Αφού λοιπόν τα τακτοποίησε αυτά όπως έπρεπε και τα πάντα τα επέστρεψε στον Θεό {Εννοεί την, μετά τον θάνατο των γονέων της, απελευθέρωση των δούλων της και εκποίηση της μεγάλης περιουσίας που κληρονόμησε.}, που αρχικά της τα είχε χαρίσει, δεν άφησε πίσω τίποτα για τον εαυτό της και για την πρόσκαιρη τούτη ζωή εκτός του σώματος· αλλά έσπευδε κι αυτό να το θυσιάσει για τον Χριστό ολοκληρωτικά. Η φλογερή αυτή αγάπη της προς Εκείνον ήταν που νύκτα και ημέρα τη βίαζε να εκπληρώσει τον σκοπό της.
Αλλά έπρεπε και την άθληση να την κάνει νόμιμα (Β’ Τιμ. 2:5). Το να ρίχνουμε απλώς τον εαυτό μας στον κίνδυνο, όχι μόνο έχει αβέβαιο αποτέλεσμα, αλλά προδίδει σίγουρα αλόγιστη και θρασεία γνώμη, όπως ακριβώς πάλι το να συλληφθεί κανείς και να κάνει πίσω στον αγώνα είναι απόδειξη σίγουρης δειλίας.
Τι κάνει λοιπόν; Ολόψυχα και ολόγνωμα ανασκουμπώνεται για το στάδιο της ησυχαστικής ζωής. Παραδίνει τον εαυτό της σε μεγαλύτερους αγώνες, αναλαμβάνει με γενναιότητα τον καθημερινό πόλεμο και αντιμάχεται δυναμικά όλη την φάλαγγα των άσαρκων εχθρών.
Περιορίζει λοιπόν το σώμα της σ’ ένα στενότατο σπιτάκι και παραδίνει τον εαυτό της αρχικά στην ασιτία, την αγρυπνία και σαν συνέπεια της άσκησης αυτής στο λυώσιμο της σάρκας της σε τέτοιο βαθμό, που έμοιαζε σαν να μην είχε σώμα αλλά σαν να ‘ταν μια άυλη φύση, ανυποχώρητη εντελώς στις σαρκικές ανάγκες. Έπειτα, καθώς τις πρακτικές αρετές τις είχε καλλιεργήσει και νωρίτερα σε τέλειο βαθμό, ορμά χωρίς καθυστέρηση στα ψηλότερα και προχωρεί με ανδρείο φρόνημα «από δόξης εις δόξαν» (Β’ Κορ. 3:18) και από δύναμη σε δύναμη.
Βάζοντας πολύ σωστά σύμφωνα με το πνεύμα της ορθόδοξης πνευματικότητας την πρακτική αρετή ως βάση ανόδου στη θεωρία, προχώρησε σε τέτοιο ζηλευτό σημείο πνευματικών αναβάσεων, ώστε να έχει αισθητή κοινωνία με τον Θεό, μέσα από πηγή δακρύων και συνεχείς γονυκλισίες. Και καθώς στήριζε το μέτωπο στη γη, ένιωθε πραγματικά να κρατάει τα άγια εκείνα πόδια του Κυρίου και να τα πλένει με τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια της, όπως άλλοτε η Μαρία με το μύρο (Ιω. 11:1 κ.ε.). Μετά απ’ αυτό, πλημμυρισμένη όλη η ύπαρξή της από το Πνεύμα του Θεού κατέληγε ολοφάνερα σε έκσταση αναχωρώντας νοερά για πολλή ώρα προς τον Θεό και γνωρίζοντας μυστικώς τα τελειότερα.
Αλλά βέβαια ο εχθρός της φύσεώς μας βλέποντάς τα αυτά ήταν εντελώς αδύνατο να μένει ήρεμος. Έτριζε λοιπόν τα δόντια του εναντίον της και γεμάτος φθόνο και μανία απειλούσε ότι θα θέσει σε εφαρμογή τα πιο δραστικά μέσα· έλεγε ακόμη ότι σε καμιά περίπτωση δεν θα ανεχθεί ούτε το παραμικρό, καθώς δηλαδή εμπαιζόταν από τέτοια αδύναμη φύση και ηλικία.
Αφού λοιπόν μάζεψε τα σκυλιά της συνοδείας του, την ομόφρονα και καταραμένη και σιχαμερή συμμορία, επιχειρούσε ο ολέθριος να σείει συθέμελα το κελί της, ώστε να μοιάζει πως θα πέσει ευθύς να καταπλακώσει την οσία. Αλλά εκείνη μ’ αυτά που συνέβαιναν δεν υπέφερε καθόλου σαν αδύναμη γυναίκα, ούτε ένιωθε κάτι που να ‘ναι αταίριαστο με την γενναιότητα της ψυχής της. Στεκόταν ολόρθη και στο σώμα και στην ψυχή με καρφωμένο το βλέμμα σταθερά και αμετάκλητα στο κάλλος του ποθητού Νυμφίου, χωρίς στο ελάχιστο να το αποσύρει προς άλλη κατεύθυνση, ωσάν ο δαίμονας που τα μηχανευόταν αυτά να ‘ταν παιδί που ανοηταίνει.
Αλλ’ εκείνος, θρασύς και φοβερά αδιάντροπος, ξαναεπιτίθεται. Την φορά αυτή προκαλεί σ’ όλο το σώμα της οσίας ένα είδος νάρκης και παράλυση των μελών της και προσπαθεί μ’ αυτόν τον τρόπο να εξασθενίσει λίγο-λίγο την ένταση των προσευχών και της ασκήσεως. Η οσία όμως αντιλαμβάνεται την δαιμονική επίθεση και χτυπάει πάλι τον αναιδή θανατηφόρα με την βοήθεια του σταυρού και την αμετακίνητη προσήλωσή της στην προσευχή. Και αυτόν που πριν από λίγο ωρυόταν σαν λιοντάρι εναντίον της, τον κάνει να δραπετεύσει αμέσως σαν δειλός λαγός, ευχαριστημένος και μόνο που γλύτωνε χωρίς να πάθει κακό.
Από το βιβλίο: Αγίου Φιλοθέου Κοκκίνου, “Η οσιομάρτυς Ανυσία εκ Θεσσαλονίκης. Έκδοση Ι. Ησ. “Το Γενέσιον της Θεοτόκου”, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2008, σελ. 33.
Οι ασκητικοί αγώνες της οσίας Ανυσίας και οι επιθέσεις του διαβόλου