
Ένας αδελφός καθόταν μόνος του στη μονή των Μονιδίων και πάντοτε έλεγε στον Θεό αυτή την προσευχή: «Κύριε, δεν σε φοβάμαι, και γι’ αυτό στείλε μου κεραυνό ή κάποια άλλη τιμωρία ή αρρώστια ή δαίμονα, για να έρθει έστω και έτσι σε φόβο η πωρωμένη μου ψυχή». Άλλοτε πάλι παρακαλούσε και έλεγε: «Γνωρίζω, Κύριε, ότι πολύ σου έφταιξα και είναι αμέτρητα τα αμαρτήματά μου. Γι’ αυτό και δεν τολμώ να σου πω να με συγχωρήσεις. Αν όμως είναι δυνατό, για χάρη της ευσπλαχνίας σου, συγχώρησέ με. Αν αυτό δεν γίνεται, τιμώρησέ με εδώ και μη με στείλεις εκεί στην κόλαση. Αν πάλι και αυτό είναι αδύνατο, δώσε μου εδώ ένα μέρος της τιμωρίας, για να μου ελαφρύνεις εκεί την κόλαση· μόνο άρχισε από τώρα να με τιμωρείς· αλλά σπλαχνικά, Κύριε, και όχι με θυμό».
Έναν ολόκληρο χρόνο ο αδελφός έδειχνε τέτοια μετάνοια και με τέτοια λόγια και θερμά δάκρυα ικέτευε ολόψυχα, λιώνοντας και τσακίζοντας το σώμα και την ψυχή του με τη νηστεία, την αγρυπνία και την υπόλοιπη κακοπάθεια. Μια μέρα λοιπόν που καθόταν στο έδαφος και θρηνούσε όπως πάντα και έκλαιγε γοερά, νύσταξε από την πολλή λύπη και αποκοιμήθηκε. Του παρουσιάστηκε τότε ο Χριστός και του είπε με πρόσχαρη φωνή: «Τι έχεις, άνθρωπε; Γιατί κλαις έτσι;» Ο αδελφός τον γνώρισε ποιος είναι, και τρέμοντας ολόκληρος αποκρίθηκε: «Γιατί έπεσα, Κύριε». «Να σηκωθείς», του είπε εκείνος στην οπτασία. «Δεν μπορώ, Κύριε», απάντησε αυτός, «αν δεν μου δώσεις το χέρι σου». Και εκείνος άπλωσε το χέρι, τον έπιασε και τον σήκωσε.
Όταν σηκώθηκε ο αδελφός, έκλαιγε πάλι με πολύ πένθος. Του είπε λοιπόν πάλι ο Κύριος στην οπτασία με γαλήνια και πρόσχαρη φωνή: «Γιατί κλαις, άνθρωπε; Γιατί λυπάσαι;» Ο αδελφός αποκρίθηκε: «Δεν θέλεις, Κύριε, να κλαίω και να λυπάμαι που τόσο πολύ σε λύπησα, ενώ έχω απολαύσει από εσένα τόσα αγαθά;»
Εκείνος άπλωσε πάλι το χέρι του, το ακούμπησε στο κεφάλι του αδελφού και του είπε: «Από εδώ και πέρα μη λυπάσαι. Επειδή εσύ λυπήθηκες για χάρη μου, εγώ δεν έχω πια καμία λύπη εναντίον σου. Αν για εσένα έδωσα το αίμα μου, πόσο περισσότερο δεν θα δώσω και τη συγχώρηση και σ’ εσένα και σε κάθε ψυχή που μετανοεί αληθινά;»
Μόλις συνήλθε ο αδελφός από την οπτασία, ένιωσε την καρδιά του πλημμυρισμένη από χαρά και βεβαιώθηκε ότι ο Θεός τον σπλαχνίστηκε. Και ζούσε στο εξής με πολλή ταπείνωση, ευχαριστώντας τον.
Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Α’, Υπόθεση Γ’, σελ. 52. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2001.