Ο Ιωνάς ο Εβραίος, όταν βγήκε από τη θάλασσα, άρχισε να κηρύττει στη Νινευή, στους απερίτμητους κατοίκους της. Μόλις ο προφήτης μπήκε στη μεγαλοπρεπή πόλη, την συντάραξε με φοβερή φωνή. (*)
Ήταν γιατρός αυτός που ήρθε να θεραπεύσει εκείνους που υπέφεραν· αφού γύμνωσε το ξίφος του, το έδειξε στους αρρώστους. Τον είδε η πόλη και αμέσως ανησύχησε· διότι στέκονταν έξω από την πόλη κρατώντας το ξίφος της οργής. Οι άρρωστοι αφήνοντας το κρεβάτι έτρεχαν από το φόβο με βιασύνη στη μετάνοια. Η φωνή του Ιωνά, σαν ξίφος, έκοβε μέλη σαπισμένα από καιρό και πληγές δυσκολογιάτρευτες· διότι ήταν γιατρός που θεράπευε αρρώστους με το ραβδί της απειλής.
Ο καθένας τους παρότρυνε τον πλησίον του σε προσευχή και δέηση και εξομολόγηση, και έγινε η πόλη σαν ένα σώμα· διότι ο καθένας τους πρόσεχε να μην αμαρτήσει κανείς απ’ αυτούς. Κανείς εκεί δεν προσευχήθηκε, για να σωθεί μόνος, αλλά ο καθένας προσεύχονταν σαν ένα μέλος του σώματος για τη σωτηρία τους· διότι όλη η πόλη, σαν ένας άνθρωπος, είχε κληθεί να παραδοθεί στον αφανισμό και στην καταστροφή. Παρακαλούσαν οι δίκαιοι για τους αμαρτωλούς, για να σωθούν και εκείνοι μαζί τους· επίσης οι αμαρτωλοί κραύγαζαν στον Θεό, να ακούσει τη φωνή των δικαίων.
Ποιος προσευχήθηκε έτσι; Ποιος παρακάλεσε έτσι; Ή ποιος ταπεινώθηκε μπροστά στον Θεό; Ή ποιος επίσης απαρνήθηκε με μιας τις φανερές και τις κρυφές πράξεις του; Ποιος ακούγοντας μια απλή φωνή βιάσθηκε να κάνει την καρδιά του να ραγίσει για τις αμαρτίες; Ποιος είναι εκείνος που άκουσε λόγο και ένιωσε συντριβή στο νου; Ποιος ακούγοντας μια λυπητερή φωνή κυριεύθηκε από το φόβο του θανάτου; Ή ποιος είδε μπροστά στα μάτια του, σαν μέσα σε καθρέφτη, τον φιλάνθρωπο Θεό με τη μετάνοια; Ποιος είδε τον δίκαιο Ιωνά να τραβά το ξίφος, και όλη την πόλη να κλαίει και να κραυγάζει;
Τα είδε αυτά ο Ιωνάς, και έμεινε κατάπληκτος, και άρχισε να θαυμάζει τους γιους των αλλόφυλων. Είδε τα κατορθώματα και τις αρετές των Νινευϊτών, και χύνοντας δάκρυα πένθησε για τους απόγονους του Αβραάμ. Είδε τους απόγονους του Χαναάν ότι δικαιώθηκαν με την πίστη, και τους απόγονους του Ιακώβ ότι παρασύρθηκαν μακριά από τον Θεό. Είδε τις απερίτμητες καρδιές να δέχονται την περιτομή, και τους περιτμημένους να επιμένουν στην σκληροκαρδία.
Ο βασιλιάς της Νινευή όμως γνώριζε την αιτία της οργής που προκηρύχθηκε εξαιτίας των αμαρτιών τους, γι’ αυτό έκοψε σύρριζα την αιτία και απομάκρυνε τα κακά. Ήταν πραγματικά γιατρός που γνώριζε καλά την αρρώστια της πόλης· διότι με το φάρμακο της νηστείας θεράπευσε την πόλη, αφού έδιωξε με το σάκκο και με τη στάχτη την αμαρτία απ’ αυτή. Ο Ιωνάς σαν δικαστής ζητούσε γι’ αυτούς τιμωρία, αλλά η νηστεία συγχωρούσε τις αμαρτίες τους.
Ανάμεσα λοιπόν στους οργίλους επικράτησε συμφιλίωση και ειρήνη· διότι οι γέροι ζούσαν ειρηνικά, οι νέοι συμπεριφέρονταν με σωφροσύνη και οι παρθένες φύλαγαν την αγνότητά τους· οι αυθάδεις γίνονταν πράοι. Μια ήταν η θέα όλων και μια η παράταξη· και ο βασιλιάς δηλαδή και ο δούλος ήταν ξυπόλυτοι. Ίδιες λοιπόν ήταν και οι τροφές της ταπείνωσης για τους πλούσιους και για τους φτωχούς, και ένα ήταν το ποτό, εξίσου για τους κυρίους και για τους δούλους. Διότι όλοι έτρεχαν κάτω από τον κοινό ζυγό της μετάνοιας, για να απολαύσουν τα ελέη του Θεού, και εργάζονταν ομόγνωμα στην κοινή εργασία, για να πάρουν σαν αμοιβή από τον Θεό και την κοινή συγχώρηση.
(*) «Τρεις μέρες ακόμη, και η Νινευή θα καταστραφεί» (Ιωνάς 3:4).
Από το βιβλίο: Οσίου Εφραίμ του Σύρου Έργα, τ. Ζ’, “Λόγος στον προφήτη Ιωνά, και για τη μετάνοια των Νινευϊτών”. Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 301 (αποσπάσματα).