Κάποιας νέας, που λεγόταν Ταϊσία, πέθαναν οι γονείς και έμεινε ορφανή. Αυτή τότε μετέτρεψε το σπίτι της σε ξενώνα των πατέρων της Σκήτης και για πολύν καιρό τους δεχόταν και τους φιλοξενούσε. Όταν όμως ξόδεψε όσα είχε, άρχισε να στερείται. […]
Ένας γέροντας διηγήθηκε ότι κάποιος ήθελε να γίνει μοναχός, αλλά δεν τον άφηνε η μητέρα του. Αυτός όμως δεν άλλαζε τον σκοπό του και έλεγε: «Θέλω να σώσω την ψυχή μου». Αφού λοιπόν εκείνη, παρά τις πολλές προσπάθειές της, δεν μπόρεσε να τον κρατήσει, τον άφησε να φύγει· και αυτός αναχώρησε από τον κόσμο και έγινε μοναχός, πέρασε όμως τη ζωή του με αμέλεια. Κάποτε πέθανε η μητέρα του. Μετά από καιρό αρρώστησε και αυτός βαριά και για θάνατο. Μέσα στην αρρώστια του λιποθύμησε, βγήκε από το σώμα και οδηγήθηκε αμέσως στην κρίση. Ανάμεσα σε αυτούς που τιμωρούνταν, βρήκε... Διαβάστε τη συνέχεια