
Όταν ένας άνθρωπος καταλάβει ότι του λείπει η θεία βοήθεια, κάνει πολλές προσευχές· και όσο τις αυξάνει, τόσο ταπεινώνεται η καρδιά του. Διότι όποιος ικετεύει και ζητάει, δεν μπορεί παρά να ταπεινωθεί, και ο Θεός μια τέτοια καρδιά, «συντριμμένη και ταπεινωμένη, δε θα την περιφρονήσει» (Ψαλμ. 50:19). Όσο η καρδιά δεν ταπεινώνεται, δεν μπορεί να πάψει να τριγυρνάει σκόρπια εδώ και κει. Η ταπείνωση συμμαζεύει την καρδιά. Και όταν ταπεινωθεί ο άνθρωπος, αμέσως τον κυκλώνει το θείο έλεος, και τότε η καρδιά αισθάνεται τη βοήθεια του Θεού, γιατί νιώθει μέσα της να κινείται μια δύναμη που τη στηρίζει, και τότε είναι που η καρδιά γεμίζει εμπιστοσύνη στο Θεό· και απ’ αυτό καταλαβαίνει ο άνθρωπος ότι η προσευχή είναι ένα φυσικό καταφύγιο βοήθειας, και πηγή σωτηρίας, και θησαυρός ακλόνητης πίστης, και λιμάνι που σώζει από την τρικυμία, και φως στους σκοτισμένους, και στήριγμα για τους αρρώστους, και σκέπη την ώρα των πειρασμών, και βοήθεια στην ένταση της αρρώστιας, και ασπίδα που σώζει από τους ακοντισμούς στον αόρατο πόλεμο, και βέλος αιχμηρό κατά των δαιμόνων.
Με δυο λόγια, ο άνθρωπος με την προσευχή αποκτά όλα τα αγαθά που ανέφερα. Και καθώς εντρυφά στην προσευχή, η καρδιά του χαίρει και αγάλλεται από την εμπιστοσύνη της στο Θεό, και δε μένει πια, όπως πρώτα, χλιαρή, να λέει λόγια χωρίς νόημα. Όταν ο άνθρωπος καταλάβει πολύ καλά αυτά που είπα, τότε θα αποκτήσει αληθινή προσευχή στην ψυχή, που θα την έχει σαν θησαυρό. Και τότε είναι που, από την πολλή του ευφροσύνη, η συμβατική του προσευχή θα αλλάξει και θα γίνει έντονη ευχαριστήρια δοξολογία. Έτσι, καταλαβαίνουμε τι σημαίνει ότι «η προσευχή είναι χαρά, που στέλνει την ευχαριστία της στο Θεό».
Όταν φτάσει σ’ αυτό το σημείο ο άνθρωπος, δεν προσεύχεται πια με κόπο και μόχθο, όπως πρωτύτερα, που δεν είχε αυτή τη χάρη· αλλά με χαρούμενη καρδιά και με θαυμασμό για τα μυστήρια του Θεού, αναβρύει συνεχώς ευχαριστίες άρρητες και βάζει μετάνοιες· και από τη μεγάλη του συγκίνηση φτάνει στη γνώση του Θεού, και θαυμάζει, και εκπλήσσεται για τη χάρη που του δίνει ο Θεός, και τότε, ξαφνικά, υψώνει τη φωνή του υμνολογώντας και δοξάζοντας και ευχαριστώντας το Θεό. Και η γλώσσα του τότε κινείται γεμάτη έκπληξη.
Όλα αυτά τα αγαθά, που ανέφερα, έρχονται στον άνθρωπο, αν συναισθανθεί την πνευματική του φτώχεια και αδυναμία. Γιατί τότε, από τη μεγάλη επιθυμία που έχει να τον βοηθήσει ο Θεός, έρχεται κοντά Του με επίμονη προσευχή. Και όσο πλησιάζει το Θεό με πόθο, τόσο και ο Θεός έρχεται κοντά του δίνοντάς του χαρίσματα· και δε θα πάρει τη χάρη Του από τον άνθρωπο, όσο αυτός μένει στην αληθινή ταπείνωση. Όπως η χήρα του ευαγγελίου, η οποία τρέχει πίσω από το δικαστή κράζοντας συνέχεια να αποδώσει το δίκαιο και να τη γλιτώσει από τον αντίδικο. Κάπως έτσι και ο εύσπλαχνος Θεός: κάνει πως δεν ακούει, και αναβάλλει να δώσει τα χαρίσματά Του στον άνθρωπο, για να γίνει αυτό αιτία να έρθει πιο κοντά Του και, εξαιτίας που τον έχει ανάγκη, να παραμείνει κοντά Του και να ωφελείται πνευματικά.
Κάποια αιτήματα, βέβαια, ο Θεός τα ικανοποιεί αμέσως, εκείνα δηλαδή που είναι αναγκαία για τη σωτηρία του ανθρώπου, άλλα αιτήματα όμως δεν τα ικανοποιεί. Και όταν ο δαίμονας μας καίει και παρακαλούμε το Θεό, έρχεται η θεία χάρη και αποδιώχνει το καυτερό, ενώ σε άλλες περιπτώσεις επιτρέπει τις θλίψεις και τον πόνο, για να γίνουν αυτά αιτία να προσεγγίσουμε, όπως είπα, το Θεό, και για να διαπαιδαγωγηθούμε και να αποκτήσουμε πείρα για τους αγώνες μας στους πειρασμούς. (83-5)
Από το βιβλίο: Κωνσταντίνου Καρακόλη, Ανθολόγιο από την ασκητική εμπειρία του Αγίου Ισαάκ του Σύρου. Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη», σελ. 138.
(Οι αριθμοί στο τέλος κάθε λήμματος αντιστοιχούν στις σελίδες του ελληνικού κειμένου: «Του Οσίου Πατρός ημών Ισαάκ, Επισκόπου Νινευΐ, του Σύρου, Τα Ευρεθέντα Ασκητικά», Λειψία 1770, Ανατυπούμενα επιμελεία Ιωακείμ Σπετσιέρη, Ιερομονάχου. Αθήναι.)