Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου11 Ιουνίου

Των Αγίων Βαρθολομαίου και Βαρνάβα των Αποστόλων, Θεοπέμπτου· η Σύναξις του Αρχαγγέλου Γαβριήλ εν τω Άδειν

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Άγιος ΒαρνάβαςΤω αυτώ μηνί ΙΑ’, μνήμη των Αγίων Αποστόλων Βαρθολομαίου και Βαρνάβα.

Εις τον Βαρθολομαίον.

Και σος μαθητής Χριστέ Βαρθολομαίος,
Μιμούμενός σε, σταυρικόν φέρει πάθος.

Εις τον Βαρνάβαν.

Υπέρ λίθον σάπφειρον ως Γραφή λέγει,
Τους συντρίβοντας είχε Βαρνάβας λίθους.

Ενδεκάτη σταύρωσαν ερίφρονα Βαρθολομαίον.

Από τους δύω τούτους, ο μεν Βαρθολομαίος, ήτον από τους Δώδεκα Αποστόλους, ο οποίος εκήρυξε το Ευαγγέλιον εις τους Ινδούς, τους ονομαζομένους Ευδαίμονας. Και αφ’ ου παρέδωκεν εις αυτούς το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ύστερον εσταυρώθη παρά των απίστων εις την Ουρβανόπολιν, και τελειόνοι ενδόξως τον δρόμον του μαρτυρίου του. Το δε άγιον αυτού λείψανον εβάλθη εις ένα μολυβένιον σεντούκι, και ερρίφθη εις την θάλασσαν. Υπό δε της θείας Προνοίας οδηγούμενον, επήγεν εις την νήσον της Σικελίας, Λιπάραν ονομαζομένην, και εκεί ευγήκε. Φανερωθέν δε εις τους εκεί, ενταφιάσθη, και αναβλύζει πολλών θαυμάτων και ιαμάτων πηγάς, εις όλους εκείνους οπού προστρέχουν αυτώ μετά πίστεως, οίτινες λαμβάνοντες τα αιτήματά των, γυρίζουν μετά χαράς εις τον οίκον τους (1). Ο δε Άγιος Βαρνάβας, ήτον ένας από τους Εβδομήκοντα, ο οποίος έγινε του Αποστόλου Πέτρου συνέκδημος (2), όστις και Ιωσής ονομάζεται. Ερμηνεύεται δε το όνομα Βαρνάβας, υιός παρακλήσεως. Ούτος εκατάγετο μεν, από την φυλήν του Λευΐ, εγεννήθη δε, και ανετράφη, εις την νήσον Κύπρον, καθώς περί αυτού αι Πράξεις των Αποστόλων διαλαμβάνουσιν ούτω. «Ιωσής δε ο επικληθείς Βαρνάβας υπό των Αποστόλων, (ο εστι μεθερμηνευόμενον, υιός παρακλήσεως) Λευΐτης Κύπριος τω γένει» (Πραξ. δ’, 36). Πρώτον δε εκήρυξε το Ευαγγέλιον του Χριστού εις την Ιερουσαλήμ, και Ρώμην, και Αλεξάνδρειαν. Κηρύττωντας δε και εις την Κύπρον, ελιθοβολήθη από τους εκεί Ιουδαίους και Έλληνας, και έπειτα παρεδόθη εις την φωτίαν. Τούτου τα άγια λείψανα εσύναξε Μάρκος ο Απόστολος και Ευαγγελιστής, και απέθεσεν αυτά μέσα εις ένα σπήλαιον, πηγαίνωντας δε εις την Έφεσον, ανήγγειλεν εις τον Παύλον την τελείωσίν του. Ο δε Παύλος τούτο μαθών, έκλαυσεν εις πολλήν ώραν. Ούτος ο Βαρνάβας λέγεται, ότι ενταφιάσθη μαζί με το άγιον Ευαγγέλιον του κατά Ματθαίον, το οποίον έγραψεν ο ίδιος με τας χείρας του. Ύστερον δε ευρέθη εις την Κύπρον το άγιον αυτό Ευαγγέλιον, μαζί με το λείψανον του Αποστόλου. Όθεν και προνόμιον έλαβεν η νήσος της Κύπρου, να μη υποτάσσεται εις κανένα Πατριάρχην, ή Μητροπολίτην, αλλά να ήναι αυτοκέφαλος, και οι ταύτης Επίσκοποι να χειροτονούνται από τον ίδιον Μητροπολίτην τους (3). Τελείται δε η Σύναξις των Αγίων τούτων Αποστόλων εις τον σεπτόν Ναόν του Αγίου και κορυφαίου Αποστόλου Πέτρου, τον ευρισκόμενον κοντά εις την αγιωτάτην Μεγάλην Εκκλησίαν. (Σημείωσαι, ότι εν τη Μεγίστη Λαύρα σώζονται αι περίοδοι και το Μαρτύριον του Αγίου Αποστόλου Βαρνάβα, ων η αρχή· «Επειδή περ από της καθόδου».)

(1) Περί της καταθέσεως του λειψάνου του Αγίου Βαρθολομαίου, όρα πλατύτερον εις την εικοστήν πέμπτην του Αυγούστου.

(2) Ουχί του Πέτρου, αλλά του Παύλου μάλλον ο Βαρνάβας εστί συνέκδημος. Ούτω γαρ είπε περί των δύω αυτών το Πνεύμα το Άγιον. «Αφορίσατε δη μοι Βαρνάβαν και Σαύλον εις το έργον, ο προσκέκλημαι αυτούς» (Πραξ. ιγ’, 2). Όρα και κεφ. ιδ’, 11 και ιε’, 2, 12 των Πράξεων και α’ Κορ. θ’, 6 και Γαλ. β’, 1.

Σημειούμεν ενταύθα, ότι μερικοί υπέλαβον ουκ ορθώς, ότι ο Βαρνάβας ούτος, είναι ο ίδιος εκείνος Βαρσαβάς Ιωσής ο και Ιούστος επικληθείς, ο προβληθείς υπό των Αποστόλων, ομού με τον Ματθίαν. Απατηθέντες εις τούτο, με το να εύρον έν τισι κώδιξι γεγραμμένον τον Βαρσαβάν, αντί του Βαρνάβα. Ο Βαρνάβας λοιπόν ούτος, ως μαρτυρεί Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, Στρωματ. Βιβλ. β’, και Ευσέβιος, Βιβλ. α’, κεφ. ιβ’ της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, και ο Επιφάνιος, Αιρέσ. κ’, αριθ. 4, ο Βαρνάβας, λέγω, ούτος ήτον γνώριμος και πρώην του Παύλου. Επειδή μαζί με τον Παύλον εστάθη μαθητής του Γαμαλιήλ. Ούτος πολλάς και άλλας Εκκλησίας εσύστησε, και μάλιστα την εν Μεδιολάνοις, της οποίας πρώτος κατεστάθη Επίσκοπος. (Όρα την νεοτύπωτον Εκατονταετηρίδα, σελ. 137.)

(3) Η ακριβεστέρα ιστορία η περί τούτου, έστιν αύτη. Εν τοις χρόνοις του βασιλέως Ζήνωνος, εν έτει υοζ’ [477], όταν ευτύχουν οι Μονοφυσίται Ευτυχιανοί, επειδή ο Αντιοχείας Πέτρος ο Κναφεύς εσπούδαζε να υποτάξη τους Κυπρίους, προφασιολογών, ότι από την Αντιόχειαν έλαβον οι Κύπριοι την πίστιν και τον Χριστιανισμόν, τότε λέγω συνέβη να ευρεθή από τον Επίσκοπον της Αμμοχώστου Ανθέμιτον δι’ αποκαλύψεως, το λείψανον του Αγίου τούτου Αποστόλου Βαρνάβα, υποκάτω εις τας υπογείους ρίζας μιας ξυλοκερατίας, έχον εις το στήθος του το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, γεγραμμένον ελληνιστί από τας ιδίας χείρας του αυτού Βαρνάβα. Συνέβη δε τούτο δια δύω αιτίας. Πρώτον, δια να καταισχυνθούν οι του Ευτυχούς οπαδοί από το θείον αυτό Ευαγγέλιον, καθότι αυτό βεβαιοί την αληθή του Χριστού ανθρωπότητα, ακολούθως δε και τας δύω φύσεις αυτού. Και δεύτερον, δια να επιστομισθή ο επηρεαστής των Κυπρίων Πέτρος. Είπε γαρ ο θείος Βαρνάβας τω Ανθεμίτω. Εάν οι εχθροί λέγωσιν, ότι ο θρόνος Αντιοχείας είναι Αποστολικός, ειπέ και συ, ότι και η Κύπρος εστίν Αποστολική, καθότι έχει Απόστολον εις τον τόπον αυτής. Λαβών δε ο Ανθέμιτος το Ευαγγέλιον, επήγεν εις Κωνσταντινούπολιν προς τον βασιλέα Ζήνωνα. Ος και ιδών αυτό, εχάρη μεγάλως, και φυλάξας αυτό, επρόσταξε να αναγινώσκεται κάθε χρόνον τη Μεγάλη Παρασκευή, κατά το χρονικόν του Ιωήλ. Όρα περί τούτου, και εις την υποσημείωσιν του ογδόου Κανόνος της Τρίτης Οικουμενικής Συνόδου, εν τω ημετέρω Πηδαλίω. Σημείωσαι, ότι εις τον Απόστολον τούτον Βαρνάβαν λόγον έχει Αλέξανδρος ο Μοναχός, προτραπείς υπό του Πρεσβυτέρου και κλειδούχου του σεβασμίου αυτού Ναού, ου η αρχή· «Μεγίστην λόγων υπόθεσιν προέθετο τοις πτωχοτάτοις ημίν». (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τω Κοινοβίω του Διονυσίου, εν τω τετάρτω Πανηγυρικώ της Ιεράς Μονής του Βατοπαιδίου, και εν τη των Ιβήρων.)

Γράφει δε ο Τύρου Δωρόθεος, ότι ο Βαρνάβας ούτος, προ του να λάβη τον υπέρ Χριστού θάνατον, παρήγγειλεν εις τον ανωτέρω Απόστολον Μάρκον, ίνα όταν ενταφιάση το λείψανόν του, βάλη επάνω εις το στήθος του το Ευαγγέλιον του Ματθαίου, και μαζί με εκείνο να τον ενταφιάση (σελ. 323 της ιεράς Τελετουργίας). Ο δε Χρυσόστομος λέγει περί του Βαρνάβα, ότι είχεν όψιν και θεωρίαν αξιοπρεπή. Δια τούτο και Δία αυτόν ωνόμαζον οι εν Λυκαονία όχλοι. «Εκάλουν τέ φησι, τον μεν Βαρνάβαν, Δία, τον δε Παύλον, Ερμήν. Εμοί δοκεί και από της όψεως αξιοπρεπής είναι ο Βαρνάβας» (Ομιλ. λ’ εις τας Πραξ.). Σημειοί δε ο αυτός Χρυσόστομος, ότι ο Βαρνάβας και μόλον οπού ήτον Κύπριος, εχρημάτισεν όμως Λευΐτης, φησί γαρ· «Και πώς Λευΐτης ων, Κύπριος ην; ότι λοιπόν και μετοικούντες (εις Ιερουσαλήμ δηλ.) εχρημάτιζον Λευΐται» (Ομιλ. ια’ εις τας Πραξ.).

*

Τη αυτή ημέρα ο Άγιος Μάρτυς Θεόπεμπτος, μετά και άλλων τεσσάρων, ξίφει τελειούται.

Ο Θεόπεμπτος τέσσαρας δια ξίφους,
Ευρών συνάθλους πέμπτος αυτός ευρέθη.

*

Άξιον ΕστίΗ Σύναξις του Αρχαγγέλου Γαβριήλ εν τω Άδειν.

Ήσας Γαβριήλ πριν το Χαίρε τη Κόρη,
Άδεις δε και νυν, Άξιόν σε υμνέειν.

Η Σύναξις αύτη και εορτή του Αρχαγγέλου Γαβριήλ ηκολούθησεν εν τω Αγίω Όρει του Άθω, εις ένα κελλίον του Μοναστηρίου του Παντοκράτορος, επονομαζόμενον «Άξιόν εστιν», εν τόπω καλουμένω Άδειν. Ηκολούθησε δε, δια το εξής ρηθησόμενον θαύμα. Κατά την Σκήτιν του Πρωτάτου, την ευρισκομένην εις τας Καρεάς, εκεί πλησίον εν τη τοποθεσία της Ιεράς Μονής του Παντοκράτορος, είναι λάκκος μεγάλος, όστις έχει κελλία διάφορα. Εις ένα λοιπόν των κελλίων τούτων, επ’ ονόματι τιμώμενον της Κυρίας Θεοτόκου της Κοιμήσεως, εκατοίκει ένας Ιερομόναχος γέρων και ενάρετος, μετά άλλου υποτακτικού. Επειδή δε ήτον συνήθεια να γίνεται αγρυπνία κάθε Κυριακήν εις την ρηθείσαν Σκήτιν του Πρωτάτου, κατά το εσπέρας ενός Σαββάτου, θέλωντας να υπάγη ο προρρηθείς γέρωντας εις την αγρυπνίαν, λέγει τω μαθητή αυτού. Τέκνον, εγώ μεν, υπάγω δια να ακούσω την αγρυπνίαν, ως σύνηθες. Συ δε, μείνον εις το κελλίον, και ως δύνασαι ανάγνωθι την ακολουθίαν σου. Και ούτως απήλθεν. Αφ’ ου δε η εσπέρα επέρασεν, ιδού κρούει τις την θύραν του κελλίου. Ο δε αδελφός έδραμε και την άνοιξε, και βλέπει ότι ήτον ξένος Μοναχός, αγνώριστος εις αυτόν, ο οποίος εισελθών, έμεινεν εις το κελλίον την νύκτα εκείνην. Εν τη ώρα δε του Όρθρου αναστάντες, έψαλλον και οι δύω την ακολουθίαν. Όταν δε ήλθον εις την Τιμιωτέραν, ο μεν εντόπιος Μοναχός, έψαλε μόνον «Την τιμιωτέραν των Χερουβίμ» και καθεξής έως τέλους, τον συνήθη δηλαδή και παλαιόν ύμνον του Αγίου Κοσμά του ποιητού. Ο δε ξένος εκείνος Μοναχός, κάμνωντας άλλην αρχήν του ύμνου, έψαλεν ούτως· «Άξιόν εστιν ως αληθώς μακαρίζειν σε την Θεοτόκον, την αειμακάριστον και παναμώμητον, και Μητέρα του Θεού ημών». Είτα εσύναψεν ομού και την Τιμιωτέραν άχρι τέλους.

Ακούσας δε τούτο ο εντόπιος Μοναχός, εθαύμασε, και λέγει προς τον φαινόμενον ξένον. Ημείς μόνον ψάλλομεν «Την τιμιωτέραν», το δε «Άξιόν εστιν» ουδέποτε ηκούσαμεν, ούτε ημείς, ούτε οι προτίτεροι από ημάς. Αλλά παρακαλώ σε, ποίησον αγάπην, και γράψον και εις εμένα τον ύμνον αυτόν, δια να τον ψάλλω και εγώ εις την Θεοτόκον. Ο δε αποκριθείς, φέρε μοι, του είπε, μελάνι και χαρτί, δια να τον γράψω. Και ο εντόπιος, δεν έχω, του λέγει, ούτε μελάνι, ούτε χαρτί. Ο δε φαινόμενος ξένος, φέρε μου, του είπε, μίαν πλάκα. Ο δε Μοναχός δραμών, εύρε πλάκα, και του την έφερε. Λαβών δε ταύτην ο ξένος, έγραψεν επάνω εις αυτήν με τον εαυτού δάκτυλον τον ρηθέντα ύμνον, ήτοι το «Άξιόν εστι». Και ω του θαύματος! Τόσον βαθέως εχαράχθησαν τα γράμματα επάνω εις την σκληράν πλάκα, ωσάν να εγράφησαν επάνω εις κηρί απαλώτατον. Είτα λέγει τω αδελφώ. Από του νυν και εις το εξής, ούτω να ψάλλετε και εσείς, και όλοι οι Ορθόδοξοι. Και ταύτα ειπών, έγινεν άφαντος. Ήτον γαρ Άγιος Άγγελος απεσταλμένος υπό Θεού, δια να αποκαλύψη τον Αγγελικόν Ύμνον τούτον, και τη Μητρί του Θεού πρεπωδέστατον. Μάλλον δε, ήτον ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, ως δηλούται τούτο δια του ανωτέρω γεγραμμένου εν τοις Μηναίοις, κατά την παρούσαν ημέραν, ήτοι του «η Σύναξις του Αρχαγγέλου Γαβριήλ εν τω Άδειν». Οι γαρ τότε πατέρες ετέλουν Σύναξιν και εορτήν και Λειτουργίαν κάθε χρόνον εν τω ρηθέντι κελλίω του «Άδειν», εις μνήμην του θαύματος, τιμώντες και δοξάζοντες τον Αρχάγγελον Γαβριήλ, όστις, καθώς απ’ αρχής έως τέλους εστάθη ο ένθεος υμνολόγος της Θεοτόκου, και τροφεύς, και διακονητής, και χαροποιός αυτής Ευαγγελιστής, έτζι υπηρέτησε και εις το να αποκαλύψη τον όντως θεομητορικόν τούτον ύμνον, ως αυτώ μόνω κατά πάντα πρεπούσης της τοιαύτης διακονίας.

Αφ’ ου δε ήλθεν από την αγρυπνίαν ο γέρωντας, και εμβήκεν εις το κελλίον, αρχίζει ο υποτακτικός του να ψάλη το «Άξιόν εστι», καθώς ο Άγγελος αυτώ επαρήγγειλε, και ακολούθως δείχνει εις τον γέροντά του και την ρηθείσαν πλάκα, με τα αγγελοχάρακτα γράμματα. Ο δε ταύτα ακούσας και ιδών, έμεινεν εκστατικός δια το τοιούτον θαυμάσιον. Και λοιπόν λαβόντες και οι δύω την αγγελοχάρακτον εκείνην πλάκα, επήγαν εις το Πρωτάτον, και δείξαντες αυτήν εις τε τον Πρώτον του Αγίου Όρους, και εις τους λοιπούς γέροντας της κοινής Συνάξεως, εδιηγήθησαν εις αυτούς άπαντα τα γενόμενα. Οι δε δοξάσαντες τον Θεόν ομοφώνως, και ευχαριστήσαντες την Κυρίαν ημών Θεοτόκον δια το παράδοξον τούτο, ευθύς απέστειλαν την πλάκα εις την Κωνσταντινούπολιν προς τε τον Πατριάρχην και προς τον βασιλέα, σημειώσαντες εις αυτούς δια γραμμάτων, άπασαν την υπόθεσιν του τοιούτου τερατουργήματος. Από τότε δε και ύστερον, ο μεν αγγελικός αυτός ύμνος, διεδόθη εις όλην την οικουμένην, δια να ψάλλεται εις την Θεομήτορα από όλους τους Ορθοδόξους, έως και από αυτά τα παιδάρια. Η δε αγία εικών της Θεοτόκου, η ευρισκομένη εις την Εκκλησίαν του κελλίου εκείνου, εν ω το τοιούτον γέγονε θαύμα, μετεφέρθη από τους πατέρας του Αγίου Όρους εις την μεγαλοπρεπή Εκκλησίαν του Πρωτάτου, και εκεί ευρίσκεται έως της σήμερον, ενθρονιασμένη επάνω του ιερού συνθρόνου εντός του Αγίου Βήματος. Επειδή και έμπροσθεν της εικόνος ταύτης, εψάλθη πρώτον υπό του Αρχαγγέλου Γαβριήλ ο ύμνος ούτος. Το δε κελλίον εκείνο, έλαβε την επωνυμίαν να ονομάζεται, «Άξιόν εστι». Και ο λάκκος εκείνος, εις τον οποίον το κελλίον ευρίσκεται, ονομάζεται από όλους έως της σήμερον, «Άδειν», ο εστι ψάλλειν, δια το να εψάλθη πρώτον εις αυτόν, ο αγγελικός και θεομητροπρεπής αυτός ύμνος (4).

(4) Σημείωσαι, ότι το Συναξάριον τούτο, έγραψεν ο Πρώτος του Αγίου Όρους Σεραφείμ ονομαζόμενος, προ χρόνων ήδη 256. Έστι δε παλαιόν το θαύμα, ως εκ του εν τοις Μηναίοις ανωτέρω γεγραμμένου τούτο δηλούται.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Άγιος ΒαρνάβαςΤῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΑ΄, μνήμη τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Βαρθολομαίου καὶ Βαρνάβα.

Εἰς τὸν Βαρθολομαῖον.

Καὶ σὸς μαθητὴς Χριστὲ Βαρθολομαῖος,
Μιμούμενός σε, σταυρικὸν φέρει πάθος.

Εἰς τὸν Βαρνάβαν.

Ὑπὲρ λίθον σάπφειρον ὡς Γραφὴ λέγει,
Τοὺς συντρίβοντας εἶχε Βαρνάβας λίθους.

Ἑνδεκάτῃ σταύρωσαν ἐρίφρονα Βαρθολομαῖον.

Ἀπὸ τοὺς δύω τούτους, ὁ μὲν Βαρθολομαῖος, ἦτον ἀπὸ τοὺς Δώδεκα Ἀποστόλους, ὁ ὁποῖος ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιον εἰς τοὺς Ἰνδούς, τοὺς ὀνομαζομένους Εὐδαίμονας. Καὶ ἀφ’ οὗ παρέδωκεν εἰς αὐτοὺς τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, ὕστερον ἐσταυρώθη παρὰ τῶν ἀπίστων εἰς τὴν Οὐρβανόπολιν, καὶ τελειόνοι ἐνδόξως τὸν δρόμον τοῦ μαρτυρίου του. Τὸ δὲ ἅγιον αὐτοῦ λείψανον ἐβάλθη εἰς ἕνα μολυβένιον σεντοῦκι, καὶ ἐρρίφθη εἰς τὴν θάλασσαν. Ὑπὸ δὲ τῆς θείας Προνοίας ὁδηγούμενον, ἐπῆγεν εἰς τὴν νῆσον τῆς Σικελίας, Λιπάραν ὀνομαζομένην, καὶ ἐκεῖ εὐγῆκε. Φανερωθὲν δὲ εἰς τοὺς ἐκεῖ, ἐνταφιάσθη, καὶ ἀναβλύζει πολλῶν θαυμάτων καὶ ἰαμάτων πηγάς, εἰς ὅλους ἐκείνους ὁποῦ προστρέχουν αὐτῷ μετὰ πίστεως, οἵτινες λαμβάνοντες τὰ αἰτήματά των, γυρίζουν μετὰ χαρᾶς εἰς τὸν οἶκόν τους (1). Ὁ δὲ Ἅγιος Βαρνάβας, ἦτον ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἑβδομήκοντα, ὁ ὁποῖος ἔγινε τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου συνέκδημος (2), ὅστις καὶ Ἰωσῆς ὀνομάζεται. Ἑρμηνεύεται δὲ τὸ ὄνομα Βαρνάβας, υἱὸς παρακλήσεως. Οὗτος ἐκατάγετο μέν, ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Λευΐ, ἐγεννήθη δέ, καὶ ἀνετράφη, εἰς τὴν νῆσον Κύπρον, καθὼς περὶ αὐτοῦ αἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων διαλαμβάνουσιν οὕτω. «Ἰωσῆς δὲ ὁ ἐπικληθεὶς Βαρνάβας ὑπὸ τῶν Ἀποστόλων, (ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον, υἱὸς παρακλήσεως) Λευΐτης Κύπριος τῷ γένει» (Πράξ. δ΄, 36). Πρῶτον δὲ ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ Ῥώμην, καὶ Ἀλεξάνδρειαν. Κηρύττωντας δὲ καὶ εἰς τὴν Κύπρον, ἐλιθοβολήθη ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνας, καὶ ἔπειτα παρεδόθη εἰς τὴν φωτίαν. Τούτου τὰ ἅγια λείψανα ἐσύναξε Μάρκος ὁ Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστής, καὶ ἀπέθεσεν αὐτὰ μέσα εἰς ἕνα σπήλαιον, πηγαίνωντας δὲ εἰς τὴν Ἔφεσον, ἀνήγγειλεν εἰς τὸν Παῦλον τὴν τελείωσίν του. Ὁ δὲ Παῦλος τοῦτο μαθών, ἔκλαυσεν εἰς πολλὴν ὥραν. Οὗτος ὁ Βαρνάβας λέγεται, ὅτι ἐνταφιάσθη μαζὶ μὲ τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον τοῦ κατὰ Ματθαῖον, τὸ ὁποῖον ἔγραψεν ὁ ἴδιος μὲ τὰς χεῖράς του. Ὕστερον δὲ εὑρέθη εἰς τὴν Κύπρον τὸ ἅγιον αὐτὸ Εὐαγγέλιον, μαζὶ μὲ τὸ λείψανον τοῦ Ἀποστόλου. Ὅθεν καὶ προνόμιον ἔλαβεν ἡ νῆσος τῆς Κύπρου, νὰ μὴ ὑποτάσσεται εἰς κᾀνένα Πατριάρχην, ἢ Μητροπολίτην, ἀλλὰ νὰ ᾖναι αὐτοκέφαλος, καὶ οἱ ταύτης Ἐπίσκοποι νὰ χειροτονοῦνται ἀπὸ τὸν ἴδιον Μητροπολίτην τους (3). Τελεῖται δὲ ἡ Σύναξις τῶν Ἁγίων τούτων Ἀποστόλων εἰς τὸν σεπτὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου καὶ κορυφαίου Ἀποστόλου Πέτρου, τὸν εὑρισκόμενον κοντὰ εἰς τὴν ἁγιωτάτην Μεγάλην Ἐκκλησίαν. (Σημείωσαι, ὅτι ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ σῴζονται αἱ περίοδοι καὶ τὸ Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Βαρνάβα, ὧν ἡ ἀρχή· «Ἐπειδή περ ἀπὸ τῆς καθόδου».)

(1) Περὶ τῆς καταθέσεως τοῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Βαρθολομαίου, ὅρα πλατύτερον εἰς τὴν εἰκοστὴν πέμπτην τοῦ Αὐγούστου.

(2) Οὐχὶ τοῦ Πέτρου, ἀλλὰ τοῦ Παύλου μᾶλλον ὁ Βαρνάβας ἐστὶ συνέκδημος. Οὕτω γὰρ εἶπε περὶ τῶν δύω αὐτῶν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. «Ἀφορίσατε δή μοι Βαρνάβαν καὶ Σαῦλον εἰς τὸ ἔργον, ὃ προσκέκλημαι αὐτούς» (Πράξ. ιγ΄, 2). Ὅρα καὶ κεφ. ιδ΄, 11 καὶ ιε΄, 2, 12 τῶν Πράξεων καὶ α΄ Κορ. θ΄, 6 καὶ Γαλ. β΄, 1.

Σημειοῦμεν ἐνταῦθα, ὅτι μερικοὶ ὑπέλαβον οὐκ ὀρθῶς, ὅτι ὁ Βαρνάβας οὗτος, εἶναι ὁ ἴδιος ἐκεῖνος Βαρσαβᾶς Ἰωσῆς ὁ καὶ Ἰοῦστος ἐπικληθείς, ὁ προβληθεὶς ὑπὸ τῶν Ἀποστόλων, ὁμοῦ μὲ τὸν Ματθίαν. Ἀπατηθέντες εἰς τοῦτο, μὲ τὸ νὰ εὗρον ἔν τισι κώδιξι γεγραμμένον τὸν Βαρσαβᾶν, ἀντὶ τοῦ Βαρνάβα. Ὁ Βαρνάβας λοιπὸν οὗτος, ὡς μαρτυρεῖ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς, Στρωματ. Βιβλ. β΄, καὶ Εὐσέβιος, Βιβλ. α΄, κεφ. ιβ΄ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, καὶ ὁ Ἐπιφάνιος, Αἱρέσ. κ΄, ἀριθ. 4, ὁ Βαρνάβας, λέγω, οὗτος ἦτον γνώριμος καὶ πρῴην τοῦ Παύλου. Ἐπειδὴ μαζὶ μὲ τὸν Παῦλον ἐστάθη μαθητὴς τοῦ Γαμαλιήλ. Οὗτος πολλὰς καὶ ἄλλας Ἐκκλησίας ἐσύστησε, καὶ μάλιστα τὴν ἐν Μεδιολάνοις, τῆς ὁποίας πρῶτος κατεστάθη Ἐπίσκοπος. (Ὅρα τὴν νεοτύπωτον Ἑκατονταετηρίδα, σελ. 137.)

(3) Ἡ ἀκριβεστέρα ἱστορία ἡ περὶ τούτου, ἔστιν αὕτη. Ἐν τοῖς χρόνοις τοῦ βασιλέως Ζήνωνος, ἐν ἔτει υοζ΄ [477], ὅταν εὐτύχουν οἱ Μονοφυσῖται Εὐτυχιανοί, ἐπειδὴ ὁ Ἀντιοχείας Πέτρος ὁ Κναφεὺς ἐσπούδαζε νὰ ὑποτάξῃ τοὺς Κυπρίους, προφασιολογῶν, ὅτι ἀπὸ τὴν Ἀντιόχειαν ἔλαβον οἱ Κύπριοι τὴν πίστιν καὶ τὸν Χριστιανισμόν, τότε λέγω συνέβη νὰ εὑρεθῇ ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπον τῆς Ἀμμοχώστου Ἀνθέμιτον δι’ ἀποκαλύψεως, τὸ λείψανον τοῦ Ἁγίου τούτου Ἀποστόλου Βαρνάβα, ὑποκάτω εἰς τὰς ὑπογείους ῥίζας μιᾶς ξυλοκερατίας, ἔχον εἰς τὸ στῆθός του τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, γεγραμμένον ἑλληνιστὶ ἀπὸ τὰς ἰδίας χεῖρας τοῦ αὐτοῦ Βαρνάβα. Συνέβη δὲ τοῦτο διὰ δύω αἰτίας. Πρῶτον, διὰ νὰ καταισχυνθοῦν οἱ τοῦ Εὐτυχοῦς ὀπαδοὶ ἀπὸ τὸ θεῖον αὐτὸ Εὐαγγέλιον, καθότι αὐτὸ βεβαιοῖ τὴν ἀληθῆ τοῦ Χριστοῦ ἀνθρωπότητα, ἀκολούθως δὲ καὶ τὰς δύω φύσεις αὐτοῦ. Καὶ δεύτερον, διὰ νὰ ἐπιστομισθῇ ὁ ἐπηρεαστὴς τῶν Κυπρίων Πέτρος. Εἶπε γὰρ ὁ θεῖος Βαρνάβας τῷ Ἀνθεμίτῳ. Ἐὰν οἱ ἐχθροὶ λέγωσιν, ὅτι ὁ θρόνος Ἀντιοχείας εἶναι Ἀποστολικός, εἰπὲ καὶ σύ, ὅτι καὶ ἡ Κύπρος ἐστὶν Ἀποστολική, καθότι ἔχει Ἀπόστολον εἰς τὸν τόπον αὐτῆς. Λαβὼν δὲ ὁ Ἀνθέμιτος τὸ Εὐαγγέλιον, ἐπῆγεν εἰς Κωνσταντινούπολιν πρὸς τὸν βασιλέα Ζήνωνα. Ὃς καὶ ἰδὼν αὐτό, ἐχάρη μεγάλως, καὶ φυλάξας αὐτό, ἐπρόσταξε νὰ ἀναγινώσκεται κάθε χρόνον τῇ Μεγάλῃ Παρασκευῇ, κατὰ τὸ χρονικὸν τοῦ Ἰωήλ. Ὅρα περὶ τούτου, καὶ εἰς τὴν ὑποσημείωσιν τοῦ ὀγδόου Κανόνος τῆς Τρίτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐν τῷ ἡμετέρῳ Πηδαλίῳ. Σημείωσαι, ὅτι εἰς τὸν Ἀπόστολον τοῦτον Βαρνάβαν λόγον ἔχει Ἀλέξανδρος ὁ Μοναχός, προτραπεὶς ὑπὸ τοῦ Πρεσβυτέρου καὶ κλειδούχου τοῦ σεβασμίου αὐτοῦ Ναοῦ, οὗ ἡ ἀρχή· «Μεγίστην λόγων ὑπόθεσιν προέθετο τοῖς πτωχοτάτοις ἡμῖν». (Σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, ἐν τῷ Κοινοβίῳ τοῦ Διονυσίου, ἐν τῷ τετάρτῳ Πανηγυρικῷ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Βατοπαιδίου, καὶ ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων.)

Γράφει δὲ ὁ Τύρου Δωρόθεος, ὅτι ὁ Βαρνάβας οὗτος, πρὸ τοῦ νὰ λάβῃ τὸν ὑπὲρ Χριστοῦ θάνατον, παρήγγειλεν εἰς τὸν ἀνωτέρω Ἀπόστολον Μάρκον, ἵνα ὅταν ἐνταφιάσῃ τὸ λείψανόν του, βάλῃ ἐπάνω εἰς τὸ στῆθός του τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Ματθαίου, καὶ μαζὶ μὲ ἐκεῖνο νὰ τὸν ἐνταφιάσῃ (σελ. 323 τῆς ἱερᾶς Τελετουργίας). Ὁ δὲ Χρυσόστομος λέγει περὶ τοῦ Βαρνάβα, ὅτι εἶχεν ὄψιν καὶ θεωρίαν ἀξιοπρεπῆ. Διὰ τοῦτο καὶ Δία αὐτὸν ὠνόμαζον οἱ ἐν Λυκαονίᾳ ὄχλοι. «Ἐκάλουν τέ φησι, τὸν μὲν Βαρνάβαν, Δία, τὸν δὲ Παῦλον, Ἑρμῆν. Ἐμοὶ δοκεῖ καὶ ἀπὸ τῆς ὄψεως ἀξιοπρεπὴς εἶναι ὁ Βαρνάβας» (Ὁμιλ. λ΄ εἰς τὰς Πράξ.). Σημειοῖ δὲ ὁ αὐτὸς Χρυσόστομος, ὅτι ὁ Βαρνάβας καὶ μὅλον ὁποῦ ἦτον Κύπριος, ἐχρημάτισεν ὅμως Λευΐτης, φησὶ γάρ· «Καὶ πῶς Λευΐτης ὤν, Κύπριος ἦν; ὅτι λοιπὸν καὶ μετοικοῦντες (εἰς Ἱερουσαλὴμ δηλ.) ἐχρημάτιζον Λευῖται» (Ὁμιλ. ια΄ εἰς τὰς Πράξ.).

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόπεμπτος, μετὰ καὶ ἄλλων τεσσάρων, ξίφει τελειοῦται.

Ὁ Θεόπεμπτος τέσσαρας διὰ ξίφους,
Εὑρὼν συνάθλους πέμπτος αὐτὸς εὑρέθη.

*

Άξιον ΕστίἩ Σύναξις τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ ἐν τῷ ᾌδειν.

ᾞσας Γαβριὴλ πρὶν τὸ Χαῖρε τῇ Κόρῃ,
ᾌδεις δὲ καὶ νῦν, Ἄξιόν σε ὑμνέειν.

Ἡ Σύναξις αὕτη καὶ ἑορτὴ τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ ἠκολούθησεν ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω, εἰς ἕνα κελλίον τοῦ Μοναστηρίου τοῦ Παντοκράτορος, ἐπονομαζόμενον «Ἄξιόν ἐστιν», ἐν τόπῳ καλουμένῳ ᾌδειν. Ἠκολούθησε δέ, διὰ τὸ ἑξῆς ῥηθησόμενον θαῦμα. Κατὰ τὴν Σκῆτιν τοῦ Πρωτάτου, τὴν εὑρισκομένην εἰς τὰς Καρεάς, ἐκεῖ πλησίον ἐν τῇ τοποθεσίᾳ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Παντοκράτορος, εἶναι λάκκος μεγάλος, ὅστις ἔχει κελλία διάφορα. Εἰς ἕνα λοιπὸν τῶν κελλίων τούτων, ἐπ’ ὀνόματι τιμώμενον τῆς Κυρίας Θεοτόκου τῆς Κοιμήσεως, ἐκατοίκει ἕνας Ἱερομόναχος γέρων καὶ ἐνάρετος, μετὰ ἄλλου ὑποτακτικοῦ. Ἐπειδὴ δὲ ἦτον συνήθεια νὰ γίνεται ἀγρυπνία κάθε Κυριακὴν εἰς τὴν ῥηθεῖσαν Σκῆτιν τοῦ Πρωτάτου, κατὰ τὸ ἑσπέρας ἑνὸς Σαββάτου, θέλωντας νὰ ὑπάγῃ ὁ προρρηθεὶς γέρωντας εἰς τὴν ἀγρυπνίαν, λέγει τῷ μαθητῇ αὐτοῦ. Τέκνον, ἐγὼ μέν, ὑπάγω διὰ νὰ ἀκούσω τὴν ἀγρυπνίαν, ὡς σύνηθες. Σὺ δέ, μεῖνον εἰς τὸ κελλίον, καὶ ὡς δύνασαι ἀνάγνωθι τὴν ἀκολουθίαν σου. Καὶ οὕτως ἀπῆλθεν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἡ ἑσπέρα ἐπέρασεν, ἰδοὺ κρούει τις τὴν θύραν τοῦ κελλίου. Ὁ δὲ ἀδελφὸς ἔδραμε καὶ τὴν ἄνοιξε, καὶ βλέπει ὅτι ἦτον ξένος Μοναχός, ἀγνώριστος εἰς αὐτόν, ὁ ὁποῖος εἰσελθών, ἔμεινεν εἰς τὸ κελλίον τὴν νύκτα ἐκείνην. Ἐν τῇ ὥρᾳ δὲ τοῦ Ὄρθρου ἀναστάντες, ἔψαλλον καὶ οἱ δύω τὴν ἀκολουθίαν. Ὅταν δὲ ἦλθον εἰς τὴν Τιμιωτέραν, ὁ μὲν ἐντόπιος Μοναχός, ἔψαλε μόνον «Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβίμ» καὶ καθεξῆς ἕως τέλους, τὸν συνήθη δηλαδὴ καὶ παλαιὸν ὕμνον τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ ποιητοῦ. Ὁ δὲ ξένος ἐκεῖνος Μοναχός, κάμνωντας ἄλλην ἀρχὴν τοῦ ὕμνου, ἔψαλεν οὕτως· «Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς μακαρίζειν σε τὴν Θεοτόκον, τὴν ᾀειμακάριστον καὶ παναμώμητον, καὶ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν». Εἶτα ἐσύναψεν ὁμοῦ καὶ τὴν Τιμιωτέραν ἄχρι τέλους.

Ἀκούσας δὲ τοῦτο ὁ ἐντόπιος Μοναχός, ἐθαύμασε, καὶ λέγει πρὸς τὸν φαινόμενον ξένον. Ἡμεῖς μόνον ψάλλομεν «Τὴν τιμιωτέραν», τὸ δὲ «Ἄξιόν ἐστιν» οὐδέποτε ἠκούσαμεν, οὔτε ἡμεῖς, οὔτε οἱ προτίτεροι ἀπὸ ἡμᾶς. Ἀλλὰ παρακαλῶ σε, ποίησον ἀγάπην, καὶ γράψον καὶ εἰς ἐμένα τὸν ὕμνον αὐτόν, διὰ νὰ τὸν ψάλλω καὶ ἐγὼ εἰς τὴν Θεοτόκον. Ὁ δὲ ἀποκριθείς, φέρε μοι, τοῦ εἶπε, μελάνι καὶ χαρτί, διὰ νὰ τὸν γράψω. Καὶ ὁ ἐντόπιος, δὲν ἔχω, τοῦ λέγει, οὔτε μελάνι, οὔτε χαρτί. Ὁ δὲ φαινόμενος ξένος, φέρε μου, τοῦ εἶπε, μίαν πλάκα. Ὁ δὲ Μοναχὸς δραμών, εὗρε πλάκα, καὶ τοῦ τὴν ἔφερε. Λαβὼν δὲ ταύτην ὁ ξένος, ἔγραψεν ἐπάνω εἰς αὐτὴν μὲ τὸν ἑαυτοῦ δάκτυλον τὸν ῥηθέντα ὕμνον, ἤτοι τὸ «Ἄξιόν ἐστι». Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! Τόσον βαθέως ἐχαράχθησαν τὰ γράμματα ἐπάνω εἰς τὴν σκληρὰν πλάκα, ὡσὰν νὰ ἐγράφησαν ἐπάνω εἰς κηρὶ ἁπαλώτατον. Εἶτα λέγει τῷ ἀδελφῷ. Ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ εἰς τὸ ἑξῆς, οὕτω νὰ ψάλλετε καὶ ἐσεῖς, καὶ ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι. Καὶ ταῦτα εἰπών, ἔγινεν ἄφαντος. Ἦτον γὰρ Ἅγιος Ἄγγελος ἀπεσταλμένος ὑπὸ Θεοῦ, διὰ νὰ ἀποκαλύψῃ τὸν Ἀγγελικὸν Ὕμνον τοῦτον, καὶ τῇ Μητρὶ τοῦ Θεοῦ πρεπωδέστατον. Μᾶλλον δέ, ἦτον ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ, ὡς δηλοῦται τοῦτο διὰ τοῦ ἀνωτέρω γεγραμμένου ἐν τοῖς Μηναίοις, κατὰ τὴν παροῦσαν ἡμέραν, ἤτοι τοῦ «ἡ Σύναξις τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ ἐν τῷ ᾌδειν». Οἱ γὰρ τότε πατέρες ἐτέλουν Σύναξιν καὶ ἑορτὴν καὶ Λειτουργίαν κάθε χρόνον ἐν τῷ ῥηθέντι κελλίῳ τοῦ «ᾌδειν», εἰς μνήμην τοῦ θαύματος, τιμῶντες καὶ δοξάζοντες τὸν Ἀρχάγγελον Γαβριήλ, ὅστις, καθὼς ἀπ’ ἀρχῆς ἕως τέλους ἐστάθη ὁ ἔνθεος ὑμνολόγος τῆς Θεοτόκου, καὶ τροφεύς, καὶ διακονητής, καὶ χαροποιὸς αὐτῆς Εὐαγγελιστής, ἔτζι ὑπηρέτησε καὶ εἰς τὸ νὰ ἀποκαλύψῃ τὸν ὄντως θεομητορικὸν τοῦτον ὕμνον, ὡς αὐτῷ μόνῳ κατὰ πᾶντα πρεπούσης τῆς τοιαύτης διακονίας.

Ἀφ’ οὗ δὲ ἦλθεν ἀπὸ τὴν ἀγρυπνίαν ὁ γέρωντας, καὶ ἐμβῆκεν εἰς τὸ κελλίον, ἀρχίζει ὁ ὑποτακτικός του νὰ ψάλῃ τὸ «Ἄξιόν ἐστι», καθὼς ὁ Ἄγγελος αὐτῷ ἐπαρήγγειλε, καὶ ἀκολούθως δείχνει εἰς τὸν γέροντά του καὶ τὴν ῥηθεῖσαν πλάκα, μὲ τὰ ἀγγελοχάρακτα γράμματα. Ὁ δὲ ταῦτα ἀκούσας καὶ ἰδών, ἔμεινεν ἐκστατικὸς διὰ τὸ τοιοῦτον θαυμάσιον. Καὶ λοιπὸν λαβόντες καὶ οἱ δύω τὴν ἀγγελοχάρακτον ἐκείνην πλάκα, ἐπῆγαν εἰς τὸ Πρωτάτον, καὶ δείξαντες αὐτὴν εἴς τε τὸν Πρῶτον τοῦ Ἁγίου Ὄρους, καὶ εἰς τοὺς λοιποὺς γέροντας τῆς κοινῆς Συνάξεως, ἐδιηγήθησαν εἰς αὐτοὺς ἅπαντα τὰ γενόμενα. Οἱ δὲ δοξάσαντες τὸν Θεὸν ὁμοφώνως, καὶ εὐχαριστήσαντες τὴν Κυρίαν ἡμῶν Θεοτόκον διὰ τὸ παράδοξον τοῦτο, εὐθὺς ἀπέστειλαν τὴν πλάκα εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν πρός τε τὸν Πατριάρχην καὶ πρὸς τὸν βασιλέα, σημειώσαντες εἰς αὐτοὺς διὰ γραμμάτων, ἅπασαν τὴν ὑπόθεσιν τοῦ τοιούτου τερατουργήματος. Ἀπὸ τότε δὲ καὶ ὕστερον, ὁ μὲν ἀγγελικὸς αὐτὸς ὕμνος, διεδόθη εἰς ὅλην τὴν οἰκουμένην, διὰ νὰ ψάλλεται εἰς τὴν Θεομήτορα ἀπὸ ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους, ἕως καὶ ἀπὸ αὐτὰ τὰ παιδάρια. Ἡ δὲ ἁγία εἰκὼν τῆς Θεοτόκου, ἡ εὑρισκομένη εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ κελλίου ἐκείνου, ἐν ᾧ τὸ τοιοῦτον γέγονε θαῦμα, μετεφέρθη ἀπὸ τοὺς πατέρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἰς τὴν μεγαλοπρεπῆ Ἐκκλησίαν τοῦ Πρωτάτου, καὶ ἐκεῖ εὑρίσκεται ἕως τῆς σήμερον, ἐνθρονιασμένη ἐπάνω τοῦ ἱεροῦ συνθρόνου ἐντὸς τοῦ Ἁγίου Βήματος. Ἐπειδὴ καὶ ἔμπροσθεν τῆς εἰκόνος ταύτης, ἐψάλθη πρῶτον ὑπὸ τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ ὁ ὕμνος οὗτος. Τὸ δὲ κελλίον ἐκεῖνο, ἔλαβε τὴν ἐπωνυμίαν νὰ ὀνομάζεται, «Ἄξιόν ἐστι». Καὶ ὁ λάκκος ἐκεῖνος, εἰς τὸν ὁποῖον τὸ κελλίον εὑρίσκεται, ὀνομάζεται ἀπὸ ὅλους ἕως τῆς σήμερον, «ᾌδειν», ὅ ἐστι ψάλλειν, διὰ τὸ νὰ ἐψάλθη πρῶτον εἰς αὐτόν, ὁ ἀγγελικὸς καὶ θεομητροπρεπὴς αὐτὸς ὕμνος (4).

(4) Σημείωσαι, ὅτι τὸ Συναξάριον τοῦτο, ἔγραψεν ὁ Πρῶτος τοῦ Ἁγίου Ὄρους Σεραφεὶμ ὀνομαζόμενος, πρὸ χρόνων ἤδη 256. Ἔστι δὲ παλαιὸν τὸ θαῦμα, ὡς ἐκ τοῦ ἐν τοῖς Μηναίοις ἀνωτέρω γεγραμμένου τοῦτο δηλοῦται.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.