Κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή του έτους 1570, ο τσάρος Ιβάν Δ’ ο Τρομερός, επιστρέφοντας από το Νόβγκοροντ, το οποίο είχε πυρπολήσει και αιματοκυλήσει, έφθασε όλος οργή και μανία στο Πσκωφ με την πρόθεση να πράξει τα ίδια. Ο μακάριος Νικόλαος, ο οποίος ζούσε πολλά χρόνια στην πόλη γυμνός, υποκρινόμενος τον σαλό για την αγάπη του Χριστού, πήγε στον διοικητή και του συνέστησε να υποδεχθεί τον τσάρο με τιμές, όπως συνηθιζόταν, παραθέτοντας κατά μήκος των δρόμων τραπέζια με ψωμί και αλάτι.
Μετά την Λειτουργία στην εκκλησία, ο τσάρος που επαιρόταν για τις ανατάσεις της ευλάβειάς του κάλεσε τον άγιο να του ζητήσει την ευλογία του. Ο Νικόλαος παρουσιάσθηκε στον ηγεμόνα προσφέροντάς του ένα κομμάτι κρέας που έσταζε αίμα. Εξοργισμένος ο τσάρος φώναξε: «Εγώ είμαι χριστιανός, δεν τρώω κρέας την Σαρακοστή!» –«Το αίμα των χριστιανών, όμως, το πίνεις μια χαρά!» αποκρίθηκε ο Νικόλαος. Ο Ιβάν, αποστομωμένος, ήλθε τότε στα συγκαλά του και παραιτήθηκε από τα σχέδια να σφαγιάσει τον πληθυσμό.
Ένας αυτόπτης μάρτυς της σκηνής έγραψε: «Αφού πήρε το μάθημά του, ο τσάρος έφυγε από την πόλη σαν να είχε τραπεί σε φυγή μπροστά σε έναν ολόκληρο στρατό. Με τον τρόπο αυτό ένας ταπεινός ζητιάνος άφησε άναυδο και κυνήγησε τον τσάρο που είχε υπό τις διαταγές του χιλιάδες στρατιώτες».
Ο μακάριος Νικόλαος εκοιμήθη εν ειρήνη το 1576, χωρίς να παύσει να είναι ο πολιούχος του Πσκωφ.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος έκτος, Φεβρουάριος. Εκδόσεις Ορμύλια, σελ. 313.