Μαρτυρία και διδαχή

Κυριακή του Παραλύτου
Κυριακή του Παραλύτου

 Ο Ιησούς ανεβαίνει στα Ιεροσόλυμα. Η βιβλική γλώσσα χρησιμοποιεί για τα Ιεροσόλυμα το ρήμα «ανεβαίνω», επειδή απλώνονται πάνω σε λόφους και σε υψόμετρο 800 μ. περίπου από την επιφάνεια της θάλασσας.

Αν μάλιστα κανείς πορεύεται στα Ιεροσόλυμα από την κοντινή σχετικά Ιεριχώ (38 χλμ.), που είναι χτισμένη 270 μ. υπό την θάλασσα, έχει να διανύσει συνεχή ανήφορο. Στην αντίστροφη διαδρομή έχει φυσικά κατήφορο –«Άνθρωπός τις κατέβαινε από Ιερουσαλήμ εις Ιεριχώ και λησταίς περιέπεσεν» (Λουκ. 10.30).

Στη Σιών ο Κύριος πηγαίνει να συναντήσει κάποιον. Αυτός ο κάποιος δεν είναι άρχοντας, δεν είναι πλούσιος, δεν είναι τέλος πάντων ένα σημαίνον κατά κόσμο πρόσωπο. Ο Κύριος δεν πηγαίνει σε παλάτι τρυφής, αλλά σε τόπο δυστυχίας και πόνου. Δεν συναντά μεγιστάνα, αλλά «περιθωριακό» πεταγμένο στο περιθώριο της ζωής που περιμένει έλεος εκεί στη θαυματουργή δεξαμενή της Βηθεσθά (= οίκος ελέους).

«– Θέλεις να γίνεις υγιής; – Δεν έχω άνθρωπο να με βοηθήσει… – Σήκω, πάρε το κρεβάτι σου και φύγε». Έτσι και έγινε. Ο παράλυτος γιατρεύθηκε! Αρρώστησαν όμως οι κακοπροαίρετοι Ιουδαίοι. Κατέλυε τάχα την αργία του Σαββάτου μεταφέροντας το φορείο του.

Αργότερα τον «επισκέπτεται» πάλι ο Θεάνθρωπος. Τον βρίσκει δηλαδή στον Ναό και τον ευεργετεί στην ψυχή τώρα εφιστώντας του την προσοχή και παραγγέλνοντάς του να μην αμαρτάνει πια, για να μην πάθει χειρότερα.

Ο παράλυτος που κοιτόταν πεταγμένος στην κολυμβήθρα της Βηθεσθά, έπασχε όχι ένα-δυο χρόνια, μα τριάντα οχτώ γεμάτα χρόνια. Διαπίστωνε και διατύπωνε πονεμένα «Άνθρωπον ουκ έχω». Εξωτερίκευσε στον Μεσσία και «δημοσίευσε» μια «μικρή αγγελία»: «Ζητείται άνθρωπος».

Πλήθος πολύβουο γύρω από την κολυμβήθρα, γύρω από τον παράλυτο, πλην αυτός αισθάνεται μόνος. Πλήθος πολύ γύρω από τον σημερινό άνθρωπο, πλην αυτός μερικές φορές αισθάνεται απομονωμένος όχι τόσο τοπικά όσο πνευματικά.

Στη Βηθεσδά πολλοί ήσαν κοντά στον παράλυτο, μα όλοι κοίταζαν τον εαυτό τους, δεν ασχολούνταν με εκείνον. Και οι ίδιοι οι οικείοι του τον είχαν παρατήσει. Ενοχλούσε την καλοπέρασή τους. Τόσο καιρό είχαν κουραστεί, δεν θυσίαζαν πια για χάρη του κόπο και χρόνο. Δεν ξέρουμε αν ζούσαν οι γονείς του, αν είχε αδελφούς, οικογένεια. Πάντως ξέρουμε ότι όλοι τον είχαν ξεχάσει –κοίταζαν την άνεσή τους.

Ο εκκλησιαστικός ποιητής βλέπει τον παράλυτο αποθαρρυμένο όταν εκφράζεται πικραμένος «Κύριε, άνθρωπον ουκ έχω, ίνα όταν ταραχθή το ύδωρ, βάλη με εις την κολυμβήθραν».

Τον βλέπει απογοητευμένο· δεν θα έβρισκε άνθρωπο. Πόσα χρόνια περίμενε «συλλυπούμενο [μαζί του] και δεν υπήρξε, και παρηγορητές» και δεν βρήκε (Ψαλμ. 68.21). Και τον παρουσιάζει να συνεχίζει οικτρά το «ιστορικό»του: «Στους γιατρούς κατανάλωσα όλο μου το βιος και δεν αξιώθηκα να τύχω ελέους» (Δοξαστικό εσπερίων). Αβίαστα λοιπόν του βάζει στο στόμα το ακροτελεύτιο μοιρολόι: «Η κλίνη μου, τάφος μου έγινε. Τι κερδίζω που ζω;» (Εσπέριο).

Στην απαισιόδοξη θεώρηση τού επί τριανταοχτώ χρόνια ασθενούς «ο γιατρός των ψυχών και των σωμάτων» Ιησούς (Δοξαστικό εσπερίων) αντιθέτει και πληροφορεί, καθησυχάζει και αναπτερώνει: «Για σένα άνθρωπος έχω γίνει, για σένα σάρκα έχω περιβληθεί, και λες, άνθρωπο δεν έχω;» (Δοξαστικό λιτής).

Με αυτή την πληροφόρηση η μικρή –αλλά τόσο εναγώνια– αγγελία βρήκε κοσμογονική ανταπόκριση, για νέα, πνευματική τώρα, ανακοσμογόνηση. «Ζητείται άνθρωπος» ή κατά τον άλλο συνήθη άλλοτε τύπο «Ζητείται νέος με καλάς συστάσεις».

«Ο παλαιός των ημερών αφού έγινε νήπιο κατά τη σάρκα» (Και νυν λιτής Υπαπαντής· πρβλ. Δαν. 7.9) έγινε έπειτα νέος 30-33 ετών εφοδιασμένος με αφάνταστα βαρύνουσα σύσταση – δεν γινόταν πιο βαρύνουσα. Είπε: «Μαρτυρεί περί εμού ο πέμψας με πατήρ» (Ιω. 8.18).

Και πριν από τον παράλυτο, που έζησε σε ένα ορισμένο ιστορικό πλαίσιο, μεμονωμένα άτομα σε μοναξιακή κατάθλιψη, μα και όλη η ανθρωπότητα εξουθενωμένη διαπίστωνε τραγικά το «Άνθρωπον ουκ έχω». Παρέπαιε και σερνόταν στα σκότη της πλάνης σαν παράλυτη. Ω, η τεράστια μικρή αγγελία με τον μεγάλο και αβάστακτο πόνο: «Ζητείται άνθρωπος».

Ώσπου μετά τον παράλυτο βρήκε και η ανθρωπότητα τον Άνθρωπο. Της Τον έδειξε κάποιος που δεν θα υποψιαζόταν ούτε αυτή ούτε αυτός ο ίδιος ο κάποιος. Στο ανυπόμονο ερώτημα ποιος θα ήταν ο άνθρωπος, απάντησε προφητοφέρνοντας ακούσια ο Πιλάτος «Ίδε ο άνθρωπος» (Ιω. 19.5). Όχι «άνθρωπος», αλλά «ο άνθρωπος», ο εξοχότερος άνθρωπος, ό,τι το καλύτερο της φύσεώς μας, ο δεύτερος Αδάμ (πρβλ. Α’ Κορ. 15.45) με τις δυνάμεις Του ακέραιες –και μόνο;– άτρεπτες, άπτωτες.

«Δια σε γέγονα άνθρωπος», σαν ένας από σας, λέει, και καυχώμαι να αυτοονομάζομαι «υιός ανθρώπου (π.χ. Ματθ. 12.8)».

Ανέλαβε πλήρη την ουσία μας, όμως «χωρίς αμαρτίας» (Εβρ.4.15), ώστε είναι ο Άνθρωπος, ο τέλειος άνθρωπος.

Ο πρώτος γενάρχης μας Αδάμ μάς γέννησε και εισήγαγε στη φθορά – ο δεύτερος γενάρχης μας νέος Αδάμ Χριστός μάς αναγέννησε και μας εισήγαγε στην αφθαρσία (Ρωμ. 5.15).

 

 

Ιερομόναχος Ιουστίνος

 

 

Κυριακή του Παραλύτου

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.