Άμα κάνει κανείς έναν περίπατο μέσα στην πόλη, στην αγορά, και δει τον κόσμο πώς τρέχουν από δω, τρέχουν από κει να προλάβουν, λέει κανείς: «Τι δυστυχισμένοι που είναι οι άνθρωποι και πώς αυτοί οι άνθρωποι, ας πούμε, θα νιώσουν ευτυχισμένοι, έτσι όπως σκέπτονται, έτσι όπως κινούνται και έτσι όπως τα παίρνουν τα πράγματα; Τι δυστυχισμένοι που είναι!»
Πώς μπορεί κανείς να κάνει Χριστούγεννα, να τα γιορτάζει δηλαδή κάθε μέρα; Την ημέρα των Χριστουγέννων γεννήθηκε ο Χριστός. Όμως αυτό το γεγονός, ότι γεννήθηκε ο Χριστός, αγκαλιάζει όχι απλώς όλο τον χρόνο, όχι απλώς όλη τη ζωή, αλλά αγκαλιάζει και την αιωνιότητα, αγκαλιάζει τα πάντα. Επομένως, παντού είναι Χριστούγεννα και κάθε ώρα είναι Χριστούγεννα.
Δεν είναι τα Χριστούγεννα απλώς εκείνη την ημέρα κατά ένα στατικό ή στεγανό τρόπο και σαν να ‘ναι κάτι μαγικό· πώς να έλθει εκείνη η ημέρα, και να τρυπώσουμε εκεί μέσα και εμείς και όλα. Η ημέρα εκείνη θα είναι όπως είναι και οι άλλες ημέρες, αν δεν είμαστε έτοιμοι, όπως πρέπει να είμαστε. Και έτοιμοι είμαστε, όταν αυτά τα ίδια Χριστούγεννα, που γιορτάζουμε εκείνη την ημέρα, και τώρα μας επηρεάζουν και τώρα επιδρούν μέσα μας, μας ωφελούν και μας βοηθούν.
Επομένως, τι Χριστούγεννα θα γιορτάσει κανείς, όταν, ας πούμε, δεν είναι τακτοποιημένος, όταν δεν αναπαύεται η ψυχή του στον Θεό και έχει μέσα του την αναστάτωση, την ανησυχία, το άγχος, το κενό, την απελπισία, την απόγνωση; Όλη η ζωή του ανθρώπου σ’ αυτόν τον κόσμο είναι ελπίδα. Γεμίζει όλη η ύπαρξη του ανθρώπου με την ελπίδα. Άμα δεν έχει κανείς αυτή την ελπίδα, αυτή την πίστη, τι Χριστούγεννα θα κάνει; Αν δεν έχει αυτό το πλήρωμα της παρουσίας του Θεού μέσα του, τι Χριστούγεννα θα κάνει;
Γι’ αυτό, καθώς προχωρούμε για τη γιορτή αυτή, να μην έχουμε εκκρεμότητες. Ο άνθρωπος δεν τακτοποιείται ούτε με το να ξεχάσει –όπως προσπαθούν μερικοί απλώς να ξεχάσουν– ούτε με το να βρει διάφορες δικαιολογίες. Εκείνο το οποίο τακτοποιεί τον άνθρωπο, εκείνο το οποίο αναπαύει τον άνθρωπο, είναι η μετάνοια. Να μετανοήσει, να ταπεινωθεί κανείς ενώπιον του Θεού, να επιστρέψει με όλη του την καρδιά στον Θεό. Χωρίς μετάνοια δεν γίνεται.
Όπως κι αν είναι τα πράγματα στο σπίτι, να μετανοήσεις ενώπιον του Θεού, αλλά και για τη συμπεριφορά σου προς τους άλλους. Να ταπεινωθείς ενώπιον του Θεού, αλλά και ενώπιον των άλλων. Αυτό φυσικά φέρνει αγάπη προς τον Θεό και προς τους άλλους. Όπως κι αν είναι τα πράγματα, μετά τακτοποιούνται. Δημιουργείται άλλη ατμόσφαιρα, άλλη κατάσταση, και μπορούν οι άνθρωποι να κάνουν Χριστούγεννα. Αλλά μετάνοια αληθινή.
Εκείνο το οποίο χρειάζεται, εκείνο το οποίο θα θεραπεύσει όντως τον άνθρωπο, είναι να μετανοήσει ενώπιον του Θεού για ό,τι έχει κάνει, για ό,τι φέρει ευθύνη. Να μετανοήσει για κάθε αμαρτία ενώπιον του Θεού και έτσι όπως είναι αυτός ο αμαρτωλός, ο πληγωμένος εαυτός του, ο εκτεθειμένος, ο εν εκκρεμότητι εαυτός του, ο οποιοσδήποτε εαυτός του να σταθεί, να ‘χει το κουράγιο να σταθεί ενώπιον του Θεού.
Άμα έχεις το κουράγιο να σταθείς ενώπιον του Θεού έχοντας μπροστά σου τις αμαρτίες και όντως στέκεσαι ενώπιον του Θεού, αυτό ή είναι θράσος ή είναι μετάνοια. Και φυσικά, καταλαβαίνει κανείς πότε είναι θράσος και πότε είναι μετάνοια. Αλλιώς, ο άνθρωπος κρύβει τις αμαρτίες του, κρύβει τον εαυτό του και εμφανίζεται ενώπιον του Θεού τάχα ασπροπρόσωπος.
Στην περίπτωση αυτή απλώς ξεχνάει τις αμαρτίες του, απλώς, κατά την ψυχολογία, απωθεί τα βιώματα τα αμαρτωλά στο υποσυνείδητό του, στο ασυνείδητό του και εμφανίζεται ενώπιον του Θεού τάχα μετανοημένος, τάχα τακτοποιημένος, τάχα ταπεινωμένος, τάχα διορθωμένος, τάχα όπως θέλει ο Θεός. Όμως δεν είναι αυτό τακτοποίηση.
Και, παρακαλώ, να προσέξουμε. Η μετάνοια δεν είναι τόσο εύκολη, όσο νομίζουμε. Και θα έλεγα, η μετάνοια είναι χάρισμα Θεού. Άμα δεν σου δώσει ο Θεός την Χάρη του να δημιουργήσει μέσα σου μετάνοια, δεν μπορείς να μετανοήσεις. Γι’ αυτό και δεν πρέπει να παίζει ο άνθρωπος με το θέμα της μετανοίας.
Δεν είναι πολύ σίγουρο ότι ο άνθρωπος θα μετανοήσει, έστω κι αν φαίνεται ότι μετανοεί σε μια ώρα δύσκολη. Δεν είναι σίγουρη η μετάνοια αυτή που γίνεται εκβιαστικώ τω τρόπω, ας πούμε, την ώρα που ζορίζεσαι. Η μετάνοια είναι χάρισμα που το δίνει ο Θεός, σ’ εκείνον ο οποίος το θέλει πραγματικά. Γι’ αυτό στην Παλαιά Διαθήκη λέγει ο προφήτης ότι ο Θεός φέρεται στους ανθρώπους έτσι που βλέπουν, αλλά δεν βλέπουν, που ακούν, αλλά δεν ακούν, «μήποτε», λέει, «επιστρέψωσι και ιάσομαι αυτούς» (Ησ. 6:10). Δηλαδή εγκαταλείπει ο άνθρωπος τον Θεό και μετά και ο Θεός τον εγκαταλείπει τον άνθρωπο και μένει στην αμετανοησία του και ενώ βλέπει, ενώ ακούει, δεν καταλαβαίνει, για να επιστρέψει στον Θεό εν μετανοία να τον θεραπεύσει, να τον σώσει. Είναι μεγάλο πράγμα η μετάνοια.
Νομίζω εκείνο το οποίο πρέπει να σκεφθούμε ιδιαίτερα αυτές τις ημέρες είναι αυτό: μετάνοια. Αλλιώς, μιλάει ο Θεός, και ο άνθρωπος δεν καταλαβαίνει. Ενεργεί ο Θεός, και δεν τον πιάνει τίποτε τον άνθρωπο. Κι όταν φαίνεται ότι τάχα τον αγγίζει κι είναι δραστική, ας πούμε, η ενέργεια του Θεού, ο άνθρωπος πάλι μένει αμετάβλητος, πάλι μένει αυτό που ήταν, δεν αλλάζει. Γιατί; Διότι δεν μετανοεί βαθιά μέσα του.
Μετανοεί ο άνθρωπος σημαίνει ότι αλλάζει ριζικά. Να πάρουμε την απόφαση να μετανοήσουμε για την όλη μέχρι σήμερα τακτική μας, να αλλάξουμε τακτική και να αφεθούμε, να παραδοθούμε στον Θεό να μας οδηγήσει πλέον ο Θεός.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Συνάξεις Δωδεκαημέρου”, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 1999, σελ. 30.