Διηγείτο η Αργυρώ (*): «Πηγαίναμε στους Εσπερινούς, στους Όρθρους, στις Λειτουργίες, εξομολογούμασταν, κοινωνούσαμε. Μεγαλώναμε μέσα στην Εκκλησία. Πηγαίναμε συνέχεια. Την Μ. Εβδομάδα ασπρίζαμε τα γκρεμισμένα κατώφλια και τις φλοιές των παραθύρων. Στολίζαμε τον Επιτάφιο. Βάφαμε τ’ αυγά, κάναμε κουλούρια, καλιτσούνια, καίγαμε τον Ιούδα.
» Πονάγαμε με σουβλιές απίστευτες. Τρέχαμε στην πόρτα της Εκκλησίας – είχαμε κι άλλες Εκκλησίες. Πιάναμε κουβεντούλες με τους αγίους: “Άγιε Γιώργη μου, ξέρομε είσαι καλός άγιος, στρατιώτης άγιος. Βοήθα με να γλυτώσω, δεν μπορώ μπλιο από τους πόνους, θα πεθάνω, θα τρελλαθώ”.
» Και μέσα σ’ όλα αυτά κρατούσαμε νηστεία. Μ. Τεσσαρακοστή αλάδωτο όλη την εβδομάδα και μόνον Σαββατοκύριακο λάδι. Είχαμε κομποσχοίνια και ανά μία ώρα ο καθένας έκανε κομποσχοίνι υπέρ του κόσμου όλου και για να βρεθή το φάρμακο για την λέπρα.
» Η αδελφή μου η Γεωργία χαριτωμένη, καθαρή ψυχή, βάρυνε. Έκανε πυρετό 40° C. Των Βαΐων ξάπλωσε στο κρεβάτι.
» Την Μ. Παρασκευή πέρασε ο Επιτάφιος κάτω από το σπίτι μας. Πέρασε με κεριά ο παπα-Χρύσανθος και οι λωβιασμένοι, που κρατώντας τον πόνο τους, συντρόφευαν τον Χριστό. Λέμε στην αδελφή μου την Γεωργία:
– Να σε κατεβάσωμε στην πόρτα να προσκυνήσης τον Επιτάφιο; Λέγει αυτή:
– Όχι, αδέλφια μου, σήμερα δεν μπορώ· θα προσκυνήσω τον αφέντη Χριστό αύριο εγώ.
» Το βράδυ του Μ. Σαββάτου κατά τις 10:00′ η Γεωργία προσκύνησε την Ανάσταση του Χριστού. Εκοιμήθη. Την συγυρίσαμε, την στολίσαμε, κλείσαμε την πόρτα, πήγαμε στην Εκκλησία, είπαμε το “Χριστός Ανέστη”, λειτουργηθήκαμε, κοινωνήσαμε και δεν είπαμε τίποτα σε κανέναν, για να μην τους στενοχωρήσωμε στην χαρά της Αναστάσεως. Το πρωί το είπαμε. Στην “Αγάπη” την κηδεύσαμε. “Χριστός Ανέστη” λέγαμε και κλαίγαμε το 17χρονο κορίτσι μας και περιμέναμε την σειρά μας.
» Την Δευτέρα του Πάσχα κάναμε περιφορά (λιτανεία) σ’ όλο το νησί με δυσκολία, με εξαπτέρυγα, εικόνες, την Ανάσταση και τον παπά μας. Φτάναμε στο Εκκλησάκι του Άη-Γιώργη. Ψάλλαμε τον Εσπερινό, γυρίζαμε στον Άγιο Παντελεήμονα, φιλούσαμε τις εικόνες, το χέρι του παπα-Χρύσανθου και ύστερα κερνιόμασταν στο καφενείο.
» Τότε σκέφτηκα το παιδί μου. Ήξερα ότι ο άνδρας μου είχε μια θεία στο Ηράκλειο, καλή γυναίκα, που έμενε κοντά στην Χανιόπορτα. Επεθύμησα να δω το παιδί μου, να το σφίξω λίγο στην αγκαλιά μου. Κι επειδή δεν έκανε, μην το κολλήσω, έστω να το δω. Φούντωνε κάθε μέρα η επιθυμία. Έβλεπα την θάλασσα, την επιγραφή που έλεγε “όποιος μπήκε μην περιμένη να γυρίση πίσω”. Και είπα: “Θα το σκάσω, θα πάω να δω το παιδί μου”.
» Στ’ αδέλφια μου δεν είπα τίποτα. Παρατηρούσα την θάλασσα, πώς πάνε τα ρεύματα, αλλά μπάνιο δεν γνώριζα και φοβόμουν, ότι θα πνιγώ. Τότε είπα: “Θα πάω· ο Θεός και η Παναγία – μάννα είναι –, θα βοηθήσουν”. Κάνω τα ρούχα μου έναν μπόγο, τα βάζω στο κεφάλι μου. Είχα μελετήσει και την παλίρροια, ακόμα ήξερα τα αβαθή μέρη. Αγκαλιάζω ένα ντεποζιτάκι άδειο, γεμάτο αέρα. Λέω “αυτό θα με βοηθήση”· κάνω τον σταυρό μου και περνώ απέναντι. Ούτε το κατάλαβα.
» Βγαίνω, κρύβομαι, στεγνώνω και φορώ τα ρούχα μου κι αρχίζω σιγά-σιγά περπατώντας, όχι από την δημοσιά αλλά από μονοπάτια, νύχτα κυρίως, να προχωρώ προς το Ηράκλειο. Έφτασα. Κρύφτηκα από τους χωροφυλάκους, πέρασα την Χανιόπορτα. Σουρούπωνε. Πηγαίνω στο σπίτι της θείας του άνδρα μου. Κτυπώ, κανείς. Κάθομαι στα σκαλιά και αναμένω. Πρόβαλε η θεία μ’ άλλες δύο. Φορούσαν μαύρα.
– Αργυρώ, μου λένε, εσύ είσαι;
– Ναι, τους λέγω. Το παιδί;
– Αχ! καϋμένη, πέθανε και ερχόμαστε από το κοιμητήριο· αρρώστησε από πνευμονία και έφυγε. Και κλαίγαμε όλες μαζί.
» Πήγαμε στο μνήμα. Προσκύνησα και είπα: “Θεέ μου, δόξα σοι. Κάνε με ό,τι θέλεις” και κλαίγοντας πάγω στην χωροφυλακή. Τους λέγω: “Τόσκασα από την Σπιναλόγκα, ήρθα με τα πόδια αλλά δεν έχω δύναμη να ξαναγυρίσω πάλι με τα πόδια”.
» Οι άνθρωποι με έβαλαν σε αυτοκίνητο, με συνόδεψαν – ήταν ευγενείς – και με έφεραν πίσω, με έβαλαν στο καΐκι, πάω στο σπίτι μου. Κλαίμε όλοι. Δύο πεθαμένοι σ’ έναν χρόνο. Κλάψαμε, χορτάσαμε το κλάμα. Πήγαμε στην Εκκλησία μας. Ο παπα-Χρύσανθος επί σαράντα ημέρες κάθε μέρα λειτουργούσε. Για να με παρηγορήση, μας διάβαζε τα πάθη του Ιώβ και την “Θυσία του Αβραάμ” του Κορνάρου. Παρηγορηθήκαμε.
» Και τότε ήρθε καινούργιο. Ήρθε χαρτί από τον άνδρα μου για διαζύγιο. Μου έγραφε: “Αργυρώ, χωρίσαμε ζωντανοί, το παιδί μας πέθανε. Εσύ εκεί μπήκες και εγώ εδώ, γάμος δεν είναι, δος μου το διαζύγιο να προχωρήσω την ζωή μου”.
» Δόξα σοι ο Θεός, τρίτος θάνατος. “Ναι, άνδρα μου, να σε λευτερώσω· με την ευχή του Χριστού και της Παναγίας να βρης άλλη, να αναπαυθής από τους κόπους σου. Ναι, άνδρα μου, στείλε το χαρτί που θέλεις να υπογράψω”. Και το πήρε το διαζύγιο.
» Έμαθα την ημέρα του γάμου. Δεν άντεχα. Ξανά κάνω τον δρόμο που ήξερα. Ξανά μπόγο τα ρούχα, ξανά το ντεπόζιτο, ξανά η θάλασσα, ξανά το νυχτοπερπάτημα. Φθάνω στο χωριό. Κρύβομαι, ακούω τον γάμο. Το πρωί την Δευτέρα ώρα 12:00′ πηγαίνω στο σπίτι μου – που πλέον δεν είναι σπίτι μου – και κτυπώ την πόρτα. Ανοίγει μια όμορφη καλή γυναίκα. Με ρωτά:
– Τι θέλετε;
– Είμαι η Αργυρώ, λέγω. Κόκκαλο αυτή.
– Μην φοβάσαι, της λέω, ήρθα να σου πω κάτι. Αυτός, που τον παντρεύτηκες είναι καλός άνθρωπος και να τον αγαπάς και πάρε και αυτό. Και μην πης σε κανέναν τίποτα.
» Και έδωσα έναν φάκελλο με τις οικονομίες μου, δώρο για τον γάμο. Φιληθήκαμε. Πέρασα και από τους τάφους των γονιών μου και γύρισα στην Σπιναλόγκα».
Η Ιωάννα, η αδελφή της Αργυρώς, αγάπησε ένα παλληκάρι ασθενή στην Σπιναλόγκα και παντρεύτηκαν. Γέννησαν 4 παιδιά, τον Βενιζέλο, τον Δημήτρη, την Γεωργία και την μοναχή Γαβριηλία. Ο Βενιζέλος βαπτίσθηκε στην Σπιναλόγκα, στον Άγιο Παντελεήμονα από τον π. Χρύσανθο το 1951.
(*) Το α’ μέρος της βιογραφίας της μακαρίας Αργυρώς Στεφανάκη βλέπε εδώ:
Από το βιβλίο: Ασκητές μέσα στον κόσμο, τ. Γ’, Άγιον Όρος 2020.
Αργυρώ Στεφανάκη, η πολύαθλη (β’)