Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου10 Ιουνίου

Των Αγίων Αλεξάνδρου, Αντωνίνης, Νεανίσκου, Τιμοθέου Επισκόπου Προύσης, Κανίδου, Θεοφάνους, Πανσέμνης κ.ά.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Άγιοι Αλέξανδρος και ΑντωνίναΤω αυτώ μηνί Ι’, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Αλεξάνδρου και Αντωνίνης.

Εύρατο Αλέξανδρος άμ’ Αντωνίνη,
Τον βόθρον ακάτιον εις τρυφήν φέρον.

Τλη δεκάτη μόρον Αντωνίνα εμπυρόπισσον.

Ούτοι οι Άγιοι ήτον από χωρίον ονομαζόμενον Κροδάμων, ή Καρδάμου, και η μεν Αγία Αντωνίνα, επέρνα την ζωήν της σεμνώς, και οσίως. Πιασθείσα δε από τον ηγεμόνα Φήστον, επειδή δεν επείσθη να αρνηθή τον Χριστόν και να λατρεύση τους δαίμονας, εβάλθη εις ένα πορνοστάσιον, και εκεί διέμεινε τρεις ημέρας νηστική. Φως δε ουράνιον εφάνη εις αυτήν κατά την νύκτα, και βροντή έγινε μεγάλη. Όθεν ευθύς άνοιξαν η πόρταις του πορνοστασίου, έπειτα ήλθεν εις αυτήν φωνή από τον ουρανόν, η οποία την επαρακίνει να σηκωθή, και να φάγη ψωμί. Όθεν η Αγία ζητήσασα άρτον, έφαγε, και παρευθύς ευγήκεν από εκεί, και πάλιν επαραστάθη εις τον ηγεμόνα. Μη πεισθείσα δε να θυσιάση εις τα είδωλα, ερρίφθη κατά γης, και εδάρθη με ξυλίνας σπάθας, και πάλιν εφέρθη εις το πορνοστάσιον. Εις τούτο δε δι’ αποκαλύψεως θείου Αγγέλου, εμβήκεν ο Αλέξανδρος, και δια το νέον της ηλικίας του, (ήτον γαρ, έως εικοσιοκτώ χρόνων) ενομίσθη, πως επήγε δια αισχράν πράξιν. Εμβαίνωντας όμως εκεί, την μεν Αγίαν κρυφίως εύγαλεν από το πορνοστάσιον, σκεπάσας την κεφαλήν της με την χλαμύδα του, αυτός δε, έμεινεν εις το πορνοστάσιον. Μετά δε ολίγην ώραν, εφανερώθη η υπόθεσις αύτη, επειδή και επήγαν εκεί μερικοί στρατιώται δια να ατιμάσουν την Αγίαν, και είδον αυτόν εκεί μένοντα, όθεν εφέρθη προς τον ηγεμόνα. Ερωτηθείς λοιπόν δια ποίαν αιτίαν έκαμε το πράγμα τούτο, δεν αρνήθη, αλλά ωμολόγησε την υπόθεσιν με το ίδιον στόμα του. Όθεν πρώτον μεν, εδάρθη αυτός με ξυλίνας σπάθας, έπειτα δε επιάσθη και η Αγία, και ούτως έκοψαν και των δύω τα άκρα των χειρών και των ποδών. Ύστερον, έχρισαν αυτούς με πίσσαν, και τους έρριψαν μέσα εις ένα λάκκον, γεμάτον από φωτίαν. Και έτζι μέσα εις αυτόν ετελείωσαν τον δρόμον της αθλήσεως, και έλαβον οι μακάριοι παρά Κυρίου τους στεφάνους του μαρτυρίου. Τελείται δε η αυτών Σύναξις εις το Μοναστήριον το ονομαζόμενον του Μαξιμίνου, το ευρισκόμενον εις την Κωνσταντινούπολιν, όπου και τα τίμια αυτών ευρίσκονται λείψανα.

*

Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Νεανίσκου και σοφωτάτου Μάρτυρος.

Κακού αγαθόν αντιδούς στεφηφόρε,
Σοφώτατος δέδειξαι εκ των πραγμάτων.

Όταν ο Μάξιμος ήτον ηγεμών εις την Αλεξάνδρειαν, και εδίωκε και κατετυράννει τους Χριστιανούς, τότε εμηνύθη εις αυτόν ο Νεανίσκος ούτος, ο σοφώτατος και ωραίος του Χριστού αθλητής, ο οποίος επροδόθη από την εδικήν του δούλην. Ο δε ηγεμών, πολλάς μεν τυραννίας εποίησεν εις αυτόν εις διάστημα ημερών επτά, βιάζωντάς τον δια να αρνηθή τον Χριστόν. Όταν δε είδεν, ότι δεν δύναται να τον καταπείση, έδωκε κατ’ αυτού απόφασιν να θανατωθή. Όθεν ο του Χριστού Μάρτυς ευχαριστών τω Κυρίω, επήγαινε χαίρωντας δια να τελειώση τον ποθούμενον δρόμον του Μαρτυρίου. Ηκολούθει δε εις αυτόν λαός πολύς, μαζί δε με τον λαόν ηκολούθει και η δούλη εκείνη, οπού τον επρόδωκε. Γυρίσας δε ο Άγιος, και ιδών την δούλην ακολουθούσαν, ένευσεν εις αυτήν με το χέρι του, δια να υπάγη κοντά του, και όταν επήγε, της έδωκεν ένα χρυσόν δακτυλίδιον, το οποίον είχεν εις το χέρι του, και είπεν εις αυτήν. Ευχαριστώ σοι γύναι, διατί με την προδοσίαν σου έγινες πρόξενος εις εμέ τοιούτων αγαθών. Πηγαίνωντας δε εις τον τόπον της καταδίκης, επροσευχήθη, και ούτως απεκεφαλίσθη, και έλαβεν ο τρισμακάριος παρά Κυρίου τον στέφανον της αθλήσεως.

*

Άγιος Τιμόθεος ΠρούσηςΟ Άγιος Ιερομάρτυς Τιμόθεος Επίσκοπος Προύσης, ξίφει τελειούται.

Ο Τιμόθεος εκ ξίφους θνήσκειν θέλει,
Θεούς ατίμους μηδαμώς τιμάν θέλων.

Ούτος ήτον κατά τους χρόνους του παραβάτου Ιουλιανού, εν έτει τξα’ [361], καλώς κυβερνών την εδικήν του Εκκλησίαν, και τον λαόν αυτής ποιμαίνων εις βοσκήν σωτηρίας. Είχε δε ο Άγιος δύναμιν και χάριν παρά Θεού, με την οποίαν εποίει διάφορα θαύματα. Όθεν και ένα μεγάλον δράκοντα εθανάτωσεν. Εκατοίκει δε ο δράκων αυτός μέσα εις ένα σπήλαιον εν τη δημοσία στράτα, ανάμεσα εις τα θερμά νερά της πόλεως Προύσης, όπου ήτον φυτευμένον ένα κυπαρίσσι πολλά χαριέστατον και ωραίον. Όθεν ο δράκων εκείνος, έχωντας μέσα του την κακίαν του νοητού και ανθρωποκτόνου δράκοντος Διαβόλου, εύγαινεν έξω από το σπήλαιον και εφαρμάκονεν με μόνον το φύσημά του, όχι, μόνον τους ανθρώπους, οπού επερνούσαν από τον τόπον εκείνον, αλλά και τα κτήνη και ζώα. Δια τούτο έκαμεν άβατον τον δρόμον, οπού είναι μεταξύ της Προύσης και των θερμών νερών, και τινάς δεν ετόλμα να περάση εκείθεν. Κατ’ εκείνον δε τον καιρόν μία βασίλισσα Χριστιανή, η οποία εκατοίκει εις την Απολλωνιάδα την εν Βιθυνία ευρισκομένην, ήλθεν εις την τοποθεσίαν της Προύσης. Μαθόντες δε τον ερχομόν της οι πλησίον κατοικούντες αδελφοί, έβαλαν κάποιας ευλογίας και δώρα μέσα εις ένα ιερόν άμφιον, και τας έστειλαν εις αυτήν, δια μέσου του Αγίου τούτου Τιμοθέου. Όταν δε έφθασεν ο Άγιος εις το κυπαρίσσι, εσηκώθη ο δράκων εναντίον του Αγίου. Ο δε Άγιος βαλών τας ευλογίας εις την άκραν του παλλίου του, ήτοι του επανωφορίου του, ετείλιξε και έσφιγξε το ιερόν εκείνο άμφιον, είτα με το χέρι του το εσφενδόνησεν επάνω εις τον δράκοντα, και ανεχώρησε. Αφ’ ου δε έδωκε τας ευλογίας εις την βασίλισσαν, εγύρισεν οπίσω, και ω του θαύματος! βλέπει τον δράκοντα νεκρόν, και εδόξασε τον Θεόν. Πέρνοντας δε το ιερόν εκείνο άμφιον, επήγεν εις την μητρόπολίν του. Τούτο το θαύμα εφημίσθη πανταχού, δια τούτο οι άνθρωποι εσέβοντο τον Άγιον ως δούλον και φίλον Θεού.

Τότε λοιπόν ο παραβάτης Ιουλιανός, μανθάνωντας δια το θαύμα τούτο και δια τα άλλα, οπού ετέλει ο Άγιος, απέστειλεν άνθρωπον, ο οποίος εβίαζε τον Άγιον δια να αρνηθή τον Χριστόν. Ο δε μακάριος Τιμόθεος ωμολόγησεν αυτόν Θεόν αληθινόν, διο και απεκεφαλίσθη, και έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον. Τελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εις τον αγιώτατον αυτού Ναόν, τον ευρισκόμενον μέσα εις το ευαγές ξένοδοχείον, το οποίον κείται εις τόπον λεγόμενον Δεύτερον.

*

Ο Όσιος πατήρ ημών Κανίδης, εν ειρήνη τελειούται.

Γην και τα εν γη εκλιπών ο Κανίδης,
Άφθαρτον εύρεν αντιμισθίαν άνω.

Ούτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Θεοδοσίου του Μεγάλου, εν έτει τοθ’ [379], υιός γονέων ευλαβών και θεοφιλών, Θεοδότου και Θεοφανούς, κατοικών εις την χώραν της Καππαδοκίας, ήτοι της τουρκιστί λεγομένης Καραμανίας. Λέγεται δε, ότι η μήτηρ του Αγίου τούτου δεν έτρωγε παχέα φαγητά εις τους εννέα μήνας, κατά τους οποίους εβάσταζεν αυτόν εν τη κοιλία της. Αφ’ ου δε εγεννήθη ο Άγιος, λέγουσιν ότι δεν εβύζανε τελείως από το ζερβόν βυζί, αλλά μόνον από το δεξιόν. Και όταν ετύχαινε να φάγη η μήτηρ του φαγητόν περισσότερον από το πρέπον, τότε ουδέ από το δεξιόν βυζί το βρέφος εβύζανεν. Αφ’ ου δε εβαπτίσθη ο Άγιος και απεγαλακτίσθη, και αφ’ ου επέρασε την παιδικήν ηλικίαν, ήγουν έγινεν υπέρ τους επτά χρόνους, τότε αφήσας όλα τα του κόσμου πράγματα, επήγεν εις το εκεί βουνόν, και εμβαίνωντας μέσα εις ένα μικρόν σπήλαιον έκλεισεν εκεί τον εαυτόν του, σχολάζων μεν και καταγινόμενος εις την νηστείαν και ιεράν προσευχήν, τρώγωντας δε, ολιγώτατα ωμά λάχανα χωρίς άλας, μίαν φοράν την εβδομάδα, και έτζι διεπέρασεν ο τρισόλβιος χρόνους ολοκλήρους εβδομηντατρείς. Επειδή δε ο τόπος του σπηλαίου του ήτον κατηφορικός, δια τούτο έτρεχον από εκεί τα νερά, και επροξένουν νοτίδα πολλήν εις το σπήλαιον. Όθεν από την υπερβολικήν νοτίδα, εφθάρησαν και έπεσον αι τρίχες της κεφαλής του και των γενείων του. Ούτω λοιπόν πολιτευόμενος ο μακάριος, απήλθε προς Κύριον.

*

Μνήμη των Οσίων και μακαρίων, Θεοφάνους και Πανσέμνης.

Εις τον Θεοφάνη.

Ο Θεοφάνης ετρυγήθης εκ βίου,
Θεώ φανείς πέπειρος ως ειπείν βότρυς.

Εις την Πανσέμνην.

Ει και θανούσης εκλαθοίμην Πανσέμνης,
Και Χριστός αυτός ευθύς εκλάθοιτό μου.

Ούτος ο Όσιος Θεοφάνης ήτον από την Αντιόχειαν, γεννηθείς δε από γονείς απίστους και ασεβείς, ογλίγωρα μετετέθη προς την εις Χριστόν πίστιν και ευσέβειαν. Όταν δε έφθασεν εις ηλικίαν δεκαπέντε χρόνων, επήρε γυναίκα δια γάμου, και ζήσας με αυτήν χρόνους τρεις, αφ’ ου εκείνη απέθανεν, ευθύς αυτός προσήλθεν εις την του Χριστού Εκκλησίαν, και εδέχθη το Άγιον Βάπτισμα. Όθεν κοντά εις την πόλιν της Αντιοχείας κτίσας ένα κελλάκι στενώτατον, έκλεισεν εκεί μέσα τον εαυτόν του ο αοίδιμος, καθαριζόμενος πάντοτε από όλα τα πάθη, και αποκτώντας όλα εκείνα τα μέσα και όργανα, τα οποία συνεργούσι προς την τελειότητα, και άκραν αρετήν. Μαθών δε δια μίαν δημοσίαν πόρνην Πανσέμνην ονομαζομένην, πως γίνεται εις πολλούς αιτία απωλείας, επροσευχήθη πρώτον και αφιέρωσε τον εαυτόν του εις τον Θεόν. Έπειτα ευγήκεν από το κελλίον του, και εκδυθείς το τρίχινον φόρεμα οπού εφόρει, ενεδύθη φορέματα πολύτιμα. Επήρε δε από τον πατέρα του και δέκα λίτρας χρυσάφι, λέγωντας εις αυτόν, ότι έχει να πάρη άλλην γυναίκα. Πηγαίνωντας δε εις την Πανσέμνην συνέφαγε μαζί με αυτήν, και όταν ήλθεν ο καιρός δια να κοιμηθούν, τότε ερώτησεν αυτήν, πόσον καιρόν έχει εις την μιαράν εργασίαν εκείνην. Εκείνη δε απεκρίθη, ότι έχει χρόνους δώδεκα, και ότι από όλους τους αγαπητικούς, οπού απόκτησεν, αυτός είναι ο ωραιότερος. Ο δε Άγιος πάλιν είπεν εις αυτήν, εγώ θέλω και βούλομαι να σε πάρω γυναίκα με γάμον σεμνόν. Η δε εδέχθη τον λόγον μετά χαράς, στοχαζομένη, ότι ήτον μέγα πράγμα εις αυτήν, ανίσως τοιαύτη πόρνη και άτιμος, ήθελεν αξιωθή τοιούτου γάμου εντίμου και ζηλωτού. Όθεν έδωκεν εις αυτήν το χρυσάφι οπού εβάστα και της είπεν, ότι πηγαίνει να ετοιμάση τα προς τον γάμον επιτήδεια. Πηγαίνωντας δε ο Όσιος, έκτισεν άλλο κελλίον κοντά εις το εδικόν του, και πάλιν εγύρισεν εις αυτήν και της είπεν, ότι εάν δεν πιστεύση την πίστιν του Χριστού, και να γένη Χριστιανή, δεν δύναται να συγκατοικήση με αυτήν. Η δε Πανσέμνη, πρώτον μεν, εδυσκολεύετο εις τούτο, και ανέβαλε τον καιρόν. Ύστερον δε, κατηχηθείσα εις ημέρας επτά, και ακούσασα περί της μελλούσης κρίσεως, ότι, οι μεν τα καλά έργα πράττοντες, έχουν να απολαύσουν ζωήν και αγαθά αιώνια, οι δε τα κακά έργα ποιούντες, μέλλουν να λάβουν αιώνιον κόλασιν· ταύτα, λέγω, ακούσασα, εφωτίσθη κατά την διάνοιαν, και ήλθεν εις κατάνυξιν με την χάριν του Χριστού, όθεν δεχθείσα το Άγιον Βάπτισμα, ηλευθέρωσε μεν τους δούλους και δούλας οπού είχε, τα δε άσπρα οπού είχε συνάξη από την αισχράν εργασίαν, αυτά τα εκατασκεύασεν εύχρηστα σκεύη και κειμήλια, και τα αφιέρωσεν εις τον Θεόν. Και έτζι επήγε και εμβήκε μέσα εις το κελλίον εκείνο, το οποίον ητοίμασε δι’ αυτήν ο Όσιος Θεοφάνης. Και τοσούτον επρόκοψεν η μακαρία εις την αρετήν, ώστε ηξιώθη να ευγάνη δαιμόνια δια προσευχής της, και να ιατρεύη κάθε πάθος και ασθένειαν. Ζήσασα δε εκεί ένα χρόνον και δύω μήνας, απήλθε προς Κύριον, μαζί με τον Όσιον και θαυματουργόν Θεοφάνη.

*

Ο Άγιος Επίσκοπος Απολλώς (1), εν ειρήνη τελειούται.

Ως χρηστός όντως ο ζυγός σου Χριστέ μου,
Ον ζων υπήλθον Απολλώς θανών λέγει.

(1) Εν δε τω Μηναίω Απόλλων γράφεται.

*

Ο Άγιος Αλέξιος Επίσκοπος Βιθυνίας, εν ειρήνη τελειούται.

Πόνων ο Αλέξιος αλέξημά τι,
Εύρες τελευτήν και τρυφάς νυν εν πόλω.

*

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

 * * *

 

 

Άγιοι Αλέξανδρος και ΑντωνίναΤῷ αὐτῷ μηνὶ Ι΄, μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἀλεξάνδρου καὶ Ἀντωνίνης.

Εὕρατο Ἀλέξανδρος ἅμ’ Ἀντωνίνῃ,
Τὸν βόθρον ἀκάτιον εἰς τρυφὴν φέρον.

Τλῆ δεκάτῃ μόρον Ἀντωνίνα ἐμπυρόπισσον.

Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἦτον ἀπὸ χωρίον ὀνομαζόμενον Κροδάμων, ἢ Καρδάμου, καὶ ἡ μὲν Ἁγία Ἀντωνίνα, ἐπέρνα τὴν ζωήν της σεμνῶς, καὶ ὁσίως. Πιασθεῖσα δὲ ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα Φῆστον, ἐπειδὴ δὲν ἐπείσθη νὰ ἀρνηθῇ τὸν Χριστὸν καὶ νὰ λατρεύσῃ τοὺς δαίμονας, ἐβάλθη εἰς ἕνα πορνοστάσιον, καὶ ἐκεῖ διέμεινε τρεῖς ἡμέρας νηστική. Φῶς δὲ οὐράνιον ἐφάνη εἰς αὐτὴν κατὰ τὴν νύκτα, καὶ βροντὴ ἔγινε μεγάλη. Ὅθεν εὐθὺς ἄνοιξαν ᾑ πόρταις τοῦ πορνοστασίου, ἔπειτα ἦλθεν εἰς αὐτὴν φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ἡ ὁποία τὴν ἐπαρακίνει νὰ σηκωθῇ, καὶ νὰ φάγῃ ψωμί. Ὅθεν ἡ Ἁγία ζητήσασα ἄρτον, ἔφαγε, καὶ παρευθὺς εὐγῆκεν ἀπὸ ἐκεῖ, καὶ πάλιν ἐπαραστάθη εἰς τὸν ἡγεμόνα. Μὴ πεισθεῖσα δὲ νὰ θυσιάσῃ εἰς τὰ εἴδωλα, ἐρρίφθη κατὰ γῆς, καὶ ἐδάρθη μὲ ξυλίνας σπάθας, καὶ πάλιν ἐφέρθη εἰς τὸ πορνοστάσιον. Εἰς τοῦτο δὲ δι’ ἀποκαλύψεως θείου Ἀγγέλου, ἐμβῆκεν ὁ Ἀλέξανδρος, καὶ διὰ τὸ νέον τῆς ἡλικίας του, (ἦτον γάρ, ἕως εἰκοσιοκτὼ χρόνων) ἐνομίσθη, πῶς ἐπῆγε διὰ αἰσχρὰν πρᾶξιν. Ἐμβαίνωντας ὅμως ἐκεῖ, τὴν μὲν Ἁγίαν κρυφίως εὔγαλεν ἀπὸ τὸ πορνοστάσιον, σκεπάσας τὴν κεφαλήν της μὲ τὴν χλαμύδα του, αὐτὸς δέ, ἔμεινεν εἰς τὸ πορνοστάσιον. Μετὰ δὲ ὀλίγην ὥραν, ἐφανερώθη ἡ ὑπόθεσις αὕτη, ἐπειδὴ καὶ ἐπῆγαν ἐκεῖ μερικοὶ στρατιῶται διὰ νὰ ἀτιμάσουν τὴν Ἁγίαν, καὶ εἶδον αὐτὸν ἐκεῖ μένοντα, ὅθεν ἐφέρθη πρὸς τὸν ἡγεμόνα. Ἐρωτηθεὶς λοιπὸν διὰ ποίαν αἰτίαν ἔκαμε τὸ πρᾶγμα τοῦτο, δὲν ἀρνήθη, ἀλλὰ ὡμολόγησε τὴν ὑπόθεσιν μὲ τὸ ἴδιον στόμα του. Ὅθεν πρῶτον μέν, ἐδάρθη αὐτὸς μὲ ξυλίνας σπάθας, ἔπειτα δὲ ἐπιάσθη καὶ ἡ Ἁγία, καὶ οὕτως ἔκοψαν καὶ τῶν δύω τὰ ἄκρα τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν. Ὕστερον, ἔχρισαν αὐτοὺς μὲ πίσσαν, καὶ τοὺς ἔρριψαν μέσα εἰς ἕνα λάκκον, γεμάτον ἀπὸ φωτίαν. Καὶ ἔτζι μέσα εἰς αὐτὸν ἐτελείωσαν τὸν δρόμον τῆς ἀθλήσεως, καὶ ἔλαβον οἱ μακάριοι παρὰ Κυρίου τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτῶν Σύναξις εἰς τὸ Μοναστήριον τὸ ὀνομαζόμενον τοῦ Μαξιμίνου, τὸ εὑρισκόμενον εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ὅπου καὶ τὰ τίμια αὐτῶν εὑρίσκονται λείψανα.

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νεανίσκου καὶ σοφωτάτου Μάρτυρος.

Κακοῦ ἀγαθὸν ἀντιδοὺς στεφηφόρε,
Σοφώτατος δέδειξαι ἐκ τῶν πραγμάτων.

Ὅταν ὁ Μάξιμος ἦτον ἡγεμὼν εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, καὶ ἐδίωκε καὶ κατετυράννει τοὺς Χριστιανούς, τότε ἐμηνύθη εἰς αὐτὸν ὁ Νεανίσκος οὗτος, ὁ σοφώτατος καὶ ὡραῖος τοῦ Χριστοῦ ἀθλητής, ὁ ὁποῖος ἐπροδόθη ἀπὸ τὴν ἐδικήν του δούλην. Ὁ δὲ ἡγεμών, πολλὰς μὲν τυραννίας ἐποίησεν εἰς αὐτὸν εἰς διάστημα ἡμερῶν ἑπτά, βιάζωντάς τον διὰ νὰ ἀρνηθῇ τὸν Χριστόν. Ὅταν δὲ εἶδεν, ὅτι δὲν δύναται νὰ τὸν καταπείσῃ, ἔδωκε κατ’ αὐτοῦ ἀπόφασιν νὰ θανατωθῇ. Ὅθεν ὁ τοῦ Χριστοῦ Μάρτυς εὐχαριστῶν τῷ Κυρίῳ, ἐπήγαινε χαίρωντας διὰ νὰ τελειώσῃ τὸν ποθούμενον δρόμον τοῦ Μαρτυρίου. Ἠκολούθει δὲ εἰς αὐτὸν λαὸς πολύς, μαζὶ δὲ μὲ τὸν λαὸν ἠκολούθει καὶ ἡ δούλη ἐκείνη, ὁποῦ τὸν ἐπρόδωκε. Γυρίσας δὲ ὁ Ἅγιος, καὶ ἰδὼν τὴν δούλην ἀκολουθοῦσαν, ἔνευσεν εἰς αὐτὴν μὲ τὸ χέρι του, διὰ νὰ ὑπάγῃ κοντά του, καὶ ὅταν ἐπῆγε, τῆς ἔδωκεν ἕνα χρυσὸν δακτυλίδιον, τὸ ὁποῖον εἶχεν εἰς τὸ χέρι του, καὶ εἶπεν εἰς αὐτήν. Εὐχαριστῶ σοι γύναι, διατὶ μὲ τὴν προδοσίαν σου ἔγινες πρόξενος εἰς ἐμὲ τοιούτων ἀγαθῶν. Πηγαίνωντας δὲ εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης, ἐπροσευχήθη, καὶ οὕτως ἀπεκεφαλίσθη, καὶ ἔλαβεν ὁ τρισμακάριος παρὰ Κυρίου τὸν στέφανον τῆς ἀθλήσεως.

*

Άγιος Τιμόθεος ΠρούσηςὉ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Τιμόθεος Ἐπίσκοπος Προύσης, ξίφει τελειοῦται.

Ὁ Τιμόθεος ἐκ ξίφους θνήσκειν θέλει,
Θεοὺς ἀτίμους μηδαμῶς τιμᾶν θέλων.

Οὗτος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ παραβάτου Ἰουλιανοῦ, ἐν ἔτει τξα΄ [361], καλῶς κυβερνῶν τὴν ἐδικήν του Ἐκκλησίαν, καὶ τὸν λαὸν αὐτῆς ποιμαίνων εἰς βοσκὴν σωτηρίας. Εἶχε δὲ ὁ Ἅγιος δύναμιν καὶ χάριν παρὰ Θεοῦ, μὲ τὴν ὁποίαν ἐποίει διάφορα θαύματα. Ὅθεν καὶ ἕνα μεγάλον δράκοντα ἐθανάτωσεν. Ἐκατοίκει δὲ ὁ δράκων αὐτὸς μέσα εἰς ἕνα σπήλαιον ἐν τῇ δημοσίᾳ στράτᾳ, ἀνάμεσα εἰς τὰ θερμὰ νερὰ τῆς πόλεως Προύσης, ὅπου ἦτον φυτευμένον ἕνα κυπαρίσσι πολλὰ χαριέστατον καὶ ὡραῖον. Ὅθεν ὁ δράκων ἐκεῖνος, ἔχωντας μέσα του τὴν κακίαν τοῦ νοητοῦ καὶ ἀνθρωποκτόνου δράκοντος Διαβόλου, εὔγαινεν ἔξω ἀπὸ τὸ σπήλαιον καὶ ἐφαρμάκονεν μὲ μόνον τὸ φύσημά του, ὄχι, μόνον τοὺς ἀνθρώπους, ὁποῦ ἐπερνοῦσαν ἀπὸ τὸν τόπον ἐκεῖνον, ἀλλὰ καὶ τὰ κτήνη καὶ ζῶα. Διὰ τοῦτο ἔκαμεν ἄβατον τὸν δρόμον, ὁποῦ εἶναι μεταξὺ τῆς Προύσης καὶ τῶν θερμῶν νερῶν, καὶ τινὰς δὲν ἐτόλμα νὰ περάσῃ ἐκεῖθεν. Κατ’ ἐκεῖνον δὲ τὸν καιρὸν μία βασίλισσα Χριστιανή, ἡ ὁποία ἐκατοίκει εἰς τὴν Ἀπολλωνιάδα τὴν ἐν Βιθυνίᾳ εὑρισκομένην, ἦλθεν εἰς τὴν τοποθεσίαν τῆς Προύσης. Μαθόντες δὲ τὸν ἐρχομόν της οἱ πλησίον κατοικοῦντες ἀδελφοί, ἔβαλαν κᾄποιας εὐλογίας καὶ δῶρα μέσα εἰς ἕνα ἱερὸν ἄμφιον, καὶ τὰς ἔστειλαν εἰς αὐτήν, διὰ μέσου τοῦ Ἁγίου τούτου Τιμοθέου. Ὅταν δὲ ἔφθασεν ὁ Ἅγιος εἰς τὸ κυπαρίσσι, ἐσηκώθη ὁ δράκων ἐναντίον τοῦ Ἁγίου. Ὁ δὲ Ἅγιος βαλὼν τὰς εὐλογίας εἰς τὴν ἄκραν τοῦ παλλίου του, ἤτοι τοῦ ἐπανωφορίου του, ἐτείλιξε καὶ ἔσφιγξε τὸ ἱερὸν ἐκεῖνο ἄμφιον, εἶτα μὲ τὸ χέρι του τὸ ἐσφενδόνησεν ἐπάνω εἰς τὸν δράκοντα, καὶ ἀνεχώρησε. Ἀφ’ οὗ δὲ ἔδωκε τὰς εὐλογίας εἰς τὴν βασίλισσαν, ἐγύρισεν ὀπίσω, καὶ ὢ τοῦ θαύματος! βλέπει τὸν δράκοντα νεκρόν, καὶ ἐδόξασε τὸν Θεόν. Πέρνοντας δὲ τὸ ἱερὸν ἐκεῖνο ἄμφιον, ἐπῆγεν εἰς τὴν μητρόπολίν του. Τοῦτο τὸ θαῦμα ἐφημίσθη πανταχοῦ, διὰ τοῦτο οἱ ἄνθρωποι ἐσέβοντο τὸν Ἅγιον ὡς δοῦλον καὶ φίλον Θεοῦ.

Τότε λοιπὸν ὁ παραβάτης Ἰουλιανός, μανθάνωντας διὰ τὸ θαῦμα τοῦτο καὶ διὰ τὰ ἄλλα, ὁποῦ ἐτέλει ὁ Ἅγιος, ἀπέστειλεν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος ἐβίαζε τὸν Ἅγιον διὰ νὰ ἀρνηθῇ τὸν Χριστόν. Ὁ δὲ μακάριος Τιμόθεος ὡμολόγησεν αὐτὸν Θεὸν ἀληθινόν, διὸ καὶ ἀπεκεφαλίσθη, καὶ ἔλαβε τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ Σύναξις καὶ ἑορτὴ εἰς τὸν ἁγιώτατον αὐτοῦ Ναόν, τὸν εὑρισκόμενον μέσα εἰς τὸ εὐαγὲς ξένοδοχεῖον, τὸ ὁποῖον κεῖται εἰς τόπον λεγόμενον Δεύτερον.

*

Ὁ Ὅσιος πατὴρ ἡμῶν Κανίδης, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Γῆν καὶ τὰ ἐν γῇ ἐκλιπὼν ὁ Κανίδης,
Ἄφθαρτον εὗρεν ἀντιμισθίαν ἄνω.

Οὗτος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου, ἐν ἔτει τοθ΄ [379], υἱὸς γονέων εὐλαβῶν καὶ θεοφιλῶν, Θεοδότου καὶ Θεοφανοῦς, κατοικῶν εἰς τὴν χώραν τῆς Καππαδοκίας, ἤτοι τῆς τουρκιστὶ λεγομένης Καραμανίας. Λέγεται δέ, ὅτι ἡ μήτηρ τοῦ Ἁγίου τούτου δὲν ἔτρωγε παχέα φαγητὰ εἰς τοὺς ἐννέα μῆνας, κατὰ τοὺς ὁποίους ἐβάσταζεν αὐτὸν ἐν τῇ κοιλίᾳ της. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐγεννήθη ὁ Ἅγιος, λέγουσιν ὅτι δὲν ἐβύζανε τελείως ἀπὸ τὸ ζερβὸν βυζί, ἀλλὰ μόνον ἀπὸ τὸ δεξιόν. Καὶ ὅταν ἐτύχαινε νὰ φάγῃ ἡ μήτηρ του φαγητὸν περισσότερον ἀπὸ τὸ πρέπον, τότε οὐδὲ ἀπὸ τὸ δεξιὸν βυζὶ τὸ βρέφος ἐβύζανεν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐβαπτίσθη ὁ Ἅγιος καὶ ἀπεγαλακτίσθη, καὶ ἀφ’ οὗ ἐπέρασε τὴν παιδικὴν ἡλικίαν, ἤγουν ἔγινεν ὑπὲρ τοὺς ἑπτὰ χρόνους, τότε ἀφήσας ὅλα τὰ τοῦ κόσμου πράγματα, ἐπῆγεν εἰς τὸ ἐκεῖ βουνόν, καὶ ἐμβαίνωντας μέσα εἰς ἕνα μικρὸν σπήλαιον ἔκλεισεν ἐκεῖ τὸν ἑαυτόν του, σχολάζων μὲν καὶ καταγινόμενος εἰς τὴν νηστείαν καὶ ἱερὰν προσευχήν, τρώγωντας δέ, ὀλιγώτατα ὠμὰ λάχανα χωρὶς ἅλας, μίαν φορὰν τὴν ἑβδομάδα, καὶ ἔτζι διεπέρασεν ὁ τρισόλβιος χρόνους ὁλοκλήρους ἑβδομηντατρεῖς. Ἐπειδὴ δὲ ὁ τόπος τοῦ σπηλαίου του ἦτον κατηφορικός, διὰ τοῦτο ἔτρεχον ἀπὸ ἐκεῖ τὰ νερά, καὶ ἐπροξένουν νοτίδα πολλὴν εἰς τὸ σπήλαιον. Ὅθεν ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴν νοτίδα, ἐφθάρησαν καὶ ἔπεσον αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς του καὶ τῶν γενείων του. Οὕτω λοιπὸν πολιτευόμενος ὁ μακάριος, ἀπῆλθε πρὸς Κύριον.

*

Μνήμη τῶν Ὁσίων καὶ μακαρίων, Θεοφάνους καὶ Πανσέμνης.

Εἰς τὸν Θεοφάνη.

Ὁ Θεοφάνης ἐτρυγήθης ἐκ βίου,
Θεῷ φανεὶς πέπειρος ὡς εἰπεῖν βότρυς.

Εἰς τὴν Πανσέμνην.

Εἰ καὶ θανούσης ἐκλαθοίμην Πανσέμνης,
Καὶ Χριστὸς αὐτὸς εὐθὺς ἐκλάθοιτό μου.

Οὗτος ὁ Ὅσιος Θεοφάνης ἦτον ἀπὸ τὴν Ἀντιόχειαν, γεννηθεὶς δὲ ἀπὸ γονεῖς ἀπίστους καὶ ἀσεβεῖς, ὀγλίγωρα μετετέθη πρὸς τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν καὶ εὐσέβειαν. Ὅταν δὲ ἔφθασεν εἰς ἡλικίαν δεκαπέντε χρόνων, ἐπῆρε γυναῖκα διὰ γάμου, καὶ ζήσας μὲ αὐτὴν χρόνους τρεῖς, ἀφ’ οὗ ἐκείνη ἀπέθανεν, εὐθὺς αὐτὸς προσῆλθεν εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, καὶ ἐδέχθη τὸ Ἅγιον Βάπτισμα. Ὅθεν κοντὰ εἰς τὴν πόλιν τῆς Ἀντιοχείας κτίσας ἕνα κελλάκι στενώτατον, ἔκλεισεν ἐκεῖ μέσα τὸν ἑαυτόν του ὁ ἀοίδιμος, καθαριζόμενος πάντοτε ἀπὸ ὅλα τὰ πάθη, καὶ ἀποκτῶντας ὅλα ἐκεῖνα τὰ μέσα καὶ ὄργανα, τὰ ὁποῖα συνεργοῦσι πρὸς τὴν τελειότητα, καὶ ἄκραν ἀρετήν. Μαθὼν δὲ διὰ μίαν δημοσίαν πόρνην Πανσέμνην ὀνομαζομένην, πῶς γίνεται εἰς πολλοὺς αἰτία ἀπωλείας, ἐπροσευχήθη πρῶτον καὶ ἀφιέρωσε τὸν ἑαυτόν του εἰς τὸν Θεόν. Ἔπειτα εὐγῆκεν ἀπὸ τὸ κελλίον του, καὶ ἐκδυθεὶς τὸ τρίχινον φόρεμα ὁποῦ ἐφόρει, ἐνεδύθη φορέματα πολύτιμα. Ἐπῆρε δὲ ἀπὸ τὸν πατέρα του καὶ δέκα λίτρας χρυσάφι, λέγωντας εἰς αὐτόν, ὅτι ἔχει νὰ πάρῃ ἄλλην γυναῖκα. Πηγαίνωντας δὲ εἰς τὴν Πανσέμνην συνέφαγε μαζὶ μὲ αὐτήν, καὶ ὅταν ἦλθεν ὁ καιρὸς διὰ νὰ κοιμηθοῦν, τότε ἐρώτησεν αὐτήν, πόσον καιρὸν ἔχει εἰς τὴν μιαρὰν ἐργασίαν ἐκείνην. Ἐκείνη δὲ ἀπεκρίθη, ὅτι ἔχει χρόνους δώδεκα, καὶ ὅτι ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀγαπητικούς, ὁποῦ ἀπόκτησεν, αὐτὸς εἶναι ὁ ὡραιότερος. Ὁ δὲ Ἅγιος πάλιν εἶπεν εἰς αὐτήν, ἐγὼ θέλω καὶ βούλομαι νὰ σὲ πάρω γυναῖκα μὲ γάμον σεμνόν. Ἡ δὲ ἐδέχθη τὸν λόγον μετὰ χαρᾶς, στοχαζομένη, ὅτι ἦτον μέγα πρᾶγμα εἰς αὐτήν, ἀνίσως τοιαύτη πόρνη καὶ ἄτιμος, ἤθελεν ἀξιωθῆ τοιούτου γάμου ἐντίμου καὶ ζηλωτοῦ. Ὅθεν ἔδωκεν εἰς αὐτὴν τὸ χρυσάφι ὁποῦ ἐβάστα καὶ τῆς εἶπεν, ὅτι πηγαίνει νὰ ἑτοιμάσῃ τὰ πρὸς τὸν γάμον ἐπιτήδεια. Πηγαίνωντας δὲ ὁ Ὅσιος, ἔκτισεν ἄλλο κελλίον κοντὰ εἰς τὸ ἐδικόν του, καὶ πάλιν ἐγύρισεν εἰς αὐτὴν καὶ τῆς εἶπεν, ὅτι ἐὰν δὲν πιστεύσῃ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, καὶ νὰ γένῃ Χριστιανή, δὲν δύναται νὰ συγκατοικήσῃ μὲ αὐτήν. Ἡ δὲ Πανσέμνη, πρῶτον μέν, ἐδυσκολεύετο εἰς τοῦτο, καὶ ἀνέβαλε τὸν καιρόν. Ὕστερον δέ, κατηχηθεῖσα εἰς ἡμέρας ἑπτά, καὶ ἀκούσασα περὶ τῆς μελλούσης κρίσεως, ὅτι, οἱ μὲν τὰ καλὰ ἔργα πράττοντες, ἔχουν νὰ ἀπολαύσουν ζωὴν καὶ ἀγαθὰ αἰώνια, οἱ δὲ τὰ κακὰ ἔργα ποιοῦντες, μέλλουν νὰ λάβουν αἰώνιον κόλασιν· ταῦτα, λέγω, ἀκούσασα, ἐφωτίσθη κατὰ τὴν διάνοιαν, καὶ ἦλθεν εἰς κατάνυξιν μὲ τὴν χάριν τοῦ Χριστοῦ, ὅθεν δεχθεῖσα τὸ Ἅγιον Βάπτισμα, ἠλευθέρωσε μὲν τοὺς δούλους καὶ δούλας ὁποῦ εἶχε, τὰ δὲ ἄσπρα ὁποῦ εἶχε συνάξῃ ἀπὸ τὴν αἰσχρὰν ἐργασίαν, αὐτὰ τὰ ἐκατασκεύασεν εὔχρηστα σκεύη καὶ κειμήλια, καὶ τὰ ἀφιέρωσεν εἰς τὸν Θεόν. Καὶ ἔτζι ἐπῆγε καὶ ἐμβῆκε μέσα εἰς τὸ κελλίον ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἡτοίμασε δι’ αὐτὴν ὁ Ὅσιος Θεοφάνης. Καὶ τοσοῦτον ἐπρόκοψεν ἡ μακαρία εἰς τὴν ἀρετήν, ὥστε ἠξιώθη νὰ εὐγάνῃ δαιμόνια διὰ προσευχῆς της, καὶ νὰ ἰατρεύῃ κάθε πάθος καὶ ἀσθένειαν. Ζήσασα δὲ ἐκεῖ ἕνα χρόνον καὶ δύω μῆνας, ἀπῆλθε πρὸς Κύριον, μαζὶ μὲ τὸν Ὅσιον καὶ θαυματουργὸν Θεοφάνη.

*

Ὁ Ἅγιος Ἐπίσκοπος Ἀπολλώς (1), ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Ὡς χρηστὸς ὄντως ὁ ζυγός σου Χριστέ μου,
Ὃν ζῶν ὑπῆλθον Ἀπολλὼς θανὼν λέγει.

(1) Ἐν δὲ τῷ Μηναίῳ Ἀπόλλων γράφεται.

*

Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος Ἐπίσκοπος Βιθυνίας, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Πόνων ὁ Ἀλέξιος ἀλέξημά τι,
Εὗρες τελευτὴν καὶ τρυφᾷς νῦν ἐν πόλῳ.

 *

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

 * * *

 

 

 

Των Αγίων Αλεξάνδρου, Αντωνίνης, Νεανίσκου, Τιμοθέου Επισκόπου Προύσης, Κανίδου, Θεοφάνους, Πανσέμνης κ.ά.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.