Ο άγιος Ζαχαρίας ήταν ιερέας μιας ενορίας της Προύσσας, στην Βιθυνία. Η άμετρη κατανάλωση οίνου τού είχε γίνει οικτρός εθισμός, και μία νύχτα που ήταν μεθυσμένος έφθασε στο σημείο να απαρνηθεί τον Χριστιανισμό και να ασπασθεί την μουσουλμανική θρησκεία.
Μόλις συνήλθε, συνειδητοποίησε την βαρύτητα του αμαρτήματός του και άρχισε να τρέφει την επιθυμία να καθαρθεί δια του αίματος. Εντούτοις δεν εγκατέλειψε το ποτό και τον άστατο βίο.
Μία ημέρα που βρισκόταν πάλι σε κατάσταση μέθης, διαπληκτίσθηκε με μία πτωχή χήρα που δεν μπορούσε να ξεπληρώσει τα χρήματα που είχε δανεισθεί από αυτόν. Αποφάσισε τότε να πάει να υποβάλει μήνυση στο δικαστήριο. Όμως οι Τούρκοι υπάλληλοι, βλέποντάς τον στην κατάσταση αυτή του έβαλαν τις φωνές λέγοντας πως δεν μπορούσαν να πάρουν στα σοβαρά την μήνυση ενός μεθύστακα και παραβάτη του ισλαμικού νόμου. Υπό αιφνίδια, θεία έμπνευση, ο Ζαχαρίας απήντησε τότε ότι ήταν όντως αποστάτης της θρησκείας τους, διότι πίστευε στον Χριστό, ως Δημιουργό και Κύριο, και πετώντας καταγής την οθωμανική καλύπτρα την ποδοπάτησε.
Τον φυλάκισαν με την κατηγορία της μέθης και ο μακάριος έκλαυσε πικρά για τις αμαρτίες του και ειδοποίησε τις εκκλησίες της πόλης να προσεύχονται γι’ αυτόν. Την επόμενη ημέρα, παρουσιάσθηκε ενώπιον του δικαστηρίου, αλλά παρέμεινε αδιάφορος στις κολακευτικές προτάσεις του αγά, δηλώνοντας πως τίποτε πλέον δεν θα μπορούσε να τον κάνει να μεταστραφεί.
Επιστρέφοντας στην φυλακή, αισθάνθηκε την χάρη του Θεού, που την είχε χάσει από την ημέρα της αποστασίας του, να τον γεμίζει με υπερκόσμια χαρά και με την επιθυμία να χύσει το αίμα του για τον Χριστό. Παραδόθηκε τότε στα βασανιστήρια. Τον υπέβαλαν σε φάλαγγα και κατόπιν κάλυψαν το κεφάλι του με ένα πυρακτωμένο σιδερένιο κράνος, αλλά το μόνο που έκαναν τα μαρτύρια αυτά ήταν να κεντρίζουν περισσότερο την αγάπη του Ζαχαρία για τον Χριστό.
Οι εργάτες της αδικίας έχωσαν κατόπιν καλάμια λεπτά και μακριά κάτω από τα νύχια των χεριών και των ποδιών του, και όταν τα άκρα των μελών του πρήσθηκαν, του έβγαλαν τα νύχια προκαλώντας του ανυπόφορους πόνους. Ωστόσο, η χαρά του μεγάλωνε ολοένα κάτω από τα βασανιστήρια και το μόνο που τον έθλιβε ήταν ότι θα πέθαινε δίχως να εξομολογηθεί και να μεταλάβει των Αχράντων Μυστηρίων.
Εμπνευσμένοι από τον Θεό, οι πρόκριτοι χριστιανοί της πόλης βρήκαν τότε τρόπο να του στείλουν κρυφά έναν ιερέα, ο οποίος αφού άκουσε την εξομολόγησή του τον κοινώνησε.
Κατά την νέα ανάκριση, ο Ζαχαρίας αποκρίθηκε στις απειλές του δικαστή διακηρύσσοντας μεγαλοφώνως την πίστη του στην Αγία Τριάδα και καλώντας τους Τούρκους να μεταστραφούν.
Μετά την καταδικαστική απόφαση, τον οδήγησαν για μία ημέρα στην φυλακή, με την ελπίδα ότι ο φόβος θα τον ανάγκαζε να αλλάξει γνώμη. Την επόμενη ημέρα όμως έδειξε ακόμη μεγαλύτερη ανυπομονησία και χαρά στην ύστατη ανάκριση, και με την όψη του να λάμπει, οδηγήθηκε στην κατοικία του που είχε επιλεχθεί ως τόπος θανατώσεως. Αποκεφαλίσθηκε στις 28 Μαΐου 1802, σε ηλικία τριάντα οκτώ ετών.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος ένατος, Μάιος, σελ. 310. Ίνδικτος, Αθήναι 2007.