Στο χωριό της Σίψας την εποχή εκείνη υπήρχε ένας σοβαρά ασθενής, που επί οκτώ μήνες δεν έβγαινε η ψυχή του. Μία ημέρα ο όσιος Γεώργιος λέγει: «Έχετε κι ένα άρρωστο εδώ και δεν με πήγατε καθόλου να τον δω». Τότε τον σήκωσαν στα χέρια, για να τον πάνε στην οικία του ασθενούς. Αφού χαιρέτησε ο όσιος, πλησίασε τον ασθενή ιδιαίτερα και του είπε: «Γιατί ψευδορκίστηκες και ψευδομαρτύρησες;». Ο ασθενής είχε πει ψέματα πως έδωσε χρήματα σε κάποιον για την αγορά ενός ζώου, από αυτά που το κράτος έδινε δωρεάν. Ο όσιος είπε να πάνε να φέρουν χώμα από τον τάφο του νεκρού, τον οποίο είχε εξαπατήσει ο ασθενής και του το ακούμπησαν επάνω του. Ο όσιος αφού βεβαιώθηκε ότι ομολόγησε την αμαρτία του, του ανέγνωσε συγχωρητική ευχή και μετά από δέκα ημέρες ανεπαύθη εν Κυρίω ειρηνικά. Αυτό είναι το πρώτο θαύμα, κατά τους χωρικούς, που τέλεσε ο όσιος στη Σίψα.
Μίας μητέρας από τη Σίψα τής πέθαιναν μικρά τα παιδιά από άγνωστη αιτία. Είχε θάψει έξι παιδιά. Όταν γεννήθηκε το έβδομο και κτυπούσε η καμπάνα του χωριού για τη βάπτισή του, ο όσιος σκεπτικός και λυπημένος είπε: «Ήρθαν τα άλλα αδελφάκια του από τον ουρανό και το μύρωσαν από το καντήλι της Παναγίας. Θα το πάρουν σύντομα κοντά τους. Μόνο μη το πείτε στην κυρά-Λένη, τη μάνα του, και υποφέρει η καϋμένη από τώρα». Δύο ετών έφυγε από τη ζωή.
Όταν γεννήθηκε το όγδοο παιδί, η μητέρα του με φόβο και αγωνία το πήγε στον όσιο και ικετευτικά του είπε: «Γέροντα, ευχήσου αυτό τουλάχιστον να ζήσει». Τότε εκείνος με μεγάλη συμπάθεια τη συμβούλεψε: «Να του δώσεις το όνομα του πατέρα του, Γρηγόρη. Να το βαφτίσει η θεία του και τότε θα ζήσει». Στη βάπτιση πήγε και ο όσιος. Όταν ήταν οκτώ ετών μίλησε άπρεπα στη μητέρα και πήγε στο μοναστήρι να εξομολογηθεί. Μόλις τον είδε ο όσιος τον κατάλαβε και πειράζοντάς τον του είπε: «Καλώς τον μπαρμπα-Γρηγόρη, πώς μας θυμήθηκες και ήρθες;»
– «Παππούλη, εγώ δεν θα ερχόμουν, αλλά επειδή μίλησα άσχημα στη μητέρα μου, εκείνη μ’ έστειλε γρήγορα εδώ, για να εξομολογηθώ». Ο Γέροντας, αφού τον κοίταξε τρυφερά, τον συμβούλεψε: «Θα κάνεις πενήντα μετάνοιες για να σε συγχωρήσει και ο Χριστούλης». Του παιδιού του φάνηκαν πολλές και του είπε: «Παππούλη, δεν τις κατεβάζουμε λίγο;». Ο καλοκάγαθος και χαριτωμένος όσιος Γέροντας συμφώνησε να του μειώσει τις μετάνοιες στις μισές. Πήγε στο σπίτι του και τις έκανε αμέσως. Όταν ξαναπήγε στο μοναστήρι τον ρώτησε ο όσιος: «Τον έκανες τον κανόνα, που σου έβαλα;» Ο μικρός απάντησε: «Ναι, παππούλη, αμέσως». Ο όσιος φανερά συγκινημένος τον ευλόγησε.
Το ίδιο αυτό παιδί, όταν ήταν πιο μικρό, πονούσε δυνατά στα πλευρά του και παρέλυσε το πόδι και το χέρι του. Η μητέρα του αναστατωμένη τον πήγε στον όσιο Γέροντα, τον δάσκαλο και ιατρό του χωριού τους, κλαίγοντας: «Τώρα τι θα γίνει το παιδί μου Γέροντα; Πώς θα μεγαλώσει, πώς θα δουλέψει, για να μπορέσει να ζήσει; Τι συμφορά με βρήκε!» Και εκείνος, αφού πατρικά την καθησύχασε, ήρεμα και με σιγουριά είπε:
«Μη στενοχωριέσαι τόσο, το παιδί θα συνέλθει, θα γίνει καλά, θα δουλέψει και θα ζήσει, δεν θα το αφήσει ο Θεός». Πράγματι το παιδί με τις άγιες προσευχές του θεραπεύθηκε τελείως. Το χέρι έμεινε λίγο ατροφικό, αλλά δεν πόνεσε ποτέ.
Το 1958 αρρώστησε σοβαρά ο πατέρας του παραπάνω παιδιού. Έπεσε στο κρεβάτι του πόνου και υπόφερε πολύ. Μπερδεύτηκε η γλώσσα του και με πολύ κόπο, πολύ σιγά μπορούσε να πει δύο-τρεις λέξεις. Τότε η σύζυγός του και η μητέρα του πίστεψαν πως ήλθε το τέλος του και θέλησαν να φωνάξουν τον ιερέα να τον μεταλάβουν. Τελικά πήγε ο όσιος Γέροντας βαστώντας τη θεία κοινωνία· ο όσιος, λέγουν, ήταν αγνώριστος, μεγαλόπρεπος, έλαμπε όλος μέσα στο φως. Το θαυμαστό ήταν ότι, μόλις κοινώνησε ο ασθενής, λύθηκε η γλώσσα του, άρχισε να μιλά κανονικά, σηκώθηκε κι έβαλε μετάνοια στον όσιο και περπάτησε. Σε λίγο βγήκε στο χωριό, πήγε στην εκκλησία, γιατί ήταν κάποια μεγάλη εορτή. Όλοι θαύμασαν για την ανέλπιστη θεραπεία του. Αναχώρησε για τους ουρανούς έξη μήνες μετά από το γεγονός αυτό.
Από το βιβλίο: (†) Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Ο Όσιος Γεώργιος της Δράμας. Έκδοσις Ι. Μ. Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σίψα) Δράμα 2016, σελ. 20, 65-66 (αποσπάσματα).