Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου26 Μαρτίου

Η Σύναξις του Αρχαγγέλου Γαβριήλ• των Αγίων εικοσιέξ Μαρτύρων των εν Γοτθία, Στεφάνου Ηγουμένου Τριγλίας κ.ά.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Τω αυτώ μηνί Κς’, την Σύναξιν επιτελούμεν του Αρχαγγέλου Γαβριήλ άνωθεν και εξ αρχής παραδεδομένην, ως τω θείω και υπερφυεί και απορρήτω μυστηρίω της του Χριστού οικονομίας καθυπουργήσαντος (1). 

Η Σύναξις του Αρχαγγέλου Γαβριήλ• των Αγίων εικοσιέξ Μαρτύρων των εν Γοτθία, Στεφάνου Ηγουμένου Τριγλίας κ.ά.Τον σην απαγγείλαντα σάρκωσιν Νόα,
Τιμή πρεπούση πάσα σαρξ τιμά Λόγε.

Εικάδι αμφ’ ύμνους Γαβριήλ κτίσιν έκτη εγείρει.

(1) Σημείωσαι, ότι Γαβριήλ θέλει να ειπή Θεός και άνθρωπος, κατά τον Κωνσταντινουπόλεως Πρόκλον. Δια τούτο και αυτός εξαιρέτως υπηρέτησεν εις το μυστήριον της ενσάρκου οικονομίας του Θεανθρώπου Λόγου. Λέγει δε και Θεοφάνης ο Κεραμεύς ο Ταυρομενίας Επίσκοπος, ότι τα επτά στοιχεία οπού περιέχει το όνομα του Γαβριήλ, σημαίνουσιν, ότι ο υπό του Γαβριήλ ευαγγελισθείς τεχθήναι Χριστός, ήκει επί σωτηρία του κόσμου παντός, του μετρουμένου υπό της εβδομάδος, και περατουμένου εν αιώσιν επτά (Λόγω εις τον Ευαγγελισμόν).

*

Άγιοι Μάρτυρες εν ΓοτθίαΤη αυτή ημέρα μνήμη των Αγίων εικοσιέξ Μαρτύρων των εν Γοτθία μαρτυρησάντων, εξ ων εισι πρεσβύτεροι δύω, Βαθούσις και Ουΐρκας μετά δύω υιών αυτού και τριών θυγατέρων, και Αρπύλλας μονάζων. Λαϊκοί δε, Αβήπας, Αγνάς, Ρύαξ, Ηγάθραξ, Ησκόος, Σύλας, Σίγητζας, Σουηρίλλας, Σεΐμβλας, Θέρμας, Φίλγας. Και εκ των γυναικών Άννα, Αλλάς, Βάρις, Μωϊκώ, Μαμύκα, Ουϊρκώ, και Ανιμάϊς.

Τόσην πυρί φλέγουσι πληθύν Μαρτύρων,
Όσας άγει μην σήμερον τας ημέρας.

Ούτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους Ιουγγουρίχου βασιλέως των Γότθων, και Γρατιανού βασιλέως Ρωμαίων εν έτει τος’ [376], δια δε την εις Χριστόν ομολογίαν έλαβον δια πυρός τον του μαρτυρίου στέφανον υπό του ρηθέντος Ιουγγουρίχου. Ούτος γαρ ο ασεβέστατος κατέκαυσε την Εκκλησίαν των Χριστιανών, μέσα εις την οποίαν κατεκάησαν και οι ανωτέρω ρηθέντες εικοσιέξι Μάρτυρες. Τότε δε συνέβη και ένα τοιούτον, ήγουν ένας Χριστιανός έφερεν εις την Εκκλησίαν προσφοράν, ο οποίος πιασθείς από τους Έλληνας, και τον Χριστόν ομολογήσας, αντί της αψύχου προσφοράς, αυτός ο ίδιος έγινε προσφορά εις τον Θεόν, ολοκαυτωθείς δια του πυρός, και λαβών ο αοίδιμος του μαρτυρίου τον στέφανον.

*

Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Κοδράτου, Θεοδοσίου, Μανουήλ, και ετέρων τεσσαράκοντα των εν τη Ανατολή.

Εις τον Κοδράτον.

Κοδράτε θαυμάζω σε της ευανδρίας,
Πώς υπτιάζων ανδρικώς σφάττη μάκαρ.

Εις τον Θεοδόσιον.

Θεοδόσιος τω Θεώ ζων και μόνω,
Ζωήν δι’ αυτόν εκ ξίφους καταστρέφει.

Εις τον Μανουήλ.

Ξίφει χεθήτω καν κοτύλη φησί μοι,
Ο Μανουήλ πέφυκεν αίματος μία.

Εις τους τεσσαράκοντα.

Τεσσαράκοντα Μάρτυρες δια ξίφους,
Θεώ προσηνέχθησαν, ω της ανδρίας!

Ούτοι οι Άγιοι ήτον από τα μέρη της Ανατολής. Βλέποντες δε καθ’ εκάστην ημέραν να θανατόνωνται οι Χριστιανοί από τους ειδωλολάτρας, εσυμφώνησαν αναμεταξύ των να ομολογήσουν παρρησία την εις Χριστόν πίστιν, δια να γένουν κληρονόμοι της Βασιλείας των Ουρανών. Και λοιπόν επήγαν αυτόκλητοι και παρέδωκαν τον εαυτόν τους εις τον της χώρας άρχοντα, ο οποίος εξέταζε τότε και ετιμώρει πολλούς Χριστιανούς. Και παρασταθέντες έμπροσθεν αυτού, ωμολόγησαν πως είναι Χριστιανοί. Όθεν εβάλθησαν εις την φυλακήν, ύστερον δε από μερικάς ημέρας, τους εύγαλαν από την φυλακήν, και κρεμάσαντες αυτούς γυμνούς επάνω εις ξύλον, κατεξέσχισαν τας πλευράς των. Είτα τους έσυραν επάνω εις τριβόλους, και τελευταίον τους απεκεφάλισαν, και ούτως έλαβον οι μακάριοι τους στεφάνους του μαρτυρίου.

*

Ο Όσιος Πατήρ ημών και Ομολογητής Στέφανος, Ηγούμενος Τριγλίας, εν ειρήνη τελειούται.

Θείου Στέφανος αμπελώνος εργάτης,
Θεώ παραστάς καμάτου μισθόν λάβη.

Ούτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Λέοντος του Αρμενίου, εν έτει ωιε’ [815], ηγάπησε δε την ασκητικήν ζωήν εκ νεαράς ηλικίας. Όθεν δια την ενάρετον αυτού πολιτείαν, με πολλήν παρακάλεσιν των Μοναχών, έγινεν ηγούμενος του Μοναστηρίου του καλουμένου Τριγλία. Αφ’ ου δε επέρασε χρόνους πολλούς εις την άσκησιν και ηγουμενίαν, ύστερον επροσκαλέσθη από τον ρηθέντα δυσσεβή Λέοντα τον εικονομάχον, ο οποίος εκίνησε διωγμόν μεγάλον εναντίον εκείνων, οπού προσκυνούσι τας σεπτάς και αγίας εικόνας. Αναγκάσθη λοιπόν από τον τύραννον δια να αρνηθή την προσκύνησιν των αγίων εικόνων, και να υπογράψη κατά της Ορθοδόξου πίστεως. Ο δε Άγιος επειδή δεν επείσθη εις τούτο, αλλά μάλλον ωνόμασε δυσσεβείς τους αναγκάζοντας αυτόν εις τούτο εικονομάχους, τούτου χάριν ετιμωρήθη πολλά, και εις φυλακάς εβάλθη, και εις εξορίαν επέμφθη. Με τα οποία ταύτα δεινά ταλαιπωρηθείς, απήλθε προς Κύριον, δια την εικόνα του οποίου, τους πολλούς κόπους και κακοπαθείας εδοκίμασεν ο αοίδιμος.

*

Διήγησις ωφέλιμος Μάλχου Μοναχού αιχμαλωτισθέντος (2).

Βλέψον μοναχέ τίσιν (ήτοι τιμωρίαν) οίαν λαμβάνει,
Παρήκοος πας, και διόρθωσιν λάβε.

Μακράν από την Αντιόχειαν της Συρίας έως τριάντα μίλια, είναι ένα χωρίον ονομαζόμενον Μαρώνεια, εις το χωρίον δε εκείνο εγεννήθη και ανετράφη ο Μάλχος ούτος, και εσέβετο τον Θεόν. Και οι μεν γονείς αυτού, εσπούδαζον να δώσουν εις αυτόν γυναίκα, αυτός δε εμελέτα να φύγη και να γένη Μοναχός. Όθεν πηγαίνωντας εις την Ιβηρίαν, ήτοι Γκιουρτζίαν, έγινε Μοναχός κοντά εις πνευματικούς άνδρας, οπού ήτον εκεί. Αγωνισθείς λοιπόν ο αοίδιμος, ευηρέστησεν εις τον Θεόν.

Όταν δε έμαθεν, ότι απέθανεν ο πατήρ του, εστοχάζετο να γυρίση οπίσω εις την χήραν μητέρα του, με σκοπόν ίνα μετά τον θάνατον εκείνης γένη κληρονόμος όλων των υπαρχόντων της. Και άλλα μεν από αυτά, να δώση ελεημοσύνην εις τους πτωχούς, άλλα δε, να εξοδεύση εις οικοδομήν Μοναστηρίου εδικού του. Τούτον δε τον σκοπόν και λογισμόν του εφανέρωσεν εις τον πνευματικόν του πατέρα και γέροντα, ο οποίος εμπόδιζεν αυτόν από τον λογισμόν τούτον, ως ανωφελή και ασύμφορον, μάλιστα δε και εβεβαίονεν αυτόν, ότι οι λογισμοί αυτοί είναι εκ των δαιμόνων. Ο δε Μάλχος δεν ηθέλησε να πεισθή εις τα λόγια του γέροντός του. Όθεν ευγήκεν από το Μοναστήριον και επήγεν εις την Έδεσσαν. Και επειδή εφοβείτο να μη απαντήση Σαρακηνούς εις τον δρόμον, επρόσμενεν εκεί, έως να εύρη και άλλους συνοδοιπόρους. Αφ’ ου δε εσυνάχθησαν εβδομήκοντα οδοιπόροι, επεριπάτει πλέον χωρίς φόβον. Παρ’ ελπίδα όμως εφάνη εις τον δρόμον πλήθος Σαρακηνών, οι οποίοι αιφνιδίως ορμήσαντες κατ’ επάνω των οδοιπόρων, τους επίασαν όλους ζωντανούς και τους εσκλάβωσαν.

Τότε και ο Μάλχος ούτος, έπεσεν εις τον λαχνόν ενός μαύρου Αιθίοπος, ο οποίος επήρεν αυτόν σκλάβον, ομού και μίαν γυναίκα. Τούτους λοιπόν και τους δύω σκλάβους επρόσταξεν ο Αιθίοψ να καβαλικεύσουν ομού επάνω εις μίαν γοργοκαμήλαν. Επειδή δε η κάμηλος έτρεχεν ογλίγωρα, δια τούτο ο Μάλχος κινδυνεύων να κρημνισθή ομού με την γυναίκα, ενηγκαλίσθη και αυτός την γυναίκα, και η γυναίκα τον Μάλχον, και έτζι δια της εναγκαλίσεως, εστέκοντο στερεοί επάνω εις την κάμηλον. Όχι μόνον δε τούτο το άτοπον συνέβη εις τον Μάλχον δια την παρακοήν του, αλλά και προς τούτοις, έφαγε και χωρίς να θέλη κρέας καμήλου. Αλλά και όταν ο αυθέντης του Αιθίοψ επήγεν εις τον οίκον του, ο Μάλχος προσήλθεν εις την γυναίκα του αυθέντου του, και υπετάσσετο ως δούλος εις αυτήν, φέρωντας νερόν, και ρίπτωντας έξω τα σκούπιδα. Τελευταίον δε, ενεχείρισεν εις αυτόν ο αυθέντης του το να βόσκη τα πρόβατά του, και με την επιστασίαν ταύτην των προβάτων ελαφρώθη ολίγον από τα βαρέα προστάγματα και υπηρεσίας, οπού έκαμνε πρότερον. Επαρηγορείτο γαρ με αυτήν, συλλογιζόμενος τα παραδείγματα του Πατριάρχου Ιακώβ, και των υιών αυτού, και αυτού του μεγάλου Προφήτου και αοιδίμου βασιλέως Δαβίδ, ο οποίος διατί εποίμαινε τα άλογα πρόβατα, ευρήκε την βασιλείαν και ποιμαντικήν των λογικών ανθρώπων. Επειδή δε ευαρέστησεν ο Μάλχος εις τον αυθέντην του, τόσον δια την επιμέλειαν των προβάτων και την εργασίαν του τυρίου, όσον και δια την φυλακήν όλων των σκευών και ειδισμάτων του οσπητίου του, τα οποία επαράδιδε σώα και ολόκληρα με συνείδησιν καθαράν και με πίστιν και αδολότητα, δια ταύτα λέγω τα καλά του Μάλχου, εσυλλογίζετο ο αυθέντης του Αιθίοψ, να κάμη εις αυτόν καμμίαν φιλοτιμίαν και ανταπόδοσιν. Η ανταπόδοσις δε αύτη ήτον, το να δώση τω Μάλχω γυναίκα, εκείνην οπού εσκλάβωσε μαζί με αυτόν. Ο δε Μάλχος καλεσθείς από τον αυθέντην του, και ακούσας τούτο, κατ’ αρχάς μεν, εμεταχειρίσθη αργοπορίαν και αναβολήν του καιρού, λέγωντας, ένα μεν, ότι δεν δύναται τούτο να κάμη διατί είναι Μοναχός και άλλο δε, ότι η γυναίκα δεν είναι ελευθέρα, αλλά είναι συνεζευγμένη με άνδρα και δια τούτο δεν είναι δίκαιον να χωρισθή με τοιούτον τρόπον από τον νόμιμον άνδρα της.

Ο δε Αιθίοψ τούτο ακούσας, εξεγύμνωσε το σπαθί του, και εφοβέρισε δια να τον θανατώση. Τότε ο Μάλχος εμάνθανε δια της δοκιμής, τα θανατηφόρα βλαστήματα οπού εγέννησεν εις αυτόν η παρακοή του πνευματικού του πατρός. Όθεν φοβηθείς, επήρε την γυναίκα και χωρίς να θέλη. Απεφάσισεν όμως εις τον λογισμόν του, κάλλιον να θανατώση αυτός τον εαυτόν του, πάρεξ να σμίξη με αυτήν. Επειδή δε η γυνή εκείνη θαυμασία ούσα και φρονίμη και σώφρων, έβλεπε την ανυπόφορον λύπην και αδημονίαν οπού είχεν ο Μάλχος, εφοβήθη, μήπως από την πολλήν λύπην θανατώση τον εαυτόν του. Όθεν τον εσυμβούλευσε να ήναι μεν κατά το φαινόμενον αχώριστοι και οι δύω, δια τον φόβον του Αιθίοπος, και δια το ανύποπτον. Να φυλάττουν δε κατά το κρυπτόμενον, καθαρόν και παρθένον τον εαυτόν τους. Με τοιούτον γαρ τρόπον, έλεγεν η τιμία γυνή, θέλει λάβη πληροφορίαν ο αυθέντης μας, ότι δεν έχομεν να μεταχειρισθούμεν δολιότητα. Ήρεσεν η βουλή αύτη εις τον Μάλχον, πλην αυτός ενθυμούμενος την καθαράν και αγίαν ζωήν, οπού είχεν, όταν ευρίσκετο εις το Μοναστήριον, εμελέτα να φύγη. Τούτο δε νοήσασα η γυνή, παρεκάλει να τον συνακολουθήση και αυτή, δια να γένη καλογραία, εις κανένα παρθενώνα και Μοναστήριον. Ο δε Μάλχος υπεσχέθη τούτο εις αυτήν. Επειδή δε εκεί πλησίον ήτον ένας ποταμός μεγαλώτατος, ο οποίος δεν άφινεν αυτούς να φύγουν ελευθέρως, δια το δύσκολον αυτού πέρασμα: τούτου χάριν εκατασκεύασαν δύω ασκία από δερμάτια, και δέσαντες αυτά με ασφάλειαν, επήρεν ο Μάλχος το ένα ασκί, και η γυνή το άλλο. Και εμβαίνοντες δια νυκτός εις τον ποταμόν, εμεταχειρίσθηκαν, τα μεν ασκία, ωσάν καΐκι, τα δε πόδιά των, ως τιμόνια, και έτζι ευγήκαν εις το πέραν του ποταμού. Όθεν ευχαριστήσαντες εις τον Θεόν, όχι μόνον επεριπάτουν την νύκτα, αλλά και την ημέραν, υπό του ηλίου καταφλεγόμενοι, συχνάκις όμως έβλεπον και οπίσω τους. Και λοιπόν ιδού βλέπουσι τον αυθέντην τους τον Αιθίοπα, ομού με ένα δούλον, οι οποίοι καβαλικεύοντες επάνω εις δύω γοργοκαμήλους, εβάσταζον εις τας χείρας των σπαθία ξεγυμνωμένα και έτρεχον κατόπι των.

Όταν δε εκείνοι επλησίασαν κοντά δια να τους πιάσουν, τότε ούτοι από τον φόβον τους, έγιναν ωσάν λίθοι και αναίσθητοι νεκροί. Κατ’ οικονομίαν δε Θεού, εφάνη έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς των ένα βαθύτατον σπήλαιον, όθεν εμβήκαν μέσα εις αυτό. Εμβαίνοντες δε, ευρήκαν εις αυτό μία ασπίδα και οφίδια και άλλα θανατηφόρα ερπετά, και θηρία πολλά, λέοντας και λέαινας, τα οποία δια την πολλήν καύσιν του ηλίου, επρόσφυγον εις αυτό, ίνα λάβουν αναψυχήν. Αγκαλά λοιπόν και εφοβήθησαν ούτοι τα ρηθέντα θηρία, όμως με το να ήτον μεγαλίτερος ο φόβος του Αιθίοπος, εσφράγισαν τον εαυτόν τους με το σημείον του τιμίου Σταυρού, και ούτως εστάθησαν εις ένα μέρος του σπηλαίου, προσμένοντες να γένουν φαγητόν των θηρίων. Καταβάντες δε από τας καμήλους ο Αιθίοψ και ο δούλος του, έδεσαν αυτάς κοντά εις το σπήλαιον. Και ο μεν δούλος, εμβήκε πρώτος εις το σπήλαιον δια να ευγάλη έξω τον Μάλχον και την γυναίκα, ο δε Αιθίοψ, πέρνωντας το σπαθί, εστέκετο εις την πόρταν του σπηλαίου, ίνα όταν εκείνοι έλθουν δια να περάσουν, θανατώση αυτούς. Καθώς λοιπόν εμβήκεν ο δούλος, επήδησεν επάνω του μία λέαινα, η οποία αρπάσασα αυτόν από τον λαιμόν, τον έπνιξε. Έπειτα δαγκάνουσα αυτόν, τον ετράβιξε μέσα εις την φωλεάν της. Και ο μεν Μάλχος και η γυνή βλέποντες τούτο, εδόξασαν τον Θεόν. Ο δε Αιθίοψ νομίσας, ότι οι φυγόντες αντιστέκονται εις τον δούλον, και δεν πείθονται να εύγουν από το σπήλαιον, εμβήκε και αυτός μέσα, κρατώντας εις το χέρι την μάχαιραν. Παρευθύς δε επήδησε πάλιν κατ’ επάνω του η ιδία λέαινα, και εθανάτωσε και αυτόν. Τότε ο Μάλχος και η γυνή ευχαριστούντες τω Θεώ δια το παράδοξον τούτο θαύμα, οπού εποίησε δι’ αυτούς, επρόσμενον εκεί, ελπίζοντες, ότι και αυτοί μετά ολίγον έχουν να φαγωθούν από την λέαιναν. Αλλ’ η λέαινα πέρνουσα το λεονταρόπουλόν της, ευγήκεν από το σπήλαιον. Τότε ευγαίνοντες και αυτοί, ευρήκαν τας καμήλους δεμένας και φορτωμένας με φαγητά και πιοτά. Όθεν φαγόντες και ευφρανθέντες, ευχαρίστησαν τον Θεόν.

Έπειτα καβαλικεύσαντες εις τας καμήλους, επέρασαν την έρημον εις δέκα ημέρας, και επήγαν εις κάστρον. Από εκεί δε απέστειλεν αυτούς ο άρχων του κάστρου προς τον δούκα της Μεσοποταμίας. Εκείνος δε εξαγοράσας τας καμήλους, και φιλοφρόνως αυτούς δεξιωθείς, τους απέστειλε χαίροντας εις τον οίκον τους. Τότε ο Μοναχός Μάλχος δους ικανά άσπρα εις ένα παρθενώνα και ασκητήριον γυναικών, έβαλεν εις αυτό την γυναίκα. Αυτός δε γυρίσας εις το Μοναστήριον, από το οποίον έφυγε, τον μεν πνευματικόν αυτού πατέρα και γέροντα, εύρεν αποθαμένον, εις δε τους άλλους αδελφούς εδιηγήθη, όσα συνέβησαν εις αυτόν. Όθεν μαθών γνώσιν από εκείνα οπού έπαθε, παρέμενεν εις το εξής εν τω Μοναστηρίω, ευχαριστών τω Θεώ, ο οποίος τον ελύτρωσε από τόσους μεγάλους κινδύνους. Διαπεράσας λοιπόν χρόνους αρκετούς, και τω Θεώ ευαρέστως δουλεύσας, απήλθεν εις τας αιωνίους μονάς.

(2) Τούτο το διήγημα ερανίσθη από το Γεροντικόν, το οποίον ονομάζεται, Παράδεισος των Πατέρων, εν χειρογράφοις σωζόμενος, ο υπό του Παλλαδίου Επισκόπου Ελενουπόλεως συναχθείς, και εις υποθέσεις εικοσιτρείς διαιρεθείς.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Τῷ αὐτῷ μηνὶ Κς΄, τὴν Σύναξιν ἐπιτελοῦμεν τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ ἄνωθεν καὶ ἐξ ἀρχῆς παραδεδομένην, ὡς τῷ θείῳ καὶ ὑπερφυεῖ καὶ ἀπορρήτῳ μυστηρίῳ τῆς τοῦ Χριστοῦ οἰκονομίας καθυπουργήσαντος (1).

Η Σύναξις του Αρχαγγέλου Γαβριήλ• των Αγίων εικοσιέξ Μαρτύρων των εν Γοτθία, Στεφάνου Ηγουμένου Τριγλίας κ.ά.Τὸν σὴν ἀπαγγείλαντα σάρκωσιν Νόα,
Τιμῇ πρεπούσῃ πᾶσα σὰρξ τιμᾷ Λόγε.

Εἰκάδι ἀμφ’ ὕμνους Γαβριὴλ κτίσιν ἕκτῃ ἐγείρει.

(1) Σημείωσαι, ὅτι Γαβριὴλ θέλει νὰ εἰπῇ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, κατὰ τὸν Κωνσταντινουπόλεως Πρόκλον. Διὰ τοῦτο καὶ αὐτὸς ἐξαιρέτως ὑπηρέτησεν εἰς τὸ μυστήριον τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Θεανθρώπου Λόγου. Λέγει δὲ καὶ Θεοφάνης ὁ Κεραμεὺς ὁ Ταυρομενίας Ἐπίσκοπος, ὅτι τὰ ἑπτὰ στοιχεῖα ὁποῦ περιέχει τὸ ὄνομα τοῦ Γαβριήλ, σημαίνουσιν, ὅτι ὁ ὑπὸ τοῦ Γαβριὴλ εὐαγγελισθεὶς τεχθῆναι Χριστός, ἥκει ἐπὶ σωτηρίᾳ τοῦ κόσμου παντός, τοῦ μετρουμένου ὑπὸ τῆς ἑβδομάδος, καὶ περατουμένου ἐν αἰῶσιν ἑπτά (Λόγῳ εἰς τὸν Εὐαγγελισμόν).

*

Άγιοι Μάρτυρες εν ΓοτθίαΤῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν Ἁγίων εἰκοσιὲξ Μαρτύρων τῶν ἐν Γοτθίᾳ μαρτυρησάντων, ἐξ ὧν εἰσι πρεσβύτεροι δύω, Βαθούσις καὶ Οὐΐρκας μετὰ δύω υἱῶν αὐτοῦ καὶ τριῶν θυγατέρων, καὶ Ἁρπύλλας μονάζων. Λαϊκοὶ δέ, Ἀβήπας, Ἁγνάς, Ῥύαξ, Ἠγάθραξ, Ἠσκόος, Σύλας, Σίγητζας, Σουηρίλλας, Σεΐμβλας, Θέρμας, Φίλγας. Καὶ ἐκ τῶν γυναικῶν Ἄννα, Ἁλλάς, Βάρις, Μωϊκώ, Μαμύκα, Οὐϊρκώ, καὶ Ἀνιμάϊς.

Τόσην πυρὶ φλέγουσι πληθὺν Μαρτύρων,
Ὅσας ἄγει μὴν σήμερον τὰς ἡμέρας.

Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Ἰουγγουρίχου βασιλέως τῶν Γότθων, καὶ Γρατιανοῦ βασιλέως Ῥωμαίων ἐν ἔτει τος΄ [376], διὰ δὲ τὴν εἰς Χριστὸν ὁμολογίαν ἔλαβον διὰ πυρὸς τὸν τοῦ μαρτυρίου στέφανον ὑπὸ τοῦ ῥηθέντος Ἰουγγουρίχου. Οὗτος γὰρ ὁ ἀσεβέστατος κατέκαυσε τὴν Ἐκκλησίαν τῶν Χριστιανῶν, μέσα εἰς τὴν ὁποίαν κατεκάησαν καὶ οἱ ἀνωτέρω ῥηθέντες εἰκοσιέξι Μάρτυρες. Τότε δὲ συνέβη καὶ ἕνα τοιοῦτον, ἤγουν ἕνας Χριστιανὸς ἔφερεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν προσφοράν, ὁ ὁποῖος πιασθεὶς ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας, καὶ τὸν Χριστὸν ὁμολογήσας, ἀντὶ τῆς ἀψύχου προσφορᾶς, αὐτὸς ὁ ἴδιος ἔγινε προσφορὰ εἰς τὸν Θεόν, ὁλοκαυτωθεὶς διὰ τοῦ πυρός, καὶ λαβὼν ὁ ἀοίδιμος τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον.

*

Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Κοδράτου, Θεοδοσίου, Μανουήλ, καὶ ἑτέρων τεσσαράκοντα τῶν ἐν τῇ Ἀνατολῇ.

Εἰς τὸν Κοδράτον.

Κοδράτε θαυμάζω σε τῆς εὐανδρίας,
Πῶς ὑπτιάζων ἀνδρικῶς σφάττῃ μάκαρ.

Εἰς τὸν Θεοδόσιον.

Θεοδόσιος τῷ Θεῷ ζῶν καὶ μόνῳ,
Ζωὴν δι’ αὐτὸν ἐκ ξίφους καταστρέφει.

Εἰς τὸν Μανουήλ.

Ξίφει χεθήτω κᾂν κοτύλη φησί μοι,
Ὁ Μανουὴλ πέφυκεν αἵματος μία.

Εἰς τοὺς τεσσαράκοντα.

Τεσσαράκοντα Μάρτυρες διὰ ξίφους,
Θεῷ προσηνέχθησαν, ὢ τῆς ἀνδρίας!

Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἦτον ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς. Βλέποντες δὲ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν νὰ θανατόνωνται οἱ Χριστιανοὶ ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρας, ἐσυμφώνησαν ἀναμεταξύ των νὰ ὁμολογήσουν παρρησίᾳ τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν, διὰ νὰ γένουν κληρονόμοι τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Καὶ λοιπὸν ἐπῆγαν αὐτόκλητοι καὶ παρέδωκαν τὸν ἑαυτόν τους εἰς τὸν τῆς χώρας ἄρχοντα, ὁ ὁποῖος ἐξέταζε τότε καὶ ἐτιμώρει πολλοὺς Χριστιανούς. Καὶ παρασταθέντες ἔμπροσθεν αὐτοῦ, ὡμολόγησαν πῶς εἶναι Χριστιανοί. Ὅθεν ἐβάλθησαν εἰς τὴν φυλακήν, ὕστερον δὲ ἀπὸ μερικὰς ἡμέρας, τοὺς εὔγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακήν, καὶ κρεμάσαντες αὐτοὺς γυμνοὺς ἐπάνω εἰς ξύλον, κατεξέσχισαν τὰς πλευράς των. Εἶτα τοὺς ἔσυραν ἐπάνω εἰς τριβόλους, καὶ τελευταῖον τοὺς ἀπεκεφάλισαν, καὶ οὕτως ἔλαβον οἱ μακάριοι τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου.

*

Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν καὶ Ὁμολογητὴς Στέφανος, Ἡγούμενος Τριγλίας, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Θείου Στέφανος ἀμπελῶνος ἐργάτης,
Θεῷ παραστὰς καμάτου μισθὸν λάβῃ.

Οὗτος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Λέοντος τοῦ Ἁρμενίου, ἐν ἔτει ωιε΄ [815], ἠγάπησε δὲ τὴν ἀσκητικὴν ζωὴν ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας. Ὅθεν διὰ τὴν ἐνάρετον αὐτοῦ πολιτείαν, μὲ πολλὴν παρακάλεσιν τῶν Μοναχῶν, ἔγινεν ἡγούμενος τοῦ Μοναστηρίου τοῦ καλουμένου Τριγλία. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασε χρόνους πολλοὺς εἰς τὴν ἄσκησιν καὶ ἡγουμενίαν, ὕστερον ἐπροσκαλέσθη ἀπὸ τὸν ῥηθέντα δυσσεβῆ Λέοντα τὸν εἰκονομάχον, ὁ ὁποῖος ἐκίνησε διωγμὸν μεγάλον ἐναντίον ἐκείνων, ὁποῦ προσκυνοῦσι τὰς σεπτὰς καὶ ἁγίας εἰκόνας. Ἀναγκάσθη λοιπὸν ἀπὸ τὸν τύραννον διὰ νὰ ἀρνηθῇ τὴν προσκύνησιν τῶν ἁγίων εἰκόνων, καὶ νὰ ὑπογράψῃ κατὰ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Ὁ δὲ Ἅγιος ἐπειδὴ δὲν ἐπείσθη εἰς τοῦτο, ἀλλὰ μᾶλλον ὠνόμασε δυσσεβεῖς τοὺς ἀναγκάζοντας αὐτὸν εἰς τοῦτο εἰκονομάχους, τούτου χάριν ἐτιμωρήθη πολλά, καὶ εἰς φυλακὰς ἐβάλθη, καὶ εἰς ἐξορίαν ἐπέμφθη. Μὲ τὰ ὁποῖα ταῦτα δεινὰ ταλαιπωρηθείς, ἀπῆλθε πρὸς Κύριον, διὰ τὴν εἰκόνα τοῦ ὁποίου, τοὺς πολλοὺς κόπους καὶ κακοπαθείας ἐδοκίμασεν ὁ ἀοίδιμος.

*

Διήγησις ὠφέλιμος Μάλχου Μοναχοῦ αἰχμαλωτισθέντος (2).

Βλέψον μοναχὲ τίσιν (ἤτοι τιμωρίαν) οἵαν λαμβάνει,
Παρήκοος πᾶς, καὶ διόρθωσιν λάβε.

Μακρὰν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχειαν τῆς Συρίας ἕως τριάντα μίλια, εἶναι ἕνα χωρίον ὀνομαζόμενον Μαρώνεια, εἰς τὸ χωρίον δὲ ἐκεῖνο ἐγεννήθη καὶ ἀνετράφη ὁ Μάλχος οὗτος, καὶ ἐσέβετο τὸν Θεόν. Καὶ οἱ μὲν γονεῖς αὐτοῦ, ἐσπούδαζον νὰ δώσουν εἰς αὐτὸν γυναῖκα, αὐτὸς δὲ ἐμελέτα νὰ φύγῃ καὶ νὰ γένῃ Μοναχός. Ὅθεν πηγαίνωντας εἰς τὴν Ἰβηρίαν, ἤτοι Γκιουρτζίαν, ἔγινε Μοναχὸς κοντὰ εἰς πνευματικοὺς ἄνδρας, ὁποῦ ἦτον ἐκεῖ. Ἀγωνισθεὶς λοιπὸν ὁ ἀοίδιμος, εὐηρέστησεν εἰς τὸν Θεόν.

Ὅταν δὲ ἔμαθεν, ὅτι ἀπέθανεν ὁ πατήρ του, ἐστοχάζετο νὰ γυρίσῃ ὀπίσω εἰς τὴν χήραν μητέρα του, μὲ σκοπὸν ἵνα μετὰ τὸν θάνατον ἐκείνης γένῃ κληρονόμος ὅλων τῶν ὑπαρχόντων της. Καὶ ἄλλα μὲν ἀπὸ αὐτά, νὰ δώσῃ ἐλεημοσύνην εἰς τοὺς πτωχούς, ἄλλα δέ, νὰ ἐξοδεύσῃ εἰς οἰκοδομὴν Μοναστηρίου ἐδικοῦ του. Τοῦτον δὲ τὸν σκοπὸν καὶ λογισμόν του ἐφανέρωσεν εἰς τὸν πνευματικόν του πατέρα καὶ γέροντα, ὁ ὁποῖος ἐμπόδιζεν αὐτὸν ἀπὸ τὸν λογισμὸν τοῦτον, ὡς ἀνωφελῆ καὶ ἀσύμφορον, μάλιστα δὲ καὶ ἐβεβαίονεν αὐτόν, ὅτι οἱ λογισμοὶ αὐτοὶ εἶναι ἐκ τῶν δαιμόνων. Ὁ δὲ Μάλχος δὲν ἠθέλησε νὰ πεισθῇ εἰς τὰ λόγια τοῦ γέροντός του. Ὅθεν εὐγῆκεν ἀπὸ τὸ Μοναστήριον καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἔδεσσαν. Καὶ ἐπειδὴ ἐφοβεῖτο νὰ μὴ ἀπαντήσῃ Σαρακηνοὺς εἰς τὸν δρόμον, ἐπρόσμενεν ἐκεῖ, ἕως νὰ εὕρῃ καὶ ἄλλους συνοδοιπόρους. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐσυνάχθησαν ἑβδομήκοντα ὁδοιπόροι, ἐπεριπάτει πλέον χωρὶς φόβον. Παρ’ ἐλπίδα ὅμως ἐφάνη εἰς τὸν δρόμον πλῆθος Σαρακηνῶν, οἱ ὁποῖοι αἰφνιδίως ὁρμήσαντες κατ’ ἐπάνω τῶν ὁδοιπόρων, τοὺς ἐπίασαν ὅλους ζωντανοὺς καὶ τοὺς ἐσκλάβωσαν.

Τότε καὶ ὁ Μάλχος οὗτος, ἔπεσεν εἰς τὸν λαχνὸν ἑνὸς μαύρου Αἰθίοπος, ὁ ὁποῖος ἐπῆρεν αὐτὸν σκλάβον, ὁμοῦ καὶ μίαν γυναῖκα. Τούτους λοιπὸν καὶ τοὺς δύω σκλάβους ἐπρόσταξεν ὁ Αἰθίοψ νὰ καβαλικεύσουν ὁμοῦ ἐπάνω εἰς μίαν γοργοκαμήλαν. Ἐπειδὴ δὲ ἡ κάμηλος ἔτρεχεν ὀγλίγωρα, διὰ τοῦτο ὁ Μάλχος κινδυνεύων νὰ κρημνισθῇ ὁμοῦ μὲ τὴν γυναῖκα, ἐνηγκαλίσθη καὶ αὐτὸς τὴν γυναῖκα, καὶ ἡ γυναῖκα τὸν Μάλχον, καὶ ἔτζι διὰ τῆς ἐναγκαλίσεως, ἐστέκοντο στερεοὶ ἐπάνω εἰς τὴν κάμηλον. Ὄχι μόνον δὲ τοῦτο τὸ ἄτοπον συνέβη εἰς τὸν Μάλχον διὰ τὴν παρακοήν του, ἀλλὰ καὶ πρὸς τούτοις, ἔφαγε καὶ χωρὶς νὰ θέλῃ κρέας καμήλου. Ἀλλὰ καὶ ὅταν ὁ αὐθέντης του Αἰθίοψ ἐπῆγεν εἰς τὸν οἶκόν του, ὁ Μάλχος προσῆλθεν εἰς τὴν γυναῖκα τοῦ αὐθέντου του, καὶ ὑπετάσσετο ὡς δοῦλος εἰς αὐτήν, φέρωντας νερόν, καὶ ῥίπτωντας ἔξω τὰ σκούπιδα. Τελευταῖον δέ, ἐνεχείρισεν εἰς αὐτὸν ὁ αὐθέντης του τὸ νὰ βόσκῃ τὰ πρόβατά του, καὶ μὲ τὴν ἐπιστασίαν ταύτην τῶν προβάτων ἐλαφρώθη ὀλίγον ἀπὸ τὰ βαρέα προστάγματα καὶ ὑπηρεσίας, ὁποῦ ἔκαμνε πρότερον. Ἐπαρηγορεῖτο γὰρ μὲ αὐτήν, συλλογιζόμενος τὰ παραδείγματα τοῦ Πατριάρχου Ἰακώβ, καὶ τῶν υἱῶν αὐτοῦ, καὶ αὐτοῦ τοῦ μεγάλου Προφήτου καὶ ἀοιδίμου βασιλέως Δαβίδ, ὁ ὁποῖος διατὶ ἐποίμαινε τὰ ἄλογα πρόβατα, εὑρῆκε τὴν βασιλείαν καὶ ποιμαντικὴν τῶν λογικῶν ἀνθρώπων. Ἐπειδὴ δὲ εὐαρέστησεν ὁ Μάλχος εἰς τὸν αὐθέντην του, τόσον διὰ τὴν ἐπιμέλειαν τῶν προβάτων καὶ τὴν ἐργασίαν τοῦ τυρίου, ὅσον καὶ διὰ τὴν φυλακὴν ὅλων τῶν σκευῶν καὶ εἰδισμάτων τοῦ ὁσπητίου του, τὰ ὁποῖα ἐπαράδιδε σῶα καὶ ὁλόκληρα μὲ συνείδησιν καθαρὰν καὶ μὲ πίστιν καὶ ἀδολότητα, διὰ ταῦτα λέγω τὰ καλὰ τοῦ Μάλχου, ἐσυλλογίζετο ὁ αὐθέντης του Αἰθίοψ, νὰ κάμῃ εἰς αὐτὸν κᾀμμίαν φιλοτιμίαν καὶ ἀνταπόδοσιν. Ἡ ἀνταπόδοσις δὲ αὕτη ἦτον, τὸ νὰ δώσῃ τῷ Μάλχῳ γυναῖκα, ἐκείνην ὁποῦ ἐσκλάβωσε μαζὶ μὲ αὐτόν. Ὁ δὲ Μάλχος καλεσθεὶς ἀπὸ τὸν αὐθέντην του, καὶ ἀκούσας τοῦτο, κατ’ ἀρχὰς μέν, ἐμεταχειρίσθη ἀργοπορίαν καὶ ἀναβολὴν τοῦ καιροῦ, λέγωντας, ἕνα μέν, ὅτι δὲν δύναται τοῦτο νὰ κάμῃ διατὶ εἶναι Μοναχὸς καὶ ἄλλο δέ, ὅτι ἡ γυναῖκα δὲν εἶναι ἐλευθέρα, ἀλλὰ εἶναι συνεζευγμένη μὲ ἄνδρα καὶ διὰ τοῦτο δὲν εἶναι δίκαιον νὰ χωρισθῇ μὲ τοιοῦτον τρόπον ἀπὸ τὸν νόμιμον ἄνδρα της.

Ὁ δὲ Αἰθίοψ τοῦτο ἀκούσας, ἐξεγύμνωσε τὸ σπαθί του, καὶ ἐφοβέρισε διὰ νὰ τὸν θανατώσῃ. Τότε ὁ Μάλχος ἐμάνθανε διὰ τῆς δοκιμῆς, τὰ θανατηφόρα βλαστήματα ὁποῦ ἐγέννησεν εἰς αὐτὸν ἡ παρακοὴ τοῦ πνευματικοῦ του πατρός. Ὅθεν φοβηθείς, ἐπῆρε τὴν γυναῖκα καὶ χωρὶς νὰ θέλῃ. Ἀπεφάσισεν ὅμως εἰς τὸν λογισμόν του, κάλλιον νὰ θανατώσῃ αὐτὸς τὸν ἑαυτόν του, πάρεξ νὰ σμίξῃ μὲ αὐτήν. Ἐπειδὴ δὲ ἡ γυνὴ ἐκείνη θαυμασία οὖσα καὶ φρονίμη καὶ σώφρων, ἔβλεπε τὴν ἀνυπόφορον λύπην καὶ ἀδημονίαν ὁποῦ εἶχεν ὁ Μάλχος, ἐφοβήθη, μήπως ἀπὸ τὴν πολλὴν λύπην θανατώσῃ τὸν ἑαυτόν του. Ὅθεν τὸν ἐσυμβούλευσε νὰ ᾖναι μὲν κατὰ τὸ φαινόμενον ἀχώριστοι καὶ οἱ δύω, διὰ τὸν φόβον τοῦ Αἰθίοπος, καὶ διὰ τὸ ἀνύποπτον. Νὰ φυλάττουν δὲ κατὰ τὸ κρυπτόμενον, καθαρὸν καὶ παρθένον τὸν ἑαυτόν τους. Μὲ τοιοῦτον γὰρ τρόπον, ἔλεγεν ἡ τιμία γυνή, θέλει λάβῃ πληροφορίαν ὁ αὐθέντης μας, ὅτι δὲν ἔχομεν νὰ μεταχειρισθοῦμεν δολιότητα. Ἤρεσεν ἡ βουλὴ αὕτη εἰς τὸν Μάλχον, πλὴν αὐτὸς ἐνθυμούμενος τὴν καθαρὰν καὶ ἁγίαν ζωήν, ὁποῦ εἶχεν, ὅταν εὑρίσκετο εἰς τὸ Μοναστήριον, ἐμελέτα νὰ φύγῃ. Τοῦτο δὲ νοήσασα ἡ γυνή, παρεκάλει νὰ τὸν συνακολουθήσῃ καὶ αὐτή, διὰ νὰ γένῃ καλογραία, εἰς κᾀνένα παρθενῶνα καὶ Μοναστήριον. Ὁ δὲ Μάλχος ὑπεσχέθη τοῦτο εἰς αὐτήν. Ἐπειδὴ δὲ ἐκεῖ πλησίον ἦτον ἕνας ποταμὸς μεγαλώτατος, ὁ ὁποῖος δὲν ἄφινεν αὐτοὺς νὰ φύγουν ἐλευθέρως, διὰ τὸ δύσκολον αὐτοῦ πέρασμα: τούτου χάριν ἐκατασκεύασαν δύω ἀσκία ἀπὸ δερμάτια, καὶ δέσαντες αὐτὰ μὲ ἀσφάλειαν, ἐπῆρεν ὁ Μάλχος τὸ ἕνα ἀσκί, καὶ ἡ γυνὴ τὸ ἄλλο. Καὶ ἐμβαίνοντες διὰ νυκτὸς εἰς τὸν ποταμόν, ἐμεταχειρίσθηκαν, τὰ μὲν ἀσκία, ὡσὰν καΐκι, τὰ δὲ πόδιά των, ὡς τιμόνια, καὶ ἔτζι εὐγῆκαν εἰς τὸ πέραν τοῦ ποταμοῦ. Ὅθεν εὐχαριστήσαντες εἰς τὸν Θεόν, ὄχι μόνον ἐπεριπάτουν τὴν νύκτα, ἀλλὰ καὶ τὴν ἡμέραν, ὑπὸ τοῦ ἡλίου καταφλεγόμενοι, συχνάκις ὅμως ἔβλεπον καὶ ὀπίσω τους. Καὶ λοιπὸν ἰδοὺ βλέπουσι τὸν αὐθέντην τους τὸν Αἰθίοπα, ὁμοῦ μὲ ἕνα δοῦλον, οἱ ὁποῖοι καβαλικεύοντες ἐπάνω εἰς δύω γοργοκαμήλους, ἐβάσταζον εἰς τὰς χεῖράς των σπαθία ξεγυμνωμένα καὶ ἔτρεχον κατόπι των.

Ὅταν δὲ ἐκεῖνοι ἐπλησίασαν κοντὰ διὰ νὰ τοὺς πιάσουν, τότε οὗτοι ἀπὸ τὸν φόβον τους, ἔγιναν ὡσὰν λίθοι καὶ ἀναίσθητοι νεκροί. Κατ’ οἰκονομίαν δὲ Θεοῦ, ἐφάνη ἔμπροσθεν εἰς τοὺς ὀφθαλμούς των ἕνα βαθύτατον σπήλαιον, ὅθεν ἐμβῆκαν μέσα εἰς αὐτό. Ἐμβαίνοντες δέ, εὑρῆκαν εἰς αὐτὸ μία ἀσπίδα καὶ ὀφίδια καὶ ἄλλα θανατηφόρα ἑρπετά, καὶ θηρία πολλά, λέοντας καὶ λέαινας, τὰ ὁποῖα διὰ τὴν πολλὴν καῦσιν τοῦ ἡλίου, ἐπρόσφυγον εἰς αὐτό, ἵνα λάβουν ἀναψυχήν. Ἀγκαλὰ λοιπὸν καὶ ἐφοβήθησαν οὗτοι τὰ ῥηθέντα θηρία, ὅμως μὲ τὸ νὰ ἦτον μεγαλίτερος ὁ φόβος τοῦ Αἰθίοπος, ἐσφράγισαν τὸν ἑαυτόν τους μὲ τὸ σημεῖον τοῦ τιμίου Σταυροῦ, καὶ οὕτως ἐστάθησαν εἰς ἕνα μέρος τοῦ σπηλαίου, προσμένοντες νὰ γένουν φαγητὸν τῶν θηρίων. Καταβάντες δὲ ἀπὸ τὰς καμήλους ὁ Αἰθίοψ καὶ ὁ δοῦλός του, ἔδεσαν αὐτὰς κοντὰ εἰς τὸ σπήλαιον. Καὶ ὁ μὲν δοῦλος, ἐμβῆκε πρῶτος εἰς τὸ σπήλαιον διὰ νὰ εὐγάλῃ ἔξω τὸν Μάλχον καὶ τὴν γυναῖκα, ὁ δὲ Αἰθίοψ, πέρνωντας τὸ σπαθί, ἐστέκετο εἰς τὴν πόρταν τοῦ σπηλαίου, ἵνα ὅταν ἐκεῖνοι ἔλθουν διὰ νὰ περάσουν, θανατώσῃ αὐτούς. Καθὼς λοιπὸν ἐμβῆκεν ὁ δοῦλος, ἐπήδησεν ἐπάνω του μία λέαινα, ἡ ὁποία ἁρπάσασα αὐτὸν ἀπὸ τὸν λαιμόν, τὸν ἔπνιξε. Ἔπειτα δαγκάνουσα αὐτόν, τὸν ἐτράβιξε μέσα εἰς τὴν φωλεάν της. Καὶ ὁ μὲν Μάλχος καὶ ἡ γυνὴ βλέποντες τοῦτο, ἐδόξασαν τὸν Θεόν. Ὁ δὲ Αἰθίοψ νομίσας, ὅτι οἱ φυγόντες ἀντιστέκονται εἰς τὸν δοῦλον, καὶ δὲν πείθονται νὰ εὔγουν ἀπὸ τὸ σπήλαιον, ἐμβῆκε καὶ αὐτὸς μέσα, κρατῶντας εἰς τὸ χέρι τὴν μάχαιραν. Παρευθὺς δὲ ἐπήδησε πάλιν κατ’ ἐπάνω του ἡ ἰδία λέαινα, καὶ ἐθανάτωσε καὶ αὐτόν. Τότε ὁ Μάλχος καὶ ἡ γυνὴ εὐχαριστοῦντες τῷ Θεῷ διὰ τὸ παράδοξον τοῦτο θαῦμα, ὁποῦ ἐποίησε δι’ αὐτούς, ἐπρόσμενον ἐκεῖ, ἐλπίζοντες, ὅτι καὶ αὐτοὶ μετὰ ὀλίγον ἔχουν νὰ φαγωθοῦν ἀπὸ τὴν λέαιναν. Ἀλλ’ ἡ λέαινα πέρνουσα τὸ λεονταρόπουλόν της, εὐγῆκεν ἀπὸ τὸ σπήλαιον. Τότε εὐγαίνοντες καὶ αὐτοί, εὑρῆκαν τὰς καμήλους δεμένας καὶ φορτωμένας μὲ φαγητὰ καὶ πιοτά. Ὅθεν φαγόντες καὶ εὐφρανθέντες, εὐχαρίστησαν τὸν Θεόν.

Ἔπειτα καβαλικεύσαντες εἰς τὰς καμήλους, ἐπέρασαν τὴν ἔρημον εἰς δέκα ἡμέρας, καὶ ἐπῆγαν εἰς κάστρον. Ἀπὸ ἐκεῖ δὲ ἀπέστειλεν αὐτοὺς ὁ ἄρχων τοῦ κάστρου πρὸς τὸν δοῦκα τῆς Μεσοποταμίας. Ἐκεῖνος δὲ ἐξαγοράσας τὰς καμήλους, καὶ φιλοφρόνως αὐτοὺς δεξιωθείς, τοὺς ἀπέστειλε χαίροντας εἰς τὸν οἶκόν τους. Τότε ὁ Μοναχὸς Μάλχος δοὺς ἱκανὰ ἄσπρα εἰς ἕνα παρθενῶνα καὶ ἀσκητήριον γυναικῶν, ἔβαλεν εἰς αὐτὸ τὴν γυναῖκα. Αὐτὸς δὲ γυρίσας εἰς τὸ Μοναστήριον, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἔφυγε, τὸν μὲν πνευματικὸν αὐτοῦ πατέρα καὶ γέροντα, εὗρεν ἀποθαμένον, εἰς δὲ τοὺς ἄλλους ἀδελφοὺς ἐδιηγήθη, ὅσα συνέβησαν εἰς αὐτόν. Ὅθεν μαθὼν γνῶσιν ἀπὸ ἐκεῖνα ὁποῦ ἔπαθε, παρέμενεν εἰς τὸ ἑξῆς ἐν τῷ Μοναστηρίῳ, εὐχαριστῶν τῷ Θεῷ, ὁ ὁποῖος τὸν ἐλύτρωσε ἀπὸ τόσους μεγάλους κινδύνους. Διαπεράσας λοιπὸν χρόνους ἀρκετούς, καὶ τῷ Θεῷ εὐαρέστως δουλεύσας, ἀπῆλθεν εἰς τὰς αἰωνίους μονάς.

(2) Τοῦτο τὸ διήγημα ἐρανίσθη ἀπὸ τὸ Γεροντικόν, τὸ ὁποῖον ὀνομάζεται, Παράδεισος τῶν Πατέρων, ἐν χειρογράφοις σῳζόμενος, ὁ ὑπὸ τοῦ Παλλαδίου Ἐπισκόπου Ἑλενουπόλεως συναχθείς, καὶ εἰς ὑποθέσεις εἰκοσιτρεῖς διαιρεθείς.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Η Σύναξις του Αρχαγγέλου Γαβριήλ• των Αγίων εικοσιέξ Μαρτύρων των εν Γοτθία, Στεφάνου Ηγουμένου Τριγλίας κ.ά.

 

 

 

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.