Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου16 Αυγούστου

Των Αγίων Διομήδους, Χαιρήμωνος, Αλκιβιάδου, Νικοδήμου Νεομάρτυρος, Σταματίου Νεομάρτυρος

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

16-8 (1)Τω αυτώ μηνί Ις’, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Διομήδους.

Ήθλησε και ζων και θανών Διομήδης,
Προαιρέσει ζων και νεκρός τομή κάρας.

Έκτη και δεκάτη νέκυς ετμήθη Διομήδους.

Ούτος ήτον από την Ταρσόν της Κιλικίας, γεννηθείς μεν από γένος αγαθόν και λαμπρόν, γενόμενος δε αυτός κατά προαίρεσιν πλέον αγαθός και εναρετώτερος. Εμεταχειρίζετο δε την ιατρικήν τέχνην, και με αυτήν ιάτρευε τα σώματα όλων εκείνων, οπού επρόστρεχον εις αυτόν, τας δε ψυχάς τούτων ιάτρευε, με την ευσέβειαν και θεογνωσίαν. Κατά τους χρόνους δε του βασιλέως Διοκλητιανού εν έτει σπη’ [288], αφήσας την πατρίδα του Ταρσόν, επήγεν εις την Νίκαιαν της Βιθυνίας· και εκεί ευεργετούσε τους προσερχομένους αυτώ με κάθε λογής τρόπον, τόσον με την ιατρικήν τέχνην, όσον και με την διδασκαλίαν της πίστεως. Όθεν εδιαβάλθη προς τον βασιλέα, και ένεκεν τούτου απεστάλθησαν άνθρωποι, δια να τον υπάγουν έμπροσθεν του βασιλέως. Αλλ’ επειδή απήλθε προς Κύριον ο Άγιος, δια τούτο οι απεσταλμένοι ευρόντες αυτόν νεκρόν, έκοψαν την αγίαν του κεφαλήν, και την έφερον εις τον βασιλέα. Δια την ασπλαγχνίαν δε ταύτην οπού έδειξαν οι κόψαντες την κεφαλήν του Αγίου, ευθύς ετυφλώθησαν. Βλέπωντας δε την κεφαλήν του Αγίου ο βασιλεύς, επρόσταξε να την υπάγουν οπίσω, και να την βάλουν εις τον φυσικόν τόπον της, συναρμόσαντες αυτήν με το επίλοιπον σώμα. Ευθύς δε οπού εσυνάρμοσαν την κεφαλήν του Μάρτυρος με το σώμα του, ευθύς έλαβον και την οπτικήν ενέργειαν και το φως των ομμάτων τους. Τελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εις τον μαρτυρικόν αυτού Ναόν, ο οποίος ευρίσκεται μέσα εις τον σεβάσμιον οίκον της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, κοντά εις την Χρυσήν Πόρταν.

*

Τη αυτή ημέρα ο Όσιος Χαιρήμων (1) εν ειρήνη τελειούται.

Λήξει βίου σου χαίρε Χαιρήμων μάκαρ,
Αρχήν γαρ είδες της αμοιβής των πόνων.

(1) Ούτος ο Όσιος Χαιρήμων, ίσως είναι εκείνος, τον οποίον αναφέρει το Λαυσαϊκόν, όστις εκεί οπού εκάθητο και εργάζετο το εργόχειρόν του, ευγήκεν ευθύς η ψυχή του. Εις δε τον Παράδεισον των Πατέρων γράφεται περί του Χαιρήμονος τούτου, ότι το σπήλαιον αυτού, ήτον, μακράν μεν από την Εκκλησίαν, μίλια τεσσαράκοντα, μακράν δε από το νερόν, μίλια δώδεκα. Και μόλον τούτο ησύχαζε, φέρων δύω λαγήνια νερόν. Ένα, την μίαν ημέραν, και άλλο, την άλλην.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Αλκιβιάδης πυρί τελειούται (2).

Αλκιβιάδου σάρκα πυρ κατεσθίει,
Μωσής αν είπε θείος ωσεί καλάμην.

(2) Περιττώς δε ευρίσκεται εδώ, η μνήμη και το δίστιχον του Οσίου Ραβουλά. Ταύτα γαρ, ομού και το Συναξάριον αυτού, γράφονται κατά την δεκάτην ενάτην του Φευρουαρίου.

*

Οι Άγιοι τριακοντατρείς Μάρτυρες οι εκ Παλαιστίνης, ξίφει τελειούνται.

Στερρός στρατός τις και συνασπισμός μέγας,
Ξίφει πεσών στράτευμα δαιμόνων τρέπει.

*

Η ανάμνησις της εισόδου της αχειροτεύκτου μορφής του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εκ της Εδεσσηνών πόλεως, εις ταύτην την θεοφύλακτον και βασιλίδα ανακομισθείσης (3).

Εν σινδόνι ζων εξεμάξω σην θέαν,
Ο νεκρός εισδύς έσχατον την σινδόνα.

Εις το Κεράμιον.

Αχειρότευκτον χειρότευκτος σον τύπον,
Φέρει Κέραμος παντοτεύκτα Χριστέ μου.

Όταν ο Κύριος και μέγας Θεός και Σωτήρ ημών Ιησούς Χριστός επί της γης ευρισκόμενος, εποίει θαύματα πολλά και εξαίσια, δια της αυτού αγαθότητας, καθώς ταύτα αναφέρονται εις τα θεία και Ιερά Ευαγγέλια, όθεν η φήμη αυτών εδιαλαλείτο εις κάθε μέρος του κόσμου, τότε και ο τοπάρχης της Εδέσσης, Αύγαρος ονομαζόμενος, ακούσας την τοιαύτην φήμην, επιθύμησε να υπάγη εις την Ιερουσαλήμ, δια να ιδή τον Κύριον με τους ιδίους του οφθαλμούς. Δεν εδύνετο όμως, επειδή έπεσεν εις ασθένειαν και πάθος ανιάτρευτον. Διότι λέπρα μαύρη ευγήκεν εις όλον το σώμα του, η οποία κατέτρωγεν αυτό και κατέφθειρε. Και προς τούτοις ετυράννει αυτόν και μία άλλη ασθένεια, αρθρίτις ονομαζομένη, διατί ευρίσκεται εις όλα τα άρθρα, ήτοι εις τας αρμονίας και κλειδώσεις του σώματος. Και η μεν λέπρα, επροξένει εις αυτόν ασχημίαν, και ταλαιπωρίαν μεγάλην, η δε αρθρίτις, επροξένει πόνους δριμυτάτους. Όθεν δια τα δύω πάθη αυτά, δεν εύγαινεν έξω του οίκου του, ούτε όλως εφαίνετο εις τους υπηκόους του. Κατά δε τας ημέρας του Σωτηρίου Πάθους του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, έγραψε μίαν επιστολήν προς τον Κύριον, την οποίαν έστειλεν εις αυτόν με κάποιον Ανανίαν, εις τον οποίον παρήγγειλε να ιστορήση το μέγεθος του σώματος του Κυρίου, και το χρώμα των τριχών, και του αγίου προσώπου του. Και απλώς, να εικονίση με κάθε ακρίβειαν τον χαρακτήρα όλου του σώματός του, και να τον φέρη εις αυτόν. Ήξευρε γαρ άκρως την ζωγραφικήν τέχνην ο Ανανίας. Η δε επιστολή του Αυγάρου περιείχε τα λόγια ταύτα.

«Αύγαρος τοπάρχης πόλεως Εδέσσης, Ιησού Σωτήρι, αγαθώ Ιατρώ αναφανέντι εν Ιεροσολύμοις. Ηκούσθησαν εις εμένα τα περί σου φημιζόμενα θαύματα, και αι ιατρείαι, οπού γίνονται από λόγου σου, χωρίς ιατρικά βότανα. Ως γαρ η φήμη διαλαλεί, εσύ κάμνεις τους τυφλούς να αναβλέπουν, τους κουτζούς να περιπατούν. Εσύ καθαρίζεις τους λεπρούς. Εσύ διώκεις τα ακάθαρτα πνεύματα και τους δαίμονας. Εσύ ιατρεύεις εκείνους, οπού πάσχουν από μακράς και πολυχρονίους ασθενείας. Εσύ ανασταίνεις και νεκρούς. Όθεν εγώ ακούσας όλα αυτά τα θαυμάσια δια λόγου σου, εσυλλογίσθηκα ένα από τα δύω ταύτα. Ή πως εσύ, οπού κάμνεις τοιαύτα, είσαι Υιός Θεού, ή πως είσαι Θεός. Δια τούτο λοιπόν έγραψα προς σε, και σε παρακαλώ να λάβης τον κόπον και να έλθης εις εμένα, δια να ιατρεύσης το πάθος οπού έχω. Ήκουσα δε και τούτο, ότι οι Ιουδαίοι γογγύζουσι κατά σου, και έχουν σκοπόν να σε κακοποιήσουν. Η εδική μου δε πόλις Έδεσσα είναι μικροτάτη μεν, αλλά σεμνή. Όθεν θέλει εξαρκέσει και εις τους δύω ημάς, δια να κατοικούμεν εν αυτή με ειρήνην».

Ο Ανανίας λοιπόν πηγαίνωντας εις την Ιερουσαλήμ, έδωκεν εις τον Κύριον την ανωτέρω επιστολήν, και έπειτα έβλεπεν εις το άγιον αυτού πρόσωπον επιμελώς και μετά προσοχής μεγάλης. Και επειδή δεν εδύνετο να πλησιάση κοντά εις τον Κύριον, δια το πολύ πλήθος του λαού, οπού εσύντρεχεν, ανέβη και εκάθησεν επάνω εις μίαν πέτραν, η οποία εξείχεν ολίγον από την γην. Και ευθύς με το ομμάτι μεν, έβλεπεν εις το πρόσωπον του Κυρίου, με την χείρα δε, έγγιζεν εις το χαρτίον και εσχεδίαζε την του προσώπου ομοίωσιν, δεν εδύνετο όμως να ιστορήση ακριβώς το άγιον αυτού πρόσωπον. Διατί, άλλοτε μεν αυτό, εφαίνετο με άλλην θεωρίαν, άλλοτε πάλιν, άλλαζεν εις άλλην θεωρίαν. Τότε ο Κύριος, ο των καρδιών εξεταστής, και των κρυφίων γνώστης, γνωρίσας τον εγκάρδιον σκοπόν του Ανανίου, εζήτησε νερόν δια να νιφθή. Αφ’ ου δε ενίφθη, εδόθη εις αυτόν ένα πανίον διπλωμένον με τέσσαρας δίπλας, και με αυτό απεσπόγγισε το θείον και άχραντον αυτού πρόσωπον, και ω του θαύματος! παρευθύς ετυπώθη εις το τετράδιπλον εκείνο μανδύλιον, το θεανδρικόν αυτού πρόσωπον. Όθεν πέρνωντας αυτό, το έδωκεν εις τον Ανανίαν, λέγων αυτώ, απόδος τούτο εις εκείνον οπού σε έστειλεν. Έγραψε δε και επιστολήν εις τον Αύγαρον, ήτις περιείχε τα κάτωθεν λόγια.

Η προς τον Αύγαρον επιστολή του Κυρίου.

«Μακάριος είσαι ω Αύγαρε, επειδή και χωρίς να με ιδής, επίστευσας εις εμέ. Είναι γαρ γεγραμμένον δια λόγου μου, ότι εκείνοι μεν, οπού με είδον με τους οφθαλμούς των, δεν πιστεύουσιν εις εμένα. Ίνα, εκείνοι οπού δεν με είδον, πιστεύσουν δε εις εμένα, ζήσουν (4). Δια τον λόγον δε εκείνον, οπού μοι γράφεις, ότι να έλθω προς εσένα, ήξευρε, ότι πρέπει να τελειώσω όλα εκείνα τα έργα, δια τα οποία απεστάλην εις τον κόσμον από τον Πατέρα μου. Και αφ’ ου ταύτα τελειώσω και αναληφθώ εις τους Ουρανούς προς τον αποστείλαντά με Πατέρα, τότε θέλω σοι αποστείλω ένα μαθητήν μου, Θαδδαίον ονομαζόμενον, ο οποίος και το πάθος σου θέλει ιατρεύσει, και ζωήν αιώνιον, και ειρήνην εν τω βίω τούτω θέλει χαρίσει, και εις εσένα και εις τους μετά σου όντας. Αλλά και εις την πόλιν σου Έδεσσαν θέλει βοηθήσει αρκετά, ίνα μη νικήση αυτήν κανένας εχθρός». Εις το τέλος δε της επιστολής έβαλε βούλλας επτά, αι οποίαι ήτον σημαδευμέναι με εβραϊκά γράμματα, τα οποία μεθερμηνευόμενα, δηλούσι ταύτα· «Θεού θέα, θείον θαύμα» (5).

Δεξάμενος δε ο Αύγαρος τον Ανανίαν περιχαρώς, έπεσε και επροσκύνησε την αγίαν και άχραντον εικόνα του Κυρίου, με πίστιν και πόθον πολύν, όθεν παρευθύς ιατρεύθη από την ασθένειαν οπού είχεν, έμεινε δε εις μόνον το μέτωπόν του ολίγον τι από την λέπραν. Μετά δε το σωτήριον Πάθος και την Ανάστασιν και την εις Ουρανούς Ανάληψιν του Κυρίου, επήγεν ο Απόστολος Θαδδαίος (6) εις την Έδεσσαν, και εβάπτισε τον Αύγαρον και όλους τους ανθρώπους του, εις το όνομα τον Πατρός, και του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος. Ευθύς δε οπού ο Αύγαρος ευγήκεν από την αγίαν κολυμβήθραν, εκαθαρίσθη και εκείνη η ολίγη λέπρα, οπού έμεινεν εις το μέτωπόν του. Από τότε δε και ύστερον ετίμα ο Αύγαρος και εσέβετο με κάθε λογής τρόπον, τον θείον χαρακτήρα του Κυρίου και το ομοίωμα. Επειδή δε ήθελε να τιμούν και να προσκυνούν αυτόν παρομοίως και όλοι οι της Εδέσσης εγκάτοικοι, δια τούτο, κοντά εις τα άλλα καλά οπού έκαμεν, επρόσθεσε και το ακόλουθον. Ένας παλαιός και λαμπρός πολίτης της Εδέσσης Έλληνας, έστησε τον εδικόν του ανδριάντα επάνω εις την δημοσίαν πόρταν της Εδέσσης. Όθεν όσοι έμελλον να έμβουν μέσα εις την πολιν, ήτον ανάγκη να προσκυνούν πρώτον τον ανδριάντα, και να εύχωνται εκείνον, του οποίου ήτον το άγαλμα, και έτζι να εμβαίνουν εις την πόλιν. Τούτον λοιπόν τον ακάθαρτον ανδριάντα κρημνίσας ο Αύγαρος και αφανίσας, εις τον τόπον εκείνου έστησε την αχειροποίητον εικόνα του Δεσπότου Χριστού, κολλήσας αυτήν επάνω εις σανίδα και καλλωπίσας, έγραψε δε και επάνω εις αυτήν τα λόγια ταύτα· «Χριστέ ο Θεός, ο εις σε ελπίζων ουκ αποτυγχάνει ποτέ».

Εξέδωκε δε και προσταγήν και νόμον έγγραφον, ότι όποιος εμβαίνει από την πόρταν εκείνην της πόλεως, πρέπει να αποδίδη πρώτον κάθε σέβας και προσκύνησιν, εις την θαυματουργόν εκείνην και τιμίαν εικόνα του Κυρίου, και έτζι να εμβαίνη εις την πόλιν. Εφυλάττετο λοιπόν η προσταγή αυτή και ο νόμος, έως εις το τέλος της ζωής του Αυγάρου και του υιού του. Αφ’ ου δε ο έγγονος τούτου έγινε διάδοχος της πατρικής εξουσίας, απεστράφη την ευσέβειαν, και εγύρισε θεληματικώς εις την θρησκείαν των ειδώλων. Όθεν ηθέλησε να στήση επάνω εις την πόρταν της Εδέσσης ανδριάντα δαιμονικόν, και να κρημνίση την του Χριστού εικόνα. Τούτο δε γνωρίσας από θείαν αποκάλυψιν ο τότε της Εδέσσης Επίσκοπος, έδειξε την πρέπουσαν περί τούτου φροντίδα και επιμέλειαν. Επειδή γαρ ο άνω τόπος της πόρτας ήτον βαθουλός, κατεσκευασμένος με θόλον ωσάν σχήμα κυλίνδρου, δια τούτο άναψε μεν, έμπροσθεν της αγίας εικόνος του Χριστού λύχνον, έβαλε δε, έμπροσθεν αυτού κεραμίδα, και κτίσας τον τόπον έξωθεν με πλίνθους, και χρίσας με ασβέστην, έκλεισε το ένδοθεν μέρος, και ίσασε το τείχος εις ομαλήν επιφάνειαν. Όθεν με το να μη εφαίνετο πλέον η εικών του Κυρίου, εμποδίσθη ο δυσσεβής από τον σκοπόν του, και δεν εκρήμνισε την αγίαν εικόνα.

Χρόνοι επέρασαν πολλοί εν τω μεταξύ, τόσον οπού, τινάς δεν ενθυμείτο εις ποίον μέρος ήτον κεκρυμμένη η αγία εικών. Όταν δε ο βασιλεύς των Περσών Χοσρόης, επί Ηρακλείου βασιλέως Ρωμαίων, εν έτει από Χριστού χιε’ [615], επολέμει τας πόλεις της Ασίας, έφθασε και έως εις την Έδεσσαν. Όθεν με το να εκίνησεν εναντίον αυτής κάθε μηχανήν, έβαλεν εις φόβον και αγωνίαν τους πολίτας, οι οποίοι επρόσφυγαν εις τον Θεόν, και παρακαλέσαντες αυτόν μετά δακρύων, ευρήκαν την σωτηρίαν ογλίγωρα. Διότι μίαν νύκτα φαίνεται εις τον Επίσκοπον Ευλάβιον ονομαζόμενον, μία γυναίκα ενδοξοτάτη, η οποία είπεν εις αυτόν, ότι πολλά καλά θέλεις πράξεις, εάν λάβης την επάνω της πόρτας της πόλεως κεκρυμμένην αχειροποίητον εικόνα του Χριστού, δείξασα και τον τόπον με το χέρι της. Ο δε Επίσκοπος πηγαίνωντας εις τον τόπον, και σκάψας, ω του θαύματος! ευρήκε την μεν θείαν εικόνα του Κυρίου, σώαν και αδιάφθαρτον· τον δε λύχνον ευρήκεν αναμμένον ύστερα από πεντακοσίους χρόνους και επέκεινα. Αλλά και εις την κεραμίδα, την οποίαν ο τότε Επίσκοπος έβαλεν έμπροσθεν του αγίου μανδυλίου, εις την κεραμίδα λέγω εκείνην, ευρήκεν εκτυπωμένην άλλην εικόνα του Κυρίου, απαράλλακτον με την εν τω αγίω μανδυλίω. Ταύτα δε τα δύω θεία εκτυπώματα και τας εικόνας του Κυρίου, βλέποντες οι της Εδέσσης πολίται, όλοι εγέμωσαν από πνευματικήν ευφροσύνην και αγαλλίασιν.

Πέρνωντας λοιπόν ο Επίσκοπος την αγίαν εικόνα του Κυρίου, και λιτανείαν ποιήσας με αυτήν, επήγεν εις τον τόπον της πόλεως, εις τον οποίον έσκαπταν από έξω οι Πέρσαι, καθώς από τον ήχον των χαλκών οργάνων τους εκατάλαβαν. Όταν δε επλησίασεν εκεί κοντά ο Επίσκοπος, έρριψεν από το λάδι του λύχνου εις την ετοιμασμένην υπό των Εδεσσηνών φωτίαν, και παρευθύς η φωτία ανάψασα, αφάνισεν όλους τους Πέρσας. Αλλά και εις την φωτίαν οπού άναψαν έξω της Εδέσσης οι Πέρσαι, την οποίαν έτρεφον ξύλα άπειρα, τα οποία εκόπησαν από τα εκεί πλησιάζοντα δένδρα, και εις ταύτην λέγω την φωτίαν, ευθύς οπού επλησίασεν ο Επίσκοπος ομού με την θείαν εικόνα, ευθύς εσηκώθη ένας δυνατός άνεμος, και γυρίσας την φλόγα κατά των Περσών, εδίωκε τούτους και εκατάκαιεν. Όθεν ταύτα παθόντες οι Πέρσαι, ανεχώρησαν άπρακτοι. Επειδή δε εις την Βασιλεύουσαν των πόλεων εσύντρεχον όλα τα καλά, ήτον δε Θεού θέλημα να θησαυρισθή εις αυτήν μαζί με τα άλλα καλά, και η αχειροποίητος αύτη και άχραντος εικών του Κυρίου, δια τούτο ο τότε βασιλεύς των Ρωμαίων Ρωμανός, (ο Νέος δηλαδή ο του Πορφυρογεννήτου Κωνσταντίνου υιός, ο βασιλεύσας κατά τους εννακοσίους πενηνταεννέα χρόνους, όστις ελέγετο Νέος, προς διαφοράν του μητροπάτορος αυτού Ρωμανού, γέροντος όντος) σπουδήν έβαλε πολλήν να πλουτίση και με τον πλούτον της αχειροποιήτου ταύτης εικόνος την Βασιλεύουσαν. Όθεν κατά διαφόρους καιρούς έστειλεν εις την Έδεσσαν και εζήτησε την θεανδρικήν εικόνα του Κυρίου, από τον εκείσε ευρισκόμενον Αμηράν, δους εις αυτόν χάριν του τοιούτου θησαυρού, δώδεκα χιλιάδας αργύρια, και ελευθερώσας και διακοσίους Σαρακηνούς, τους οποίους έτυχε τότε να έχη σκλαβωμένους. Ου μόνον δε ταύτα εποίησεν, αλλά και υποσχέσεις έδωκεν ασφαλείς ενώπιον πολλών, ότι εις το εξής να μη πολεμούσι τα στρατεύματα των Ρωμαίων τους Σαρακηνούς. Με ταύτα λοιπόν και τα τοιαύτα επέτυχε της αιτήσεως, τελειώσας όλα όσα υπεσχέθη (7).

Όθεν επειδή έδωκεν ο Αμηράς, εις το να αποσταλή τω Ρωμανώ η θεία εικών, τούτου χάριν ο Σαμοσάτων Επίσκοπος, και ο Εδέσσης, και άλλοι τινές ευλαβείς, πέρνοντες το άγιον εικόνισμα του Κυρίου (και την χριστόγραφον επιστολήν) (8) άρχισαν την οδοιπορίαν δια την Κωνσταντινούπολιν. Πολλά δε θαύματα εγίνοντο εις τον δρόμον. Όταν δε έφθασαν εις την τοποθεσίαν την καλουμένην των Οπτημάτων, εν τω Ναώ της Θεοτόκου τω καλουμένω του Ευσεβίου, πολλοί ασθενείς επρόστρεξαν μετά πίστεως, εις τον άγιον χαρακτήρα του Κυρίου, και ιατρεύθησαν από τας διαφόρους των ασθενείας. Τότε δε προσήλθε και ένας δαιμονισμένος, ο οποίος ταύτα επροφήτευσε λέγων, απόλαβε ω Κωνσταντινούπολις δόξαν και τιμήν και χαράν. Και συ Πορφυρογέννητε, απόλαβε την βασιλείαν σου. Και παρευθύς ιατρεύθη ο άνθρωπος από το δαιμόνιον. Κατά δε τους ͵ςυξζ’ [6467] χρόνους από κτίσεως κόσμου, εν τη δεκάτη πέμπτη του Αυγούστου μηνός, εν έτει δε από Χριστού εννακοσιοστώ πεντηκοστώ εννάτω, επί Ρωμανού του βασιλέως, έφθασαν οι ανωτέρω Αρχιερείς εις την Κωνσταντινούπολιν, και επήγαν εις τον εν Βλαχέρναις Ναόν, φέροντες μαζί των και την αγίαν εικόνα του Κυρίου, η οποία σεβασμίως και περιχαρώς επροσκυνήθη, τόσον από τους βασιλείς, όσον και από τους άρχοντας και τον λοιπόν λαόν. Εις δε την αυρινήν ημέραν, ήτοι κατά την παρούσαν δεκάτην έκτην του Αυγούστου, πέρνοντες την αγίαν εικόνα επάνω εις τους ώμους των ο Πατριάρχης Θεοφύλακτος, και οι νεάζοντες βασιλείς, (ο γαρ Ρωμανός δεν ήτον παρών, διατί ήτον ασθενής) αλλά και όλη η γερουσία με όλον το πλήρωμα της Εκκλησίας, παρέπεμψαν την αγίαν εικόνα με την πρέπουσαν δορυφορίαν, έως εις την καλουμένην Χρυσήν πόρταν. Έπειτα πέρνοντες αυτήν από εκεί με ψαλμούς και ύμνους, και με μυριάδας λαμπάδας και φώτα, επήγαν εις τον περιώνυμον και μεγαλώτατον της του Θεού Σοφίας Ναόν. Και εκεί ποιήσαντες την αρμόζουσαν τάξιν, ανέβηκαν εις τα βασιλικά παλάτια, και εμβαίνοντες μέσα εις τον Ναόν της Θεοτόκου τον επονομαζόμενον του Φάρου, εκεί απόθεσαν το άγιον και τίμιον εκτύπωμα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Εις δόξαν των Χριστιανών, εις φύλαξιν των βασιλέων, εις ασφάλειαν όλης της Πόλεως, και της των Χριστιανών καταστάσεως (9).

(3) Σημειούμεν εδώ, ότι επειδή κατά την δεκάτην έκτην ταύτην του Αυγούστου, εορτάζεται η από Εδέσσης εις Κωνσταντινούπολιν μετακομιδή της αχειροποιήτου εικόνος του Κυρίου, τούτου χάριν παρεκάλεσάν με τινές φιλόκαλοι αδελφοί, και εποίησα δύω δοξαστικά τροπάρια, εν εις τα πρώτα στιχηρά, και έτερον εις τα από στίχου, α και έγραψα εν τω τέλει του Αυγούστου. Όθεν όποιος αγαπά, ας τα ψάλη. [Σ.τ.ε.: Παρατίθενται εις το τέλος του παρόντος τρίτου τόμου.]

(4) Τούτο φαίνεται, ότι παρεξέσθη από το λόγιον εκείνο οπού είπεν ο Θεός προς τον Ησαΐαν· «Ακοή ακούσατε, και ου μη συνήτε, και βλέποντες βλέψετε, και ου μη ίδητε» (Ησ. Ϟ’, 10). Το γαρ, ου μη ίδητε τούτο, νοείται αντί του, ου μη πιστεύσητε.

Τούτο δε δηλοί και εκείνο οπού είπεν εν Ευαγγελίοις ο Κύριος· «Ίνα οι μη βλέποντες βλέπωσιν (ήτοι πιστεύσωσι) και οι βλέποντες, τυφλοί γένωνται (ήτοι ίνα μείνωσιν εν τη απιστία)» (Ιω. θ’, 35). Το δε ίνα ενταύθα, δεν είναι αιτιολογικόν, αλλά αποβατικόν, ήγουν, όχι διατί οι ιδόντες δεν επίστευσαν, δια τούτο οι μη ιδόντες επίστευσαν εις εμένα και έζησαν. Αλλ’ ότι, εκείνων μη θελησάντων πιστεύσαι και ζήσαι, εκ τούτου απέβη, το να πιστεύσουν ούτοι και να ζήσουν.

Καθώς είναι και εκείνο το εν Ευαγγελίοις ειρημένον περί του τυφλού· «Ούτε ούτος ήμαρτεν, ούτε οι γονείς αυτού, αλλ’ ίνα φανερωθή τα έργα του Θεού εν αυτώ», ως ερμηνεύουσιν αυτό ο Χρυσορρήμων και ο Θεοφύλακτος.

(5) Σημείωσαι, ότι ο πρωτοσπαθάριος Γεώργιος ο Μανιάκης, στρατηγός ων εις τας χώρας πέριξ του Ευφράτου ποταμού, επήρε την Έδεσσαν, όπου ευρήκε και την ιδιόγραφον ταύτην επιστολήν του Κυρίου, και απέστειλεν αυτήν εις τον βασιλέα Ρωμανόν Αργυρόπουλον εν έτει ͵ακη’ [1028]. (Όρα τον Μελέτιον, τομ. β’, σελ. 388.) Λέγει δε ο Θεοφάνης και ο Κωδινός, ότι επί Μιχαήλ του Παφλαγόνος έγινε λιτανεία, εν η εβάσταζον οι του βασιλέως αδελφοί, ο μεν, την προς Αύγαρον ταύτην επιστολήν του Κυρίου, ο δε, τα σπάργανα αυτού (σελ. 1152 της Δωδεκαβίβλου του Δοσιθέου).

(6) Ούτος ο Απόστολος Θαδδαίος ήτον από την Έδεσσαν, και εορτάζεται κατά την εικοστήν πρώτην του Αυγούστου. Γράφει δε Γεώργιος ο Σύγγελος εν τη Χρονογραφία, ότι ο Απόστολος ούτος Θαδδαίος επήγεν εις την Έδεσσαν, κατά τον αυτόν χρόνον, καθ’ ον επίστευσεν ο Παύλος, ήτοι εν τω τριακοστώ έκτω έτει από Χριστού. Ο δε Παμφίλου Ευσέβιος, εν κεφ. ιγ’ του α’ βιβλίου της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, παρασταίνει και τας ανωτέρω αμοιβαίας δύω επιστολάς του Αυγάρου προς τον Ιησούν, και του Ιησού προς τον Αύγαρον, λέγων, ότι παρέλαβεν αυτάς από τα αρχαία βασιλικά παλάτια της Εδέσσης, εις τα οποία εφυλάττοντο αύται παλαιόθεν. Επιβεβαιοί δε τα του Ευσεβίου και ο θείος Εφραίμ ο Σύρος, ο και της Εδεσσηνών Εκκλησίας χρηματίσας Διάκονος. Τας επιστολάς ταύτας του Αυγάρου, και του Κυρίου, εδέχθησαν, ο Προκόπιος, ο Ευάγριος, ο Κεδρηνός, και Θεόδωρος ο Στουδίτης, παρά Αλεξάνδρω τω Νατάλει. (Όρα σελ. 216 της Δωδεκαβίβλου.)

Και αγκαλά οι υστερινοί κριτικοί με κάποια επιχειρήματα αγωνίζονται να δείξουν επίπλαστον, τόσον την ιστορίαν αυτήν την περί του Αποστόλου Θαδδαίου, όσον και τας ανωτέρω δύω επιστολάς. Όμως Αυγουστίνος ο Καλμέτος εν τω λεξικώ της θείας Γραφής, εν τη λέξει Αύγαρος, άριστα σημειόνοι, ότι αν και δώσωμεν, πως έξω μεν εισήχθησαν κάποιαί τινες περιστάσεις, εις τα ανωτέρω ιστορούμενα, μόλον τούτο δεν ακολουθεί εκ τούτου να μη αληθεύη η ουσία του πράγματος. (Όρα εις την νεοτύπωτον Εκατονταετηρίδα, σελ. 126.) Ουκ ορθώς δε λέγει ο Σύγγελος, ότι ο Απόστολος Θαδδαίος ήτον ένας από τους Εβδομήκοντα, καθότι αυτός ήτον εις των Δώδεκα.

(7) Ο δε Μελέτιος λέγει, ότι η Έδεσσα, εις καιρόν οπού εκινδύνευε να κυριευθή από τους Ρωμαίους οπού την επολιόρκουν, ούσαν πρότερον κυριευμένην από τους Αγαρηνούς, τότε, λέγω, δια να φύγωσιν οι Εδεσσηνοί την αιχμαλωσίαν, έδωκαν λύτρον εαυτών την ρηθείσαν εικόνα του Κυρίου, την οποίαν υπεδέχθη ο βασιλεύς με λαμπράν και πρέπουσαν δορυφορίαν (τομ. β’, σελ. 354 της Εκκλησιαστικής Ιστορίας). Γράφει δε ο αυτός, και ότι Νικηφόρος ο Φωκάς, ο εν έτει 963 βασιλεύσας, τω δευτέρω έτει της βασιλείας του, έφερεν εις Κωνσταντινούπολιν το εκτύπωμα του Σωτήρος Χριστού, το οποίον εύρεν εις Κέραμον κατά την Ιεράπολιν της Συρίας. Ίσως δε το εκτύπωμα αυτό, ήτον εκείνο, οπού εικονίσθη εις την κεραμίδα, ήτις ην έμπροσθεν του αγίου μανδυλίου, ως είπομεν ανωτέρω· και ουχί αυτό το εν τω μανδυλίω τετυπωμένον.

(8) Κατά λάθος φαίνεται, ότι προσετέθη εδώ η χριστόγραφος επιστολή, καθ’ ότι αύτη ύστερον εν έτει ͵ακη’ [1028] μετεκομίσθη εις Κωνσταντινούπολιν, ως είπομεν.

(9) Λέγουσι δέ τινες, ότι ο αχειροποίητος αυτός χαρακτήρ του Κυρίου, ευρίσκεται τώρα εις την παλαιάν Ρώμην. (Και όρα σελ. 744 της Δωδεκαβίβλου.) Σημείωσαι, ότι Κωνσταντίνος Λάσκαρις ο βασιλεύς γράφει την διήγησιν περί του αγίου μανδυλίου τούτου, του μετακομισθέντος εις Κωνσταντινούπολιν, ης η αρχή· «Ουκ άρα μόνον αυτός ακατάληπτος ην». (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη Μονή του Βατοπαιδίου, και εν τη των Ιβήρων.) Ευρίσκεται δε εν τη Λαύρα και έτερος λόγος περί της αυτής υποθέσεως, ου η αρχή· «Περί της εν Εδέσση αχειροποιήτου και θείας μορφής Χριστού».

*

Η εν τω Ναώ της Ζωοδόχου Πηγής εξάντλησις του Αγιασμού και αύθις ανάδοσις.

Πηγή κενούται θαυματουργών υδάτων,
Πληρουμένη δε θαυματουργεί και πάλιν.

*

Τη αυτή ημέρα συνέφθασε και η μνήμη της μετά οικτιρμών επενεχθείσης ημίν εν τοις πάλαι χρόνοις, φοβεράς απειλής του σεισμού, ης παρ’ ελπίδα πάσαν ελυτρώσατο ημάς ο Πανοικτίρμων Θεός.

*

Ο Άγιος νέος Οσιομάρτυς Νικόδημος ο εκ Μετεώρων, εμαρτύρησε δια την ευσέβειαν εν έτει ͵αφνα’ [1551] (10).

Τι δαι συ Νικόδημε; ειπέ σον πάθος.
Τεθανάτωμαι δι’ αγάπην Κυρίου.

(10) Όρα εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.

*

Ο Άγιος Νεομάρτυς Σταμάτιος ο εκ του Βόλου, ο εν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσας κατά το έτος ͵αχπ’ [1680], ξίφει τελειούται (11).

Ο Σταμάτιος εύρε των κάτω στάσιν,
Αεικίνητον δ’ εύρε των άνω δρόμον.

(11) Όρα το Μαρτύριον αυτού εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

16-8 (1)Τῷ αὐτῷ μηνὶ Ις΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Διομήδους.

Ἤθλησε καὶ ζῶν καὶ θανὼν Διομήδης,
Προαιρέσει ζῶν καὶ νεκρὸς τομῇ κάρας.

Ἕκτῃ καὶ δεκάτῃ νέκυς ἐτμήθη Διομήδους.

Οὗτος ἦτον ἀπὸ τὴν Ταρσὸν τῆς Κιλικίας, γεννηθεὶς μὲν ἀπὸ γένος ἀγαθὸν καὶ λαμπρόν, γενόμενος δὲ αὐτὸς κατὰ προαίρεσιν πλέον ἀγαθὸς καὶ ἐναρετώτερος. Ἐμεταχειρίζετο δὲ τὴν ἰατρικὴν τέχνην, καὶ μὲ αὐτὴν ἰάτρευε τὰ σώματα ὅλων ἐκείνων, ὁποῦ ἐπρόστρεχον εἰς αὐτόν, τὰς δὲ ψυχὰς τούτων ἰάτρευε, μὲ τὴν εὐσέβειαν καὶ θεογνωσίαν. Κατὰ τοὺς χρόνους δὲ τοῦ βασιλέως Διοκλητιανοῦ ἐν ἔτει σπη΄ [288], ἀφήσας τὴν πατρίδα του Ταρσόν, ἐπῆγεν εἰς τὴν Νίκαιαν τῆς Βιθυνίας· καὶ ἐκεῖ εὐεργετοῦσε τοὺς προσερχομένους αὐτῷ μὲ κάθε λογῆς τρόπον, τόσον μὲ τὴν ἰατρικὴν τέχνην, ὅσον καὶ μὲ τὴν διδασκαλίαν τῆς πίστεως. Ὅθεν ἐδιαβάλθη πρὸς τὸν βασιλέα, καὶ ἕνεκεν τούτου ἀπεστάλθησαν ἄνθρωποι, διὰ νὰ τὸν ὑπάγουν ἔμπροσθεν τοῦ βασιλέως. Ἀλλ’ ἐπειδὴ ἀπῆλθε πρὸς Κύριον ὁ Ἅγιος, διὰ τοῦτο οἱ ἀπεσταλμένοι εὑρόντες αὐτὸν νεκρόν, ἔκοψαν τὴν ἁγίαν του κεφαλήν, καὶ τὴν ἔφερον εἰς τὸν βασιλέα. Διὰ τὴν ἀσπλαγχνίαν δὲ ταύτην ὁποῦ ἔδειξαν οἱ κόψαντες τὴν κεφαλὴν τοῦ Ἁγίου, εὐθὺς ἐτυφλώθησαν. Βλέπωντας δὲ τὴν κεφαλὴν τοῦ Ἁγίου ὁ βασιλεύς, ἐπρόσταξε νὰ τὴν ὑπάγουν ὀπίσω, καὶ νὰ τὴν βάλουν εἰς τὸν φυσικὸν τόπον της, συναρμόσαντες αὐτὴν μὲ τὸ ἐπίλοιπον σῶμα. Εὐθὺς δὲ ὁποῦ ἐσυνάρμοσαν τὴν κεφαλὴν τοῦ Μάρτυρος μὲ τὸ σῶμά του, εὐθὺς ἔλαβον καὶ τὴν ὀπτικὴν ἐνέργειαν καὶ τὸ φῶς τῶν ὀμμάτων τους. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ Σύναξις καὶ ἑορτὴ εἰς τὸν μαρτυρικὸν αὐτοῦ Ναόν, ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται μέσα εἰς τὸν σεβάσμιον οἶκον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, κοντὰ εἰς τὴν Χρυσῆν Πόρταν.

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ὅσιος Χαιρήμων (1) ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Λήξει βίου σοῦ χαῖρε Χαιρήμων μάκαρ,
Ἀρχὴν γὰρ εἶδες τῆς ἀμοιβῆς τῶν πόνων.

(1) Οὗτος ὁ Ὅσιος Χαιρήμων, ἴσως εἶναι ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον ἀναφέρει τὸ Λαυσαϊκόν, ὅστις ἐκεῖ ὁποῦ ἐκάθητο καὶ ἐργάζετο τὸ ἐργόχειρόν του, εὐγῆκεν εὐθὺς ἡ ψυχή του. Εἰς δὲ τὸν Παράδεισον τῶν Πατέρων γράφεται περὶ τοῦ Χαιρήμονος τούτου, ὅτι τὸ σπήλαιον αὐτοῦ, ἦτον, μακρὰν μὲν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν, μίλια τεσσαράκοντα, μακρὰν δὲ ἀπὸ τὸ νερόν, μίλια δώδεκα. Καὶ μὅλον τοῦτο ἡσύχαζε, φέρων δύω λαγήνια νερόν. Ἕνα, τὴν μίαν ἡμέραν, καὶ ἄλλο, τὴν ἄλλην.

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀλκιβιάδης πυρὶ τελειοῦται (2).

Ἀλκιβιάδου σάρκα πῦρ κατεσθίει,
Μωσῆς ἂν εἶπε θεῖος ὡσεὶ καλάμην.

(2) Περιττῶς δὲ εὑρίσκεται ἐδῶ, ἡ μνήμη καὶ τὸ δίστιχον τοῦ Ὁσίου Ῥαβουλᾶ. Ταῦτα γάρ, ὁμοῦ καὶ τὸ Συναξάριον αὐτοῦ, γράφονται κατὰ τὴν δεκάτην ἐνάτην τοῦ Φευρουαρίου.

*

Οἱ Ἅγιοι τριακοντατρεῖς Μάρτυρες οἱ ἐκ Παλαιστίνης, ξίφει τελειοῦνται.

Στερρὸς στρατός τις καὶ συνασπισμὸς μέγας,
Ξίφει πεσὼν στράτευμα δαιμόνων τρέπει.

*

Ἡ ἀνάμνησις τῆς εἰσόδου τῆς ἀχειροτεύκτου μορφῆς τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐκ τῆς Ἐδεσσηνῶν πόλεως, εἰς ταύτην τὴν θεοφύλακτον καὶ βασιλίδα ἀνακομισθείσης (3).

Ἐν σινδόνι ζῶν ἐξεμάξω σὴν θέαν,
Ὁ νεκρὸς εἰσδὺς ἔσχατον τὴν σινδόνα.

Εἰς τὸ Κεράμιον.

Ἀχειρότευκτον χειρότευκτος σὸν τύπον,
Φέρει Κέραμος παντοτεῦκτα Χριστέ μου.

Ὅταν ὁ Κύριος καὶ μέγας Θεὸς καὶ Σωτὴρ ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἐπὶ τῆς γῆς εὑρισκόμενος, ἐποίει θαύματα πολλὰ καὶ ἐξαίσια, διὰ τῆς αὐτοῦ ἀγαθότητας, καθὼς ταῦτα ἀναφέρονται εἰς τὰ θεῖα καὶ Ἱερὰ Εὐαγγέλια, ὅθεν ἡ φήμη αὐτῶν ἐδιαλαλεῖτο εἰς κάθε μέρος τοῦ κόσμου, τότε καὶ ὁ τοπάρχης τῆς Ἐδέσσης, Αὔγαρος ὀνομαζόμενος, ἀκούσας τὴν τοιαύτην φήμην, ἐπιθύμησε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, διὰ νὰ ἰδῇ τὸν Κύριον μὲ τοὺς ἰδίους του ὀφθαλμούς. Δὲν ἐδύνετο ὅμως, ἐπειδὴ ἔπεσεν εἰς ἀσθένειαν καὶ πάθος ἀνιάτρευτον. Διότι λέπρα μαύρη εὐγῆκεν εἰς ὅλον τὸ σῶμά του, ἡ ὁποία κατέτρωγεν αὐτὸ καὶ κατέφθειρε. Καὶ πρὸς τούτοις ἐτυράννει αὐτὸν καὶ μία ἄλλη ἀσθένεια, ἀρθρίτις ὀνομαζομένη, διατὶ εὑρίσκεται εἰς ὅλα τὰ ἄρθρα, ἤτοι εἰς τὰς ἁρμονίας καὶ κλειδώσεις τοῦ σώματος. Καὶ ἡ μὲν λέπρα, ἐπροξένει εἰς αὐτὸν ἀσχημίαν, καὶ ταλαιπωρίαν μεγάλην, ἡ δὲ ἀρθρίτις, ἐπροξένει πόνους δριμυτάτους. Ὅθεν διὰ τὰ δύω πάθη αὐτά, δὲν εὔγαινεν ἔξω τοῦ οἴκου του, οὔτε ὅλως ἐφαίνετο εἰς τοὺς ὑπηκόους του. Κατὰ δὲ τὰς ἡμέρας τοῦ Σωτηρίου Πάθους τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἔγραψε μίαν ἐπιστολὴν πρὸς τὸν Κύριον, τὴν ὁποίαν ἔστειλεν εἰς αὐτὸν μὲ κᾄποιον Ἀνανίαν, εἰς τὸν ὁποῖον παρήγγειλε νὰ ἱστορήσῃ τὸ μέγεθος τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου, καὶ τὸ χρῶμα τῶν τριχῶν, καὶ τοῦ ἁγίου προσώπου του. Καὶ ἁπλῶς, νὰ εἰκονίσῃ μὲ κάθε ἀκρίβειαν τὸν χαρακτῆρα ὅλου τοῦ σώματός του, καὶ νὰ τὸν φέρῃ εἰς αὐτόν. Ἤξευρε γὰρ ἄκρως τὴν ζωγραφικὴν τέχνην ὁ Ἀνανίας. Ἡ δὲ ἐπιστολὴ τοῦ Αὐγάρου περιεῖχε τὰ λόγια ταῦτα.

«Αὔγαρος τοπάρχης πόλεως Ἐδέσσης, Ἰησοῦ Σωτῆρι, ἀγαθῷ Ἰατρῷ ἀναφανέντι ἐν Ἱεροσολύμοις. Ἠκούσθησαν εἰς ἐμένα τὰ περὶ σοῦ φημιζόμενα θαύματα, καὶ αἱ ἰατρεῖαι, ὁποῦ γίνονται ἀπὸ λόγου σου, χωρὶς ἰατρικὰ βότανα. Ὡς γὰρ ἡ φήμη διαλαλεῖ, ἐσὺ κάμνεις τοὺς τυφλοὺς νὰ ἀναβλέπουν, τοὺς κουτζοὺς νὰ περιπατοῦν. Ἐσὺ καθαρίζεις τοὺς λεπρούς. Ἐσὺ διώκεις τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα καὶ τοὺς δαίμονας. Ἐσὺ ἰατρεύεις ἐκείνους, ὁποῦ πάσχουν ἀπὸ μακρὰς καὶ πολυχρονίους ἀσθενείας. Ἐσὺ ἀνασταίνεις καὶ νεκρούς. Ὅθεν ἐγὼ ἀκούσας ὅλα αὐτὰ τὰ θαυμάσια διὰ λόγου σου, ἐσυλλογίσθηκα ἕνα ἀπὸ τὰ δύω ταῦτα. Ἢ πῶς ἐσύ, ὁποῦ κάμνεις τοιαῦτα, εἶσαι Υἱὸς Θεοῦ, ἢ πῶς εἶσαι Θεός. Διὰ τοῦτο λοιπὸν ἔγραψα πρός σε, καὶ σὲ παρακαλῶ νὰ λάβῃς τὸν κόπον καὶ νὰ ἔλθῃς εἰς ἐμένα, διὰ νὰ ἰατρεύσῃς τὸ πάθος ὁποῦ ἔχω. Ἤκουσα δὲ καὶ τοῦτο, ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι γογγύζουσι κατὰ σοῦ, καὶ ἔχουν σκοπὸν νὰ σὲ κακοποιήσουν. Ἡ ἐδική μου δὲ πόλις Ἔδεσσα εἶναι μικροτάτη μέν, ἀλλὰ σεμνή. Ὅθεν θέλει ἐξαρκέσει καὶ εἰς τοὺς δύω ἡμᾶς, διὰ νὰ κατοικοῦμεν ἐν αὐτῇ μὲ εἰρήνην».

Ὁ Ἀνανίας λοιπὸν πηγαίνωντας εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἔδωκεν εἰς τὸν Κύριον τὴν ἀνωτέρω ἐπιστολήν, καὶ ἔπειτα ἔβλεπεν εἰς τὸ ἅγιον αὐτοῦ πρόσωπον ἐπιμελῶς καὶ μετὰ προσοχῆς μεγάλης. Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἐδύνετο νὰ πλησιάσῃ κοντὰ εἰς τὸν Κύριον, διὰ τὸ πολὺ πλῆθος τοῦ λαοῦ, ὁποῦ ἐσύντρεχεν, ἀνέβη καὶ ἐκάθησεν ἐπάνω εἰς μίαν πέτραν, ἡ ὁποία ἐξεῖχεν ὀλίγον ἀπὸ τὴν γῆν. Καὶ εὐθὺς μὲ τὸ ὀμμάτι μέν, ἔβλεπεν εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Κυρίου, μὲ τὴν χεῖρα δέ, ἔγγιζεν εἰς τὸ χαρτίον καὶ ἐσχεδίαζε τὴν τοῦ προσώπου ὁμοίωσιν, δὲν ἐδύνετο ὅμως νὰ ἱστορήσῃ ἀκριβῶς τὸ ἅγιον αὐτοῦ πρόσωπον. Διατὶ, ἄλλοτε μὲν αὐτό, ἐφαίνετο μὲ ἄλλην θεωρίαν, ἄλλοτε πάλιν, ἄλλαζεν εἰς ἄλλην θεωρίαν. Τότε ὁ Κύριος, ὁ τῶν καρδιῶν ἐξεταστής, καὶ τῶν κρυφίων γνώστης, γνωρίσας τὸν ἐγκάρδιον σκοπὸν τοῦ Ἀνανίου, ἐζήτησε νερὸν διὰ νὰ νιφθῇ. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐνίφθη, ἐδόθη εἰς αὐτὸν ἕνα πανίον διπλωμένον μὲ τέσσαρας δίπλας, καὶ μὲ αὐτὸ ἀπεσπόγγισε τὸ θεῖον καὶ ἄχραντον αὑτοῦ πρόσωπον, καὶ ὢ τοῦ θαύματος! παρευθὺς ἐτυπώθη εἰς τὸ τετράδιπλον ἐκεῖνο μανδύλιον, τὸ θεανδρικὸν αὑτοῦ πρόσωπον. Ὅθεν πέρνωντας αὐτό, τὸ ἔδωκεν εἰς τὸν Ἀνανίαν, λέγων αὐτῷ, ἀπόδος τοῦτο εἰς ἐκεῖνον ὁποῦ σὲ ἔστειλεν. Ἔγραψε δὲ καὶ ἐπιστολὴν εἰς τὸν Αὔγαρον, ἥτις περιεῖχε τὰ κάτωθεν λόγια.

Ἡ πρὸς τὸν Αὔγαρον ἐπιστολὴ τοῦ Κυρίου.

«Μακάριος εἶσαι ὦ Αὔγαρε, ἐπειδὴ καὶ χωρὶς νὰ μὲ ἰδῇς, ἐπίστευσας εἰς ἐμέ. Εἶναι γὰρ γεγραμμένον διὰ λόγου μου, ὅτι ἐκεῖνοι μέν, ὁποῦ μὲ εἶδον μὲ τοὺς ὀφθαλμούς των, δὲν πιστεύουσιν εἰς ἐμένα. Ἵνα, ἐκεῖνοι ὁποῦ δὲν μὲ εἶδον, πιστεύσουν δὲ εἰς ἐμένα, ζήσουν (4). Διὰ τὸν λόγον δὲ ἐκεῖνον, ὁποῦ μοι γράφεις, ὅτι νὰ ἔλθω πρὸς ἐσένα, ἤξευρε, ὅτι πρέπει νὰ τελειώσω ὅλα ἐκεῖνα τὰ ἔργα, διὰ τὰ ὁποῖα ἀπεστάλην εἰς τὸν κόσμον ἀπὸ τὸν Πατέρα μου. Καὶ ἀφ’ οὗ ταῦτα τελειώσω καὶ ἀναληφθῶ εἰς τοὺς Οὐρανοὺς πρὸς τὸν ἀποστείλαντά με Πατέρα, τότε θέλω σοι ἀποστείλω ἕνα μαθητήν μου, Θαδδαῖον ὀνομαζόμενον, ὁ ὁποῖος καὶ τὸ πάθος σου θέλει ἰατρεύσει, καὶ ζωὴν αἰώνιον, καὶ εἰρήνην ἐν τῷ βίῳ τούτῳ θέλει χαρίσει, καὶ εἰς ἐσένα καὶ εἰς τοὺς μετὰ σοῦ ὄντας. Ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν πόλιν σου Ἔδεσσαν θέλει βοηθήσει ἀρκετά, ἵνα μὴ νικήσῃ αὐτὴν κᾀνένας ἐχθρός». Εἰς τὸ τέλος δὲ τῆς ἐπιστολῆς ἔβαλε βούλλας ἑπτά, αἱ ὁποῖαι ἦτον σημαδευμέναι μὲ ἑβραϊκὰ γράμματα, τὰ ὁποῖα μεθερμηνευόμενα, δηλοῦσι ταῦτα· «Θεοῦ θέα, θεῖον θαῦμα» (5).

Δεξάμενος δὲ ὁ Αὔγαρος τὸν Ἀνανίαν περιχαρῶς, ἔπεσε καὶ ἐπροσκύνησε τὴν ἁγίαν καὶ ἄχραντον εἰκόνα τοῦ Κυρίου, μὲ πίστιν καὶ πόθον πολύν, ὅθεν παρευθὺς ἰατρεύθη ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν ὁποῦ εἶχεν, ἔμεινε δὲ εἰς μόνον τὸ μέτωπόν του ὀλίγον τι ἀπὸ τὴν λέπραν. Μετὰ δὲ τὸ σωτήριον Πάθος καὶ τὴν Ἀνάστασιν καὶ τὴν εἰς Οὐρανοὺς Ἀνάληψιν τοῦ Κυρίου, ἐπῆγεν ὁ Ἀπόστολος Θαδδαῖος (6) εἰς τὴν Ἔδεσσαν, καὶ ἐβάπτισε τὸν Αὔγαρον καὶ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους του, εἰς τὸ ὄνομα τὸν Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εὐθὺς δὲ ὁποῦ ὁ Αὔγαρος εὐγῆκεν ἀπὸ τὴν ἁγίαν κολυμβήθραν, ἐκαθαρίσθη καὶ ἐκείνη ἡ ὀλίγη λέπρα, ὁποῦ ἔμεινεν εἰς τὸ μέτωπόν του. Ἀπὸ τότε δὲ καὶ ὕστερον ἐτίμα ὁ Αὔγαρος καὶ ἐσέβετο μὲ κάθε λογῆς τρόπον, τὸν θεῖον χαρακτῆρα τοῦ Κυρίου καὶ τὸ ὁμοίωμα. Ἐπειδὴ δὲ ἤθελε νὰ τιμοῦν καὶ νὰ προσκυνοῦν αὐτὸν παρομοίως καὶ ὅλοι οἱ τῆς Ἐδέσσης ἐγκάτοικοι, διὰ τοῦτο, κοντὰ εἰς τὰ ἄλλα καλὰ ὁποῦ ἔκαμεν, ἐπρόσθεσε καὶ τὸ ἀκόλουθον. Ἕνας παλαιὸς καὶ λαμπρὸς πολίτης τῆς Ἐδέσσης Ἕλληνας, ἔστησε τὸν ἐδικόν του ἀνδριάντα ἐπάνω εἰς τὴν δημοσίαν πόρταν τῆς Ἐδέσσης. Ὅθεν ὅσοι ἔμελλον νὰ ἔμβουν μέσα εἰς τὴν πολιν, ἦτον ἀνάγκη νὰ προσκυνοῦν πρῶτον τὸν ἀνδριάντα, καὶ νὰ εὔχωνται ἐκεῖνον, τοῦ ὁποίου ἦτον τὸ ἄγαλμα, καὶ ἔτζι νὰ ἐμβαίνουν εἰς τὴν πόλιν. Τοῦτον λοιπὸν τὸν ἀκάθαρτον ἀνδριάντα κρημνίσας ὁ Αὔγαρος καὶ ἀφανίσας, εἰς τὸν τόπον ἐκείνου ἔστησε τὴν ἀχειροποίητον εἰκόνα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, κολλήσας αὐτὴν ἐπάνω εἰς σανίδα καὶ καλλωπίσας, ἔγραψε δὲ καὶ ἐπάνω εἰς αὐτὴν τὰ λόγια ταῦτα· «Χριστὲ ὁ Θεός, ὁ εἰς σὲ ἐλπίζων οὐκ ἀποτυγχάνει ποτέ».

Ἐξέδωκε δὲ καὶ προσταγὴν καὶ νόμον ἔγγραφον, ὅτι ὅποιος ἐμβαίνει ἀπὸ τὴν πόρταν ἐκείνην τῆς πόλεως, πρέπει νὰ ἀποδίδῃ πρῶτον κάθε σέβας καὶ προσκύνησιν, εἰς τὴν θαυματουργὸν ἐκείνην καὶ τιμίαν εἰκόνα τοῦ Κυρίου, καὶ ἔτζι νὰ ἐμβαίνῃ εἰς τὴν πόλιν. Ἐφυλάττετο λοιπὸν ἡ προσταγὴ αὐτὴ καὶ ὁ νόμος, ἕως εἰς τὸ τέλος τῆς ζωῆς τοῦ Αὐγάρου καὶ τοῦ υἱοῦ του. Ἀφ’ οὗ δὲ ὁ ἔγγονος τούτου ἔγινε διάδοχος τῆς πατρικῆς ἐξουσίας, ἀπεστράφη τὴν εὐσέβειαν, καὶ ἐγύρισε θεληματικῶς εἰς τὴν θρῃσκείαν τῶν εἰδώλων. Ὅθεν ἠθέλησε νὰ στήσῃ ἐπάνω εἰς τὴν πόρταν τῆς Ἐδέσσης ἀνδριάντα δαιμονικόν, καὶ νὰ κρημνίσῃ τὴν τοῦ Χριστοῦ εἰκόνα. Τοῦτο δὲ γνωρίσας ἀπὸ θείαν ἀποκάλυψιν ὁ τότε τῆς Ἐδέσσης Ἐπίσκοπος, ἔδειξε τὴν πρέπουσαν περὶ τούτου φροντίδα καὶ ἐπιμέλειαν. Ἐπειδὴ γὰρ ὁ ἄνω τόπος τῆς πόρτας ἦτον βαθουλός, κατεσκευασμένος μὲ θόλον ὡσὰν σχῆμα κυλίνδρου, διὰ τοῦτο ἄναψε μέν, ἔμπροσθεν τῆς ἁγίας εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ λύχνον, ἔβαλε δέ, ἔμπροσθεν αὐτοῦ κεραμίδα, καὶ κτίσας τὸν τόπον ἔξωθεν μὲ πλίνθους, καὶ χρίσας μὲ ἀσβέστην, ἔκλεισε τὸ ἔνδοθεν μέρος, καὶ ἴσασε τὸ τεῖχος εἰς ὁμαλὴν ἐπιφάνειαν. Ὅθεν μὲ τὸ νὰ μὴ ἐφαίνετο πλέον ἡ εἰκὼν τοῦ Κυρίου, ἐμποδίσθη ὁ δυσσεβὴς ἀπὸ τὸν σκοπόν του, καὶ δὲν ἐκρήμνισε τὴν ἁγίαν εἰκόνα.

Χρόνοι ἐπέρασαν πολλοὶ ἐν τῷ μεταξύ, τόσον ὁποῦ, τινὰς δὲν ἐνθυμεῖτο εἰς ποῖον μέρος ἦτον κεκρυμμένη ἡ ἁγία εἰκών. Ὅταν δὲ ὁ βασιλεὺς τῶν Περσῶν Χοσρόης, ἐπὶ Ἡρακλείου βασιλέως Ῥωμαίων, ἐν ἔτει ἀπὸ Χριστοῦ χιε΄ [615], ἐπολέμει τὰς πόλεις τῆς Ἀσίας, ἔφθασε καὶ ἕως εἰς τὴν Ἔδεσσαν. Ὅθεν μὲ τὸ νὰ ἐκίνησεν ἐναντίον αὐτῆς κάθε μηχανήν, ἔβαλεν εἰς φόβον καὶ ἀγωνίαν τοὺς πολίτας, οἱ ὁποῖοι ἐπρόσφυγαν εἰς τὸν Θεόν, καὶ παρακαλέσαντες αὐτὸν μετὰ δακρύων, εὑρῆκαν τὴν σωτηρίαν ὀγλίγωρα. Διότι μίαν νύκτα φαίνεται εἰς τὸν Ἐπίσκοπον Εὐλάβιον ὀνομαζόμενον, μία γυναῖκα ἐνδοξοτάτη, ἡ ὁποία εἶπεν εἰς αὐτόν, ὅτι πολλὰ καλὰ θέλεις πράξεις, ἐὰν λάβῃς τὴν ἐπάνω τῆς πόρτας τῆς πόλεως κεκρυμμένην ἀχειροποίητον εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, δείξασα καὶ τὸν τόπον μὲ τὸ χέρι της. Ὁ δὲ Ἐπίσκοπος πηγαίνωντας εἰς τὸν τόπον, καὶ σκάψας, ὢ τοῦ θαύματος! εὑρῆκε τὴν μὲν θείαν εἰκόνα τοῦ Κυρίου, σῶαν καὶ ἀδιάφθαρτον· τὸν δὲ λύχνον εὑρῆκεν ἀναμμένον ὕστερα ἀπὸ πεντακοσίους χρόνους καὶ ἐπέκεινα. Ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν κεραμίδα, τὴν ὁποίαν ὁ τότε Ἐπίσκοπος ἔβαλεν ἔμπροσθεν τοῦ ἁγίου μανδυλίου, εἰς τὴν κεραμίδα λέγω ἐκείνην, εὑρῆκεν ἐκτυπωμένην ἄλλην εἰκόνα τοῦ Κυρίου, ἀπαράλλακτον μὲ τὴν ἐν τῷ ἁγίῳ μανδυλίῳ. Ταῦτα δὲ τὰ δύω θεῖα ἐκτυπώματα καὶ τὰς εἰκόνας τοῦ Κυρίου, βλέποντες οἱ τῆς Ἐδέσσης πολῖται, ὅλοι ἐγέμωσαν ἀπὸ πνευματικὴν εὐφροσύνην καὶ ἀγαλλίασιν.

Πέρνωντας λοιπὸν ὁ Ἐπίσκοπος τὴν ἁγίαν εἰκόνα τοῦ Κυρίου, καὶ λιτανείαν ποιήσας μὲ αὐτήν, ἐπῆγεν εἰς τὸν τόπον τῆς πόλεως, εἰς τὸν ὁποῖον ἔσκαπταν ἀπὸ ἔξω οἱ Πέρσαι, καθὼς ἀπὸ τὸν ἦχον τῶν χαλκῶν ὀργάνων τοὺς ἐκατάλαβαν. Ὅταν δὲ ἐπλησίασεν ἐκεῖ κοντὰ ὁ Ἐπίσκοπος, ἔρριψεν ἀπὸ τὸ λάδι τοῦ λύχνου εἰς τὴν ἑτοιμασμένην ὑπὸ τῶν Ἐδεσσηνῶν φωτίαν, καὶ παρευθὺς ἡ φωτία ἀνάψασα, ἀφάνισεν ὅλους τοὺς Πέρσας. Ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν φωτίαν ὁποῦ ἄναψαν ἔξω τῆς Ἐδέσσης οἱ Πέρσαι, τὴν ὁποίαν ἔτρεφον ξύλα ἄπειρα, τὰ ὁποῖα ἐκόπησαν ἀπὸ τὰ ἐκεῖ πλησιάζοντα δένδρα, καὶ εἰς ταύτην λέγω τὴν φωτίαν, εὐθὺς ὁποῦ ἐπλησίασεν ὁ Ἐπίσκοπος ὁμοῦ μὲ τὴν θείαν εἰκόνα, εὐθὺς ἐσηκώθη ἕνας δυνατὸς ἄνεμος, καὶ γυρίσας τὴν φλόγα κατὰ τῶν Περσῶν, ἐδίωκε τούτους καὶ ἐκατάκαιεν. Ὅθεν ταῦτα παθόντες οἱ Πέρσαι, ἀνεχώρησαν ἄπρακτοι. Ἐπειδὴ δὲ εἰς τὴν Βασιλεύουσαν τῶν πόλεων ἐσύντρεχον ὅλα τὰ καλά, ἦτον δὲ Θεοῦ θέλημα νὰ θησαυρισθῇ εἰς αὐτὴν μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα καλά, καὶ ἡ ἀχειροποίητος αὕτη καὶ ἄχραντος εἰκὼν τοῦ Κυρίου, διὰ τοῦτο ὁ τότε βασιλεὺς τῶν Ῥωμαίων Ῥωμανός, (ὁ Νέος δηλαδὴ ὁ τοῦ Πορφυρογεννήτου Κωνσταντίνου υἱός, ὁ βασιλεύσας κατὰ τοὺς ἐννακοσίους πενηνταεννέα χρόνους, ὅστις ἐλέγετο Νέος, πρὸς διαφορὰν τοῦ μητροπάτορος αὑτοῦ Ῥωμανοῦ, γέροντος ὄντος) σπουδὴν ἔβαλε πολλὴν νὰ πλουτίσῃ καὶ μὲ τὸν πλοῦτον τῆς ἀχειροποιήτου ταύτης εἰκόνος τὴν Βασιλεύουσαν. Ὅθεν κατὰ διαφόρους καιροὺς ἔστειλεν εἰς τὴν Ἔδεσσαν καὶ ἐζήτησε τὴν θεανδρικὴν εἰκόνα τοῦ Κυρίου, ἀπὸ τὸν ἐκεῖσε εὑρισκόμενον Ἀμηρᾶν, δοὺς εἰς αὐτὸν χάριν τοῦ τοιούτου θησαυροῦ, δώδεκα χιλιάδας ἀργύρια, καὶ ἐλευθερώσας καὶ διακοσίους Σαρακηνούς, τοὺς ὁποίους ἔτυχε τότε νὰ ἔχῃ σκλαβωμένους. Οὐ μόνον δὲ ταῦτα ἐποίησεν, ἀλλὰ καὶ ὑποσχέσεις ἔδωκεν ἀσφαλεῖς ἐνώπιον πολλῶν, ὅτι εἰς τὸ ἑξῆς νὰ μὴ πολεμοῦσι τὰ στρατεύματα τῶν Ῥωμαίων τοὺς Σαρακηνούς. Μὲ ταῦτα λοιπὸν καὶ τὰ τοιαῦτα ἐπέτυχε τῆς αἰτήσεως, τελειώσας ὅλα ὅσα ὑπεσχέθη (7).

Ὅθεν ἐπειδὴ ἔδωκεν ὁ Ἀμηρᾶς, εἰς τὸ νὰ ἀποσταλῇ τῷ Ῥωμανῷ ἡ θεία εἰκών, τούτου χάριν ὁ Σαμοσάτων Ἐπίσκοπος, καὶ ὁ Ἐδέσσης, καὶ ἄλλοι τινὲς εὐλαβεῖς, πέρνοντες τὸ ἅγιον εἰκόνισμα τοῦ Κυρίου (καὶ τὴν χριστόγραφον ἐπιστολήν) (8) ἄρχισαν τὴν ὁδοιπορίαν διὰ τὴν Κωνσταντινούπολιν. Πολλὰ δὲ θαύματα ἐγίνοντο εἰς τὸν δρόμον. Ὅταν δὲ ἔφθασαν εἰς τὴν τοποθεσίαν τὴν καλουμένην τῶν Ὀπτημάτων, ἐν τῷ Ναῷ τῆς Θεοτόκου τῷ καλουμένῳ τοῦ Εὐσεβίου, πολλοὶ ἀσθενεῖς ἐπρόστρεξαν μετὰ πίστεως, εἰς τὸν ἅγιον χαρακτῆρα τοῦ Κυρίου, καὶ ἰατρεύθησαν ἀπὸ τὰς διαφόρους των ἀσθενείας. Τότε δὲ προσῆλθε καὶ ἕνας δαιμονισμένος, ὁ ὁποῖος ταῦτα ἐπροφήτευσε λέγων, ἀπόλαβε ὦ Κωνσταντινούπολις δόξαν καὶ τιμὴν καὶ χαράν. Καὶ σὺ Πορφυρογέννητε, ἀπόλαβε τὴν βασιλείαν σου. Καὶ παρευθὺς ἰατρεύθη ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ δαιμόνιον. Κατὰ δὲ τοὺς ͵ςυξζ΄ [6467] χρόνους ἀπὸ κτίσεως κόσμου, ἐν τῇ δεκάτῃ πέμπτῃ τοῦ Αὐγούστου μηνός, ἐν ἔτει δὲ ἀπὸ Χριστοῦ ἐννακοσιοστῷ πεντηκοστῷ ἐννάτῳ, ἐπὶ Ῥωμανοῦ τοῦ βασιλέως, ἔφθασαν οἱ ἀνωτέρω Ἀρχιερεῖς εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸν ἐν Βλαχέρναις Ναόν, φέροντες μαζί των καὶ τὴν ἁγίαν εἰκόνα τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία σεβασμίως καὶ περιχαρῶς ἐπροσκυνήθη, τόσον ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς, ὅσον καὶ ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας καὶ τὸν λοιπὸν λαόν. Εἰς δὲ τὴν αὐρινὴν ἡμέραν, ἤτοι κατὰ τὴν παροῦσαν δεκάτην ἕκτην τοῦ Αὐγούστου, πέρνοντες τὴν ἁγίαν εἰκόνα ἐπάνω εἰς τοὺς ὤμους των ὁ Πατριάρχης Θεοφύλακτος, καὶ οἱ νεάζοντες βασιλεῖς, (ὁ γὰρ Ῥωμανὸς δὲν ἦτον παρών, διατὶ ἦτον ἀσθενής) ἀλλὰ καὶ ὅλη ἡ γερουσία μὲ ὅλον τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, παρέπεμψαν τὴν ἁγίαν εἰκόνα μὲ τὴν πρέπουσαν δορυφορίαν, ἕως εἰς τὴν καλουμένην Χρυσῆν πόρταν. Ἔπειτα πέρνοντες αὐτὴν ἀπὸ ἐκεῖ μὲ ψαλμοὺς καὶ ὕμνους, καὶ μὲ μυριάδας λαμπάδας καὶ φῶτα, ἐπῆγαν εἰς τὸν περιώνυμον καὶ μεγαλώτατον τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας Ναόν. Καὶ ἐκεῖ ποιήσαντες τὴν ἁρμόζουσαν τάξιν, ἀνέβηκαν εἰς τὰ βασιλικὰ παλάτια, καὶ ἐμβαίνοντες μέσα εἰς τὸν Ναὸν τῆς Θεοτόκου τὸν ἐπονομαζόμενον τοῦ Φάρου, ἐκεῖ ἀπόθεσαν τὸ ἅγιον καὶ τίμιον ἐκτύπωμα τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἰς δόξαν τῶν Χριστιανῶν, εἰς φύλαξιν τῶν βασιλέων, εἰς ἀσφάλειαν ὅλης τῆς Πόλεως, καὶ τῆς τῶν Χριστιανῶν καταστάσεως (9).

(3) Σημειοῦμεν ἐδῶ, ὅτι ἐπειδὴ κατὰ τὴν δεκάτην ἕκτην ταύτην τοῦ Αὐγούστου, ἑορτάζεται ἡ ἀπὸ Ἐδέσσης εἰς Κωνσταντινούπολιν μετακομιδὴ τῆς ἀχειροποιήτου εἰκόνος τοῦ Κυρίου, τούτου χάριν παρεκάλεσάν με τινὲς φιλόκαλοι ἀδελφοί, καὶ ἐποίησα δύω δοξαστικὰ τροπάρια, ἓν εἰς τὰ πρῶτα στιχηρά, καὶ ἕτερον εἰς τὰ ἀπὸ στίχου, ἃ καὶ ἔγραψα ἐν τῷ τέλει τοῦ Αὐγούστου. Ὅθεν ὅποιος ἀγαπᾷ, ἂς τὰ ψάλῃ. [Σ.τ.ἐ.: Παρατίθενται εἰς τὸ τέλος τοῦ παρόντος τρίτου τόμου.]

(4) Τοῦτο φαίνεται, ὅτι παρεξέσθη ἀπὸ τὸ λόγιον ἐκεῖνο ὁποῦ εἶπεν ὁ Θεὸς πρὸς τὸν Ἡσαΐαν· «Ἀκοῇ ἀκούσατε, καὶ οὐ μὴ συνῆτε, καὶ βλέποντες βλέψετε, καὶ οὐ μὴ ἴδητε» (Ἡσ. Ϟ΄, 10). Τὸ γάρ, οὐ μὴ ἴδητε τοῦτο, νοεῖται ἀντὶ τοῦ, οὐ μὴ πιστεύσητε.

Τοῦτο δὲ δηλοῖ καὶ ἐκεῖνο ὁποῦ εἶπεν ἐν Εὐαγγελίοις ὁ Κύριος· «Ἵνα οἱ μὴ βλέποντες βλέπωσιν (ἤτοι πιστεύσωσι) καὶ οἱ βλέποντες, τυφλοὶ γένωνται (ἤτοι ἵνα μείνωσιν ἐν τῇ ἀπιστίᾳ)» (Ἰω. θ΄, 35). Τὸ δὲ ἵνα ἐνταῦθα, δὲν εἶναι αἰτιολογικόν, ἀλλὰ ἀποβατικόν, ἤγουν, ὄχι διατὶ οἱ ἰδόντες δὲν ἐπίστευσαν, διὰ τοῦτο οἱ μὴ ἰδόντες ἐπίστευσαν εἰς ἐμένα καὶ ἔζησαν. Ἀλλ’ ὅτι, ἐκείνων μὴ θελησάντων πιστεῦσαι καὶ ζῆσαι, ἐκ τούτου ἀπέβη, τὸ νὰ πιστεύσουν οὗτοι καὶ νὰ ζήσουν.

Καθὼς εἶναι καὶ ἐκεῖνο τὸ ἐν Εὐαγγελίοις εἰρημένον περὶ τοῦ τυφλοῦ· «Οὔτε οὗτος ἥμαρτεν, οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ’ ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ», ὡς ἑρμηνεύουσιν αὐτὸ ὁ Χρυσορρήμων καὶ ὁ Θεοφύλακτος.

(5) Σημείωσαι, ὅτι ὁ πρωτοσπαθάριος Γεώργιος ὁ Μανιάκης, στρατηγὸς ὢν εἰς τὰς χώρας πέριξ τοῦ Εὐφράτου ποταμοῦ, ἐπῆρε τὴν Ἔδεσσαν, ὅπου εὑρῆκε καὶ τὴν ἰδιόγραφον ταύτην ἐπιστολὴν τοῦ Κυρίου, καὶ ἀπέστειλεν αὐτὴν εἰς τὸν βασιλέα Ῥωμανὸν Ἀργυρόπουλον ἐν ἔτει ͵ακη΄ [1028]. (Ὅρα τὸν Μελέτιον, τόμ. β΄, σελ. 388.) Λέγει δὲ ὁ Θεοφάνης καὶ ὁ Κωδινός, ὅτι ἐπὶ Μιχαὴλ τοῦ Παφλαγόνος ἔγινε λιτανεία, ἐν ᾗ ἐβάσταζον οἱ τοῦ βασιλέως ἀδελφοί, ὁ μέν, τὴν πρὸς Αὔγαρον ταύτην ἐπιστολὴν τοῦ Κυρίου, ὁ δέ, τὰ σπάργανα αὐτοῦ (σελ. 1152 τῆς Δωδεκαβίβλου τοῦ Δοσιθέου).

(6) Οὗτος ὁ Ἀπόστολος Θαδδαῖος ἦτον ἀπὸ τὴν Ἔδεσσαν, καὶ ἑορτάζεται κατὰ τὴν εἰκοστὴν πρώτην τοῦ Αὐγούστου. Γράφει δὲ Γεώργιος ὁ Σύγγελος ἐν τῇ Χρονογραφίᾳ, ὅτι ὁ Ἀπόστολος οὗτος Θαδδαῖος ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἔδεσσαν, κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον, καθ’ ὃν ἐπίστευσεν ὁ Παῦλος, ἤτοι ἐν τῷ τριακοστῷ ἕκτῳ ἔτει ἀπὸ Χριστοῦ. Ὁ δὲ Παμφίλου Εὐσέβιος, ἐν κεφ. ιγ΄ τοῦ α΄ βιβλίου τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, παρασταίνει καὶ τὰς ἀνωτέρω ἀμοιβαίας δύω ἐπιστολὰς τοῦ Αὐγάρου πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ τοῦ Ἰησοῦ πρὸς τὸν Αὔγαρον, λέγων, ὅτι παρέλαβεν αὐτὰς ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα βασιλικὰ παλάτια τῆς Ἐδέσσης, εἰς τὰ ὁποῖα ἐφυλάττοντο αὗται παλαιόθεν. Ἐπιβεβαιοῖ δὲ τὰ τοῦ Εὐσεβίου καὶ ὁ θεῖος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος, ὁ καὶ τῆς Ἐδεσσηνῶν Ἐκκλησίας χρηματίσας Διάκονος. Τὰς ἐπιστολὰς ταύτας τοῦ Αὐγάρου, καὶ τοῦ Κυρίου, ἐδέχθησαν, ὁ Προκόπιος, ὁ Εὐάγριος, ὁ Κεδρηνός, καὶ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, παρὰ Ἀλεξάνδρῳ τῷ Νατάλει. (Ὅρα σελ. 216 τῆς Δωδεκαβίβλου.)

Καὶ ἀγκαλὰ οἱ ὑστερινοὶ κριτικοὶ μὲ κᾄποια ἐπιχειρήματα ἀγωνίζονται νὰ δείξουν ἐπίπλαστον, τόσον τὴν ἱστορίαν αὐτὴν τὴν περὶ τοῦ Ἀποστόλου Θαδδαίου, ὅσον καὶ τὰς ἀνωτέρω δύω ἐπιστολάς. Ὅμως Αὐγουστῖνος ὁ Καλμέτος ἐν τῷ λεξικῷ τῆς θείας Γραφῆς, ἐν τῇ λέξει Αὔγαρος, ἄριστα σημειόνοι, ὅτι ἂν καὶ δώσωμεν, πῶς ἔξω μὲν εἰσήχθησαν κᾄποιαί τινες περιστάσεις, εἰς τὰ ἀνωτέρω ἱστορούμενα, μὅλον τοῦτο δὲν ἀκολουθεῖ ἐκ τούτου νὰ μὴ ἀληθεύῃ ἡ οὐσία τοῦ πράγματος. (Ὅρα εἰς τὴν νεοτύπωτον Ἑκατονταετηρίδα, σελ. 126.) Οὐκ ὀρθῶς δὲ λέγει ὁ Σύγγελος, ὅτι ὁ Ἀπόστολος Θαδδαῖος ἦτον ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἑβδομήκοντα, καθότι αὐτὸς ἦτον εἷς τῶν Δώδεκα.

(7) Ὁ δὲ Μελέτιος λέγει, ὅτι ἡ Ἔδεσσα, εἰς καιρὸν ὁποῦ ἐκινδύνευε νὰ κυριευθῇ ἀπὸ τοὺς Ῥωμαίους ὁποῦ τὴν ἐπολιόρκουν, οὖσαν πρότερον κυριευμένην ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνούς, τότε, λέγω, διὰ νὰ φύγωσιν οἱ Ἐδεσσηνοὶ τὴν αἰχμαλωσίαν, ἔδωκαν λύτρον ἑαυτῶν τὴν ῥηθεῖσαν εἰκόνα τοῦ Κυρίου, τὴν ὁποίαν ὑπεδέχθη ὁ βασιλεὺς μὲ λαμπρὰν καὶ πρέπουσαν δορυφορίαν (τόμ. β΄, σελ. 354 τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας). Γράφει δὲ ὁ αὐτός, καὶ ὅτι Νικηφόρος ὁ Φωκᾶς, ὁ ἐν ἔτει 963 βασιλεύσας, τῷ δευτέρῳ ἔτει τῆς βασιλείας του, ἔφερεν εἰς Κωνσταντινούπολιν τὸ ἐκτύπωμα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, τὸ ὁποῖον εὗρεν εἰς Κέραμον κατὰ τὴν Ἱεράπολιν τῆς Συρίας. Ἴσως δὲ τὸ ἐκτύπωμα αὐτό, ἦτον ἐκεῖνο, ὁποῦ εἰκονίσθη εἰς τὴν κεραμίδα, ἥτις ἦν ἔμπροσθεν τοῦ ἁγίου μανδυλίου, ὡς εἴπομεν ἀνωτέρω· καὶ οὐχὶ αὐτὸ τὸ ἐν τῷ μανδυλίῳ τετυπωμένον.

(8) Κατὰ λάθος φαίνεται, ὅτι προσετέθη ἐδῶ ἡ χριστόγραφος ἐπιστολή, καθ’ ὅτι αὕτη ὕστερον ἐν ἔτει ͵ακη΄ [1028] μετεκομίσθη εἰς Κωνσταντινούπολιν, ὡς εἴπομεν.

(9) Λέγουσι δέ τινες, ὅτι ὁ ἀχειροποίητος αὐτὸς χαρακτὴρ τοῦ Κυρίου, εὑρίσκεται τώρα εἰς τὴν παλαιὰν Ῥώμην. (Καὶ ὅρα σελ. 744 τῆς Δωδεκαβίβλου.) Σημείωσαι, ὅτι Κωνσταντῖνος Λάσκαρις ὁ βασιλεὺς γράφει τὴν διήγησιν περὶ τοῦ ἁγίου μανδυλίου τούτου, τοῦ μετακομισθέντος εἰς Κωνσταντινούπολιν, ἧς ἡ ἀρχή· «Οὐκ ἄρα μόνον αὐτὸς ἀκατάληπτος ἦν». (Σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, ἐν τῇ Μονῇ τοῦ Βατοπαιδίου, καὶ ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων.) Εὑρίσκεται δὲ ἐν τῇ Λαύρᾳ καὶ ἕτερος λόγος περὶ τῆς αὐτῆς ὑποθέσεως, οὗ ἡ ἀρχή· «Περὶ τῆς ἐν Ἐδέσσῃ ἀχειροποιήτου καὶ θείας μορφῆς Χριστοῦ».

*

Ἡ ἐν τῷ Ναῷ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς ἐξάντλησις τοῦ Ἁγιασμοῦ καὶ αὖθις ἀνάδοσις.

Πηγὴ κενοῦται θαυματουργῶν ὑδάτων,
Πληρουμένη δὲ θαυματουργεῖ καὶ πάλιν.

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ συνέφθασε καὶ ἡ μνήμη τῆς μετὰ οἰκτιρμῶν ἐπενεχθείσης ἡμῖν ἐν τοῖς πάλαι χρόνοις, φοβερᾶς ἀπειλῆς τοῦ σεισμοῦ, ἧς παρ’ ἐλπίδα πᾶσαν ἐλυτρώσατο ἡμᾶς ὁ Πανοικτίρμων Θεός.

*

Ὁ Ἅγιος νέος Ὁσιομάρτυς Νικόδημος ὁ ἐκ Μετεώρων, ἐμαρτύρησε διὰ τὴν εὐσέβειαν ἐν ἔτει ͵αφνα΄ [1551] (10).

Τί δαὶ σὺ Νικόδημε; εἰπὲ σὸν πάθος.
Τεθανάτωμαι δι’ ἀγάπην Κυρίου.

(10) Ὅρα εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον.

*

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Σταμάτιος ὁ ἐκ τοῦ Βόλου, ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσας κατὰ τὸ ἔτος ͵αχπ΄ [1680], ξίφει τελειοῦται (11).

Ὁ Σταμάτιος εὗρε τῶν κάτω στάσιν,
ᾈεικίνητον δ’ εὗρε τῶν ἄνω δρόμον.

(11) Ὅρα τὸ Μαρτύριον αὐτοῦ εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

 

Των Αγίων Διομήδους, Χαιρήμωνος, Αλκιβιάδου, Νικοδήμου Νεομάρτυρος, Σταματίου Νεομάρτυρος

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.