Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου14 Φεβρουαρίου

Των Αγίων Αυξεντίου του εν τω βουνώ, Μάρωνος, Αβραάμου, Φιλήμονος Επισκόπου Γάζης, Γεωργίου Νεομάρτυρος Μιτυληναίου

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Άγιος ΑυξέντιοςΤω αυτώ μηνί ΙΔ’, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Αυξεντίου του εν τω βουνώ.

Ο βουνός ως Κάρμηλος ην Αυξεντίω,
Φανέντι τ’ άλλα πλην τελευτής Ηλία.

Λείψε βίον δεκάτη Αυξέντιος ηδέ τετάρτη.

Ούτος ήτον κατά τους χρόνους Θεοδοσίου του μικρού, εν έτει υμ’ [440], καταγόμενος μεν από την Ανατολήν, Σχολάριος δε ων κατά το αξίωμα. Γενόμενος δε Μοναχός, ανέβη εις το βουνόν, οπού ευρίσκεται αντικρύ εις την Οξείαν, ήτις είναι μία νήσος μικρά, πλησίον της Χάλκης και των άλλων νήσων, οπού είναι κοντά εις την Κωνσταντινούπολιν. Ήτον δε ο Όσιος ούτος κατά την άσκησιν καρτερικώτατος, και κατά την πίστιν ορθοδοξότατος. Διότι αυτός πολλά μεν ήλεγξε την κακοδοξίαν του Νεστορίου και Ευτυχούς, απεδέχθη δε την εν Χαλκηδόνι αγίαν και Οικουμενικήν Τετάρτην Σύνοδον. Ηξιώθη δε παρά Θεού και της των θαυμάτων ενεργείας και χάριτος ο αοίδιμος. Ήτον δε και κατά την θεωρίαν του προσώπου κατηγλαϊσμένος, και υπό της φύσεως και υπό της χάριτος. Όθεν δια όλα ταύτα τα προτερήματά του, ήτον κοντά και εις αυτούς τους βασιλείς αιδέσιμος, και πολλής τιμής ηξιωμένος. Αναπαυθείς λοιπόν εν ειρήνη, ενταφιάσθη εις τον παρ’ αυτού κτισθέντα ευκτήριον οίκον. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εις το Μοναστήριον το καλούμενον του Καλλιστράτου (1).

(1) Ο ελληνικός Βίος του Οσίου Αυξεντίου σώζεται εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων και εν άλλαις, ου η αρχή· «Θεοδόσιος ο Μέγας των βασιλικών σκήπτρων». Αλλά δη και Μιχαήλ ο Ψελλός συνέγραψε Βίον ή εγκώμιον γλαφυρώτατον σωζόμενον εν μεμβράναις, μετεφράσθη δε υπό του σοφολογιωτάτου διδασκάλου κυρ Χριστοφόρου.

*

Τη αυτή ημέρα μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Μάρωνος.

Φύσει μαρανθείς, σαρκίου θάλλει Μάρων,
Μετεμφυτευθείς, της Εδέμ τω χωρίω.

Ούτος ο Όσιος με το να ηγάπησε να ζήση μίαν ζωήν χωρίς στέγην και οροφήν, δια τούτο επήγεν επάνω εις μίαν κορυφήν ενός βουνού της εν Αντιοχεία Κύρου, η οποία ετιμάτο από τους παλαιούς Έλληνας. Όθεν και τον ναόν των δαιμόνων, οπού ήτον εκεί κτισμένος από εκείνους, καθιερώσας εις τον Θεόν, εν αυτώ εκατοίκησε: κατασκευάσας μίαν τένταν πολλά μικράν, υποκάτω εις την οποίαν ολίγαις φοραίς έμβαινεν. Αγκαλά δε και έζη ο αοίδιμος με πόνους όχι μικρούς, αυτός όμως δεν ευχαριστείτο εις εκείνους, αλλά επινοούσε και άλλους μεγαλιτέρους. Ο δε αγωνοθέτης Θεός κατά το μέτρον των πόνων, έτζι έδωκεν εις αυτόν και το μέτρον της εδικής του χάριτος. Διότι ήτον να ιδή τινας, πως δια της προσευχής του Οσίου τούτου, οι πυρετοί και η θέρμαις έσβυναν, το ρίγος έπαυεν, οι δαίμονες έφευγον, και αι διάφοροι ασθένειαι ιατρεύοντο.

Ούτος ο Όσιος πολλά Μοναστήρια και ασκητήρια έκτισε και πολλούς επρόσφερε σεσωσμένους και ηγιασμένους εις τον Θεόν. Όθεν δια της ασκήσεως τοιαύτην πνευματικήν γεωργίαν μεταχειριζόμενος ο αοίδιμος, πολλά φυτά φιλοσοφίας και αρετής απέδειξεν εν τη χώρα της Κύρου. Ου μόνον γαρ τα σώματα, αλλά και τας ψυχάς εθεράπευεν (2). Αρρωστήσας δε ολίγον, ευγήκεν εν ειρήνη από την παρούσαν ζωήν, και επήγεν εις Ουρανούς δια να απολαύση τους καρπούς των ιδρώτων του.

(2) Λέγει γαρ ο Θεοδώρητος ο τον Βίον τούτου συγγράψας, εν αριθμώ δεκάτω έκτω της Φιλοθέου Ιστορίας, αφ’ ου ερανίσθη και το παρόν Συναξάριον, ότι ο Όσιος ούτος, άλλου μεν, ιάτρευε την πλεονεξίαν, άλλου δε τον θυμόν, και εις ένα μεν, επρόσφερε την περί σωφροσύνης διδασκαλίαν, εις έτερον δε, την περί δικαιοσύνης. Και άλλου μεν, εχαλίνονε την ακολασίαν, άλλου δε, εξυπνούσε την αμέλειαν. Και οι μεν ιατροί, εις κάθε πάθος προσφέρουσι διαφορετικόν ιατρικόν, ο δε Όσιος ούτος, ένα ιατρικόν έδιδεν εις όλα τα πάθη, την εις Θεόν προσευχήν.

*

Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Αβραάμου.

Πράξει το ταυτόν εύρε κλήσεως πλέον,
Προς τον σύνοικον Αβραάμ, Αβραάμης.

Ούτος ήτον κατά τους χρόνους Θεοδοσίου του Μεγάλου εν έτει υ’ [400], καταγόμενος από την πόλιν Κύρον, εις την οποίαν εγεννήθη και ανετράφη, και εσύναξε τον πλούτον της ασκητικής πολιτείας και αρετής. Με τόσην γαρ αγρυπνίαν και ολονύκτιον στάσιμον και νηστείαν κατεδαπάνησε το σώμα του ο μακάριος, ώστε οπού έμεινεν ακίνητος εις πολλούς χρόνους, χωρίς να ημπορή να περιπατή. Μανθάνωντας δε, πως ήτον ένα χωρίον κοντά εις το βουνόν του Λιβάνου, γεμάτον από είδωλα, επήγεν εκεί, και πιάνωντας με πληρωμήν ένα οσπήτιον, εκάθησεν, ησυχάζων τρεις ημέρας. Κατά δε την τετάρτην εύγαινεν ήσυχος. Και πρώτον μεν πιασθείς, εχώσθη με χώμα από τους εκεί ειδωλολάτρας. Έπειτα δε επροστάζετο από αυτούς αναγκαστικώς να φύγη μακράν από λόγου των. Ελθόντες όμως τότε εκεί οι τα χαράτζια μαζόνοντες, έδερνον ασπλάγχνως τους εγκατοίκους, ζητούντες από αυτούς τα βασιλικά δοσίματα. Ο δε Όσιος Αβραάμης σπλαγχνισθείς, έδωκεν εις τους φορολόγους τα χαράτζια εκείνων, και έτζι ηλευθέρωσεν από τους δαρμούς τους τιμωρητάς του.

Εκείνοι δε βλέποντες τούτο, υπερεθαύμασαν την φιλανθρωπίαν του Οσίου. Όθεν εκ της αιτίας ταύτης γενόμενοι Χριστιανοί, ευθύς έκτισαν και Εκκλησίαν, και ηνάγκαζον αυτόν να γένη εις αυτούς Ιερεύς. Ο δε Όσιος ιερωθείς, τρεις χρόνους εκάθισεν εκεί, και καλώς αυτούς προς την ευσέβειαν οδηγήσας και στερεώσας, πάλιν εγύρισεν εις το ασκητικόν του κελλίον, αφήσας εις εκείνους άλλον Ιερέα αντί του εαυτού του. Με τοιαύτα λοιπόν θεάρεστα έργα διαλάμψας ο Όσιος, έγινεν Επίσκοπος των Καρών, η οποία ήτον πόλις της Παλαιστίνης γεμάτη από είδωλα. Απελθών δε εκεί, με μυρίους πόνους, και με θεοπνεύστους διδασκαλίας επίστρεψε τους εγκατοίκους εις την ευσέβειαν εν ολίγω καιρώ, και τους επρόσφερεν εις τον Κύριον, δια των έργων πρώτον αυτούς διδάσκων. Εις όλον γαρ τον καιρόν, κατά τον οποίον ήτον Αρχιερεύς, ούτε ψωμί έτρωγεν, ούτε όσπρια, ούτε χορτάρια μαγειρευμένα από φωτίαν, αλλά μόνον έτρωγε μαρούλια και πικρίδας και μακεδονήσια, και άλλα όμοια χορτάρια ωμά, έπινε δε και ολίγον νερόν. Όθεν ο βασιλεύς Θεοδόσιος ακούσας τα περί αυτού, τον εκάλεσεν εις την Κωνσταντινούπολιν. Εκεί λοιπόν ο Όσιος απελθών, και ολίγον καιρόν ζήσας, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Το δε σώμα του έπεμψεν εις την πόλιν των Καρών μετά μεγάλης τιμής, ο ανωτέρω ευσεβέστατος βασιλεύς Θεοδόσιος (3).

(3) Σημείωσαι, ότι και τούτου του Οσίου τον Βίον γράφει ο Κύρου Θεοδώρητος, εν τω δεκάτω εβδόμω αριθμώ της Φιλοθέου Ιστορίας, αφ’ ου και το παρόν Συναξάριον ερανίσθη. Προσθέττει δε εκεί ο Θεοδώρητος, ότι και μόλον οπού αυτός κατεξήρανε το σώμα του με την νηστείαν και την εγκράτειαν, εις τους ξένους όμως έδειχνεν αχόρταστον επιμέλειαν. Εις αυτούς γαρ ητοίμαζε στρώματα ευπρεπή, και άρτους λαμπρούς, οίνον ευώδη, και οψάρια και λάχανα. Εκάθητο δε και αυτός μαζί εις την τράπεζαν, και εμοίραζεν εις τον καθένα από τα φαγητά της τραπέζης, και τα ποτήρια έδιδε, μιμούμενος τον ομώνυμόν του Αβραάμ, ο οποίος εδιακόνει μεν εις τους ξένους, δεν έτρωγε δε. Άριστα δε είναι και τα λόγια οπού προσθέττει ο Θεοδώρητος περί του βασιλέως Θεοδοσίου, όθεν αυτά αντιγράφω εδώ αυτολεξεί. «Τούτου και την θέαν επόθησε βασιλεύς, υπόπτερος γαρ η φήμη, πάντα ραδίως και τα καλά και τα χείρω μηνύουσα. Και προς αυτόν εκάλει, και αφικνούμενον ησπάζετο. Και την αγροικικήν εκείνην σισύραν (ήτοι την χονδρήν κάπαν) της οικείας αλουργίδος τιμιωτέραν ηγείτο. Και ο των βασιλίδων δε χορός, και χειρών ήπτοντο και γονάτων, και ικέτευον άνδρα, ουδέ επαΐειν της Ελλάδος επιστάμενον γλώσσης. Ούτω και βασιλεύσι και πάσιν ανθρώποις αιδούς άξιόν εστι χρήμα φιλοσοφία. Και τελευτήσαντες δε οι ταύτης ερασταί και φροντισταί, μείζονος ευκλείας τυγχάνουσιν. Επειδή γαρ ούτος ετελεύτησε και τούτο έμαθεν ο βασιλεύς, ηβουλήθη μεν, εν τινι των ιερών αυτόν καταθέσθαι σηκών. Μαθών δε, ως όσιον είη τοις ποιμνίοις αποδοθήναι του ποιμένος το σώμα, και αυτός προύπεμπεν ηγούμενος. Και ο των βασιλίδων χορός εφεπόμενος, και άρχοντες άπαντες, και αρχόμενοι, και στρατιώται, και ιδιώται. Μετά ταύτης αυτόν της σπουδής και η Αντιόχου υπεδέξατο πόλις, και αι μετά ταύτην, έως τον μέγαν εκείνον αφίκοντο ποταμόν (τον Ευφράτην δηλαδή). Εγώ δε (λέγει) θαυμάσας, ότι την πολιτείαν αμείψας, τον βίον ου συμμετέβαλεν, ουδέ ανειμένην εν τη προεδρία ηγάπησε δίαιταν, αλλά τους ασκητικούς επηύξησε πόνους, εν τη των Μοναχών αυτόν ιστορία κατέλεξα».

*

Μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Φιλήμονος, Επισκόπου Γάζης.

Εγώ Φιλήμων καμίνου παρών μέσον,
Και μαρτυρών έγραψα την κλήσιν πόλω.

*

Ο Άγιος Νεομάρτυς Γεώργιος ράπτης Μιτυληναίος, ο καλούμενος Παϊζάνος, εμαρτύρησεν υπέρ ευσεβείας εν Κωνσταντινουπόλει κατά το έτος ͵αχϞγ’ [1693].

Γεώργιος τις ούτος υπάρχει πάλιν;
Μάρτυς νέος πέφυκεν. Ω της ανδρίας!

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Άγιος ΑυξέντιοςΤῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΔ΄, μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Αὐξεντίου τοῦ ἐν τῷ βουνῷ.

Ὁ βουνὸς ὡς Κάρμηλος ἦν Αὐξεντίῳ,
Φανέντι τ’ ἄλλα πλὴν τελευτῆς Ἠλίᾳ.

Λεῖψε βίον δεκάτῃ Αὐξέντιος ἠδὲ τετάρτῃ.

Οὗτος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Θεοδοσίου τοῦ μικροῦ, ἐν ἔτει υμ΄ [440], καταγόμενος μὲν ἀπὸ τὴν Ἀνατολήν, Σχολάριος δὲ ὢν κατὰ τὸ ἀξίωμα. Γενόμενος δὲ Μοναχός, ἀνέβη εἰς τὸ βουνόν, ὁποῦ εὑρίσκεται ἀντικρὺ εἰς τὴν Ὀξεῖαν, ἥτις εἶναι μία νῆσος μικρά, πλησίον τῆς Χάλκης καὶ τῶν ἄλλων νήσων, ὁποῦ εἶναι κοντὰ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ἦτον δὲ ὁ Ὅσιος οὗτος κατὰ τὴν ἄσκησιν καρτερικώτατος, καὶ κατὰ τὴν πίστιν ὀρθοδοξότατος. Διότι αὐτὸς πολλὰ μὲν ἤλεγξε τὴν κακοδοξίαν τοῦ Νεστορίου καὶ Εὐτυχοῦς, ἀπεδέχθη δὲ τὴν ἐν Χαλκηδόνι ἁγίαν καὶ Οἰκουμενικὴν Τετάρτην Σύνοδον. Ἠξιώθη δὲ παρὰ Θεοῦ καὶ τῆς τῶν θαυμάτων ἐνεργείας καὶ χάριτος ὁ ἀοίδιμος. Ἦτον δὲ καὶ κατὰ τὴν θεωρίαν τοῦ προσώπου κατηγλαϊσμένος, καὶ ὑπὸ τῆς φύσεως καὶ ὑπὸ τῆς χάριτος. Ὅθεν διὰ ὅλα ταῦτα τὰ προτερήματά του, ἦτον κοντὰ καὶ εἰς αὐτοὺς τοὺς βασιλεῖς αἰδέσιμος, καὶ πολλῆς τιμῆς ἠξιωμένος. Ἀναπαυθεὶς λοιπὸν ἐν εἰρήνῃ, ἐνταφιάσθη εἰς τὸν παρ’ αὐτοῦ κτισθέντα εὐκτήριον οἶκον. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ Σύναξις εἰς τὸ Μοναστήριον τὸ καλούμενον τοῦ Καλλιστράτου (1).

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Μάρωνος.

Φύσει μαρανθείς, σαρκίου θάλλει Μάρων,
Μετεμφυτευθείς, τῆς Ἐδὲμ τῷ χωρίῳ.

Οὗτος ὁ Ὅσιος μὲ τὸ νὰ ἠγάπησε νὰ ζήσῃ μίαν ζωὴν χωρὶς στέγην καὶ ὀροφήν, διὰ τοῦτο ἐπῆγεν ἐπάνω εἰς μίαν κορυφὴν ἑνὸς βουνοῦ τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Κύρου, ἡ ὁποία ἐτιμᾶτο ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς Ἕλληνας. Ὅθεν καὶ τὸν ναὸν τῶν δαιμόνων, ὁποῦ ἦτον ἐκεῖ κτισμένος ἀπὸ ἐκείνους, καθιερώσας εἰς τὸν Θεόν, ἐν αὐτῷ ἐκατοίκησε: κατασκευάσας μίαν τένταν πολλὰ μικράν, ὑποκάτω εἰς τὴν ὁποίαν ὀλίγαις φοραῖς ἔμβαινεν. Ἀγκαλὰ δὲ καὶ ἔζη ὁ ἀοίδιμος μὲ πόνους ὄχι μικρούς, αὐτὸς ὅμως δὲν εὐχαριστεῖτο εἰς ἐκείνους, ἀλλὰ ἐπινοοῦσε καὶ ἄλλους μεγαλιτέρους. Ὁ δὲ ἀγωνοθέτης Θεὸς κατὰ τὸ μέτρον τῶν πόνων, ἔτζι ἔδωκεν εἰς αὐτὸν καὶ τὸ μέτρον τῆς ἐδικῆς του χάριτος. Διότι ἦτον νὰ ἰδῇ τινας, πῶς διὰ τῆς προσευχῆς τοῦ Ὁσίου τούτου, οἱ πυρετοὶ καὶ ᾑ θέρμαις ἔσβυναν, τὸ ῥίγος ἔπαυεν, οἱ δαίμονες ἔφευγον, καὶ αἱ διάφοροι ἀσθένειαι ἰατρεύοντο.

Οὗτος ὁ Ὅσιος πολλὰ Μοναστήρια καὶ ἀσκητήρια ἔκτισε καὶ πολλοὺς ἐπρόσφερε σεσωσμένους καὶ ἡγιασμένους εἰς τὸν Θεόν. Ὅθεν διὰ τῆς ἀσκήσεως τοιαύτην πνευματικὴν γεωργίαν μεταχειριζόμενος ὁ ἀοίδιμος, πολλὰ φυτὰ φιλοσοφίας καὶ ἀρετῆς ἀπέδειξεν ἐν τῇ χώρᾳ τῆς Κύρου. Οὐ μόνον γὰρ τὰ σώματα, ἀλλὰ καὶ τὰς ψυχὰς ἐθεράπευεν (2). Ἀρρωστήσας δὲ ὀλίγον, εὐγῆκεν ἐν εἰρήνῃ ἀπὸ τὴν παροῦσαν ζωήν, καὶ ἐπῆγεν εἰς Οὐρανοὺς διὰ νὰ ἀπολαύσῃ τοὺς καρποὺς τῶν ἱδρώτων του.

(1) Ὁ ἑλληνικὸς Βίος τοῦ Ὁσίου Αὐξεντίου σῴζεται ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις, οὗ ἡ ἀρχή· «Θεοδόσιος ὁ Μέγας τῶν βασιλικῶν σκήπτρων». Ἀλλὰ δὴ καὶ Μιχαὴλ ὁ Ψελλὸς συνέγραψε Βίον ἢ ἐγκώμιον γλαφυρώτατον σῳζόμενον ἐν μεμβράναις, μετεφράσθη δὲ ὑπὸ τοῦ σοφολογιωτάτου διδασκάλου κὺρ Χριστοφόρου.

(2) Λέγει γὰρ ὁ Θεοδώρητος ὁ τὸν Βίον τούτου συγγράψας, ἐν ἀριθμῷ δεκάτῳ ἕκτῳ τῆς Φιλοθέου Ἱστορίας, ἀφ’ οὗ ἐρανίσθη καὶ τὸ παρὸν Συναξάριον, ὅτι ὁ Ὅσιος οὗτος, ἄλλου μέν, ἰάτρευε τὴν πλεονεξίαν, ἄλλου δὲ τὸν θυμόν, καὶ εἰς ἕνα μέν, ἐπρόσφερε τὴν περὶ σωφροσύνης διδασκαλίαν, εἰς ἕτερον δέ, τὴν περὶ δικαιοσύνης. Καὶ ἄλλου μέν, ἐχαλίνονε τὴν ἀκολασίαν, ἄλλου δέ, ἐξυπνοῦσε τὴν ἀμέλειαν. Καὶ οἱ μὲν ἰατροί, εἰς κάθε πάθος προσφέρουσι διαφορετικὸν ἰατρικόν, ὁ δὲ Ὅσιος οὗτος, ἕνα ἰατρικὸν ἔδιδεν εἰς ὅλα τὰ πάθη, τὴν εἰς Θεὸν προσευχήν.

*

Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἁβραάμου.

Πράξει τὸ ταυτὸν εὗρε κλήσεως πλέον,
Πρὸς τὸν σύνοικον Ἁβραάμ, Ἁβραάμης.

Οὗτος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου ἐν ἔτει υ΄ [400], καταγόμενος ἀπὸ τὴν πόλιν Κύρον, εἰς τὴν ὁποίαν ἐγεννήθη καὶ ἀνετράφη, καὶ ἐσύναξε τὸν πλοῦτον τῆς ἀσκητικῆς πολιτείας καὶ ἀρετῆς. Μὲ τόσην γὰρ ἀγρυπνίαν καὶ ὁλονύκτιον στάσιμον καὶ νηστείαν κατεδαπάνησε τὸ σῶμά του ὁ μακάριος, ὥστε ὁποῦ ἔμεινεν ἀκίνητος εἰς πολλοὺς χρόνους, χωρὶς νὰ ἠμπορῇ νὰ περιπατῇ. Μανθάνωντας δέ, πῶς ἦτον ἕνα χωρίον κοντὰ εἰς τὸ βουνὸν τοῦ Λιβάνου, γεμάτον ἀπὸ εἴδωλα, ἐπῆγεν ἐκεῖ, καὶ πιάνωντας μὲ πληρωμὴν ἕνα ὁσπήτιον, ἐκάθησεν, ἡσυχάζων τρεῖς ἡμέρας. Κατὰ δὲ τὴν τετάρτην εὔγαινεν ἥσυχος. Καὶ πρῶτον μὲν πιασθείς, ἐχώσθη μὲ χῶμα ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ εἰδωλολάτρας. Ἔπειτα δὲ ἐπροστάζετο ἀπὸ αὐτοὺς ἀναγκαστικῶς νὰ φύγῃ μακρὰν ἀπὸ λόγου των. Ἐλθόντες ὅμως τότε ἐκεῖ οἱ τὰ χαράτζια μαζόνοντες, ἔδερνον ἀσπλάγχνως τοὺς ἐγκατοίκους, ζητοῦντες ἀπὸ αὐτοὺς τὰ βασιλικὰ δοσίματα. Ὁ δὲ Ὅσιος Ἁβραάμης σπλαγχνισθείς, ἔδωκεν εἰς τοὺς φορολόγους τὰ χαράτζια ἐκείνων, καὶ ἔτζι ἠλευθέρωσεν ἀπὸ τοὺς δαρμοὺς τοὺς τιμωρητάς του.

Ἐκεῖνοι δὲ βλέποντες τοῦτο, ὑπερεθαύμασαν τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ Ὁσίου. Ὅθεν ἐκ τῆς αἰτίας ταύτης γενόμενοι Χριστιανοί, εὐθὺς ἔκτισαν καὶ Ἐκκλησίαν, καὶ ἠνάγκαζον αὐτὸν νὰ γένῃ εἰς αὐτοὺς Ἱερεύς. Ὁ δὲ Ὅσιος ἱερωθείς, τρεῖς χρόνους ἐκάθισεν ἐκεῖ, καὶ καλῶς αὐτοὺς πρὸς τὴν εὐσέβειαν ὁδηγήσας καὶ στερεώσας, πάλιν ἐγύρισεν εἰς τὸ ἀσκητικόν του κελλίον, ἀφήσας εἰς ἐκείνους ἄλλον Ἱερέα ἀντὶ τοῦ ἑαυτοῦ του. Μὲ τοιαῦτα λοιπὸν θεάρεστα ἔργα διαλάμψας ὁ Ὅσιος, ἔγινεν Ἐπίσκοπος τῶν Καρῶν, ἡ ὁποία ἦτον πόλις τῆς Παλαιστίνης γεμάτη ἀπὸ εἴδωλα. Ἀπελθὼν δὲ ἐκεῖ, μὲ μυρίους πόνους, καὶ μὲ θεοπνεύστους διδασκαλίας ἐπίστρεψε τοὺς ἐγκατοίκους εἰς τὴν εὐσέβειαν ἐν ὀλίγῳ καιρῷ, καὶ τοὺς ἐπρόσφερεν εἰς τὸν Κύριον, διὰ τῶν ἔργων πρῶτον αὐτοὺς διδάσκων. Εἰς ὅλον γὰρ τὸν καιρόν, κατὰ τὸν ὁποῖον ἦτον Ἀρχιερεύς, οὔτε ψωμὶ ἔτρωγεν, οὔτε ὄσπρια, οὔτε χορτάρια μαγειρευμένα ἀπὸ φωτίαν, ἀλλὰ μόνον ἔτρωγε μαρούλια καὶ πικρίδας καὶ μακεδονήσια, καὶ ἄλλα ὅμοια χορτάρια ὠμά, ἔπινε δὲ καὶ ὀλίγον νερόν. Ὅθεν ὁ βασιλεὺς Θεοδόσιος ἀκούσας τὰ περὶ αὐτοῦ, τὸν ἐκάλεσεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ἐκεῖ λοιπὸν ὁ Ὅσιος ἀπελθών, καὶ ὀλίγον καιρὸν ζήσας, παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ. Τὸ δὲ σῶμά του ἔπεμψεν εἰς τὴν πόλιν τῶν Καρῶν μετὰ μεγάλης τιμῆς, ὁ ἀνωτέρω εὐσεβέστατος βασιλεὺς Θεοδόσιος (3).

(3) Σημείωσαι, ὅτι καὶ τούτου τοῦ Ὁσίου τὸν Βίον γράφει ὁ Κύρου Θεοδώρητος, ἐν τῷ δεκάτῳ ἑβδόμῳ ἀριθμῷ τῆς Φιλοθέου Ἱστορίας, ἀφ’ οὗ καὶ τὸ παρὸν Συναξάριον ἐρανίσθη. Προσθέττει δὲ ἐκεῖ ὁ Θεοδώρητος, ὅτι καὶ μὅλον ὁποῦ αὐτὸς κατεξήρανε τὸ σῶμά του μὲ τὴν νηστείαν καὶ τὴν ἐγκράτειαν, εἰς τοὺς ξένους ὅμως ἔδειχνεν ἀχόρταστον ἐπιμέλειαν. Εἰς αὐτοὺς γὰρ ἠτοίμαζε στρώματα εὐπρεπῆ, καὶ ἄρτους λαμπρούς, οἶνον εὐώδη, καὶ ὀψάρια καὶ λάχανα. Ἐκάθητο δὲ καὶ αὐτὸς μαζὶ εἰς τὴν τράπεζαν, καὶ ἐμοίραζεν εἰς τὸν καθένα ἀπὸ τὰ φαγητὰ τῆς τραπέζης, καὶ τὰ ποτήρια ἔδιδε, μιμούμενος τὸν ὁμώνυμόν του Ἁβραάμ, ὁ ὁποῖος ἐδιακόνει μὲν εἰς τοὺς ξένους, δὲν ἔτρωγε δέ. Ἄριστα δὲ εἶναι καὶ τὰ λόγια ὁποῦ προσθέττει ὁ Θεοδώρητος περὶ τοῦ βασιλέως Θεοδοσίου, ὅθεν αὐτὰ ἀντιγράφω ἐδῶ αὐτολεξεί. «Τούτου καὶ τὴν θέαν ἐπόθησε βασιλεύς, ὑπόπτερος γὰρ ἡ φήμη, πᾶντα ῥαδίως καὶ τὰ καλὰ καὶ τὰ χείρω μηνύουσα. Καὶ πρὸς αὐτὸν ἐκάλει, καὶ ἀφικνούμενον ἠσπάζετο. Καὶ τὴν ἀγροικικὴν ἐκείνην σισύραν (ἤτοι τὴν χονδρὴν κάπαν) τῆς οἰκείας ἁλουργίδος τιμιωτέραν ἡγεῖτο. Καὶ ὁ τῶν βασιλίδων δὲ χορός, καὶ χειρῶν ἥπτοντο καὶ γονάτων, καὶ ἱκέτευον ἄνδρα, οὐδὲ ἐπαΐειν τῆς Ἑλλάδος ἐπιστάμενον γλώσσης. Οὕτω καὶ βασιλεῦσι καὶ πᾶσιν ἀνθρώποις αἰδοῦς ἄξιόν ἐστι χρῆμα φιλοσοφία. Καὶ τελευτήσαντες δὲ οἱ ταύτης ἐρασταὶ καὶ φροντισταί, μείζονος εὐκλείας τυγχάνουσιν. Ἐπειδὴ γὰρ οὗτος ἐτελεύτησε καὶ τοῦτο ἔμαθεν ὁ βασιλεύς, ἠβουλήθη μέν, ἔν τινι τῶν ἱερῶν αὐτὸν καταθέσθαι σηκῶν. Μαθὼν δέ, ὡς ὅσιον εἴη τοῖς ποιμνίοις ἀποδοθῆναι τοῦ ποιμένος τὸ σῶμα, καὶ αὐτὸς προὔπεμπεν ἡγούμενος. Καὶ ὁ τῶν βασιλίδων χορὸς ἐφεπόμενος, καὶ ἄρχοντες ἅπαντες, καὶ ἀρχόμενοι, καὶ στρατιῶται, καὶ ἰδιῶται. Μετὰ ταύτης αὐτὸν τῆς σπουδῆς καὶ ἡ Ἀντιόχου ὑπεδέξατο πόλις, καὶ αἱ μετὰ ταύτην, ἕως τὸν μέγαν ἐκεῖνον ἀφίκοντο ποταμόν (τὸν Εὐφράτην δηλαδή). Ἐγὼ δὲ (λέγει) θαυμάσας, ὅτι τὴν πολιτείαν ἀμείψας, τὸν βίον οὐ συμμετέβαλεν, οὐδὲ ἀνειμένην ἐν τῇ προεδρίᾳ ἠγάπησε δίαιταν, ἀλλὰ τοὺς ἀσκητικοὺς ἐπηύξησε πόνους, ἐν τῇ τῶν Μοναχῶν αὐτὸν ἱστορίᾳ κατέλεξα».

*

Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Φιλήμονος, Ἐπισκόπου Γάζης.

Ἐγὼ Φιλήμων καμίνου παρὼν μέσον,
Καὶ μαρτυρῶν ἔγραψα τὴν κλῆσιν πόλῳ.

*

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Γεώργιος ῥάπτης Μιτυληναῖος, ὁ καλούμενος Παϊζάνος, ἐμαρτύρησεν ὑπὲρ εὐσεβείας ἐν Κωνσταντινουπόλει κατὰ τὸ ἔτος ͵αχϞγ΄ [1693].

Γεώργιος τίς οὗτος ὑπάρχει πάλιν;
Μάρτυς νέος πέφυκεν. Ὢ τῆς ἀνδρίας!

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Των Αγίων Αυξεντίου του εν τω βουνώ, Μάρωνος, Αβραάμου, Φιλήμονος Επισκόπου Γάζης, Γεωργίου Νεομάρτυρος Μιτυληναίου

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.