Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου28 Δεκεμβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΚΗ’, μνήμη των Αγίων δισμυρίων, ήτοι είκοσι χιλιάδων Μαρτύρων, των εν Νικομηδεία καέντων.
Ως προσφοραί σοι Σώτερ εξωπτημέναι,
Οι δισμύριοι του νεώ κείνται μέσον.
Ανέρας (ήτοι άνδρας) ογδοάτη κτάνεν εικάδι δισμυρίους πυρ.
Όταν ο βασιλεύς Μαξιμιανός εγύρισε νικητής από τον πόλεμον, οπού έκαμεν εναντίον των Αιθιόπων εν έτει τδ’ [304], ηθέλησε να θυσιάση εις τα είδωλα δια την νίκην αυτήν. Και λοιπόν επέμφθησαν από αυτόν γράμματα εις κάθε μέρος, παρακινητικά δια να έλθουν όλοι εις την Νικομήδειαν, και να προσκυνήσουν τους εδικούς του θεούς. Τότε ο Άγιος Άνθιμος, Επίσκοπος ώντας της Νικομηδείας, εσυνάθροισεν όλον τον λαόν των Χριστιανών μέσα εις την Εκκλησίαν. Έτυχε γαρ τότε να ήναι η εορτή της Χριστού Γεννήσεως. Και μαζί με όλους συνεόρταζε και αυτός και εδίδασκε την αληθινήν πίστιν. Επειδή δε τούτο έμαθεν ο Μαξιμιανός, επρόσταξε να βαλθούν φρύγανα και ξύλα τριγύρω εις την Εκκλησίαν και να αναφθούν. Ίνα κατακαούν οι εν τη Εκκλησία Χριστιανοί. Τούτο δε μαθών ο ρηθείς Επίσκοπος Άγιος Άνθιμος, εσπούδασε μίαν ώραν πρότερον και εβάπτισεν όλους, όσοι ήτον ακόμη κατηχούμενοι. Και την θείαν Λειτουργίαν επιτελέσας, εκοινώνησεν όλους τα θεία και άχραντα Μυστήρια. Και έτζι ανάφθησαν τα φρύγανα και κατέκαυσαν όλους τους Χριστιανούς, οπού ευρέθησαν μέσα εις την Εκκλησίαν. Οίτινες ήσαν εις τον αριθμόν είκοσι χιλιάδες. Ο δε ρηθείς Άγιος Άνθιμος δεν εκάη, αλλά διεφυλάχθη αβλαβής υπό της θείας χάριτος. Ίνα και άλλους ωφελήση δια της διδασκαλίας του, και ίνα βαπτίσας αυτούς, προσφέρη σεσωσμένους εις τον Χριστόν. Και προς τούτοις, ίνα μετά ταύτα λαβών περισσότερα βάσανα, δια μέσου αυτών, μεταβή προς τον Χριστόν, με παρρησίαν μεγαλιτέραν και δόξαν. Και ούτως απολαύση την Βασιλείαν του. Κατά την τρίτην γαρ του Σεπτεμβρίου έλαβεν ο αοίδιμος τον του μαρτυρίου στέφανον, κατά την οποίαν και εορτάζεται. (Το κατά πλάτος Μαρτύριον αυτών όρα εις το Εκλόγιον. Τούτο δε συνέγραψεν ελληνιστί ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Άρτι Μαξιμιανού». Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη Μονή των Ιβήρων και εν άλλαις.)
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη των από της συγκλήτου Αγίων Μαρτύρων, των έξω της πυράς απολειφθέντων και διαφόρως βασανισθέντων και τελειωθέντων.
*
Ο Άγιος Ίνδης, εν τη θαλάσση βληθείς, τελειούται.
Ίνδην ακούω του βίου λαβείν πέρας,
Άκρον καταντήσαντα προς βυθού πέρας.
*
Οι Άγιοι Γοργόνιος και Πέτρος εν τη θαλάσση τελειούνται.
Πόντος καλύπτει Γοργόνιον και Πέτρον,
Μνήμη δε τούτων ου καλύπτεται χρόνω.
*
Ο Άγιος Ζήνων ξίφει τελειούται.
Ζήνων κεφαλήν τέμνεται δια ξίφους,
Μη προσκυνείν άγαλμα του Ζηνός θέλων.
*
Ο Άγιος Μαρδόνιος πυρί τελειούται.
Και Μαρδόνιον Μαρτύρων έγνων ένα,
Στέργοντα Χριστόν, και στέγοντα πυρ φλέγον.
*
Ο Άγιος Δωρόθεος ο πρεπόσιτος ξίφει τελειούται.
Ο Δωρόθεος την κεφαλήν μου λέγει,
Δώρον κομίζω τω Θεώ τετμημένην.
*
Ο Άγιος Θεόφιλος ο Διάκονος, λιθοβοληθείς, τελειούται.
Απόγραφε βληθέντα συχνοίς τοις λίθοις,
Και Θεόφιλον συλλόγω Θεού φίλων.
*
Ο Άγιος Μυγδόνιος, βόθρω εγχωσθείς, τελειούται.
Καν χωννύηται Μυγδόνιος εν βόθρω,
Εγνωσμένος τοις πάσι Μάρτυς τυγχάνει.
*
Ο Άγιος Γλυκέριος ο Πρεσβύτερος πυρί τελειούται.
Ο Γλυκέριος εις το πυρ βεβλημένος,
Έφη γλυκύς μοι της τελευτής ο τρόπος.
Αφ’ ου ο μιαρός Μαξιμιανός έδωκεν απόφασιν να κατακαούν μέσα εις την Εκκλησίαν οι είκοσι χιλιάδες Χριστιανοί, ως είπομεν ανωτέρω, επρόσταξεν ο θηριώδης, ίνα φονευθούν και όσοι Χριστιανοί ευρέθησαν έξω από την φωτίαν και δεν εκάησαν. Όθεν ο μεν Άγιος Ίνδης και Γοργόνιος και Πέτρος, δεθέντες με πέτρας, ερρίφθησαν εις την θάλασσαν. Ο δε στρατηγός Ζήνων, συντριβείς με πέτρας εις το πρόσωπον και εις τους οδόντας, απεκεφαλίσθη μαζί με τον πρεπόσιτον Δωρόθεον. Ο δε Μαρδόνιος τελειούται με την φωτίαν. Ο δε Μυγδόνιος βάλλεται μέσα εις ένα λάκκον και εκεί τελειούται. Γλυκέριος δε ο Πρεσβύτερος ετελειώθη με την φωτίαν. Ο δε Θεόφιλος ο Διάκονος, αφ’ ου πρώτον εκόπη η γλώσσα του, ελιθοβολήθη εις τον κάμπον. Ομοίως δε και άλλοι πολλοί κατ’ εκείνην την ημέραν έλαβον τους στεφάνους του μαρτυρίου. (Όρα περί τούτων πλατύτερον εις το Εκλόγιον.)
*
Η Αγία Δόμνα, ξίφει τμηθείσα, τω πυρί τελειούται.
Έκτην συνάπτω ταις φρονίμοις παρθένοις,
Την ψευδόμωρον Δόμναν εκτετμημένην.
Η Αγία Μάρτυς Δόμνα ήτον και αυτή κατά τους χρόνους του Μαξιμιανού, καταγομένη εκ της Νικομηδείας, ιέρισσα υπάρχουσα του εν τω παλατίω ναού. Ο οποίος διατί είχε δώδεκα θεών είδωλα, ωνομάζετο Δωδεκάθεον. Επειδή δε έτυχε να εύρη τας Πράξεις των Αγίων Αποστόλων και τας Επιστολάς του Αγίου Παύλου, εφωτίσθη από αυτά κατά την ψυχήν, και μαθούσα την αληθινήν πίστιν, επίστευσεν εις τον Χριστόν. Όθεν εβαπτίσθη από τον Επίσκοπον της Νικομηδείας Κύριλλον, μαζί με τον ευνούχον Ίνδην, περί του οποίου ανεφέραμεν ανωτέρω. Από τότε δε και ύστερα, όσον μισθόν έπερνεν η μακαρία από το παλάτιον, τον εμοίραζεν εις τους πτωχούς. Επειδή δε εγνωρίσθη από τον αρχιευνούχον, πως είναι Χριστιανή, και έμελλε να τιμωρηθή, δια τούτο εκαμώθη, πως είναι παράφρων και τρελή. Όθεν απεστάλθη εις τον Επίσκοπον των Χριστιανών, δια να ιατρευθή παρ’ εκείνου από την τρελάδα.
Και λοιπόν ευρίσκετο η Αγία μαζί με τους Χριστιανούς. Είτα εμβαίνουσα μέσα εις ένα ασκητήριον Παρθένων, εκεί έμεινεν ησυχάζουσα. Ο δε Μαξιμιανός γυρίζωντας νικητής από το κατά των Αιθιόπων ταξείδιον, εζήτει την Δόμναν. Μαθών δε ότι ετρελάθη, πολλά ελυπήθη. Έπειτα από την μανίαν του, αλησμόνησε την τρελάδα της Δόμνας. Όθεν πάλιν εζήτει αυτήν. Δια τούτο η Αγία, φοβηθείσα μήπως την εύρη, ενεδύθη ανδρίκεια φορέματα από την Ηγουμένην του ασκητηρίου, εις το οποίον έμενε. Και συντροφευθείσα με τας ευχάς και δάκρυα των Παρθένων, ευγήκε κρυφίως από το ασκητήριον. Επειδή όμως ο αλιτήριος Μαξιμιανός εζήτησε την Δόμναν και δεν την εύρε, δια τούτο ελύσσαζεν εναντίον εις όλα τα εκεί ευρισκόμενα ασκητήρια, και κατεκρήμνιζεν αυτά και ηφάνιζεν. Όθεν ακολούθως και αι Παρθένοι των ασκητηρίων, παρεδίδοντο αισχρώς εις το να ατιμασθούν παρά των στρατιωτών. Πλην ο εκ Παρθένου γεννηθείς Χριστός, δεν υπέφερε να ατιμασθούν τα σώματα των αυτώ αφιερωμένων. Αλλ’ ελύτρωσεν αυτάς δια θαύματος από τας χείρας των ακολάστων.
Επειδή δε επρόσταξεν ο τύραννος και έκαυσαν τας εν τη Εκκλησία είκοσι χιλιάδας Χριστιανών, τους δε μη καέντας επρόσταξε να βασανισθούν με διάφορα βάσανα, ως ανωτέρω είπομεν. Δια τούτο η Αγία Δόμνα μαθούσα ταύτα, εχάρη. Και επαρακινήθη να μιμηθή και αυτή εκείνους τους Αγίους Μάρτυρας. Όθεν καταβαίνει από το βουνόν εις την θάλασσαν με σχήμα ανδρίκειον. Και βλέπουσα, ότι μερικοί ψαράδες εύγαλαν έξω τα λείψανα των Αγίων, των εν τη θαλάσση ριφθέντων, ήτοι του Ίνδου και Γοργονίου και Πέτρου. Ταύτα λέγω τα λείψανα θεωρήσασα η Αγία, επήρεν αυτά ομού με τους κληρικούς, και τα έκρυψε μέσα εις το τείχος της πόλεως Νικομηδείας. Φανερωθείσα δε, εδιαβάλθη εις τον Μαξιμιανόν και κατά προσταγήν εκείνου, πρώτον μεν, απεκεφαλίσθη η μακαρία. Έπειτα δε κατεκαύθη το σώμα της από την φωτίαν. (Όρα περί τούτων εις το Εκλόγιον (1).)
(1) Σημείωσαι, ότι περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις Μηναίοις η μνήμη και το δίστιχον του Αγίου Αποστόλου Νικάνορος. Ούτος γαρ εορτάζεται κατά την εικοστήν ογδόην του Ιουλίου μετά Προχόρου, Τίμωνος και Παρμενά, όπου και το Συναξάριόν του γράφεται.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Σεκούνδος ξίφει τελειούται.
Γίνου Σεκούνδε και συ Μάρτυς εκ ξίφους,
Και Μαρτύρων κάλλιστα λάμβανε γέρα.
*
Ο Όσιος Πατήρ ημών Βαβύλας εν ειρήνη τελειούται.
Άπαν Βαβύλας υλικόν ρίψας βάρος,
Άϋλος εις άϋλον ήκει χωρίον.
*
Ο Όσιος Σίμων ο Μυροβλύτης, ο κτίτωρ της εν τω Άθω Ιεράς Μονής Σιμωνόπετρας, εν ειρήνη τελειούται (2).
Προς Πέτρον έσχε κοινά κλήσιν και πέτραν,
Υπερτερεί μύρω δ’ ο της πέτρας Σίμων.
(2) Ούτος ο Όσιος ενίκησε τον Διάβολον, φανέντα αυτώ εν είδει δράκοντος. Και φωτισμού θείου αξιωθείς, ήκουσε φωνήν εν τη νυκτί των Χριστού Γεννών, προστάζουσαν αυτόν να κτίση το Μοναστήριον επάνω εις την πέτραν, όπου και αστέρα είδε ιστάμενον, κατελθόντα άνωθεν. Ούτος τον κεραστήν και μαθητήν του πεσόντα κάτω από το ύψος εκείνο, αβλαβή εφύλαξεν. Ούτος των κατ’ αυτού ορμησάντων Αράβων, άλλου μεν, το χέρι εξήρανεν, άλλου δε, τους οφθαλμούς ετύφλωσε. Και πάλιν αυτούς ιατρεύσας, εβάπτισε και Μοναχούς εποίησε. Και την θυγατέρα του βασιλέως της Σερβίας Ιωάννου Ούγγλεσι δαιμονισμένην ούσαν ιάτρευσε. Και μετά θάνατον μύρον ευώδες εκ των λειψάνων του ανέβλυσε. Καθώς τούτο μαρτυρεί το του ανωτέρω βασιλέως χρυσόβουλλον. Τούτου η ασματική Ακολουθία ευρίσκεται εις το εδικόν του Μοναστήριον της Σιμωνόπετρας. Εις τούτον τον Όσιον εφιλοπόνησεν η εμή αδυναμία οίκους εικοσιτέσσαρας, και εγκώμιον γλαφυρόν.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΚΗ΄, μνήμη τῶν Ἁγίων δισμυρίων, ἤτοι εἴκοσι χιλιάδων Μαρτύρων, τῶν ἐν Νικομηδείᾳ καέντων.
Ὡς προσφοραί σοι Σῶτερ ἐξωπτημέναι,
Οἱ δισμύριοι τοῦ νεὼ κεῖνται μέσον.
Ἀνέρας (ἤτοι ἄνδρας) ὀγδοάτῃ κτάνεν εἰκάδι δισμυρίους πῦρ.
Ὅταν ὁ βασιλεὺς Μαξιμιανὸς ἐγύρισε νικητὴς ἀπὸ τὸν πόλεμον, ὁποῦ ἔκαμεν ἐναντίον τῶν Αἰθιόπων ἐν ἔτει τδ΄ [304], ἠθέλησε νὰ θυσιάσῃ εἰς τὰ εἴδωλα διὰ τὴν νίκην αὐτήν. Καὶ λοιπὸν ἐπέμφθησαν ἀπὸ αὐτὸν γράμματα εἰς κάθε μέρος, παρακινητικὰ διὰ νὰ ἔλθουν ὅλοι εἰς τὴν Νικομήδειαν, καὶ νὰ προσκυνήσουν τοὺς ἐδικούς του θεούς. Τότε ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος, Ἐπίσκοπος ὤντας τῆς Νικομηδείας, ἐσυνάθροισεν ὅλον τὸν λαὸν τῶν Χριστιανῶν μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Ἔτυχε γὰρ τότε νὰ ᾖναι ἡ ἑορτὴ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως. Καὶ μαζὶ μὲ ὅλους συνεόρταζε καὶ αὐτὸς καὶ ἐδίδασκε τὴν ἀληθινὴν πίστιν. Ἐπειδὴ δὲ τοῦτο ἔμαθεν ὁ Μαξιμιανός, ἐπρόσταξε νὰ βαλθοῦν φρύγανα καὶ ξύλα τριγύρω εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ νὰ ἀναφθοῦν. Ἵνα κατακαοῦν οἱ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ Χριστιανοί. Τοῦτο δὲ μαθὼν ὁ ῥηθεὶς Ἐπίσκοπος Ἅγιος Ἄνθιμος, ἐσπούδασε μίαν ὥραν πρότερον καὶ ἐβάπτισεν ὅλους, ὅσοι ἦτον ἀκόμη κατηχούμενοι. Καὶ τὴν θείαν Λειτουργίαν ἐπιτελέσας, ἐκοινώνησεν ὅλους τὰ θεῖα καὶ ἄχραντα Μυστήρια. Καὶ ἔτζι ἀνάφθησαν τὰ φρύγανα καὶ κατέκαυσαν ὅλους τοὺς Χριστιανούς, ὁποῦ εὑρέθησαν μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Οἵτινες ἦσαν εἰς τὸν ἀριθμὸν εἴκοσι χιλιάδες. Ὁ δὲ ῥηθεὶς Ἅγιος Ἄνθιμος δὲν ἐκάη, ἀλλὰ διεφυλάχθη ἀβλαβὴς ὑπὸ τῆς θείας χάριτος. Ἵνα καὶ ἄλλους ὠφελήσῃ διὰ τῆς διδασκαλίας του, καὶ ἵνα βαπτίσας αὐτούς, προσφέρῃ σεσωσμένους εἰς τὸν Χριστόν. Καὶ πρὸς τούτοις, ἵνα μετὰ ταῦτα λαβὼν περισσότερα βάσανα, διὰ μέσου αὐτῶν, μεταβῇ πρὸς τὸν Χριστόν, μὲ παρρησίαν μεγαλιτέραν καὶ δόξαν. Καὶ οὕτως ἀπολαύσῃ τὴν Βασιλείαν του. Κατὰ τὴν τρίτην γὰρ τοῦ Σεπτεμβρίου ἔλαβεν ὁ ἀοίδιμος τὸν τοῦ μαρτυρίου στέφανον, κατὰ τὴν ὁποίαν καὶ ἑορτάζεται. (Τὸ κατὰ πλάτος Μαρτύριον αὐτῶν ὅρα εἰς τὸ Ἐκλόγιον. Τοῦτο δὲ συνέγραψεν ἑλληνιστὶ ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἄρτι Μαξιμιανοῦ». Σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, ἐν τῇ Μονῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις.)
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν ἀπὸ τῆς συγκλήτου Ἁγίων Μαρτύρων, τῶν ἔξω τῆς πυρᾶς ἀπολειφθέντων καὶ διαφόρως βασανισθέντων καὶ τελειωθέντων.
*
Ὁ Ἅγιος Ἴνδης, ἐν τῇ θαλάσσῃ βληθείς, τελειοῦται.
Ἴνδην ἀκούω τοῦ βίου λαβεῖν πέρας,
Ἄκρον καταντήσαντα πρὸς βυθοῦ πέρας.
*
Οἱ Ἅγιοι Γοργόνιος καὶ Πέτρος ἐν τῇ θαλάσσῃ τελειοῦνται.
Πόντος καλύπτει Γοργόνιον καὶ Πέτρον,
Μνήμη δὲ τούτων οὐ καλύπτεται χρόνῳ.
*
Ὁ Ἅγιος Ζήνων ξίφει τελειοῦται.
Ζήνων κεφαλὴν τέμνεται διὰ ξίφους,
Μὴ προσκυνεῖν ἄγαλμα τοῦ Ζηνὸς θέλων.
*
Ὁ Ἅγιος Μαρδόνιος πυρὶ τελειοῦται.
Καὶ Μαρδόνιον Μαρτύρων ἔγνων ἕνα,
Στέργοντα Χριστόν, καὶ στέγοντα πῦρ φλέγον.
*
Ὁ Ἅγιος Δωρόθεος ὁ πρεπόσιτος ξίφει τελειοῦται.
Ὁ Δωρόθεος τὴν κεφαλήν μου λέγει,
Δῶρον κομίζω τῷ Θεῷ τετμημένην.
*
Ὁ Ἅγιος Θεόφιλος ὁ Διάκονος, λιθοβοληθείς, τελειοῦται.
Ἀπόγραφε βληθέντα συχνοῖς τοῖς λίθοις,
Καὶ Θεόφιλον συλλόγῳ Θεοῦ φίλων.
*
Ὁ Ἅγιος Μυγδόνιος, βόθρῳ ἐγχωσθείς, τελειοῦται.
Κᾂν χωννύηται Μυγδόνιος ἐν βόθρῳ,
Ἐγνωσμένος τοῖς πᾶσι Μάρτυς τυγχάνει.
*
Ὁ Ἅγιος Γλυκέριος ὁ Πρεσβύτερος πυρὶ τελειοῦται.
Ὁ Γλυκέριος εἰς τὸ πῦρ βεβλημένος,
Ἔφη γλυκύς μοι τῆς τελευτῆς ὁ τρόπος.
Ἀφ’ οὗ ὁ μιαρὸς Μαξιμιανὸς ἔδωκεν ἀπόφασιν νὰ κατακαοῦν μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν οἱ εἴκοσι χιλιάδες Χριστιανοί, ὡς εἴπομεν ἀνωτέρω, ἐπρόσταξεν ὁ θηριώδης, ἵνα φονευθοῦν καὶ ὅσοι Χριστιανοὶ εὑρέθησαν ἔξω ἀπὸ τὴν φωτίαν καὶ δὲν ἐκάησαν. Ὅθεν ὁ μὲν Ἅγιος Ἴνδης καὶ Γοργόνιος καὶ Πέτρος, δεθέντες μὲ πέτρας, ἐρρίφθησαν εἰς τὴν θάλασσαν. Ὁ δὲ στρατηγὸς Ζήνων, συντριβεὶς μὲ πέτρας εἰς τὸ πρόσωπον καὶ εἰς τοὺς ὀδόντας, ἀπεκεφαλίσθη μαζὶ μὲ τὸν πρεπόσιτον Δωρόθεον. Ὁ δὲ Μαρδόνιος τελειοῦται μὲ τὴν φωτίαν. Ὁ δὲ Μυγδόνιος βάλλεται μέσα εἰς ἕνα λάκκον καὶ ἐκεῖ τελειοῦται. Γλυκέριος δὲ ὁ Πρεσβύτερος ἐτελειώθη μὲ τὴν φωτίαν. Ὁ δὲ Θεόφιλος ὁ Διάκονος, ἀφ’ οὗ πρῶτον ἐκόπη ἡ γλῶσσά του, ἐλιθοβολήθη εἰς τὸν κάμπον. Ὁμοίως δὲ καὶ ἄλλοι πολλοὶ κατ’ ἐκείνην τὴν ἡμέραν ἔλαβον τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου. (Ὅρα περὶ τούτων πλατύτερον εἰς τὸ Ἐκλόγιον.)
*
Ἡ Ἁγία Δόμνα, ξίφει τμηθεῖσα, τῷ πυρὶ τελειοῦται.
Ἕκτην συνάπτω ταῖς φρονίμοις παρθένοις,
Τὴν ψευδόμωρον Δόμναν ἐκτετμημένην.
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Δόμνα ἦτον καὶ αὐτὴ κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Μαξιμιανοῦ, καταγομένη ἐκ τῆς Νικομηδείας, ἱέρισσα ὑπάρχουσα τοῦ ἐν τῷ παλατίῳ ναοῦ. Ὁ ὁποῖος διατὶ εἶχε δώδεκα θεῶν εἴδωλα, ὠνομάζετο Δωδεκάθεον. Ἐπειδὴ δὲ ἔτυχε νὰ εὕρῃ τὰς Πράξεις τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τὰς Ἐπιστολὰς τοῦ Ἁγίου Παύλου, ἐφωτίσθη ἀπὸ αὐτὰ κατὰ τὴν ψυχήν, καὶ μαθοῦσα τὴν ἀληθινὴν πίστιν, ἐπίστευσεν εἰς τὸν Χριστόν. Ὅθεν ἐβαπτίσθη ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπον τῆς Νικομηδείας Κύριλλον, μαζὶ μὲ τὸν εὐνοῦχον Ἴνδην, περὶ τοῦ ὁποῖου ἀνεφέραμεν ἀνωτέρω. Ἀπὸ τότε δὲ καὶ ὕστερα, ὅσον μισθὸν ἔπερνεν ἡ μακαρία ἀπὸ τὸ παλάτιον, τὸν ἐμοίραζεν εἰς τοὺς πτωχούς. Ἐπειδὴ δὲ ἐγνωρίσθη ἀπὸ τὸν ἀρχιευνοῦχον, πῶς εἶναι Χριστιανή, καὶ ἔμελλε νὰ τιμωρηθῇ, διὰ τοῦτο ἐκαμώθη, πῶς εἶναι παράφρων καὶ τρελή. Ὅθεν ἀπεστάλθη εἰς τὸν Ἐπίσκοπον τῶν Χριστιανῶν, διὰ νὰ ἰατρευθῇ παρ’ ἐκείνου ἀπὸ τὴν τρελάδα.
Καὶ λοιπὸν εὑρίσκετο ἡ Ἁγία μαζὶ μὲ τοὺς Χριστιανούς. Εἶτα ἐμβαίνουσα μέσα εἰς ἕνα ἀσκητήριον Παρθένων, ἐκεῖ ἔμεινεν ἡσυχάζουσα. Ὁ δὲ Μαξιμιανὸς γυρίζωντας νικητὴς ἀπὸ τὸ κατὰ τῶν Αἰθιόπων ταξείδιον, ἐζήτει τὴν Δόμναν. Μαθὼν δὲ ὅτι ἐτρελάθη, πολλὰ ἐλυπήθη. Ἔπειτα ἀπὸ τὴν μανίαν του, ἀλησμόνησε τὴν τρελάδα τῆς Δόμνας. Ὅθεν πάλιν ἐζήτει αὐτήν. Διὰ τοῦτο ἡ Ἁγία, φοβηθεῖσα μήπως τὴν εὕρῃ, ἐνεδύθη ἀνδρίκεια φορέματα ἀπὸ τὴν Ἡγουμένην τοῦ ἀσκητηρίου, εἰς τὸ ὁποῖον ἔμενε. Καὶ συντροφευθεῖσα μὲ τὰς εὐχὰς καὶ δάκρυα τῶν Παρθένων, εὐγῆκε κρυφίως ἀπὸ τὸ ἀσκητήριον. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ ἀλιτήριος Μαξιμιανὸς ἐζήτησε τὴν Δόμναν καὶ δὲν τὴν εὗρε, διὰ τοῦτο ἐλύσσαζεν ἐναντίον εἰς ὅλα τὰ ἐκεῖ εὑρισκόμενα ἀσκητήρια, καὶ κατεκρήμνιζεν αὐτὰ καὶ ἠφάνιζεν. Ὅθεν ἀκολούθως καὶ αἱ Παρθένοι τῶν ἀσκητηρίων, παρεδίδοντο αἰσχρῶς εἰς τὸ νὰ ἀτιμασθοῦν παρὰ τῶν στρατιωτῶν. Πλὴν ὁ ἐκ Παρθένου γεννηθεὶς Χριστός, δὲν ὑπέφερε νὰ ἀτιμασθοῦν τὰ σώματα τῶν αὐτῷ ἀφιερωμένων. Ἀλλ’ ἐλύτρωσεν αὐτὰς διὰ θαύματος ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν ἀκολάστων.
Ἐπειδὴ δὲ ἐπρόσταξεν ὁ τύραννος καὶ ἔκαυσαν τὰς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ εἴκοσι χιλιάδας Χριστιανῶν, τοὺς δὲ μὴ καέντας ἐπρόσταξε νὰ βασανισθοῦν μὲ διάφορα βάσανα, ὡς ἀνωτέρω εἴπομεν. Διὰ τοῦτο ἡ Ἁγία Δόμνα μαθοῦσα ταῦτα, ἐχάρη. Καὶ ἐπαρακινήθη νὰ μιμηθῇ καὶ αὐτὴ ἐκείνους τοὺς Ἁγίους Μάρτυρας. Ὅθεν καταβαίνει ἀπὸ τὸ βουνὸν εἰς τὴν θάλασσαν μὲ σχῆμα ἀνδρίκειον. Καὶ βλέπουσα, ὅτι μερικοὶ ψαράδες εὔγαλαν ἔξω τὰ λείψανα τῶν Ἁγίων, τῶν ἐν τῇ θαλάσσῃ ῥιφθέντων, ἤτοι τοῦ Ἴνδου καὶ Γοργονίου καὶ Πέτρου. Ταῦτα λέγω τὰ λείψανα θεωρήσασα ἡ Ἁγία, ἐπῆρεν αὐτὰ ὁμοῦ μὲ τοὺς κληρικούς, καὶ τὰ ἔκρυψε μέσα εἰς τὸ τεῖχος τῆς πόλεως Νικομηδείας. Φανερωθεῖσα δέ, ἐδιαβάλθη εἰς τὸν Μαξιμιανὸν καὶ κατὰ προσταγὴν ἐκείνου, πρῶτον μέν, ἀπεκεφαλίσθη ἡ μακαρία. Ἔπειτα δὲ κατεκαύθη τὸ σῶμά της ἀπὸ τὴν φωτίαν. (Ὅρα περὶ τούτων εἰς τὸ Ἐκλόγιον (1).)
(1) Σημείωσαι, ὅτι περιττῶς γράφεται ἐδῶ παρὰ τοῖς Μηναίοις ἡ μνήμη καὶ τὸ δίστιχον τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Νικάνορος. Οὗτος γὰρ ἑορτάζεται κατὰ τὴν εἰκοστὴν ὀγδόην τοῦ Ἰουλίου μετὰ Προχόρου, Τίμωνος καὶ Παρμενᾶ, ὅπου καὶ τὸ Συναξάριόν του γράφεται.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σεκοῦνδος ξίφει τελειοῦται.
Γίνου Σεκοῦνδε καὶ σὺ Μάρτυς ἐκ ξίφους,
Καὶ Μαρτύρων κάλλιστα λάμβανε γέρα.
*
Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Βαβύλας ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Ἅπαν Βαβύλας ὑλικὸν ῥίψας βάρος,
Ἄϋλος εἰς ἄϋλον ἥκει χωρίον.
*
Ὁ Ὅσιος Σίμων ὁ Μυροβλύτης, ὁ κτίτωρ τῆς ἐν τῷ Ἄθῳ Ἱερᾶς Μονῆς Σιμωνόπετρας, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (2).
Πρὸς Πέτρον ἔσχε κοινὰ κλῆσιν καὶ πέτραν,
Ὑπερτερεῖ μύρῳ δ’ ὁ τῆς πέτρας Σίμων.
(2) Οὗτος ὁ Ὅσιος ἐνίκησε τὸν Διάβολον, φανέντα αὐτῷ ἐν εἴδει δράκοντος. Καὶ φωτισμοῦ θείου ἀξιωθείς, ἤκουσε φωνὴν ἐν τῇ νυκτὶ τῶν Χριστοῦ Γεννῶν, προστάζουσαν αὐτὸν νὰ κτίσῃ τὸ Μοναστήριον ἐπάνω εἰς τὴν πέτραν, ὅπου καὶ ἀστέρα εἶδε ἱστάμενον, κατελθόντα ἄνωθεν. Οὗτος τὸν κεραστὴν καὶ μαθητήν του πεσόντα κάτω ἀπὸ τὸ ὕψος ἐκεῖνο, ἀβλαβῆ ἐφύλαξεν. Οὗτος τῶν κατ’ αὐτοῦ ὁρμησάντων Ἀράβων, ἄλλου μέν, τὸ χέρι ἐξήρανεν, ἄλλου δέ, τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐτύφλωσε. Καὶ πάλιν αὐτοὺς ἰατρεύσας, ἐβάπτισε καὶ Μοναχοὺς ἐποίησε. Καὶ τὴν θυγατέρα τοῦ βασιλέως τῆς Σερβίας Ἰωάννου Οὔγγλεσι δαιμονισμένην οὖσαν ἰάτρευσε. Καὶ μετὰ θάνατον μῦρον εὐῶδες ἐκ τῶν λειψάνων του ἀνέβλυσε. Καθὼς τοῦτο μαρτυρεῖ τὸ τοῦ ἀνωτέρω βασιλέως χρυσόβουλλον. Τούτου ἡ ᾀσματικὴ Ἀκολουθία εὑρίσκεται εἰς τὸ ἐδικόν του Μοναστήριον τῆς Σιμωνόπετρας. Εἰς τοῦτον τὸν Ὅσιον ἐφιλοπόνησεν ἡ ἐμὴ ἀδυναμία οἴκους εἰκοσιτέσσαρας, καὶ ἐγκώμιον γλαφυρόν.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *