Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου6 Ιουνίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ς’, μνήμη του Οσίου πατρός ημών Ιλαρίωνος του νέου, ηγουμένου της Μονής των Δαλμάτων.
Ιλαρός ων πνεύματι συ Ιλαρίων,
Ιλαρός εν σώματι ης και καρδία.
Βη δ’ ες Όλυμπον Ιλαρίονος κέαρ αγνόν εν έκτη.
Ούτος ο μακάριος Ιλαρίων ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Νικηφόρου του Πατρικίου και Σταυρακίου, και Μιχαήλ Ραγκαβέ, και Λέοντος Αρμενίου του εικονομάχου, Μιχαήλ Τραυλού του εικονομάχου, και Θεοφίλου του εικονομάχου, εν έτει ωβ’ [802]. Εκατάγετο δε από την Καππαδοκίαν, ήτις τουρκιστί λέγεται Καραμανία. Πατέρα μεν έχων, Πέτρον καλούμενον, μητέρα δε, Θεοδοσίαν ονόματι. Ο δε πατήρ αυτού ήτον γνωστός εις τον βασιλέα, επειδή και αυτός έδιδε τον άρτον της βασιλικής τραπέζης. Αφ’ ου δε ο Όσιος εγεννήθη από αυτούς και απεγαλακτίσθη, εδόθη εις σχολείον δια να μάθη επιμελώς τα ιερά γράμματα. Όταν δε έγινεν είκοσι χρόνων, άφησεν ευαγγελικώς πατέρα, μητέρα, οικίαν, πλούτον, και πάντα τον κόσμον, και έγινε Μοναχός εις το εν Κωνσταντινουπόλει ευρισκόμενον Μοναστήριον το καλούμενον του Ξηροκηπίου. Είτα αναχωρήσας από εκεί, επήγεν εις το Μοναστήριον το ονομαζόμενον του Δαλμάτου, και εκεί έλαβε το μέγα και αγγελικόν σχήμα, ήτοι έγινε μεγαλόσχημος. Όθεν έχων υπακοήν και ταπείνωσιν και ησυχίαν, εδούλευεν ο αοίδιμος εις τον κήπον του Μοναστηρίου χρόνους δέκα. Αφ’ ου δε εκαθάρισε την ψυχήν του από κάθε πάθος, και ελάμπρυνεν αυτήν με τας αρετάς ωσάν ήλιον, τότε έγινε θαυματουργός υπό της θείας χάριτος, εδίωξε γαρ από ένα νέον το ακάθαρτον δαιμόνιον, οπού τον ενώχλει. Δια τούτο και ο ηγούμενος του Μοναστηρίου εποίησεν αυτόν Ιερέα, και χωρίς να θέλη. Αφ’ ου δε ο ηγούμενος εκείνος ετελεύτησε μετά παρέλευσιν χρόνων τινών, ανεχώρησεν ο Άγιος από το Μοναστήριον και επέρασεν εις τόπον καλούμενον Οψίκιον, και εκείθεν επήγεν εις το Μοναστήριον των Καθαρών. Τούτο δε μαθόντες οι Μοναχοί του Μοναστηρίου του, ανέφεραν αυτό εις τον τότε Άγιον Νικηφόρον τον Πατριάρχην, ο δε Πατριάρχης πάλιν ανέφερε τούτο προς τον βασιλέα Νικηφόρον τον Πατρίκιον, παρακινήσας αυτόν να στείλη να φέρη οπίσω τον Όσιον. Όθεν υπακούσας ο Όσιος εις τας παρακινήσεις και του βασιλέως και του Πατριάρχου, εγύρισεν οπίσω, και έγινεν ηγούμενος και Αρχιμανδρίτης, καθώς ήτον εκεί τοιαύτη συνήθεια να γίνεται, διορισθείσα από Σύνοδον. Επέρασε λοιπόν ο Όσιος χρόνους οκτώ, ποιμαίνων χριστομιμήτως την ποίμνην του Χριστού. Όταν δε έγινε βασιλεύς Λέων ο Αρμένιος εν έτει ωιγ’ [813] και αθέτησε την προσκύνησιν των αγίων εικόνων, τότε και ούτος ο Όσιος Ιλαρίων εφέρθη εις τον βασιλέα, και αναγκάζετο από αυτόν με κάποιας πιθανολογίας και υποσχέσεις, να μη προσκυνή τας αγίας εικόνας. Αλλ’ όμως ο Άγιος ήλεγξεν αυτόν, και άθεον και νέον παραβάτην Ιουλιανόν ωνόμασεν.
Όθεν εκ των λόγων τούτων εθυμώθη ο βασιλεύς, και κατά μεν το παρόν, φοβερίσας αυτόν, ότι έχει να του δώση τιμωρίας πολλάς και ανυποφόρους, τον έβαλεν εις φυλακήν. Μετά καιρόν δε πάλιν επαράστησε τον Όσιον έμπροσθέν του, και του είπε τα ίδια λόγια, οπού είπε και πρότερον. Έπειτα παρέδωκεν αυτόν εις τον ομόφρονά του Πατριάρχην, ήτοι εις τον Θεόδοτον τον Μελισσηνόν, τον και Κασσιτεράν ονομαζόμενον, τάχα δια να τον καταπείση εκείνος. Επειδή όμως δεν εισηκούσθη, δια τούτο έκλεισε τον Όσιον μέσα εις σκοτεινήν φυλακήν, και εις πολλάς ημέρας εκεί τον εταλαιπώρησεν. Επρόσταξε γαρ να μη δίδουν εις αυτόν, ούτε ψωμί, ούτε νερόν, ούτε άλλο τι φαγητόν. Τούτο δε μαθόντες οι καλόγηροι και μαθηταί του, επήγαν εις τον βασιλέα λέγοντες, δος μας τον εδικόν μας ποιμένα ω βασιλεύ, και μετά ολίγον υποσχόμεθα να τελειωθή το θέλημά σου. Ο δε βασιλεύς απατηθείς από την υπόσχεσιν αυτήν, έδωκεν εις αυτούς ογλίγωρα τον Άγιον. Επειδή δε ο Άγιος αργοπόρησεν εις το Μοναστήριόν του, και λαβών ολίγην άνεσιν από την προτέραν ταλαιπωρίαν, ελευθερώθη από την πείναν, οπού εδοκίμασεν εις την φυλακήν, δια τούτο ο βασιλεύς βλέπωντας ότι οι Μοναχοί δεν έχουν να πληρώσουν την υπόσχεσίν τους, αλλ’ ενέπαιξαν αυτόν, τούτου χάριν, τους μεν Μοναχούς, ετιμώρησε, τον δε Άγιον, έβαλεν εις φυλακήν. Έπειτα έστειλεν αυτόν εις το Μοναστήριον, το ονομαζόμενον του Φονέως, το οποίον ευρίσκετο εις το στενόν της Πόλεως, και εκεί τον εφυλάκωσαν έξι μήνας, δια να ταλαιπωρηθή περισσότερον, καθότι ο του Μοναστηρίου εκείνου ηγούμενος, ήτον άνθρωπος σκληρός και θηριώδης και άσπλαγχνος.
Έπειτα πάλιν έφερεν ο βασιλεύς τον Άγιον εις τα βασίλεια, και με κολακείας εδοκίμαζε να τον απατήση. Επειδή όμως δεν εισηκούσθη, επρόσταξε να φυλακώσουν τον Όσιον εις το Μοναστήριον, το ονομαζόμενον του Κυκλοβίου. Αφ’ ου δε επέρασαν χρόνοι δύω και μήνες εξ, τότε εύγαλε τον Άγιον από εκεί, και τον εφυλάκωσεν εις την φυλακήν την καλουμένην των Νουμέρων. Είτα έδειρεν αυτόν δυνατά, και από εκεί τον εξώρισεν εις το κάστρον το ονομαζόμενον Προτίλιον. Αφ’ ου δε Λέων ο Αρμένιος εθανατώθη με μαχαίρας, μέσα εις εκείνον τον ίδιον Ναόν, εις τον οποίον πρώτην φοράν ύβρισε και έρριψε κατά γης την αγίαν εικόνα του Χριστού, αφ’ ου, λέγω, ο Λέων απέρριψε κακώς την ψυχήν του, και έγινε βασιλεύς Μιχαήλ ο Τραυλός εν έτει ωκ’ [820], τότε και ο Άγιος ούτος ελευθερώθη από την φυλακήν, και εφιλοξενήθη από μίαν Χριστιανήν γυναίκα, μέσα εις το εδικόν της υποστατικόν, η οποία υπηρέτησεν αυτόν χρόνους επτά. Όταν δε εβασίλευσεν ο του Τραυλού υιός, ήτοι Θεόφιλος ο εικονομάχος, εν έτει ωκθ’ [829], εσύναξεν ο αλιτήριος όλους τους πρότερον γενομένους Ομολογητάς δια τας αγίας εικόνας, και τους έβαλεν εις την φυλακήν. Τότε λοιπόν και ο μακάριος ούτος Ιλαρίων εξετάζεται, ανίσως πείθεται εις την βασιλικήν προσταγήν. Ο δε Άγιος επειδή ήλεγξε τον Θεόφιλον, ως άθεον και απατεώνα, δια τούτο έλαβεν επάνω εις την ράχιν ξυλίας εκατόν δεκαεπτά, και έπειτα εξωρίσθη εις την νήσον Αφουσίαν, η οποία είναι κοντά εις την νήσον Άλωνα, την καλουμένην τουρκιστί Πασά λιμάνι, και υπόκειται εις τον Αρχιεπίσκοπον Προικονήσου. Εκεί λοιπόν ο Όσιος έσκαψε μέσα εις πέτραν, και εκατασκεύασεν ένα μικρόν και στενώτατον κελλάκι, και δια προσευχής του εύγαλε και νερόν, όθεν επέρασεν εκεί χρόνους οκτώ. Αφ’ ου δε ο Θεόφιλος ετελεύτησε, και η τούτου σύζυγος Θεοδώρα εσυνάθροισεν εις την Κωνσταντινούπολιν όλους τους ομολογητάς και Οσίους πατέρας, οπού ευρίσκοντο εις την εξορίαν, και αφ’ ου εκράτυνε και εσύστησε την Ορθοδοξίαν, δια μέσου της αναστηλώσεως και προσκυνήσεως των αγίων εικόνων, τότε και ο Όσιος ούτος Ιλαρίων ελευθερωθείς από την εξορίαν, έλαβε πάλιν το Μοναστήριόν του, διαλάμπων με θαύματα. Τρεις δε χρόνους ζήσας μετά ταύτα, και θεαρέστως διοικήσας τους μαθητάς του, απήλθε προς Κύριον, χρόνων ων εβδομήκοντα.
*
Τη αυτή ημέρα ο Όσιος πατήρ ημών Άτταλος ο Θαυματουργός, εν ειρήνη τελειούται.
Ει θαυματουργός Άτταλος ζων, ου ξένον,
Ου θαυματουργός ύστερον και χους μόνος.
Ούτος ο Όσιος Άτταλος παραιτήσας τον κόσμον και τα εν κόσμω, έγινε Μοναχός, και εμεταχειρίσθη κάθε άσκησιν, ήτοι νηστείαν, αγρυπνίαν, και κάθε άλλην κακοπάθειαν. Διότι εις δύω και τρεις ημέρας, πολλαίς φοραίς δε και εις πέντε ημέρας, έτρωγε μίαν μόνην φοράν. Ούτος δεν εκοιμήθη ποτέ επάνω εις το πλευρόν, αλλά καθήμενος, ή και στεκόμενος, έπερνεν ολίγον ύπνον, όσον να παρηγορή την ασθένειαν της φύσεως. Δια τους κόπους δε αυτούς, πολλήν χάριν έλαβε παρά του Κυρίου, και πολλάς θαυμάτων ενεργείας επλούτησεν. Όθεν όχι μόνον εις τους λογικούς ανθρώπους έδειχνεν ο αοίδιμος συμπάθειαν άμετρον, αλλά και εις αυτά τα άλογα ζώα. Με τας τοιαύτας λοιπόν αρετάς και θαύματα, διεπέρασε την ζωήν του. Όταν δε έμελλε να τελευτήση, επαρακίνησε τους εκεί ευρεθέντας να δώσουν αυτώ τον τελευταίον εν Χριστώ ασπασμόν, και ούτω παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού.
*
Μνήμη των Αγίων πέντε παρθένων, Μάρθας, Μαρίας, και της συνοδίας αυτών, τουτέστι Κυρίας, Βαρερίας, και Μαρκίας. Τελείται δε η αυτών Σύναξις εν τω αγιωτάτω αυτών οίκω, τω όντι εν τοις Βασιλίσκου.
Κόρας φρονίμους πέντ’ έφη Θεός Λόγος,
Προϊστορών σοι τας δε πέντε παρθένους.
Αύται ήτον από την Καισάρειαν της Παλαιστίνης, εδιδάχθησαν δε την ευσέβειαν από ένα Χριστιανόν, όθεν προσήλθον εις την πίστιν του Χριστού, και εδέχθησαν το Άγιον Βάπτισμα. Από τότε λοιπόν εκάθηντο μέσα εις ένα οσπήτιον και ησύχαζον, και επερνούσαν την ζωήν αυτών με ευλάβειαν πολλήν, σχολάζουσαι μεν εις νηστείαν, προσευχήν και αγρυπνίαν. Τον Θεόν δε παρακαλούσαι, δια να αφανισθή τελείως από τον κόσμον, η πλάνη των ειδώλων, να αναλάμψη δε η πίστις των Χριστιανών, εις όλην την οικουμένην. Πλην αγκαλά και ήτον κεκρυμμέναι αι μακάριαι αύται, εμηνύθησαν όμως εις τον άρχοντα της Καισαρείας, όθεν εφέρθησαν εις αυτόν. Και επειδή δεν επείσθησαν να θυσιάσουν εις τα είδωλα, δια τούτο ετιμωρήθησαν με δεινάς και χαλεπάς τιμωρίας, μέσα εις τας οποίας ετελειώθησαν, και έλαβον της αθλήσεως τους στεφάνους.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Γελάσιος, ξίφει τελειούται.
Γελάς γέλωτα τον μακάριον μάκαρ,
Τμηθείς κεφαλήν ω Γελάσι’ ευθύφρον.
Ούτος ο μακάριος Μάρτυς του Χριστού Γελάσιος, όταν εκινήθη υπό των ειδωλολατρών ο κατά των Χριστιανών διωγμός, άναψεν από τον θείον ζήλον, και διαμοιράσας όλα τα υπάρχοντά του εις τους πτωχούς, ενδύθη ένα άσπρον φόρεμα, και επήγεν εις τους Μάρτυρας του Χριστού. Βλέπωντας δε αυτούς, πως ετιμωρούντο δια τον Χριστόν με διαφόρους βασάνους, κατεφίλει τας πληγάς των, εζήτει τας ευχάς των, και επαρακίνει αυτούς δια να σταθούν ανδρείοι εις το Μαρτύριον. Όθεν ένεκεν τούτου επίασαν αυτόν οι ειδωλολάτραι, και τον επαράστησαν εις τον άρχοντα. Ανακριθείς δε υπ’ αυτού ο Μάρτυς, ωμολόγησε τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, τα δε είδωλα εκήρυξε κωφά και αναίσθητα. Ο δε άρχων, κατά μεν το παρόν, εκαταφρόνησεν αυτόν ως ευτελή και ουδαμινόν. Ύστερον δε, έδειρεν αυτόν ολίγον, και τελευταίον επρόσταξε και απέκοψαν την Αγίαν αυτού κεφαλήν, και ούτως έλαβε παρά Κυρίου τον του μαρτυρίου αμάραντον στέφανον.
*
Ο Όσιος Ανούβ ο σημειοφόρος, εν ειρήνη τελειούται.
Σημειοποιόν και θανών Ανούβ χάριν,
Τοις ζώσιν ως ζων μέχρι δεύρο δεικνύει (1).
(1) Περί του Αββά Ανούβ όρα εις το Λαυσαϊκόν. Εν ω αναφέρεται περί του Αββά Σούρου και Ησαΐου και Παύλου, ότι αυτοί επήγαν και ευρήκαν τον Αββάν Ανούβ, όστις ανταμωθείς με αυτούς είπε τα θαυμαστά αληθώς κατορθώματά του, ήγουν, ότι αφ’ ου άρχισε να ονομάζη το όνομα του Δεσπότου Χριστού, δεν ευγήκε ψεύδος από το στόμα του. Ότι αφ’ ου επήγεν εις την έρημον, δεν έφαγε τροφήν ανθρωπίνην, αλλά εκείνην οπού του έφερνεν Άγγελος Κυρίου. Ότι δεν επεθύμησεν άλλο πράγμα εις τον κόσμον, πάρεξ μόνον τον Θεόν. Ότι όσα έγιναν επάνω εις την γην, του τα εφανέρωσεν ο Θεός. Ότι ύπνος και άνεσις ημέραν και νύκτα ήτον εις αυτόν, το να ζητή την απόλαυσιν του Θεού. Ότι όσα ζητήματα εζήτησεν από τον Θεόν, όλα του τα έδωκεν. Ότι ήλθεν εις έκστασιν, και είδε πολλάς μυριάδας Αγίων, οπού επαράστεκαν ενώπιον του Θεού, χορούς Μαρτύρων, τάγματα Δικαίων, τάξεις Οσίων και Ασκητών, οίτινες όλοι με μίαν συμφωνίαν, ύμνουν τον Θεόν με άρρητον ευφροσύνην, ότι είδε τον Σατανάν, οπού παρεδίδετο εις το πυρ το αιώνιον με όλους τους υπηρέτας του. Αυτός είπε και πόσην αγαλλίασιν μέλλουν να έχουν εις τον Παράδεισον εκείνοι, οπού κάμνουν τας εντολάς του Κυρίου. Όθεν μετά τρεις ημέρας, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, και οι ανωτέρω Πατέρες, ήκουσαν τους ύμνους των Αγγέλων, οπού παρέλαβον την αγίαν του ψυχήν. Τούτου του Οσίου Ανούβ πολλά αποφθέγματα γράφονται εν τω Παραδείσω των Πατέρων, και εν τω Ευεργετινώ.
*
Ο Όσιος Φώτας, εν ειρήνη τελειούται.
Των αρετών τα φώτα Φώταν τον μέγαν,
Και νεκρόν αυγάζοντα πάσι μηνύει.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ς΄, μνήμη τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ἱλαρίωνος τοῦ νέου, ἡγουμένου τῆς Μονῆς τῶν Δαλμάτων.
Ἱλαρὸς ὢν πνεύματι σὺ Ἱλαρίων,
Ἱλαρὸς ἐν σώματι ᾖς καὶ καρδίᾳ.
Βῆ δ’ ἐς Ὄλυμπον Ἱλαρίονος κέαρ ἁγνὸν ἐν ἕκτῃ.
Οὗτος ὁ μακάριος Ἱλαρίων ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Νικηφόρου τοῦ Πατρικίου καὶ Σταυρακίου, καὶ Μιχαὴλ Ῥαγκαβέ, καὶ Λέοντος Ἁρμενίου τοῦ εἰκονομάχου, Μιχαὴλ Τραυλοῦ τοῦ εἰκονομάχου, καὶ Θεοφίλου τοῦ εἰκονομάχου, ἐν ἔτει ωβ΄ [802]. Ἐκατάγετο δὲ ἀπὸ τὴν Καππαδοκίαν, ἥτις τουρκιστὶ λέγεται Καραμανία. Πατέρα μὲν ἔχων, Πέτρον καλούμενον, μητέρα δέ, Θεοδοσίαν ὀνόματι. Ὁ δὲ πατὴρ αὐτοῦ ἦτον γνωστὸς εἰς τὸν βασιλέα, ἐπειδὴ καὶ αὐτὸς ἔδιδε τὸν ἄρτον τῆς βασιλικῆς τραπέζης. Ἀφ’ οὗ δὲ ὁ Ὅσιος ἐγεννήθη ἀπὸ αὐτοὺς καὶ ἀπεγαλακτίσθη, ἐδόθη εἰς σχολεῖον διὰ νὰ μάθῃ ἐπιμελῶς τὰ ἱερὰ γράμματα. Ὅταν δὲ ἔγινεν εἴκοσι χρόνων, ἄφησεν εὐαγγελικῶς πατέρα, μητέρα, οἰκίαν, πλοῦτον, καὶ πᾶντα τὸν κόσμον, καὶ ἔγινε Μοναχὸς εἰς τὸ ἐν Κωνσταντινουπόλει εὑρισκόμενον Μοναστήριον τὸ καλούμενον τοῦ Ξηροκηπίου. Εἶτα ἀναχωρήσας ἀπὸ ἐκεῖ, ἐπῆγεν εἰς τὸ Μοναστήριον τὸ ὀνομαζόμενον τοῦ Δαλμάτου, καὶ ἐκεῖ ἔλαβε τὸ μέγα καὶ ἀγγελικὸν σχῆμα, ἤτοι ἔγινε μεγαλόσχημος. Ὅθεν ἔχων ὑπακοὴν καὶ ταπείνωσιν καὶ ἡσυχίαν, ἐδούλευεν ὁ ἀοίδιμος εἰς τὸν κῆπον τοῦ Μοναστηρίου χρόνους δέκα. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐκαθάρισε τὴν ψυχήν του ἀπὸ κάθε πάθος, καὶ ἐλάμπρυνεν αὐτὴν μὲ τὰς ἀρετὰς ὡσὰν ἥλιον, τότε ἔγινε θαυματουργὸς ὑπὸ τῆς θείας χάριτος, ἐδίωξε γὰρ ἀπὸ ἕνα νέον τὸ ἀκάθαρτον δαιμόνιον, ὁποῦ τὸν ἐνώχλει. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ ἡγούμενος τοῦ Μοναστηρίου ἐποίησεν αὐτὸν Ἱερέα, καὶ χωρὶς νὰ θέλῃ. Ἀφ’ οὗ δὲ ὁ ἡγούμενος ἐκεῖνος ἐτελεύτησε μετὰ παρέλευσιν χρόνων τινῶν, ἀνεχώρησεν ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὸ Μοναστήριον καὶ ἐπέρασεν εἰς τόπον καλούμενον Ὀψίκιον, καὶ ἐκεῖθεν ἐπῆγεν εἰς τὸ Μοναστήριον τῶν Καθαρῶν. Τοῦτο δὲ μαθόντες οἱ Μοναχοὶ τοῦ Μοναστηρίου του, ἀνέφεραν αὐτὸ εἰς τὸν τότε Ἅγιον Νικηφόρον τὸν Πατριάρχην, ὁ δὲ Πατριάρχης πάλιν ἀνέφερε τοῦτο πρὸς τὸν βασιλέα Νικηφόρον τὸν Πατρίκιον, παρακινήσας αὐτὸν νὰ στείλῃ νὰ φέρῃ ὀπίσω τὸν Ὅσιον. Ὅθεν ὑπακούσας ὁ Ὅσιος εἰς τὰς παρακινήσεις καὶ τοῦ βασιλέως καὶ τοῦ Πατριάρχου, ἐγύρισεν ὀπίσω, καὶ ἔγινεν ἡγούμενος καὶ Ἀρχιμανδρίτης, καθὼς ἦτον ἐκεῖ τοιαύτη συνήθεια νὰ γίνεται, διορισθεῖσα ἀπὸ Σύνοδον. Ἐπέρασε λοιπὸν ὁ Ὅσιος χρόνους ὀκτώ, ποιμαίνων χριστομιμήτως τὴν ποίμνην τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν δὲ ἔγινε βασιλεὺς Λέων ὁ Ἁρμένιος ἐν ἔτει ωιγ΄ [813] καὶ ἀθέτησε τὴν προσκύνησιν τῶν ἁγίων εἰκόνων, τότε καὶ οὗτος ὁ Ὅσιος Ἱλαρίων ἐφέρθη εἰς τὸν βασιλέα, καὶ ἀναγκάζετο ἀπὸ αὐτὸν μὲ κᾄποιας πιθανολογίας καὶ ὑποσχέσεις, νὰ μὴ προσκυνῇ τὰς ἁγίας εἰκόνας. Ἀλλ’ ὅμως ὁ Ἅγιος ἤλεγξεν αὐτόν, καὶ ἄθεον καὶ νέον παραβάτην Ἰουλιανὸν ὠνόμασεν.
Ὅθεν ἐκ τῶν λόγων τούτων ἐθυμώθη ὁ βασιλεύς, καὶ κατὰ μὲν τὸ παρόν, φοβερίσας αὐτόν, ὅτι ἔχει νὰ τοῦ δώσῃ τιμωρίας πολλὰς καὶ ἀνυποφόρους, τὸν ἔβαλεν εἰς φυλακήν. Μετὰ καιρὸν δὲ πάλιν ἐπαράστησε τὸν Ὅσιον ἔμπροσθέν του, καὶ τοῦ εἶπε τὰ ἴδια λόγια, ὁποῦ εἶπε καὶ πρότερον. Ἔπειτα παρέδωκεν αὐτὸν εἰς τὸν ὁμόφρονά του Πατριάρχην, ἤτοι εἰς τὸν Θεόδοτον τὸν Μελισσηνόν, τὸν καὶ Κασσιτερᾶν ὀνομαζόμενον, τάχα διὰ νὰ τὸν καταπείσῃ ἐκεῖνος. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν εἰσηκούσθη, διὰ τοῦτο ἔκλεισε τὸν Ὅσιον μέσα εἰς σκοτεινὴν φυλακήν, καὶ εἰς πολλὰς ἡμέρας ἐκεῖ τὸν ἐταλαιπώρησεν. Ἐπρόσταξε γὰρ νὰ μὴ δίδουν εἰς αὐτόν, οὔτε ψωμί, οὔτε νερόν, οὔτε ἄλλο τι φαγητόν. Τοῦτο δὲ μαθόντες οἱ καλόγηροι καὶ μαθηταί του, ἐπῆγαν εἰς τὸν βασιλέα λέγοντες, δός μας τὸν ἐδικόν μας ποιμένα ὦ βασιλεῦ, καὶ μετὰ ὀλίγον ὑποσχόμεθα νὰ τελειωθῇ τὸ θέλημά σου. Ὁ δὲ βασιλεὺς ἀπατηθεὶς ἀπὸ τὴν ὑπόσχεσιν αὐτήν, ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς ὀγλίγωρα τὸν Ἅγιον. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἅγιος ἀργοπόρησεν εἰς τὸ Μοναστήριόν του, καὶ λαβὼν ὀλίγην ἄνεσιν ἀπὸ τὴν προτέραν ταλαιπωρίαν, ἐλευθερώθη ἀπὸ τὴν πεῖναν, ὁποῦ ἐδοκίμασεν εἰς τὴν φυλακήν, διὰ τοῦτο ὁ βασιλεὺς βλέπωντας ὅτι οἱ Μοναχοὶ δὲν ἔχουν νὰ πληρώσουν τὴν ὑπόσχεσίν τους, ἀλλ’ ἐνέπαιξαν αὐτόν, τούτου χάριν, τοὺς μὲν Μοναχούς, ἐτιμώρησε, τὸν δὲ Ἅγιον, ἔβαλεν εἰς φυλακήν. Ἔπειτα ἔστειλεν αὐτὸν εἰς τὸ Μοναστήριον, τὸ ὀνομαζόμενον τοῦ Φονέως, τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο εἰς τὸ στενὸν τῆς Πόλεως, καὶ ἐκεῖ τὸν ἐφυλάκωσαν ἕξι μῆνας, διὰ νὰ ταλαιπωρηθῇ περισσότερον, καθότι ὁ τοῦ Μοναστηρίου ἐκείνου ἡγούμενος, ἦτον ἄνθρωπος σκληρὸς καὶ θηριώδης καὶ ἄσπλαγχνος.
Ἔπειτα πάλιν ἔφερεν ὁ βασιλεὺς τὸν Ἅγιον εἰς τὰ βασίλεια, καὶ μὲ κολακείας ἐδοκίμαζε νὰ τὸν ἀπατήσῃ. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν εἰσηκούσθη, ἐπρόσταξε νὰ φυλακώσουν τὸν Ὅσιον εἰς τὸ Μοναστήριον, τὸ ὀνομαζόμενον τοῦ Κυκλοβίου. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασαν χρόνοι δύω καὶ μῆνες ἕξ, τότε εὔγαλε τὸν Ἅγιον ἀπὸ ἐκεῖ, καὶ τὸν ἐφυλάκωσεν εἰς τὴν φυλακὴν τὴν καλουμένην τῶν Νουμέρων. Εἶτα ἔδειρεν αὐτὸν δυνατά, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ τὸν ἐξώρισεν εἰς τὸ κάστρον τὸ ὀνομαζόμενον Προτίλιον. Ἀφ’ οὗ δὲ Λέων ὁ Ἁρμένιος ἐθανατώθη μὲ μαχαίρας, μέσα εἰς ἐκεῖνον τὸν ἴδιον Ναόν, εἰς τὸν ὁποῖον πρώτην φορὰν ὕβρισε καὶ ἔρριψε κατὰ γῆς τὴν ἁγίαν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ἀφ’ οὗ, λέγω, ὁ Λέων ἀπέρριψε κακῶς τὴν ψυχήν του, καὶ ἔγινε βασιλεὺς Μιχαὴλ ὁ Τραυλὸς ἐν ἔτει ωκ΄ [820], τότε καὶ ὁ Ἅγιος οὗτος ἐλευθερώθη ἀπὸ τὴν φυλακήν, καὶ ἐφιλοξενήθη ἀπὸ μίαν Χριστιανὴν γυναῖκα, μέσα εἰς τὸ ἐδικόν της ὑποστατικόν, ἡ ὁποία ὑπηρέτησεν αὐτὸν χρόνους ἑπτά. Ὅταν δὲ ἐβασίλευσεν ὁ τοῦ Τραυλοῦ υἱός, ἤτοι Θεόφιλος ὁ εἰκονομάχος, ἐν ἔτει ωκθ΄ [829], ἐσύναξεν ὁ ἀλιτήριος ὅλους τοὺς πρότερον γενομένους Ὁμολογητὰς διὰ τὰς ἁγίας εἰκόνας, καὶ τοὺς ἔβαλεν εἰς τὴν φυλακήν. Τότε λοιπὸν καὶ ὁ μακάριος οὗτος Ἱλαρίων ἐξετάζεται, ἀνίσως πείθεται εἰς τὴν βασιλικὴν προσταγήν. Ὁ δὲ Ἅγιος ἐπειδὴ ἤλεγξε τὸν Θεόφιλον, ὡς ἄθεον καὶ ἀπατεῶνα, διὰ τοῦτο ἔλαβεν ἐπάνω εἰς τὴν ῥάχιν ξυλίας ἑκατὸν δεκαεπτά, καὶ ἔπειτα ἐξωρίσθη εἰς τὴν νῆσον Ἀφουσίαν, ἡ ὁποία εἶναι κοντὰ εἰς τὴν νῆσον Ἅλωνα, τὴν καλουμένην τουρκιστὶ Πασᾶ λιμάνι, καὶ ὑπόκειται εἰς τὸν Ἀρχιεπίσκοπον Προικονήσου. Ἐκεῖ λοιπὸν ὁ Ὅσιος ἔσκαψε μέσα εἰς πέτραν, καὶ ἐκατασκεύασεν ἕνα μικρὸν καὶ στενώτατον κελλάκι, καὶ διὰ προσευχῆς του εὔγαλε καὶ νερόν, ὅθεν ἐπέρασεν ἐκεῖ χρόνους ὀκτώ. Ἀφ’ οὗ δὲ ὁ Θεόφιλος ἐτελεύτησε, καὶ ἡ τούτου σύζυγος Θεοδώρα ἐσυνάθροισεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ὅλους τοὺς ὁμολογητὰς καὶ Ὁσίους πατέρας, ὁποῦ εὑρίσκοντο εἰς τὴν ἐξορίαν, καὶ ἀφ’ οὗ ἐκράτυνε καὶ ἐσύστησε τὴν Ὀρθοδοξίαν, διὰ μέσου τῆς ἀναστηλώσεως καὶ προσκυνήσεως τῶν ἁγίων εἰκόνων, τότε καὶ ὁ Ὅσιος οὗτος Ἱλαρίων ἐλευθερωθεὶς ἀπὸ τὴν ἐξορίαν, ἔλαβε πάλιν τὸ Μοναστήριόν του, διαλάμπων μὲ θαύματα. Τρεῖς δὲ χρόνους ζήσας μετὰ ταῦτα, καὶ θεαρέστως διοικήσας τοὺς μαθητάς του, ἀπῆλθε πρὸς Κύριον, χρόνων ὢν ἑβδομήκοντα.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ὅσιος πατὴρ ἡμῶν Ἄτταλος ὁ Θαυματουργός, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Εἰ θαυματουργὸς Ἄτταλος ζῶν, οὐ ξένον,
Οὗ θαυματουργὸς ὕστερον καὶ χοῦς μόνος.
Οὗτος ὁ Ὅσιος Ἄτταλος παραιτήσας τὸν κόσμον καὶ τὰ ἐν κόσμῳ, ἔγινε Μοναχός, καὶ ἐμεταχειρίσθη κάθε ἄσκησιν, ἤτοι νηστείαν, ἀγρυπνίαν, καὶ κάθε ἄλλην κακοπάθειαν. Διότι εἰς δύω καὶ τρεῖς ἡμέρας, πολλαῖς φοραῖς δὲ καὶ εἰς πέντε ἡμέρας, ἔτρωγε μίαν μόνην φοράν. Οὗτος δὲν ἐκοιμήθη ποτὲ ἐπάνω εἰς τὸ πλευρόν, ἀλλὰ καθήμενος, ἢ καὶ στεκόμενος, ἔπερνεν ὀλίγον ὕπνον, ὅσον νὰ παρηγορῇ τὴν ἀσθένειαν τῆς φύσεως. Διὰ τοὺς κόπους δὲ αὐτούς, πολλὴν χάριν ἔλαβε παρὰ τοῦ Κυρίου, καὶ πολλὰς θαυμάτων ἐνεργείας ἐπλούτησεν. Ὅθεν ὄχι μόνον εἰς τοὺς λογικοὺς ἀνθρώπους ἔδειχνεν ὁ ἀοίδιμος συμπάθειαν ἄμετρον, ἀλλὰ καὶ εἰς αὐτὰ τὰ ἄλογα ζῶα. Μὲ τὰς τοιαύτας λοιπὸν ἀρετὰς καὶ θαύματα, διεπέρασε τὴν ζωήν του. Ὅταν δὲ ἔμελλε νὰ τελευτήσῃ, ἐπαρακίνησε τοὺς ἐκεῖ εὑρεθέντας νὰ δώσουν αὐτῷ τὸν τελευταῖον ἐν Χριστῷ ἀσπασμόν, καὶ οὕτω παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ.
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων πέντε παρθένων, Μάρθας, Μαρίας, καὶ τῆς συνοδίας αὐτῶν, τουτέστι Κυρίας, Βαρερίας, καὶ Μαρκίας. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτῶν Σύναξις ἐν τῷ ἁγιωτάτῳ αὐτῶν οἴκῳ, τῷ ὄντι ἐν τοῖς Βασιλίσκου.
Κόρας φρονίμους πέντ’ ἔφη Θεὸς Λόγος,
Προϊστορῶν σοι τάς δε πέντε παρθένους.
Αὗται ἦτον ἀπὸ τὴν Καισάρειαν τῆς Παλαιστίνης, ἐδιδάχθησαν δὲ τὴν εὐσέβειαν ἀπὸ ἕνα Χριστιανόν, ὅθεν προσῆλθον εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἐδέχθησαν τὸ Ἅγιον Βάπτισμα. Ἀπὸ τότε λοιπὸν ἐκάθηντο μέσα εἰς ἕνα ὁσπήτιον καὶ ἡσύχαζον, καὶ ἐπερνοῦσαν τὴν ζωὴν αὑτῶν μὲ εὐλάβειαν πολλήν, σχολάζουσαι μὲν εἰς νηστείαν, προσευχὴν καὶ ἀγρυπνίαν. Τὸν Θεὸν δὲ παρακαλοῦσαι, διὰ νὰ ἀφανισθῇ τελείως ἀπὸ τὸν κόσμον, ἡ πλάνη τῶν εἰδώλων, νὰ ἀναλάμψῃ δὲ ἡ πίστις τῶν Χριστιανῶν, εἰς ὅλην τὴν οἰκουμένην. Πλὴν ἀγκαλὰ καὶ ἦτον κεκρυμμέναι αἱ μακάριαι αὗται, ἐμηνύθησαν ὅμως εἰς τὸν ἄρχοντα τῆς Καισαρείας, ὅθεν ἐφέρθησαν εἰς αὐτόν. Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἐπείσθησαν νὰ θυσιάσουν εἰς τὰ εἴδωλα, διὰ τοῦτο ἐτιμωρήθησαν μὲ δεινὰς καὶ χαλεπὰς τιμωρίας, μέσα εἰς τὰς ὁποίας ἐτελειώθησαν, καὶ ἔλαβον τῆς ἀθλήσεως τοὺς στεφάνους.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Γελάσιος, ξίφει τελειοῦται.
Γελᾷς γέλωτα τὸν μακάριον μάκαρ,
Τμηθεὶς κεφαλὴν ὦ Γελάσι’ εὐθύφρον.
Οὗτος ὁ μακάριος Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ Γελάσιος, ὅταν ἐκινήθη ὑπὸ τῶν εἰδωλολατρῶν ὁ κατὰ τῶν Χριστιανῶν διωγμός, ἄναψεν ἀπὸ τὸν θεῖον ζῆλον, καὶ διαμοιράσας ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του εἰς τοὺς πτωχούς, ἐνδύθη ἕνα ἄσπρον φόρεμα, καὶ ἐπῆγεν εἰς τοὺς Μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ. Βλέπωντας δὲ αὐτούς, πῶς ἐτιμωροῦντο διὰ τὸν Χριστὸν μὲ διαφόρους βασάνους, κατεφίλει τὰς πληγάς των, ἐζήτει τὰς εὐχάς των, καὶ ἐπαρακίνει αὐτοὺς διὰ νὰ σταθοῦν ἀνδρεῖοι εἰς τὸ Μαρτύριον. Ὅθεν ἕνεκεν τούτου ἐπίασαν αὐτὸν οἱ εἰδωλολάτραι, καὶ τὸν ἐπαράστησαν εἰς τὸν ἄρχοντα. Ἀνακριθεὶς δὲ ὑπ’ αὐτοῦ ὁ Μάρτυς, ὡμολόγησε τὸν Χριστὸν Θεὸν ἀληθινόν, τὰ δὲ εἴδωλα ἐκήρυξε κωφὰ καὶ ἀναίσθητα. Ὁ δὲ ἄρχων, κατὰ μὲν τὸ παρόν, ἐκαταφρόνησεν αὐτὸν ὡς εὐτελῆ καὶ οὐδαμινόν. Ὕστερον δέ, ἔδειρεν αὐτὸν ὀλίγον, καὶ τελευταῖον ἐπρόσταξε καὶ ἀπέκοψαν τὴν Ἁγίαν αὐτοῦ κεφαλήν, καὶ οὕτως ἔλαβε παρὰ Κυρίου τὸν τοῦ μαρτυρίου ἀμάραντον στέφανον.
*
Ὁ Ὅσιος Ἀνοὺβ ὁ σημειοφόρος, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Σημειοποιὸν καὶ θανὼν Ἀνοὺβ χάριν,
Τοῖς ζῶσιν ὡς ζῶν μέχρι δεῦρο δεικνύει (1).
(1) Περὶ τοῦ Ἀββᾶ Ἀνοὺβ ὅρα εἰς τὸ Λαυσαϊκόν. Ἐν ᾧ ἀναφέρεται περὶ τοῦ Ἀββᾶ Σούρου καὶ Ἡσαΐου καὶ Παύλου, ὅτι αὐτοὶ ἐπῆγαν καὶ εὑρῆκαν τὸν Ἀββᾶν Ἀνούβ, ὅστις ἀνταμωθεὶς μὲ αὐτοὺς εἶπε τὰ θαυμαστὰ ἀληθῶς κατορθώματά του, ἤγουν, ὅτι ἀφ’ οὗ ἄρχισε νὰ ὀνομάζῃ τὸ ὄνομα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, δὲν εὐγῆκε ψεῦδος ἀπὸ τὸ στόμα του. Ὅτι ἀφ’ οὗ ἐπῆγεν εἰς τὴν ἔρημον, δὲν ἔφαγε τροφὴν ἀνθρωπίνην, ἀλλὰ ἐκείνην ὁποῦ τοῦ ἔφερνεν Ἄγγελος Κυρίου. Ὅτι δὲν ἐπεθύμησεν ἄλλο πρᾶγμα εἰς τὸν κόσμον, πάρεξ μόνον τὸν Θεόν. Ὅτι ὅσα ἔγιναν ἐπάνω εἰς τὴν γῆν, τοῦ τὰ ἐφανέρωσεν ὁ Θεός. Ὅτι ὕπνος καὶ ἄνεσις ἡμέραν καὶ νύκτα ἦτον εἰς αὐτόν, τὸ νὰ ζητῇ τὴν ἀπόλαυσιν τοῦ Θεοῦ. Ὅτι ὅσα ζητήματα ἐζήτησεν ἀπὸ τὸν Θεόν, ὅλα τοῦ τὰ ἔδωκεν. Ὅτι ἦλθεν εἰς ἔκστασιν, καὶ εἶδε πολλὰς μυριάδας Ἁγίων, ὁποῦ ἐπαράστεκαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, χοροὺς Μαρτύρων, τάγματα Δικαίων, τάξεις Ὁσίων καὶ Ἀσκητῶν, οἵτινες ὅλοι μὲ μίαν συμφωνίαν, ὕμνουν τὸν Θεὸν μὲ ἄρρητον εὐφροσύνην, ὅτι εἶδε τὸν Σατανᾶν, ὁποῦ παρεδίδετο εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον μὲ ὅλους τοὺς ὑπηρέτας του. Αὐτὸς εἶπε καὶ πόσην ἀγαλλίασιν μέλλουν νὰ ἔχουν εἰς τὸν Παράδεισον ἐκεῖνοι, ὁποῦ κάμνουν τὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου. Ὅθεν μετὰ τρεῖς ἡμέρας, παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ, καὶ οἱ ἀνωτέρω Πατέρες, ἤκουσαν τοὺς ὕμνους τῶν Ἀγγέλων, ὁποῦ παρέλαβον τὴν ἁγίαν του ψυχήν. Τούτου τοῦ Ὁσίου Ἀνοὺβ πολλὰ ἀποφθέγματα γράφονται ἐν τῷ Παραδείσῳ τῶν Πατέρων, καὶ ἐν τῷ Εὐεργετινῷ.
*
Ὁ Ὅσιος Φώτας, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Τῶν ἀρετῶν τὰ φῶτα Φώταν τὸν μέγαν,
Καὶ νεκρὸν αὐγάζοντα πᾶσι μηνύει.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *