Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου22 Μαΐου

Των Αγίων Βασιλίσκου, Μαρκέλλου, Κόδρου, Σοφίας, Ιωάννου Βλαδιμήρου βασιλέως, Ζαχαρίου Νεομάρτυρος

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Άγιος ΒασιλίσκοςΤω αυτώ μηνί ΚΒ’, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Βασιλίσκου ανεψιού του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος.

Ο Βασιλίσκος εκτομή δους την κάραν,
Πατεί νοητού βασιλίσκου την κάραν.

Εικάδι δευτερίη Βασιλίσκος φάσγανον έτλη.

Κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού εν έτει σϞε’ [295], απεστάλθη εις την Ανατολήν κατά των Χριστιανών ηγεμών ο Αγρίππας, αντί του προτέρου ηγεμόνος Ασκληπιοδότου, ο οποίος φθάσας εις τα Κόμανα της Καππαδοκίας, εξέταζε και ετιμώρει τους Χριστιανούς. Τότε ήτον και ο Άγιος ούτος Βασιλίσκος, καταγόμενος από ένα χωρίον της εν τη Μαύρη Θαλάσση Αμασείας, Χουμιαλά ονομαζόμενον, ανεψιός του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος. Εμβήκε δε πρότερον εις το μαρτύριον και αγωνίσθη μαζί με τον Ευτρόπιον και Κλεόνικον τους συστρατιώτας του θείου του Αγίου Θεοδώρου. Και επειδή εκείνοι μεν ετελείωσαν εις το μαρτύριον, ο δε Βασιλίσκος έμεινε κλεισμένος εις την φυλακήν, δια τούτο είχε και αυτός επιθυμίαν να τελειώση τον δρόμον του μαρτυρίου. Όθεν ηξιώθη της επιφανείας του Θεού, όστις επρόσταζεν αυτόν να υπάγη να αποχαιρετίση τους εδικούς του, και έπειτα να υπάγη εις τα Κόμανα της Καππαδοκίας ίνα μαρτυρήση εκεί. Ελευθερωθείς λοιπόν ο Άγιος από την φυλακήν υπό των στρατιωτών, επήγε μαζί με αυτούς εις τον οίκον του. Όθεν αφ’ ου απεχαιρέτισε τους συγγενείς του, και εκατήχησεν αυτούς με τους λόγους της ευσεβείας, έμεινεν εκεί μαζί με αυτούς. Επειδή δε εζητήθη ο Άγιος εις την φυλακήν και δεν ευρέθη, εθυμώθη δια τούτο ο ηγεμών. Όθεν επρόσταξεν, ότι όπου εύρουν αυτόν, να τον δέσουν με δύω αλυσίδας και να βάλουν υποδήματα σιδηρά εις τους πόδας του, τα οποία να έχουν καρφία, και έτζι με πολλήν βίαν να τον φέρουν εις το κριτήριον.

Οι απεσταλμένοι λοιπόν ευρόντες τον Άγιον, με βίαν ετράβιζον αυτόν, τα δε καρφία των υποδημάτων τόσον βαθέως εμπήχθησαν μέσα εις τα κόκκαλα των ποδών του, ώστε οπού όλη η εκείσε γη εκοκκίνησεν από το αίμα. Φθάσαντες δε οι στρατιώται εις ένα χωρίον ονομαζόμενον Δακνών, εφιλοξενήθησαν εις τον οίκον μιας γυναικός Τραϊανής ονόματι. Όθεν δέσαντες τον Άγιον εις μίαν ξηράν πλάτανον, οπού ήτον εκεί, εκάθησαν δια να δειπνήσουν. Ο δε Άγιος επροσηύχετο, και ω του θαύματος! η ξηρά πλάτανος εβλάστησε και εύγαλε φύλλα, και όχι μόνον τούτο, αλλά και μία βρύσις ευγήκεν από την ρίζαν της πλατάνου, η οποία βρύσις σώζεται έως την σήμερον και αεννάως αναβλύζει νερόν. Τότε δε έγινε και σεισμός τόσον δυνατός, ώστε οπού οι στρατιώται επήδησαν από την τράπεζαν, και ευγήκαν έξω από το οσπήτιον οπού εδείπνουν, δια να ιδούν τι ηκολούθησε. Βλέποντες δε την βρύσιν να τρέχη, και την ξηράν πλάτανον να βλαστήση, έγιναν έκθαμβοι. Όθεν και επίστευσαν εις τον Χριστόν, δεκατρείς όντες εις τον αριθμόν. Ευθύς λοιπόν έλυσαν τον Άγιον, και ευγάνοντες τα καρφία από τους πόδας του, επρόσπεσαν εις αυτόν, ζητούντες να τους βαπτίση, ομού με την γυναίκα οπού τους εδέχθη, και με όλους τους ανθρώπους του οσπητίου της. Έφεραν δε και πολλούς ασθενείς, και δαιμονισμένους, τους οποίους όλους ιάτρευσεν ο Άγιος, και τους εβάπτισεν. Όταν δε επαραστάθη ο Μάρτυς εις τον ηγεμόνα, είπε προς αυτόν εκείνος, διατί δεν θυσιάζεις, ανόητε, εις τους θεούς; Ο Άγιος απεκρίθη, εγώ ω ηγεμών, δεν παύω από το να θυσιάζω εις τον Θεόν. Τούτο δε ακούσας ο ηγεμών εχάρη, και επήρε τον Άγιον από το χέρι, και χαιρετίσας αυτόν, επήγεν εις τον ναόν των ειδώλων. Τότε ο Άγιος σηκώσας τας χείρας του, επροσευχήθη, και ευθύς ήλθε φωτία από τον ουρανόν, και κατέκαυσε τον ναόν, και τα εν αυτώ είδωλα κατετζάκισεν εις λεπτά κομμάτια. Βλέπωντας δε ο ηγεμών, έφυγεν. Όταν δε πάλιν ο Άγιος παρεστάθη εις αυτόν, του είπεν εκείνος, ανόητε και αληθώς ιερόσυλε, διατί, αντί να προσφέρης θυσίαν εις τους θεούς, εσύ με τας μυσαράς σου μαγείας κατέκαυσας τον ναόν, και τους θεούς μας ελέπτυνας ωσάν κονιορτόν; Ο Άγιος απεκρίθη, εκείνο οπού εποίησα, δεν το αρνούμαι. Τας χείρας μου μόνον εσήκωσα εις τον ουρανόν, καθώς και εσύ είδες τούτο και μαρτυρείς, και επικαλέσθηκα τον εν Ουρανοίς κατοικούντα Θεόν. Όθεν από εκεί εκατέβη φωτία, και κατέκαυσε τους λίθους και τα ξύλα, και τους θεούς σας ελέπτυνε, δια να μη γελάσθε από αυτούς. Ταύτα ακούσας ο ηγεμών, άναψεν από τον θυμόν. Όθεν επρόσταξε να κοπή η κεφαλή του Αγίου, το δε σώμα του να ριφθή εις τον ποταμόν. Όθεν οι στρατιώται πέρνοντες τον Άγιον επήγαν αυτόν έξω από την πόλιν, και απέκοψαν την μακαρίαν του κεφαλήν. Μερικοί δε Χριστιανοί έδωκαν τριάκοντα φλωρία εις τους στρατιώτας, και έλαβον το σώμα του Μάρτυρος. Μαρίνος δε ο εν Κομάνοις ευρισκόμενος ευσεβέστατος άρχων, έκτισεν εκεί Ναόν αξιοπρεπή εις το όνομα του Αγίου, μέσα εις τον οποίον απέθετο εντίμως το λείψανόν του, από το οποίον γίνονται ιατρείαι και θαύματα εις τους μετά πίστεως τούτω προστρέχοντας (1).

(1) Το Μαρτύριον τούτου ευρίσκεται ελληνικόν εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων, και εν άλλαις, ου η αρχή· «Κατά τους καιρούς της βασιλείας Μαξιμιανού».

*

Τη αυτή ημέρα μνήμη της Αγίας και Οικουμενικής Δευτέρας Συνόδου, της συγκροτηθείσης εν έτει τπα’ [381] και καθελούσης τον Μακεδόνιον, λέγοντα μη είναι Θεόν το Πνεύμα το Άγιον.

Τολμά το θείον Πνεύμα μη Θεόν λέγειν,
Το παμπόνηρον πνεύμα Μακεδονίου.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Μάρκελλος, μόλυβδον καχλάζοντα ποτισθείς, τελειούται.

Μολύβδινον Μάρκελλος έκπυρον πόμα,
Ούτω πίνων ην, ως ύδωρ ει τις πίνει.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Κόδρος υπό ίππων συρόμενος τελειούται.

Ιππηλατήσας και πόλου νύσσαν φθάσας,
Τας χείρας αίρεις και στέφος δέχη Κόδρε.

*

Η Αγία Μάρτυς Σοφία η ιάτραινα ξίφει τελειούται.

Ιατρός ην πριν σωμάτων η Σοφία,
Τμηθείσα γουν νυν δείκνυται και πνευμάτων.

*

Άγιος Ιωάννης ο ΒλαδίμηροςΟ Άγιος Ιωάννης ο Βλαδίμηρος, ο βασιλεύς και Θαυματουργός, ξίφει τελειούται.

Χειρ συγγενούς τέμνει σε η μιαιφόνος,
Χειρ Κυρίου νέμει σοι αξίως στέφος.

Ούτος ο εν βασιλεύσιν αγιώτατος Ιωάννης εκατάγετο από ένα χωρίον της Βουλγαρίας, καλούμενον Βλαδίμηρον, από το οποίον έλαβε και την επωνυμίαν, να καλήται Βλαδίμηρος, υιός πατρός μεν Νεεμάν του εκ Συμεών του πρώτου βασιλέως των εν τη Βουλγαρία Αχριδών γεννηθέντος, μητρός δε Άννης, της εκ Ρωμαίων καταγομένης, ακμάσας κατά τους χρόνους του Μακεδόνος Βασιλείου, εν έτει ωξη’ [868]. Παιδιόθεν δε ο Άγιος ούτος έλαμπε με αρετάς και χάριτας, και ήτον σκεύος καθαρόν του Αγίου Πνεύματος, παιδαγωγηθείς από τον θαυμαστόν Νικόλαον τον τότε όντα Επίσκοπον Αχριδών. Αφ’ ου δε έφθασεν εις ηλικίαν, υπάνδρευσαν αυτόν οι γονείς του με την θυγατέρα του βασιλέως Σαμουήλ, εφύλαξεν όμως παρθενίαν ο τρισμακάριστος, και εκαταγίνετο εις θεάρεστα έργα. Αφ’ ου δε απέθανον οι γονείς του, κατεστάθη ο Άγιος αυτεξούσιος των Τριβαλλών, ήτοι των Σέρβων βασιλεύς. Όθεν εκατάστησε κήρυκας και διδασκάλους, δια να διδάσκουν και να επιστρέφουν εις την πίστιν του Χριστού τον υποκείμενον λαόν του. Είτα έκτισε Μοναστήρια και Εκκλησίας, ξενοδοχεία τε και νοσοκομεία, και κόπτωντας τον δρυμώνα και το πυκνότατον δάσος, οπού ευρίσκετο εις τον τόπον εκείνον, έκτισε ξεχωριστόν και εξαίρετον Ναόν εις τον τρισυπόστατον Θεόν. Έκτισε δε αυτόν με τοιούτον τρόπον. Μίαν ημέραν εκαβαλίκευσε μαζί με τρεις μεγιστάνας της βασιλείας, και ευγήκε δια να κυνηγήση. Κυνηγώντας όμως, εκυνηγήθη από τον Θεόν, ως άλλος Ευστάθιος, ή μάλλον ειπείν, ως άλλος μέγας Κωνσταντίνος ουρανόθεν ωδηγήθη. Κυνηγώντας γαρ εις το δάσος, βλέπει ένα ηλιόμορφον αετόν, ο οποίος είχεν επάνω εις τον λαιμόν του ένα σταυρόν υπέρλαμπρον. Τρέχωντας δε δια να τον φθάση, εμβήκε μέσα εις το δάσος. Τότε ο αετός εστάθη. Όστις δεν ήτον αετός, αλλά Άγγελος Κυρίου. Ευθύς λοιπόν εκατέβη ο βασιλεύς από το άλογον, ομού με τους μεγιστάνας του και επροσκύνησε τον τίμιον Σταυρόν, και τον εν τούτω προσηλωθέντα Χριστόν. Εκεί δε εις τον τόπον επρόσταξε και έκτισαν Εκκλησίαν, εις την οποίαν επήγαινεν επτά φοραίς την ημέραν και επροσηύχετο, και την νύκτα έμενεν εκεί αγρυπνώντας.

Η δε σύζυγός του βασίλισσα, βλέπουσα τον βασιλέα, ότι δεν έσμιγε με αυτήν, υποπτεύθη, ότι έχει άλλην γυναίκα κρυφίως. Όθεν εσήκωσε τον αδελφόν της κατ’ επάνω του βασιλέως, όστις εζήτει κάθε τρόπον δια να θανατώση τον βασιλέα. Εις καιρόν δε οπού ο χαριτώνυμος ούτος Ιωάννης εγύρισε νικητής από ένα πόλεμον, οπού εποίησε κατά του Βασιλείου του Μακεδόνος, τότε ο αδελφός της βασιλίσσης ευρίσκωντας καιρόν επιτήδειον, εκτύπησεν έξαφνα τον θαυμαστόν τούτον Ιωάννην με το σπαθί του. Ο δε βασιλεύς βλέπωντας αυτόν· λάβε, του είπε, το εδικόν μου σπαθί και με αυτό αποκεφάλισόν με δια την Ορθοδοξίαν και την αλήθειαν. Έτοιμος γαρ είμαι να θυσιασθώ ως άλλος Άβελ και Ισαάκ, δια την πίστιν του Χριστού και ομολογίαν. Τότε ο θηριώδης εκείνος και άσπλαγχνος πέρνωντας το σπαθί του βασιλέως απεκεφάλισεν αυτόν, θαύμα δε ηκολούθησε παράδοξον και εξαίσιον. Ευθύς γαρ οπού εκόπη η αγία του κεφαλή, και καβαλάρης ώντας ο βασιλεύς, επήρε με τας χείρας του την κεφαλήν του, και έτρεχεν επάνω εις το άλογον, αινώντας τον Θεόν και λέγωντας, «Ευφράνθην επί τοις ειρηκόσι μοι εις οίκον Κυρίου πορευσώμεθα». Τότε οργή θεϊκή ευρήκε τον φονέα του Αγίου. Ελύσσαξε γαρ ο άθλιος και μόνος του έτρωγε τας σάρκας του. Ο δε βασιλεύς πηγαίνωντας εις ένα τόπον, εκεί είπε· «Κύριε εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου». Τότε ηκούσθησαν ψαλμωδίαι από τον ουρανόν, και ο τόπος εγέμωσεν από ευωδίαν πνευματικήν. Εκεί λοιπόν ενταφίασαν το παρθενικόν εκείνο και αθλητικόν σώμα του βασιλέως, οι Αρχιερείς και Ιερείς, και τα στρατεύματα, και ο λαός όλος, θρηνούντες και κλαίοντες δια την στέρησιν τοιούτου προστάτου και βασιλέως. Πολλοί δε χωλοί και ασθενείς ασπασθέντες το λείψανον, έλαβον την ποθουμένην υγείαν τους. Αφ’ ου δε έθαψαν το άγιον λείψανον, έκτισαν και ένα θαυμάσιον Ναόν εις το όνομά του, όστις σαθρωθείς από την πολυκαιρίαν, ανεκαινίσθη ύστερον από τον υψηλότατον Κάρολον, τον ανεψιόν του τότε βασιλέως της Φραγγίας. Μετά ταύτα πέρνοντες οι Χριστιανοί το λείψανόν του, το επήγαν εις το Μοναστήριον οπού έκτισεν ο ίδιος βασιλεύς. Εκεί ουν διαμένον, οσμήν μεν πορνείας και ασελγείας δεν δέχεται να γίνεται εις αυτό, τους δε δουλεύοντας με εμπιστοσύνην, διαφυλάττει από κάθε κίνδυνον και πειρασμόν, μύρα αναβλύζον και ενεργούν διάφορα θαύματα εις τους μετά πίστεως τούτω προστρέχοντας. (Τον κατά πλάτος Βίον του και την ασματικήν του ακολουθίαν, όρα εις ξεχωριστήν φυλλάδα τετυπωμένην εν Μοσχοπόλει.)

*

Του Αγίου νέου Ιερομάρτυρος Ζαχαρίου του Προυσκέως, αθλήσαντος εν έτει ͵αωβ’ [1802] (2).

(2) Το Μαρτύριον αυτού όρα εις το Νέον Λειμωνάριον.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

  

 

Άγιος ΒασιλίσκοςΤῷ αὐτῷ μηνὶ ΚΒ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Βασιλίσκου ἀνεψιοῦ τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος.

Ὁ Βασιλίσκος ἐκτομῇ δοὺς τὴν κάραν,
Πατεῖ νοητοῦ βασιλίσκου τὴν κάραν.

Εἰκάδι δευτερίῃ Βασιλίσκος φάσγανον ἔτλη.

Κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ ἐν ἔτει σϞε΄ [295], ἀπεστάλθη εἰς τὴν Ἀνατολὴν κατὰ τῶν Χριστιανῶν ἡγεμὼν ὁ Ἀγρίππας, ἀντὶ τοῦ προτέρου ἡγεμόνος Ἀσκληπιοδότου, ὁ ὁποῖος φθάσας εἰς τὰ Κόμανα τῆς Καππαδοκίας, ἐξέταζε καὶ ἐτιμώρει τοὺς Χριστιανούς. Τότε ἦτον καὶ ὁ Ἅγιος οὗτος Βασιλίσκος, καταγόμενος ἀπὸ ἕνα χωρίον τῆς ἐν τῇ Μαύρῃ Θαλάσσῃ Ἀμασείας, Χουμιαλὰ ὀνομαζόμενον, ἀνεψιὸς τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος. Ἐμβῆκε δὲ πρότερον εἰς τὸ μαρτύριον καὶ ἀγωνίσθη μαζὶ μὲ τὸν Εὐτρόπιον καὶ Κλεόνικον τοὺς συστρατιώτας τοῦ θείου του Ἁγίου Θεοδώρου. Καὶ ἐπειδὴ ἐκεῖνοι μὲν ἐτελείωσαν εἰς τὸ μαρτύριον, ὁ δὲ Βασιλίσκος ἔμεινε κλεισμένος εἰς τὴν φυλακήν, διὰ τοῦτο εἶχε καὶ αὐτὸς ἐπιθυμίαν νὰ τελειώσῃ τὸν δρόμον τοῦ μαρτυρίου. Ὅθεν ἠξιώθη τῆς ἐπιφανείας τοῦ Θεοῦ, ὅστις ἐπρόσταζεν αὐτὸν νὰ ὑπάγῃ νὰ ἀποχαιρετίσῃ τοὺς ἐδικούς του, καὶ ἔπειτα νὰ ὑπάγῃ εἰς τὰ Κόμανα τῆς Καππαδοκίας ἵνα μαρτυρήσῃ ἐκεῖ. Ἐλευθερωθεὶς λοιπὸν ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὴν φυλακὴν ὑπὸ τῶν στρατιωτῶν, ἐπῆγε μαζὶ μὲ αὐτοὺς εἰς τὸν οἶκόν του. Ὅθεν ἀφ’ οὗ ἀπεχαιρέτισε τοὺς συγγενεῖς του, καὶ ἐκατήχησεν αὐτοὺς μὲ τοὺς λόγους τῆς εὐσεβείας, ἔμεινεν ἐκεῖ μαζὶ μὲ αὐτούς. Ἐπειδὴ δὲ ἐζητήθη ὁ Ἅγιος εἰς τὴν φυλακὴν καὶ δὲν εὑρέθη, ἐθυμώθη διὰ τοῦτο ὁ ἡγεμών. Ὅθεν ἐπρόσταξεν, ὅτι ὅπου εὕρουν αὐτόν, νὰ τὸν δέσουν μὲ δύω ἁλυσίδας καὶ νὰ βάλουν ὑποδήματα σιδηρᾶ εἰς τοὺς πόδας του, τὰ ὁποῖα νὰ ἔχουν καρφία, καὶ ἔτζι μὲ πολλὴν βίαν νὰ τὸν φέρουν εἰς τὸ κριτήριον.

Οἱ ἀπεσταλμένοι λοιπὸν εὑρόντες τὸν Ἅγιον, μὲ βίαν ἐτράβιζον αὐτόν, τὰ δὲ καρφία τῶν ὑποδημάτων τόσον βαθέως ἐμπήχθησαν μέσα εἰς τὰ κόκκαλα τῶν ποδῶν του, ὥστε ὁποῦ ὅλη ἡ ἐκεῖσε γῆ ἐκοκκίνησεν ἀπὸ τὸ αἷμα. Φθάσαντες δὲ οἱ στρατιῶται εἰς ἕνα χωρίον ὀνομαζόμενον Δακνῶν, ἐφιλοξενήθησαν εἰς τὸν οἶκον μιᾶς γυναικὸς Τραϊανῆς ὀνόματι. Ὅθεν δέσαντες τὸν Ἅγιον εἰς μίαν ξηρὰν πλάτανον, ὁποῦ ἦτον ἐκεῖ, ἐκάθησαν διὰ νὰ δειπνήσουν. Ὁ δὲ Ἅγιος ἐπροσηύχετο, καὶ ὢ τοῦ θαύματος! ἡ ξηρὰ πλάτανος ἐβλάστησε καὶ εὔγαλε φύλλα, καὶ ὄχι μόνον τοῦτο, ἀλλὰ καὶ μία βρύσις εὐγῆκεν ἀπὸ τὴν ῥίζαν τῆς πλατάνου, ἡ ὁποία βρύσις σῴζεται ἕως τὴν σήμερον καὶ ἀεννάως ἀναβλύζει νερόν. Τότε δὲ ἔγινε καὶ σεισμὸς τόσον δυνατός, ὥστε ὁποῦ οἱ στρατιῶται ἐπήδησαν ἀπὸ τὴν τράπεζαν, καὶ εὐγῆκαν ἔξω ἀπὸ τὸ ὁσπήτιον ὁποῦ ἐδείπνουν, διὰ νὰ ἰδοῦν τί ἠκολούθησε. Βλέποντες δὲ τὴν βρύσιν νὰ τρέχῃ, καὶ τὴν ξηρὰν πλάτανον νὰ βλαστήσῃ, ἔγιναν ἔκθαμβοι. Ὅθεν καὶ ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστόν, δεκατρεῖς ὄντες εἰς τὸν ἀριθμόν. Εὐθὺς λοιπὸν ἔλυσαν τὸν Ἅγιον, καὶ εὐγάνοντες τὰ καρφία ἀπὸ τοὺς πόδας του, ἐπρόσπεσαν εἰς αὐτόν, ζητοῦντες νὰ τοὺς βαπτίσῃ, ὁμοῦ μὲ τὴν γυναῖκα ὁποῦ τοὺς ἐδέχθη, καὶ μὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τοῦ ὁσπητίου της. Ἔφεραν δὲ καὶ πολλοὺς ἀσθενεῖς, καὶ δαιμονισμένους, τοὺς ὁποίους ὅλους ἰάτρευσεν ὁ Ἅγιος, καὶ τοὺς ἐβάπτισεν. Ὅταν δὲ ἐπαραστάθη ὁ Μάρτυς εἰς τὸν ἡγεμόνα, εἶπε πρὸς αὐτὸν ἐκεῖνος, διατί δὲν θυσιάζεις, ἀνόητε, εἰς τοὺς θεούς; Ὁ Ἅγιος ἀπεκρίθη, ἐγὼ ὦ ἡγεμών, δὲν παύω ἀπὸ τὸ νὰ θυσιάζω εἰς τὸν Θεόν. Τοῦτο δὲ ἀκούσας ὁ ἡγεμὼν ἐχάρη, καὶ ἐπῆρε τὸν Ἅγιον ἀπὸ τὸ χέρι, καὶ χαιρετίσας αὐτόν, ἐπῆγεν εἰς τὸν ναὸν τῶν εἰδώλων. Τότε ὁ Ἅγιος σηκώσας τὰς χεῖράς του, ἐπροσευχήθη, καὶ εὐθὺς ἦλθε φωτία ἀπὸ τὸν οὐρανόν, καὶ κατέκαυσε τὸν ναόν, καὶ τὰ ἐν αὐτῷ εἴδωλα κατετζάκισεν εἰς λεπτὰ κομμάτια. Βλέπωντας δὲ ὁ ἡγεμών, ἔφυγεν. Ὅταν δὲ πάλιν ὁ Ἅγιος παρεστάθη εἰς αὐτόν, τοῦ εἶπεν ἐκεῖνος, ἀνόητε καὶ ἀληθῶς ἱερόσυλε, διατί, ἀντὶ νὰ προσφέρῃς θυσίαν εἰς τοὺς θεούς, ἐσὺ μὲ τὰς μυσαράς σου μαγείας κατέκαυσας τὸν ναόν, καὶ τοὺς θεούς μας ἐλέπτυνας ὡσὰν κονιορτόν; Ὁ Ἅγιος ἀπεκρίθη, ἐκεῖνο ὁποῦ ἐποίησα, δὲν τὸ ἀρνοῦμαι. Τὰς χεῖράς μου μόνον ἐσήκωσα εἰς τὸν οὐρανόν, καθὼς καὶ ἐσὺ εἶδες τοῦτο καὶ μαρτυρεῖς, καὶ ἐπικαλέσθηκα τὸν ἐν Οὐρανοῖς κατοικοῦντα Θεόν. Ὅθεν ἀπὸ ἐκεῖ ἐκατέβη φωτία, καὶ κατέκαυσε τοὺς λίθους καὶ τὰ ξύλα, καὶ τοὺς θεούς σας ἐλέπτυνε, διὰ νὰ μὴ γελᾶσθε ἀπὸ αὐτούς. Ταῦτα ἀκούσας ὁ ἡγεμών, ἄναψεν ἀπὸ τὸν θυμόν. Ὅθεν ἐπρόσταξε νὰ κοπῇ ἡ κεφαλὴ τοῦ Ἁγίου, τὸ δὲ σῶμά του νὰ ῥιφθῇ εἰς τὸν ποταμόν. Ὅθεν οἱ στρατιῶται πέρνοντες τὸν Ἅγιον ἐπῆγαν αὐτὸν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν, καὶ ἀπέκοψαν τὴν μακαρίαν του κεφαλήν. Μερικοὶ δὲ Χριστιανοὶ ἔδωκαν τριάκοντα φλωρία εἰς τοὺς στρατιώτας, καὶ ἔλαβον τὸ σῶμα τοῦ Μάρτυρος. Μαρῖνος δὲ ὁ ἐν Κομάνοις εὑρισκόμενος εὐσεβέστατος ἄρχων, ἔκτισεν ἐκεῖ Ναὸν ἀξιοπρεπῆ εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου, μέσα εἰς τὸν ὁποῖον ἀπέθετο ἐντίμως τὸ λείψανόν του, ἀπὸ τὸ ὁποῖον γίνονται ἰατρεῖαι καὶ θαύματα εἰς τοὺς μετὰ πίστεως τούτῳ προστρέχοντας (1).

(1) Τὸ Μαρτύριον τούτου εὑρίσκεται ἑλληνικὸν ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τῶν Ἰβήρων, καὶ ἐν ἄλλαις, οὗ ἡ ἀρχή· «Κατὰ τοὺς καιροὺς τῆς βασιλείας Μαξιμιανοῦ».

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς Ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Δευτέρας Συνόδου, τῆς συγκροτηθείσης ἐν ἔτει τπα΄ [381] καὶ καθελούσης τὸν Μακεδόνιον, λέγοντα μὴ εἶναι Θεὸν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον.

Τολμᾷ τὸ θεῖον Πνεῦμα μὴ Θεὸν λέγειν,
Τὸ παμπόνηρον πνεῦμα Μακεδονίου.

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Μάρκελλος, μόλυβδον καχλάζοντα ποτισθείς, τελειοῦται.

Μολύβδινον Μάρκελλος ἔκπυρον πόμα,
Οὕτω πίνων ἦν, ὡς ὕδωρ εἴ τις πίνει.

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Κόδρος ὑπὸ ἵππων συρόμενος τελειοῦται.

Ἱππηλατήσας καὶ πόλου νύσσαν φθάσας,
Τὰς χεῖρας αἴρεις καὶ στέφος δέχῃ Κόδρε.

*

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Σοφία ἡ ἰάτραινα ξίφει τελειοῦται.

Ἰατρὸς ἦν πρὶν σωμάτων ἡ Σοφία,
Τμηθεῖσα γοῦν νῦν δείκνυται καὶ πνευμάτων.

*

Άγιος Ιωάννης ο ΒλαδίμηροςὉ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βλαδίμηρος, ὁ βασιλεὺς καὶ Θαυματουργός, ξίφει τελειοῦται.

Χεὶρ συγγενοῦς τέμνει σε ἡ μιαιφόνος,
Χεὶρ Κυρίου νέμει σοι ἀξίως στέφος.

Οὗτος ὁ ἐν βασιλεῦσιν ἁγιώτατος Ἰωάννης ἐκατάγετο ἀπὸ ἕνα χωρίον τῆς Βουλγαρίας, καλούμενον Βλαδίμηρον, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἔλαβε καὶ τὴν ἐπωνυμίαν, νὰ καλῆται Βλαδίμηρος, υἱὸς πατρὸς μὲν Νεεμὰν τοῦ ἐκ Συμεὼν τοῦ πρώτου βασιλέως τῶν ἐν τῇ Βουλγαρίᾳ Ἀχριδῶν γεννηθέντος, μητρὸς δὲ Ἄννης, τῆς ἐκ Ῥωμαίων καταγομένης, ἀκμάσας κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Μακεδόνος Βασιλείου, ἐν ἔτει ωξη΄ [868]. Παιδιόθεν δὲ ὁ Ἅγιος οὗτος ἔλαμπε μὲ ἀρετὰς καὶ χάριτας, καὶ ἦτον σκεῦος καθαρὸν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, παιδαγωγηθεὶς ἀπὸ τὸν θαυμαστὸν Νικόλαον τὸν τότε ὄντα Ἐπίσκοπον Ἀχριδῶν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἔφθασεν εἰς ἡλικίαν, ὑπάνδρευσαν αὐτὸν οἱ γονεῖς του μὲ τὴν θυγατέρα τοῦ βασιλέως Σαμουήλ, ἐφύλαξεν ὅμως παρθενίαν ὁ τρισμακάριστος, καὶ ἐκαταγίνετο εἰς θεάρεστα ἔργα. Ἀφ’ οὗ δὲ ἀπέθανον οἱ γονεῖς του, κατεστάθη ὁ Ἅγιος αὐτεξούσιος τῶν Τριβαλλῶν, ἤτοι τῶν Σέρβων βασιλεύς. Ὅθεν ἐκατάστησε κήρυκας καὶ διδασκάλους, διὰ νὰ διδάσκουν καὶ νὰ ἐπιστρέφουν εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ τὸν ὑποκείμενον λαόν του. Εἶτα ἔκτισε Μοναστήρια καὶ Ἐκκλησίας, ξενοδοχεῖά τε καὶ νοσοκομεῖα, καὶ κόπτωντας τὸν δρυμῶνα καὶ τὸ πυκνότατον δάσος, ὁποῦ εὑρίσκετο εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον, ἔκτισε ξεχωριστὸν καὶ ἐξαίρετον Ναὸν εἰς τὸν τρισυπόστατον Θεόν. Ἔκτισε δὲ αὐτὸν μὲ τοιοῦτον τρόπον. Μίαν ἡμέραν ἐκαβαλίκευσε μαζὶ μὲ τρεῖς μεγιστᾶνας τῆς βασιλείας, καὶ εὐγῆκε διὰ νὰ κυνηγήσῃ. Κυνηγῶντας ὅμως, ἐκυνηγήθη ἀπὸ τὸν Θεόν, ὡς ἄλλος Εὐστάθιος, ἢ μᾶλλον εἰπεῖν, ὡς ἄλλος μέγας Κωνσταντῖνος οὐρανόθεν ὡδηγήθη. Κυνηγῶντας γὰρ εἰς τὸ δάσος, βλέπει ἕνα ἡλιόμορφον ἀετόν, ὁ ὁποῖος εἶχεν ἐπάνω εἰς τὸν λαιμόν του ἕνα σταυρὸν ὑπέρλαμπρον. Τρέχωντας δὲ διὰ νὰ τὸν φθάσῃ, ἐμβῆκε μέσα εἰς τὸ δάσος. Τότε ὁ ἀετὸς ἐστάθη. Ὅστις δὲν ἦτον ἀετός, ἀλλὰ Ἄγγελος Κυρίου. Εὐθὺς λοιπὸν ἐκατέβη ὁ βασιλεὺς ἀπὸ τὸ ἄλογον, ὁμοῦ μὲ τοὺς μεγιστᾶνας του καὶ ἐπροσκύνησε τὸν τίμιον Σταυρόν, καὶ τὸν ἐν τούτῳ προσηλωθέντα Χριστόν. Ἐκεῖ δὲ εἰς τὸν τόπον ἐπρόσταξε καὶ ἔκτισαν Ἐκκλησίαν, εἰς τὴν ὁποίαν ἐπήγαινεν ἑπτὰ φοραῖς τὴν ἡμέραν καὶ ἐπροσηύχετο, καὶ τὴν νύκτα ἔμενεν ἐκεῖ ἀγρυπνῶντας.

Ἡ δὲ σύζυγός του βασίλισσα, βλέπουσα τὸν βασιλέα, ὅτι δὲν ἔσμιγε μὲ αὐτήν, ὑποπτεύθη, ὅτι ἔχει ἄλλην γυναῖκα κρυφίως. Ὅθεν ἐσήκωσε τὸν ἀδελφόν της κατ’ ἐπάνω τοῦ βασιλέως, ὅστις ἐζήτει κάθε τρόπον διὰ νὰ θανατώσῃ τὸν βασιλέα. Εἰς καιρὸν δὲ ὁποῦ ὁ χαριτώνυμος οὗτος Ἰωάννης ἐγύρισε νικητὴς ἀπὸ ἕνα πόλεμον, ὁποῦ ἐποίησε κατὰ τοῦ Βασιλείου τοῦ Μακεδόνος, τότε ὁ ἀδελφὸς τῆς βασιλίσσης εὑρίσκωντας καιρὸν ἐπιτήδειον, ἐκτύπησεν ἔξαφνα τὸν θαυμαστὸν τοῦτον Ἰωάννην μὲ τὸ σπαθί του. Ὁ δὲ βασιλεὺς βλέπωντας αὐτόν· λάβε, τοῦ εἶπε, τὸ ἐδικόν μου σπαθὶ καὶ μὲ αὐτὸ ἀποκεφάλισόν με διὰ τὴν Ὀρθοδοξίαν καὶ τὴν ἀλήθειαν. Ἕτοιμος γὰρ εἶμαι νὰ θυσιασθῶ ὡς ἄλλος Ἄβελ καὶ Ἰσαάκ, διὰ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁμολογίαν. Τότε ὁ θηριώδης ἐκεῖνος καὶ ἄσπλαγχνος πέρνωντας τὸ σπαθὶ τοῦ βασιλέως ἀπεκεφάλισεν αὐτόν, θαῦμα δὲ ἠκολούθησε παράδοξον καὶ ἐξαίσιον. Εὐθὺς γὰρ ὁποῦ ἐκόπη ἡ ἁγία του κεφαλή, καὶ καβαλάρης ὤντας ὁ βασιλεύς, ἐπῆρε μὲ τὰς χεῖράς του τὴν κεφαλήν του, καὶ ἔτρεχεν ἐπάνω εἰς τὸ ἄλογον, αἰνῶντας τὸν Θεὸν καὶ λέγωντας, «Εὐφράνθην ἐπὶ τοῖς εἰρηκόσι μοι εἰς οἶκον Κυρίου πορευσώμεθα». Τότε ὀργὴ θεϊκὴ εὑρῆκε τὸν φονέα τοῦ Ἁγίου. Ἐλύσσαξε γὰρ ὁ ἄθλιος καὶ μόνος του ἔτρωγε τὰς σάρκας του. Ὁ δὲ βασιλεὺς πηγαίνωντας εἰς ἕνα τόπον, ἐκεῖ εἶπε· «Κύριε εἰς χεῖράς σου παρατίθημι τὸ πνεῦμά μου». Τότε ἠκούσθησαν ψαλμῳδίαι ἀπὸ τὸν οὐρανόν, καὶ ὁ τόπος ἐγέμωσεν ἀπὸ εὐωδίαν πνευματικήν. Ἐκεῖ λοιπὸν ἐνταφίασαν τὸ παρθενικὸν ἐκεῖνο καὶ ἀθλητικὸν σῶμα τοῦ βασιλέως, οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ Ἱερεῖς, καὶ τὰ στρατεύματα, καὶ ὁ λαὸς ὅλος, θρηνοῦντες καὶ κλαίοντες διὰ τὴν στέρησιν τοιούτου προστάτου καὶ βασιλέως. Πολλοὶ δὲ χωλοὶ καὶ ἀσθενεῖς ἀσπασθέντες τὸ λείψανον, ἔλαβον τὴν ποθουμένην ὑγείαν τους. Ἀφ’ οὗ δὲ ἔθαψαν τὸ ἅγιον λείψανον, ἔκτισαν καὶ ἕνα θαυμάσιον Ναὸν εἰς τὸ ὄνομά του, ὅστις σαθρωθεὶς ἀπὸ τὴν πολυκαιρίαν, ἀνεκαινίσθη ὕστερον ἀπὸ τὸν ὑψηλότατον Κάρολον, τὸν ἀνεψιὸν τοῦ τότε βασιλέως τῆς Φραγγίας. Μετὰ ταῦτα πέρνοντες οἱ Χριστιανοὶ τὸ λείψανόν του, τὸ ἐπῆγαν εἰς τὸ Μοναστήριον ὁποῦ ἔκτισεν ὁ ἴδιος βασιλεύς. Ἐκεῖ οὖν διαμένον, ὀσμὴν μὲν πορνείας καὶ ἀσελγείας δὲν δέχεται νὰ γίνεται εἰς αὐτό, τοὺς δὲ δουλεύοντας μὲ ἐμπιστοσύνην, διαφυλάττει ἀπὸ κάθε κίνδυνον καὶ πειρασμόν, μῦρα ἀναβλύζον καὶ ἐνεργοῦν διάφορα θαύματα εἰς τοὺς μετὰ πίστεως τούτῳ προστρέχοντας. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον του καὶ τὴν ᾀσματικήν του ἀκολουθίαν, ὅρα εἰς ξεχωριστὴν φυλλάδα τετυπωμένην ἐν Μοσχοπόλει.)

*

Τοῦ Ἁγίου νέου Ἱερομάρτυρος Ζαχαρίου τοῦ Προυσκέως, ἀθλήσαντος ἐν ἔτει ͵αωβ΄ [1802] (2).

(2) Τὸ Μαρτύριον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Νέον Λειμωνάριον.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

 

Των Αγίων Βασιλίσκου, Μαρκέλλου, Κόδρου, Σοφίας, Ιωάννου Βλαδιμήρου βασιλέως, Ζαχαρίου Νεομάρτυρος

 

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.