Ο άγιος Γεώργιος γεννήθηκε στη Χίο από χριστιανούς γονείς και μικρός ακόμη μπήκε μαθητευόμενος σε έναν ικανό ξυλογλύπτη. Κάποτε που είχαν πάει στα Ψαρά για να φτιάξουν εικονοστάσια, έφυγε μια μέρα από το σπίτι του αφεντικού του παρέα με άλλους νεαρούς για την Καβάλα και τους έπιασαν σε ένα μποστάνι να κλέβουν πεπόνια. Τον παρέδωσαν στον Τούρκο καδή και φοβούμενος τις τιμωρίες δέχθηκε να γίνει μουσουλμάνος, με το όνομα Αχμέντ.
Όταν έγινε δέκα χρονών, μετέβη πάλι στη Χίο και επέστρεψε στο πατρικό σπίτι κλαίγοντας και θρηνώντας για την αποστασία του. Ο πατέρας του τότε τον εμπιστεύθηκε στις φροντίδες ενός καλού χριστιανού στις Κυδωνίες για να μην τον βρουν οι Τούρκοι. Εν συνεχεία τον υιοθέτησε μια γηραιά κυρία, η οποία τον στερέωσε στην πίστη.
Σε ηλικία είκοσι έξι ετών, αρραβωνιάσθηκε με μια νέα του χωριού. Λίγο αργότερα όμως, μετά από μια διένεξη με τον αδελφό της, ο μέλλων γαμπρός του τον κατέδωσε στις τουρκικές αρχές ως αποστάτη.
Ο Γεώργιος φυλακίσθηκε και βασανίσθηκε, οι δοκιμασίες όμως αυτές καθώς και μία συζήτηση που είχε με έναν άλλο ομολογητή της πίστεως είχαν ως αποτέλεσμα να ενδυναμώσουν την αγάπη του για τον Χριστό και να τον κάνουν να λάβει την απόφαση να θυσιάσει τη ζωή του για Εκείνον.
Τη νύκτα της 24ης Νοεμβρίου 1807 εκοινώνησε των αχράντων Μυστηρίων και προετοιμάσθηκε γαλήνια για τον θάνατο. Την επομένη αποφασίσθηκε η εκτέλεσή του και οι ιερείς της πόλεως συγκέντρωσαν όλους τους πιστούς φίλους των μαρτύρων για να τελέσουν ολονυκτία και να παρακαλέσουν τον Θεό να δώσει θάρρος και υπομονή στον μέλλοντα μάρτυρα την ώρα της δοκιμασίας.
Οι ψαλμωδίες και οι δοξαστικοί ύμνοι συνεχίζονταν ακόμη στην εκκλησία, όταν το χάραμα ο Γεώργιος οδηγήθηκε στον τόπο της εκτελέσεως επαναλαμβάνοντας αδιάκοπα το όνομα του Ιησού και εκείνο της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Αφού δήλωσε εκ νέου ότι ήταν χριστιανός και ήθελε να πεθάνει χριστιανός, τουφεκίσθηκε. Δεν πέθανε όμως, και καθώς παρέμενε γονατιστός και ασάλευτος, ο δήμιος τον διέταξε να σκύψει τον αυχένα και αφού τον άφησε για λίγο εν αναμονή, πήρε το ξίφος και τον έπληξε βίαια δύο φορές.
Ο άγιος, ωστόσο, δεν έπαυε να επαναλαμβάνει το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Έξαλλος τότε ο δήμιος τον έριξε κατά γης και τον έσφαξε σαν αρνί. Καθώς το αίμα του έτρεχε κατά κύματα και μέχρι την τελευταία του πνοή, ο άγιος δεν έπαψε να εκφέρει το όνομα του Κυρίου.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος τρίτος, Νοέμβριος. Ίνδικτος, Αθήναι, 2004, Κς’ Νοεμβρίου.