Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου13 Ιουλίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΙΓ’, η Σύναξις του Αρχαγγέλου Γαβριήλ.
Των σων αγαθών ώσπερ ουκ έχω κόρον,
Ως ουδ’ εορτών Γαβριήλ άρχων νόων (1).
Τη δεκάτη δε τρίτη συναγήοχεν ώδε Γαβριήλ.
(1) Δια ποίαν αιτίαν γίνεται εδώ μνεία της Συνάξεως και εορτής του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, δεν εδυνήθην να εύρω, καίτοι εξετάσας πολλά. Φαίνεται όμως εκ συμπεράσματος, ότι κάποιαν χάριν και ευεργεσίαν εποίησεν ο Αγαθάγγελος ούτος Γαβριήλ, δια την οποίαν οι τότε Χριστιανοί, εις μνήμην της χάριτος, εσυνάγοντο και εώρταζον τον χαριέστατον του Θεού Αρχάγγελον. Διο και Κανόνα και τροπάρια εις την αυτού μεγαλειότητα έψαλλον. Εν τοις χειρογράφοις όμως Μηναίοις η Σύναξις αύτη του θείου Γαβριήλ γράφεται εν τη αυτή ημέρα, άνευ διστίχου.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Οσίου πατρός ημών Στεφάνου του Σαβαΐτου.
Και σκώλα και θήρατρα και πάγας βίου,
Φυγών Στέφανος εις Εδέμ λόχμας έδυ (2).
(2) Όρα το έτερον δίστιχον και το Συναξάριον του Στεφάνου τούτου εις την εικοστήν ογδόην του Οκτωβρίου. Περιττόν δε και αηδές αληθώς εστι να εορτάζεται ο Στέφανος ούτος δύω φοραίς, και ο τούτου εις και ο αυτός Κανών, να ψάλλεται και τότε και τώρα, χωρίς καμμίαν εύλογον αφορμήν. Ει μη γαρ ο Κανών αυτός εμπόδιζεν, ήθελον να σηκώσω από εδώ την ενταύθα διττήν μνήμην αυτού ως περιττήν. Έξω μόνον αν θέλη να ειπή τινας, ότι τότε μεν, είναι η καθ’ αυτό και κυρία μνήμη του, τώρα δε, είναι μνήμη της ανακομιδής των λειψάνων του.
*
Μνήμη της Αγίας Μάρτυρος Γολινδούχ της εκ Περσίδος, της μετονομασθείσης Μαρίας.
Σκηνοίς Γολινδούχ, εις Εδέμ σκηναί δε σοι,
Το του Βαλαάμ ως σκιάζουσαι νάπαι.
Αύτη ήτον από την Περσίαν, έχουσα άνδρα αρχιμάγον, κατά τους χρόνους Χοσρόου μεν του βασιλέως Περσών, Μαυρικίου δε του βασιλέως Ρωμαίων εν έτει φπδ’ [584]. Αύτη λοιπόν γενομένη εις έκστασιν, βλέπει Άγγελον Θεού, ο οποίος έδειξεν εις αυτήν ένα τόπον σκοτεινόν και γεμάτον από φωτίαν, μέσα εις τον οποίον είδε τους προγόνους της, οι οποίοι ελάτρευον εις τα είδωλα. Έδειξε δε εις αυτήν και άλλον τόπον φωτεινόν, μέσα εις τον οποίον ευφραίνοντο και εχόρευον εκείνοι, οπού ελάτρευον εις τον Χριστόν. Θέλουσα δε και αυτή να έμβη μέσα εις τον φωτεινόν τόπον εκείνον, εμποδίζετο από τον φαινόμενον Άγγελον, όστις τη έλεγεν, ότι εις τον τόπον εκείνον, δεν δύνανται να έμβουν οι άπιστοι. Ευθύς λοιπόν μετά την οπτασίαν εκείνην, ελθούσα εις τον εαυτόν της η μακαρία, επίστευσεν εις τον Χριστόν και εβαπτίσθη, μετονομασθείσα Μαρία. Όθεν δια την αιτίαν ταύτην καταδικασθείσα τόσον από τον άνδρα της, όσον και από τον βασιλέα των Περσών, εξωρίσθη εις το κάστρον το καλούμενον της Λήθης, ήτοι της αλησμονησίας, και εκεί διεπέρασεν η αοίδιμος χρόνους δεκαοκτώ. Και επειδή δεν επείσθη να αρνηθή τον Χριστόν, ερρίφθη εις ένα λάκκον, μέσα εις τον οποίον ήτον ένας δράκων, όστις επροξένει φόβον μεγάλον εις τους πλησιάζοντας. Εκεί λοιπόν διαπεράσασα τέσσαρας μήνας, τόσον πολλά ημέρωσε τον δράκοντα, ώστε οπού εκείνος ακούμβιζεν επάνω εις την Αγίαν και ανεπαύετο. Εις το διάστημα δε εκείνο, δεν έδωκαν εις την Αγίαν να φάγη. Όθεν έλαβε χάριν παρά Θεού, να μη ενοχλήται πλέον από πείναν, μηδέ να χρειάζεται ανθρωπίνην τροφήν.
Έπειτα εύγαλαν την Μάρτυρα από τον λάκκον, και παραστήσαντες αυτήν εις τον υιόν του Χοσρόοου, την έδειραν, από δε τον δαρμόν εσχίσθη το βυζί της. Μετά ταύτα έβαλαν την κεφαλήν της Αγίας μέσα εις ένα σάκκον γεμάτον από στάκτην της καμίνου, και έτζι εσφαλίσθη μοναχή μέσα εις ένα τόπον. Επειδή δε εφυλάχθη αβλαβής υπό της θείας χάριτος, δια τούτο εβάλθη εις ένα πορνοστάσιον, όπου επροστάχθησαν μερικοί ασελγείς, δια να υβρίσουν το σώμα της Αγίας. Εκείνοι δε εμβαίνοντες, δεν εύρισκον αυτήν, εκρύπτετο γαρ παραδόξως από κάποιαν αορασίαν, και δεν την έβλεπον. Βουλλωθείσα δε η Αγία εις τον λαιμόν, και πορευομένη δια να αποκεφαλισθή, ελυτρώθη αοράτως υπό θείου Αγγέλου, όστις εύγαλεν από τον λαιμόν της σώαν την βούλλαν οπού είχε, και επαρακίνησε τον δήμιον δια να την αφήση και να μη την αποκεφαλίση. Επειδή δε η Αγία ελυπείτο διατί δεν έπαθε δια τον Χριστόν, τούτου χάριν εφάνη εις αυτήν θείος Άγγελος, βαστάζων σπαθί εις τας χείρας του, με το οποίον εκτύπησεν αυτήν εις τον λαιμόν, και εφάνη, ότι της επροξένησε κόψιμον, από δε το κόψιμον εκείνο ευγήκεν αίμα, το οποίον εκοκκίνησε τα ρούχα της. Όθεν τα ρούχα της εκείνα πολλάς ιατρείας εποίησαν. Η δε Αγία απήλθεν εις τα Ιεροσόλυμα, και προσκυνήσασα τους Αγίους τόπους, επήγεν εις κάποια Μοναστήρια, μέσα εις τα οποία ευρίσκετο η αίρεσις του μονοφυσίτου Σεβήρου. Προσευχηθείσα δε εζήτησεν από τον Θεόν να της αποκαλύψη, ανίσως και πρέπη να συγκοινωνήση με αυτούς. Όθεν βλέπει ένα Άγγελον, ο οποίος εκράτει δύω ποτήρια, ένα σκοτεινόν, και άλλο φωτεινόν. Έδειχνε δε ο Άγγελος εις αυτήν, ότι το μεν φωτεινόν ποτήριον, δηλοί την καθολικήν Εκκλησίαν, το δε σκοτεινόν, δηλοί την Συναγωγήν των αιρετικών. Επειδή δε ο τότε Πατριάρχης των Ιεροσολύμων παρεκάλεσεν αυτήν να υπάγη εις την Κωνσταντινούπολιν, δια να ευχηθή τους ευσεβείς βασιλείς, απεκρίθη εις αυτόν, ότι είναι κοντά η προς Θεόν αυτής εκδημία και μετάστασις (3). Όθεν πηγαίνουσα ανάμεσα των τόπων Νιτζίβεως και Δαράς εις τον ευκτήριον Ναόν του Αγίου Σεργίου, και εκεί ευχαριστήσασα τω Θεώ, ησθένησεν ολίγον, είτα ζητήσασα παρά Θεού σωτηρίαν όλου του κόσμου, παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού. Τελείται δε η αυτής Σύναξις και εορτή εις τον μαρτυρικόν Ναόν του Αγίου Τρύφωνος, ο οποίος είναι κοντά εις την Αγίαν Ειρήνην την παλαιάν και νέαν.
(3) Εν δε τω τετυπωμένω Συναξαριστή γράφεται, ότι επήγεν η Αγία εις την Κωνσταντινούπολιν, και εκεί προς Κύριον εξεδήμησε. Το δε λείψανόν της εβάλθη εις ένα σεντούκι μικρόν.
*
Η Οσία Σάρρα εν ειρήνη τελειούται (4).
Κόλπους υποσχών την νέαν Σάρραν δέχου,
Ω της παλαιάς Αβραάμ Σάρρας άνερ.
(4) Περί της Αγίας ταύτης Σάρρας γράφεται εις τον Παράδεισον των Πατέρων, ότι είπε ταύτα τα λόγια. «Εάν εύξωμαι τω Θεώ, ίνα πάντες οι άνθρωποι πληροφορώνται εις εμέ, ευρεθήσομαι εις την θύραν εκάστου μετανοούσα. Αλλά μάλλον εύξομαι, την καρδίαν μου αγνήν είναι μετά πάντων». Προς την Οσίαν ταύτην επήγαν μίαν φοράν δύω μεγάλοι Γέροντες και αναχωρηταί από τα μέρη του Πηλουσίου όρους, πηγαίνοντες δε, έλεγον αναμεταξύ των, ας ταπεινώσωμεν την γραίαν ταύτην. Είτα λέγουσιν αυτή. Βλέπε, μήπως υπερηφανευθή ο λογισμός σου, και ειπής, ότι ιδού οι αναχωρηταί έρχονται εις εμένα, οπού είμαι γυναίκα. Η δε Οσία απεκρίθη εις αυτούς. Κατά μεν την φύσιν, είμαι γυναίκα, όχι δε κατά τον λογισμόν. Άλλην φοράν επήγαν εις αυτήν Σκητιώται, και ετραπέζωσεν εις αυτούς μερικά φαγητά οπού της έφερον. Εκείνοι δε αφήσαντες τα καλά φαγητά, έφαγον τα αχαμνά. Τότε λέγει αυτοίς η Οσία, αληθώς Σκητιώται εστέ. Τόσον δε αγωνίστρια ήτον η μακαρία αύτη, ώστε οπού εξήντα χρόνους εκάθησεν επάνω εις ένα ποταμόν, και κάτω δεν έσκυψε να ιδή.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΓ΄, ἡ Σύναξις τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ.
Τῶν σῶν ἀγαθῶν ὥσπερ οὐκ ἔχω κόρον,
Ὡς οὐδ’ ἑορτῶν Γαβριὴλ ἄρχων νόων (1).
Τῇ δεκάτῃ δὲ τρίτῃ συναγήοχεν ὧδε Γαβριήλ.
(1) Διὰ ποίαν αἰτίαν γίνεται ἐδῶ μνεία τῆς Συνάξεως καὶ ἑορτῆς τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, δὲν ἐδυνήθην νὰ εὕρω, καίτοι ἐξετάσας πολλά. Φαίνεται ὅμως ἐκ συμπεράσματος, ὅτι κᾄποιαν χάριν καὶ εὐεργεσίαν ἐποίησεν ὁ Ἀγαθάγγελος οὗτος Γαβριήλ, διὰ τὴν ὁποίαν οἱ τότε Χριστιανοί, εἰς μνήμην τῆς χάριτος, ἐσυνάγοντο καὶ ἑώρταζον τὸν χαριέστατον τοῦ Θεοῦ Ἀρχάγγελον. Διὸ καὶ Κανόνα καὶ τροπάρια εἰς τὴν αὐτοῦ μεγαλειότητα ἔψαλλον. Ἐν τοῖς χειρογράφοις ὅμως Μηναίοις ἡ Σύναξις αὕτη τοῦ θείου Γαβριὴλ γράφεται ἐν τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἄνευ διστίχου.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Στεφάνου τοῦ Σαβαΐτου.
Καὶ σκῶλα καὶ θήρατρα καὶ πάγας βίου,
Φυγὼν Στέφανος εἰς Ἐδὲμ λόχμας ἔδυ (2).
(2) Ὅρα τὸ ἕτερον δίστιχον καὶ τὸ Συναξάριον τοῦ Στεφάνου τούτου εἰς τὴν εἰκοστὴν ὀγδόην τοῦ Ὀκτωβρίου. Περιττὸν δὲ καὶ ἀηδὲς ἀληθῶς ἐστι νὰ ἑορτάζεται ὁ Στέφανος οὗτος δύω φοραῖς, καὶ ὁ τούτου εἷς καὶ ὁ αὐτὸς Κανών, νὰ ψάλλεται καὶ τότε καὶ τώρα, χωρὶς κᾀμμίαν εὔλογον ἀφορμήν. Εἰ μὴ γὰρ ὁ Κανὼν αὐτὸς ἐμπόδιζεν, ἤθελον νὰ σηκώσω ἀπὸ ἐδῶ τὴν ἐνταῦθα διττὴν μνήμην αὐτοῦ ὡς περιττήν. Ἔξω μόνον ἂν θέλῃ νὰ εἰπῇ τινας, ὅτι τότε μέν, εἶναι ἡ καθ’ αὑτὸ καὶ κυρία μνήμη του, τώρα δέ, εἶναι μνήμη τῆς ἀνακομιδῆς τῶν λειψάνων του.
*
Μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Γολινδοὺχ τῆς ἐκ Περσίδος, τῆς μετονομασθείσης Μαρίας.
Σκηνοῖς Γολινδούχ, εἰς Ἐδὲμ σκηναὶ δέ σοι,
Τὸ τοῦ Βαλαὰμ ὡς σκιάζουσαι νάπαι.
Αὕτη ἦτον ἀπὸ τὴν Περσίαν, ἔχουσα ἄνδρα ἀρχιμάγον, κατὰ τοὺς χρόνους Χοσρόου μὲν τοῦ βασιλέως Περσῶν, Μαυρικίου δὲ τοῦ βασιλέως Ῥωμαίων ἐν ἔτει φπδ΄ [584]. Αὕτη λοιπὸν γενομένη εἰς ἔκστασιν, βλέπει Ἄγγελον Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἔδειξεν εἰς αὐτὴν ἕνα τόπον σκοτεινὸν καὶ γεμάτον ἀπὸ φωτίαν, μέσα εἰς τὸν ὁποῖον εἶδε τοὺς προγόνους της, οἱ ὁποῖοι ἐλάτρευον εἰς τὰ εἴδωλα. Ἔδειξε δὲ εἰς αὐτὴν καὶ ἄλλον τόπον φωτεινόν, μέσα εἰς τὸν ὁποῖον εὐφραίνοντο καὶ ἐχόρευον ἐκεῖνοι, ὁποῦ ἐλάτρευον εἰς τὸν Χριστόν. Θέλουσα δὲ καὶ αὐτὴ νὰ ἔμβῃ μέσα εἰς τὸν φωτεινὸν τόπον ἐκεῖνον, ἐμποδίζετο ἀπὸ τὸν φαινόμενον Ἄγγελον, ὅστις τῇ ἔλεγεν, ὅτι εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον, δὲν δύνανται νὰ ἔμβουν οἱ ἄπιστοι. Εὐθὺς λοιπὸν μετὰ τὴν ὀπτασίαν ἐκείνην, ἐλθοῦσα εἰς τὸν ἑαυτόν της ἡ μακαρία, ἐπίστευσεν εἰς τὸν Χριστὸν καὶ ἐβαπτίσθη, μετονομασθεῖσα Μαρία. Ὅθεν διὰ τὴν αἰτίαν ταύτην καταδικασθεῖσα τόσον ἀπὸ τὸν ἄνδρα της, ὅσον καὶ ἀπὸ τὸν βασιλέα τῶν Περσῶν, ἐξωρίσθη εἰς τὸ κάστρον τὸ καλούμενον τῆς Λήθης, ἤτοι τῆς ἀλησμονησίας, καὶ ἐκεῖ διεπέρασεν ἡ ἀοίδιμος χρόνους δεκαοκτώ. Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἐπείσθη νὰ ἀρνηθῇ τὸν Χριστόν, ἐρρίφθη εἰς ἕνα λάκκον, μέσα εἰς τὸν ὁποῖον ἦτον ἕνας δράκων, ὅστις ἐπροξένει φόβον μεγάλον εἰς τοὺς πλησιάζοντας. Ἐκεῖ λοιπὸν διαπεράσασα τέσσαρας μῆνας, τόσον πολλὰ ἡμέρωσε τὸν δράκοντα, ὥστε ὁποῦ ἐκεῖνος ἀκούμβιζεν ἐπάνω εἰς τὴν Ἁγίαν καὶ ἀνεπαύετο. Εἰς τὸ διάστημα δὲ ἐκεῖνο, δὲν ἔδωκαν εἰς τὴν Ἁγίαν νὰ φάγῃ. Ὅθεν ἔλαβε χάριν παρὰ Θεοῦ, νὰ μὴ ἐνοχλῆται πλέον ἀπὸ πεῖναν, μηδὲ νὰ χρειάζεται ἀνθρωπίνην τροφήν.
Ἔπειτα εὔγαλαν τὴν Μάρτυρα ἀπὸ τὸν λάκκον, καὶ παραστήσαντες αὐτὴν εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Χοσρόοου, τὴν ἔδειραν, ἀπὸ δὲ τὸν δαρμὸν ἐσχίσθη τὸ βυζί της. Μετὰ ταῦτα ἔβαλαν τὴν κεφαλὴν τῆς Ἁγίας μέσα εἰς ἕνα σάκκον γεμάτον ἀπὸ στάκτην τῆς καμίνου, καὶ ἔτζι ἐσφαλίσθη μοναχὴ μέσα εἰς ἕνα τόπον. Ἐπειδὴ δὲ ἐφυλάχθη ἀβλαβὴς ὑπὸ τῆς θείας χάριτος, διὰ τοῦτο ἐβάλθη εἰς ἕνα πορνοστάσιον, ὅπου ἐπροστάχθησαν μερικοὶ ἀσελγεῖς, διὰ νὰ ὑβρίσουν τὸ σῶμα τῆς Ἁγίας. Ἐκεῖνοι δὲ ἐμβαίνοντες, δὲν εὕρισκον αὐτήν, ἐκρύπτετο γὰρ παραδόξως ἀπὸ κᾄποιαν ἀορασίαν, καὶ δὲν τὴν ἔβλεπον. Βουλλωθεῖσα δὲ ἡ Ἁγία εἰς τὸν λαιμόν, καὶ πορευομένη διὰ νὰ ἀποκεφαλισθῇ, ἐλυτρώθη ἀοράτως ὑπὸ θείου Ἀγγέλου, ὅστις εὔγαλεν ἀπὸ τὸν λαιμόν της σῶαν τὴν βοῦλλαν ὁποῦ εἶχε, καὶ ἐπαρακίνησε τὸν δήμιον διὰ νὰ τὴν ἀφήσῃ καὶ νὰ μὴ τὴν ἀποκεφαλίση. Ἐπειδὴ δὲ ἡ Ἁγία ἐλυπεῖτο διατὶ δὲν ἔπαθε διὰ τὸν Χριστόν, τούτου χάριν ἐφάνη εἰς αὐτὴν θεῖος Ἄγγελος, βαστάζων σπαθὶ εἰς τὰς χεῖράς του, μὲ τὸ ὁποῖον ἐκτύπησεν αὐτὴν εἰς τὸν λαιμόν, καὶ ἐφάνη, ὅτι τῆς ἐπροξένησε κόψιμον, ἀπὸ δὲ τὸ κόψιμον ἐκεῖνο εὐγῆκεν αἷμα, τὸ ὁποῖον ἐκοκκίνησε τὰ ῥοῦχά της. Ὅθεν τὰ ροῦχά της ἐκεῖνα πολλὰς ἰατρείας ἐποίησαν. Ἡ δὲ Ἁγία ἀπῆλθεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, καὶ προσκυνήσασα τοὺς Ἁγίους τόπους, ἐπῆγεν εἰς κᾄποια Μοναστήρια, μέσα εἰς τὰ ὁποῖα εὑρίσκετο ἡ αἵρεσις τοῦ μονοφυσίτου Σεβήρου. Προσευχηθεῖσα δὲ ἐζήτησεν ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ τῆς ἀποκαλύψῃ, ἀνίσως καὶ πρέπῃ νὰ συγκοινωνήσῃ μὲ αὐτούς. Ὅθεν βλέπει ἕνα Ἄγγελον, ὁ ὁποῖος ἐκράτει δύω ποτήρια, ἕνα σκοτεινόν, καὶ ἄλλο φωτεινόν. Ἔδειχνε δὲ ὁ Ἄγγελος εἰς αὐτήν, ὅτι τὸ μὲν φωτεινὸν ποτήριον, δηλοῖ τὴν καθολικὴν Ἐκκλησίαν, τὸ δὲ σκοτεινόν, δηλοῖ τὴν Συναγωγὴν τῶν αἱρετικῶν. Ἐπειδὴ δὲ ὁ τότε Πατριάρχης τῶν Ἱεροσολύμων παρεκάλεσεν αὐτὴν νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, διὰ νὰ εὐχηθῇ τοὺς εὐσεβεῖς βασιλεῖς, ἀπεκρίθη εἰς αὐτόν, ὅτι εἶναι κοντὰ ἡ πρὸς Θεὸν αὐτῆς ἐκδημία καὶ μετάστασις (3). Ὅθεν πηγαίνουσα ἀνάμεσα τῶν τόπων Νιτζίβεως καὶ Δαρᾶς εἰς τὸν εὐκτήριον Ναὸν τοῦ Ἁγίου Σεργίου, καὶ ἐκεῖ εὐχαριστήσασα τῷ Θεῷ, ἠσθένησεν ὀλίγον, εἶτα ζητήσασα παρὰ Θεοῦ σωτηρίαν ὅλου τοῦ κόσμου, παρέδωκε τὴν ψυχήν της εἰς χεῖρας Θεοῦ. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτῆς Σύναξις καὶ ἑορτὴ εἰς τὸν μαρτυρικὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Τρύφωνος, ὁ ὁποῖος εἶναι κοντὰ εἰς τὴν Ἁγίαν Εἰρήνην τὴν παλαιὰν καὶ νέαν.
(3) Ἐν δὲ τῷ τετυπωμένῳ Συναξαριστῇ γράφεται, ὅτι ἐπῆγεν ἡ Ἁγία εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, καὶ ἐκεῖ πρὸς Κύριον ἐξεδήμησε. Τὸ δὲ λείψανόν της ἐβάλθη εἰς ἕνα σεντοῦκι μικρόν.
*
Ἡ Ὁσία Σάρρα ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (4).
Κόλπους ὑποσχὼν τὴν νέαν Σάρραν δέχου,
Ὦ τῆς παλαιᾶς Ἁβραὰμ Σάρρας ἄνερ.
(4) Περὶ τῆς Ἁγίας ταύτης Σάρρας γράφεται εἰς τὸν Παράδεισον τῶν Πατέρων, ὅτι εἶπε ταῦτα τὰ λόγια. «Ἐὰν εὔξωμαι τῷ Θεῷ, ἵνα πᾶντες οἱ ἄνθρωποι πληροφορῶνται εἰς ἐμέ, εὑρεθήσομαι εἰς τὴν θύραν ἑκάστου μετανοοῦσα. Ἀλλὰ μᾶλλον εὔξομαι, τὴν καρδίαν μου ἁγνὴν εἶναι μετὰ πάντων». Πρὸς τὴν Ὁσίαν ταύτην ἐπῆγαν μίαν φορὰν δύω μεγάλοι Γέροντες καὶ ἀναχωρηταὶ ἀπὸ τὰ μέρη τοῦ Πηλουσίου ὄρους, πηγαίνοντες δέ, ἔλεγον ἀναμεταξύ των, ἂς ταπεινώσωμεν τὴν γραῖαν ταύτην. Εἶτα λέγουσιν αὐτῇ. Βλέπε, μήπως ὑπερηφανευθῇ ὁ λογισμός σου, καὶ εἰπῇς, ὅτι ἰδοὺ οἱ ἀναχωρηταὶ ἔρχονται εἰς ἐμένα, ὁποῦ εἶμαι γυναῖκα. Ἡ δὲ Ὁσία ἀπεκρίθη εἰς αὐτούς. Κατὰ μὲν τὴν φύσιν, εἶμαι γυναῖκα, ὄχι δὲ κατὰ τὸν λογισμόν. Ἄλλην φορὰν ἐπῆγαν εἰς αὐτὴν Σκητιῶται, καὶ ἐτραπέζωσεν εἰς αὐτοὺς μερικὰ φαγητὰ ὁποῦ τῆς ἔφερον. Ἐκεῖνοι δὲ ἀφήσαντες τὰ καλὰ φαγητά, ἔφαγον τὰ ἀχαμνά. Τότε λέγει αὐτοῖς ἡ Ὁσία, ἀληθῶς Σκητιῶταί ἐστε. Τόσον δὲ ἀγωνίστρια ἦτον ἡ μακαρία αὕτη, ὥστε ὁποῦ ἑξῆντα χρόνους ἐκάθησεν ἐπάνω εἰς ἕνα ποταμόν, καὶ κάτω δὲν ἔσκυψε νὰ ἰδῇ.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *