Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου4 Μαρτίου

Των Αγίων Γερασίμου του Ιορδανίτου, Παύλου, Ιουλιανής, Κοδράτου, Ακακίου, Στρατονίκου, Γρηγορίου Επισκόπου Κύπρου, Γρηγορίου Επισκόπου Άσσου

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Άγιος Γεράσιμος ο ΙορδανίτηςΤω αυτώ μηνί Δ’, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Γερασίμου του Ιορδανίτου.

Υπηρέτης θηρ τω Γερασίμω γέρας,
Θήρας παθών κτείναντι πριν λήξαι βίου.

Τη δε τετάρτη Γεράσιμος βιότοιο απέπτη.

Ούτος ο Όσιος Γεράσιμος ήτον κατά τους χρόνους Κωνσταντίνου του βασιλέως, του καλουμένου Πωγωνάτου, εν έτει χο’ [670], ως λέγει Σωφρόνιος ο Ιεροσολύμων ο τον Βίον του Οσίου τούτου γράψας (1). Παιδιόθεν δε στοιχειωθείς με τον φόβον του Θεού, και το σχήμα των Μοναχών ενδυθείς, επήγεν εις την βαθυτέραν έρημον της Θηβαΐδος. Εις τόσον δε ύψος αρετών έφθασε, και τόσην οικειότητα έλαβε προς τον Θεόν, διατί εφύλαξε το κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν καθαρόν, ώστε οπού, είχεν υποκάτω εις την εξουσίαν του και αυτά τα άγρια θηρία. Διότι ένα λεοντάρι τον υπηρέτει, το οποίον κοντά εις τας άλλας υπηρεσίας, οπού έκαμνε του Οσίου, είχε και το διακόνημα αυτό, το να βόσκη τον γαΐδαρον, οπού έφερνε το νερόν εις τον Όσιον. Μίαν φοράν δε επέρασαν από εκεί μερικοί πραγματευταί, και βλέποντες τον γαΐδαρον μοναχόν, έκλεψαν αυτόν, το δε λεοντάρι εκοιμάτο και δεν αισθάνθηκεν. Όθεν το βράδυ εγύρισεν εις τον Όσιον χωρίς να έχη μαζί του τον γαΐδαρον κατά την συνήθειαν.

Βλέπων δε το λεοντάρι μοναχόν ο υπηρέτης του Οσίου, έλεγεν εις τον γέροντα, ότι αυτό έφαγε τον γαΐδαρον. Όθεν εκαταδικάσθη το ταλαίπωρον λεοντάρι, να φορτόνεται επάνω εις τους ώμους του τας στάμνας, και να φέρνη το νερόν από τον ποταμόν αντί του γαϊδάρου, εις τόσον διάστημα χρόνου, εις όσον εκρατείτο ο γαΐδαρος από τους ανωτέρω πραγματευτάς. Επειδή δε οι ίδιοι πραγματευταί έτυχε να περάσουν πάλιν από τον ίδιον εκείνον δρόμον, έχοντες μαζί των και τον γαΐδαρον, δια τούτο ευθύς οπού είδε το λεοντάρι τον γαΐδαρον, εγνώρισεν αυτόν. Όθεν ώρμησεν αιφνιδίως εναντίον των πραγματευτών με μεγάλον βρύχημα, οίτινες φοβηθέντες έφυγον. Έπειτα επίασε με τα οδόντιά του το καπίστρι του γαϊδάρου και το ετράβιξεν. Τραβίζον δε τον γαΐδαρον, ετράβιζεν ομού και όλας τας καμήλους, αι οποίαι ήτον δεμέναι εις τον γαΐδαρον, και ούτω τας έφερεν όλας εις το κελλίον του Οσίου Γερασίμου. Κτυπών δε με την ουράν του την πόρταν του κελλίου του γέροντος, έκαμνεν ωσάν επίδειξιν, ότι επρόσφερεν αυτάς κυνήγιον εις τον γέροντα.

Βλέπωντας δε ο γέρων το πράγμα, εχαμογέλασεν ολίγον, και είπε προς τον μαθητήν του, αδίκως εκατηγορείτο από λόγου μας το αθώον λεοντάρι, ότι έφαγε τον γαΐδαρον. Λοιπόν τώρα πρέπει να το ελευθερώσωμεν από τον κόπον της υπηρεσίας, και ας υπάγη να βόσκη εις τους συνειθισμένους του τόπους. Τότε κλίναν την κεφαλήν του το λεοντάρι, ωσάν να ήτον λογικόν, και τρόπον τινά αποχαιρετήσαν τον γέροντα, επήγεν εις την ερημίαν. Κάθε δε εβδομάδα ήρχετο μίαν φοράν, και επροσκύνει τον γέροντα. Αφ’ ου δε ο γέρωντας απέθανεν, ήλθε πάλιν το λεοντάρι κατά την συνήθειάν του, και εζήτει να προσκυνήση τον γέροντα. Μη ευρίσκον δε αυτόν, εφαίνετο ότι λυπείται και αγανακτεί. Επειδή δε ο μαθητής του Οσίου με πολλά σχήματα έδωκεν εις το λεοντάρι να αισθανθή, ότι απέθανεν ο γέρων, δια τούτο εκείνο εθρήνει με ένα λεπτόν βρύχημα τον θάνατον του γέροντος, και εφαίνετο ότι εζήτει τον τάφον του. Αφ’ ου δε ο μαθητής του Οσίου έφερε το λεοντάρι εις τον τάφον του γέροντος, τότε ο λέων έπεσεν επάνω εις αυτόν, και μεγάλως βρυχήσας, από τον υπερβολικόν πόνον της του γέροντος αγάπης εξέπνευσε. Με τοιούτον τρόπον δοξάζει ο Θεός τους αυτόν δοξάζοντας. Έτζι κάμνει να υποτάττωνται τα θηρία εις εκείνους, οπού φυλάττουν καθαρόν το κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν (2).

(1) Εν δε τω Ωρολογίω χρονολογείται ούτος, ότι ήτον επί του βασιλέως Μαρκιανού, εν έτει υν’ [450] βασιλεύσαντος.

(2) Σημείωσαι, ότι ο Όσιος ούτος Γεράσιμος, ως απλούς και άκακος ηπατήθη από τον Μονοφυσίτην Θεοδόσιον. (Καθώς ηπατήθησαν και ο Πέτρος, και Μάρκος, ο Ιούλλων, και Σιλβανός οι αναχωρηταί.) Και εδόξαζε συνουσίωσιν και φυρμόν επί των ασυγχύτων του Χριστού δύω ουσιών τε και φύσεων, και μόλον οπού έκαμνε θαύματα. Ύστερον δε πηγαίνωντας εις τον Άγιον Ευθύμιον, ησυχάζοντα τότε εις τον Ρουβάν, ωμίλησε με αυτόν περί πίστεως, και ευρέθη ηπατημένος. Όθεν εδιωρθώθη υπό των θεορρήτων λόγων του Αγίου Ευθυμίου. Καθώς και οι ανωτέρω αναχωρηταί υπό του αυτού Αγίου Ευθυμίου εδιωρθώθησαν. (Όρα σελ. 399 της Δωδεκαβίβλου.) Όρα και εις την υποσημείωσιν της μνήμης Ιουστινιανού του βασιλέως κατά την δευτέραν του Αυγούστου, και εις την δεκάτην του Ιουλίου εν τη υποσημειώσει του Συναξαρίου των δέκα χιλιάδων των Οσίων. Όρα δε και τον θείον Χρυσόστομον εν τω προς τον Ιώβ τετάρτω λόγω αυτού, όπου φέρων τα από ακακίας λεχθέντα λόγια προς τον Θεόν υπό του Ιώβ τολμηρώς, οίον το «Τις δώσει κριτήν αναμέσον εμού και σου, ίνα γνω πόσαι εισίν αι αμαρτίαι μου, ότι ούτω με έκρινας», και το «Λαλήσω πικρία ψυχής μου συνεχόμενος, και ερώ προς Κύριον. Μη με ασεβείν δίδασκε. Και δια τι με ούτως έκρινας;» (Ιώβ ι’ 1). Ταύτα, λέγω, τα τολμηρά λόγια, και άλλα όμοια αυτοίς, φέρων εις το μέσον, λέγει· «Φοβερόν το ρήμα, αλλ’ απ’ ακακίας… ούτω και ο Θεός ειδώς ότι ουκ εκ κακίας, αλλ’ εξ ακακίας φθέγγεται (μαρτυρεί γαρ αυτώ λέγων· “Έτι δε έχεται ακακίας”) δέχεται τα παρά του Ιώβ, εις κρίσιν καλούμενος παρ’ αυτού». Όθεν επιφέρει ως εκ προσώπου του Θεού τα λόγια ταύτα ο Χρυσορρήμων· «Επειδή δια την ακακίαν εξήλθες των μέτρων της φύσεως, συνέγνων σου τη ακεραιότητι. Καν γαρ τις από ακακίας αμάρτη, ο Θεός διορθούται τα από ακακίας γινόμενα». Διατί δε ανέφερα εδώ τα ειρημένα; Δια να προσαρμόσωμεν ταύτα και εις τον Όσιον Γεράσιμον τούτον και τους άλλους αναχωρητάς, και εις τας δέκα χιλιάδας των Οσίων, οίτινες κατά ακακίαν και άγνοιαν, έπεσαν είς τινα απάδοντα της κοινής δόξης της Εκκλησίας.

*

Τη αυτή ημέρα μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Παύλου, και Ιουλιανής της αδελφής αυτού.

Ο κείμενος μεν, Παύλος, η δε κειμένη,
Ιουλιανή σύγγονοι τετμημένοι.

Ούτοι οι δύω αυτάδελφοι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Αυρηλιανού, εν έτει σοβ’ [272], καταγόμενοι από την Πτολεμαΐδα, υιοί γονέων ευσεβών. Και ο μεν Παύλος, ήτον Αναγνώστης: ήτοι ανεγίνωσκεν εις τον λαόν τας ιεράς Βίβλους, τας οποίας μελετήσας φιλοπόνως, εκατάλαβε το νόημα αυτών. Όθεν, και μόλον οπού ήτον νέος, επεστόμιζεν όμως τους εναντίους προχειρότατα, και ήτον κήρυξ ένθεος της περί ημάς του Θεού Λόγου οικονομίας. Όταν δε ήλθεν ο βασιλεύς Αυρήλιος εις την Πτολεμαΐδα, έδιδε θάρρος εις την αδελφήν του Ιουλιανήν, και ενεδυνάμονεν αυτήν να σταθή πρόθυμος, επειδή και μέλλει να ακολουθήση πειρασμός μεγάλος. Αυτός δε αρμάτωσε τον εαυτόν του με τον τύπον του τιμίου Σταυρού. Επειδή δε είδον αυτόν οι Έλληνες, ότι έκαμε τον σταυρόν του, εδιάβαλον αυτόν ως Χριστιανόν εις τον βασιλέα. Παρασταθείς λοιπόν εις αυτόν, και ελέγξας την ματαιότητα των ειδώλων, εκρεμάσθη υψηλά και εξεσχίσθη.

Η δε Ιουλιανή βλέπουσα τον αδελφόν της ξεσχισμένον, εφώναζε, κατηγορούσα τον τύραννον, πως αδίκως ξεσχίζει τον αδελφόν της. Όθεν επιάσθη και αυτή και κρεμασθείσα εξεσχίσθη. Έπειτα ρίπτονται και οι δύω εις την φυλακήν. Ύστερον βάλλονται και οι δύω εις ένα καζάνι γεμάτον από πίσσαν βρασμένην. Μετά ταύτα, απλόνονται επάνω εις μίαν κλίνην πυρωμένην, και δέρνονται εις την ράχιν. Τότε ο Κοδράτος και Ακάκιος οι δήμιοι, συμπονέσαντες τους Αγίους, επίστευσαν εις τον Χριστόν, διο και απεκεφαλίσθησαν, και ούτως έλαβον τους στεφάνους του μαρτυρίου. Έπειτα δεθέντες οι Άγιοι με σιδηρά δεσμά, εβάλθησαν εις την φυλακήν, ελύθησαν όμως δια επιφανείας θείου Αγγέλου, και χορτάσαντες από φαγητόν, ευχαρίστησαν τον Χριστόν, και πάλιν παρεστάθησαν εις τον βασιλέα, ο οποίος παρακινών τους Αγίους να αρνηθούν τον Χριστόν, ουδέν εκατώρθωσε. Δια τούτο πάλιν κρεμασθέντες οι Μάρτυρες, εδάρθησαν δυνατά.

Τότε και ο δήμιος Στρατόνικος, συμπονέσας την Αγίαν Ιουλιανήν, επίστευσεν εις τον Χριστόν. Ο δε τύραννος μαθών τούτο, εθύμωσε, και παρευθύς επρόσταξε, να κόψουν μεν την κεφαλήν εκείνου, τους δε Αγίους, να κλείσουν εις ένα τόπον, οπού είχε θηρία και οφίδια και άλλα ερπετά θανατηφόρα. Επειδή δε υπό της χάριτος του Θεού εφυλάχθησαν οι Άγιοι αβλαβείς, δια τούτο, τον μεν Άγιον Παύλον, επρόσταξε να δέσουν εις ένα πάλον, και να κτυπούν τας σιαγόνας του με μολύβια, το δε άλλο σώμα του, να δέρνουν με ραβδία σιδηρά πεπυρωμένα. Την δε αδελφήν του Αγίαν Ιουλιανήν, επρόσταξε να υπάγουν εις ένα πορνοστάσιον, και εκεί να την διαφθείρουν ασελγείς τινες και ακόλαστοι άνθρωποι. Άγγελος δε Κυρίου παραστάς, με τον κονιορτόν των ποδών του ετύφλονε τα ομμάτια των ακολάστων εκείνων. Όμως σπλαγχνισθείσα τους ελεεινούς εκείνους, έχυσεν εις αυτούς νερόν και τους έκαμεν υγιείς.

Διαμείνασα λοιπόν άφθορος, βάλλεται μαζί με τον αδελφόν της μέσα εις ένα λάκκον γεμάτον από φωτίαν. Και επειδή ο τύραννος επρόσταζε να λιθοβοληθούν οι Άγιοι μέσα εις εκείνον τον λάκκον του πυρός, δια τούτο, ω του θαύματος! εφάνη από τους Ουρανούς ένα νέφαλον γεμάτον από φωτίαν, το οποίον πλησιάσαν κοντά εις τον βασιλέα, αντί να βρέξη βροχήν νερού, έβρεξεν επάνω αυτού βροχήν πυρός. Ο δε βασιλεύς φοβηθείς, εύγαλε μεν τους Αγίους από τον λάκκον, δεν εδιωρθώθη δε, αλλά πάλιν επρόσταξε να κατακαύσουν τα πρόσωπα και όλον το σώμα των Αγίων, με αναμμένας λαμπάδας. Και τελευταίον, επρόσταξε και απεκεφάλισαν αυτούς, και έτζι οι του Χριστού καλλίνικοι Μάρτυρες τους στεφάνους έλαβον της αθλήσεως.

*

Οι Άγιοι Μάρτυρες οι ανωτέρω, Κοδράτος, Ακάκιος, και Στρατόνικος οι από δημίων, ξίφει τελειούνται.

Τρεις εκχέαντες αίμα πολλών ως ύδωρ,
Σφων αίμα Χριστέ, σοι χέουσιν εκ ξίφους.

*

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Επίσκοπος Κύπρου, εν ειρήνη τελειούται.

Έλαφος ώσπερ εκ βρόχου ρυσθείς βίου,
Άνεισι Γρηγόριος, ένθα ζων ύδωρ.

*

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Επίσκοπος Άσσου της εν τη Ανατολή, ο ζήσας εν έτει ͵αρν’ [1150], εν ειρήνη τελειούται (3).

Εκ του τάφου σου Γρηγόριε εκρέει,
Ύδωρ γλύκιστον δόξαν εις Θεού μάκαρ.

(3) Τον Βίον αυτού όρα εις το Νέον Εκλόγιον.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Άγιος Γεράσιμος ο ΙορδανίτηςΤῷ αὐτῷ μηνὶ Δ΄, μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Γερασίμου τοῦ Ἰορδανίτου.

Ὑπηρέτης θὴρ τῷ Γερασίμῳ γέρας,
Θῆρας παθῶν κτείναντι πρὶν λῆξαι βίου.

Τῇ δὲ τετάρτῃ Γεράσιμος βιότοιο ἀπέπτη.

Οὗτος ὁ Ὅσιος Γεράσιμος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Κωνσταντίνου τοῦ βασιλέως, τοῦ καλουμένου Πωγωνάτου, ἐν ἔτει χο΄ [670], ὡς λέγει Σωφρόνιος ὁ Ἱεροσολύμων ὁ τὸν Βίον τοῦ Ὁσίου τούτου γράψας (1). Παιδιόθεν δὲ στοιχειωθεὶς μὲ τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸ σχῆμα τῶν Μοναχῶν ἐνδυθείς, ἐπῆγεν εἰς τὴν βαθυτέραν ἔρημον τῆς Θηβαΐδος. Εἰς τόσον δὲ ὕψος ἀρετῶν ἔφθασε, καὶ τόσην οἰκειότητα ἔλαβε πρὸς τὸν Θεόν, διατὶ ἐφύλαξε τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν καθαρόν, ὥστε ὁποῦ, εἶχεν ὑποκάτω εἰς τὴν ἐξουσίαν του καὶ αὐτὰ τὰ ἄγρια θηρία. Διότι ἕνα λεοντάρι τὸν ὑπηρέτει, τὸ ὁποῖον κοντὰ εἰς τὰς ἄλλας ὑπηρεσίας, ὁποῦ ἔκαμνε τοῦ Ὁσίου, εἶχε καὶ τὸ διακόνημα αὐτό, τὸ νὰ βόσκῃ τὸν γαΐδαρον, ὁποῦ ἔφερνε τὸ νερὸν εἰς τὸν Ὅσιον. Μίαν φορὰν δὲ ἐπέρασαν ἀπὸ ἐκεῖ μερικοὶ πραγματευταί, καὶ βλέποντες τὸν γαΐδαρον μοναχόν, ἔκλεψαν αὐτόν, τὸ δὲ λεοντάρι ἐκοιμᾶτο καὶ δὲν αἰσθάνθηκεν. Ὅθεν τὸ βράδυ ἐγύρισεν εἰς τὸν Ὅσιον χωρὶς νὰ ἔχῃ μαζί του τὸν γαΐδαρον κατὰ τὴν συνήθειαν.

Βλέπων δὲ τὸ λεοντάρι μοναχὸν ὁ ὑπηρέτης τοῦ Ὁσίου, ἔλεγεν εἰς τὸν γέροντα, ὅτι αὐτὸ ἔφαγε τὸν γαΐδαρον. Ὅθεν ἐκαταδικάσθη τὸ ταλαίπωρον λεοντάρι, νὰ φορτόνεται ἐπάνω εἰς τοὺς ὤμους του τὰς στάμνας, καὶ νὰ φέρνῃ τὸ νερὸν ἀπὸ τὸν ποταμὸν ἀντὶ τοῦ γαϊδάρου, εἰς τόσον διάστημα χρόνου, εἰς ὅσον ἐκρατεῖτο ὁ γαΐδαρος ἀπὸ τοὺς ἀνωτέρω πραγματευτάς. Ἐπειδὴ δὲ οἱ ἴδιοι πραγματευταὶ ἔτυχε νὰ περάσουν πάλιν ἀπὸ τὸν ἴδιον ἐκεῖνον δρόμον, ἔχοντες μαζί των καὶ τὸν γαΐδαρον, διὰ τοῦτο εὐθὺς ὁποῦ εἶδε τὸ λεοντάρι τὸν γαΐδαρον, ἐγνώρισεν αὐτόν. Ὅθεν ὥρμησεν αἰφνιδίως ἐναντίον τῶν πραγματευτῶν μὲ μεγάλον βρύχημα, οἵτινες φοβηθέντες ἔφυγον. Ἔπειτα ἐπίασε μὲ τὰ ὀδόντιά του τὸ καπίστρι τοῦ γαϊδάρου καὶ τὸ ἐτράβιξεν. Τραβίζον δὲ τὸν γαΐδαρον, ἐτράβιζεν ὁμοῦ καὶ ὅλας τὰς καμήλους, αἱ ὁποῖαι ἦτον δεμέναι εἰς τὸν γαΐδαρον, καὶ οὕτω τὰς ἔφερεν ὅλας εἰς τὸ κελλίον τοῦ Ὁσίου Γερασίμου. Κτυπῶν δὲ μὲ τὴν οὐράν του τὴν πόρταν τοῦ κελλίου τοῦ γέροντος, ἔκαμνεν ὡσὰν ἐπίδειξιν, ὅτι ἐπρόσφερεν αὐτὰς κυνήγιον εἰς τὸν γέροντα.

Βλέπωντας δὲ ὁ γέρων τὸ πρᾶγμα, ἐχαμογέλασεν ὀλίγον, καὶ εἶπε πρὸς τὸν μαθητήν του, ἀδίκως ἐκατηγορεῖτο ἀπὸ λόγου μας τὸ ἀθῶον λεοντάρι, ὅτι ἔφαγε τὸν γαΐδαρον. Λοιπὸν τώρα πρέπει νὰ τὸ ἐλευθερώσωμεν ἀπὸ τὸν κόπον τῆς ὑπηρεσίας, καὶ ἂς ὑπάγῃ νὰ βόσκῃ εἰς τοὺς συνειθισμένους του τόπους. Τότε κλίναν τὴν κεφαλήν του τὸ λεοντάρι, ὡσὰν νὰ ἦτον λογικόν, καὶ τρόπον τινὰ ἀποχαιρετῆσαν τὸν γέροντα, ἐπῆγεν εἰς τὴν ἐρημίαν. Κάθε δὲ ἑβδομάδα ἤρχετο μίαν φοράν, καὶ ἐπροσκύνει τὸν γέροντα. Ἀφ’ οὗ δὲ ὁ γέρωντας ἀπέθανεν, ἦλθε πάλιν τὸ λεοντάρι κατὰ τὴν συνήθειάν του, καὶ ἐζήτει νὰ προσκυνήσῃ τὸν γέροντα. Μὴ εὑρίσκον δὲ αὐτόν, ἐφαίνετο ὅτι λυπεῖται καὶ ἀγανακτεῖ. Ἐπειδὴ δὲ ὁ μαθητὴς τοῦ Ὁσίου μὲ πολλὰ σχήματα ἔδωκεν εἰς τὸ λεοντάρι νὰ αἰσθανθῇ, ὅτι ἀπέθανεν ὁ γέρων, διὰ τοῦτο ἐκεῖνο ἐθρήνει μὲ ἕνα λεπτὸν βρύχημα τὸν θάνατον τοῦ γέροντος, καὶ ἐφαίνετο ὅτι ἐζήτει τὸν τάφον του. Ἀφ’ οὗ δὲ ὁ μαθητὴς τοῦ Ὁσίου ἔφερε τὸ λεοντάρι εἰς τὸν τάφον τοῦ γέροντος, τότε ὁ λέων ἔπεσεν ἐπάνω εἰς αὐτόν, καὶ μεγάλως βρυχήσας, ἀπὸ τὸν ὑπερβολικὸν πόνον τῆς τοῦ γέροντος ἀγάπης ἐξέπνευσε. Μὲ τοιοῦτον τρόπον δοξάζει ὁ Θεὸς τοὺς αὐτὸν δοξάζοντας. Ἔτζι κάμνει νὰ ὑποτάττωνται τὰ θηρία εἰς ἐκείνους, ὁποῦ φυλάττουν καθαρὸν τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν (2).

(1) Ἐν δὲ τῷ Ὡρολογίῳ χρονολογεῖται οὗτος, ὅτι ἦτον ἐπὶ τοῦ βασιλέως Μαρκιανοῦ, ἐν ἔτει υν΄ [450] βασιλεύσαντος.

(2) Σημείωσαι, ὅτι ὁ Ὅσιος οὗτος Γεράσιμος, ὡς ἁπλοῦς καὶ ἄκακος ἠπατήθη ἀπὸ τὸν Μονοφυσίτην Θεοδόσιον. (Καθὼς ἠπατήθησαν καὶ ὁ Πέτρος, καὶ Μάρκος, ὁ Ἰούλλων, καὶ Σιλβανὸς οἱ ἀναχωρηταί.) Καὶ ἐδόξαζε συνουσίωσιν καὶ φυρμὸν ἐπὶ τῶν ἀσυγχύτων τοῦ Χριστοῦ δύω οὐσιῶν τε καὶ φύσεων, καὶ μὅλον ὁποῦ ἔκαμνε θαύματα. Ὕστερον δὲ πηγαίνωντας εἰς τὸν Ἅγιον Εὐθύμιον, ἡσυχάζοντα τότε εἰς τὸν Ῥουβᾶν, ὡμίλησε μὲ αὐτὸν περὶ πίστεως, καὶ εὑρέθη ἠπατημένος. Ὅθεν ἐδιωρθώθη ὑπὸ τῶν θεορρήτων λόγων τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου. Καθὼς καὶ οἱ ἀνωτέρω ἀναχωρηταὶ ὑπὸ τοῦ αὐτοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου ἐδιωρθώθησαν. (Ὅρα σελ. 399 τῆς Δωδεκαβίβλου.) Ὅρα καὶ εἰς τὴν ὑποσημείωσιν τῆς μνήμης Ἰουστινιανοῦ τοῦ βασιλέως κατὰ τὴν δευτέραν τοῦ Αὐγούστου, καὶ εἰς τὴν δεκάτην τοῦ Ἰουλίου ἐν τῇ ὑποσημειώσει τοῦ Συναξαρίου τῶν δέκα χιλιάδων τῶν Ὁσίων. Ὅρα δὲ καὶ τὸν θεῖον Χρυσόστομον ἐν τῷ πρὸς τὸν Ἰὼβ τετάρτῳ λόγῳ αὐτοῦ, ὅπου φέρων τὰ ἀπὸ ἀκακίας λεχθέντα λόγια πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὸ τοῦ Ἰὼβ τολμηρῶς, οἷον τὸ «Τίς δώσει κριτὴν ἀναμέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ, ἵνα γνῶ πόσαι εἰσὶν αἱ ἁμαρτίαι μου, ὅτι οὕτω με ἔκρινας», καὶ τὸ «Λαλήσω πικρίᾳ ψυχῆς μου συνεχόμενος, καὶ ἐρῶ πρὸς Κύριον. Μή με ἀσεβεῖν δίδασκε. Καὶ διὰ τί με οὕτως ἔκρινας;» (Ἰὼβ ι΄ 1). Ταῦτα, λέγω, τὰ τολμηρὰ λόγια, καὶ ἄλλα ὅμοια αὐτοῖς, φέρων εἰς τὸ μέσον, λέγει· «Φοβερὸν τὸ ῥῆμα, ἀλλ’ ἀπ’ ἀκακίας… οὕτω καὶ ὁ Θεὸς εἰδὼς ὅτι οὐκ ἐκ κακίας, ἀλλ’ ἐξ ἀκακίας φθέγγεται (μαρτυρεῖ γὰρ αὐτῷ λέγων· “Ἔτι δὲ ἔχεται ἀκακίας”) δέχεται τὰ παρὰ τοῦ Ἰώβ, εἰς κρίσιν καλούμενος παρ’ αὐτοῦ». Ὅθεν ἐπιφέρει ὡς ἐκ προσώπου τοῦ Θεοῦ τὰ λόγια ταῦτα ὁ Χρυσορρήμων· «Ἐπειδὴ διὰ τὴν ἀκακίαν ἐξῆλθες τῶν μέτρων τῆς φύσεως, συνέγνων σου τῇ ἀκεραιότητι. Κᾂν γάρ τις ἀπὸ ἀκακίας ἁμάρτῃ, ὁ Θεὸς διορθοῦται τὰ ἀπὸ ἀκακίας γινόμενα». Διατί δὲ ἀνέφερα ἐδῶ τὰ εἰρημένα; Διὰ νὰ προσαρμόσωμεν ταῦτα καὶ εἰς τὸν Ὅσιον Γεράσιμον τοῦτον καὶ τοὺς ἄλλους ἀναχωρητάς, καὶ εἰς τὰς δέκα χιλιάδας τῶν Ὁσίων, οἵτινες κατὰ ἀκακίαν καὶ ἄγνοιαν, ἔπεσαν εἴς τινα ἀπᾴδοντα τῆς κοινῆς δόξης τῆς Ἐκκλησίας.

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Παύλου, καὶ Ἰουλιανῆς τῆς ἀδελφῆς αὐτοῦ.

Ὁ κείμενος μέν, Παῦλος, ἡ δὲ κειμένη,
Ἰουλιανὴ σύγγονοι τετμημένοι.

Οὗτοι οἱ δύω αὐτάδελφοι ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Αὐρηλιανοῦ, ἐν ἔτει σοβ΄ [272], καταγόμενοι ἀπὸ τὴν Πτολεμαΐδα, υἱοὶ γονέων εὐσεβῶν. Καὶ ὁ μὲν Παῦλος, ἦτον Ἀναγνώστης: ἤτοι ἀνεγίνωσκεν εἰς τὸν λαὸν τὰς ἱερὰς Βίβλους, τὰς ὁποίας μελετήσας φιλοπόνως, ἐκατάλαβε τὸ νόημα αὐτῶν. Ὅθεν, καὶ μὅλον ὁποῦ ἦτον νέος, ἐπεστόμιζεν ὅμως τοὺς ἐναντίους προχειρότατα, καὶ ἦτον κήρυξ ἔνθεος τῆς περὶ ἡμᾶς τοῦ Θεοῦ Λόγου οἰκονομίας. Ὅταν δὲ ἦλθεν ὁ βασιλεὺς Αὐρήλιος εἰς τὴν Πτολεμαΐδα, ἔδιδε θάρρος εἰς τὴν ἀδελφήν του Ἰουλιανήν, καὶ ἐνεδυνάμονεν αὐτὴν νὰ σταθῇ πρόθυμος, ἐπειδὴ καὶ μέλλει νὰ ἀκολουθήσῃ πειρασμὸς μεγάλος. Αὐτὸς δὲ ἁρμάτωσε τὸν ἑαυτόν του μὲ τὸν τύπον τοῦ τιμίου Σταυροῦ. Ἐπειδὴ δὲ εἶδον αὐτὸν οἱ Ἕλληνες, ὅτι ἔκαμε τὸν σταυρόν του, ἐδιάβαλον αὐτὸν ὡς Χριστιανὸν εἰς τὸν βασιλέα. Παρασταθεὶς λοιπὸν εἰς αὐτόν, καὶ ἐλέγξας τὴν ματαιότητα τῶν εἰδώλων, ἐκρεμάσθη ὑψηλὰ καὶ ἐξεσχίσθη.

Ἡ δὲ Ἰουλιανὴ βλέπουσα τὸν ἀδελφόν της ξεσχισμένον, ἐφώναζε, κατηγοροῦσα τὸν τύραννον, πῶς ἀδίκως ξεσχίζει τὸν ἀδελφόν της. Ὅθεν ἐπιάσθη καὶ αὐτὴ καὶ κρεμασθεῖσα ἐξεσχίσθη. Ἔπειτα ῥίπτονται καὶ οἱ δύω εἰς τὴν φυλακήν. Ὕστερον βάλλονται καὶ οἱ δύω εἰς ἕνα καζάνι γεμάτον ἀπὸ πίσσαν βρασμένην. Μετὰ ταῦτα, ἁπλόνονται ἐπάνω εἰς μίαν κλίνην πυρωμένην, καὶ δέρνονται εἰς τὴν ῥάχιν. Τότε ὁ Κοδράτος καὶ Ἀκάκιος οἱ δήμιοι, συμπονέσαντες τοὺς Ἁγίους, ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστόν, διὸ καὶ ἀπεκεφαλίσθησαν, καὶ οὕτως ἔλαβον τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου. Ἔπειτα δεθέντες οἱ Ἅγιοι μὲ σιδηρᾶ δεσμά, ἐβάλθησαν εἰς τὴν φυλακήν, ἐλύθησαν ὅμως διὰ ἐπιφανείας θείου Ἀγγέλου, καὶ χορτάσαντες ἀπὸ φαγητόν, εὐχαρίστησαν τὸν Χριστόν, καὶ πάλιν παρεστάθησαν εἰς τὸν βασιλέα, ὁ ὁποῖος παρακινῶν τοὺς Ἁγίους νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστόν, οὐδὲν ἐκατώρθωσε. Διὰ τοῦτο πάλιν κρεμασθέντες οἱ Μάρτυρες, ἐδάρθησαν δυνατά.

Τότε καὶ ὁ δήμιος Στρατόνικος, συμπονέσας τὴν Ἁγίαν Ἰουλιανήν, ἐπίστευσεν εἰς τὸν Χριστόν. Ὁ δὲ τύραννος μαθὼν τοῦτο, ἐθύμωσε, καὶ παρευθὺς ἐπρόσταξε, νὰ κόψουν μὲν τὴν κεφαλὴν ἐκείνου, τοὺς δὲ Ἁγίους, νὰ κλείσουν εἰς ἕνα τόπον, ὁποῦ εἶχε θηρία καὶ ὀφίδια καὶ ἄλλα ἑρπετὰ θανατηφόρα. Ἐπειδὴ δὲ ὑπὸ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ ἐφυλάχθησαν οἱ Ἅγιοι ἀβλαβεῖς, διὰ τοῦτο, τὸν μὲν Ἅγιον Παῦλον, ἐπρόσταξε νὰ δέσουν εἰς ἕνα πάλον, καὶ νὰ κτυποῦν τὰς σιαγόνας του μὲ μολύβια, τὸ δὲ ἄλλο σῶμά του, νὰ δέρνουν μὲ ῥαβδία σιδηρᾶ πεπυρωμένα. Τὴν δὲ ἀδελφήν του Ἁγίαν Ἰουλιανήν, ἐπρόσταξε νὰ ὑπάγουν εἰς ἕνα πορνοστάσιον, καὶ ἐκεῖ νὰ τὴν διαφθείρουν ἀσελγεῖς τινες καὶ ἀκόλαστοι ἄνθρωποι. Ἄγγελος δὲ Κυρίου παραστάς, μὲ τὸν κονιορτὸν τῶν ποδῶν του ἐτύφλονε τὰ ὀμμάτια τῶν ἀκολάστων ἐκείνων. Ὅμως σπλαγχνισθεῖσα τοὺς ἐλεεινοὺς ἐκείνους, ἔχυσεν εἰς αὐτοὺς νερὸν καὶ τοὺς ἔκαμεν ὑγιεῖς.

Διαμείνασα λοιπὸν ἄφθορος, βάλλεται μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφόν της μέσα εἰς ἕνα λάκκον γεμάτον ἀπὸ φωτίαν. Καὶ ἐπειδὴ ὁ τύραννος ἐπρόσταζε νὰ λιθοβοληθοῦν οἱ Ἅγιοι μέσα εἰς ἐκεῖνον τὸν λάκκον τοῦ πυρός, διὰ τοῦτο, ὢ τοῦ θαύματος! ἐφάνη ἀπὸ τοὺς Οὐρανοὺς ἕνα νέφαλον γεμάτον ἀπὸ φωτίαν, τὸ ὁποῖον πλησιάσαν κοντὰ εἰς τὸν βασιλέα, ἀντὶ νὰ βρέξῃ βροχὴν νεροῦ, ἔβρεξεν ἐπάνω αὐτοῦ βροχὴν πυρός. Ὁ δὲ βασιλεὺς φοβηθείς, εὔγαλε μὲν τοὺς Ἁγίους ἀπὸ τὸν λάκκον, δὲν ἐδιωρθώθη δέ, ἀλλὰ πάλιν ἐπρόσταξε νὰ κατακαύσουν τὰ πρόσωπα καὶ ὅλον τὸ σῶμα τῶν Ἁγίων, μὲ ἀναμμένας λαμπάδας. Καὶ τελευταῖον, ἐπρόσταξε καὶ ἀπεκεφάλισαν αὐτούς, καὶ ἔτζι οἱ τοῦ Χριστοῦ καλλίνικοι Μάρτυρες τοὺς στεφάνους ἔλαβον τῆς ἀθλήσεως.

*

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες οἱ ἀνωτέρω, Κοδράτος, Ἀκάκιος, καὶ Στρατόνικος οἱ ἀπὸ δημίων, ξίφει τελειοῦνται.

Τρεῖς ἐκχέαντες αἷμα πολλῶν ὡς ὕδωρ,
Σφῶν αἷμα Χριστέ, σοὶ χέουσιν ἐκ ξίφους.

*

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ἐπίσκοπος Κύπρου, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Ἔλαφος ὥσπερ ἐκ βρόχου ῥυσθεὶς βίου,
Ἄνεισι Γρηγόριος, ἔνθα ζῶν ὕδωρ.

*

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ἐπίσκοπος Ἄσσου τῆς ἐν τῇ Ἀνατολῇ, ὁ ζήσας ἐν ἔτει ͵αρν΄ [1150], ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (3).

Ἐκ τοῦ τάφου σου Γρηγόριε ἐκρέει,
Ὕδωρ γλύκιστον δόξαν εἰς Θεοῦ μάκαρ.

(3) Τὸν Βίον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Νέον Ἐκλόγιον.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

 

 Των Αγίων Γερασίμου του Ιορδανίτου, Παύλου, Ιουλιανής, Κοδράτου, Ακακίου, Στρατονίκου, Γρηγορίου Επισκόπου Κύπρου, Γρηγορίου Επισκόπου Άσσου

 

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.