Σκέψεις-προβληματισμοί

Η ευθανασία
Η ευθανασία

Η ευθανασία, ως καλός ή εύκολος θάνατος, δεν είναι μόνο αποδεκτή αλλά και ευκταία για την Εκκλησία. Η σταθερώς επαναλαμβανόμενη αίτησή της, «Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά», όπως και η σύνδεση του καλού και οσιακού θανάτου με τον έντιμο και ειρηνικό, βεβαιώνουν την θέση της αυτήν. Παράλληλα όμως η Εκκλησία τιμά τον επώδυνο θάνατο, όχι μόνο όταν γίνεται για την ομολογία του Χριστού, αλλά και όταν συνδέεται με ασθένειες ή οδυνηρές συγκυρίες, που υφίσταται ο άνθρωπος με υπομονή και ελπίδα στον Θεό. Εδώ ο καλός θάνατος δεν έγκειται στην απουσία του πόνου, αλλά στην αντιμετώπισή του με υπομονή και πίστη στην πρόνοια και την αγάπη του Θεού.

Ο καλός ή ο κακός θάνατος δεν προσδιορίζεται τελικά από την εξωτερική μορφή του, από την ευκολία ή την δυσκολία με την οποία επέρχεται, αλλά από την εσωτερική κατάσταση με την οποία τον αντιμετωπίζει ο άνθρωπος. Ο καλός θάνατος δεν είναι πάντοτε εύκολος, ούτε ο εύκολος θάνατος είναι πάντοτε καλός.

Αλλά και στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, από τον οποίο και προέρχεται η έννοια της ευθανασίας, αυτή δεν συνδέεται τόσο με την εξωτερική μορφή του θανάτου, όσο με τους όρους υπό τους οποίους αυτός επέρχεται. Ευθανασία είναι ο φυσιολογικός θάνατος, που έρχεται να ολοκληρώσει την ζωή, ή και ο ένδοξος θάνατος, που συνδέεται με κάποια ηρωική πράξη ή θυσία.

Απαράδεκτη από χριστιανική άποψη είναι η ευθανασία α) ως σκόπιμη παρέμβαση για την απαλλαγή του ανθρώπου από ανίατη ασθένεια ή ανυπόφορους σωματικούς ή ψυχικούς πόνους και β) ως διακοπή προσφοράς των μέσων επιβιώσεως για τον ίδιο σκοπό. Η πρώτη μορφή ευθανασίας, που χαρακτηρίζεται και ως ενεργητική ευθανασία, αποτελεί μορφή αυτοκτονίας ή υποβοηθούμενη αυτοκτονία, όταν γίνεται με την θέληση του ασθενούς, ή φόνου, όταν γίνεται χωρίς την θέλησή του. Η δεύτερη μορφή ευθανασίας, που χαρακτηρίζεται και ως παθητική, δεν μπορεί να μη διαφοροποιείται από την πρώτη.

Ταυτόχρονα όμως πρέπει να ομολογηθεί ότι με την χρήση των μέσων της σύγχρονης επιστήμης και τεχνολογίας το πρόβλημα της ευθανασίας περιπλέκεται και καταλήγει σε φαύλο κύκλο. Συχνά δηλαδή εισάγεται ο ασθενής σε βασανιστική διαδικασία παρατάσεως της ζωής, που έχει ως αποτέλεσμα την δυσθανασία. Αλλά και ενδεχόμενη παρέμβαση για την διακοπή της διαδικασίας αυτής αποτελεί διακοπή ζωής.

Ορισμένοι τέλος, συνδέοντας την ευθανασία με οικονομικούς καθαρώς λόγους, υποστηρίζουν ότι σε υπέργηρα ή καθυστερημένα άτομα δεν πρέπει να παρέχονται όλα τα απαιτούμενα ιατρικά μέσα ή και η συνήθης νοσοκομειακή περίθαλψη.

Ήδη κάποιες ευρωπαϊκές χώρες νομιμοποίησαν την ευθανασία και πρόκειται να ακολουθήσουν και άλλες.

Η νομιμοποίηση της ευθανασίας δεν συνιστά κάποιο επιμέρους σύμπτωμα της κοινωνίας, αλλά σημαντικό δείκτη, που φανερώνει ουσιαστική διαφοροποίηση από την παραδοσιακή θεώρηση της ζωής, ενώ συγχρόνως καλλιεργεί νέα ήθη στην κοινωνία και την ιατρική. Η διάδοση της εκκοσμικεύσεως και η αντίστοιχη χαλάρωση της θρησκευτικής θεωρήσεως της ζωής συνέβαλαν αποφασιστικά στην προώθηση της κοινωνικής «ανομίας». Αυτή είναι φυσικό να συντελεί στην αύξηση όχι μόνο των «ανομικών» αυτοκτονιών, αλλά και της καταφυγής στην ευθανασία. Ο νεωτερικός άνθρωπος θωρακίζεται στην ατομικότητά του, χάνει την θρησκευτική του πίστη και θεωρεί την διατήρηση ή τον τερματισμό της ζωής ως ατομικό του δικαίωμα. Ταυτόχρονα εισάγεται στην κοινωνία κάποια άλλη αντίληψη για την ιατρική και τον γιατρό. Η ιατρική, όπως και ο γιατρός, δεν καλείται μόνο να θεραπεύει τους ασθενείς, αλλά και να τους θανατώνει.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί ως απιστία προς την πρόνοια του Θεού κάθε θάνατο που προκαλείται από την δειλία του ανθρώπου να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες της ζωής. Αντίστοιχα αποδοκιμάζει «ως αντιδεοντολογική και προσβλητική του ιατρικού λειτουργήματος» και κάθε ιατρική πράξη που δεν συντελεί στην παράταση της ζωής, αλλά επισπεύδει τον θάνατο.

Η ζωή και ο θάνατος δεν τοποθετούνται κάτω από το πρίσμα των ατομικών δικαιωμάτων αλλά στο πλαίσιο της κοινωνίας με τον Θεό και τον πλησίον. Εξάλλου η νομιμοποίηση της ευθανασίας και ο προσδιορισμός των όρων της εφαρμογής της λειτουργούν κατά κάποιον τρόπο και ως προδιαγραφές, που θα δικαιολογούσαν κάποιον να προχωρήσει ή να συνεργήσει στην πραγματοποίησή της. Έτσι καλλιεργείται θετικό κλίμα γι’ αυτήν και προετοιμάζεται η ευρύτερη εφαρμογή της ακόμα και σε άτομα που δεν θα την επιθυμούσαν.

Η εφαρμογή της ευθανασίας γίνεται συνήθως με επίκληση της «ποιότητας ζωής», που εκτιμάται γενικά με υλιστικά και ευδαιμονιστικά κριτήρια. Η εκτίμηση όμως αυτή είναι μονοδιάστατη και μυωπική. Η ζωή του ανθρώπου δεν είναι μόνο βιολογική αλλά και πνευματική. Ιδίως ενώπιον του θανάτου, όπως και ενώπιον άλλων οριακών καταστάσεων (π.χ. πόνου, αγωνίας), η πνευματική διάσταση της ζωής γίνεται περισσότερο αισθητή. Αυτό σημαίνει ότι και η ποιότητα της ζωής πρέπει να υπολογίζεται σφαιρικά. Γι’ αυτό όμως και η καλύτερη προστασία της γίνεται, όταν ενισχύεται ο άνθρωπος να υπομένει όλες τις καταστάσεις της ζωής, οπότε μπορεί να έχει και τον αξιοπρεπέστερο θάνατο.

Σε τελική ανάλυση ο άνθρωπος καλείται να πολεμήσει εναντίον του θανάτου. Και ο πόλεμος αυτός είναι φυσικό να κορυφώνεται ενόψει του θανάτου. Όταν δεν υπάρχει ελπίδα για μεταθανάτια ζωή και όλα αντιμετωπίζονται εγκοσμιοκρατικά και ευδαιμονιστικά, τότε η κατάφαση στην ευθανασία γίνεται εύκολα κατανοητή. Όταν όμως υπάρχει πίστη στον Θεό και την μεταθανάτια ζωή, ή πολύ περισσότερο, όταν η μεταθανάτια ζωή θεωρείται αληθινή, ενώ η παρούσα στάδιο προετοιμασίας της, τότε τίποτε δεν μπορεί να οδηγήσει στην απαξίωση και τον εκούσιο τερματισμό της με την ευθανασία.

Η προετοιμασία για την αντιμετώπιση του θανάτου έχει καίρια σπουδαιότητα για τον άνθρωπο. Η πίστη στην πρόνοια του Θεού καλεί τον Χριστιανό να αντιμετωπίζει θετικά όχι μόνο την υγεία ή την ευτυχία, αλλά και την ασθένεια, τον πόνο και τον ίδιο τον θάνατο. Ο Θεός δεν επιτρέπει τα κακά για να βλάψει ή να αποδυναμώσει τον άνθρωπο, αλλά για να τον ωφελήσει και να τον ενισχύσει. Αρκεί αυτός να μη βλέπει την ζωή με μοναδικό γνώμονα την ευχαρίστηση και την σωματική υγεία, αλλά να λαμβάνει υπόψη και την πνευματική της διάσταση με την αιώνια προπτική. «Όταν ασθενώ», γράφει ο Απόστολος Παύλος, «τότε δυνατός ειμι» (Β’ Κορ. 12:10). Η διαπίστωση αυτή δεν αποτελεί εξαίρεση, αλλά κοινό τόπο στην πνευματική ζωή.

Στην εποχή μας, που διακρίνεται για το ευδαιμονιστικό πνεύμα της, ο θάνατος αντιμετωπίζεται επίσης με ευδαιμονιστικά κριτήρια και η ευθανασία ταυτίζεται με τον εύκολο θάνατο. Η προοπτική της μεταθανάτιας ζωής του ανθρώπου, η ευεργετική επίδραση του φυσικού, όπως και του υπαρξιακού πόνου, ή η σπουδαιότητα της υπομονής για την πνευματική τελείωση και το αιώνιο συμφέρον του παραθεωρούνται. Παράλληλα ατονεί ή και απουσιάζει τελείως η εμπιστοσύνη στην πρόνοια του Θεού. Έτσι όλα θεωρούνται εγκοσμιοκρατικά στερώντας από την ζωή την προοπτική της αιωνιότητας και από τον άνθρωπο το ιδεώδες της πνευματικής τελειώσεως και της αληθινής ελευθερίας.

Από το βιβλίο: Γεωργίου Ι. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική. Δεύτερος τόμος. Ι. Μ. Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2015, σελ. 669 (αποσπάσματα).

Το βιβλίο

Η ευθανασία

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.