Ο όσιος πατήρ ημών Δανιήλ του Βορονέτς γεννήθηκε στις αρχές του 15ου αιώνα στην Μολδαβία από γονείς πτωχούς. Σε ηλικία δεκαέξι ετών ασπάσθηκε τον μοναχικό βίο στην Μονή Αγίου Νικολάου και έλαβε το όνομα Δαυίδ. Τέλειος ήδη από τα παιδικά του χρόνια στην αρετή της ακτημοσύνης και της υπακοής, αφιερώθηκε με ζήλο στον αγώνα της νηστείας και της προσευχής. Συχνά περνούσε μέχρι και πέντε ημέρες χωρίς ν’ αγγίξει τροφή, και τις νύχτες αγρυπνούσε απαγγέλλοντας από στήθους το Ψαλτήριο. Η ευλάβεια, η ησυχία και η πραότης του υπήρξε ιδιαίτερα ψυχωφέλιμη για τους συμμοναστές του.
Πολύ γρήγορα, ο Δανιήλ κατέστη σκεύος εκλογής του Αγίου Πνεύματος· χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και απέκτησε μεγάλη φήμη στην περιοχή για τα θαύματά του και το διορατικό του χάρισμα. Για ν’ αποφύγει τον μάταιο έπαινο των ανθρώπων, έφυγε και πήγε στην Μονή Αγίου Λαυρεντίου· οι πιστοί όμως δεν σταμάτησαν να προστρέχουν σ’ αυτόν για να τους λυτρώσει από ακάθαρτα πνεύματα και κάθε λογής δεινά. Ενεδύθη το μεγάλο Σχήμα κι έλαβε το όνομα Δανιήλ· μετά από θεία υπόδειξη, αποσύρθηκε σ’ ένα πυκνό δάσος και αφιερώθηκε στην ισάγγελο ησυχαστική βιοτή (περί το 1450).
Βρήκε έναν μεγάλο βράχο στην κοιλάδα Πούτνα (βορείως της σημ. ρουμανικής Μολδαβίας, κοντά στα ρωσο-ρουμανικά σύνορα) και σκάβοντάς τον έφτιαξε ένα μικρό κελλί, που ίσα ίσα τον χωρούσε, κι έναν ακόμη μικρό χώρο που έγινε παρεκκλήσι. Περνούσε τις ημέρες και τις νύχτες του αφοσιωμένος στην αδιάλειπτο νοερά προσευχή, κι έβγαινε από το κελλί του μόνο τις Κυριακές, για να τελέσει την θεία Λειτουργία.
Σκληροί υπήρξαν οι αγώνες του εναντίον του μισόκαλλου· ο Θεός τον αντάμειψε όμως με την δωρεά των δακρύων και με το χάρισμα να επιτελεί πολλά θαύματα σε όσους ζητούσαν με πίστη τις δεήσεις του.
Ο άγιος Στέφανος ο Μέγας, βοεβόδας της Μολδαβίας (2 Ιουλ.), έγινε πιστό πνευματικό του τέκνο. Ζητούσε την συμβουλή και την νουθεσία του ταπεινού μοναχού πριν από κάθε εκστρατεία του ενάντια στους Τούρκους, και με εντολή του ανεγέρθησαν 48 ναοί για να τιμήσουν τις ισάριθμες νίκες του κατά του εχθρού. Ίδρυσε επίσης την Μονή Πούτνας (1470), αλλά ο Δανιήλ αποποιήθηκε την ηγουμενία. Ήταν ωστόσο πνευματικός πατέρας και υπόδειγμα τελείας μοναχικής βιοτής για όλους τους μοναχούς της Μολδαβίας. Είχε περισσότερα από χίλια πνευματικά τέκνα στις διάφορες μονές και περισσότερους από εκατό υποτακτικούς ησυχαστές, διάσπαρτους στα βουνά και στα δάση της περιοχής, αφιερωμένους στην νοερά προσευχή κατά το παράδειγμα των ασκητών του Αγίου Όρους.
Εξαιτίας του πλήθους των προσκυνητών που συνέρρεαν στην Μονή της Πούτνας, ο Δανιήλ αποφάσισε να εγκαταλείψει το ερημητήριό του μετά είκοσι έτη εγκαταβίωσης και να εγκατασταθεί κοντά στην Μονή του Βορονέτς, όπου μόνος έσκαψε εκ νέου ένα κελλί στον βράχο.
Εγκαταβίωσε εκεί επί είκοσι χρόνια, συγκεντρώνοντας γύρω του πολλούς μαθητές, που ποθούσαν την ησυχία και την άσκηση, και επιτέλεσε αναρίθμητα θαύματα βοηθώντας τους κατοίκους της περιοχής. Πολλοί ήσαν οι μαθητές του που αξιώθηκαν και εκείνοι την χάρη του Αγίου Πνεύματος, και έγιναν με την σειρά τους πνευματικοί πατέρες και θαυματουργοί ή ανέλαβαν σημαντικά αξιώματα στην εκκλησιαστική ιεραρχία.
Το 1488, εκπληρώθηκε μια υπόσχεση που είχε δώσει στον πνευματικό του πατέρα ο Στέφανος ο Μέγας: εγκαινιάσθηκε στην Μονή του Βορονέτς ένας νέος μεγάλος ναός όπου ο άγιος Δανιήλ, σε ηλικία ογδόντα ετών, ενθρονίσθηκε ηγούμενος. Έζησε άλλα δέκα χρόνια, κατά τα οποία η μονή έφθασε στο απόγειό της· όλη η Μολδαβία τον τιμούσε ως άγιο.
Εκοιμήθη εν ειρήνη το 1496 και ετάφη μέσα στον ναό. Ο τάφος του αποτελεί προσκύνημα μέχρι τις ημέρες μας.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος τέταρτος, Δεκέμβριος. Ίνδικτος, Αθήναι.