Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου13 Νοεμβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΙΓ’, μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Ιωάννου Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου (1).
Μύσας ο χρυσούς Ιωάννης το στόμα,
Αφήκεν ημίν άλλο τας βίβλους στόμα.
Αμφί τρίτην δεκάτην σίγησεν χρύσεα χείλη.
Ούτος ο μέγας φωστήρ, και μεγαλόφωνος της οικουμένης διδάσκαλος, εκατάγετο από την μεγαλόπολιν Αντιόχειαν, υιός ων γονέων ευσεβών, πατρός μεν, Σεκούνδου αρχιστρατήγου, μητρός δε Ανθούσης. Ευθύς λοιπόν κατά την αρχήν της ζωής του, πολλήν αγάπην και έρωτα είχεν ο Άγιος ούτος εις τους λόγους και τα μαθήματα. Δια τούτο εις ολίγον καιρόν επέρασεν όλην την σοφίαν των Ελλήνων και των Χριστιανών, και έγινεν άκρος κατά την λογικήν και ρητορικήν τέχνην και κάθε επιστήμην. Όθεν δια την προκοπήν και αρετήν του, από μεν τον Άγιον Μελέτιον τον Πατριάρχην Αντιοχείας, έγινε κληρικός, ήτοι Αναγνώστης. Από δε τον Αντιοχείας Φλαβιανόν, έγινε Διάκονος και Πρεσβύτερος. Πολλούς δε λόγους συνέταξεν ο χρυσούς αυτού κάλαμος, σχεδόν υπερβαίνοντας αριθμόν, τόσον περί μετανοίας, όσον και περί της των ηθών ευκοσμίας και καταστάσεως. Και πάσαν σχεδόν ερμήνευσε την θεόπνευστον Γραφήν. Επειδή δε Νεκτάριος ο Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχης εκοιμήθη εν Κυρίω, δια τούτο με την ψήφον των Επισκόπων, και με την προσταγήν του βασιλέως Αρκαδίου, εκαλέσθη ο μακάριος ούτος Ιωάννης από την Αντιόχειαν, και έγινε κανονικώς Πατριάρχης της βασιλίδος των πόλεων. Τόσον δε πολλά επέδωκεν ο αοίδιμος τον εαυτόν του εις την άσκησιν και εγκράτειαν, εις τρόπον ότι, έτρωγε μόνον τον χυλόν του κριθαρίου. Και πάλιν από αυτόν δεν εχόρταινεν, αλλά ολίγον τι μετελάμβανε. Και ύπνον δε ολίγον εκοιμάτο, όχι επάνω εις κλίνην αναπαυόμενος, αλλά στεκόμενος και επάνω εις σχοινία βασταζόμενος. Όταν δε πολλά εκουράζετο, τότε ολίγον εκάθητο.
Τότε δε και περισσότερον εσχόλαζε και εκαταγίνετο ο θείος Πατήρ εις τας ερμηνείας των θείων Γραφών και εις τας διαλέξεις και διδασκαλίας, δια μέσου των οποίων πολλούς εις θεογνωσίαν και μετάνοιαν έφερε. Τόσην δε υπερβολικήν φιλανθρωπίαν είχεν εις τους πτωχούς και δεομένους ο Χριστού μιμητής, ώστε οπού έγινε και εις τους άλλους τύπος και παράδειγμα φιλοπτωχείας. Δια τούτο και με τους εν Εκκλησία λόγους εδίδασκεν όλους τους Χριστιανούς, να αγαπούν μεν και να ενεργούν την αρετήν αυτήν της φιλοπτωχείας, να απέχουν δε από την πλεονεξίαν.
Όθεν δια την αιτίαν ταύτην, πρώτον προσέκρουσεν εις την βασίλισσαν Ευδοξίαν, και εις έχθραν με αυτήν κατεστάθη. Επειδή, αυτή μεν άρπασε τον αμπελώνα μιας χήρας, Καλλιτρόπης ονομαζομένης η οποία εφώναζε ζητούσα το υποστατικόν της. Ο δε Άγιος εσυμβούλευεν αυτήν να μη κρατή το ξένον πράγμα. Και επειδή εκείνη δεν επείθετο, δια τούτο ήλεγχεν αυτήν και εθεάτριζε ο Άγιος με το παράδειγμα της Ιεζάβελ. Όθεν η Ευδοξία αγριευθείσα ως θηρίον, εκατέβασε τον Άγιον από τον θρόνον του. Το πρώτον μεν, μόνη της, το δεύτερον δε, και δια των Επισκόπων εκείνων, οι οποίοι ηκολούθουν περισσότερον εις τας δυναστείας και υπολήψεις των αξιωματικών αρχόντων, παρά εις την ευσέβειαν και εις τους θείους νόμους. Έπειτα πάλιν απεκατέστη ο Άγιος εις τον θρόνον του.
Τελευταίον δε εξωρίσθη ο Άγιος εις την Κουκουσόν της Αρμενίας. Και εκεί υπομείνας θλίψεις πολλάς και πολλούς απίστους επιστρέψας εις την θεογνωσίαν, παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού εν έτει υβ’ [402]. Ο δε κατά πλάτος Βίος του Αγίου γράφει, ότι μετά την από του θρόνου κατάβασιν και εξορίαν του θείου Πατρός, όσοι Επίσκοποι εσυνήργησαν εις αυτήν, όλοι εβασανίσθησαν πρότερον εκ Θεού με δεινάς και πολλάς ασθενείας, και έπειτα απέθανον. Η δε Ευδοξία πρώτη έπαθε τας ασθενείας ταύτας, επειδή και πρώτη αύτη επαρανόμησε, και έγινε πρόξενος απωλείας και εις τους Επισκόπους. Λέγουσι δε, ότι μετά τον θάνατόν της, δια να αποδειχθή η αδικία οπού έκαμεν εις τον μέγαν Χρυσόστομον, εκινείτο και έτρεμεν ο τάφος της εις διάστημα χρόνων ολοκλήρων τριανταδύω. Όταν δε ανεκομίσθη το λείψανον του Αγίου εις Κωνσταντινούπολιν και απετέθη, όπου τώρα είναι, τότε και ο τάφος εκείνης εστάθη και πλέον δεν έτρεμεν. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτού όρα εις τον Νέον Θησαυρόν (2).)
(1) Πρέπει να ηξεύρωμεν, ότι η του θείου Χρυσοστόμου αγία κοίμησις, έγινε κατά την δεκάτην τετάρτην του Σεπτεμβρίου μηνός, όταν τελήται η του τιμίου Σταυρού Ύψωσις. Μετετέθη δε αύτη εις την σημερινήν ημέραν, ίνα, ως νομίζω, τελεία ψάλληται η ταύτης Ακολουθία καθώς γράφεται εν τω χειρογράφω Συναξαριστή. Σημείωσαι, ότι εις την του Ιωάννου χρυσήν κεφαλήν βίους και εγκώμια έπλεξαν Γεώργιος ο Αλεξανδρείας, Κύριλλος ο Αλεξανδρείας, Πρόκλος, Θεοδώρητος όστις πέντε λόγους συνέγραψεν εις τον Χρυσόστομον, καθώς μαρτυρεί ο αναγνούς τούτους κριτικός Φώτιος, Συμεών ο Μεταφραστής, Λέων ο σοφός, Ανώνυμος, Παλλάδιος ο Επίσκοπος Ελενουπόλεως, Σωφρόνιος Ιεροσολύμων, Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Μαρτύριος Πατριάρχης Αντιοχείας, Κοσμάς ο επί των χρόνων του Χρυσοστόμου Διάκονος Αποστολιτών, Νείλος, Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης, Ευάγριος ασκητής, Κοσμάς Βεστίτωρ, Νικήτας Σκευοφύλαξ, Νικήτας ο Παφλαγών, Ευστάθιος Πρίμι, Βασίλειος ο πρωτόθρονος, Κωνσταντίνος βασιλεύς ο Πορφυρογέννητος, Σωκράτης. Άπαντες τον αριθμόν εικοσιδύω. Δεν δύναμαι εδώ να σιωπήσω εκείνο το συμβεβηκός, το οποίον προξενεί ένα άκρον και ξεχωριστόν έπαινον εις τον χρυσούν τούτον Άγιον, καθώς διηγείται τούτο εν τω κατά πλάτος Βίω αυτού ο Ανώνυμος συγγραφεύς. Αδελφειός, λέγει ούτος, ο Επίσκοπος της εν Καππαδοκία Αραβισσού, ο πολλά δεξιωθείς εν τη εξορία τον Άγιον, ούτος λέγω παρεκάλει τον Θεόν με θερμάς δεήσεις, ίνα δείξη αυτώ, ποίας δόξης ηξιώθη εν Ουρανοίς ο θείος Χρυσόστομος. Εις καιρόν λοιπόν, οπού επροσηύχετο ο Αδελφειός, ήλθεν εις έκστασιν. Και ιδού βλέπει ένα φωτοειδή άνδρα, όστις έδειχνεν εις αυτόν, όλους τους Διδασκάλους και Ιεράρχας και Οσίους, και τον χορόν όλων των δικαίων, όσοι έφθασαν να μεταβούν από την γην εις τους Ουρανούς. Τότε ο Αδελφειός έβλεπεν όλους εκείνους με χαράν, επιθυμών να ιδή και τον Ιωάννην. Επειδή όμως δεν είδε τούτον εκεί, ελυπήθη. Τότε ο φωτοειδής εκείνος είπε προς τον Αδελφειόν, διατί ελυπήθης; Εκείνος απεκρίθη. Διατί δεν είδον εις το τάγμα των Ιεραρχών τον Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννην. Ο δε φανείς λέγει αυτώ· «Τον χρυσούν, λέγεις, Ιωάννην, το στόμα του Θεού; εκείνον τον υπέρ άνθρωπον; Ήξευρε ότι αυτόν δεν είναι δυνατόν εις εσέ να ιδής, διατί αυτός ευρίσκεται εκεί, οπού είναι ο θρόνος του Δεσπότου Χριστού». Μίαν τοιαύτην οπτασίαν είδε και ο Όσιος Μάρκος ο ασκητής, και ήκουσε τα ίδια λόγια, οπού ήκουσε και ο Αδελφειός, από τον Κύπρου Επιφάνιον, όστις ωδήγει αυτόν εν τη κατ’ έκστασιν οπτασία. Καθώς και τούτο ο Ανώνυμος διηγείται.
(2) Σημείωσαι, ότι Γρηγόριος ο Αλεξανδρείας εν τω Βίω του Χρυσοστόμου καλεί αυτόν της οικουμένης απάσης Διδάσκαλον και φωστήρα. Ο μικρός Θεοδόσιος καλεί αυτόν οικουμενικόν Διδάσκαλον. Λέων ο σοφός εν τω προς αυτόν εγκωμίω λέγει κοινόν της οικουμένης Πατέρα. Και ο Ανώνυμος εν τω Βίω αυτού ονομάζει κοινόν της οικουμένης προμηθέα και προστάτην. Ο Θεοδώρητος παρά Φωτίω λέγει αυτόν της Εκκλησίας στόμα και ευσεβείας ανθρώπων οφθαλμόν. Ο Πηλουσιώτης Ισίδωρος (τμήματι πρώτω, επιστολή ρνς’ [156]) λέγει περί αυτού «Ο των του Θεού απορρήτων σοφός και υποφήτης Ιωάννης. Ο της εν Βυζαντίω Εκκλησίας και πάσης οφθαλμός». Εν δε τη Μεγίστη Λαύρα σώζεται Βίος ελληνικός του θείου Χρυσοστόμου, ου η αρχή· «Αγαπητοί, αψευδής ο Θεός, ο δια του Προφήτου λέγων, πολλαί αι θλίψεις των δικαίων»
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου νέου Οσιομάρτυρος Δαμασκηνού του εκ Κωνσταντινουπόλεως όντος, και εν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσαντος εν έτει ͵αχπα’ [1681] (3).
Βλέπεις αθλητά ηδονικώς το ξίφος,
Συν τω ξίφει γαρ έβλεπες και το στέφος.
(3) Το Μαρτύριον αυτού όρα εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΓ΄, μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Ἰωάννου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Χρυσοστόμου (1).
Μύσας ὁ χρυσοῦς Ἰωάννης τὸ στόμα,
Ἀφῆκεν ἡμῖν ἄλλο τὰς βίβλους στόμα.
Ἀμφὶ τρίτην δεκάτην σίγησεν χρύσεα χείλη.
Οὗτος ὁ μέγας φωστήρ, καὶ μεγαλόφωνος τῆς οἰκουμένης διδάσκαλος, ἐκατάγετο ἀπὸ τὴν μεγαλόπολιν Ἀντιόχειαν, υἱὸς ὢν γονέων εὐσεβῶν, πατρὸς μέν, Σεκούνδου ἀρχιστρατήγου, μητρὸς δὲ Ἀνθούσης. Εὐθὺς λοιπὸν κατὰ τὴν ἀρχὴν τῆς ζωῆς του, πολλὴν ἀγάπην καὶ ἔρωτα εἶχεν ὁ Ἅγιος οὗτος εἰς τοὺς λόγους καὶ τὰ μαθήματα. Διὰ τοῦτο εἰς ὀλίγον καιρὸν ἐπέρασεν ὅλην τὴν σοφίαν τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν Χριστιανῶν, καὶ ἔγινεν ἄκρος κατὰ τὴν λογικὴν καὶ ῥητορικὴν τέχνην καὶ κάθε ἐπιστήμην. Ὅθεν διὰ τὴν προκοπὴν καὶ ἀρετήν του, ἀπὸ μὲν τὸν Ἅγιον Μελέτιον τὸν Πατριάρχην Ἀντιοχείας, ἔγινε κληρικός, ἤτοι Ἀναγνώστης. Ἀπὸ δὲ τὸν Ἀντιοχείας Φλαβιανόν, ἔγινε Διάκονος καὶ Πρεσβύτερος. Πολλοὺς δὲ λόγους συνέταξεν ὁ χρυσοῦς αὐτοῦ κάλαμος, σχεδὸν ὑπερβαίνοντας ἀριθμόν, τόσον περὶ μετανοίας, ὅσον καὶ περὶ τῆς τῶν ἠθῶν εὐκοσμίας καὶ καταστάσεως. Καὶ πᾶσαν σχεδὸν ἑρμήνευσε τὴν θεόπνευστον Γραφήν. Ἐπειδὴ δὲ Νεκτάριος ὁ Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχης ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ, διὰ τοῦτο μὲ τὴν ψῆφον τῶν Ἐπισκόπων, καὶ μὲ τὴν προσταγὴν τοῦ βασιλέως Ἀρκαδίου, ἐκαλέσθη ὁ μακάριος οὗτος Ἰωάννης ἀπὸ τὴν Ἀντιόχειαν, καὶ ἔγινε κανονικῶς Πατριάρχης τῆς βασιλίδος τῶν πόλεων. Τόσον δὲ πολλὰ ἐπέδωκεν ὁ ἀοίδιμος τὸν ἑαυτόν του εἰς τὴν ἄσκησιν καὶ ἐγκράτειαν, εἰς τρόπον ὅτι, ἔτρωγε μόνον τὸν χυλὸν τοῦ κριθαρίου. Καὶ πάλιν ἀπὸ αὐτὸν δὲν ἐχόρταινεν, ἀλλὰ ὀλίγον τι μετελάμβανε. Καὶ ὕπνον δὲ ὀλίγον ἐκοιμᾶτο, ὄχι ἐπάνω εἰς κλίνην ἀναπαυόμενος, ἀλλὰ στεκόμενος καὶ ἐπάνω εἰς σχοινία βασταζόμενος. Ὅταν δὲ πολλὰ ἐκουράζετο, τότε ὀλίγον ἐκάθητο.
Τότε δὲ καὶ περισσότερον ἐσχόλαζε καὶ ἐκαταγίνετο ὁ θεῖος Πατὴρ εἰς τὰς ἑρμηνείας τῶν θείων Γραφῶν καὶ εἰς τὰς διαλέξεις καὶ διδασκαλίας, διὰ μέσου τῶν ὁποίων πολλοὺς εἰς θεογνωσίαν καὶ μετάνοιαν ἔφερε. Τόσην δὲ ὑπερβολικὴν φιλανθρωπίαν εἶχεν εἰς τοὺς πτωχοὺς καὶ δεομένους ὁ Χριστοῦ μιμητής, ὥστε ὁποῦ ἔγινε καὶ εἰς τοὺς ἄλλους τύπος καὶ παράδειγμα φιλοπτωχείας. Διὰ τοῦτο καὶ μὲ τοὺς ἐν Ἐκκλησίᾳ λόγους ἐδίδασκεν ὅλους τοὺς Χριστιανούς, νὰ ἀγαποῦν μὲν καὶ νὰ ἐνεργοῦν τὴν ἀρετὴν αὐτὴν τῆς φιλοπτωχείας, νὰ ἀπέχουν δὲ ἀπὸ τὴν πλεονεξίαν.
Ὅθεν διὰ τὴν αἰτίαν ταύτην, πρῶτον προσέκρουσεν εἰς τὴν βασίλισσαν Εὐδοξίαν, καὶ εἰς ἔχθραν μὲ αὐτὴν κατεστάθη. Ἐπειδή, αὐτὴ μὲν ἅρπασε τὸν ἀμπελῶνα μιᾶς χήρας, Καλλιτρόπης ὀνομαζομένης ἡ ὁποία ἐφώναζε ζητοῦσα τὸ ὑποστατικόν της. Ὁ δὲ Ἅγιος ἐσυμβούλευεν αὐτὴν νὰ μὴ κρατῇ τὸ ξένον πρᾶγμα. Καὶ ἐπειδὴ ἐκείνη δὲν ἐπείθετο, διὰ τοῦτο ἤλεγχεν αὐτὴν καὶ ἐθεάτριζε ὁ Ἅγιος μὲ τὸ παράδειγμα τῆς Ἰεζάβελ. Ὅθεν ἡ Εὐδοξία ἀγριευθεῖσα ὡς θηρίον, ἐκατέβασε τὸν Ἅγιον ἀπὸ τὸν θρόνον του. Τὸ πρῶτον μέν, μόνη της, τὸ δεύτερον δέ, καὶ διὰ τῶν Ἐπισκόπων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἠκολούθουν περισσότερον εἰς τὰς δυναστείας καὶ ὑπολήψεις τῶν ἀξιωματικῶν ἀρχόντων, παρὰ εἰς τὴν εὐσέβειαν καὶ εἰς τοὺς θείους νόμους. Ἔπειτα πάλιν ἀπεκατέστη ὁ Ἅγιος εἰς τὸν θρόνον του.
Τελευταῖον δὲ ἐξωρίσθη ὁ Ἅγιος εἰς τὴν Κουκουσὸν τῆς Ἁρμενίας. Καὶ ἐκεῖ ὑπομείνας θλίψεις πολλὰς καὶ πολλοὺς ἀπίστους ἐπιστρέψας εἰς τὴν θεογνωσίαν, παρέδωκε τὴν ἁγίαν του ψυχὴν εἰς χεῖρας Θεοῦ ἐν ἔτει υβ΄ [402]. Ὁ δὲ κατὰ πλάτος Βίος τοῦ Ἁγίου γράφει, ὅτι μετὰ τὴν ἀπὸ τοῦ θρόνου κατάβασιν καὶ ἐξορίαν τοῦ θείου Πατρός, ὅσοι Ἐπίσκοποι ἐσυνήργησαν εἰς αὐτήν, ὅλοι ἐβασανίσθησαν πρότερον ἐκ Θεοῦ μὲ δεινὰς καὶ πολλὰς ἀσθενείας, καὶ ἔπειτα ἀπέθανον. Ἡ δὲ Εὐδοξία πρώτη ἔπαθε τὰς ἀσθενείας ταύτας, ἐπειδὴ καὶ πρώτη αὕτη ἐπαρανόμησε, καὶ ἔγινε πρόξενος ἀπωλείας καὶ εἰς τοὺς Ἐπισκόπους. Λέγουσι δέ, ὅτι μετὰ τὸν θάνατόν της, διὰ νὰ ἀποδειχθῇ ἡ ἀδικία ὁποῦ ἔκαμεν εἰς τὸν μέγαν Χρυσόστομον, ἐκινεῖτο καὶ ἔτρεμεν ὁ τάφος της εἰς διάστημα χρόνων ὁλοκλήρων τριανταδύω. Ὅταν δὲ ἀνεκομίσθη τὸ λείψανον τοῦ Ἁγίου εἰς Κωνσταντινούπολιν καὶ ἀπετέθη, ὅπου τώρα εἶναι, τότε καὶ ὁ τάφος ἐκείνης ἐστάθη καὶ πλέον δὲν ἔτρεμεν. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸν Νέον Θησαυρόν (2).)
(1) Πρέπει νὰ ἠξεύρωμεν, ὅτι ἡ τοῦ θείου Χρυσοστόμου ἁγία κοίμησις, ἔγινε κατὰ τὴν δεκάτην τετάρτην τοῦ Σεπτεμβρίου μηνός, ὅταν τελῆται ἡ τοῦ τιμίου Σταυροῦ Ὕψωσις. Μετετέθη δὲ αὕτη εἰς τὴν σημερινὴν ἡμέραν, ἵνα, ὡς νομίζω, τελεία ψάλληται ἡ ταύτης Ἀκολουθία καθὼς γράφεται ἐν τῷ χειρογράφῳ Συναξαριστῇ. Σημείωσαι, ὅτι εἰς τὴν τοῦ Ἰωάννου χρυσῆν κεφαλὴν βίους καὶ ἐγκώμια ἔπλεξαν Γεώργιος ὁ Ἀλεξανδρείας, Κύριλλος ὁ Ἀλεξανδρείας, Πρόκλος, Θεοδώρητος ὅστις πέντε λόγους συνέγραψεν εἰς τὸν Χρυσόστομον, καθὼς μαρτυρεῖ ὁ ἀναγνοὺς τούτους κριτικὸς Φώτιος, Συμεὼν ὁ Μεταφραστής, Λέων ὁ σοφός, Ἀνώνυμος, Παλλάδιος ὁ Ἐπίσκοπος Ἑλενουπόλεως, Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων, Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Μαρτύριος Πατριάρχης Ἀντιοχείας, Κοσμᾶς ὁ ἐπὶ τῶν χρόνων τοῦ Χρυσοστόμου Διάκονος Ἀποστολιτῶν, Νεῖλος, Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης, Εὐάγριος ἀσκητής, Κοσμᾶς Βεστίτωρ, Νικήτας Σκευοφύλαξ, Νικήτας ὁ Παφλαγών, Εὐστάθιος Πρίμι, Βασίλειος ὁ πρωτόθρονος, Κωνσταντῖνος βασιλεὺς ὁ Πορφυρογέννητος, Σωκράτης. Ἅπαντες τὸν ἀριθμὸν εἰκοσιδύω. Δὲν δύναμαι ἐδῶ νὰ σιωπήσω ἐκεῖνο τὸ συμβεβηκός, τὸ ὁποῖον προξενεῖ ἕνα ἄκρον καὶ ξεχωριστὸν ἔπαινον εἰς τὸν χρυσοῦν τοῦτον Ἅγιον, καθὼς διηγεῖται τοῦτο ἐν τῷ κατὰ πλάτος Βίῳ αὐτοῦ ὁ Ἀνώνυμος συγγραφεύς. Ἀδελφειός, λέγει οὗτος, ὁ Ἐπίσκοπος τῆς ἐν Καππαδοκίᾳ Ἀραβισσοῦ, ὁ πολλὰ δεξιωθεὶς ἐν τῇ ἐξορίᾳ τὸν Ἅγιον, οὗτος λέγω παρεκάλει τὸν Θεὸν μὲ θερμὰς δεήσεις, ἵνα δείξῃ αὐτῷ, ποίας δόξης ἠξιώθη ἐν Οὐρανοῖς ὁ θεῖος Χρυσόστομος. Εἰς καιρὸν λοιπόν, ὁποῦ ἐπροσηύχετο ὁ Ἀδελφειός, ἦλθεν εἰς ἔκστασιν. Καὶ ἰδοὺ βλέπει ἕνα φωτοειδῆ ἄνδρα, ὅστις ἔδειχνεν εἰς αὐτόν, ὅλους τοὺς Διδασκάλους καὶ Ἱεράρχας καὶ Ὁσίους, καὶ τὸν χορὸν ὅλων τῶν δικαίων, ὅσοι ἔφθασαν νὰ μεταβοῦν ἀπὸ τὴν γῆν εἰς τοὺς Οὐρανούς. Τότε ὁ Ἀδελφειὸς ἔβλεπεν ὅλους ἐκείνους μὲ χαράν, ἐπιθυμῶν νὰ ἰδῇ καὶ τὸν Ἰωάννην. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν εἶδε τοῦτον ἐκεῖ, ἐλυπήθη. Τότε ὁ φωτοειδὴς ἐκεῖνος εἶπε πρὸς τὸν Ἀδελφειόν, διατί ἐλυπήθης; Ἐκεῖνος ἀπεκρίθη. Διατὶ δὲν εἶδον εἰς τὸ τάγμα τῶν Ἱεραρχῶν τὸν Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννην. Ὁ δὲ φανεὶς λέγει αὐτῷ· «Τὸν χρυσοῦν, λέγεις, Ἰωάννην, τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ; ἐκεῖνον τὸν ὑπὲρ ἄνθρωπον; Ἤξευρε ὅτι αὐτὸν δὲν εἶναι δυνατὸν εἰς ἐσὲ νὰ ἰδῇς, διατὶ αὐτὸς εὑρίσκεται ἐκεῖ, ὁποῦ εἶναι ὁ θρόνος τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ». Μίαν τοιαύτην ὀπτασίαν εἶδε καὶ ὁ Ὅσιος Μάρκος ὁ ἀσκητής, καὶ ἤκουσε τὰ ἴδια λόγια, ὁποῦ ἤκουσε καὶ ὁ Ἀδελφειός, ἀπὸ τὸν Κύπρου Ἐπιφάνιον, ὅστις ὡδήγει αὐτὸν ἐν τῇ κατ’ ἔκστασιν ὀπτασίᾳ. Καθὼς καὶ τοῦτο ὁ Ἀνώνυμος διηγεῖται.
(2) Σημείωσαι, ὅτι Γρηγόριος ὁ Ἀλεξανδρείας ἐν τῷ Βίῳ τοῦ Χρυσοστόμου καλεῖ αὐτὸν τῆς οἰκουμένης ἁπάσης Διδάσκαλον καὶ φωστῆρα. Ὁ μικρὸς Θεοδόσιος καλεῖ αὐτὸν οἰκουμενικὸν Διδάσκαλον. Λέων ὁ σοφὸς ἐν τῷ πρὸς αὐτὸν ἐγκωμίῳ λέγει κοινὸν τῆς οἰκουμένης Πατέρα. Καὶ ὁ Ἀνώνυμος ἐν τῷ Βίῳ αὐτοῦ ὀνομάζει κοινὸν τῆς οἰκουμένης προμηθέα καὶ προστάτην. Ὁ Θεοδώρητος παρὰ Φωτίῳ λέγει αὐτὸν τῆς Ἐκκλησίας στόμα καὶ εὐσεβείας ἀνθρώπων ὀφθαλμόν. Ὁ Πηλουσιώτης Ἰσίδωρος (τμήματι πρώτῳ, ἐπιστολῇ ρνς΄ [156]) λέγει περὶ αὐτοῦ «Ὁ τῶν τοῦ Θεοῦ ἀπορρήτων σοφὸς καὶ ὑποφήτης Ἰωάννης. Ὁ τῆς ἐν Βυζαντίῳ Ἐκκλησίας καὶ πάσης ὀφθαλμός». Ἐν δὲ τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ σῴζεται Βίος ἑλληνικὸς τοῦ θείου Χρυσοστόμου, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἀγαπητοί, ἀψευδὴς ὁ Θεός, ὁ διὰ τοῦ Προφήτου λέγων, πολλαὶ αἱ θλίψεις τῶν δικαίων».
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου νέου Ὁσιομάρτυρος Δαμασκηνοῦ τοῦ ἐκ Κωνσταντινουπόλεως ὄντος, καὶ ἐν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσαντος ἐν ἔτει ͵αχπα΄ [1681] (3).
Βλέπεις ἀθλητὰ ἡδονικῶς τὸ ξίφος,
Σὺν τῷ ξίφει γὰρ ἔβλεπες καὶ τὸ στέφος.
(3) Τὸ Μαρτύριον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Των Αγίων Ιωάννου Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου, Δαμασκηνού Οσιομάρτυρος