Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου27 Δεκεμβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΚΖ’, μνήμη του Αγίου Αποστόλου Πρωτομάρτυρος και Αρχιδιακόνου Στεφάνου.
Λόγων στεφάνοις, οία τιμίοις λίθοις,
Στέφω Στέφανον, ον προέστεψαν λίθοι.
Εικάδι λαΐνεος Στέφανον μόρος εβδόμη είλεν.
Ούτος ο μακάριος Πρωτομάρτυς και Αρχιδιάκονος Στέφανος, όταν έγινε μίαν φοράν ζήτησις μεταξύ Ιουδαίων και Σαδδουκαίων και Φαρισαίων και Ελληνιστών (1) περί του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και άλλοι μεν έλεγον, ότι είναι Προφήτης· άλλοι δε, ότι είναι πλάνος· και άλλοι, ότι είναι υιός Θεού. Όταν λέγω η τοιαύτη ζήτησις έγινε, τότε ο αοίδιμος Στέφανος εστάθη επάνω εις ένα τόπον υψηλόν, και εκήρυξεν εις όλους τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, λέγων. Άνδρες αδελφοί, διατί τόσον επληθύνθησαν αι κακίαι σας, και είναι τεταραγμένη όλη η Ιερουσαλήμ; Μακάριος είναι ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος δεν έλαβεν εις την καρδίαν του δισταγμόν εις τον Ιησούν Χριστόν. Δια τι αυτός είναι, οπού έκλινε τους Ουρανούς, και εκατέβη δια τας αμαρτίας μας, και εγεννήθη από την Παρθένον την Αγίαν και καθαράν και διαλεγμένην προ καταβολής κόσμου. Αυτός τας ασθενείας ημών έλαβε, και τας νόσους εβάστασεν. Αυτός έκαμε να αναβλέψουν οι τυφλοί. Αυτός εκαθάρισε τους λεπρούς, και εδίωξε τα δαιμόνια από τους δαιμονισμένους.
Οι δε Ιουδαίοι ταύτα ακούσαντες, έφερον αυτόν εις το κριτήριον προς τους αρχιερείς. Επειδή δεν εδύνοντο να αντισταθούν εις την σοφίαν και δύναμιν του Αγίου Πνεύματος, με την οποίαν ελάλει ο θείος Στέφανος. Έπειτα επαράστησαν ψευδομάρτυρας, οίτινες ταύτα κατά του Αποστόλου εμαρτύρησαν λέγοντες. Ημείς ηκούσαμεν, ότι ούτος ελάλει λόγια βλάσφημα εναντίον του τόπου τούτου της Ιερουσαλήμ, και εναντίον του θεϊκού νόμου. Είπον δε και τα λοιπά άλλα όσα διηγούνται αι ιεραί Πράξεις των Αποστόλων εν κεφαλαίω εβδόμω. Τότε εγύρισαν τα ομμάτιά τους εις τον Στέφανον όλοι οι καθεζόμενοι εις το κριτήριον, και είδον το πρόσωπόν του τόσον λαμπρόν, ωσάν να ήτον πρόσωπον Αγγέλου. Όθεν μη υποφέροντες την εντροπήν, ελιθοβόλησαν αυτόν ευχόμενον δι’ αυτούς και λέγοντα· «Κύριε μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην». Και ταύτα ειπών εκοιμήθη.
Αφ’ ου δε ο Πρωτομάρτυς με την νομιζομένην εδικήν του πτώσιν εκρήμνισε κάτω τον αντίπαλον Διάβολον, και έδειξεν αυτόν πτώμα μέγιστον και εξαίσιον· και αφ’ ου εκοιμήθη με τον γλυκύν ύπνον του μαρτυρίου, επήραν το ιερόν αυτού σώμα άνδρες ευλαβείς, και έβαλον αυτό μέσα εις ένα σεντούκι κατεσκευασμένον από ξύλον περσέας: ήτοι ροδακινέας. Και σφραγίσαντες αυτό, το απέθησαν εις τα πλάγια μέρη του Ναού. Τότε και ο νομοδιδάσκαλος Γαμαλιήλ, και ο τούτου υιός Αβελβούς επίστευσαν εις τον Χριστόν. Και εβαπτίσθησαν από τους Αποστόλους (2). Τελείται δε η του Αγίου Στεφάνου Σύναξις εις τον μαρτυρικόν του Ναόν, όστις είναι κοντά εις τον τόπον τον καλούμενον Κωνσταντιανά. Σημείωσαι ότι ο Άγιος Στέφανος ελιθοβολήθη μετά την Ανάληψιν του Χριστού χρόνους τρεις, κατά τους ακριβεστέρους χρονολόγους.
(1) Ελληνισταί ήτον οι από Ελλήνων πιστεύσαντες τω Χριστώ, ή κατ’ άλλους οι Χριστιανοί εκείνοι, οι οποίοι εδέχοντο την Αγίαν Γραφήν την υπό των εβδομήκοντα ελληνιστί μεταφρασμένην. Σημείωσαι ότι εγκώμιον εις τον Άγιον Στέφανον έχει ο Νύσσης Γρηγόριος, ου η αρχή· «Ως καλή των αγαθών η ακολουθία». Ο Χρυσόστομος εν τω ε’ τόμω, δύω. Ων το πρώτον άρχεται· «Στέψωμεν άνθεσιν εγκωμίων τον Στέφανον». Το δε δεύτερον· «Πάντες μεν οι των Μαρτύρων αγώνες επίδοξοι». Έχει και ο Πρόκλος εγκώμιον εις τον αυτόν, ου η αρχή· «Ο μεν αισθητός ήλιος υπέρ γην ανατέλλων». Όρα και εις τον απλούν Εφραίμ το εγκώμιον του Αγίου Στεφάνου εις γλώσσαν πεζήν. Ο ανωτέρω Χρυσόστομος έχει προσέτι τρεις λόγους εν τω ζ’ τόμω. Ων ο πρώτος άρχεται· «Σεμνύνει μεν τους ευδοκίμους αθλητάς», ο δεύτερος δε· «Οι μεν έξωθεν στεφάνους πλέκειν ανδράσι βουλόμενοι», ο δε τρίτος· «Πολλά και θαυμαστά του μακαρίου Στεφάνου τα τρόπαια».
(2) Όρα περί τούτων εις την υποσημείωσιν του Συναξαρίου του Αγίου Στεφάνου τούτου κατά την δευτέραν του Αυγούστου. Σημείωσαι ότι δύω Μαρτύρια του Αγίου Στεφάνου σώζονται εν τη Μεγίστη Λαύρα. Ων του μεν ενός η αρχή εστιν αύτη· «Εγένετο κατά τον καιρόν εκείνον». Του δε ετέρου αύτη· «Δια την του Σωτήρος και Θεού ευσπλαγχνίαν, ηναγκάσθην αποχαράξαι τη του Χριστού Εκκλησία».
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Θεοδώρου του Γραπτού, αδελφού Θεοφάνους του ποιητού και Γραπτού.
Αυχείν έχει τι και Θεόδωρος μέγα,
Εκ γης απαίρων, ως μέγα στίξις θέας.
Ούτος ο Άγιος Θεόδωρος ομού με τον αδελφόν του Θεοφάνη (τον εορταζόμενον ιδίως κατά την ενδεκάτην του Οκτωβρίου) ήτον κατά τους χρόνους Θεοφίλου του εικονομάχου εν έτει ωλ’ [830]. Και μεγάλως ηγωνίσθησαν και οι δύω δια την τιμήν και προσκύνησιν των αγίων εικόνων. Όθεν εδάρθησαν άσπλαγχνα. Και κατά προσταγήν του Θεοφίλου, εγράφησαν εις το μέτωπόν τους με σίδηρον πυρωμένον, οι ιαμβικοί στίχοι ούτοι.
Πάντων ποθούντων προστρέχειν προς την πόλιν,
Όπου πάναγνοι του Θεού λόγου πόδες
Έστησαν εις σύστασιν της οικουμένης,
Ώφθησαν ούτοι τω σεβασμίω τόπω
Σκεύη πονηρά δεισιδαίμονος πλάνης.
Εκείσε πολλά λοιπόν εξ απιστίας
Πράξαντες δεινά αισχρά δυσσεβοφρόνως,
Εκείθεν ηλάθησαν ως αποστάται.
Προς την πόλιν δε του κράτους πεφευγότες
Ουκ εξαφήκαν τας αθέσμους μωρίας.
Όθεν γραφέντες ως κακούργοι την θέαν
Κατακρίνονται και διώκονται πάλιν.
Αφ’ ου δε εγράφησαν με τους στίχους τούτους, επέμφθησαν εις την εξορίαν, όπου ο μέγας αριστεύς και νικητής ούτος Θεόδωρος, προς Κύριον εξεδήμησε. Λέγεται δε, ότι όταν ο Άγιος ούτος εκοιμήθη, επήγεν εις αυτόν ένας μέγας Γέρωντας, και ήκουεν αγίους Αγγέλους, οίτινες έψαλον άσματα πνευματικά. Με τους οποίους συνέψαλε και αυτός. Έδειξε δε ο Θεός δια των τοιούτων ασμάτων, πόσον ετίμα τον εαυτού θεράποντα Θεόδωρον (3).
(3) Σημείωσαι, ότι τον Βίον των Αγίων τούτων αυταδέλφων Θεοδώρου και Θεοφάνους των Γραπτών, συνέγραψεν η Θεοδώρα Ραουλαίνη και Καντακουζηνή η Παλαιολογίνα (και όρα σελ. 678, της Δωδεκαβίβλου). Και τούτο δε σημείωσαι, ότι τους δώδεκα τούτους ιαμβικούς στίχους εσύνθεσεν ο Αριστέαλος. Εξερχόμενοι δε οι Άγιοι κατεστιγμένοι, έλεγον, ότι, τα Χερουβίμ θεωρούντα, υπαναχωρήσει εκ της Εδέμ, και η φλογίνη ρομφαία δώσει τα νώτα, αιδουμένη ημών τας όψεις. Ακούσας δε ο βασιλεύς Θεόφιλος τους λόγους τούτους παρά του επάρχου, είπεν. Ανίσως ήξευρα, ότι τούτο είναι αλήθεια, βέβαια ήθελα κάμω τούτο εις όλους τους ανθρώπους του υπηκόου μου (σελ. 693 της Δωδεκαβίβλου). Όρα και εις την δεκάτην τετάρτην Ιουνίου το Συναξάριον του Αγίου Μεθοδίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Και τούτο δε σημείωσαι, ότι οι δύω ούτοι αυτάδελφοι και Γραπτοί εχρημάτισαν μαθηταί Μιχαήλ Συγγέλου των Ιεροσολύμων, κατά τον Δοσίθεον, και υιοί Ιωνά του Σαββαΐτου (σελ. 694, της Δωδεκαβίβλου). Όρα και το Συναξάριον Μιχαήλ του Συγγέλου, κατά την δεκάτην ογδόην του παρόντος Δεκεμβρίου. Εν δε τη Μεγίστη Λαύρα σώζεται ο Βίος του Αγίου Θεοδώρου τούτου, ου η αρχή· «Των υπέρ Χριστού την άθλησιν ελομένων».
*
Ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Θεόδωρος ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, εν ειρήνη τελειούται.
Ποιμήν άριστος Θεόδωρος ωράθη,
Ως ων μιμητής του μεγάλου Ποιμένος.
Ούτος ήτον γέννημα και θρέμμα της Κωνσταντινουπόλεως κατά τους χρόνους του βασιλέως Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου, εν έτει χξη’ [668]. Δια δε την πολλήν αυτού ευλάβειαν και αρετήν, εχειροτονήθη Πρεσβύτερος της αγιωτάτης Μεγάλης Εκκλησίας. Έπειτα έγινε σύγγελος και σκευοφύλαξ. Επειδή δε ο τότε Πατριάρχης Κωνσταντίνος απέθανεν, εβιάσθη ο αοίδιμος ούτος Θεόδωρος από τον βασιλέα και όλην την σύγκλητον, προς τούτοις δε και από όλην την σύνοδον των αγίων Αρχιερέων. Και έτζι εχειροτονήθη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Θεαρέστως δε κυβερνήσας την Εκκλησίαν εις χρόνους δύω και μήνας τρεις, εξώσθη του θρόνου του εν έτει χοη’ [678]. Είτα καλώς διαπεράσας το υπόλοιπον της ζωής του, προς Κύριον εξεδήμησε. Την δε μνήμην αυτού εορτάζει η Μεγάλη Εκκλησία εν ημέρα Κυριακή.
*
Ο Όσιος Πατήρ ημών Λουκάς ο Τριγλινός (ήτοι ο εκ Μουντανίων), εν ειρήνη τελειούται.
Της γης ο Λουκάς υπεραρθείς εμφρόνως,
Τρανώς τρυφά νυν την Θεού θεωρίαν.
*
Μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Μαυρικίου και των συν αυτώ εβδομήκοντα Μαρτύρων.
Εις τον Μαυρίκιον.
Ο Μαυρίκιος γυμνός εγχρισθείς μέλι,
Κρίνει μελισσών ηδύ τας τρώσεις μέλι.
Εις τους εβδομήκοντα.
Έχων συνάθλους άνδρας επτάκις δέκα,
Και συγχορευτάς Μαυρίκιος λαμβάνει.
Ούτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού, εν έτει σϞζ’ [297], καταγόμενοι μεν από την πόλιν Απάμειαν, ήτις ευρίσκεται κατά την Μαύρην Θάλασσαν, στρατιώται δε υπάρχοντες βασιλικοί κατά το επάγγελμα. Όταν λοιπόν επέρνα από εκείνην την πόλιν ο βασιλεύς, εδιαβάλθησαν εις αυτόν οι Άγιοι ούτοι ως Χριστιανοί. Παρασταθέντες δε εις αυτόν, και ομολογήσαντες παρρησία ότι είναι Χριστιανοί, υστερήθησαν τας ζώνας οπού εφόρουν, και εκλείσθησαν μέσα εις φυλακήν. Ύστερα δε από τρεις ημέρας, φέρονται έμπροσθεν του τυράννου και ερωτώνται. Επειδή δε έμενον στερεοί εις την του Χριστού πίστιν, δια τούτο δέρνονται δυνατά. Έπειτα ρίπτονται εις την φωτίαν. Μετά ταύτα κρεμώνται από ξύλον και καταξεσχίζονται εις τας πλευράς. Θέλωντας δε ο Μαξιμιανός να λυπήση περισσότερον τον Άγιον Μαυρίκιον, όστις ήτον ο των άλλων πρόκριτος, επρόσταξε και απεκεφάλισαν τον υιόν του, Φωτεινόν ονόματι.
Επειδή δε είδε τόσον αυτόν, όσον και τους άλλους Αγίους φυλάττοντας στερεώς την του Χριστού πίστιν, και μη πειθομένους εις αυτόν, δια τούτο έπεμψεν αυτούς εις ένα τόπον βαλτώδη, όστις ευρίσκετο ανάμεσα εις δύω ποταμούς και μίαν λίμνην, και δια τούτο ήτον γεμάτος από σφήκας, από μυίας, από κώνωπας και από σκνίπας. Όθεν εκεί εξεγύμνωσαν τους Αγίους οι στρατιώται. Και δέσαντες αυτούς εις πάλους, δια να μη σαλεύουν και διώκουν τα ζωΐφια, τους άλειψαν με μέλι. Έτυχε δε και ο καιρός να ήναι επιτήδειος εις την τοιαύτην παιδείαν με το να ήτον ζέστα. Έπειτα έρριψαν το λείψανον του Αγίου Φωτεινού έμπροσθεν του πατρός του Μαυρικίου, δια να βλέπη τούτο, και να λυπήται περισσότερον. Ταύτα πάντα οι δήμιοι ποιήσαντες, ανεχώρησαν. Οι δε Άγιοι Μάρτυρες υπέμειναν γενναίως εις την τοιαύτην ανυπόφορον βάσανον, δέκα ολόκληρα ημερονύκτια. Είτα τω Θεώ προσευχηθέντες, παρέδωκαν οι τρισμακάριοι τας ψυχάς των εις χείρας αυτού.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΚΖ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Πρωτομάρτυρος καὶ Ἀρχιδιακόνου Στεφάνου.
Λόγων στεφάνοις, οἷα τιμίοις λίθοις,
Στέφω Στέφανον, ὃν προέστεψαν λίθοι.
Εἰκάδι λαΐνεος Στέφανον μόρος ἑβδόμῃ εἷλεν.
Οὗτος ὁ μακάριος Πρωτομάρτυς καὶ Ἀρχιδιάκονος Στέφανος, ὅταν ἔγινε μίαν φορὰν ζήτησις μεταξὺ Ἰουδαίων καὶ Σαδδουκαίων καὶ Φαρισαίων καὶ Ἑλληνιστῶν (1) περὶ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἄλλοι μὲν ἔλεγον, ὅτι εἶναι Προφήτης· ἄλλοι δέ, ὅτι εἶναι πλάνος· καὶ ἄλλοι, ὅτι εἶναι υἱὸς Θεοῦ. Ὅταν λέγω ἡ τοιαύτη ζήτησις ἔγινε, τότε ὁ ἀοίδιμος Στέφανος ἐστάθη ἐπάνω εἰς ἕνα τόπον ὑψηλόν, καὶ ἐκήρυξεν εἰς ὅλους τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, λέγων. Ἄνδρες ἀδελφοί, διατί τόσον ἐπληθύνθησαν αἱ κακίαι σας, καὶ εἶναι τεταραγμένη ὅλη ἡ Ἱερουσαλήμ; Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος δὲν ἔλαβεν εἰς τὴν καρδίαν του δισταγμὸν εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. Διὰ τὶ αὐτὸς εἶναι, ὁποῦ ἔκλινε τοὺς Οὐρανούς, καὶ ἐκατέβη διὰ τὰς ἁμαρτίας μας, καὶ ἐγεννήθη ἀπὸ τὴν Παρθένον τὴν Ἁγίαν καὶ καθαρὰν καὶ διαλεγμένην πρὸ καταβολῆς κόσμου. Αὐτὸς τὰς ἀσθενείας ἡμῶν ἔλαβε, καὶ τὰς νόσους ἐβάστασεν. Αὐτὸς ἔκαμε νὰ ἀναβλέψουν οἱ τυφλοί. Αὐτὸς ἐκαθάρισε τοὺς λεπρούς, καὶ ἐδίωξε τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοὺς δαιμονισμένους.
Οἱ δὲ Ἰουδαῖοι ταῦτα ἀκούσαντες, ἔφερον αὐτὸν εἰς τὸ κριτήριον πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς. Ἐπειδὴ δὲν ἐδύνοντο νὰ ἀντισταθοῦν εἰς τὴν σοφίαν καὶ δύναμιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μὲ τὴν ὁποίαν ἐλάλει ὁ θεῖος Στέφανος. Ἔπειτα ἐπαράστησαν ψευδομάρτυρας, οἵτινες ταῦτα κατὰ τοῦ Ἀποστόλου ἐμαρτύρησαν λέγοντες. Ἡμεῖς ἠκούσαμεν, ὅτι οὗτος ἐλάλει λόγια βλάσφημα ἐναντίον τοῦ τόπου τούτου τῆς Ἱερουσαλήμ, καὶ ἐναντίον τοῦ θεϊκοῦ νόμου. Εἶπον δὲ καὶ τὰ λοιπὰ ἄλλα ὅσα διηγοῦνται αἱ ἱεραὶ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ἐν κεφαλαίῳ ἑβδόμῳ. Τότε ἐγύρισαν τὰ ὀμμάτιά τους εἰς τὸν Στέφανον ὅλοι οἱ καθεζόμενοι εἰς τὸ κριτήριον, καὶ εἶδον τὸ πρόσωπόν του τόσον λαμπρόν, ὡσὰν νὰ ἦτον πρόσωπον Ἀγγέλου. Ὅθεν μὴ ὑποφέροντες τὴν ἐντροπήν, ἐλιθοβόλησαν αὐτὸν εὐχόμενον δι’ αὐτοὺς καὶ λέγοντα· «Κύριε μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην». Καὶ ταῦτα εἰπὼν ἐκοιμήθη.
Ἀφ’ οὗ δὲ ὁ Πρωτομάρτυς μὲ τὴν νομιζομένην ἐδικήν του πτῶσιν ἐκρήμνισε κάτω τὸν ἀντίπαλον Διάβολον, καὶ ἔδειξεν αὐτὸν πτῶμα μέγιστον καὶ ἐξαίσιον· καὶ ἀφ’ οὗ ἐκοιμήθη μὲ τὸν γλυκὺν ὕπνον τοῦ μαρτυρίου, ἐπῆραν τὸ ἱερὸν αὐτοῦ σῶμα ἄνδρες εὐλαβεῖς, καὶ ἔβαλον αὐτὸ μέσα εἰς ἕνα σεντοῦκι κατεσκευασμένον ἀπὸ ξύλον περσέας: ἤτοι ῥοδακινέας. Καὶ σφραγίσαντες αὐτό, τὸ ἀπέθησαν εἰς τὰ πλάγια μέρη τοῦ Ναοῦ. Τότε καὶ ὁ νομοδιδάσκαλος Γαμαλιήλ, καὶ ὁ τούτου υἱὸς Ἀβελβοῦς ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστόν. Καὶ ἐβαπτίσθησαν ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους (2). Τελεῖται δὲ ἡ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου Σύναξις εἰς τὸν μαρτυρικόν του Ναόν, ὅστις εἶναι κοντὰ εἰς τὸν τόπον τὸν καλούμενον Κωνσταντιανά. Σημείωσαι ὅτι ὁ Ἅγιος Στέφανος ἐλιθοβολήθη μετὰ τὴν Ἀνάληψιν τοῦ Χριστοῦ χρόνους τρεῖς, κατὰ τοὺς ἀκριβεστέρους χρονολόγους.
(1) Ἑλληνισταὶ ἦτον οἱ ἀπὸ Ἑλλήνων πιστεύσαντες τῷ Χριστῷ, ἢ κατ’ ἄλλους οἱ Χριστιανοὶ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐδέχοντο τὴν Ἁγίαν Γραφὴν τὴν ὑπὸ τῶν ἑβδομήκοντα ἑλληνιστὶ μεταφρασμένην. Σημείωσαι ὅτι ἐγκώμιον εἰς τὸν Ἅγιον Στέφανον ἔχει ὁ Νύσσης Γρηγόριος, οὗ ἡ ἀρχή· «Ὡς καλὴ τῶν ἀγαθῶν ἡ ἀκολουθία». Ὁ Χρυσόστομος ἐν τῷ ε΄ τόμῳ, δύω. Ὧν τὸ πρῶτον ἄρχεται· «Στέψωμεν ἄνθεσιν ἐγκωμίων τὸν Στέφανον». Τὸ δὲ δεύτερον· «Πᾶντες μὲν οἱ τῶν Μαρτύρων ἀγῶνες ἐπίδοξοι». Ἔχει καὶ ὁ Πρόκλος ἐγκώμιον εἰς τὸν αὐτόν, οὗ ἡ ἀρχή· «Ὁ μὲν αἰσθητὸς ἥλιος ὑπὲρ γῆν ἀνατέλλων». Ὅρα καὶ εἰς τὸν ἁπλοῦν Ἐφραὶμ τὸ ἐγκώμιον τοῦ Ἁγίου Στεφάνου εἰς γλῶσσαν πεζήν. Ὁ ἀνωτέρω Χρυσόστομος ἔχει προσέτι τρεῖς λόγους ἐν τῷ ζ΄ τόμῳ. Ὧν ὁ πρῶτος ἄρχεται· «Σεμνύνει μὲν τοὺς εὐδοκίμους ἀθλητάς», ὁ δεύτερος δέ· «Οἱ μὲν ἔξωθεν στεφάνους πλέκειν ἀνδράσι βουλόμενοι», ὁ δὲ τρίτος· «Πολλὰ καὶ θαυμαστὰ τοῦ μακαρίου Στεφάνου τὰ τρόπαια».
(2) Ὅρα περὶ τούτων εἰς τὴν ὑποσημείωσιν τοῦ Συναξαρίου τοῦ Ἁγίου Στεφάνου τούτου κατὰ τὴν δευτέραν τοῦ Αὐγούστου. Σημείωσαι ὅτι δύω Μαρτύρια τοῦ Ἁγίου Στεφάνου σῴζονται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ. Ὧν τοῦ μὲν ἑνὸς ἡ ἀρχή ἐστιν αὕτη· «Ἐγένετο κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον». Τοῦ δὲ ἑτέρου αὕτη· «Διὰ τὴν τοῦ Σωτῆρος καὶ Θεοῦ εὐσπλαγχνίαν, ἠναγκάσθην ἀποχαράξαι τῇ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ».
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Θεοδώρου τοῦ Γραπτοῦ, ἀδελφοῦ Θεοφάνους τοῦ ποιητοῦ καὶ Γραπτοῦ.
Αὐχεῖν ἔχει τι καὶ Θεόδωρος μέγα,
Ἐκ γῆς ἀπαίρων, ὡς μέγα στίξις θέας.
Οὗτος ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁμοῦ μὲ τὸν ἀδελφόν του Θεοφάνη (τὸν ἑορταζόμενον ἰδίως κατὰ τὴν ἑνδεκάτην τοῦ Ὀκτωβρίου) ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Θεοφίλου τοῦ εἰκονομάχου ἐν ἔτει ωλ΄ [830]. Καὶ μεγάλως ἠγωνίσθησαν καὶ οἱ δύω διὰ τὴν τιμὴν καὶ προσκύνησιν τῶν ἁγίων εἰκόνων. Ὅθεν ἐδάρθησαν ἄσπλαγχνα. Καὶ κατὰ προσταγὴν τοῦ Θεοφίλου, ἐγράφησαν εἰς τὸ μέτωπόν τους μὲ σίδηρον πυρωμένον, οἱ ἰαμβικοὶ στίχοι οὗτοι.
Πάντων ποθούντων προστρέχειν πρὸς τὴν πόλιν,
Ὅπου πάναγνοι τοῦ Θεοῦ λόγου πόδες
Ἔστησαν εἰς σύστασιν τῆς οἰκουμένης,
Ὤφθησαν οὗτοι τῷ σεβασμίῳ τόπῳ
Σκεύη πονηρὰ δεισιδαίμονος πλάνης.
Ἐκεῖσε πολλὰ λοιπὸν ἐξ ἀπιστίας
Πράξαντες δεινὰ αἰσχρὰ δυσσεβοφρόνως,
Ἐκεῖθεν ἠλάθησαν ὡς ἀποστάται.
Πρὸς τὴν πόλιν δὲ τοῦ κράτους πεφευγότες
Οὐκ ἐξαφῆκαν τὰς ἀθέσμους μωρίας.
Ὅθεν γραφέντες ὡς κακοῦργοι τὴν θέαν
Κατακρίνονται καὶ διώκονται πάλιν.
Ἀφ’ οὗ δὲ ἐγράφησαν μὲ τοὺς στίχους τούτους, ἐπέμφθησαν εἰς τὴν ἐξορίαν, ὅπου ὁ μέγας ἀριστεὺς καὶ νικητὴς οὗτος Θεόδωρος, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησε. Λέγεται δέ, ὅτι ὅταν ὁ Ἅγιος οὗτος ἐκοιμήθη, ἐπῆγεν εἰς αὐτὸν ἕνας μέγας Γέρωντας, καὶ ἤκουεν ἁγίους Ἀγγέλους, οἵτινες ἔψαλον ᾄσματα πνευματικά. Μὲ τοὺς ὁποίους συνέψαλε καὶ αὐτός. Ἔδειξε δὲ ὁ Θεὸς διὰ τῶν τοιούτων ᾀσμάτων, πόσον ἐτίμα τὸν ἑαυτοῦ θεράποντα Θεόδωρον (3).
(3) Σημείωσαι, ὅτι τὸν Βίον τῶν Ἁγίων τούτων αὐταδέλφων Θεοδώρου καὶ Θεοφάνους τῶν Γραπτῶν, συνέγραψεν ἡ Θεοδώρα Ῥαουλαίνη καὶ Καντακουζηνὴ ἡ Παλαιολογίνα (καὶ ὅρα σελ. 678, τῆς Δωδεκαβίβλου). Καὶ τοῦτο δὲ σημείωσαι, ὅτι τοὺς δώδεκα τούτους ἰαμβικοὺς στίχους ἐσύνθεσεν ὁ Ἀριστέαλος. Ἐξερχόμενοι δὲ οἱ Ἅγιοι κατεστιγμένοι, ἔλεγον, ὅτι, τὰ Χερουβὶμ θεωροῦντα, ὑπαναχωρήσει ἐκ τῆς Ἐδέμ, καὶ ἡ φλογίνη ῥομφαία δώσει τὰ νῶτα, αἰδουμένη ἡμῶν τὰς ὄψεις. Ἀκούσας δὲ ὁ βασιλεὺς Θεόφιλος τοὺς λόγους τούτους παρὰ τοῦ ἐπάρχου, εἶπεν. Ἀνίσως ἤξευρα, ὅτι τοῦτο εἶναι ἀλήθεια, βέβαια ἤθελα κάμω τοῦτο εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τοῦ ὑπηκόου μου (σελ. 693 τῆς Δωδεκαβίβλου). Ὅρα καὶ εἰς τὴν δεκάτην τετάρτην Ἰουνίου τὸ Συναξάριον τοῦ Ἁγίου Μεθοδίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Καὶ τοῦτο δὲ σημείωσαι, ὅτι οἱ δύω οὗτοι αὐτάδελφοι καὶ Γραπτοὶ ἐχρημάτισαν μαθηταὶ Μιχαὴλ Συγγέλου τῶν Ἱεροσολύμων, κατὰ τὸν Δοσίθεον, καὶ υἱοὶ Ἰωνᾶ τοῦ Σαββαΐτου (σελ. 694, τῆς Δωδεκαβίβλου). Ὅρα καὶ τὸ Συναξάριον Μιχαὴλ τοῦ Συγγέλου, κατὰ τὴν δεκάτην ὀγδόην τοῦ παρόντος Δεκεμβρίου. Ἐν δὲ τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ σῴζεται ὁ Βίος τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τούτου, οὗ ἡ ἀρχή· «Τῶν ὑπὲρ Χριστοῦ τὴν ἄθλησιν ἑλομένων».
*
Ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Θεόδωρος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Ποιμὴν ἄριστος Θεόδωρος ὡράθη,
Ὡς ὢν μιμητὴς τοῦ μεγάλου Ποιμένος.
Οὗτος ἦτον γέννημα καὶ θρέμμα τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Κωνσταντίνου τοῦ Πωγωνάτου, ἐν ἔτει χξη΄ [668]. Διὰ δὲ τὴν πολλὴν αὐτοῦ εὐλάβειαν καὶ ἀρετήν, ἐχειροτονήθη Πρεσβύτερος τῆς ἁγιωτάτης Μεγάλης Ἐκκλησίας. Ἔπειτα ἔγινε σύγγελος καὶ σκευοφύλαξ. Ἐπειδὴ δὲ ὁ τότε Πατριάρχης Κωνσταντῖνος ἀπέθανεν, ἐβιάσθη ὁ ἀοίδιμος οὗτος Θεόδωρος ἀπὸ τὸν βασιλέα καὶ ὅλην τὴν σύγκλητον, πρὸς τούτοις δὲ καὶ ἀπὸ ὅλην τὴν σύνοδον τῶν ἁγίων Ἀρχιερέων. Καὶ ἔτζι ἐχειροτονήθη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Θεαρέστως δὲ κυβερνήσας τὴν Ἐκκλησίαν εἰς χρόνους δύω καὶ μῆνας τρεῖς, ἐξώσθη τοῦ θρόνου του ἐν ἔτει χοη΄ [678]. Εἶτα καλῶς διαπεράσας τὸ ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς του, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησε. Τὴν δὲ μνήμην αὐτοῦ ἑορτάζει ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία ἐν ἡμέρᾳ Κυριακῇ.
*
Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Λουκᾶς ὁ Τριγλινός (ἤτοι ὁ ἐκ Μουντανίων), ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Τῆς γῆς ὁ Λουκᾶς ὑπεραρθεὶς ἐμφρόνως,
Τρανῶς τρυφᾶ νῦν τὴν Θεοῦ θεωρίαν.
*
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Μαυρικίου καὶ τῶν σὺν αὐτῷ ἑβδομήκοντα Μαρτύρων.
Εἰς τὸν Μαυρίκιον.
Ὁ Μαυρίκιος γυμνὸς ἐγχρισθεὶς μέλι,
Κρίνει μελισσῶν ἡδὺ τὰς τρώσεις μέλι.
Εἰς τοὺς ἑβδομήκοντα.
Ἔχων συνάθλους ἄνδρας ἑπτάκις δέκα,
Καὶ συγχορευτὰς Μαυρίκιος λαμβάνει.
Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ, ἐν ἔτει σϞζ΄ [297], καταγόμενοι μὲν ἀπὸ τὴν πόλιν Ἀπάμειαν, ἥτις εὑρίσκεται κατὰ τὴν Μαύρην Θάλασσαν, στρατιῶται δὲ ὑπάρχοντες βασιλικοὶ κατὰ τὸ ἐπάγγελμα. Ὅταν λοιπὸν ἐπέρνα ἀπὸ ἐκείνην τὴν πόλιν ὁ βασιλεύς, ἐδιαβάλθησαν εἰς αὐτὸν οἱ Ἅγιοι οὗτοι ὡς Χριστιανοί. Παρασταθέντες δὲ εἰς αὐτόν, καὶ ὁμολογήσαντες παρρησίᾳ ὅτι εἶναι Χριστιανοί, ὑστερήθησαν τὰς ζῶνας ὁποῦ ἐφόρουν, καὶ ἐκλείσθησαν μέσα εἰς φυλακήν. Ὕστερα δὲ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρας, φέρονται ἔμπροσθεν τοῦ τυράννου καὶ ἐρωτῶνται. Ἐπειδὴ δὲ ἔμενον στερεοὶ εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν, διὰ τοῦτο δέρνονται δυνατά. Ἔπειτα ῥίπτονται εἰς τὴν φωτίαν. Μετὰ ταῦτα κρεμῶνται ἀπὸ ξύλον καὶ καταξεσχίζονται εἰς τὰς πλευράς. Θέλωντας δὲ ὁ Μαξιμιανὸς νὰ λυπήσῃ περισσότερον τὸν Ἅγιον Μαυρίκιον, ὅστις ἦτον ὁ τῶν ἄλλων πρόκριτος, ἐπρόσταξε καὶ ἀπεκεφάλισαν τὸν υἱόν του, Φωτεινὸν ὀνόματι.
Ἐπειδὴ δὲ εἶδε τόσον αὐτόν, ὅσον καὶ τοὺς ἄλλους Ἁγίους φυλάττοντας στερεῶς τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν, καὶ μὴ πειθομένους εἰς αὐτόν, διὰ τοῦτο ἔπεμψεν αὐτοὺς εἰς ἕνα τόπον βαλτώδη, ὅστις εὑρίσκετο ἀνάμεσα εἰς δύω ποταμοὺς καὶ μίαν λίμνην, καὶ διὰ τοῦτο ἦτον γεμάτος ἀπὸ σφῆκας, ἀπὸ μυίας, ἀπὸ κώνωπας καὶ ἀπὸ σκνίπας. Ὅθεν ἐκεῖ ἐξεγύμνωσαν τοὺς Ἁγίους οἱ στρατιῶται. Καὶ δέσαντες αὐτοὺς εἰς πάλους, διὰ νὰ μὴ σαλεύουν καὶ διώκουν τὰ ζωΐφια, τοὺς ἄλειψαν μὲ μέλι. Ἔτυχε δὲ καὶ ὁ καιρὸς νὰ ᾖναι ἐπιτήδειος εἰς τὴν τοιαύτην παιδείαν μὲ τὸ νὰ ἦτον ζέστα. Ἔπειτα ἔρριψαν τὸ λείψανον τοῦ Ἁγίου Φωτεινοῦ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός του Μαυρικίου, διὰ νὰ βλέπῃ τοῦτο, καὶ νὰ λυπῆται περισσότερον. Ταῦτα πᾶντα οἱ δήμιοι ποιήσαντες, ἀνεχώρησαν. Οἱ δὲ Ἅγιοι Μάρτυρες ὑπέμειναν γενναίως εἰς τὴν τοιαύτην ἀνυπόφορον βάσανον, δέκα ὁλόκληρα ἡμερονύκτια. Εἶτα τῷ Θεῷ προσευχηθέντες, παρέδωκαν οἱ τρισμακάριοι τὰς ψυχάς των εἰς χεῖρας αὐτοῦ.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *