Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου7 Μαΐου

Ανάμνησις του εν ουρανώ φανέντος σημείου του τιμίου Σταυρού• Ακακίου, Κοδράτου, Ρουφίνου, Σατορνίνου κ.ά.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Τω αυτώ μηνί Ζ’, την ανάμνησιν εορτάζομεν του εν ουρανώ φανέντος σημείου του τιμίου Σταυρού επί Κωνσταντίου βασιλέως, υιού του Μεγάλου Κωνσταντίνου, και Κυρίλλου Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων, εν έτει τμς’ [346].

Σταυρού παγέντος, ηγιάσθη γη πάλαι,
Και νυν φανέντος, ηγιάσθη και πόλος.

Εβδομάτη Σταυροίο τύπος πόλω αμφετανύθη.

Κατά τας ημέρας της αγίας Πεντηκοστής εν τη εβδόμη του Μαΐου μηνός εις την τρίτην ώραν της ημέρας, εφάνη ο τίμιος και ζωοποιός Σταυρος όλος συνιστάμενος από θείον φως, το οποίον έβλεπεν όλος ο λαός. Εφαίνετο δε εξαπλωμένος επάνω εις τον άγιον Γολγοθάν έως εις το όρος των Ελαιών. Τόσον δε λαμπρός ήτον, ώστε οπού με τας μαρμαρυγάς και φωτοβολίας του, εσκέπασε τας του ηλίου ακτίνας. Όθεν κάθε ηλικία νέων τε και γερόντων μαζί με τα νήπια και θηλάζοντα, έτρεξαν εις την Εκκλησίαν, και με άμετρον χαράν και θερμήν κατάνυξιν ανέπεμψαν κοινώς εις τον Θεόν ευχαριστίαν και δόξαν, δια το παράδοξον τούτο θέαμα (1).

(1) Όθεν περί του θαύματος τούτου εμελώδησεν ο θεσπέσιος Κοσμάς εις την ύψωσιν του Σταυρού το τροπάριον εκείνο το λέγον· «Θαυμαστώς εφαπλούμενος, τας ηλιακάς βολάς εξηκόντισεν ο Σταυρός, και διηγήσαντο ουρανοί την δόξαν του Θεού ημών».

*

Τη αυτή ημέρα του Αγίου Μάρτυρος Ακακίου.

Είπερ τις άλλος εν χορώ των Μαρτύρων,
Κάλλιστος Ακάκιος εκτμηθείς ξίφει.

Ούτος ήτον από την Καππαδοκίαν την τουρκιστί λεγομένην Καραμανίαν, εκ της τάξεως των Μαρτησίων, κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού εν έτει σπθ’ [289]. Παρασταθείς δε έμπροσθεν εις τον άρχοντα της Καππαδοκίας Φίρμον, ωμολόγησε το όνομα του Χριστού. Όθεν, αφ’ ου εβασανίσθη από αυτόν με πολλάς βασάνους, επέμφθη εις άλλον άρχοντα Βιβιανόν ονόματι, ο οποίος έφερε τον Άγιον εις το Βυζάντιον ομού με άλλους δεμένους Χριστιανούς. Και αφ’ ου τον κατεσύντριψε με δεινάς μάστιγας και στρέβλας, έρριψεν αυτόν εις την φυλακήν, εκεί δε επιστάντες Άγγελοι του Θεού, απεκατέστησαν αυτόν υγιή. Μετά ταύτα δε, επέμφθη εις άλλον άρχοντα Φαλκιανόν ονόματι (2), ο οποίος επρόσταξε και απεκεφάλισαν τον Άγιον. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εις τον μαρτυρικόν αυτού Ναόν, ο οποίος είναι εις το Επτάσκαλον (3), τελούνται δε μαζί και τα εγκαίνια του ιδίου αυτού Ναού.

(2) Παρά δε τοις Μηναίοις γράφεται Φυλακιανόν.

(3) Εν δε τοις Μηναίοις γράφεται εν τω Πασχάλω.

*

Άγιος ΚοδράτοςΜνήμη του Αγίου Μάρτυρος Κοδράτου και των συν αυτώ.

Υπέρ Θεού Κοδράτος ήκων προς ξίφος,
Δούναι κοδράντην και τον έσχατον θέλει.

Ούτος ήτον εις την πόλιν της Νικομηδείας κατά τους χρόνους Δεκίου και Ουαλλεριανού, εν έτει σνγ’ [253], δια δε την του Χριστού πίστιν πιασθείς από τους Έλληνας, ομού με άλλους πολλούς Χριστιανούς, παρεδόθη εις Περίνιον τον ανθύπατον, ήτοι τον άρχοντα της Νικομηδείας. Ερωτήθησαν λοιπόν οι Άγιοι να ειπούν το γένος και την πατρίδα και τα ονόματά των, δια όλα δε αυτά απεκρίθη ο Άγιος Κοδράτος και είπεν, ότι Χριστιανοί λεγόμεθα. Τούτο είναι το θαυμαστόν όνομα, οπού ημείς έχομεν. Ει δε θέλεις να μάθης και ποίον είναι το αξίωμά μας, άκουσον. Ημείς είμεθα δούλοι του Χριστού, και πόλιν έχομεν την άνω Ιερουσαλήμ. Επειδή δε ο άρχων έβλεπε τον αθλητήν, πως δεν μαλακόνεται, ούτε με φοβέρας, ούτε με υποσχέσεις δωρεών, αλλά με την δύναμιν των λόγων του επάλευεν αυτόν, και τα είδωλα ήλεγχε, δια τούτο ανάψας από τον θυμόν, επρόσταξε να απλωθή ο Άγιος κατά γης, και να δαρθή με ξηρά βούνευρα εις ώραν αρκετήν. Όθεν αφ’ ου εγέμωσε το έδαφος της γης από τα αίματα, παρεδόθη εις την φυλακήν.

Πέρνωντας δε αυτόν και τους συντρόφους του ο ανθύπατος, επήγεν εις την Νίκαιαν, και εκεί πάλιν εξέτασεν αυτούς. Ο δε Άγιος Κοδράτος, αυτός πάλιν απεκρίνατο δια όλους. Βλέπωντας δε ο Άγιος εκεί μερικούς Χριστιανούς, οι οποίοι δια τον φόβον των βασάνων έμελλον να θυσιάσουν εις τα είδωλα, ενθύμισεν αυτούς τον φόβον του Θεού και της ημέρας της κρίσεως, και με τούτο εστήριξεν αυτούς εις την πίστιν. Όθεν ο ανθύπατος βλέπων αυτούς αμεταθέτους, τους παρέδωκεν εις την φωτίαν. Τότε ο Άγιος Κοδράτος εμβήκε μέσα εις τον ναόν των ειδώλων, και κατετζάκισεν όλα τα εκεί ευρισκόμενα είδωλα. Όθεν δια την αιτίαν ταύτην εκρέμασαν αυτόν και κατεξέσχισαν. Πηγαίνωντας δε ο ανθύπατος εις την Απάμειαν την εν τη Μαύρη Θαλάσση, επήρε μαζί του τον Άγιον Κοδράτον, και εκεί επρόσταξε και έβαλαν αυτόν μέσα εις ένα σάκκον, επάνω δε του σάκκου έδερναν δυνατά τον Μάρτυρα με τα βούνευρα. Πηγαίνωντας δε και εις την Καισάρειαν, έσυρνε μαζί του και τον Άγιον, και εκεί πάλιν έδειρεν αυτόν με βούνευρα. Τότε δε επίστευσαν τω Χριστώ Σατορνίνος και ο Ρουφίνος, οι οποίοι κρεμασθέντες, εξεσχίσθησαν, και τελευταίον απεκεφαλίσθησαν, και έλαβον οι αοίδιμοι της αθλήσεως τους στεφάνους.

Πηγαίνωντας δε ο ανθύπατος εις την Απολλωνίδα (4) είχε πάλιν μαζί του τον Άγιον Κοδράτον, και εβίαζεν αυτόν να θυσιάση εις τα είδωλα. Επειδή όμως εκείνος δεν επείσθη, δια τούτο συγκεράσας ο θηριώδης άλας με ξύδι, έχυσεν επάνω εις τας πληγάς του Αγίου, τας οποίας είχε λάβη από τον δαρμόν τον πρότερον των βουνεύρων, και έπειτα επρόσταξε να τρίβουν τας πληγάς του με πανία υφασμένα από γηδίσσας τρίχας. Μετά ταύτα πυρώσας σίδηρα, έβαλεν αυτά εις τας πλευράς του Μάρτυρος. Ύστερον δε, επήγεν ο ανθύπατος εις τόπον καλούμενον Ρουνδακόν και εις την Ερμούπολιν, και πάλιν έσυρε μαζί του τον Άγιον, ο οποίος, με το να μην εδύνετο να περιπατήση πλέον, εκάθητο επάνω εις αμάξι. Όθεν εκεί πάλιν ερωτηθείς, εάν αρνήται τον Χριστόν, και μη πεισθείς, αλλά Θεόν ομολογήσας αυτόν, απλώθη εις σκάραν πυρωμένην, επάνω δε της σκάρας έχυνον έλαιον και πίσσαν οι υπηρέται. Επειδή δε ο Μάρτυς έλεγεν, ότι νομίζει τρυφήν και ανάπαυσιν την τοιαύτην βάσανον, δια τούτο ο ανθύπατος βλέπων, πως η φωτία δεν τον ήγγιζεν, έδωκε κατ’ αυτού την τελευταίαν απόφασιν. Όθεν ο Άγιος αποκεφαλισθείς, έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτού όρα εις το Νέον Λειμωνάριον.)

(4) Η Απολλωνίς αύτη ίσως είναι η εν τη Βιθυνία Απολλωνία, ήτις και Απολλωνιάς λέγεται, μεταξύ Δαγούτων και Τραϊανουπόλεως, των πόλεων της μεγάλης Φρυγίας, ευρισκομένη, κατά τον Μελέτιον.

*

Οι ανωτέρω Άγιοι Μάρτυρες Ρουφίνος και Σατορνίνος ξίφει τελειούνται.

Δυοίν συνάθλων προς τομόν τόλμη ξίφος,
Πίστει γαρ εστομούντο τη του Κυρίου.

*

Μνήμη του Οσίου πατρός ημών Ιωάννου του Ψυχαΐτου.

Ψυχής μόνης συ την σχέσιν φέρων πάτερ,
Ψυχαΐτης κέκλησαι ενδίκως μάκαρ.

Ούτος ο μακάριος Ιωάννης εκ νεαράς του ηλικίας μιμούμενος την πολιτείαν του Βαπτιστού Ιωάννου, και του Προφήτου Ηλιού, επέρασε την ζωήν του με σκληραγωγίαν και άσκησιν. Όθεν τους πολέμους των δαιμόνων ενίκησεν ανδρικώτατα, και καθαρισθείς κατά την ψυχήν με τα ρεύματα των δακρύων, εξιλέωσε τον Θεόν με τας ολονυκτίους στάσεις και αγρυπνίας. Δια τούτο και τους ποταμούς της αιρέσεως των εικονομάχων κατεξήρανε με τα δάκρυά του. Την μεν γαρ εικόνα του Δεσπότου Χριστού και πάντων των Αγίων, επροσκύνει και ετίμα ως σεβασμίας. Των δε εικονομάχων τα φρονήματα, απεστρέφετο και εξευτέλιζε. Δια τούτο εξορίας πικράς και φυλακάς ανδρείως υπέμεινεν ο αοίδιμος. Υπερασπιζόμενος γαρ τας των Πατέρων παραδόσεις, τους των βασιλέων νόμους κατεφρόνησεν. Όθεν αθλήσας γενναίως και αγωνισθείς τον ίσον με τους Αγίους αγώνα, ίσον με εκείνους έλαβε και τον στέφανον. Την χάριν γαρ των θαυμάτων και ιαμάτων παρά Κυρίου δεξάμενος, των ασθενών τα σώματα και τας ψυχάς εθεράπευεν.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Μάξιμος λίθοις βληθείς τελειούται.

Λίθοις επιβάς Μάξιμος μεγαλόνους,
Ανήλθε χαίρων Ουρανού εις το πλάτος.

Ούτος ο μακάριος, επειδή ωμολόγησε παρρησία τον Χριστόν, και πολλούς Έλληνας ωδήγησεν εις την ευσέβειαν, δια τούτο και πολλάς τιμωρίας υπέμεινε πρότερον. Τελευταίον δε λιθοβοληθείς και τρόπον τινά τριγύρω στεφανωθείς από τας πέτρας, προς Κύριον εξεδήμησεν, ίνα λάβη παρ’ αυτού τον στέφανον της αθλήσεως.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Τῷ αὐτῷ μηνὶ Ζ΄, τὴν ἀνάμνησιν ἑορτάζομεν τοῦ ἐν οὐρανῷ φανέντος σημείου τοῦ τιμίου Σταυροῦ ἐπὶ Κωνσταντίου βασιλέως, υἱοῦ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, καὶ Κυρίλλου Ἀρχιεπισκόπου Ἱεροσολύμων, ἐν ἔτει τμς΄ [346].

Σταυροῦ παγέντος, ἡγιάσθη γῆ πάλαι,
Καὶ νῦν φανέντος, ἡγιάσθη καὶ πόλος.

Ἑβδομάτῃ Σταυροῖο τύπος πόλῳ ἀμφετανύθη.

Κατὰ τὰς ἡμέρας τῆς ἁγίας Πεντηκοστῆς ἐν τῇ ἑβδόμῃ τοῦ Μαΐου μηνὸς εἰς τὴν τρίτην ὥραν τῆς ἡμέρας, ἐφάνη ὁ τίμιος καὶ ζωοποιὸς Σταυρος ὅλος συνιστάμενος ἀπὸ θεῖον φῶς, τὸ ὁποῖον ἔβλεπεν ὅλος ὁ λαός. Ἐφαίνετο δὲ ἐξαπλωμένος ἐπάνω εἰς τὸν ἅγιον Γολγοθᾶν ἕως εἰς τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Τόσον δὲ λαμπρὸς ἦτον, ὥστε ὁποῦ μὲ τὰς μαρμαρυγὰς καὶ φωτοβολίας του, ἐσκέπασε τὰς τοῦ ἡλίου ἀκτῖνας. Ὅθεν κάθε ἡλικία νέων τε καὶ γερόντων μαζὶ μὲ τὰ νήπια καὶ θηλάζοντα, ἔτρεξαν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ μὲ ἄμετρον χαρὰν καὶ θερμὴν κατάνυξιν ἀνέπεμψαν κοινῶς εἰς τὸν Θεὸν εὐχαριστίαν καὶ δόξαν, διὰ τὸ παράδοξον τοῦτο θέαμα (1).

(1) Ὅθεν περὶ τοῦ θαύματος τούτου ἐμελῴδησεν ὁ θεσπέσιος Κοσμᾶς εἰς τὴν ὕψωσιν τοῦ Σταυροῦ τὸ τροπάριον ἐκεῖνο τὸ λέγον· «Θαυμαστῶς ἐφαπλούμενος, τὰς ἡλιακὰς βολὰς ἐξηκόντισεν ὁ Σταυρός, καὶ διηγήσαντο οὐρανοὶ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ ἡμῶν».

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἀκακίου.

Εἴπέρ τις ἄλλος ἐν χορῷ τῶν Μαρτύρων,
Κάλλιστος Ἀκάκιος ἐκτμηθεὶς ξίφει.

Οὗτος ἦτον ἀπὸ τὴν Καππαδοκίαν τὴν τουρκιστὶ λεγομένην Καραμανίαν, ἐκ τῆς τάξεως τῶν Μαρτησίων, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ ἐν ἔτει σπθ΄ [289]. Παρασταθεὶς δὲ ἔμπροσθεν εἰς τὸν ἄρχοντα τῆς Καππαδοκίας Φίρμον, ὡμολόγησε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ὅθεν, ἀφ’ οὗ ἐβασανίσθη ἀπὸ αὐτὸν μὲ πολλὰς βασάνους, ἐπέμφθη εἰς ἄλλον ἄρχοντα Βιβιανὸν ὀνόματι, ὁ ὁποῖος ἔφερε τὸν Ἅγιον εἰς τὸ Βυζάντιον ὁμοῦ μὲ ἄλλους δεμένους Χριστιανούς. Καὶ ἀφ’ οὗ τὸν κατεσύντριψε μὲ δεινὰς μάστιγας καὶ στρέβλας, ἔρριψεν αὐτὸν εἰς τὴν φυλακήν, ἐκεῖ δὲ ἐπιστάντες Ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ, ἀπεκατέστησαν αὐτὸν ὑγιῆ. Μετὰ ταῦτα δέ, ἐπέμφθη εἰς ἄλλον ἄρχοντα Φαλκιανὸν ὀνόματι (2), ὁ ὁποῖος ἐπρόσταξε καὶ ἀπεκεφάλισαν τὸν Ἅγιον. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ Σύναξις εἰς τὸν μαρτυρικὸν αὐτοῦ Ναόν, ὁ ὁποῖος εἶναι εἰς τὸ Ἑπτάσκαλον (3), τελοῦνται δὲ μαζὶ καὶ τὰ ἐγκαίνια τοῦ ἰδίου αὐτοῦ Ναοῦ.

(2) Παρὰ δὲ τοῖς Μηναίοις γράφεται Φυλακιανόν.

(3) Ἐν δὲ τοῖς Μηναίοις γράφεται ἐν τῷ Πασχάλῳ.

*

Άγιος ΚοδράτοςΜνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Κοδράτου καὶ τῶν σὺν αὐτῷ.

Ὑπὲρ Θεοῦ Κοδράτος ἥκων πρὸς ξίφος,
Δοῦναι κοδράντην καὶ τὸν ἔσχατον θέλει.

Οὗτος ἦτον εἰς τὴν πόλιν τῆς Νικομηδείας κατὰ τοὺς χρόνους Δεκίου καὶ Οὐαλλεριανοῦ, ἐν ἔτει σνγ΄ [253], διὰ δὲ τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν πιασθεὶς ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας, ὁμοῦ μὲ ἄλλους πολλοὺς Χριστιανούς, παρεδόθη εἰς Περίνιον τὸν ἀνθύπατον, ἤτοι τὸν ἄρχοντα τῆς Νικομηδείας. Ἐρωτήθησαν λοιπὸν οἱ Ἅγιοι νὰ εἰποῦν τὸ γένος καὶ τὴν πατρίδα καὶ τὰ ὀνόματά των, διὰ ὅλα δὲ αὐτὰ ἀπεκρίθη ὁ Ἅγιος Κοδράτος καὶ εἶπεν, ὅτι Χριστιανοὶ λεγόμεθα. Τοῦτο εἶναι τὸ θαυμαστὸν ὄνομα, ὁποῦ ἡμεῖς ἔχομεν. Εἰ δὲ θέλεις νὰ μάθῃς καὶ ποῖον εἶναι τὸ ἀξίωμά μας, ἄκουσον. Ἡμεῖς εἴμεθα δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ, καὶ πόλιν ἔχομεν τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ. Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἄρχων ἔβλεπε τὸν ἀθλητήν, πῶς δὲν μαλακόνεται, οὔτε μὲ φοβέρας, οὔτε μὲ ὑποσχέσεις δωρεῶν, ἀλλὰ μὲ τὴν δύναμιν τῶν λόγων του ἐπάλευεν αὐτόν, καὶ τὰ εἴδωλα ἤλεγχε, διὰ τοῦτο ἀνάψας ἀπὸ τὸν θυμόν, ἐπρόσταξε νὰ ἁπλωθῇ ὁ Ἅγιος κατὰ γῆς, καὶ νὰ δαρθῇ μὲ ξηρὰ βούνευρα εἰς ὥραν ἀρκετήν. Ὅθεν ἀφ’ οὗ ἐγέμωσε τὸ ἔδαφος τῆς γῆς ἀπὸ τὰ αἵματα, παρεδόθη εἰς τὴν φυλακήν.

Πέρνωντας δὲ αὐτὸν καὶ τοὺς συντρόφους του ὁ ἀνθύπατος, ἐπῆγεν εἰς τὴν Νίκαιαν, καὶ ἐκεῖ πάλιν ἐξέτασεν αὐτούς. Ὁ δὲ Ἅγιος Κοδράτος, αὐτὸς πάλιν ἀπεκρίνατο διὰ ὅλους. Βλέπωντας δὲ ὁ Ἅγιος ἐκεῖ μερικοὺς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι διὰ τὸν φόβον τῶν βασάνων ἔμελλον νὰ θυσιάσουν εἰς τὰ εἴδωλα, ἐνθύμισεν αὐτοὺς τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἡμέρας τῆς κρίσεως, καὶ μὲ τοῦτο ἐστήριξεν αὐτοὺς εἰς τὴν πίστιν. Ὅθεν ὁ ἀνθύπατος βλέπων αὐτοὺς ἀμεταθέτους, τοὺς παρέδωκεν εἰς τὴν φωτίαν. Τότε ὁ Ἅγιος Κοδράτος ἐμβῆκε μέσα εἰς τὸν ναὸν τῶν εἰδώλων, καὶ κατετζάκισεν ὅλα τὰ ἐκεῖ εὑρισκόμενα εἴδωλα. Ὅθεν διὰ τὴν αἰτίαν ταύτην ἐκρέμασαν αὐτὸν καὶ κατεξέσχισαν. Πηγαίνωντας δὲ ὁ ἀνθύπατος εἰς τὴν Ἀπάμειαν τὴν ἐν τῇ Μαύρῃ Θαλάσσῃ, ἐπῆρε μαζί του τὸν Ἅγιον Κοδράτον, καὶ ἐκεῖ ἐπρόσταξε καὶ ἔβαλαν αὐτὸν μέσα εἰς ἕνα σάκκον, ἐπάνω δὲ τοῦ σάκκου ἔδερναν δυνατὰ τὸν Μάρτυρα μὲ τὰ βούνευρα. Πηγαίνωντας δὲ καὶ εἰς τὴν Καισάρειαν, ἔσυρνε μαζί του καὶ τὸν Ἅγιον, καὶ ἐκεῖ πάλιν ἔδειρεν αὐτὸν μὲ βούνευρα. Τότε δὲ ἐπίστευσαν τῷ Χριστῷ Σατορνῖνος καὶ ὁ Ῥουφῖνος, οἱ ὁποῖοι κρεμασθέντες, ἐξεσχίσθησαν, καὶ τελευταῖον ἀπεκεφαλίσθησαν, καὶ ἔλαβον οἱ ἀοίδιμοι τῆς ἀθλήσεως τοὺς στεφάνους.

Πηγαίνωντας δὲ ὁ ἀνθύπατος εἰς τὴν Ἀπολλωνίδα (4) εἶχε πάλιν μαζί του τὸν Ἅγιον Κοδράτον, καὶ ἐβίαζεν αὐτὸν νὰ θυσιάσῃ εἰς τὰ εἴδωλα. Ἐπειδὴ ὅμως ἐκεῖνος δὲν ἐπείσθη, διὰ τοῦτο συγκεράσας ὁ θηριώδης ἅλας μὲ ξύδι, ἔχυσεν ἐπάνω εἰς τὰς πληγὰς τοῦ Ἁγίου, τὰς ὁποίας εἶχε λάβῃ ἀπὸ τὸν δαρμὸν τὸν πρότερον τῶν βουνεύρων, καὶ ἔπειτα ἐπρόσταξε νὰ τρίβουν τὰς πληγάς του μὲ πανία ὑφασμένα ἀπὸ γηδίσσας τρίχας. Μετὰ ταῦτα πυρώσας σίδηρα, ἔβαλεν αὐτὰ εἰς τὰς πλευρὰς τοῦ Μάρτυρος. Ὕστερον δέ, ἐπῆγεν ὁ ἀνθύπατος εἰς τόπον καλούμενον Ῥουνδακὸν καὶ εἰς τὴν Ἑρμούπολιν, καὶ πάλιν ἔσυρε μαζί του τὸν Ἅγιον, ὁ ὁποῖος, μὲ τὸ νὰ μὴν ἐδύνετο νὰ περιπατήσῃ πλέον, ἐκάθητο ἐπάνω εἰς ἁμάξι. Ὅθεν ἐκεῖ πάλιν ἐρωτηθείς, ἐὰν ἀρνῆται τὸν Χριστόν, καὶ μὴ πεισθείς, ἀλλὰ Θεὸν ὁμολογήσας αὐτόν, ἁπλώθη εἰς σκάραν πυρωμένην, ἐπάνω δὲ τῆς σκάρας ἔχυνον ἔλαιον καὶ πίσσαν οἱ ὑπηρέται. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Μάρτυς ἔλεγεν, ὅτι νομίζει τρυφὴν καὶ ἀνάπαυσιν τὴν τοιαύτην βάσανον, διὰ τοῦτο ὁ ἀνθύπατος βλέπων, πῶς ἡ φωτία δὲν τὸν ἤγγιζεν, ἔδωκε κατ’ αὐτοῦ τὴν τελευταίαν ἀπόφασιν. Ὅθεν ὁ Ἅγιος ἀποκεφαλισθείς, ἔλαβε τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Νέον Λειμωνάριον.)

(4) Ἡ Ἀπολλωνὶς αὕτη ἴσως εἶναι ἡ ἐν τῇ Βιθυνίᾳ Ἀπολλωνία, ἥτις καὶ Ἀπολλωνιὰς λέγεται, μεταξὺ Δαγούτων καὶ Τραϊανουπόλεως, τῶν πόλεων τῆς μεγάλης Φρυγίας, εὑρισκομένη, κατὰ τὸν Μελέτιον.

*

Οἱ ἀνωτέρω Ἅγιοι Μάρτυρες Ῥουφῖνος καὶ Σατορνῖνος ξίφει τελειοῦνται.

Δυοῖν συνάθλων πρὸς τομὸν τόλμη ξίφος,
Πίστει γὰρ ἐστομοῦντο τῇ τοῦ Κυρίου.

*

Μνήμη τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Ψυχαΐτου.

Ψυχῆς μόνης σὺ τὴν σχέσιν φέρων πάτερ,
Ψυχαΐτης κέκλησαι ἐνδίκως μάκαρ.

Οὗτος ὁ μακάριος Ἰωάννης ἐκ νεαρᾶς του ἡλικίας μιμούμενος τὴν πολιτείαν τοῦ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου, καὶ τοῦ Προφήτου Ἠλιού, ἐπέρασε τὴν ζωήν του μὲ σκληραγωγίαν καὶ ἄσκησιν. Ὅθεν τοὺς πολέμους τῶν δαιμόνων ἐνίκησεν ἀνδρικώτατα, καὶ καθαρισθεὶς κατὰ τὴν ψυχὴν μὲ τὰ ῥεύματα τῶν δακρύων, ἐξιλέωσε τὸν Θεὸν μὲ τὰς ὁλονυκτίους στάσεις καὶ ἀγρυπνίας. Διὰ τοῦτο καὶ τοὺς ποταμοὺς τῆς αἱρέσεως τῶν εἰκονομάχων κατεξήρανε μὲ τὰ δάκρυά του. Τὴν μὲν γὰρ εἰκόνα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ καὶ πάντων τῶν Ἁγίων, ἐπροσκύνει καὶ ἐτίμα ὡς σεβασμίας. Τῶν δὲ εἰκονομάχων τὰ φρονήματα, ἀπεστρέφετο καὶ ἐξευτέλιζε. Διὰ τοῦτο ἐξορίας πικρὰς καὶ φυλακὰς ἀνδρείως ὑπέμεινεν ὁ ἀοίδιμος. Ὑπερασπιζόμενος γὰρ τὰς τῶν Πατέρων παραδόσεις, τοὺς τῶν βασιλέων νόμους κατεφρόνησεν. Ὅθεν ἀθλήσας γενναίως καὶ ἀγωνισθεὶς τὸν ἶσον μὲ τοὺς Ἁγίους ἀγῶνα, ἶσον μὲ ἐκείνους ἔλαβε καὶ τὸν στέφανον. Τὴν χάριν γὰρ τῶν θαυμάτων καὶ ἰαμάτων παρὰ Κυρίου δεξάμενος, τῶν ἀσθενῶν τὰ σώματα καὶ τὰς ψυχὰς ἐθεράπευεν.

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Μάξιμος λίθοις βληθεὶς τελειοῦται.

Λίθοις ἐπιβὰς Μάξιμος μεγαλόνους,
Ἀνῆλθε χαίρων Οὐρανοῦ εἰς τὸ πλάτος.

Οὗτος ὁ μακάριος, ἐπειδὴ ὡμολόγησε παρρησίᾳ τὸν Χριστόν, καὶ πολλοὺς Ἕλληνας ὡδήγησεν εἰς τὴν εὐσέβειαν, διὰ τοῦτο καὶ πολλὰς τιμωρίας ὑπέμεινε πρότερον. Τελευταῖον δὲ λιθοβοληθεὶς καὶ τρόπον τινα τριγύρω στεφανωθεὶς ἀπὸ τὰς πέτρας, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησεν, ἵνα λάβῃ παρ’ αὐτοῦ τὸν στέφανον τῆς ἀθλήσεως.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Ανάμνησις του εν ουρανώ φανέντος σημείου του τιμίου Σταυρού• Ακακίου, Κοδράτου, Ρουφίνου, Σατορνίνου κ.ά. 

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.