμελλον να χυθούν έξω. Και μόλις ήρκεσε να φθάση εις ένα τόπον, απέχοντα από την πόλιν Καισάρειαν έως ένα στάδιον, ήτοι 125 ποδάρια. Όπου ύστερον η Αμμία η θρεψαμένη αυτόν γυνή, έκτισε πολυτελώς ένα ωραίον Ναόν εις όνομα του Αγίου Μάμαντος. Εις τούτον δε τον Ναόν εόρταζον κάθε χρόνον οι Καισαρείς κατά τον καιρόν της ανοίξεως, οπού μίαν φοράν ευρισκόμενος ο Θεολόγος Γρηγόριος, παρόντος και του Μεγάλου Βασιλείου, εξεφώνησε τον πανηγυρικόν λόγον, οπού έχει εις την καινήν Κυριακήν του Θωμά. Ένθα και λέγει η καλή εκείνη και ρητορική και μεγαλήγορος γλώσσα· «Τι τ’ άλλα; νυν Μάρτυρες αιθριάζουσι και πομπεύουσι, και λαμπροίς τοις βήμασι συγκαλούσι λαόν φιλόχριστον, και τους άθλους δημοσιεύουσι. Τούτων εις εστι και ο εμός στεφανίτης. Εμός γαρ, ει και μη παρ’ εμοί. Πιπτέτω φθόνος (τούτο λέγει ο Άγιος αστείως δια τον Μέγαν Βασίλειον) ειδόσι λέγω, Μάμας ο περιβόητος και ποιμήν και Μάρτυς. Ο πρότερον μεν τας ελάφους αμέλγων κατεπειγομένας αλλήλων, (κάθε γαρ μία έλαφος εσπούδαζε να προλάβη από την άλλην, δια να δώση το βυζί της εις τον Μάρτυρα), ίνα ξένω γάλακτι τραφή δίκαιος. Νυν δε ποιμαίνων λαόν Μητροπόλεως, και το έαρ εγκαινίζων σήμερον ταις πολλαίς χιλιάσι των απανταχόθεν επειγομένων».
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Ιωάννου Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Νηστευτού.
Τοις μη ρέουσιν εντρυφάς νυν ηδέσι,
Νηστευτά ρευστών ηδονών Ιωάννη.
Ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Ιωάννης ο Νηστευτής, έζη κατά τους χρόνους Ιουστίνου και Τιβερίου και Μαυρικίου των βασιλέων, εν έτει φπ’ [580]. Εγεννήθη δε εν Κωνσταντινουπόλει, και όταν ήλθεν εις ηλικίαν, έγινε χαράκτης κατά την τέχνην. Ήτον δε ευσεβής ομού και φιλόπτωχος και φιλόξενος και φοβούμενος τον Θεόν. Ούτος μίαν φοράν εδέχθη ένα μοναχόν, οπού εκατάγετο από την Παλαιστίνην, ονόματι Ευσέβιον. Ο οποίος περιπατώντας εις την στράταν ομού με τον Άγιον Ιωάννην, και ευρισκόμενος κατά τα δεξιά μέρη του Αγίου, ήκουσεν αοράτως μίαν φωνήν, οπού τω έλεγε. Δεν είναι συγχωρημένον εις εσένα αββά, δια να περιπατής εις τα δεξιά μέρη του μεγάλου Ιωάννου. Επρομήνυε δε ο Θεός με την φωνήν ταύτην, το μέγα αξίωμα της αρχιερωσύνης, οπού έμελλε να λάβη ο Ιωάννης. Μετά ταύτα γίνεται γνώριμος και φίλος ο Νηστευτής ούτος Ιωάννης με τον συνώνυμόν του Άγιον Ιωάννην τον τρίτον, τον από Σχολαστικών καλούμενον, όστις και Πατριάρχης εχρημάτισε Κωνσταντινουπόλεως (3), ο οποίος εσυναρίθμησεν αυτόν εις την τάξιν των Αναγνωστών. Έπειτα εχειροτόνησεν αυτόν Διάκονον, και μετά ταύτα Πρεσβύτερον.
Εις καιρόν δε οπού ήτον ακόμη Διάκονος ο Άγιος ούτος, επήγεν εις τον Ναόν του Αγίου Λαυρεντίου κατά την ώραν του μεσημερίου. Και εκεί ευρίσκει ένα ερημίτην, τον οποίον τινάς δεν εγνώριζεν από τους εκεί, ποίος είναι. Ούτος λοιπόν έδειχνεν εις τον θείον Ιωάννην τους αναβαθμούς και τα σκαλοπάτια, οπού ευρίσκονται όπισθεν της αγίας Τραπέζης, και αναβαίνουν επάνω εις το ιερόν σύνθρονον, οπού κάθηται ο Αρχιερεύς. Και ταύτα δεικνύοντος αυτού, ιδού εφάνησαν μυριάδες Αγίων. Και ηκούετο εξ αυτών μία φωνή μεμιγμένη, και μία μελωδία γλυκυτάτη και παναρμόνιος. Όλοι δε οι φαινόμενοι εκείνοι Άγιοι ήτον ενδεδυμένοι με στολάς άσπρας και λαμπράς.
Αύτη δε η οπτασία, ήτον ένα σημάδι αληθινόν της λαμπρότητος, οπού έμελλε να λάβη ο Άγιος Ιωάννης ούτος. Επειδή δε ήτον διαμοιραστής των άσπρων της εν Κωνσταντινουπόλει Εκκλησίας ο Άγιος, εις καιρόν οπού εγύριζεν από τον έξωθεν πεδινόν τόπον της Κωνσταντινουπόλεως, έμεινε μόνον ένα πουγκείον άσπρα, από το οποίον εμοίραζε πλουσίως ελεημοσύνην. Και επειδή εσύντρεχον ακόμη πτωχοί περισσότεροι, δια τούτο και αυτός έδιδεν ακόμη περισσοτέραν την ελεημοσύνην. Το δε πουγκείον τελείως δεν ευκερόνετο, αλλά και περισσότερον ακόμη εγέμιζεν. Όταν δε ο Άγιος έφθασεν εις το παζάρι, το επονομαζόμενον Βουν, σκορπίζωντας εις όλους την ελεημοσύνην, τότε ευρέθη εκεί ένας φθονερός άνθρωπος, ο οποίος εφώναξε και είπε. Κύριε ελέησον, έως πότε δεν ευκερόνεται εις ημάς το πουγκείον τούτο; Και παρευθύς, (ω και τι δεν κάμνει ο φθόνος!) το μεν πουγκείον ευρέθη εύκερον. Ο δε Άγιος βλέπωντας με λεοντικόν και άγριον βλέμμα τον άνθρωπον εκείνον, ο Θεός, είπε, να σοι συγχωρήση αδελφέ, διατί, αν εσύ δεν έλεγες τον φθονερόν αυτόν λόγον, εις πολλήν ώραν ήθελε διαρκέση το πουγκείον διαμοιραζόμενον και μη ευκερονόμενον.
Επειδή δε ο Άγιος ούτος επιάσθη δια να χειροτονηθή Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ύστερα αφ’ ου εκοιμήθη ο Ευτύχιος (4), και δεν επείθετο εις τούτο, τούτου χάριν είδε μίαν έκστασιν φοβεράν, ήτις ήτον τοιαύτη. Εφάνη εις αυτόν μία θάλασσα τόσον μεγάλη, οπού έφθανεν από την γην έως του ουρανού. Ομοίως εφάνη και ένα φοβερόν καμίνι αναμμένον. Εφάνη δε προς τούτοις και ένα πλήθος Αγγέλων, οι οποίοι έλεγον εις τον θείον Ιωάννην. Δεν είναι δυνατόν να γένη το πράγμα κατά άλλον τρόπον. Μόνον σιώπα. Ειδέ και αντιλέγεις, ήξευρε ότι θέλεις δοκιμάσεις και τας δύω παιδείας ταύτας, και της θαλάσσης και της καμίνου. Εφαίνοντο δε ότι έλεγον ταύτα με ένα μεγάλον φοβερισμόν. Όθεν αφ’ ου ταύτα είδεν ο Άγιος, και μη θέλωντας παρέδωκε τον εαυτόν του εις το θέλημα του Θεού, και εχειροτονήθη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Και τούτο πότε; ύστερα αφ’ ου δια μέσου της άκρας ασκήσεως διεπέρασεν εις την τελειότητα κάθε αρετής.
Μίαν φοράν διαπερνώντας ο Άγιος από τον τόπον τον ονομαζόμενον Έβδομον, είδε πως εσηκώθη μεγάλη φορτούνα εις την θάλασσαν. Όθεν δια προσευχής του μετέβαλεν αυτήν εις γαλήνην, ποιήσας τον τύπον του Σταυρού. Ο δε Γαζεύς Ιωάννης ο Σχολαστικός, με το να είχεν εις τους οφθαλμούς του επίχυσιν αίματος και δεν έβλεπε, δια τούτο επρόστρεξεν εις τον Άγιον τούτον Ιωάννην και εκοινώνησεν από αυτόν τα θεία Μυστήρια. Όταν δε εκοινώνει αυτόν ο Άγιος, είπε. Τούτο το Σώμα του Ιησού Χριστού, του ιατρεύσαντος τον εκ γενετής τυφλόν, αυτό θέλει ιατρεύσει και την εδικήν σου τύφλωσιν. Και ω του θαύματος! ομού με τον λόγον ιατρεύθη ο πριν τυφλός Ιωάννης.
Ένα καιρόν ηκολούθησε μεγάλον θανατικόν εις την Κωνσταντινούπολιν. Όθεν έδωκεν ο Άγιος εις ένα του υπηρέτην δύω ζιμπίλια, το μεν εν ζιμπίλιον, εύκερον· το δε άλλο, γεμάτον από πέτρας μικράς, και είπεν αυτώ. Πήγαινε στάσου εις τον δρόμον τον ονομαζόμενον Βουν. Και μέτρα τους νεκρούς, οπού περνούν από εκεί. Και όσοι είναι οι νεκροί, τόσας πέτρας ρίπτε μέσα εις το εύκερον ζιμπίλιον. Τούτο λοιπόν ποιήσας ο υπηρέτης όλην την ημέραν, το βράδυ εμέτρησε τας πέτρας, και ευρήκεν, ότι κατ’ εκείνην την ημέραν ευγήκαν νεκροί τριακόσιοι εικοσιτρείς. Ομοίως τούτο ποιήσας και την ερχομένην ημέραν, ευρήκεν, ότι ευγήκαν νεκροί ολιγώτεροι. Και ακολούθως τούτο ποιήσας έως εις επτά ημέρας, εύρεν ότι έπαυσε παντελώς το θανατικόν με την εκτενή προσευχήν του Αγίου. Τόσην δε επιμέλειαν έδειχνεν εις την εγκράτειαν ο Άγιος ούτος, ώστε οπού εις έξι μήνας δεν έπιε νερόν. Το δε φαγητόν και ποτόν του ήτον, ένα μαρούλι, και ολίγον πεπόνι, ή σταφύλια, ή σύκα ολίγα, από τα οποία, πότε το ένα έτρωγε, και πότε το άλλο. Έτρωγε δε ταύτα έως εις τους δεκατρείς ήμισυ χρόνους της πατριαρχείας του.
Ο δε ύπνος του Αγίου τούτου με τοιούτον τρόπον εγίνετο. Καθήμενος εις ένα τόπον, εσυμμάζονε τα στήθη του εις τα γόνατά του και ούτως εκοιμάτο. Πλην δια να μη κοιμάται περισσότερον καιρόν από εκείνον, οπού ήθελεν, άναπτεν ένα κηρί. Εις δε το κηρί επήγνυε μίαν μεγάλην βελόναν. Υποκάτω δε εις το κηρί και εις την βελόναν, έβανε μίαν λεκάνην. Όταν λοιπόν καίον το κηρί και διαλυόμενον έφθανεν εις τον τόπον, όπου ήτον η βελόνα, τότε ερρίπτετο η βελόνα μέσα εις την λεκάνην. Από δε τον κτύπον της βελόνης εξύπνα ο Άγιος και ευθύς εσηκόνετο. Ανίσως δε καμμίαν φοράν ετύχαινε να μην ακούση τον κτύπον της βελόνης, επέρνα άγρυπνος όλην την ερχομένην νύκτα. Με τοιούτον τρόπον επολέμει τα πάθη ο τρισμακάριστος δια προσευχής και νηστείας και αγρυπνίας. Ούτος ο Άγιος δια προσευχής του εγύριζεν απράκτους και τους των βαρβάρων πολέμους, και διέλυε τας βλάβας, οπού κατά της Κωνσταντινουπόλεως ήρχοντο. Και όλην την ποίμνην αυτού εφύλαττεν από τους ορατούς και αοράτους εχθρούς.
Μίαν φοράν, ούσης ημέρας Παρασκευής, είπον μερικοί εις τον Άγιον. Αύριον, Δέσποτα, θέλει γένη θέατρον και ιπποδρόμιον, ήγουν πηλάλημα και παρατρέξιμον των αλόγων. Ήτον δε η ερχομένη ημέρα Σάββατον της Πεντηκοστής. Ο δε Άγιος αποκριθείς είπε. Ιπποδρόμιον θέλει γένη εις την Πεντηκοστήν; Παρεκάλει λοιπόν τον Θεόν να δείξη σημείον δια να φοβηθούν οι άνθρωποι και να εμποδισθούν από το τοιούτον παιγνίδιον. Και ω του θαύματος! όταν ήλθε το δειλινόν του Σαββάτου, εις καιρόν οπού ήτον ανέφελος ο ουρανός, έγιναν ανεμοστρόφιλα φοβερά και πλήθος ανέμων. Και τόση ραγδαία βροχή έπεσεν, εις τρόπον ότι έφυγεν ευθύς ο λαός όλος από τον τόπον του ιπποδρομίου, και ενόμισεν, ότι έφθασεν η του κόσμου συντέλεια. Τοιαύτη γαρ μεγάλη ταραχή των στοιχείων δεν ενθυμούντο να ηκολούθησε πώποτε εις τον καιρόν τους, φοβίζουσα άπαντας.
Γυνή έχουσα άνδρα δαιμονισμένον, επρόστρεξεν εις ένα ερημίτην δια να τον ιατρεύση. Ο δε ερημίτης είπε προς αυτήν. Πήγαινε εις τον αγιώτατον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννην, και εκείνος θέλει ιατρεύσει τον άνδρα σου. Όθεν τούτο ποιήσασα η γυνή, δεν απέτυχε του ποθουμένου· επειδή δια προσευχής του θείου Ιωάννου, έλαβε την ιατρείαν ο άνδρας της. Και πέρνουσα αυτόν υγιή, εγύρισεν εις τον οίκον της χαίρουσα. Με την ευχήν του Αγίου τούτου και πολλαί στείραι γυναίκες ετεκνοποίησαν, και πολλοί ασθενείς την θεραπείαν έλαβον. Πατριαρχεύσας λοιπόν ούτος έτη δεκατρία και μήνας πέντε, εκοιμήθη εν έτει φϞε’ [595], τη δευτέρα του Σεπτεμβρίου. Και έγινε μετά τούτον Πατριάρχης ο Κυριακός, όστις εορτάζεται κατά την εικοστήν εβδόμην του Οκτωβρίου.
Όταν δε ο Άγιος εκοιμήθη εν ειρήνη και απήλθε προς Κύριον, εβάλθη εις το μέσον το λείψανόν του δια να το ασπασθούν οι Χριστιανοί. Τότε ελθών Νείλος ο ενδοξότατος έπαρχος δια να ασπασθή, ω του θαύματος! καθώς αυτός εφίλησε το λείψανον, ευθύς εσηκώθη και το λείψανον και αντεφίλησεν αυτόν, ωσάν να ήτον ζωντανόν· και λόγια δε τινά μυστικά είπεν εις το αυτί του, τα οποία ο θείος Νείλος εις κανένα δεν εφανέρωσεν εις όλην του την ζωήν. Ώστε οπού βλέποντες όλος ο λαός το τοιούτον θαυμάσιον, εξεπλάγησαν, και εδόξαζον τον Θεόν, τον ούτω δοξάζοντα τους Αγίους του. Έπειτα εκηδεύθη ευλαβώς και εντίμως, και εβάλθη μέσα εις το Άγιον Βήμα της Εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων. (Εποίησε δε και βιβλίον ο θείος ούτος Ιωάννης ο Νηστευτής, Κανονικόν ονομαζόμενον, περί του οποίου όρα εν τε τω ημετέρω Πηδαλίω, και εν τω νεοτυπώτω Εξομολογηταρίω (5).)
(3) Ο Ιωάννης ούτος εορτάζεται κατά την εικοστήν πρώτην Φευρουαρίου. Εσφαλμένως δε γράφεται εν τε τω τετυπωμένω Μηναίω και τετυπωμένω Συναξαριστή το όνομα Ευτύχιος, αντί του Ιωάννου τούτου. Καθότι ουδείς Ευτύχιος ιστορείται από Σχολαστικών καλούμενος.
(4) Σημείωσαι, ότι εξωρίσθη μεν πρότερον ο Ευτύχιος υπό του μεγάλου Ιουστινιανού εις Αμάσειαν, και αντ’ αυτού έγινε Πατριάρχης ο από Σχολαστικών Ιωάννης. Ύστερον δε ανεκαλέσθη πάλιν εις τον θρόνον ο Ευτύχιος. Και μετά εξ ημέρας του θανάτου του Ευτυχίου, έγινε Πατριάρχης ο Νηστευτής ούτος.
(5) Περιττώς δε γράφεται εδώ η μνήμη Παύλου του νέου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Ούτος γαρ εορτάζεται κατά την τριακοστήν του Αυγούστου, μετά Αλεξάνδρου και Ιωάννου των Πατριαρχών. Ομοίως περιττώς γράφεται εν τοις Μηναίοις η μνήμη Παύλου Κωνσταντινουπόλεως του Ομολογητού. Αύτη γαρ εορτάζεται κατά την έκτην του Νοεμβρίου, ότε και το Συναξάριον αυτού γράφεται.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Διομήδης σπαθιζόμενος τελειούται.
Σίδηρος εις σίδηρον ων Διομήδης,
Προς τους σπαθισμούς ανδρικώς εκαρτέρει.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Ιουλιανός ξύλω θλασθείς την κεφαλήν, τελειούται.
Ιουλιανός συντριβείς κάραν ξύλω,
Τον προς Θεόν νουν, σώος εις τέλος μένει.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Φίλιππος ξίφει τελειούται.
Ίππον ταχύν Φίλιππος την τομήν έχων,
Προς τον φιλούντα θάττον ήλθε Δεσπότην.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Ευτυχιανός εν εσχάρα πυρός τελειούται.
Ευτυχιανός πυρποληθείς εσχάρα,
Εις ευτυχή μετήλθε κλήρον Μαρτύρων.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Ησύχιος απαγχονισθείς τελειούται.
Ποθών τον όντως Ησύχιος Δεσπότην,
Και τον δι’ αυτόν ησύχως φέρει βρόχον.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Λεωνίδης πυρί τελειούται.
Του προς Θεόν σε φλοξ πόθου Λεωνίδη,
Έπειθε ράστα και φλογός φέρειν βίαν.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Ευτύχιος σταυρωθείς τελειούται.
Βαίνων κατ’ ίχνος Ευτύχιος Κυρίου,
Δίκην εκείνου καρτερεί σταυρού πάθος.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Φιλάδελφος, λίθω τον τράχηλον βαρυνθείς, τελειούται.
Σαρκός βάρος παν εκλιπών λίθου βάρει,
Ανήλθε κούφος Φιλάδελφος εις πόλον.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Μελάνιππος πυρί τελειούται.
Είπερ τι Μελάνιππος είχε και μέλαν,
Κάθαρσιν εύρεν εις το πυρ βεβλημένος.
*
Η Αγία Μάρτυς Παρθαγάπη εν τη θαλάσση τελειούται.
Θνήσκεις θαλάσσης ένδον ω Παρθαγάπη,
Και δωρεών θάλασσαν ευρίσκεις άνω.
*
Μνήμη των δικαίων Ιερέων Ελεάζαρ και Φινεές (6).
Τον Ελεάζαρον και Φινεές τε τους θύτας,
Τιμώμεν άμφω ως φίλους του Κυρίου.
(6) Από τους δύω Ιερείς τούτους ο μεν Ελεάζαρ ήτον υιός του Ααρών. Ο δε Φινεές, ήτον υιός μεν του Ελεάζαρ, έγγονος δε του Ααρών. Και ο μεν Ελεάζαρ ήτον επιτηρητής της Σκηνής, καθώς γέγραπται περί αυτού· «Επίσκοπος Ελεάζαρ υιός Ααρών του Ιερέως. Το έλαιον του φωτός, και το θυμίαμα της συνθέσεως, και η θυσία η καθ’ ημέραν, και το έλαιον της χρίσεως, η επισκοπή όλης της Σκηνής» (Αριθ. δ’, 16). Ο δε Φινεές δια τον ζήλον οπού έδειξε και εθανάτωσε τον Ζαμβρί και την Χασβί την Μαδιανείτιδα, αναισχύντως και παρρησία εκπορνεύοντας εναντίον Μωϋσέως, και της συναγωγής υιών Ισραήλ, εκκεντήσας και τους δύω δια σειρομάστου· δια τον ζήλον λέγω τούτον έλαβε διαθήκην ιερωσύνης αιώνιον. Ούτω γαρ είπε περί αυτού ο Θεός· «Φινεές υιός Ελεάζαρ υιού Ααρών του Ιερέως, κατέπαυσε τον θυμόν μου από υιών Ισραήλ, εν τω ζηλώσαι μου τον ζήλον εν αυτοίς… Και έσται αυτώ και τω σπέρματι αυτού μετ’ αυτόν, διαθήκη ιερατείας αιωνία, ανθ’ ων εζήλωσε τω Θεώ αυτού, και εξιλάσατο περί των υιών Ισραήλ» (Αριθ. κε’, 11-13).
*
Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Αειθαλά και Αμών (7).
Αειθαλάς Αμών τε πικραίς βασάνοις,
Αιωνίως θάλλουσιν άμφω εν πόλω.
Ούτοι οι Άγιοι εδιαβάλθησαν ως Χριστιανοί εις τον Βάβδον τον ηγεμόνα της εν τη Θράκη ευρισκομένης Αδριανουπόλεως. Ερωτηθέντες λοιπόν από αυτόν δια να ειπούν το γένος και το επάγγελμα οπού έχουσιν, απεκρίθησαν, ότι είναι Χριστιανοί. Όθεν επροστάχθησαν δια να θυσιάσουν εις τα είδωλα, και μη καταπεισθέντες, εδάρθησαν με νεύρα βοών τόσον πολλά, ώστε οπού μέσα εις τον δαρμόν παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού.
(7) Εν δε τω τετυπωμένω Μηναίω και Συναξαριστή γράφεται Αμμούν.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Β΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Μάμαντος
Ἀκμαῖος ὢν Τριάδος εἰς πίστιν Μάμας,
Ἀκμαῖς τριαίνης καρτερεῖ τετρωμένος.
Δευτερίῃ χολάδες Μάμαντος χῦντο τριαίνῃ.
Οὗτος ἦτον ἀπὸ τὴν Γάγγραν πόλιν τῆς Παφλαγονίας, υἱὸς γονέων Χριστιανῶν καὶ τῆς τοῦ Χριστοῦ πίστεως ὁμολογητῶν. Ὅταν γὰρ οἱ γονεῖς του ἐπιάσθησαν ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας καὶ ἐβάλθησαν εἰς τὴν φυλακὴν διὰ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, τότε ὁ μακάριος οὗτος Μάμας ἐγεννήθη ἐκεῖ μέσα ἀπὸ τὴν φυλακωμένην μητέρα του, ἐν ἔτει σξ΄ [260]. Ἀφ’ οὗ δὲ οἱ γονεῖς του προσευχηθέντες, ἐτελειώθησαν καὶ ἐξεδήμησαν πρὸς Κύριον μέσα εἰς τὴν φυλακήν, ἔμεινεν ὁ ἀοίδιμος Μάμας ὀρφανός. Διὰ τοῦτο ἐπάρθη ἀπὸ μίαν γυναῖκα Χριστιανὴν πλουσίαν Ἀμμίαν ὀνομαζομένην, καὶ ἀνεθράφη ἀπὸ αὐτήν. Ἐπειδὴ δὲ συνεχῶς ὠνόμαζε τὴν ῥηθεῖσαν θετήν του μητέρα Μαμᾶν, ὠνομάσθη Μάμας (1). Ὅταν δὲ ἔγινε δεκαπέντε χρόνων, ἐπιάσθη ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας ὡς Χριστιανός, καὶ δέρνεται μὲ ῥαβδία. Εἶτα κρεμᾶται ἀπὸ τὸν λαιμόν του μολύβι, καὶ μὲ αὐτὸ ῥίπτεται μέσα εἰς τὴν θάλασσαν. Λυτρωθεὶς δὲ ἀπὸ τὸν πνιγμὸν τῆς θαλάσσης μὲ τὴν τοῦ Θεοῦ δύναμιν, κρύπτεται μέσα εἰς ἕνα σπήλαιον. Καὶ ἐκεῖ εὑρισκόμενος, τρέφεται μὲ τὸ γάλα τῶν ἐλάφων. Ὕστερον δὲ πάλιν πιασθεὶς ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας, βάλλεται μέσα εἰς ἀναμμένον καμίνι. Εἶτα δίδεται εἰς τὰ θηρία διὰ νὰ τὸν φάγουν. Καὶ ἀβλαβὴς διαφυλαχθείς, τελευταῖον ἐτρυπήθη εἰς τὰ σπλάγχνα πέρα καὶ πέρα, μὲ κοντάρι σιδηροῦν καὶ τρίλογχον, καὶ ἔτζι ἀναχωρήσας ἀπὸ τὴν παροῦσαν ζωήν, ἀπῆλθε πρὸς Κύριον διὰ νὰ λάβῃ τὸν στέφανον τῆς ἀθλήσεως (2). (Τὸν κατὰ πλάτος ἁπλοῦν Βίον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸν Ἐφραίμ. Ἑλληνιστὶ δὲ συνέγραψεν αὐτὸν ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Μάμας ὁ μέγας οὗτος». Σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ καὶ ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις.)
(1) Ἐν δὲ τῷ τετυπωμένῳ Ὡρολογίῳ γράφεται, ὅτι ὁ Ἅγιος οὗτος μετὰ τὴν γέννησίν του ἔμεινεν ἄφωνος πέντε χρόνους. Ἔπειτα ἐλάλησε ῥωμαϊστί: ἤτοι λατινιστὶ τὴν λέξιν ταύτην Μάμα. Διὰ τοῦτο καὶ ὠνομάσθη Μάμας.
(2) Σημειοῦμεν ἐδῶ, ὅτι ὁ Ἅγιος Μάμας, ἀφ’ οὗ ἐδέχθη τὴν μαρτυρικὴν καὶ ὁλοϋστερινὴν ἐκείνην λόγχην εἰς τὰ σπλάγχνα, εὐγῆκεν ἀπὸ τὸ θέατρον, κρατῶντας μὲ τὰς χεῖρας τὰ ἐντόσθιά του, ὁποῦ ἔμελλον νὰ χυθοῦν ἔξω. Καὶ μόλις ἤρκεσε νὰ φθάσῃ εἰς ἕνα τόπον, ἀπέχοντα ἀπὸ τὴν πόλιν Καισάρειαν ἕως ἕνα στάδιον, ἤτοι 125 ποδάρια. Ὅπου ὕστερον ἡ Ἀμμία ἡ θρεψαμένη αὐτὸν γυνή, ἔκτισε πολυτελῶς ἕνα ὡραῖον Ναὸν εἰς ὄνομα τοῦ Ἁγίου Μάμαντος. Εἰς τοῦτον δὲ τὸν Ναὸν ἑόρταζον κάθε χρόνον οἱ Καισαρεῖς κατὰ τὸν καιρὸν τῆς ἀνοίξεως, ὁποῦ μίαν φορὰν εὑρισκόμενος ὁ Θεολόγος Γρηγόριος, παρόντος καὶ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἐξεφώνησε τὸν πανηγυρικὸν λόγον, ὁποῦ ἔχει εἰς τὴν καινὴν Κυριακὴν τοῦ Θωμᾶ. Ἔνθα καὶ λέγει ἡ καλὴ ἐκείνη καὶ ῥητορικὴ καὶ μεγαλήγορος γλῶσσα· «Τί τ’ ἄλλα; νῦν Μάρτυρες αἰθριάζουσι καὶ πομπεύουσι, καὶ λαμπροῖς τοῖς βήμασι συγκαλοῦσι λαὸν φιλόχριστον, καὶ τοὺς ἄθλους δημοσιεύουσι. Τούτων εἷς ἐστι καὶ ὁ ἐμὸς στεφανίτης. Ἐμὸς γάρ, εἰ καὶ μὴ παρ’ ἐμοί. Πιπτέτω φθόνος (τοῦτο λέγει ὁ Ἅγιος ἀστείως διὰ τὸν Μέγαν Βασίλειον) εἰδόσι λέγω, Μάμας ὁ περιβόητος καὶ ποιμὴν καὶ Μάρτυς. Ὁ πρότερον μὲν τὰς ἐλάφους ἀμέλγων κατεπειγομένας ἀλλήλων, (κάθε γὰρ μία ἔλαφος ἐσπούδαζε νὰ προλάβῃ ἀπὸ τὴν ἄλλην, διὰ νὰ δώσῃ τὸ βυζί της εἰς τὸν Μάρτυρα), ἵνα ξένῳ γάλακτι τραφῇ δίκαιος. Νῦν δὲ ποιμαίνων λαὸν Μητροπόλεως, καὶ τὸ ἔαρ ἐγκαινίζων σήμερον ταῖς πολλαῖς χιλιάσι τῶν ἁπανταχόθεν ἐπειγομένων».
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Ἰωάννου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Νηστευτοῦ.
Τοῖς μὴ ῥέουσιν ἐντρυφᾷς νῦν ἡδέσι,
Νηστευτὰ ῥευστῶν ἡδονῶν Ἰωάννη.
Ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Ἰωάννης ὁ Νηστευτής, ἔζη κατὰ τοὺς χρόνους Ἰουστίνου καὶ Τιβερίου καὶ Μαυρικίου τῶν βασιλέων, ἐν ἔτει φπ΄ [580]. Ἐγεννήθη δὲ ἐν Κωνσταντινουπόλει, καὶ ὅταν ἦλθεν εἰς ἡλικίαν, ἔγινε χαράκτης κατὰ τὴν τέχνην. Ἦτον δὲ εὐσεβὴς ὁμοῦ καὶ φιλόπτωχος καὶ φιλόξενος καὶ φοβούμενος τὸν Θεόν. Οὗτος μίαν φορὰν ἐδέχθη ἕνα μοναχόν, ὁποῦ ἐκατάγετο ἀπὸ τὴν Παλαιστίνην, ὀνόματι Εὐσέβιον. Ὁ ὁποῖος περιπατῶντας εἰς τὴν στράταν ὁμοῦ μὲ τὸν Ἅγιον Ἰωάννην, καὶ εὑρισκόμενος κατὰ τὰ δεξιὰ μέρη τοῦ Ἁγίου, ἤκουσεν ἀοράτως μίαν φωνήν, ὁποῦ τῷ ἔλεγε. Δὲν εἶναι συγχωρημένον εἰς ἐσένα ἀββᾶ, διὰ νὰ περιπατῇς εἰς τὰ δεξιὰ μέρη τοῦ μεγάλου Ἰωάννου. Ἐπρομήνυε δὲ ὁ Θεὸς μὲ τὴν φωνὴν ταύτην, τὸ μέγα ἀξίωμα τῆς ἀρχιερωσύνης, ὁποῦ ἔμελλε νὰ λάβῃ ὁ Ἰωάννης. Μετὰ ταῦτα γίνεται γνώριμος καὶ φίλος ὁ Νηστευτὴς οὗτος Ἰωάννης μὲ τὸν συνώνυμόν του Ἅγιον Ἰωάννην τὸν τρίτον, τὸν ἀπὸ Σχολαστικῶν καλούμενον, ὅστις καὶ Πατριάρχης ἐχρημάτισε Κωνσταντινουπόλεως (3), ὁ ὁποῖος ἐσυναρίθμησεν αὐτὸν εἰς τὴν τάξιν τῶν Ἀναγνωστῶν. Ἔπειτα ἐχειροτόνησεν αὐτὸν Διάκονον, καὶ μετὰ ταῦτα Πρεσβύτερον.
Εἰς καιρὸν δὲ ὁποῦ ἦτον ἀκόμη Διάκονος ὁ Ἅγιος οὗτος, ἐπῆγεν εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Λαυρεντίου κατὰ τὴν ὥραν τοῦ μεσημερίου. Καὶ ἐκεῖ εὑρίσκει ἕνα ἐρημίτην, τὸν ὁποῖον τινὰς δὲν ἐγνώριζεν ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ, ποῖος εἶναι. Οὗτος λοιπὸν ἔδειχνεν εἰς τὸν θεῖον Ἰωάννην τοὺς ἀναβαθμοὺς καὶ τὰ σκαλοπάτια, ὁποῦ εὑρίσκονται ὄπισθεν τῆς ἁγίας Τραπέζης, καὶ ἀναβαίνουν ἐπάνω εἰς τὸ ἱερὸν σύνθρονον, ὁποῦ κάθηται ὁ Ἀρχιερεύς. Καὶ ταῦτα δεικνύοντος αὐτοῦ, ἰδοὺ ἐφάνησαν μυριάδες Ἁγίων. Καὶ ἠκούετο ἐξ αὐτῶν μία φωνὴ μεμιγμένη, καὶ μία μελῳδία γλυκυτάτη καὶ παναρμόνιος. Ὅλοι δὲ οἱ φαινόμενοι ἐκεῖνοι Ἅγιοι ἦτον ἐνδεδυμένοι μὲ στολὰς ἄσπρας καὶ λαμπράς.
Αὕτη δὲ ἡ ὀπτασία, ἦτον ἕνα σημάδι ἀληθινὸν τῆς λαμπρότητος, ὁποῦ ἔμελλε νὰ λάβῃ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης οὗτος. Ἐπειδὴ δὲ ἦτον διαμοιραστὴς τῶν ἄσπρων τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἐκκλησίας ὁ Ἅγιος, εἰς καιρὸν ὁποῦ ἐγύριζεν ἀπὸ τὸν ἔξωθεν πεδινὸν τόπον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἔμεινε μόνον ἕνα πουγκεῖον ἄσπρα, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐμοίραζε πλουσίως ἐλεημοσύνην. Καὶ ἐπειδὴ ἐσύντρεχον ἀκόμη πτωχοὶ περισσότεροι, διὰ τοῦτο καὶ αὐτὸς ἔδιδεν ἀκόμη περισσοτέραν τὴν ἐλεημοσύνην. Τὸ δὲ πουγκεῖον τελείως δὲν εὐκερόνετο, ἀλλὰ καὶ περισσότερον ἀκόμη ἐγέμιζεν. Ὅταν δὲ ὁ Ἅγιος ἔφθασεν εἰς τὸ παζάρι, τὸ ἐπονομαζόμενον Βοῦν, σκορπίζωντας εἰς ὅλους τὴν ἐλεημοσύνην, τότε εὑρέθη ἐκεῖ ἕνας φθονερὸς ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἐφώναξε καὶ εἶπε. Κύριε ἐλέησον, ἕως πότε δὲν εὐκερόνεται εἰς ἡμᾶς τὸ πουγκεῖον τοῦτο; Καὶ παρευθύς, (ὢ καὶ τί δὲν κάμνει ὁ φθόνος!) τὸ μὲν πουγκεῖον εὑρέθη εὔκερον. Ὁ δὲ Ἅγιος βλέπωντας μὲ λεοντικὸν καὶ ἄγριον βλέμμα τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον, ὁ Θεός, εἶπε, νά σοι συγχωρήσῃ ἀδελφέ, διατὶ, ἂν ἐσὺ δὲν ἔλεγες τὸν φθονερὸν αὐτὸν λόγον, εἰς πολλὴν ὥραν ἤθελε διαρκέσῃ τὸ πουγκεῖον διαμοιραζόμενον καὶ μὴ εὐκερονόμενον.
Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἅγιος οὗτος ἐπιάσθη διὰ νὰ χειροτονηθῇ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ὕστερα ἀφ’ οὗ ἐκοιμήθη ὁ Εὐτύχιος (4), καὶ δὲν ἐπείθετο εἰς τοῦτο, τούτου χάριν εἶδε μίαν ἔκστασιν φοβεράν, ἥτις ἦτον τοιαύτη. Ἐφάνη εἰς αὐτὸν μία θάλασσα τόσον μεγάλη, ὁποῦ ἔφθανεν ἀπὸ τὴν γῆν ἕως τοῦ οὐρανοῦ. Ὁμοίως ἐφάνη καὶ ἕνα φοβερὸν καμίνι ἀναμμένον. Ἐφάνη δὲ πρὸς τούτοις καὶ ἕνα πλῆθος Ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι ἔλεγον εἰς τὸν θεῖον Ἰωάννην. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γένῃ τὸ πρᾶγμα κατὰ ἄλλον τρόπον. Μόνον σιώπα. Εἰδὲ καὶ ἀντιλέγεις, ἤξευρε ὅτι θέλεις δοκιμάσεις καὶ τὰς δύω παιδείας ταύτας, καὶ τῆς θαλάσσης καὶ τῆς καμίνου. Ἐφαίνοντο δὲ ὅτι ἔλεγον ταῦτα μὲ ἕνα μεγάλον φοβερισμόν. Ὅθεν ἀφ’ οὗ ταῦτα εἶδεν ὁ Ἅγιος, καὶ μὴ θέλωντας παρέδωκε τὸν ἑαυτόν του εἰς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐχειροτονήθη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Καὶ τοῦτο πότε; ὕστερα ἀφ’ οὗ διὰ μέσου τῆς ἄκρας ἀσκήσεως διεπέρασεν εἰς τὴν τελειότητα κάθε ἀρετῆς.
Μίαν φορὰν διαπερνῶντας ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὸν τόπον τὸν ὀνομαζόμενον Ἕβδομον, εἶδε πῶς ἐσηκώθη μεγάλη φορτοῦνα εἰς τὴν θάλασσαν. Ὅθεν διὰ προσευχῆς του μετέβαλεν αὐτὴν εἰς γαλήνην, ποιήσας τὸν τύπον τοῦ Σταυροῦ. Ὁ δὲ Γαζεὺς Ἰωάννης ὁ Σχολαστικός, μὲ τὸ νὰ εἶχεν εἰς τοὺς ὀφθαλμούς του ἐπίχυσιν αἵματος καὶ δὲν ἔβλεπε, διὰ τοῦτο ἐπρόστρεξεν εἰς τὸν Ἅγιον τοῦτον Ἰωάννην καὶ ἐκοινώνησεν ἀπὸ αὐτὸν τὰ θεῖα Μυστήρια. Ὅταν δὲ ἐκοινώνει αὐτὸν ὁ Ἅγιος, εἶπε. Τοῦτο τὸ Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἰατρεύσαντος τὸν ἐκ γενετῆς τυφλόν, αὐτὸ θέλει ἰατρεύσει καὶ τὴν ἐδικήν σου τύφλωσιν. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! ὁμοῦ μὲ τὸν λόγον ἰατρεύθη ὁ πρὶν τυφλὸς Ἰωάννης.
Ἕνα καιρὸν ἠκολούθησε μεγάλον θανατικὸν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ὅθεν ἔδωκεν ὁ Ἅγιος εἰς ἕνα του ὑπηρέτην δύω ζιμπίλια, τὸ μὲν ἓν ζιμπίλιον, εὔκερον· τὸ δὲ ἄλλο, γεμάτον ἀπὸ πέτρας μικράς, καὶ εἶπεν αὐτῷ. Πήγαινε στάσου εἰς τὸν δρόμον τὸν ὀνομαζόμενον Βοῦν. Καὶ μέτρα τοὺς νεκρούς, ὁποῦ περνοῦν ἀπὸ ἐκεῖ. Καὶ ὅσοι εἶναι οἱ νεκροί, τόσας πέτρας ῥίπτε μέσα εἰς τὸ εὔκερον ζιμπίλιον. Τοῦτο λοιπὸν ποιήσας ὁ ὑπηρέτης ὅλην τὴν ἡμέραν, τὸ βράδυ ἐμέτρησε τὰς πέτρας, καὶ εὑρῆκεν, ὅτι κατ’ ἐκείνην τὴν ἡμέραν εὐγῆκαν νεκροὶ τριακόσιοι εἰκοσιτρεῖς. Ὁμοίως τοῦτο ποιήσας καὶ τὴν ἐρχομένην ἡμέραν, εὑρῆκεν, ὅτι εὐγῆκαν νεκροὶ ὀλιγώτεροι. Καὶ ἀκολούθως τοῦτο ποιήσας ἕως εἰς ἑπτὰ ἡμέρας, εὗρεν ὅτι ἔπαυσε παντελῶς τὸ θανατικὸν μὲ τὴν ἐκτενῆ προσευχὴν τοῦ Ἁγίου. Τόσην δὲ ἐπιμέλειαν ἔδειχνεν εἰς τὴν ἐγκράτειαν ὁ Ἅγιος οὗτος, ὥστε ὁποῦ εἰς ἕξι μῆνας δὲν ἔπιε νερόν. Τὸ δὲ φαγητὸν καὶ ποτόν του ἦτον, ἕνα μαροῦλι, καὶ ὀλίγον πεπόνι, ἢ σταφύλια, ἢ σῦκα ὀλίγα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα, πότε τὸ ἕνα ἔτρωγε, καὶ πότε τὸ ἄλλο. Ἔτρωγε δὲ ταῦτα ἕως εἰς τοὺς δεκατρεῖς ἥμισυ χρόνους τῆς πατριαρχείας του.
Ὁ δὲ ὕπνος τοῦ Ἁγίου τούτου μὲ τοιοῦτον τρόπον ἐγίνετο. Καθήμενος εἰς ἕνα τόπον, ἐσυμμάζονε τὰ στήθη του εἰς τὰ γόνατά του καὶ οὕτως ἐκοιμᾶτο. Πλὴν διὰ νὰ μὴ κοιμᾶται περισσότερον καιρὸν ἀπὸ ἐκεῖνον, ὁποῦ ἤθελεν, ἄναπτεν ἕνα κηρί. Εἰς δὲ τὸ κηρὶ ἐπήγνυε μίαν μεγάλην βελόναν. Ὑποκάτω δὲ εἰς τὸ κηρὶ καὶ εἰς τὴν βελόναν, ἔβανε μίαν λεκάνην. Ὅταν λοιπὸν καῖον τὸ κηρὶ καὶ διαλυόμενον ἔφθανεν εἰς τὸν τόπον, ὅπου ἦτον ἡ βελόνα, τότε ἐρρίπτετο ἡ βελόνα μέσα εἰς τὴν λεκάνην. Ἀπὸ δὲ τὸν κτύπον τῆς βελόνης ἐξύπνα ὁ Ἅγιος καὶ εὐθὺς ἐσηκόνετο. Ἀνίσως δὲ κᾀμμίαν φορὰν ἐτύχαινε νὰ μὴν ἀκούσῃ τὸν κτύπον τῆς βελόνης, ἐπέρνα ἄγρυπνος ὅλην τὴν ἐρχομένην νύκτα. Μὲ τοιοῦτον τρόπον ἐπολέμει τὰ πάθη ὁ τρισμακάριστος διὰ προσευχῆς καὶ νηστείας καὶ ἀγρυπνίας. Οὗτος ὁ Ἅγιος διὰ προσευχῆς του ἐγύριζεν ἀπράκτους καὶ τοὺς τῶν βαρβάρων πολέμους, καὶ διέλυε τὰς βλάβας, ὁποῦ κατὰ τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἤρχοντο. Καὶ ὅλην τὴν ποίμνην αὑτοῦ ἐφύλαττεν ἀπὸ τοὺς ὁρατοὺς καὶ ἀοράτους ἐχθρούς.
Μίαν φοράν, οὔσης ἡμέρας Παρασκευῆς, εἶπον μερικοὶ εἰς τὸν Ἅγιον. Αὔριον, Δέσποτα, θέλει γένῃ θέατρον καὶ ἱπποδρόμιον, ἤγουν πηλάλημα καὶ παρατρέξιμον τῶν ἀλόγων. Ἦτον δὲ ἡ ἐρχομένη ἡμέρα Σάββατον τῆς Πεντηκοστῆς. Ὁ δὲ Ἅγιος ἀποκριθεὶς εἶπε. Ἱπποδρόμιον θέλει γένῃ εἰς τὴν Πεντηκοστήν; Παρεκάλει λοιπὸν τὸν Θεὸν νὰ δείξῃ σημεῖον διὰ νὰ φοβηθοῦν οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ ἐμποδισθοῦν ἀπὸ τὸ τοιοῦτον παιγνίδιον. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! ὅταν ἦλθε τὸ δειλινὸν τοῦ Σαββάτου, εἰς καιρὸν ὁποῦ ἦτον ἀνέφελος ὁ οὐρανός, ἔγιναν ἀνεμοστρόφιλα φοβερὰ καὶ πλῆθος ἀνέμων. Καὶ τόση ῥαγδαία βροχὴ ἔπεσεν, εἰς τρόπον ὅτι ἔφυγεν εὐθὺς ὁ λαὸς ὅλος ἀπὸ τὸν τόπον τοῦ ἱπποδρομίου, καὶ ἐνόμισεν, ὅτι ἔφθασεν ἡ τοῦ κόσμου συντέλεια. Τοιαύτη γὰρ μεγάλη ταραχὴ τῶν στοιχείων δὲν ἐνθυμοῦντο νὰ ἠκολούθησε πώποτε εἰς τὸν καιρόν τους, φοβίζουσα ἅπαντας.
Γυνὴ ἔχουσα ἄνδρα δαιμονισμένον, ἐπρόστρεξεν εἰς ἕνα ἐρημίτην διὰ νὰ τὸν ἰατρεύσῃ. Ὁ δὲ ἐρημίτης εἶπε πρὸς αὐτήν. Πήγαινε εἰς τὸν ἁγιώτατον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννην, καὶ ἐκεῖνος θέλει ἰατρεύσει τὸν ἄνδρα σου. Ὅθεν τοῦτο ποιήσασα ἡ γυνή, δὲν ἀπέτυχε τοῦ ποθουμένου· ἐπειδὴ διὰ προσευχῆς τοῦ θείου Ἰωάννου, ἔλαβε τὴν ἰατρείαν ὁ ἄνδρας της. Καὶ πέρνουσα αὐτὸν ὑγιῆ, ἐγύρισεν εἰς τὸν οἶκόν της χαίρουσα. Μὲ τὴν εὐχὴν τοῦ Ἁγίου τούτου καὶ πολλαὶ στεῖραι γυναῖκες ἐτεκνοποίησαν, καὶ πολλοὶ ἀσθενεῖς τὴν θεραπείαν ἔλαβον. Πατριαρχεύσας λοιπὸν οὗτος ἔτη δεκατρία καὶ μῆνας πέντε, ἐκοιμήθη ἐν ἔτει φϞε΄ [595], τῇ δευτέρᾳ τοῦ Σεπτεμβρίου. Καὶ ἔγινε μετὰ τοῦτον Πατριάρχης ὁ Κυριακός, ὅστις ἑορτάζεται κατὰ τὴν εἰκοστὴν ἑβδόμην τοῦ Ὀκτωβρίου.
Ὅταν δὲ ὁ Ἅγιος ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ καὶ ἀπῆλθε πρὸς Κύριον, ἐβάλθη εἰς τὸ μέσον τὸ λείψανόν του διὰ νὰ τὸ ἀσπασθοῦν οἱ Χριστιανοί. Τότε ἐλθὼν Νεῖλος ὁ ἐνδοξότατος ἔπαρχος διὰ νὰ ἀσπασθῇ, ὢ τοῦ θαύματος! καθὼς αὐτὸς ἐφίλησε τὸ λείψανον, εὐθὺς ἐσηκώθη καὶ τὸ λείψανον καὶ ἀντεφίλησεν αὐτόν, ὡσὰν νὰ ἦτον ζωντανόν· καὶ λόγια δέ τινα μυστικὰ εἶπεν εἰς τὸ αὐτί του, τὰ ὁποῖα ὁ θεῖος Νεῖλος εἰς κᾀνένα δὲν ἐφανέρωσεν εἰς ὅλην του τὴν ζωήν. Ὥστε ὁποῦ βλέποντες ὅλος ὁ λαὸς τὸ τοιοῦτον θαυμάσιον, ἐξεπλάγησαν, καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, τὸν οὕτω δοξάζοντα τοὺς Ἁγίους του. Ἔπειτα ἐκηδεύθη εὐλαβῶς καὶ ἐντίμως, καὶ ἐβάλθη μέσα εἰς τὸ Ἅγιον Βῆμα τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. (Ἐποίησε δὲ καὶ βιβλίον ὁ θεῖος οὗτος Ἰωάννης ὁ Νηστευτής, Κανονικὸν ὀνομαζόμενον, περὶ τοῦ ὁποίου ὅρα ἔν τε τῷ ἡμετέρῳ Πηδαλίῳ, καὶ ἐν τῷ νεοτυπώτῳ Ἐξομολογηταρίῳ (5).)
(3) Ὁ Ἰωάννης οὗτος ἑορτάζεται κατὰ τὴν εἰκοστὴν πρώτην Φευρουαρίου. Ἐσφαλμένως δὲ γράφεται ἔν τε τῷ τετυπωμένῳ Μηναίῳ καὶ τετυπωμένῳ Συναξαριστῇ τὸ ὄνομα Εὐτύχιος, ἀντὶ τοῦ Ἰωάννου τούτου. Καθότι οὐδεὶς Εὐτύχιος ἱστορεῖται ἀπὸ Σχολαστικῶν καλούμενος.
(4) Σημείωσαι, ὅτι ἐξωρίσθη μὲν πρότερον ὁ Εὐτύχιος ὑπὸ τοῦ μεγάλου Ἰουστινιανοῦ εἰς Ἀμάσειαν, καὶ ἀντ’ αὐτοῦ ἔγινε Πατριάρχης ὁ ἀπὸ Σχολαστικῶν Ἰωάννης. Ὕστερον δὲ ἀνεκαλέσθη πάλιν εἰς τὸν θρόνον ὁ Εὐτύχιος. Καὶ μετὰ ἓξ ἡμέρας τοῦ θανάτου τοῦ Εὐτυχίου, ἔγινε Πατριάρχης ὁ Νηστευτὴς οὗτος.
(5) Περιττῶς δὲ γράφεται ἐδῶ ἡ μνήμη Παύλου τοῦ νέου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Οὗτος γὰρ ἑορτάζεται κατὰ τὴν τριακοστὴν τοῦ Αὐγούστου, μετὰ Ἀλεξάνδρου καὶ Ἰωάννου τῶν Πατριαρχῶν. Ὁμοίως περιττῶς γράφεται ἐν τοῖς Μηναίοις ἡ μνήμη Παύλου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Ὁμολογητοῦ. Αὕτη γὰρ ἑορτάζεται κατὰ τὴν ἕκτην τοῦ Νοεμβρίου, ὅτε καὶ τὸ Συναξάριον αὐτοῦ γράφεται.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Διομήδης σπαθιζόμενος τελειοῦται.
Σίδηρος εἰς σίδηρον ὢν Διομήδης,
Πρὸς τοὺς σπαθισμοὺς ἀνδρικῶς ἐκαρτέρει.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰουλιανὸς ξύλῳ θλασθεὶς τὴν κεφαλήν, τελειοῦται.
Ἰουλιανὸς συντριβεὶς κάραν ξύλῳ,
Τὸν πρὸς Θεὸν νοῦν, σῷος εἰς τέλος μένει.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Φίλιππος ξίφει τελειοῦται.
Ἵππον ταχὺν Φίλιππος τὴν τομὴν ἔχων,
Πρὸς τὸν φιλοῦντα θᾶττον ἦλθε Δεσπότην.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Εὐτυχιανὸς ἐν ἐσχάρᾳ πυρὸς τελειοῦται.
Εὐτυχιανὸς πυρποληθεὶς ἐσχάρᾳ,
Εἰς εὐτυχῆ μετῆλθε κλῆρον Μαρτύρων.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἡσύχιος ἀπαγχονισθεὶς τελειοῦται.
Ποθῶν τὸν ὄντως Ἡσύχιος Δεσπότην,
Καὶ τὸν δι’ αὐτὸν ἡσύχως φέρει βρόχον.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Λεωνίδης πυρὶ τελειοῦται.
Τοῦ πρὸς Θεόν σε φλὸξ πόθου Λεωνίδη,
Ἔπειθε ῥᾷστα καὶ φλογὸς φέρειν βίαν.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Εὐτύχιος σταυρωθεὶς τελειοῦται.
Βαίνων κατ’ ἴχνος Εὐτύχιος Κυρίου,
Δίκην ἐκείνου καρτερεῖ σταυροῦ πάθος.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Φιλάδελφος, λίθῳ τὸν τράχηλον βαρυνθείς, τελειοῦται.
Σαρκὸς βάρος πᾶν ἐκλιπὼν λίθου βάρει,
Ἀνῆλθε κοῦφος Φιλάδελφος εἰς πόλον.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Μελάνιππος πυρὶ τελειοῦται.
Εἴπέρ τι Μελάνιππος εἶχε καὶ μέλαν,
Κάθαρσιν εὗρεν εἰς τὸ πῦρ βεβλημένος.
*
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Παρθαγάπη ἐν τῇ θαλάσσῃ τελειοῦται.
Θνήσκεις θαλάσσης ἔνδον ὦ Παρθαγάπη,
Καὶ δωρεῶν θάλασσαν εὑρίσκεις ἄνω.
*
Μνήμη τῶν δικαίων Ἱερέων Ἐλεάζαρ καὶ Φινεές (6).
Τὸν Ἐλεάζαρον καὶ Φινεές τε τοὺς θύτας,
Τιμῶμεν ἄμφω ὡς φίλους τοῦ Κυρίου.
(6) Ἀπὸ τοὺς δύω Ἱερεῖς τούτους ὁ μὲν Ἐλεάζαρ ἦτον υἱὸς τοῦ Ἀαρών. Ὁ δὲ Φινεές, ἦτον υἱὸς μὲν τοῦ Ἐλεάζαρ, ἔγγονος δὲ τοῦ Ἀαρών. Καὶ ὁ μὲν Ἐλεάζαρ ἦτον ἐπιτηρητὴς τῆς Σκηνῆς, καθὼς γέγραπται περὶ αὐτοῦ· «Ἐπίσκοπος Ἐλεάζαρ υἱὸς Ἀαρὼν τοῦ Ἱερέως. Τὸ ἔλαιον τοῦ φωτός, καὶ τὸ θυμίαμα τῆς συνθέσεως, καὶ ἡ θυσία ἡ καθ’ ἡμέραν, καὶ τὸ ἔλαιον τῆς χρίσεως, ἡ ἐπισκοπὴ ὅλης τῆς Σκηνῆς» (Ἀριθ. δ΄, 16). Ὁ δὲ Φινεὲς διὰ τὸν ζῆλον ὁποῦ ἔδειξε καὶ ἐθανάτωσε τὸν Ζαμβρὶ καὶ τὴν Χασβὶ τὴν Μαδιανείτιδα, ἀναισχύντως καὶ παρρησίᾳ ἐκπορνεύοντας ἐναντίον Μωϋσέως, καὶ τῆς συναγωγῆς υἱῶν Ἰσραήλ, ἐκκεντήσας καὶ τοὺς δύω διὰ σειρομάστου· διὰ τὸν ζῆλον λέγω τοῦτον ἔλαβε διαθήκην ἱερωσύνης αἰώνιον. Οὕτω γὰρ εἶπε περὶ αὐτοῦ ὁ Θεός· «Φινεὲς υἱὸς Ἐλεάζαρ υἱοῦ Ἀαρὼν τοῦ Ἱερέως, κατέπαυσε τὸν θυμόν μου ἀπὸ υἱῶν Ἰσραήλ, ἐν τῷ ζηλῶσαί μου τὸν ζῆλον ἐν αὐτοῖς… Καὶ ἔσται αὐτῷ καὶ τῷ σπέρματι αὐτοῦ μετ’ αὐτόν, διαθήκη ἱερατείας αἰωνία, ἀνθ’ ὧν ἐζήλωσε τῷ Θεῷ αὐτοῦ, καὶ ἐξιλάσατο περὶ τῶν υἱῶν Ἰσραήλ» (Ἀριθ. κε΄, 11-13).
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἀειθαλᾶ καὶ Ἀμών (7).
Ἀειθαλᾶς Ἀμών τε πικραῖς βασάνοις,
Αἰωνίως θάλλουσιν ἄμφω ἐν πόλῳ.
Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἐδιαβάλθησαν ὡς Χριστιανοὶ εἰς τὸν Βάβδον τὸν ἡγεμόνα τῆς ἐν τῇ Θρᾴκῃ εὑρισκομένης Ἀδριανουπόλεως. Ἐρωτηθέντες λοιπὸν ἀπὸ αὐτὸν διὰ νὰ εἰποῦν τὸ γένος καὶ τὸ ἐπάγγελμα ὁποῦ ἔχουσιν, ἀπεκρίθησαν, ὅτι εἶναι Χριστιανοί. Ὅθεν ἐπροστάχθησαν διὰ νὰ θυσιάσουν εἰς τὰ εἴδωλα, καὶ μὴ καταπεισθέντες, ἐδάρθησαν μὲ νεῦρα βοῶν τόσον πολλά, ὥστε ὁποῦ μέσα εἰς τὸν δαρμὸν παρέδωκαν τὰς ψυχάς των εἰς χεῖρας Θεοῦ.
(7) Ἐν δὲ τῷ τετυπωμένῳ Μηναίῳ καὶ Συναξαριστῇ γράφεται Ἀμμοῦν.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *