Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου17 Αυγούστου

Των Αγίων Μύρωνος, Στράτωνος, Φιλίππου, Ευτυχιανού, Κυπριανού, Παύλου, Ιουλιανής κ.ά.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

17-8 (1)Τω αυτώ μηνί ΙΖ’, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Μύρωνος.

Τι μοι κεφαλής η τομή Μύρων λέγει,
Προς το στέφειν μέλλον με πάντιμον στέφος;

Εβδομάτη δεκάτη τε Μύρων τάμε ξίφος οξύ.

Ούτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Δεκίου, και Αντιπάτρου άρχοντος Αχαΐας, ήτοι της Λιβαδίας, εν έτει σν’ [250]. Πρεσβύτερος κατά το αξίωμα, αγαθός κατά την γνώμην, έντιμος κατά το γένος, πλούτον έχων πολύν, και παρά Θεού και ανθρώπων φιλούμενος. Επειδή λοιπόν ο ρηθείς Αντίπατρος επήγεν εις την Εκκλησίαν κατά την ημέραν των Χριστού Γεννών, με σκοπόν δια να πιάση πολλούς Χριστιανούς, και να τιμωρήση αυτούς, δια τούτο ο Άγιος ούτος Μύρων, ζήλου θείου πλησθείς, ύβρισε τον Αντίπατρον. Τούτου χάριν εκρέμασαν αυτόν και εξέσχισαν. Έπειτα τον έρριψαν μέσα εις ένα καμίνι, το οποίον τόσον πολλά ανάφθη, ώστε οπού ο κτύπος της φωτίας ηκούετο εις πολύ διάστημα τόπου. Αλλ’ όμως το καμίνι δεξάμενον τον Άγιον, εφύλαξεν αυτόν αβλαβή. Η δε φωτία ευγαίνουσα έξω από το καμίνι, κατέκαυσεν εκατόν πενήντα ανθρώπους Έλληνας. Ύστερον ανάγκασαν τον Άγιον να θυσιάση εις τα είδωλα, και επειδή δεν επείσθη, δια τούτο εύγαλαν λωρία από τους ώμους έως εις τα ποδάριά του, από τα οποία πέρνωντας ο Μάρτυς ένα λωρί, το έρριψεν εις το πρόσωπον του Αντιπάτρου. Αφ’ ου δε έγδαραν αυτόν, πάλιν εξέσχισαν τας εγδαρμένας του σάρκας. Μετά ταύτα έδωκαν τον Άγιον εις τα θηρία δια να τον φάγουν, αλλ’ εκείνα τον εφύλαξαν αβλαβή και ολόκληρον. Όθεν βλέπωντας ο Αντίπατρος, πως εφυλάχθη αβλαβής, δεν υπέφερε την εντροπήν, δια τούτο εθανάτωσε τον εαυτόν του με τας ιδίας του χείρας. Ο δε Άγιος εφέρθη εις την Κύζικον, και εκεί εδέχθη από τον ανθύπατον την του θανάτου απόφασιν. Όθεν αποκεφαλισθείς, απέλαβεν ο μακάριος τον του μαρτυρίου αμάραντον στέφανον.

*

Τη αυτή ημέρα μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Στράτωνος, Φιλίππου, Ευτυχιανού, και Κυπριανού.

Εις τον Στράτωνα.

Έθεντό με βδέλυγμά φησιν ο Στράτων,
Άνδρες βδελυκτοί και πυρί κτείνουσί με.

Εις τον Φίλιππον.

Φιλών Θεόν Φίλιππε και ψυχής πλέον,
Κατακριθείς πυρ ου φιλόψυχος γίνη.

Εις τον Ευτυχιανόν.

Ευτυχιανός εις κάμινον ηρμένην,
Ως ίππος εις πεδίον ην το του Λόγου.

Εις τον Κυπριανόν.

Πυρ Κυπριανέ καρτερήσας καμίνου,
Εξώτερον πυρ, ο Γραφή λέγει, φύγης.

Ούτοι οι Άγιοι διέτριβον εις την Νικομήδειαν, την νυν τουρκιστί λεγομένην Σμίτην. Επιταυτού δε ανέβαινον εις το θέατρον, δια να κατηχούν τον εκεί λαόν των Ελλήνων, και δια να μακρύνουν μεν αυτούς από την ειδωλολατρείαν, να προσφέρουν δε αυτούς εις την πίστιν του Χριστού. Μίαν φοράν δε βλέπωντας ο άρχων της Νικομηδείας, πως ήτον άδειον και χωρίς ανθρώπους το θέατρον, ερωτήσας έμαθε την αιτίαν. Δηλαδή ότι οι λαοί διδασκόμενοι από τους Αγίους Μάρτυρας, αφήκαν τας ηδονάς του θεάτρου, και μεταχειρίζονται μίαν καινούργιαν ζωήν, καταφρονήσαντες τας συνηθείας των πατέρων και των προγόνων τους. Όθεν ευθύς με πολλήν ογλιγωρότητα επρόσταξε να παραστήσουν τους Αγίους έμπροσθέν του. Οι δε Άγιοι παρασταθέντες αυτώ ωμολόγησαν, ότι και αυτοί έχουν την εις Χριστόν πίστιν, και τους άλλους διδάσκουσι να έχουν αυτήν. Δια τούτο λοιπόν εφέρθησαν εις το θέατρον και παρεδόθησαν εις τα θηρία· επειδή δε εφυλάχθησαν από αυτά αβλαβείς, δια τούτο εβασάνισαν αυτούς με διαφόρους τρόπους βασάνων. Τελευταίον δε εβάλθησαν εις την φωτίαν, και ούτως ηγωνίσθησαν υπέρ Χριστού τον του μαρτυρίου αγώνα, και έλαβον παρ’ αυτού τον άφθαρτον στέφανον.

*

Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων αυταδέλφων Παύλου, και Ιουλιανής.

Ιουλιανή Παύλος αδελφοί φύσει,
Ώφθησαν όντες και αδελφοί τω ξίφει.

Ούτοι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Αυρηλιανού εν έτει σο’ [270], ευρισκόμενοι εις την Πτολεμαΐδα. Ήσαν δε αδελφοί κατά σάρκα, γεννηθέντες από ευγενείς γονείς, και ανατραφέντες περισσότερον με την ευσέβειαν, παρά με το γάλα. Ο δε Παύλος μεταχειρίζετο επιμελώς την ανάγνωσιν και μελέτην των θείων Γραφών. Και επειδή νέος ακόμη ώντας, ήτον γεμάτος από τα θεία νοήματα των Γραφών, δια τούτο προχείρως και με ετοιμότητα επεστόμιζε τους αντιλέγοντας, και κήρυξ ένθεος εχρημάτιζε της περί ημάς του Θεού Λόγου οικονομίας. Όθεν βλέπωντας τον βασιλέα Αυρηλιανόν, πως επήγεν εις την Πτολεμαΐδα, επαρήγγειλεν εις την αδελφήν του Ιουλιανήν, να έχη θάρρος και μεγαλοψυχίαν, και να σταθή προθύμως, επειδή και μέλλει να ακολουθήση εις την Πτολεμαΐδα μεγάλος πειρασμός. Και αυτός δε ο Παύλος αρμάτωσε τον εαυτόν του, δια να παρασταθή έμπροσθεν του βασιλέως, σφραγίσας το σώμα του με τον τύπον του τιμίου Σταυρού. Επειδή δε είδον αυτόν οι Έλληνες, πως έκαμε τον σταυρόν του ως Χριστιανός, δια τούτο έφερον αυτόν εις τον βασιλέα. Ομολογήσας λοιπόν ο Άγιος την εις Χριστόν πίστιν, ήλεγξε την ματαιότητα των ειδώλων. Όθεν εκρέμασαν αυτόν και εξέσχισαν. Έπειτα έβαλον αυτόν και την αδελφήν του Ιουλιανήν, μέσα εις ένα καζάνι, γεμάτον από πίσσαν βρασμένην. Επειδή δε εφυλάχθησαν αβλαβείς, και επέμειναν εις την του Χριστού πίστιν, δια τούτο απλώθησαν επάνω εις ένα κρεββάτι σιδηρένιον πυρωμένον, και εδάρθησαν επάνω εις την ράχιν. Τότε Κοδράτος και Ακάκιος οι δήμιοι, επειδή εσυμπόνεσαν τους Αγίους και τους επεριποιήθησαν, δια τούτο και μόνον απεκεφαλίσθησαν οι αοίδιμοι, και έλαβον τους στεφάνους του μαρτυρίου.

Έπειτα εβάλθησαν εις την φυλακήν οι Άγιοι, ο Παύλος λέγω και η αδελφή του, φορούντες σιδηράς αλυσίδας. Άγγελος δε Κυρίου ελθών, έλυσεν αυτούς από τα δεσμά, και άρτον έδωκεν εις αυτούς, από τον οποίον φαγόντες και δυναμωθέντες, ευχαρίστησαν τον Θεόν. Μετά ταύτα πάλιν επαραστάθησαν εις τον βασιλέα, και επειδή δεν ηθέλησαν να θυσιάσουν, δια τούτο εδάρθησαν. Ένας δε δήμιος Στρατόνικος ονομαζόμενος, ελυπήθη και εσυμπόνεσε την Αγίαν Ιουλιανήν, διατί αυτή τον επαρακίνει να μη την λυπήται, αλλά να κάμη την προσταγήν του βασιλέως. Τούτο δε μαθών ο βασιλεύς, τον μεν Στρατόνικον, απεκεφάλισε, τους δε Αγίους, επρόσταξε να βαλθούν μαζί με φαρμακερά ερπετά και οφίδια. Επειδή δε εφυλάχθησαν αβλαβείς υπό της θείας χάριτος, δια τούτο επρόσταξεν ο τύραννος να κτυπούν τα σιαγόνια του Αγίου Παύλου με μολύβια, και να δέρνουν αυτόν τέσσαρες στρατιώται με ακανθώδη ραβδία, από το ένα μέρος του σώματος και από το άλλο. Την δε Αγίαν Ιουλιανήν έβαλον εις ένα πορνοστάσιον, δια να ατιμασθή από ασώτους ανθρώπους. Άγγελος δε Κυρίου επιστάς, με τον κονιορτόν των ποδών του ετύφλωσεν εκείνους, οπού επήγαιναν δια να ατιμάσουν την Αγίαν. Αλλ’ όμως η Αγία τούτους συμπονέσασα, ύστερον επροσευχήθη, και χύσασα νερόν εις τους οφθαλμούς των, κατέστησεν αυτούς υγιείς. Μετά ταύτα εβάλθησαν οι Άγιοι μέσα εις ένα λάκκον γεμάτον από φωτίαν, και εκεί μέσα επρόσταξεν ο τύραννος να τους λιθοβολήσουν. Ένα δε σύνεφον γεμάτον από φως, επήγε κοντά εις τον βασιλέα, και έβρεξε κατ’ επάνω του βροχήν από φωτίαν. Ο δε βασιλεύς φοβηθείς, εύγαλε τους Αγίους από τον λάκκον. Έπειτα επρόσταξε να θέσουν αυτούς εις ένα ξύλον, και με αναμμένας λαμπάδας να καύσουν τα ομμάτια και όλον το σώμα των, και μετά τούτο, να τους αποκεφαλίσουν. Τούτου δε γενομένου, έλαβον οι Άγιοι παρά Κυρίου τους αφθάρτους στεφάνους της αθλήσεως.

*

Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Θύρσου, Λευκίου, Κορωνάτου, και της συνοδίας αυτών. Τελείται δε η αυτών Σύναξις πλησίον Ελενιανών.

Οι τρεις αθληταί νυν παρίστανται πόθω,
Τριάδι θεία, ης ενήθλησαν χάριν.

*

Η Σύναξις της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου εν τοις Αρματίου.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

17-8 (1)Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΖ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Μύρωνος.

Τί μοι κεφαλῆς ἡ τομὴ Μύρων λέγει,
Πρὸς τὸ στέφειν μέλλον με πάντιμον στέφος;

Ἑβδομάτῃ δεκάτῃ τε Μύρων τάμε ξίφος ὀξύ.

Οὗτος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Δεκίου, καὶ Ἀντιπάτρου ἄρχοντος Ἀχαΐας, ἤτοι τῆς Λιβαδίας, ἐν ἔτει σν΄ [250]. Πρεσβύτερος κατὰ τὸ ἀξίωμα, ἀγαθὸς κατὰ τὴν γνώμην, ἔντιμος κατὰ τὸ γένος, πλοῦτον ἔχων πολύν, καὶ παρὰ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων φιλούμενος. Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ ῥηθεὶς Ἀντίπατρος ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν κατὰ τὴν ἡμέραν τῶν Χριστοῦ Γεννῶν, μὲ σκοπὸν διὰ νὰ πιάσῃ πολλοὺς Χριστιανούς, καὶ νὰ τιμωρήσῃ αὐτούς, διὰ τοῦτο ὁ Ἅγιος οὗτος Μύρων, ζήλου θείου πλησθείς, ὕβρισε τὸν Ἀντίπατρον. Τούτου χάριν ἐκρέμασαν αὐτὸν καὶ ἐξέσχισαν. Ἔπειτα τὸν ἔρριψαν μέσα εἰς ἕνα καμίνι, τὸ ὁποῖον τόσον πολλὰ ἀνάφθη, ὥστε ὁποῦ ὁ κτύπος τῆς φωτίας ἠκούετο εἰς πολὺ διάστημα τόπου. Ἀλλ’ ὅμως τὸ καμίνι δεξάμενον τὸν Ἅγιον, ἐφύλαξεν αὐτὸν ἀβλαβῆ. Ἡ δὲ φωτία εὐγαίνουσα ἔξω ἀπὸ τὸ καμίνι, κατέκαυσεν ἑκατὸν πενῆντα ἀνθρώπους Ἕλληνας. Ὕστερον ἀνάγκασαν τὸν Ἅγιον νὰ θυσιάσῃ εἰς τὰ εἴδωλα, καὶ ἐπειδὴ δὲν ἐπείσθη, διὰ τοῦτο εὔγαλαν λωρία ἀπὸ τοὺς ὤμους ἕως εἰς τὰ ποδάριά του, ἀπὸ τὰ ὁποῖα πέρνωντας ὁ Μάρτυς ἕνα λωρί, τὸ ἔρριψεν εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Ἀντιπάτρου. Ἀφ’ οὗ δὲ ἔγδαραν αὐτόν, πάλιν ἐξέσχισαν τὰς ἐγδαρμένας του σάρκας. Μετὰ ταῦτα ἔδωκαν τὸν Ἅγιον εἰς τὰ θηρία διὰ νὰ τὸν φάγουν, ἀλλ’ ἐκεῖνα τὸν ἐφύλαξαν ἀβλαβῆ καὶ ὁλόκληρον. Ὅθεν βλέπωντας ὁ Ἀντίπατρος, πῶς ἐφυλάχθη ἀβλαβής, δὲν ὑπέφερε τὴν ἐντροπήν, διὰ τοῦτο ἐθανάτωσε τὸν ἑαυτόν του μὲ τὰς ἰδίας του χεῖρας. Ὁ δὲ Ἅγιος ἐφέρθη εἰς τὴν Κύζικον, καὶ ἐκεῖ ἐδέχθη ἀπὸ τὸν ἀνθύπατον τὴν τοῦ θανάτου ἀπόφασιν. Ὅθεν ἀποκεφαλισθείς, ἀπέλαβεν ὁ μακάριος τὸν τοῦ μαρτυρίου ἀμάραντον στέφανον.

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Στράτωνος, Φιλίππου, Εὐτυχιανοῦ, καὶ Κυπριανοῦ.

Εἰς τὸν Στράτωνα.

Ἔθεντό με βδέλυγμά φησιν ὁ Στράτων,
Ἄνδρες βδελυκτοὶ καὶ πυρὶ κτείνουσί με.

Εἰς τὸν Φίλιππον.

Φιλῶν Θεὸν Φίλιππε καὶ ψυχῆς πλέον,
Κατακριθεὶς πῦρ οὐ φιλόψυχος γίνῃ.

Εἰς τὸν Εὐτυχιανόν.

Εὐτυχιανὸς εἰς κάμινον ἠρμένην,
Ὡς ἵππος εἰς πεδίον ἦν τὸ τοῦ Λόγου.

Εἰς τὸν Κυπριανόν.

Πῦρ Κυπριανὲ καρτερήσας καμίνου,
Ἐξώτερον πῦρ, ὃ Γραφὴ λέγει, φύγῃς.

Οὗτοι οἱ Ἅγιοι διέτριβον εἰς τὴν Νικομήδειαν, τὴν νῦν τουρκιστὶ λεγομένην Σμίτην. Ἐπιταυτοῦ δὲ ἀνέβαινον εἰς τὸ θέατρον, διὰ νὰ κατηχοῦν τὸν ἐκεῖ λαὸν τῶν Ἑλλήνων, καὶ διὰ νὰ μακρύνουν μὲν αὐτοὺς ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρείαν, νὰ προσφέρουν δὲ αὐτοὺς εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ. Μίαν φορὰν δὲ βλέπωντας ὁ ἄρχων τῆς Νικομηδείας, πῶς ἦτον ἄδειον καὶ χωρὶς ἀνθρώπους τὸ θέατρον, ἐρωτήσας ἔμαθε τὴν αἰτίαν. Δηλαδὴ ὅτι οἱ λαοὶ διδασκόμενοι ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Μάρτυρας, ἀφῆκαν τὰς ἡδονὰς τοῦ θεάτρου, καὶ μεταχειρίζονται μίαν καινούργιαν ζωήν, καταφρονήσαντες τὰς συνηθείας τῶν πατέρων καὶ τῶν προγόνων τους. Ὅθεν εὐθὺς μὲ πολλὴν ὀγλιγωρότητα ἐπρόσταξε νὰ παραστήσουν τοὺς Ἁγίους ἔμπροσθέν του. Οἱ δὲ Ἅγιοι παρασταθέντες αὐτῷ ὡμολόγησαν, ὅτι καὶ αὐτοὶ ἔχουν τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν, καὶ τοὺς ἄλλους διδάσκουσι νὰ ἔχουν αὐτήν. Διὰ τοῦτο λοιπὸν ἐφέρθησαν εἰς τὸ θέατρον καὶ παρεδόθησαν εἰς τὰ θηρία· ἐπειδὴ δὲ ἐφυλάχθησαν ἀπὸ αὐτὰ ἀβλαβεῖς, διὰ τοῦτο ἐβασάνισαν αὐτοὺς μὲ διαφόρους τρόπους βασάνων. Τελευταῖον δὲ ἐβάλθησαν εἰς τὴν φωτίαν, καὶ οὕτως ἠγωνίσθησαν ὑπὲρ Χριστοῦ τὸν τοῦ μαρτυρίου ἀγῶνα, καὶ ἔλαβον παρ’ αὐτοῦ τὸν ἄφθαρτον στέφανον.

*

Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων αὐταδέλφων Παύλου, καὶ Ἰουλιανῆς.

Ἰουλιανὴ Παῦλος ἀδελφοὶ φύσει,
Ὤφθησαν ὄντες καὶ ἀδελφοὶ τῷ ξίφει.

Οὗτοι ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Αὐρηλιανοῦ ἐν ἔτει σο΄ [270], εὑρισκόμενοι εἰς τὴν Πτολεμαΐδα. Ἦσαν δὲ ἀδελφοὶ κατὰ σάρκα, γεννηθέντες ἀπὸ εὐγενεῖς γονεῖς, καὶ ἀνατραφέντες περισσότερον μὲ τὴν εὐσέβειαν, παρὰ μὲ τὸ γάλα. Ὁ δὲ Παῦλος μεταχειρίζετο ἐπιμελῶς τὴν ἀνάγνωσιν καὶ μελέτην τῶν θείων Γραφῶν. Καὶ ἐπειδὴ νέος ἀκόμη ὤντας, ἦτον γεμάτος ἀπὸ τὰ θεῖα νοήματα τῶν Γραφῶν, διὰ τοῦτο προχείρως καὶ μὲ ἑτοιμότητα ἐπεστόμιζε τοὺς ἀντιλέγοντας, καὶ κήρυξ ἔνθεος ἐχρημάτιζε τῆς περὶ ἡμᾶς τοῦ Θεοῦ Λόγου οἰκονομίας. Ὅθεν βλέπωντας τὸν βασιλέα Αὐρηλιανόν, πῶς ἐπῆγεν εἰς τὴν Πτολεμαΐδα, ἐπαρήγγειλεν εἰς τὴν ἀδελφήν του Ἰουλιανήν, νὰ ἔχῃ θάρρος καὶ μεγαλοψυχίαν, καὶ νὰ σταθῇ προθύμως, ἐπειδὴ καὶ μέλλει νὰ ἀκολουθήσῃ εἰς τὴν Πτολεμαΐδα μεγάλος πειρασμός. Καὶ αὐτὸς δὲ ὁ Παῦλος ἁρμάτωσε τὸν ἑαυτόν του, διὰ νὰ παρασταθῇ ἔμπροσθεν τοῦ βασιλέως, σφραγίσας τὸ σῶμά του μὲ τὸν τύπον τοῦ τιμίου Σταυροῦ. Ἐπειδὴ δὲ εἶδον αὐτὸν οἱ Ἕλληνες, πῶς ἔκαμε τὸν σταυρόν του ὡς Χριστιανός, διὰ τοῦτο ἔφερον αὐτὸν εἰς τὸν βασιλέα. Ὁμολογήσας λοιπὸν ὁ Ἅγιος τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν, ἤλεγξε τὴν ματαιότητα τῶν εἰδώλων. Ὅθεν ἐκρέμασαν αὐτὸν καὶ ἐξέσχισαν. Ἔπειτα ἔβαλον αὐτὸν καὶ τὴν ἀδελφήν του Ἰουλιανήν, μέσα εἰς ἕνα καζάνι, γεμάτον ἀπὸ πίσσαν βρασμένην. Ἐπειδὴ δὲ ἐφυλάχθησαν ἀβλαβεῖς, καὶ ἐπέμειναν εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν, διὰ τοῦτο ἁπλώθησαν ἐπάνω εἰς ἕνα κρεββάτι σιδηρένιον πυρωμένον, καὶ ἐδάρθησαν ἐπάνω εἰς τὴν ῥάχιν. Τότε Κοδράτος καὶ Ἀκάκιος οἱ δήμιοι, ἐπειδὴ ἐσυμπόνεσαν τοὺς Ἁγίους καὶ τοὺς ἐπεριποιήθησαν, διὰ τοῦτο καὶ μόνον ἀπεκεφαλίσθησαν οἱ ἀοίδιμοι, καὶ ἔλαβον τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου.

Ἔπειτα ἐβάλθησαν εἰς τὴν φυλακὴν οἱ Ἅγιοι, ὁ Παῦλος λέγω καὶ ἡ ἀδελφή του, φοροῦντες σιδηρᾶς ἁλυσίδας. Ἄγγελος δὲ Κυρίου ἐλθών, ἔλυσεν αὐτοὺς ἀπὸ τὰ δεσμά, καὶ ἄρτον ἔδωκεν εἰς αὐτούς, ἀπὸ τὸν ὁποῖον φαγόντες καὶ δυναμωθέντες, εὐχαρίστησαν τὸν Θεόν. Μετὰ ταῦτα πάλιν ἐπαραστάθησαν εἰς τὸν βασιλέα, καὶ ἐπειδὴ δὲν ἠθέλησαν νὰ θυσιάσουν, διὰ τοῦτο ἐδάρθησαν. Ἕνας δὲ δήμιος Στρατόνικος ὀνομαζόμενος, ἐλυπήθη καὶ ἐσυμπόνεσε τὴν Ἁγίαν Ἰουλιανήν, διατὶ αὐτὴ τὸν ἐπαρακίνει νὰ μὴ τὴν λυπῆται, ἀλλὰ νὰ κάμῃ τὴν προσταγὴν τοῦ βασιλέως. Τοῦτο δὲ μαθὼν ὁ βασιλεύς, τὸν μὲν Στρατόνικον, ἀπεκεφάλισε, τοὺς δὲ Ἁγίους, ἐπρόσταξε νὰ βαλθοῦν μαζὶ μὲ φαρμακερὰ ἑρπετὰ καὶ ὀφίδια. Ἐπειδὴ δὲ ἐφυλάχθησαν ἀβλαβεῖς ὑπὸ τῆς θείας χάριτος, διὰ τοῦτο ἐπρόσταξεν ὁ τύραννος νὰ κτυποῦν τὰ σιαγόνια τοῦ Ἁγίου Παύλου μὲ μολύβια, καὶ νὰ δέρνουν αὐτὸν τέσσαρες στρατιῶται μὲ ἀκανθώδη ῥαβδία, ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τοῦ σώματος καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο. Τὴν δὲ Ἁγίαν Ἰουλιανὴν ἔβαλον εἰς ἕνα πορνοστάσιον, διὰ νὰ ἀτιμασθῇ ἀπὸ ἀσώτους ἀνθρώπους. Ἄγγελος δὲ Κυρίου ἐπιστάς, μὲ τὸν κονιορτὸν τῶν ποδῶν του ἐτύφλωσεν ἐκείνους, ὁποῦ ἐπήγαιναν διὰ νὰ ἀτιμάσουν τὴν Ἁγίαν. Ἀλλ’ ὅμως ἡ Ἁγία τούτους συμπονέσασα, ὕστερον ἐπροσευχήθη, καὶ χύσασα νερὸν εἰς τοὺς ὀφθαλμούς των, κατέστησεν αὐτοὺς ὑγιεῖς. Μετὰ ταῦτα ἐβάλθησαν οἱ Ἅγιοι μέσα εἰς ἕνα λάκκον γεμάτον ἀπὸ φωτίαν, καὶ ἐκεῖ μέσα ἐπρόσταξεν ὁ τύραννος νὰ τοὺς λιθοβολήσουν. Ἕνα δὲ σύνεφον γεμάτον ἀπὸ φῶς, ἐπῆγε κοντὰ εἰς τὸν βασιλέα, καὶ ἔβρεξε κατ’ ἐπάνω του βροχὴν ἀπὸ φωτίαν. Ὁ δὲ βασιλεὺς φοβηθείς, εὔγαλε τοὺς Ἁγίους ἀπὸ τὸν λάκκον. Ἔπειτα ἐπρόσταξε νὰ θέσουν αὐτοὺς εἰς ἕνα ξύλον, καὶ μὲ ἀναμμένας λαμπάδας νὰ καύσουν τὰ ὀμμάτια καὶ ὅλον τὸ σῶμά των, καὶ μετὰ τοῦτο, νὰ τοὺς ἀποκεφαλίσουν. Τούτου δὲ γενομένου, ἔλαβον οἱ Ἅγιοι παρὰ Κυρίου τοὺς ἀφθάρτους στεφάνους τῆς ἀθλήσεως.

*

Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Θύρσου, Λευκίου, Κορωνάτου, καὶ τῆς συνοδίας αὐτῶν. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτῶν Σύναξις πλησίον Ἑλενιανῶν.

Οἱ τρεῖς ἀθληταὶ νῦν παρίστανται πόθῳ,
Τριάδι θείᾳ, ἧς ἐνήθλησαν χάριν.

*

Ἡ Σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου ἐν τοῖς Ἁρματίου.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

 

Των Αγίων Μύρωνος, Στράτωνος, Φιλίππου, Ευτυχιανού, Κυπριανού, Παύλου, Ιουλιανής κ.ά.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.