«ουκ έδει και σε ελεήσαι τον σύνδουλόν σου, ως και εγώ σε ηλέησα;»
Όσο ο άνθρωπος αυξάνει εν Κυρίω, τόσο λιγότερο επηρεάζεται από τις αστοχίες των αδελφών. Όλοι οι άνθρωποι είμαστε ένα γένος, με συνδετικό υλικό την αγάπη μας προς τον Θεό και μεταξύ μας.
Είναι αδιανόητο να σκεφθούμε ότι οι άγγελοι έχουν εχθρότητα μεταξύ τους. Οι άγγελοι έχουν συναίσθηση ότι όλοι αποτελούν ένα γένος, αυτό των αγγέλων. Μάλιστα οι Πατέρες αναφέρουν ότι δεν κακίζουν τους δαίμονες, αντίθετα λυπούνται γι’ αυτούς, μήπως έχει απομείνει σ’ αυτούς κάποιο ίχνος της πρώην αγγελικής διαγωγής. Οι αριστείς των ανθρώπων, οι Άγιοι, με παρόμοιο τρόπο προσεύχονται, δακρύζουν, αγωνίζονται για όλο το ανθρώπινο γένος ανεξάρτητα από φυλή ή γλώσσα. Έχουν συναίσθηση της ενότητας του ανθρώπινου γένους.
Η παράβαση του Αδάμ είχε συνέπειες για όλο το ανθρώπινο γένος. Υπήρχαν σ’ αυτόν «οι λόγοι της κληρονομικότητας». Οι άνθρωποι κληρονομήσαμε όχι την ενοχή αλλά τις συνέπειες της παράβασης του Αδάμ: την φθορά και τον θάνατο. Παρόμοια, ο νέος Αδάμ, ο Θεάνθρωπος Χριστός, ελύτρωσε όλο το ανθρώπινο γένος από την κατάρα του Νόμου. Η Εκκλησία ψάλλει ενώπιον του Εσταυρωμένου την Μεγάλη Πέμπτη το εσπέρας: «Εξηγόρασας ημάς εκ της κατάρας του Νόμου τω τιμίω σου αίματι· τω Σταυρώ προσηλωθείς και τη λόγχη κεντηθείς, την αθανασίαν επήγασας ανθρώποις, Σωτήρ ημών δόξα σοι». Η φθορά και ο θάνατος από την μία μεριά και η κατάργηση του θανάτου δια του Σταυρού και της Ανάστασης του Χριστού από την άλλη, είναι γεγονότα που αφορούν το σύνολο των ανθρώπων από Αδάμ έως των εσχάτων. Η Εκκλησία βοηθά τον άνθρωπο να αντικρίσει όλη την αλήθεια, να καθαρθεί από τα πάθη για να μπορέσει να αγαπήσει.
Με τον τρόπο αυτό κάθε πράξη μετανοίας, ταπείνωσης, προσευχής, θυσίας ωφελεί όλη την ανθρωπότητα. Ο άνθρωπος όταν στον μικρόκοσμό του δρα αγαπητικά προς όλους, και όχι μόνο σε όσους τον αγαπούν, προσφέρει ευλογία. Από την μέθεξη της θεοποιού ενέργειας του Θεού εκ μέρους των Αγίων όλοι ευεργετούνται. Όσο αγιάζουμε τον εαυτό μας με την παύση των παθών, την προσευχή, την υπομονή, την μετάνοια, συντελούμε στην διάχυση της ευλογίας. Από την άποψη αυτή «Θεού συνεργοί εσμέν». Αντίθετα η επικράτηση της αμαρτίας βαραίνει σε όλο το γένος μας.
Προκειμένου να αναχθεί ο άνθρωπος στη θεώρηση αυτή πρέπει να απεκδυθεί την ιδιοτέλεια, κάθε προσωπικό συμφέρον. Να πάψει να είναι εγωκεντρικός, να έχει φοβίες ή δουλικό φόβο, να μάθει να συγχωρεί. Στο βιβλίο του «Κλίμαξ» ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης τοποθετεί την αγάπη στις ανώτατες βαθμίδες της σκάλας που οδηγεί στον Χριστό. Πρέπει να προηγηθεί η κάθαρση από όλα τα πάθη προκειμένου να είναι η αγάπη ανιδιοτελής. Ο Απόστολος Παύλος γράφει στους Γαλάτες: «ζω δε ουκέτι εγώ, ζει εν εμοί Χριστός». Χωρίς την κάθαρση της ψυχής ο άνθρωπος είναι υποταγμένος στην λογική του εγωκεντρισμού. Με την έλευση της χάριτος πληρούται θείου φωτός, τα χαρίσματά του ενεργοποιούνται, δεν έχει λόγο να είναι εξουσιαστικός, δεδομένου ότι αισθάνεται ενταγμένος στο ενιαίο ιεραρχικό σώμα του ακτίστου Θεού με την κτιστή δημιουργία. Εδώ η τάξη είναι χαρισματική και όχι εξουσιαστική και κανένα μέλος δεν εξουσιάζει το άλλο. Έχει πλέον την επίγνωση ότι όλα ουσιώνονται και ζωογονούνται από τις άκτιστες ενέργειες του Θεού. Για τον λόγο αυτό η παρουσία θεουμένων ανθρώπων στον κόσμο είναι ευεργετική: δεν περιγράφουν αλλά με την αλλοίωσή τους βεβαιώνουν μιαν άλλη πραγματικότητα μέσα στην πραγματικότητα του κόσμου. Είναι μέτοχοι της φωτιστικής και θεοποιού άκτιστης ενέργειας του Θεού.
Στην σημερινή ευαγγελική περικοπή γίνεται από τον Κύριο αναφορά στο έλεος. Ο αχάριστος δούλος ελεήθηκε από τον κύριό του αλλά δεν έδειξε έλεος στους συνδούλους. Έλεος ζητά ο κατάδικος που έχει χάσει κάθε ελπίδα από νομική άποψη. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία κυριαρχεί η αίτηση «Κύριε, ελέησον». Προσευχόμεθα ως κατάδικοι των οποίων η έσχατη ελπίδα είναι η παροχή χάριτος, ελέους. Αυτή η σχεδόν θρηνώδης κραυγή εκφράζει τον άνθρωπο που έχει χάσει κάθε εγωιστική πίστη στον εαυτό του και μετανοημένος και εξουθενωμένος προσφεύγει εν ταπεινώσει στο έλεος του δημιουργού, ο οποίος «εμνήσθη ότι χους εσμέν». Οι Πατέρες της Εκκλησίας περιγράφουν την επίσκεψη του Αγίου Πνεύματος σαν μια κατάσταση όπου η προσευχή παύει πλέον, και ο προσευχόμενος έχει δάκρυα όχι μετανοίας πια αλλά χαρμολύπης και αισθάνεται ως ο τελευταίος των ανθρώπων. Η αίτηση ελέους, λοιπόν, ταιριάζει σ’ αυτόν που αισθάνεται την παρουσία του Θεού. Η Παλαιά Διαθήκη την περιγράφει ως τρόμο και έκσταση και συστροφή των σπλάχνων, όμως η δυνατότητα θέωσης που δόθηκε στο ανθρώπινο γένος με την Ανάσταση του Κυρίου καταπράυνε την εμπειρία.
Αυτοί που αγάπησαν τον Θεό υπερβολικά, αγάπησαν και κάθε άνθρωπο.
Από το βιβλίο: Αρχιμανδρίτου Δωροθέου Τζεβελέκα, ΔΙΗΓΗΣΟΜΑΙ ΠΑΝΤΑ ΤΑ ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΣΟΥ (η αγάπη του Θεού στα κυριακάτικα Eυαγγέλια). Θεσσαλονίκη 2015