Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου20 Μαΐου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Κ’, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Θαλλελαίου.
Ακέστορι τμηθέντι τω Θαλλελαίω,
Θεός βοτάνη προς λύσιν παντός πάθους (1).
Εικοστή Θαλλέλαιος εήν κεφαλήν απεκάρθη.
Ούτος ο Άγιος Θαλλέλαιος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Νουμεριανού, εν έτει σπδ’ [284], καταγόμενος από μίαν χώραν της Φοινίκης, ονομαζομένην Λίβανον, υιός πατρός μεν, Βερουκίου Αρχιερέως των Χριστιανών, μητρός δε, Ρωμυλίας. Μαθών δε ούτος την ιατρικήν τέχνην, και κρυπτόμενος μέσα εις ένα ελαιώνα, δια τον φόβον των ειδωλολατρών, επιάσθη ως Χριστιανός κατά την πόλιν Ανάζαρβον, την ευρισκομένην εις την δευτέραν των Κιλίκων επαρχίαν, και εφέρθη εις τον άρχοντα Θεόδωρον, ο οποίος, επειδή δεν εδυνήθη να πείση τον Άγιον δια να θυσιάση εις τα είδωλα, τούτου χάριν επρόσταξε να τρυπήσουν τους αστραγάλους του, και να περάσουν σχοινίον από αυτούς, έπειτα να κρεμάσουν αυτόν κατακέφαλα. Οι υπηρέται λοιπόν ενόμισαν ότι έκαμαν την προσταγήν του άρχοντος, και ετρύπησαν τους αστραγάλους του Αγίου, και τον εκρέμασαν. Τη δε αληθεία, ούτε τον ετρύπησαν, ούτε τον εκρέμασαν, επατάχθησαν γαρ από αορασίαν, και αλλοιωθέντες τον νουν από κάποιαν θείαν δύναμιν, δεν ήξευραν τι έκαμναν, διότι τρυπήσαντες ένα ξύλον, εκρέμασαν αυτό αντί του Αγίου. Όθεν ο άρχων νομίσας, ότι τον περιπαίζουν οι στρατιώται, έδειρεν αυτούς. Δύω δε από αυτούς, Αλέξανδρος και Αστέριος ονομαζόμενοι, βλέποντες το τοιούτον παράδοξον, επίστευσαν εις τον Χριστόν. Δια τούτο απεκεφαλίσθησαν, και έλαβον τους στεφάνους του μαρτυρίου.
Απορήσας δε ο ηγεμών και μη ηξεύρωντας τι να κάμη, επεχείρησε μόνος δια να τρυπήση τους αστραγάλους του Αγίου. Και καθώς εβουλήθη να σηκωθή από τον θρόνον, ω του θαύματος! εκόλλησεν ο θρόνος οπίσω εις την ράχιν του, και δεν εδύνετο πλέον να σηκωθή. Ο δε Άγιος συμπονέσας αυτόν, επροσευχήθη, και ούτω δια της προσευχής του εξεκόλλησεν ο θρόνος από την ράχιν του. Όθεν δια το θαυμάσιον τούτο, πολλοί Έλληνες επίστευσαν εις τον Χριστόν. Ο δε ηγεμών έμεινε πάλιν πεπωρωμενος από την απιστίαν. Δια τούτο και πάλιν επεχείρησε να τρυπήση τους αστραγάλους του Αγίου, και ω του θαύματος! ευθύς εξηράνθησαν τα χέρια του. Αλλ’ όμως ο Άγιος μη αποδιδούς κακόν αντί κακού, πάλιν ιάτρεύσε τας χείρας του αχαρίστου. Επιμένων δε ο ηγεμών εις την απιστίαν, επρόσταξε να ρίψουν τον Άγιον μέσα εις την θάλασσαν, από την οποίαν ευγήκεν ο Μάρτυς αβλαβής, φορώντας ένα άσπρον φόρεμα. Μετά ταύτα εδόθη ο Άγιος εις τα θηρία δια να τον φάγουν, εφυλάχθη όμως και από αυτά αβλαβής δια της θείας χάριτος. Τελευταίον δε απεκεφαλίσθη εις την Έδεσαν της πόλεως Αιγαίων, και ούτως έλαβε τον του μαρτυρίου ακήρατον στέφανον. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εις τον μαρτυρικόν του Ναόν, ο οποίος ευρίσκεται μέσα εις τον Άγιον Μάρτυρα Αγαθόνικον. (Τον κατά πλάτος Βίον του Αγίου τούτου νεωστί μεταφρασθέντα, όρα εις το νεοτύπωτον Νέον Εκλόγιον (2).)
(1) Εν δε τοις τετυπωμένοις Μηναίοις ούτω γράφεται ο στίχος ούτος· «Θεός βοτάνην προς λύσιν πέμπει πάθους». Όθεν κατά τούτο, νοείται, ότι εκεί, όπου απεκεφαλίσθη ο Άγιος Θαλλέλαιος, εβλάστησεν εκ Θεού ένα βοτάνι, το οποίον ιάτρευε κάθε πάθος και ασθένειαν, ίσως προς δείξιν της ιατρικής τέχνης του Αγίου. Καθώς και εις τον τάφον του Αποστόλου Λουκά, έβρεξεν ο Θεός κολλούρια, εις σημείον της ιατρικής τέχνης του, και όρα κατά την δεκάτην ογδόην του Οκτωβρίου.
(2) Η Σύναξις και εορτή του Αγίου τούτου Θαλλελαίου τελείται και εν τη νήσω της Ναξίας, όπου εν τινι Μονιδρίω τελείται πάνδημος εορτή, και πολλά θαύματα γίνονται παρά του Αγίου, εις τους μετά πίστεως αυτώ προστρέχοντας. Την δε Ακολουθίαν τούτου ανεπλήρωσε, και τελείαν απειργάσατο η εμή αδυναμία, μετά και προσθήκης Κανόνος. Προσέθηκα δε και Κανόνα παρακλητικόν εις τον αυτόν Άγιον, και ο βουλόμενος, ζητησάτω ταύτα.
*
Τη αυτή ημέρα οι δια του Αγίου Θαλλελαίου πιστεύσαντες τω Χριστώ δύω Μάρτυρες, Αλέξανδρος και Αστέριος, ξίφει τελειούνται.
Υπήρξε τμηθείς Αστέριος την κάραν,
Αστήρ οδηγών Αλέξανδρον προς ξίφος.
*
Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Ασκλά, όστις εν ποταμώ ριφείς τελειούται.
Αιγύπτιος την γλώσσαν Ασκλάς πυρ φέρει,
Δι’ ένθεον κήρυγμα γλωσσών εμπύρων.
Ούτος ήτον από την Θηβαΐδα της Αιγύπτου, διαβαλθείς δε προς τον ηγεμόνα Αρριανόν δια την εις Χριστόν πίστιν, και ομολογήσας παρρησία τον Χριστόν, εκρεμάσθη και εξεσχίσθη εις τας πλευράς, έπειτα εβάλθη εις την φυλακήν. Επειδή δε ο ηγεμών επέρνα τον ποταμόν Νείλον με καΐκιον, τούτου χάριν, επροσευχήθη ο Άγιος να μη εύγη ο ηγεμών έξω εις την στερεάν, προ του να ομολογήση εγγράφως την θεότητα του Χριστού, όθεν εκρατήθη παραδόξως το καΐκιον, και δεν εδύνατο να πλεύση. Τούτο δε γνωρίσας ο Άγιος, απέστειλε προς τον ηγεμόνα γράμμα, εις το οποίον έγραφεν, ότι κατά άλλον τρόπον δεν δύναται να εύγη εις την στερεάν, ανίσως δεν ομολογήση εγγράφως την θεότητα του Χριστού. Τότε ο ηγεμών ζητήσας χαρτί έγραψεν, ότι ο Θεός των Χριστιανών είναι μέγας, και έξω από αυτόν δεν είναι άλλος, και ευθύς εκίνησε το καΐκι και έπλευσε προς την στερεάν. Ευγαίνωντας δε έξω ο ηγεμών εσκληρύνθη πάλιν κατά την καρδίαν ωσάν ο Φαραώ. Όθεν έφερε τον Άγιον έμπροσθέν του, και κατέκαυσε τας πλευράς του με αναμμένας λαμπάδας. Έπειτα δέσας αυτόν με πέτραν, τον έρριψεν εις τον ποταμόν Νείλον, και ούτως έλαβεν ο αοίδιμος του μαρτυρίου τον στέφανον.
*
Οι τρεις Όσιοι και Θεοφόροι πατέρες ημών Νικήτας, Ιωάννης, και Ιωσήφ, οι κτίτορες της εν Χίω Ιεράς και βασιλικής νέας Μονής, εν ειρήνη τελειούνται.
Οι τρεις Όσιοι τη Αγία Τριάδι,
Συν τοις αΰλοις νυν παρίστανται νόοις.
Ούτοι οι Οσιοι εκατάγοντο από την περίφημον νήσον της Χίου, εν τοις χρόνοις υπάρχοντες Μιχαήλ του Παφλαγόνος του βασιλεύσαντος εν έτει ͵αλδ’ [1034], και Μιχαήλ του καλουμένου Καλαφάτου, του εν έτει ͵αμα’ [1041] βασιλεύσαντος. Έφθασαν δε και έως εις τους χρόνους Κωνσταντίνου του Μονομάχου, του εν έτει ͵αμε’ [1045] βασιλεύσαντος. Ούτοι λοιπόν οι μακάριοι παραιτήσαντες τον κόσμον και τα του κόσμου τερπνά, ανέβηκαν εις το εν τη Χίω βουνόν, το ονομαζόμενον Προβάτειον, και εμβαίνοντες μέσα εις το εκεί ευρισκόμενον σπήλαιον, εμεταχειρίζοντο κάθε άσκησιν της μοναδικής πολιτείας, τρώγοντες μεν ψωμί, και πίνοντες απλούν νερόν μίαν φοράν την εβδομάδα. Εκεί λοιπόν ενασκούμενοι οι αοίδιμοι, έβλεπον την νύκτα ένα φως, το οποίον έλαμπεν εις το δάσος το ευρισκόμενον κοντά εις την ποδίαν του βουνού. Όταν δε εκατέβαιναν δια να ιδούν τι άράγε είναι το φαινόμενον, ευθύς το φως εχάνετο. Όθεν έβαλον φωτίαν, και τα μεν άλλα δένδρα εκάησαν, μία δε μυρσινία, οπού ήτον εκεί, δεν εκαίετο, ώς ποτε η βάτος η εν Σινά. Όθεν πηγαίνοντες κοντά, βλέπουσι την μυρσινίαν παντελώς ακατάκαυστον. Βλέπουσι δε και μίαν εικόνα της Θεοτόκου χωρίς του μονογενούς βρέφους, κρεμασμένην εις αυτήν. Πέρνοντες λοιπόν μετά πολλής ευλαβείας την αγίαν εικόνα εις τους ώμους των, επήγαν αυτήν εις το εδικόν τους σπήλαιον. Αλλ’ η θεία εικών φεύγουσα από το σπήλαιον, επήγαινε πάλιν εις την μυρσινίαν. Όθεν βλέποντες το θαύμα τούτο οι Όσιοι, έκτισαν εκεί, ως εδύνοντο, μίαν μικράν Εκκλησίαν, και αφιέρωσαν αυτήν εις την Θεοτόκον.
Όταν δε ο ρηθείς Κωνσταντίνος ο Μονομάχος ευρίσκετο εξόριστος εις την Μυτιλήνην, μαθόντες εκ Θεού οι Όσιοι ούτοι, ότι μετά ολίγον μέλλει να βασιλεύση, επήγαν εις αυτόν ο θείος Νικήτας και ο Ιωσήφ, και παρηγορήσαντες την λύπην του, έδωκαν εις αυτόν καλάς ελπίδας, ότι θέλει του χαρίσει ο Θεός την βασιλείαν ογλίγωρα. Ο δε Κωνσταντίνος υπεσχέθη, ότι εάν γένη βασιλεύς, έχει να τελειώση, όσα αιτήματα ήθελαν του ζητήσουν. Οι δε Όσιοι παρεκάλεσαν αυτόν να τους κάμη τούτο το αίτημα, ήγουν να οικοδομήση Ναόν λαμπρόν και βασιλικόν, εις τον τόπον εκείνον, οπού ευρέθη η αγία εικών της Θεοτόκου, εν τη απυρπολήτω μυρσινία. Ο δε Κωνσταντίνος υπεσχέθη να πληρώση την αίτησίν τους, και δια βεβαίωσιν και ασφάλειαν, έδωκεν εις τους Οσίους το βασιλικόν δακτυλίδι του, ωσάν ένα ενέχυρον και αμανέτι. Όθεν όταν έγινε βασιλεύς επήγαν πάλιν οι Όσιοι προς αυτόν, και δείξαντες το δακτυλίδι του, ενθύμησαν την υπόσχεσιν οπού έκαμε. Και λοιπόν αποστείλας ο βασιλεύς την αναγκαίαν ύλην του Ναού, ομού και τεχνίτην επιτήδειον, ωκοδόμησε τον νυν ορώμενον Ναόν και Μοναστήριον της εν Χίω νέας Μονής, εις διάστημα δώδεκα ολοκλήρων χρόνων. Είτα επροίκισεν αυτό με μετόχια, με διάφορα υποστατικά, και με άλλα προνόμια, προς κατοικίαν και ανάπαυσιν των συναχθησομένων Μοναχών, και προς υποδοχήν των ξένων και πτωχών. Οι δε Όσιοι μετά ταύτα οσίως και θεοφιλώς διαπεράσαντες την ζωήν τους, ανεπαύσαντο εν Κυρίω εις διαφόρους καιρούς. Τα δε τίμια τούτων σώματα, ενταφιάσθησαν εν τόπω λεγομένω Φιάλιον, τα οποία σώζονται έως της σήμερον, διαφόρους θαυματουργίας επιτελούντα τοις μετά πίστεως τούτοις προστρέχουσιν (3).
(3) Τον πλατύτερον Βίον των Οσίων τούτων, και την ασματικήν αυτών Ακολουθίαν, όρα εις την νεοτύπωτον φυλλάδα, ήτις συνετέθη υπό του πανοσιωτάτου και εν Ιερομονάχοις σοφολογιωτάτου κυρίου Νικηφόρου του ιεροκήρυκος της Χίου, και της αυτής νέας Μονής όντος προηγουμένου.
*
Η ανακομιδή και μετακομιδή του λειψάνου του εν Αγίοις πατρός ημών Νικολάου Μύρων της Λυκίας του Θαυματουργού.
Φάνας ο νεκρός σου θεόφρον την έω,
Έφανεν αύθις και δύσιν τεραστίοις.
Κατά τους χρόνους του βασιλέως Αλεξίου του Κομνηνού και Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Νικολάου, εν έτει ͵απα’ [1081], καταδρομή έγινεν από τους Ισμαηλίτας εναντίον των Χριστιανών Ρωμαίων. Όθεν τρέχοντες εις διαφόρους πόλεις και τόπους οι μιαροί, τους μεν Χριστιανούς, εσκλάβοναν και εθανάτοναν, άνδρας τε ομού και γυναίκας, τας δε πόλεις και κάστρα ερήμοναν. Τότε λοιπόν ερήμωσαν και τα Μύρα της Λυκίας, όπου ευρίσκετο το λείψανον του μεγάλου και Θαυματουργού Νικολάου. Αφήκαν δε απείρακτον μόνην την Μητρόπολιν και την της μητροπόλεως Εκκλησίαν. Δια τούτο ευδόκησεν ο Θεός να σηκωθούν από εκεί τα άγια λείψανα του μεγάλου πατρός ημών Νικολάου, και να μεταφερθούν εις την πολυάνθρωπον πολιτείαν την ονομαζομένην Μπαρ, ήτις ευρίσκεται εις την Ιταλίαν. Ένα μεν, δια να μη μείνουν τα λείψανα τοιούτου Αγίου άτιμα και άδοξα, και άλλο δε, δια να απολαύση και η Δύσις τα τούτου θαυμάσια, ήτις ακόμη δεν είχε πέση εις τας αιρέσεις και κακοδοξίας, αλλ’ ήτον Ορθόδοξος, και ενωμένη με την Ανατολικήν Εκκλησίαν. Έγινε δε η ανακομιδή αύτη με τοιούτον τρόπον. Εις ένα Ιερέα ευλαβή της ρηθείσης πόλεως, εφάνη ο Άγιος Νικόλαος καθ’ ύπνον και λέγει, ότι να υπάγη ομού με τον κλήρον εις τα Μύρα, και πέρνωντας από εκεί το λείψανόν του, να το φέρη εις την Μπαρ. Ο δε Ιερεύς εδιηγήθη την οπτασίαν εις τους κληρικούς, οίτινες ακούσαντες αυτήν, εχάρησαν μεγάλως. Όθεν ετοιμάσαντες τρία κάτεργα, έστειλαν ανθρώπους αρκετούς Ιερείς τε και Διακόνους δια να φέρουν το άγιον λείψανον. Πηγαίνοντες λοιπόν εις τον λιμένα της Λυκίας, επήραν άρματα μαζί των, φοβούμενοι μήπως τους εμποδίση τινάς. Όθεν ευρόντες τέσσαρας Μοναχούς, ερώτησαν αυτούς, πού ευρίσκονται τα λείψανα του Αγίου Νικολάου δια να τα προσκυνήσουν. Οι δε έδειξαν εις αυτούς τον τάφον του Αγίου, ο οποίος ήτον υποκάτω εις το έδαφος της Εκκλησίας. Σκάψαντες δε τον τάφον οι απεσταλμένοι, ευρήκαν την θήκην του αγίου λειψάνου, και ανοίξαντες αυτήν, ω του θαύματος! την εύρον γεμάτην από ευωδέστατον μύρον, το οποίον ανέβλυζεν εκ του λειψάνου του Αγίου. Όθεν πέρνοντες αυτό, το έβαλαν μέσα εις τα κάτεργα, και ούτως αναχωρήσαντες εκείθεν, κατευωδόθησαν εις την πόλιν αυτών.
Τότε οι κάτοικοι της Μπαρ προϋπαντήσαντες με λαμπάδας και θυμιάματα, επήραν το άγιον λείψανον, και το απόθεσαν με τιμήν μεγάλην εις την Εκκλησίαν του τιμίου Προδρόμου την παραθαλασσίαν. Πάμπολλα δε θαύματα έγιναν από το λείψανον του Αγίου. Τυφλοί γαρ και κωφοί και δαιμονισμένοι και από άλλας ασθενείας κρατούμενοι, εθεραπεύθησαν, ευθύς οπού ήγγισαν μετά πίστεως εις το σεβάσμιον λείψανον. Ύστερον δε, έκτισαν μίαν μεγάλην και ωραίαν Εκκλησίαν εις το όνομα του Αγίου Νικολάου, και μετά τρεις χρόνους εμετάθεσαν το λείψανον από την Εκκλησίαν του Προδρόμου εις την νεόκτιστον Εκκλησίαν του Αγίου, και εκεί απέθεσαν αυτό εις θήκην αργυράν. Όθεν από τότε επεκράτησε συνήθεια να εορτάζεται η ανακομιδή και μετακομιδή του λειψάνου του Αγίου Νικολάου κατά την εικοστήν Μαΐου (4), το οποίον ανέβλυζε μύρον με τοιούτον τρόπον, καθώς τούτο παρέδωκαν άνδρες αξιόπιστοι, και καθώς άδεται παλαιός λόγος. Κατά την σημερινήν ημέραν της εορτής της μεταθέσεως του λειψάνου του Αγίου Νικολάου, όταν ο Ιερεύς άρχιζε την ιεράν Λειτουργίαν, τότε και το μύρον άρχιζε να τρέχη από τα δύω ποδάρια του θείου λειψάνου, όχι από τα δάκτυλα έμπροσθεν, αλλά όπισθεν από τας πτέρνας των ποδών του, έτρεχε δε τόσον πολύ, ώστε οπού, εφαίνοντο ωσάν να τρέχουν δύω βρύσαις. Όθεν έβαλον υποκάτω μεγάλα καζάνια και κάδδους, και έως να τελειώση η θεία Λειτουργία (ήτις ελέγετο αργά, δια να τρέχη περισσότερον μύρον) έως λέγω του τέλους της Λειτουργίας, εγέμιζαν τα αγγεία εκείνα. Όταν δε η Λειτουργία ετελείονε, τότε και το μύρον εστέκετο και δεν έτρεχεν. Εκείνο δε το μύρον εμοιράζετο εις όλην την Ιταλίαν, και εις άλλα πολλά μέρη της Ευρώπης, και δι’ αυτού εγίνοντο πολλά θαύματα, και διάφοραι ασθένειαι ιατρεύοντο, εις δόξαν Θεού, και εις τιμήν του Αγίου.
(4) Οι δε Ρώσσοι εορτάζουν ταύτην κατά την ενάτην του Μαΐου. Ότι δε εις την εικοστήν του Μαΐου εορτάζεται, βεβαιοί μεν και μία φυλλάδα, ήτις περιέχει την Ακολουθίαν του Αγίου Νικολάου, συνθεμένη από ένα διδάσκαλον των Κορυφών, εν η αναφέρεται, ότι το λείψανον του Αγίου Νικολάου φερόμενον εις την Μπαρ, επέρασεν από τους Κορυφούς, και εκεί επροσκυνήθη από όλον το πλήθος, κατά την εικοστήν του Μαΐου. Αν δε ερωτήση τινάς, πού ευρίσκεται τώρα το λείψανον του Αγίου Νικολάου, αποκρινόμεθα, ότι ουδείς ηξεύρει. Ώσπερ γαρ το του Αγίου Μάρκου λείψανον, εν Βενετία ον πρότερον, νυν εκεί ουχ’ ευρίσκεται. Ούτω και το λείψανον του Αγίου Νικολάου ευρισκόμενον πρότερον εν τη Μπαρ, τώρα εκεί δεν ευρίσκεται. Σημειούμεν δε ότι το Συναξάριον τούτο μετεφράσθη εκ του Σλαβονικού, και ότι εις την εορτήν ταύτην του Αγίου Νικολάου Ακολουθίαν εποίησεν η εμή αδυναμία μετά Κανόνος, και ο βουλόμενος εορτάζειν τον Άγιον, ζητησάτω ταύτην, ήτις ευρίσκεται εν τινι Κελλίω του Αγίου Νικολάου, επικαλουμένω των Μπαρμπεράδων, πλησίον των Καρεών.
*
Ο Όσιος πατήρ ημών Θαλάσσιος εν ειρήνη τελειούται.
Ο Θαλάσσιος και κατοικήσας τάφον,
Βλύζει θαλάσσας χαρίτων εκ του τάφου (5).
(5) Ο Όσιος ούτος Θαλάσσιος ίσως είναι ο Λίβυς και Αφρικανός, ο γράφων προς Παύλον τον Πρεσβύτερον τα τετρακόσια Κεφάλαια περί αγάπης και εγκρατείας, και της κατά νουν πολιτείας, τα εν τη βίβλω της Φιλοκαλίας περιεχόμενα, και προς ον γράφει ο Θεοφόρος Μάξιμος τα περί Θεολογίας και ενσάρκου Οικονομίας διακόσια Κεφάλαια, τα και αυτά εν τη Φιλοκαλία περιεχόμενα.
*
Ο Όσιος Μάρκος ο ερημίτης εν ειρήνη τελειούται.
Δίδωσι Μάρκω της Εδέμ κήπον μέγαν,
Ο κήπον ευρών εις ταφήν Χριστός πάλαι.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Κ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Θαλλελαίου.
Ἀκέστορι τμηθέντι τῷ Θαλλελαίῳ,
Θεὸς βοτάνη πρὸς λύσιν παντὸς πάθους (1).
Εἰκοστῇ Θαλλέλαιος ἑὴν κεφαλὴν ἀπεκάρθη.
Οὗτος ὁ Ἅγιος Θαλλέλαιος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Νουμεριανοῦ, ἐν ἔτει σπδ΄ [284], καταγόμενος ἀπὸ μίαν χώραν τῆς Φοινίκης, ὀνομαζομένην Λίβανον, υἱὸς πατρὸς μέν, Βερουκίου Ἀρχιερέως τῶν Χριστιανῶν, μητρὸς δέ, Ῥωμυλίας. Μαθὼν δὲ οὗτος τὴν ἰατρικὴν τέχνην, καὶ κρυπτόμενος μέσα εἰς ἕνα ἐλαιῶνα, διὰ τὸν φόβον τῶν εἰδωλολατρῶν, ἐπιάσθη ὡς Χριστιανὸς κατὰ τὴν πόλιν Ἀνάζαρβον, τὴν εὑρισκομένην εἰς τὴν δευτέραν τῶν Κιλίκων ἐπαρχίαν, καὶ ἐφέρθη εἰς τὸν ἄρχοντα Θεόδωρον, ὁ ὁποῖος, ἐπειδὴ δὲν ἐδυνήθη νὰ πείσῃ τὸν Ἅγιον διὰ νὰ θυσιάσῃ εἰς τὰ εἴδωλα, τούτου χάριν ἐπρόσταξε νὰ τρυπήσουν τοὺς ἀστραγάλους του, καὶ νὰ περάσουν σχοινίον ἀπὸ αὐτούς, ἔπειτα νὰ κρεμάσουν αὐτὸν κατακέφαλα. Οἱ ὑπηρέται λοιπὸν ἐνόμισαν ὅτι ἔκαμαν τὴν προσταγὴν τοῦ ἄρχοντος, καὶ ἐτρύπησαν τοὺς ἀστραγάλους τοῦ Ἁγίου, καὶ τὸν ἐκρέμασαν. Τῇ δὲ ἀληθείᾳ, οὔτε τὸν ἐτρύπησαν, οὔτε τὸν ἐκρέμασαν, ἐπατάχθησαν γὰρ ἀπὸ ἀορασίαν, καὶ ἀλλοιωθέντες τὸν νοῦν ἀπὸ κᾄποιαν θείαν δύναμιν, δὲν ἤξευραν τί ἔκαμναν, διότι τρυπήσαντες ἕνα ξύλον, ἐκρέμασαν αὐτὸ ἀντὶ τοῦ Ἁγίου. Ὅθεν ὁ ἄρχων νομίσας, ὅτι τὸν περιπαίζουν οἱ στρατιῶται, ἔδειρεν αὐτούς. Δύω δὲ ἀπὸ αὐτούς, Ἀλέξανδρος καὶ Ἀστέριος ὀνομαζόμενοι, βλέποντες τὸ τοιοῦτον παράδοξον, ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστόν. Διὰ τοῦτο ἀπεκεφαλίσθησαν, καὶ ἔλαβον τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου.
Ἀπορήσας δὲ ὁ ἡγεμὼν καὶ μὴ ἠξεύρωντας τί νὰ κάμῃ, ἐπεχείρησε μόνος διὰ νὰ τρυπήσῃ τοὺς ἀστραγάλους τοῦ Ἁγίου. Καὶ καθὼς ἐβουλήθη νὰ σηκωθῇ ἀπὸ τὸν θρόνον, ὢ τοῦ θαύματος! ἐκόλλησεν ὁ θρόνος ὀπίσω εἰς τὴν ῥάχιν του, καὶ δὲν ἐδύνετο πλέον νὰ σηκωθῇ. Ὁ δὲ Ἅγιος συμπονέσας αὐτόν, ἐπροσευχήθη, καὶ οὕτω διὰ τῆς προσευχῆς του ἐξεκόλλησεν ὁ θρόνος ἀπὸ τὴν ῥάχιν του. Ὅθεν διὰ τὸ θαυμάσιον τοῦτο, πολλοὶ Ἕλληνες ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστόν. Ὁ δὲ ἡγεμὼν ἔμεινε πάλιν πεπωρωμενος ἀπὸ τὴν ἀπιστίαν. Διὰ τοῦτο καὶ πάλιν ἐπεχείρησε νὰ τρυπήσῃ τοὺς ἀστραγάλους τοῦ Ἁγίου, καὶ ὢ τοῦ θαύματος! εὐθὺς ἐξηράνθησαν τὰ χέριά του. Ἀλλ’ ὅμως ὁ Ἅγιος μὴ ἀποδιδοὺς κακὸν ἀντὶ κακοῦ, πάλιν ἰάτρεύσε τὰς χεῖρας τοῦ ἀχαρίστου. Ἐπιμένων δὲ ὁ ἡγεμὼν εἰς τὴν ἀπιστίαν, ἐπρόσταξε νὰ ῥίψουν τὸν Ἅγιον μέσα εἰς τὴν θάλασσαν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν εὐγῆκεν ὁ Μάρτυς ἀβλαβής, φορῶντας ἕνα ἄσπρον φόρεμα. Μετὰ ταῦτα ἐδόθη ὁ Ἅγιος εἰς τὰ θηρία διὰ νὰ τὸν φάγουν, ἐφυλάχθη ὅμως καὶ ἀπὸ αὐτὰ ἀβλαβὴς διὰ τῆς θείας χάριτος. Τελευταῖον δὲ ἀπεκεφαλίσθη εἰς τὴν Ἔδεσαν τῆς πόλεως Αἰγαίων, καὶ οὕτως ἔλαβε τὸν τοῦ μαρτυρίου ἀκήρατον στέφανον. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ Σύναξις εἰς τὸν μαρτυρικόν του Ναόν, ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται μέσα εἰς τὸν Ἅγιον Μάρτυρα Ἀγαθόνικον. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον τοῦ Ἁγίου τούτου νεωστὶ μεταφρασθέντα, ὅρα εἰς τὸ νεοτύπωτον Νέον Ἐκλόγιον (2).)
(1) Ἐν δὲ τοῖς τετυπωμένοις Μηναίοις οὕτω γράφεται ὁ στίχος οὗτος· «Θεὸς βοτάνην πρὸς λύσιν πέμπει πάθους». Ὅθεν κατὰ τοῦτο, νοεῖται, ὅτι ἐκεῖ, ὅπου ἀπεκεφαλίσθη ὁ Ἅγιος Θαλλέλαιος, ἐβλάστησεν ἐκ Θεοῦ ἕνα βοτάνι, τὸ ὁποῖον ἰάτρευε κάθε πάθος καὶ ἀσθένειαν, ἴσως πρὸς δεῖξιν τῆς ἰατρικῆς τέχνης τοῦ Ἁγίου. Καθὼς καὶ εἰς τὸν τάφον τοῦ Ἀποστόλου Λουκᾶ, ἔβρεξεν ὁ Θεὸς κολλούρια, εἰς σημεῖον τῆς ἰατρικῆς τέχνης του, καὶ ὅρα κατὰ τὴν δεκάτην ὀγδόην τοῦ Ὀκτωβρίου.
(2) Ἡ Σύναξις καὶ ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου τούτου Θαλλελαίου τελεῖται καὶ ἐν τῇ νήσῳ τῆς Ναξίας, ὅπου ἔν τινι Μονιδρίῳ τελεῖται πάνδημος ἑορτή, καὶ πολλὰ θαύματα γίνονται παρὰ τοῦ Ἁγίου, εἰς τοὺς μετὰ πίστεως αὐτῷ προστρέχοντας. Τὴν δὲ Ἀκολουθίαν τούτου ἀνεπλήρωσε, καὶ τελείαν ἀπειργάσατο ἡ ἐμὴ ἀδυναμία, μετὰ καὶ προσθήκης Κανόνος. Προσέθηκα δὲ καὶ Κανόνα παρακλητικὸν εἰς τὸν αὐτὸν Ἅγιον, καὶ ὁ βουλόμενος, ζητησάτω ταῦτα.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ οἱ διὰ τοῦ Ἁγίου Θαλλελαίου πιστεύσαντες τῷ Χριστῷ δύω Μάρτυρες, Ἀλέξανδρος καὶ Ἀστέριος, ξίφει τελειοῦνται.
Ὑπῆρξε τμηθεὶς Ἀστέριος τὴν κάραν,
Ἀστὴρ ὁδηγῶν Ἀλέξανδρον πρὸς ξίφος.
*
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἀσκλᾶ, ὅστις ἐν ποταμῷ ῥιφεὶς τελειοῦται.
Αἰγύπτιος τὴν γλῶσσαν Ἀσκλᾶς πῦρ φέρει,
Δι’ ἔνθεον κήρυγμα γλωσσῶν ἐμπύρων.
Οὗτος ἦτον ἀπὸ τὴν Θηβαΐδα τῆς Αἰγύπτου, διαβαλθεὶς δὲ πρὸς τὸν ἡγεμόνα Ἀρριανὸν διὰ τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν, καὶ ὁμολογήσας παρρησίᾳ τὸν Χριστόν, ἐκρεμάσθη καὶ ἐξεσχίσθη εἰς τὰς πλευράς, ἔπειτα ἐβάλθη εἰς τὴν φυλακήν. Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἡγεμὼν ἐπέρνα τὸν ποταμὸν Νεῖλον μὲ καΐκιον, τούτου χάριν, ἐπροσευχήθη ὁ Ἅγιος νὰ μὴ εὔγῃ ὁ ἡγεμὼν ἔξω εἰς τὴν στερεάν, πρὸ τοῦ νὰ ὁμολογήσῃ ἐγγράφως τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ὅθεν ἐκρατήθη παραδόξως τὸ καΐκιον, καὶ δὲν ἐδύνατο νὰ πλεύσῃ. Τοῦτο δὲ γνωρίσας ὁ Ἅγιος, ἀπέστειλε πρὸς τὸν ἡγεμόνα γράμμα, εἰς τὸ ὁποῖον ἔγραφεν, ὅτι κατὰ ἄλλον τρόπον δὲν δύναται νὰ εὔγῃ εἰς τὴν στερεάν, ἀνίσως δὲν ὁμολογήσῃ ἐγγράφως τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Τότε ὁ ἡγεμὼν ζητήσας χαρτὶ ἔγραψεν, ὅτι ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν εἶναι μέγας, καὶ ἔξω ἀπὸ αὐτὸν δὲν εἶναι ἄλλος, καὶ εὐθὺς ἐκίνησε τὸ καΐκι καὶ ἔπλευσε πρὸς τὴν στερεάν. Εὐγαίνωντας δὲ ἔξω ὁ ἡγεμὼν ἐσκληρύνθη πάλιν κατὰ τὴν καρδίαν ὡσὰν ὁ Φαραώ. Ὅθεν ἔφερε τὸν Ἅγιον ἔμπροσθέν του, καὶ κατέκαυσε τὰς πλευράς του μὲ ἀναμμένας λαμπάδας. Ἔπειτα δέσας αὐτὸν μὲ πέτραν, τὸν ἔρριψεν εἰς τὸν ποταμὸν Νεῖλον, καὶ οὕτως ἔλαβεν ὁ ἀοίδιμος τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον.
*
Οἱ τρεῖς Ὅσιοι καὶ Θεοφόροι πατέρες ἡμῶν Νικήτας, Ἰωάννης, καὶ Ἰωσήφ, οἱ κτίτορες τῆς ἐν Χίῳ Ἱερᾶς καὶ βασιλικῆς νέας Μονῆς, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦνται.
Οἱ τρεῖς Ὅσιοι τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι,
Σὺν τοῖς ἀΰλοις νῦν παρίστανται νόοις.
Οὗτοι οἱ Ὁσιοι ἐκατάγοντο ἀπὸ τὴν περίφημον νῆσον τῆς Χίου, ἐν τοῖς χρόνοις ὑπάρχοντες Μιχαὴλ τοῦ Παφλαγόνος τοῦ βασιλεύσαντος ἐν ἔτει ͵αλδ΄ [1034], καὶ Μιχαὴλ τοῦ καλουμένου Καλαφάτου, τοῦ ἐν ἔτει ͵αμα΄ [1041] βασιλεύσαντος. Ἔφθασαν δὲ καὶ ἕως εἰς τοὺς χρόνους Κωνσταντίνου τοῦ Μονομάχου, τοῦ ἐν ἔτει ͵αμε΄ [1045] βασιλεύσαντος. Οὗτοι λοιπὸν οἱ μακάριοι παραιτήσαντες τὸν κόσμον καὶ τὰ τοῦ κόσμου τερπνά, ἀνέβηκαν εἰς τὸ ἐν τῇ Χίῳ βουνόν, τὸ ὀνομαζόμενον Προβάτειον, καὶ ἐμβαίνοντες μέσα εἰς τὸ ἐκεῖ εὑρισκόμενον σπήλαιον, ἐμεταχειρίζοντο κάθε ἄσκησιν τῆς μοναδικῆς πολιτείας, τρώγοντες μὲν ψωμί, καὶ πίνοντες ἁπλοῦν νερὸν μίαν φορὰν τὴν ἑβδομάδα. Ἐκεῖ λοιπὸν ἐνασκούμενοι οἱ ἀοίδιμοι, ἔβλεπον τὴν νύκτα ἕνα φῶς, τὸ ὁποῖον ἔλαμπεν εἰς τὸ δάσος τὸ εὑρισκόμενον κοντὰ εἰς τὴν ποδίαν τοῦ βουνοῦ. Ὅταν δὲ ἐκατέβαιναν διὰ νὰ ἰδοῦν τί ἆράγε εἶναι τὸ φαινόμενον, εὐθὺς τὸ φῶς ἐχάνετο. Ὅθεν ἔβαλον φωτίαν, καὶ τὰ μὲν ἄλλα δένδρα ἐκάησαν, μία δὲ μυρσινία, ὁποῦ ἦτον ἐκεῖ, δὲν ἐκαίετο, ὥς ποτε ἡ βάτος ἡ ἐν Σινᾷ. Ὅθεν πηγαίνοντες κοντά, βλέπουσι τὴν μυρσινίαν παντελῶς ἀκατάκαυστον. Βλέπουσι δὲ καὶ μίαν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου χωρὶς τοῦ μονογενοῦς βρέφους, κρεμασμένην εἰς αὐτήν. Πέρνοντες λοιπὸν μετὰ πολλῆς εὐλαβείας τὴν ἁγίαν εἰκόνα εἰς τοὺς ὤμους των, ἐπῆγαν αὐτὴν εἰς τὸ ἐδικόν τους σπήλαιον. Ἀλλ’ ἡ θεία εἰκὼν φεύγουσα ἀπὸ τὸ σπήλαιον, ἐπήγαινε πάλιν εἰς τὴν μυρσινίαν. Ὅθεν βλέποντες τὸ θαῦμα τοῦτο οἱ Ὅσιοι, ἔκτισαν ἐκεῖ, ὡς ἐδύνοντο, μίαν μικρὰν Ἐκκλησίαν, καὶ ἀφιέρωσαν αὐτὴν εἰς τὴν Θεοτόκον.
Ὅταν δὲ ὁ ῥηθεὶς Κωνσταντῖνος ὁ Μονομάχος εὑρίσκετο ἐξόριστος εἰς τὴν Μυτιλήνην, μαθόντες ἐκ Θεοῦ οἱ Ὅσιοι οὗτοι, ὅτι μετὰ ὀλίγον μέλλει νὰ βασιλεύσῃ, ἐπῆγαν εἰς αὐτὸν ὁ θεῖος Νικήτας καὶ ὁ Ἰωσήφ, καὶ παρηγορήσαντες τὴν λύπην του, ἔδωκαν εἰς αὐτὸν καλὰς ἐλπίδας, ὅτι θέλει τοῦ χαρίσει ὁ Θεὸς τὴν βασιλείαν ὀγλίγωρα. Ὁ δὲ Κωνσταντῖνος ὑπεσχέθη, ὅτι ἐὰν γένῃ βασιλεύς, ἔχει νὰ τελειώσῃ, ὅσα αἰτήματα ἤθελαν τοῦ ζητήσουν. Οἱ δὲ Ὅσιοι παρεκάλεσαν αὐτὸν νὰ τοὺς κάμῃ τοῦτο τὸ αἴτημα, ἤγουν νὰ οἰκοδομήσῃ Ναὸν λαμπρὸν καὶ βασιλικόν, εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον, ὁποῦ εὑρέθη ἡ ἁγία εἰκὼν τῆς Θεοτόκου, ἐν τῇ ἀπυρπολήτῳ μυρσινίᾳ. Ὁ δὲ Κωνσταντῖνος ὑπεσχέθη νὰ πληρώσῃ τὴν αἴτησίν τους, καὶ διὰ βεβαίωσιν καὶ ἀσφάλειαν, ἔδωκεν εἰς τοὺς Ὁσίους τὸ βασιλικὸν δακτυλίδι του, ὡσὰν ἕνα ἐνέχυρον καὶ ἀμανέτι. Ὅθεν ὅταν ἔγινε βασιλεὺς ἐπῆγαν πάλιν οἱ Ὅσιοι πρὸς αὐτόν, καὶ δείξαντες τὸ δακτυλίδι του, ἐνθύμησαν τὴν ὑπόσχεσιν ὁποῦ ἔκαμε. Καὶ λοιπὸν ἀποστείλας ὁ βασιλεὺς τὴν ἀναγκαίαν ὕλην τοῦ Ναοῦ, ὁμοῦ καὶ τεχνίτην ἐπιτήδειον, ᾠκοδόμησε τὸν νῦν ὁρώμενον Ναὸν καὶ Μοναστήριον τῆς ἐν Χίῳ νέας Μονῆς, εἰς διάστημα δώδεκα ὁλοκλήρων χρόνων. Εἶτα ἐπροίκισεν αὐτὸ μὲ μετόχια, μὲ διάφορα ὑποστατικά, καὶ μὲ ἄλλα προνόμια, πρὸς κατοικίαν καὶ ἀνάπαυσιν τῶν συναχθησομένων Μοναχῶν, καὶ πρὸς ὑποδοχὴν τῶν ξένων καὶ πτωχῶν. Οἱ δὲ Ὅσιοι μετὰ ταῦτα ὁσίως καὶ θεοφιλῶς διαπεράσαντες τὴν ζωήν τους, ἀνεπαύσαντο ἐν Κυρίῳ εἰς διαφόρους καιρούς. Τὰ δὲ τίμια τούτων σώματα, ἐνταφιάσθησαν ἐν τόπῳ λεγομένῳ Φιάλιον, τὰ ὁποῖα σῴζονται ἕως τῆς σήμερον, διαφόρους θαυματουργίας ἐπιτελοῦντα τοῖς μετὰ πίστεως τούτοις προστρέχουσιν (3).
(3) Τὸν πλατύτερον Βίον τῶν Ὁσίων τούτων, καὶ τὴν ᾀσματικὴν αὐτῶν Ἀκολουθίαν, ὅρα εἰς τὴν νεοτύπωτον φυλλάδα, ἥτις συνετέθη ὑπὸ τοῦ πανοσιωτάτου καὶ ἐν Ἱερομονάχοις σοφολογιωτάτου κυρίου Νικηφόρου τοῦ ἱεροκήρυκος τῆς Χίου, καὶ τῆς αὐτῆς νέας Μονῆς ὄντος προηγουμένου.
*
Ἡ ἀνακομιδὴ καὶ μετακομιδὴ τοῦ λειψάνου τοῦ ἐν Ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Νικολάου Μύρων τῆς Λυκίας τοῦ Θαυματουργοῦ.
Φάνας ὁ νεκρὸς σοῦ θεόφρον τὴν ἕω,
Ἔφανεν αὖθις καὶ δύσιν τεραστίοις.
Κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Ἀλεξίου τοῦ Κομνηνοῦ καὶ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Νικολάου, ἐν ἔτει ͵απα΄ [1081], καταδρομὴ ἔγινεν ἀπὸ τοὺς Ἰσμαηλίτας ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν Ῥωμαίων. Ὅθεν τρέχοντες εἰς διαφόρους πόλεις καὶ τόπους οἱ μιαροί, τοὺς μὲν Χριστιανούς, ἐσκλάβοναν καὶ ἐθανάτοναν, ἄνδρας τε ὁμοῦ καὶ γυναῖκας, τὰς δὲ πόλεις καὶ κάστρα ἐρήμοναν. Τότε λοιπὸν ἐρήμωσαν καὶ τὰ Μῦρα τῆς Λυκίας, ὅπου εὑρίσκετο τὸ λείψανον τοῦ μεγάλου καὶ Θαυματουργοῦ Νικολάου. Ἀφῆκαν δὲ ἀπείρακτον μόνην τὴν Μητρόπολιν καὶ τὴν τῆς μητροπόλεως Ἐκκλησίαν. Διὰ τοῦτο εὐδόκησεν ὁ Θεὸς νὰ σηκωθοῦν ἀπὸ ἐκεῖ τὰ ἅγια λείψανα τοῦ μεγάλου πατρὸς ἡμῶν Νικολάου, καὶ νὰ μεταφερθοῦν εἰς τὴν πολυάνθρωπον πολιτείαν τὴν ὀνομαζομένην Μπάρ, ἥτις εὑρίσκεται εἰς τὴν Ἰταλίαν. Ἕνα μέν, διὰ νὰ μὴ μείνουν τὰ λείψανα τοιούτου Ἁγίου ἄτιμα καὶ ἄδοξα, καὶ ἄλλο δέ, διὰ νὰ ἀπολαύσῃ καὶ ἡ Δύσις τὰ τούτου θαυμάσια, ἥτις ἀκόμη δὲν εἶχε πέσῃ εἰς τὰς αἱρέσεις καὶ κακοδοξίας, ἀλλ’ ἦτον Ὀρθόδοξος, καὶ ἑνωμένη μὲ τὴν Ἀνατολικὴν Ἐκκλησίαν. Ἔγινε δὲ ἡ ἀνακομιδὴ αὕτη μὲ τοιοῦτον τρόπον. Εἰς ἕνα Ἱερέα εὐλαβῆ τῆς ῥηθείσης πόλεως, ἐφάνη ὁ Ἅγιος Νικόλαος καθ’ ὕπνον καὶ λέγει, ὅτι νὰ ὑπάγῃ ὁμοῦ μὲ τὸν κλῆρον εἰς τὰ Μῦρα, καὶ πέρνωντας ἀπὸ ἐκεῖ τὸ λείψανόν του, νὰ τὸ φέρῃ εἰς τὴν Μπάρ. Ὁ δὲ Ἱερεὺς ἐδιηγήθη τὴν ὀπτασίαν εἰς τοὺς κληρικούς, οἵτινες ἀκούσαντες αὐτήν, ἐχάρησαν μεγάλως. Ὅθεν ἑτοιμάσαντες τρία κάτεργα, ἔστειλαν ἀνθρώπους ἀρκετοὺς Ἱερεῖς τε καὶ Διακόνους διὰ νὰ φέρουν τὸ ἅγιον λείψανον. Πηγαίνοντες λοιπὸν εἰς τὸν λιμένα τῆς Λυκίας, ἐπῆραν ἅρματα μαζί των, φοβούμενοι μήπως τοὺς ἐμποδίσῃ τινάς. Ὅθεν εὑρόντες τέσσαρας Μοναχούς, ἐρώτησαν αὐτούς, ποῦ εὑρίσκονται τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Νικολάου διὰ νὰ τὰ προσκυνήσουν. Οἱ δὲ ἔδειξαν εἰς αὐτοὺς τὸν τάφον τοῦ Ἁγίου, ὁ ὁποῖος ἦτον ὑποκάτω εἰς τὸ ἔδαφος τῆς Ἐκκλησίας. Σκάψαντες δὲ τὸν τάφον οἱ ἀπεσταλμένοι, εὑρῆκαν τὴν θήκην τοῦ ἁγίου λειψάνου, καὶ ἀνοίξαντες αὐτήν, ὢ τοῦ θαύματος! τὴν εὗρον γεμάτην ἀπὸ εὐωδέστατον μῦρον, τὸ ὁποῖον ἀνέβλυζεν ἐκ τοῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου. Ὅθεν πέρνοντες αὐτό, τὸ ἔβαλαν μέσα εἰς τὰ κάτεργα, καὶ οὕτως ἀναχωρήσαντες ἐκεῖθεν, κατευωδόθησαν εἰς τὴν πόλιν αὑτῶν.
Τότε οἱ κάτοικοι τῆς Μπὰρ προϋπαντήσαντες μὲ λαμπάδας καὶ θυμιάματα, ἐπῆραν τὸ ἅγιον λείψανον, καὶ τὸ ἀπόθεσαν μὲ τιμὴν μεγάλην εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ τιμίου Προδρόμου τὴν παραθαλασσίαν. Πάμπολλα δὲ θαύματα ἔγιναν ἀπὸ τὸ λείψανον τοῦ Ἁγίου. Τυφλοὶ γὰρ καὶ κωφοὶ καὶ δαιμονισμένοι καὶ ἀπὸ ἄλλας ἀσθενείας κρατούμενοι, ἐθεραπεύθησαν, εὐθὺς ὁποῦ ἤγγισαν μετὰ πίστεως εἰς τὸ σεβάσμιον λείψανον. Ὕστερον δέ, ἔκτισαν μίαν μεγάλην καὶ ὡραίαν Ἐκκλησίαν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Νικολάου, καὶ μετὰ τρεῖς χρόνους ἐμετάθεσαν τὸ λείψανον ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Προδρόμου εἰς τὴν νεόκτιστον Ἐκκλησίαν τοῦ Ἁγίου, καὶ ἐκεῖ ἀπέθεσαν αὐτὸ εἰς θήκην ἀργυρᾶν. Ὅθεν ἀπὸ τότε ἐπεκράτησε συνήθεια νὰ ἑορτάζεται ἡ ἀνακομιδὴ καὶ μετακομιδὴ τοῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Νικολάου κατὰ τὴν εἰκοστὴν Μαΐου (4), τὸ ὁποῖον ἀνέβλυζε μῦρον μὲ τοιοῦτον τρόπον, καθὼς τοῦτο παρέδωκαν ἄνδρες ἀξιόπιστοι, καὶ καθὼς ᾄδεται παλαιὸς λόγος. Κατὰ τὴν σημερινὴν ἡμέραν τῆς ἑορτῆς τῆς μεταθέσεως τοῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ὅταν ὁ Ἱερεὺς ἄρχιζε τὴν ἱερὰν Λειτουργίαν, τότε καὶ τὸ μῦρον ἄρχιζε νὰ τρέχῃ ἀπὸ τὰ δύω ποδάρια τοῦ θείου λειψάνου, ὄχι ἀπὸ τὰ δάκτυλα ἔμπροσθεν, ἀλλὰ ὄπισθεν ἀπὸ τὰς πτέρνας τῶν ποδῶν του, ἔτρεχε δὲ τόσον πολύ, ὥστε ὁποῦ, ἐφαίνοντο ὡσὰν νὰ τρέχουν δύω βρύσαις. Ὅθεν ἔβαλον ὑποκάτω μεγάλα καζάνια καὶ κάδδους, καὶ ἕως νὰ τελειώσῃ ἡ θεία Λειτουργία (ἥτις ἐλέγετο ἀργά, διὰ νὰ τρέχῃ περισσότερον μῦρον) ἕως λέγω τοῦ τέλους τῆς Λειτουργίας, ἐγέμιζαν τὰ ἀγγεῖα ἐκεῖνα. Ὅταν δὲ ἡ Λειτουργία ἐτελείονε, τότε καὶ τὸ μῦρον ἐστέκετο καὶ δὲν ἔτρεχεν. Ἐκεῖνο δὲ τὸ μῦρον ἐμοιράζετο εἰς ὅλην τὴν Ἰταλίαν, καὶ εἰς ἄλλα πολλὰ μέρη τῆς Εὐρώπης, καὶ δι’ αὐτοῦ ἐγίνοντο πολλὰ θαύματα, καὶ διάφοραι ἀσθένειαι ἰατρεύοντο, εἰς δόξαν Θεοῦ, καὶ εἰς τιμὴν τοῦ Ἁγίου.
(4) Οἱ δὲ Ῥῶσσοι ἑορτάζουν ταύτην κατὰ τὴν ἐνάτην τοῦ Μαΐου. Ὅτι δὲ εἰς τὴν εἰκοστὴν τοῦ Μαΐου ἑορτάζεται, βεβαιοῖ μὲν καὶ μία φυλλάδα, ἥτις περιέχει τὴν Ἀκολουθίαν τοῦ Ἁγίου Νικολάου, συνθεμένη ἀπὸ ἕνα διδάσκαλον τῶν Κορυφῶν, ἐν ᾗ ἀναφέρεται, ὅτι τὸ λείψανον τοῦ Ἁγίου Νικολάου φερόμενον εἰς τὴν Μπάρ, ἐπέρασεν ἀπὸ τοὺς Κορυφούς, καὶ ἐκεῖ ἐπροσκυνήθη ἀπὸ ὅλον τὸ πλῆθος, κατὰ τὴν εἰκοστὴν τοῦ Μαΐου. Ἂν δὲ ἐρωτήσῃ τινας, ποῦ εὑρίσκεται τώρα τὸ λείψανον τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἀποκρινόμεθα, ὅτι οὐδεὶς ἠξεύρει. Ὥσπερ γὰρ τὸ τοῦ Ἁγίου Μάρκου λείψανον, ἐν Βενετίᾳ ὂν πρότερον, νῦν ἐκεῖ οὐχ’ εὑρίσκεται. Οὕτω καὶ τὸ λείψανον τοῦ Ἁγίου Νικολάου εὑρισκόμενον πρότερον ἐν τῇ Μπάρ, τώρα ἐκεῖ δὲν εὑρίσκεται. Σημειοῦμεν δὲ ὅτι τὸ Συναξάριον τοῦτο μετεφράσθη ἐκ τοῦ Σλαβονικοῦ, καὶ ὅτι εἰς τὴν ἑορτὴν ταύτην τοῦ Ἁγίου Νικολάου Ἀκολουθίαν ἐποίησεν ἡ ἐμὴ ἀδυναμία μετὰ Κανόνος, καὶ ὁ βουλόμενος ἑορτάζειν τὸν Ἅγιον, ζητησάτω ταύτην, ἥτις εὑρίσκεται ἔν τινι Κελλίῳ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἐπικαλουμένῳ τῶν Μπαρμπεράδων, πλησίον τῶν Καρεῶν.
*
Ὁ Ὅσιος πατὴρ ἡμῶν Θαλάσσιος ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Ὁ Θαλάσσιος καὶ κατοικήσας τάφον,
Βλύζει θαλάσσας χαρίτων ἐκ τοῦ τάφου (5).
(5) Ὁ Ὅσιος οὗτος Θαλάσσιος ἴσως εἶναι ὁ Λίβυς καὶ Ἀφρικανός, ὁ γράφων πρὸς Παῦλον τὸν Πρεσβύτερον τὰ τετρακόσια Κεφάλαια περὶ ἀγάπης καὶ ἐγκρατείας, καὶ τῆς κατὰ νοῦν πολιτείας, τὰ ἐν τῇ βίβλῳ τῆς Φιλοκαλίας περιεχόμενα, καὶ πρὸς ὃν γράφει ὁ Θεοφόρος Μάξιμος τὰ περὶ Θεολογίας καὶ ἐνσάρκου Οἰκονομίας διακόσια Κεφάλαια, τὰ καὶ αὐτὰ ἐν τῇ Φιλοκαλίᾳ περιεχόμενα.
*
Ὁ Ὅσιος Μάρκος ὁ ἐρημίτης ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Δίδωσι Μάρκῳ τῆς Ἐδὲμ κῆπον μέγαν,
Ὁ κῆπον εὑρὼν εἰς ταφὴν Χριστὸς πάλαι.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *