Πρέπει να αναφερθούμε και στο θέμα της ειλικρινείας. Λίγοι γονείς είναι ειλικρινείς απέναντι στα παιδιά. Χωρίς δηλαδή καθόλου να σκέπτονται σοβαρά, χωρίς καθόλου να λαμβάνουν σοβαρά υπ’ όψιν τα παιδιά, τους λένε ψευτιές. Τάχα γιατί τα παιδιά δεν καταλαβαίνουν, τάχα γιατί τα παιδιά πρέπει να μη μάθουν κάτι, τάχα γιατί πρέπει με αυτόν τον τρόπο να ξεγελάσουν τα παιδιά.
Να πούμε επίσης ότι τα παιδιά, και το μικρότερο και το μεγαλύτερο, και το χαριτωμένο και το μη χαριτωμένο, και το αρρωστιάρικο και το ζωηρό, το πιο ζωντανό, το πιο αθλητικό, πρέπει να αισθάνονται τόσο άνετα μέσα στο σπίτι, μπροστά στον πατέρα και στη μητέρα, ώστε να μπορούν να λένε ό,τι θέλουν να πουν. Δηλαδή το παιδί να μη σκέπτεται: «Να το πω αυτό ή να μην το πω; Άραγε, αν το πω, μήπως με μαλώσει ο μπαμπάς; Αν το πω, μήπως με κτυπήσει η μαμά;» Και το παιδί πιθανόν μερικές φορές να έχει να πει πράγματα που είναι χρήσιμα, πράγματα που πρέπει να λεχθούν, και τα οποία, αν δεν τα πει, θα μείνουν μέσα του και θα δημιουργήσουν πάρα πολύ δύσκολη κατάσταση.
Όταν το παιδί δεν αισθάνεται άνετα απέναντι στον πατέρα και στη μητέρα, πώς θα πει αυτά τα οποία έχει να πει; Είναι ανάγκη το παιδί να μπορεί να μιλήσει. Ας κάνει λάθη, ας πει υπερβολές, ας πει φανταστικά πράγματα. Με τρόπο η μητέρα ή ο πατέρας θα προσπαθήσουν να του διορθώσουν μερικά πράγματα, θα προσπαθήσουν να φορμάρουν αυτά τα οποία είπε το παιδί, ποτέ όμως να μη του μιλήσουν με τέτοιον τρόπο που το παιδί έπειτα να φοβάται να εκδηλώνεται και να λέει κάθε φορά αυτά που θα ήθελε να πει.
Και μια και κάναμε λόγο για το ψέμα στα λόγια των γονέων, να πούμε το εξής: Όταν το παιδί ξέρει ότι οι γονείς συνήθως δεν του λένε την αλήθεια, αλλά πότε το ένα και πότε το άλλο, όταν το παιδί ξέρει ότι του λένε υποσχέσεις ψεύτικες ή ακόμη και απειλές ψεύτικες, π.χ., «θα φωνάξω τον χωροφύλακα» –αφού δεν θα τον φωνάξεις, γιατί λες «θα φωνάξω τον χωροφύλακα»;– τότε κλονίζεται η εμπιστοσύνη του προς τους γονείς. Δεν θα καταλάβει το παιδί ότι οι απειλές είναι ψεύτικες; Γιατί να μην του πεις πιο κοφτά: «Άκουσε, παιδί μου· έτσι που κάνεις, με στενοχωρείς»;
Να πει κανείς στο παιδί αληθινά πράγματα. Έτσι δημιουργείται η εμπιστοσύνη απέναντι των γονέων, και έτσι η καρδούλα του παιδιού ανοίγει και λέει ό,τι έχει να πει.
Η εμπιστοσύνη αυτή δημιουργείται επίσης, όταν τεντώνει κανείς το αυτί να ακούσει. Μη βαριέστε να ακούτε τα παιδιά σας, και ως πατέρες και ως μητέρες. Προπαντός στην εποχή μας αυτό είναι πάρα πολύ απαραίτητο.
Να αφήνει λοιπόν κανείς το παιδί του να λέει, όσα έχει. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι θα αφήνει το παιδί να παρεκκλίνει. Ας πούμε, έμαθε μερικές λέξεις έξω, που δεν είναι καλές, και τις φέρνει στο σπίτι. Μάλιστα, μερικά παιδιά, όταν βλέπουν εικόνες μη καλές έξω ή ακούν πράγματα μη καλά, επειδή δεν έχουν πολύ-πολύ συναίσθηση περί τίνος πρόκειται, τα διηγούνται στη μητέρα τους, στην οποία έχουν εμπιστοσύνη, ή στον πατέρα τους. Ο πατέρας ή η μητέρα δεν πρέπει αμέσως να το αποπάρουν –«Τι είναι αυτά;»– αλλά, αφού μιλήσει το παιδί, να το συμβουλεύσουν. Ή καμιά φορά μπορεί να χρειασθεί να το σταματήσουν και να μην το αφήσουν να πει ως το τέλος αυτά που ήθελε, αν καταλάβουν οι γονείς ότι παραγίνεται το πράγμα. «Άκουσε, παιδί μου. Ακόμη είσαι μικρό και δεν ξέρεις εσύ, αλλά να σου πω εγώ που είμαι πιο μεγάλη και ξέρω καλύτερα. Αυτά τα πράγματα μην κάθεσαι να τα ακούς, μην κάθεσαι να τα προσέχεις. Όταν βλέπεις τέτοια πράγματα, κάνε πως δεν βλέπεις, όταν ακούς τέτοια πράγματα, κάνε πως δεν ακούς, και μην τα βάζεις στο μυαλό σου και θέλεις να τα πεις κιόλας».
Και τότε ακόμη που εμείς νομίζουμε ότι είναι ανάγκη να πούμε ψέματα στα παιδιά μας, να μην πούμε. Έτσι θα εμπνεύσουμε απόλυτη εμπιστοσύνη στο παιδί. Το παιδί πρέπει να έχει τόση εμπιστοσύνη στον πατέρα του, στη μητέρα του, ώστε να ξέρει πως ό,τι είπε ο πατέρας, αυτό είναι· ό,τι είπε η μητέρα, αυτό είναι, και δεν είναι κάτι άλλο. Έτσι θα αισθάνεται άνετα και θα μπορεί να ανοίγει την καρδιά του, να ανοίγει το στόμα του και να λέει ό,τι έχει να πει.
Εδώ τώρα πρέπει να προσεχθεί και το εξής: η εμπιστοσύνη των παιδιών απέναντι στους γονείς, την οποία οι γονείς θα εμπνεύσουν, πρέπει να έχει τέτοιες διαστάσεις, ώστε τα παιδιά να μην τολμούν να τους πουν ψέματα. Όχι τόσο με την έννοια να φοβούνται να πουν ψέματα, όσο με την έννοια να ξέρουν τα παιδιά ότι θα τα έχουν καλά με τους γονείς τους, θα είναι εντάξει με τους γονείς τους, όταν λένε την αλήθεια, έστω κι αν, λέγοντάς την, προδίνουν μια ζημιά που έχουν κάνει, φανερώνουν κάτι κακό που έχουν κάνει, κάτι που εκ πρώτης όψεως δεν θα ήθελαν να το μάθουν οι γονείς. Τέτοια εμπιστοσύνη πρέπει να έχουν τα παιδιά στους γονείς, την οποία, επαναλαμβάνω, θα την εμπνεύσουν οι γονείς, ώστε τα παιδιά να μην τους λένε ψέματα.
Καμιά φορά ο πατέρας ή η μητέρα καλούν το παιδί μετά από κάτι που συνέβη, είτε μέσα στο σπίτι με το αδελφάκι του είτε στη γειτονιά, και το παιδί, το καημένο, ακριβώς επειδή έχει εμπιστοσύνη στους γονείς, λέει όλη την αλήθεια, μάλιστα ωμά-ωμά καμιά φορά. Αν σ’ αυτή την περίπτωση η μητέρα ή ο πατέρας το στρώσουν στο ξύλο, ή κι αν ακόμη δεν το κτυπήσουν, η αυστηρότητα που θα εκδηλώσουν θα είναι τέτοια που θα τρομοκρατήσει το παιδί, πώς είναι δυνατόν αυτό το παιδί άλλη φορά να τους έχει εμπιστοσύνη, για να ανοίξει την καρδιά του και να πει όλα εκείνα τα οποία θα έλεγε, εάν είχε εμπιστοσύνη; Δεν είναι δυνατόν.
Από τη στιγμή που το παιδί χάνει την εμπιστοσύνη, αρχίζει να φέρεται με ανειλικρίνεια απέναντι των γονέων, να ψεύδεται, αρχίζει να κρύβεται, αρχίζει να δικαιολογείται. Και το θέμα δεν είναι μόνο ότι αγνοούν πλέον οι γονείς τι κάνουν και τι λένε τα παιδιά· αυτό είναι το λιγότερο. Το σπουδαιότερο είναι ότι το παιδί απομακρύνεται πλέον από τους γονείς, το παιδί απομονώνεται και ζει σε μια ορφάνια. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι τροφή του παιδιού είναι αυτή η εμπιστοσύνη, αυτή η πολύ στενή σχέση με τους γονείς. Τροφή του παιδιού είναι να μπορεί να ανοίξει την καρδιά του και να πει ελεύθερα αυτό που έχει να πει στους γονείς του. Έλειψε αυτό; Ορφάνεψε το παιδί. Άσχετα αν υπάρχει ένας μπαμπάς που κουβαλάει πολλά καλούδια στο σπίτι και είναι έτοιμος τα πάντα να αγοράσει για το παιδί του. Αν δεν υπάρχει η εσωτερική ψυχική επαφή και κοινωνία, το παιδί είναι σαν ορφανό, το καημένο.
Πόσα παιδιά με μητέρα, με πατέρα, μεγαλώνουν σαν ορφανά! Είμαι σε θέση να το μαρτυρήσω αυτό. Και είναι φοβερό, ξέρετε.
Το ορφανό, το καημένο, ξέρει τουλάχιστον ότι είναι ορφανό. Δεν έχει πατέρα, δεν έχει μητέρα, και πιθανόν να βρεθεί κάποιος να το προστατεύσει, πιθανόν να βρεθεί κάποιος, στον οποίο θα ανοίξει την καρδιά του, και θα δημιουργηθεί μια κοινωνία. Αλλά τι γίνεται με το παιδί που έχει πατέρα και μητέρα και είναι σαν να μην έχει και μεγαλώνει σαν ορφανό; Πόσα δράματα δημιουργούνται σ’ αυτά τα παιδιά, πόσο άσχημα μεγαλώνουν και πόσο άσχημα εξελίσσονται! Όπως, από την άλλη πλευρά, και οι γονείς είναι σαν να μην έχουν παιδιά. Πόσοι γονείς έχουν και δύο καί τρία παιδιά, και ζουν σαν να μην έχουν παιδιά, διότι δεν υπάρχει αυτή η κοινωνία. Έχουν χωρίσει από τα παιδιά τους, επειδή δεν υπάρχει η εμπιστοσύνη και η κοινωνία που πρέπει να υπάρχει.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Γονείς και παιδιά”, τόμος Α’, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2004, σελ. 83, 93 (αποσπάσματα).