Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου15 Νοεμβρίου

Των Αγίων Γουρία, Σαμωνά και Αβίβου των Μαρτύρων και Ομολογητών, Κυντιώνος επισκόπου Σελευκείας κ.α.

  Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Άγιοι Γουρίας, Σαμωνάς και ΆβιβοςΤω αυτώ μηνί ΙΕ’, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων και Ομολογητών Γουρία, Σαμωνά, και Αβίβου.

Ξίφος τελεοί Σαμωνάν και Γουρίαν,
Και φλοξ Άβιβον, οις χαρά φλοξ και ξίφος.

Πυρ πέμπτη δεκάτη Άβιβον πέφνε χαλκός εταίρους.

Από τους Αγίους Μάρτυρας τούτους, ο μεν Σαμωνάς και Γουρίας, εμαρτύρησαν κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού και του δουκός Αντωνίνου, εν έτει σπη’ [288]. Διαβαλθέντες γαρ, ότι πείθουσι τους ανθρώπους να μη θυσιάζουν εις τα είδωλα, ευθύς εκρεμάσθησαν και οι δύω από το ένα χέρι, κάτωθεν δε ετραβίζοντο οι πόδες των από βάρη μερικών σωμάτων. Και έτζι έμειναν κρεμασμένοι από την τρίτην ώραν έως την έκτην. Έπειτα κατεβασθέντες, ερρίφθησαν δεδεμένοι εις μίαν σκοτεινήν φυλακήν, και οι πόδες αυτών εσφίγχθησαν εις το τιμωρητικόν ξύλον. Εκεί δε διεπέρασαν στενοχωρούμενοι και κακοπαθούντες από την πείναν, τέσσαρας ολοκλήρους μήνας.

Μετά ταύτα, ο μεν Άγιος Σαμωνάς, εκρεμάσθη κατακέφαλα από το ένα ποδάρι, από την δευτέραν ώραν έως την πέμπτην. Όθεν ευγήκε το γόνατόν του από τον τόπον του. Ο δε Άγιος Γουρίας έμεινεν εις την φυλακήν ωσάν μισαποθαμένος. Την δε ερχομένην ημέραν απεκεφαλίσθησαν και οι δύω. Άβιβος δε ο Διάκονος διαβαλθείς κατά τους χρόνους Λικινίου του τυράννου εν έτει τις’ [316], εδίδασκε τους Έλληνας την εις Χριστόν πίστιν. Όθεν πρώτον μεν εκρεμάσθη, έπειτα δε εδάρθη. Απολυθείς δε ύστερον, ερωτάται, εάν αρνήται τον Χριστόν. Και μη πεισθείς εις την προσταγήν του τυράννου, παρεδόθη εις το πυρ έχων εις το στόμα του ένα λουρί ωσάν χαλινάρι. Και έτζι ετελείωσε το μαρτύριόν του. Όθεν έλαβον και οι τρεις παρά Κυρίου τους στεφάνους της νίκης. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτών όρα εις τον Νέον Παράδεισον. Τον ελληνικόν δε τούτων Βίον συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Έτος μεν από της Αλεξάνδρου». Σώζεται εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις, και προ τούτων εν τη Λαύρα.)

*

Τη αυτή ημέρα μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Κυντιώνος (1), Επισκόπου Σελευκείας.

Την δωρεάν ηύξησε Κυντιών θύτης,
Ευ δούλε γουν ήκουσε. Τι τούτου πλέον;

(1) Εν δε τω τετυπωμένω Συναξαριστή γράφεται, Κυντιριανού. Αξιοπιστότερον δε το του χειρογράφου ως εν τοις στίχοις δηλούμενον.

*

Μνήμη των ευσεβών βασιλέων Ιουστίνου και Θεοδώρας.

Ιουστίνον άνακτα συν Θεοδώρα,
Προς ουρανούς κέκληκε πάντων Δεσπότης (2).

(2) Ούτος ο βασιλεύς Ιουστίνος ήτον κατά το γένος Θραξ. Και από εκεί οπού ήτον πρώτον ποιμήν προβάτων και χοίρων, ύστερον έγινε στρατιώτης, είτα κόμης και τελευταίον έγινε βασιλεύς εν έτει 518. Ήτον δε εις τα θεία Ορθόδοξος και ευσεβέστατος, και κατά πάντα άριστος. Έχων δε γυναίκα Λουπικίαν καλουμένην, ανηγόρευσεν αυτήν Αυγούσταν, και μετωνόμασεν αυτήν Ευφημίαν. Ταύτης δε αποθανούσης, επήρεν άλλην γυναίκα, Θεοδώραν καλουμένην, ήτις δηλαδή αναφέρεται εδώ. Ταύτην δε ανηγόρευσε και Αυγούσταν. Όρα τον Μελέτιον, τόμω β’, σελ. 64. Γράφει δε και ο Δοσίθεος, σελ. 429 της Δωδεκαβίβλου, περί τούτου του Ιουστίνου ταύτα. «Μετά την λύσσαν του τριπλόκου όφεως Βασιλίσκου, Ζήνωνος και Αναστασίου, έφθασεν η ευδαιμονία του Ιουστίνου. Υφ’ ου εβεβαιούντο αι τέσσαρες Οικουμενικαί Σύνοδοι, ως τα τέσσαρα Ευαγγέλια τιμώμεναι, επειδή ήσαν καρποί των Ευαγγελίων σωτηριωδέστατοι. Ηλευθερούντο οι εξωρισμένοι Επίσκοποι. Εφυγαδεύοντο οι αιρετικοί. Ηνούτο η Εκκλησία Ανατολής και Δύσεως. Ώστε περί εκείνου του καιρού είπεν ο θείος Δαβίδ· “Μη επιλήσεται ο Θεός του οικτειρήσαι, αύτη η αλλοίωσις της δεξιάς του Υψίστου”». Ο δε Μελέτιος (σελ. 116 του β’ τόμου) γράφει ότι επί του Ιουστίνου τούτου ετυπώθη να ψάλλεται, εν μεν τη Μεγάλη Πέμπτη το «του Δείπνου σου του μυστικού», εν δε ταις άλλαις ημέραις, το «Οι τα χερουβίμ μυστικώς εικονίζοντες», καθώς ιστορεί ο Κεδρηνός. Εβασίλευσε δε ούτος χρόνους εννέα, και ημέρας τριαντατρείς (σελ. 64 του β’ τομ. του Μελετίου).

*

Οι Άγιοι Μάρτυρες Ελπίδιος, Μάρκελλος και Ευστόχιος, πυρί τελειούνται.

Πυρ Ελπίδιε συν δυσί στέγειν φίλοις,
Η των επάθλων ελπίς ηρέθιζέ σε.

Ο μακάριος ούτος Ελπίδιος ήτον ένας της Συγκλήτου βουλής, εμπιστευμένος τα μυστικά πράγματα του αποστάτου βασιλέως Ιουλιανού, εν έτει τξα’ [361]. Νόμους δε γράφων, εγνωρίσθη ότι είναι Χριστιανός. Παρασταθείς λοιπόν εις τον αποστάτην, και μη πεισθείς να αρνηθή τον Χριστόν, ενεδύθη ένα φόρεμα τραχύ υφασμένον από γηδίσσας τρίχας. Το οποίον, είχε μεν καρφωμένα τριβόλια σιδηρά, άνωθεν δε αλείφετο με πίσσαν βραστήν και με αυτήν εστερεόνοντο τα τριβόλια. Έπειτα κτυπούμενον επάνωθεν το φόρεμα εκείνο, κατετρύπα τας υποκάτω σάρκας του Αγίου με τας αγκίδας των τριβολίων. Μετά ταύτα εβάλθη ο Άγιος μέσα εις λάκκον και κατεκάη εις τας σάρκας με βραστόν νερόν, το οποίον εχύνετο εις όλον το σώμα του. Είτα βάνεται επάνω εις τας καταξηρανθείσας σάρκας του ένα έμπλαστρον, κατασκευασμένον μεν από πίσσαν και οξύγγι, και από άλλα κολλητικά και καυστικά είδη, καϊμένον δε ον εις την φωτίαν με υπερβολήν. Ακολούθως δε ποτίζεται κάποια δριμύτατα ποτά, μεμιγμένα όντα με τεάφι και άσφαλτον: ήτοι νεύτι ή πίσσαν. Μετά ταύτα εδέθη εις άγρια άλογα και ταύρους, ομού με τον Ευστόχιον και Μάρκελλον. Με σκοπόν, ίνα διασπαραχθούν από αυτά. Αλλ’ όμως τα ζώα έμειναν ακίνητα υπό θείας δυνάμεως. Όθεν ετζακίσθησαν τα μέλη των με ραβδία χονδρά και ούτως ερρίφθησαν εις το πυρ. Εις το οποίον ευρισκόμενοι, παρέδωκαν οι αοίδιμοι τας ψυχάς των εις χείρας Θεού.

Λέγουσι δε ότι μετά ταύτα, ενταφιάσθησαν μεν αυτών τα τίμια σώματα εις το όρος το Καρμήλιον. Ευθύς δε, γενομένων αστραπών και βροντών, παρεγένετο εκεί ο Δεσπότης Χριστός μετά αγγελικών δυνάμεων, και ησπάσατο τους Μάρτυρας. Και τον μεν Ευστόχιον και Μάρκελλον, μετέθηκεν εις ένα τόπον, όπου αυτός ηθέλησε, τον δε θαυμαστόν Ελπίδιον, ανέστησε, και δυναμώσας αυτόν, απέστειλε δια να αγωνισθή εις το μαρτύριον δεύτερον. Τον οποίον βλέπωντας ο Ιουλιανός, επρόσταξε να απλωθή από τέσσαρα μέρη, και να δέρνεται αδιακόπως. Έπειτα να χύνεται ξύδι και άλας επάνω εις τας πληγάς του. Αι δε πληγαί του να τρίβωνται με πανία τρίχινα: ήτοι υφασμένα από τρίχας γηδίσσας. Μετά ταύτα απλώθη ο του Χριστού Μάρτυς επάνω εις αναμμένα κάρβουνα, αλλά και επάνω εις την κεφαλήν του εβάλθησαν κάρβουνα. Είτα κρεμάται επάνω εις το βασανιστήριον ξύλον και βάλλεται επάνω εις τους ώμους του ένα σκουτάρι σιδηρένιον, το οποίον είχε τρύπαν εις την μέσην. Επάνω δε εις το σκουτάρι εβάλθη ένας σωρός από κάρβουνα αναμμένα, με σκοπόν δια να κατακαύση τα αισθητήριά του. Ακολούθως δε από αυτά, εκτυπήθη εις την κεφαλήν με ένα κοράκι σιδηρένιον. Επειδή δε εφυλάχθη ο Άγιος αβλαβής από όλα, δια τούτο πολλούς απίστους επίστρεψεν εις την πίστιν του Χριστού, και εκατάπεισε τούτους να τζακίσουν τα είδωλα. Τελευταίον δε, βαλθείς ο Μάρτυς εις ένα καμίνι αναμμένον, παρέδωκε το πνεύμα του εις χείρας Θεού, και ούτως έλαβε παρ’ αυτού της νίκης τον στέφανον (3).

(3) Σημείωσαι, ότι περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις Μηναίοις και τω τετυπωμένω Συναξαριστή η μνήμη και το Συναξάριον του Αγίου Ιερομάρτυρος Υπατίου Επισκόπου Γαγγρών. Ταύτα γαρ γράφονται κατά την τριακοστήν πρώτην του Μαρτίου.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Δημήτριος ξίφει τελειούται (4).

Ο Δημήτριος χειρί τμηθείς δημίου,
Δήμοις αθλητών συγχορεύει Κυρίου.

Ούτος ο Άγιος πιασθείς κατά τους χρόνους Μαξιμιανού του βασιλέως και Πουπλίου άρχοντος, εν έτει σϞη’ [298], πολλά υπέμεινε βάσανα δια την του Χριστού πίστιν, τελευταίον δε απεκεφαλίσθη δια του ξίφους, και ούτως έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον.

(4) Εν δε τω χειρογράφω Συναξαριστή γράφεται, ότι ο Δημήτριος ούτος ήτον από χώρας Δαβούδου.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Άγιοι Γουρίας, Σαμωνάς και ΆβιβοςΤῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΕ΄, μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων καὶ Ὁμολογητῶν Γουρία, Σαμωνᾶ, καὶ Ἀβίβου.

Ξίφος τελεοῖ Σαμωνᾶν καὶ Γουρίαν,
Καὶ φλὸξ Ἄβιβον, οἷς χαρὰ φλὸξ καὶ ξίφος.

Πῦρ πέμπτῃ δεκάτῃ Ἄβιβον πέφνε χαλκὸς ἑταίρους.

Ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Μάρτυρας τούτους, ὁ μὲν Σαμωνᾶς καὶ Γουρίας, ἐμαρτύρησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Διοκλητιανοῦ καὶ τοῦ δουκὸς Ἀντωνίνου, ἐν ἔτει σπη΄ [288]. Διαβαλθέντες γάρ, ὅτι πείθουσι τοὺς ἀνθρώπους νὰ μὴ θυσιάζουν εἰς τὰ εἴδωλα, εὐθὺς ἐκρεμάσθησαν καὶ οἱ δύω ἀπὸ τὸ ἕνα χέρι, κάτωθεν δὲ ἐτραβίζοντο οἱ πόδες των ἀπὸ βάρη μερικῶν σωμάτων. Καὶ ἔτζι ἔμειναν κρεμασμένοι ἀπὸ τὴν τρίτην ὥραν ἕως τὴν ἕκτην. Ἔπειτα κατεβασθέντες, ἐρρίφθησαν δεδεμένοι εἰς μίαν σκοτεινὴν φυλακήν, καὶ οἱ πόδες αὐτῶν ἐσφίγχθησαν εἰς τὸ τιμωρητικὸν ξύλον. Ἐκεῖ δὲ διεπέρασαν στενοχωρούμενοι καὶ κακοπαθοῦντες ἀπὸ τὴν πεῖναν, τέσσαρας ὁλοκλήρους μῆνας.

Μετὰ ταῦτα, ὁ μὲν Ἅγιος Σαμωνᾶς, ἐκρεμάσθη κατακέφαλα ἀπὸ τὸ ἕνα ποδάρι, ἀπὸ τὴν δευτέραν ὥραν ἕως τὴν πέμπτην. Ὅθεν εὐγῆκε τὸ γόνατόν του ἀπὸ τὸν τόπον του. Ὁ δὲ Ἅγιος Γουρίας ἔμεινεν εἰς τὴν φυλακὴν ὡσὰν μισαποθαμένος. Τὴν δὲ ἐρχομένην ἡμέραν ἀπεκεφαλίσθησαν καὶ οἱ δύω. Ἄβιβος δὲ ὁ Διάκονος διαβαλθεὶς κατὰ τοὺς χρόνους Λικινίου τοῦ τυράννου ἐν ἔτει τις΄ [316], ἐδίδασκε τοὺς Ἕλληνας τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν. Ὅθεν πρῶτον μὲν ἐκρεμάσθη, ἔπειτα δὲ ἐδάρθη. Ἀπολυθεὶς δὲ ὕστερον, ἐρωτᾶται, ἐὰν ἀρνῆται τὸν Χριστόν. Καὶ μὴ πεισθεὶς εἰς τὴν προσταγὴν τοῦ τυράννου, παρεδόθη εἰς τὸ πῦρ ἔχων εἰς τὸ στόμα του ἕνα λουρὶ ὡσὰν χαλινάρι. Καὶ ἔτζι ἐτελείωσε τὸ μαρτύριόν του. Ὅθεν ἔλαβον καὶ οἱ τρεῖς παρὰ Κυρίου τοὺς στεφάνους τῆς νίκης. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτῶν ὅρα εἰς τὸν Νέον Παράδεισον. Τὸν ἑλληνικὸν δὲ τούτων Βίον συνέγραψεν ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἔτος μὲν ἀπὸ τῆς Ἀλεξάνδρου». Σῴζεται ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις, καὶ πρὸ τούτων ἐν τῇ Λαύρᾳ.)

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Κυντιῶνος (1), Ἐπισκόπου Σελευκείας.

Τὴν δωρεὰν ηὔξησε Κυντιὼν θύτης,
Εὖ δοῦλε γοῦν ἤκουσε. Τί τούτου πλέον;

(1) Ἐν δὲ τῷ τετυπωμένῳ Συναξαριστῇ γράφεται, Κυντιριανοῦ. Ἀξιοπιστότερον δὲ τὸ τοῦ χειρογράφου ὡς ἐν τοῖς στίχοις δηλούμενον.

*

Μνήμη τῶν εὐσεβῶν βασιλέων Ἰουστίνου καὶ Θεοδώρας.

Ἰουστῖνον ἄνακτα σὺν Θεοδώρᾳ,
Πρὸς οὐρανοὺς κέκληκε πάντων Δεσπότης (2).

(2) Οὗτος ὁ βασιλεὺς Ἰουστῖνος ἦτον κατὰ τὸ γένος Θράξ. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ὁποῦ ἦτον πρῶτον ποιμὴν προβάτων καὶ χοίρων, ὕστερον ἔγινε στρατιώτης, εἶτα κόμης καὶ τελευταῖον ἔγινε βασιλεὺς ἐν ἔτει 518. Ἦτον δὲ εἰς τὰ θεῖα Ὀρθόδοξος καὶ εὐσεβέστατος, καὶ κατὰ πάντα ἄριστος. Ἔχων δὲ γυναῖκα Λουπικίαν καλουμένην, ἀνηγόρευσεν αὐτὴν Αὐγοῦσταν, καὶ μετωνόμασεν αὐτὴν Εὐφημίαν. Ταύτης δὲ ἀποθανούσης, ἐπῆρεν ἄλλην γυναῖκα, Θεοδώραν καλουμένην, ἥτις δηλαδὴ ἀναφέρεται ἐδῶ. Ταύτην δὲ ἀνηγόρευσε καὶ Αὐγοῦσταν. Ὅρα τὸν Μελέτιον, τόμῳ β΄, σελ. 64. Γράφει δὲ καὶ ὁ Δοσίθεος, σελ. 429 τῆς Δωδεκαβίβλου, περὶ τούτου τοῦ Ἰουστίνου ταῦτα. «Μετὰ τὴν λύσσαν τοῦ τριπλόκου ὄφεως Βασιλίσκου, Ζήνωνος καὶ Ἀναστασίου, ἔφθασεν ἡ εὐδαιμονία τοῦ Ἰουστίνου. Ὑφ’ οὗ ἐβεβαιοῦντο αἱ τέσσαρες Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι, ὡς τὰ τέσσαρα Εὐαγγέλια τιμώμεναι, ἐπειδὴ ἦσαν καρποὶ τῶν Εὐαγγελίων σωτηριωδέστατοι. Ἠλευθεροῦντο οἱ ἐξωρισμένοι Ἐπίσκοποι. Ἐφυγαδεύοντο οἱ αἱρετικοί. Ἡνοῦτο ἡ Ἐκκλησία Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως. Ὥστε περὶ ἐκείνου τοῦ καιροῦ εἶπεν ὁ θεῖος Δαβίδ· “Μὴ ἐπιλήσεται ὁ Θεὸς τοῦ οἰκτειρῆσαι, αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου”». Ὁ δὲ Μελέτιος (σελ. 116 τοῦ β΄ τόμου) γράφει ὅτι ἐπὶ τοῦ Ἰουστίνου τούτου ἐτυπώθη νὰ ψάλλεται, ἐν μὲν τῇ Μεγάλῃ Πέμπτῃ τὸ «τοῦ Δείπνου σου τοῦ μυστικοῦ», ἐν δὲ ταῖς ἄλλαις ἡμέραις, τὸ «Οἱ τὰ χερουβὶμ μυστικῶς εἰκονίζοντες», καθὼς ἱστορεῖ ὁ Κεδρηνός. Ἐβασίλευσε δὲ οὗτος χρόνους ἐννέα, καὶ ἡμέρας τριαντατρεῖς (σελ. 64 τοῦ β΄ τόμ. τοῦ Μελετίου).

*

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἐλπίδιος, Μάρκελλος καὶ Εὐστόχιος, πυρὶ τελειοῦνται.

Πῦρ Ἐλπίδιε σὺν δυσὶ στέγειν φίλοις,
Ἡ τῶν ἐπάθλων ἐλπὶς ἠρέθιζέ σε.

Ὁ μακάριος οὗτος Ἐλπίδιος ἦτον ἕνας τῆς Συγκλήτου βουλῆς, ἐμπιστευμένος τὰ μυστικὰ πράγματα τοῦ ἀποστάτου βασιλέως Ἰουλιανοῦ, ἐν ἔτει τξα΄ [361]. Νόμους δὲ γράφων, ἐγνωρίσθη ὅτι εἶναι Χριστιανός. Παρασταθεὶς λοιπὸν εἰς τὸν ἀποστάτην, καὶ μὴ πεισθεὶς νὰ ἀρνηθῇ τὸν Χριστόν, ἐνεδύθη ἕνα φόρεμα τραχὺ ὑφασμένον ἀπὸ γηδίσσας τρίχας. Τὸ ὁποῖον, εἶχε μὲν καρφωμένα τριβόλια σιδηρᾶ, ἄνωθεν δὲ ἀλείφετο μὲ πίσσαν βραστὴν καὶ μὲ αὐτὴν ἐστερεόνοντο τὰ τριβόλια. Ἔπειτα κτυπούμενον ἐπάνωθεν τὸ φόρεμα ἐκεῖνο, κατετρύπα τὰς ὑποκάτω σάρκας τοῦ Ἁγίου μὲ τὰς ἀγκίδας τῶν τριβολίων. Μετὰ ταῦτα ἐβάλθη ὁ Ἅγιος μέσα εἰς λάκκον καὶ κατεκάη εἰς τὰς σάρκας μὲ βραστὸν νερόν, τὸ ὁποῖον ἐχύνετο εἰς ὅλον τὸ σῶμά του. Εἶτα βάνεται ἐπάνω εἰς τὰς καταξηρανθείσας σάρκας του ἕνα ἔμπλαστρον, κατασκευασμένον μὲν ἀπὸ πίσσαν καὶ ὀξύγγι, καὶ ἀπὸ ἄλλα κολλητικὰ καὶ καυστικὰ εἴδη, καϊμένον δὲ ὂν εἰς τὴν φωτίαν μὲ ὑπερβολήν. Ἀκολούθως δὲ ποτίζεται κᾄποια δριμύτατα ποτά, μεμιγμένα ὄντα μὲ τεάφι καὶ ἄσφαλτον: ἤτοι νεύτι ἢ πίσσαν. Μετὰ ταῦτα ἐδέθη εἰς ἄγρια ἄλογα καὶ ταύρους, ὁμοῦ μὲ τὸν Εὐστόχιον καὶ Μάρκελλον. Μὲ σκοπόν, ἵνα διασπαραχθοῦν ἀπὸ αὐτά. Ἀλλ’ ὅμως τὰ ζῶα ἔμειναν ἀκίνητα ὑπὸ θείας δυνάμεως. Ὅθεν ἐτζακίσθησαν τὰ μέλη των μὲ ῥαβδία χονδρὰ καὶ οὕτως ἐρρίφθησαν εἰς τὸ πῦρ. Εἰς τὸ ὁποῖον εὑρισκόμενοι, παρέδωκαν οἱ ἀοίδιμοι τὰς ψυχάς των εἰς χεῖρας Θεοῦ.

Λέγουσι δὲ ὅτι μετὰ ταῦτα, ἐνταφιάσθησαν μὲν αὐτῶν τὰ τίμια σώματα εἰς τὸ ὄρος τὸ Καρμήλιον. Εὐθὺς δέ, γενομένων ἀστραπῶν καὶ βροντῶν, παρεγένετο ἐκεῖ ὁ Δεσπότης Χριστὸς μετὰ ἀγγελικῶν δυνάμεων, καὶ ἠσπάσατο τοὺς Μάρτυρας. Καὶ τὸν μὲν Εὐστόχιον καὶ Μάρκελλον, μετέθηκεν εἰς ἕνα τόπον, ὅπου αὐτὸς ἠθέλησε, τὸν δὲ θαυμαστὸν Ἐλπίδιον, ἀνέστησε, καὶ δυναμώσας αὐτόν, ἀπέστειλε διὰ νὰ ἀγωνισθῇ εἰς τὸ μαρτύριον δεύτερον. Τὸν ὁποῖον βλέπωντας ὁ Ἰουλιανός, ἐπρόσταξε νὰ ἁπλωθῇ ἀπὸ τέσσαρα μέρη, καὶ νὰ δέρνεται ἀδιακόπως. Ἔπειτα νὰ χύνεται ξύδι καὶ ἅλας ἐπάνω εἰς τὰς πληγάς του. Αἱ δὲ πληγαί του νὰ τρίβωνται μὲ πανία τρίχινα: ἤτοι ὑφασμένα ἀπὸ τρίχας γηδίσσας. Μετὰ ταῦτα ἁπλώθη ὁ τοῦ Χριστοῦ Μάρτυς ἐπάνω εἰς ἀναμμένα κάρβουνα, ἀλλὰ καὶ ἐπάνω εἰς τὴν κεφαλήν του ἐβάλθησαν κάρβουνα. Εἶτα κρεμᾶται ἐπάνω εἰς τὸ βασανιστήριον ξύλον καὶ βάλλεται ἐπάνω εἰς τοὺς ὤμους του ἕνα σκουτάρι σιδηρένιον, τὸ ὁποῖον εἶχε τρύπαν εἰς τὴν μέσην. Ἐπάνω δὲ εἰς τὸ σκουτάρι ἐβάλθη ἕνας σωρὸς ἀπὸ κάρβουνα ἀναμμένα, μὲ σκοπὸν διὰ νὰ κατακαύσῃ τὰ αἰσθητήριά του. Ἀκολούθως δὲ ἀπὸ αὐτά, ἐκτυπήθη εἰς τὴν κεφαλὴν μὲ ἕνα κοράκι σιδηρένιον. Ἐπειδὴ δὲ ἐφυλάχθη ὁ Ἅγιος ἀβλαβὴς ἀπὸ ὅλα, διὰ τοῦτο πολλοὺς ἀπίστους ἐπίστρεψεν εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἐκατάπεισε τούτους νὰ τζακίσουν τὰ εἴδωλα. Τελευταῖον δέ, βαλθεὶς ὁ Μάρτυς εἰς ἕνα καμίνι ἀναμμένον, παρέδωκε τὸ πνεῦμά του εἰς χεῖρας Θεοῦ, καὶ οὕτως ἔλαβε παρ’ αὐτοῦ τῆς νίκης τὸν στέφανον (3).

(3) Σημείωσαι, ὅτι περιττῶς γράφεται ἐδῶ παρὰ τοῖς Μηναίοις καὶ τῷ τετυπωμένῳ Συναξαριστῇ ἡ μνήμη καὶ τὸ Συναξάριον τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Ὑπατίου Ἐπισκόπου Γαγγρῶν. Ταῦτα γὰρ γράφονται κατὰ τὴν τριακοστὴν πρώτην τοῦ Μαρτίου.

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Δημήτριος ξίφει τελειοῦται (4).

Ὁ Δημήτριος χειρὶ τμηθεὶς δημίου,
Δήμοις ἀθλητῶν συγχορεύει Κυρίου.

Οὗτος ὁ Ἅγιος πιασθεὶς κατὰ τοὺς χρόνους Μαξιμιανοῦ τοῦ βασιλέως καὶ Πουπλίου ἄρχοντος, ἐν ἔτει σϞη΄ [298], πολλὰ ὑπέμεινε βάσανα διὰ τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν, τελευταῖον δὲ ἀπεκεφαλίσθη διὰ τοῦ ξίφους, καὶ οὕτως ἔλαβε τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον.

(4) Ἐν δὲ τῷ χειρογράφῳ Συναξαριστῇ γράφεται, ὅτι ὁ Δημήτριος οὗτος ἦτον ἀπὸ χώρας Δαβούδου.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

 

 

Των Αγίων Γουρία, Σαμωνά και Αβίβου των Μαρτύρων και Ομολογητών, Κυντιώνος επισκόπου Σελευκείας κ.α.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.